"Διακήρυξις" ἤ "Προκήρυξις";



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
MSc Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὑπ. Δρος(Dph) Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





"Το δυσκολώτερον μέρος της σπουδής είναι, να εννοή και προσδιορίζη τις την σημασίαν των λέξεων". Τούτο ήθελε ίσως γίνει κατανοητό εις την ολότητά του ως ζήτημα, αν αντιμετωπίση κανείς και το εξής "πρόβλημα". Φαίνεται ότι ή οι λέξεις έχασαν το νόημά των ή εις τις μέρες μας υπάρχει μεγάλη σύγχυσις. Λέξεις φερ' ειπείν ως η λέξις "Διακήρυξις" και η λέξις "Προκήρυξις" έχουν καταντήσει ταυτόσημες. Ναί ή όχι; Ας πιστοποιηθή το γεγονός με παραδείγματα. Ιδού μερικά κείμενα:



Τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς την αρχαία Αθήνα;

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Τι θα ήταν η αρχαία Ελλάδα χωρίς την αρχαία Αθήνα; Τι θα ήταν η σύγχρονη Ελλάδα χωρίς την αρχαία Αθήνα; Οι ιστορικοί θα έλεγαν ότι η ιστορία δεν χτίζεται με υποθέσεις· η αρχαία Αθήνα με την αειφόρο ακτινοβολία της συνιστά μία πραγματικότητα. Ωστόσο αν δεν τεθεί το ερώτημα, δεν μπορεί να αναδειχθεί η αξία της Αθήνας στη διαμόρφωση της αρχαιοελληνικής ιστορίας. 

Άτυπη πολιτισμική πρωτεύουσα του ελληνισμού πριν την Αθήνα ήταν η Ιωνία. Εκεί για πρώτη φορά ο λόγος υπερίπταται του μύθου, διαλύει την αχλύ του και κυοφορείται ένα νέο είδος, η φιλοσοφία. Οι Έλληνες που δημιούργησαν μύθους και μύθους τολμούσαν τώρα να στοχαστούν πάνω στους μύθους και να τους «απομυθοποιήσουν». Τρανό παράδειγμα ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος που τα ‘βαλε με τον Όμηρο και τον Ησίοδο και τους θεούς τους. Εναντιώνεται στην ανθρωπομορφική εικόνα των θεών και θεωρεί ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έβαλαν τους θεούς να μοιχεύουν, να κλέβουν, να εξαπατούν. Δεν είχε κι άδικο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, που κανονικοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία, έπλασαν τους θεούς κατ' εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της ανθρώπινης κοινωνίας, με τα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων, δίνοντάς τους το δικαίωμα να φέρονται ενίοτε και με μεγαλύτερη ελευθεριότητα από τους κοινούς θνητούς. Ο Δίας, παραδείγματος χάριν, ήταν «πολυγαμικός» και είχε παιδιά αρίφνητα. Στην Ιωνία λοιπόν εκκολάπτεται η φιλοσοφία με πρωτεργάτη τον Θαλή τον Μιλήσιο (τέλος 7ου - μέσα 6ου αι.).  

Ύστερα οι εξελίξεις μετατοπίζονται στην Αθήνα. Η Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. ήταν μια πνευματική ηφαιστειακή λάβα. Δεν γέννησε μόνο τη δημοκρατία και το θέατρο, δεν σμίλευσε μονάχα τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Ήταν ακόμη η Αθήνα του οξύνοος Περικλή, του Σωκράτη και λιγότερο του Πλάτωνα, που ανήνει περισσότερο στον 4ο αι.. Ήταν εν μέρει η Αθήνα του Αισχύλου και περισσότερο του Σοφοκλή και του σχεδόν συνομήλικού του Ευριπίδη, αυτού του «αιρετικού» τραγικού ποιητή, όπως τον αποκαλεί ο F. Montanari για τον σφοδρό αέρα ανανέωσης που φέρνει. Ήταν ακόμη η Αθήνα του Αριστοφάνη, των σοφιστών, που έβαλαν στο κέντρο τον άνθρωπο και προσπάθησαν να προσφέρουν «πανεπιστημιακές» σπουδές στην αθηναϊκή νεολαία και που τόσο κατακρίθηκαν από τον Πλάτωνα, ήταν ακόμη η Αθήνα των ρητόρων, του Λυσία και του Ισοκράτη. Ποιος δεν θα 'θέλε να κάνει έναν περίπατο στις όχθες του Ιλισού με έναν ή και με όλα τα μεγάλα αυτά πνεύματα! Η Αθήνα του 4ου αι. είναι εξίσου ακμαία. Σπουδαίοι ρήτορες, όπως ο Αισχίνης, ο Δημοσθένης, ο Ισαίος και ο Υπερείδης, διαβιούν αυτόν τον αιώνα. Είναι η εποχή, επίσης, που γεννά τον Αριστοτέλη, τον θεμελιωτή δίχως υπερβολή της σύγχρονης επιστήμης. Η κλασική Αθήνα στιγμάτισε ανεξίτηλα την πορεία του ελληνικού αλλά σε μεγάλο βαθμό και του ευρωπαϊκού πολιτισμού.  

Οι Γερμανοί αρχαιοδίφες έκαναν λόγο για ελληνικό θαύμα. Άλλοι το απέδωσαν στην ελληνική «ευδιαθεσία/νηφαλιότητα». Στην Ελλάδα έβλεπαν μια αίσθηση του μέτρου, μια συμμετρία και αρμονία, που γίνεται αντιληπτή αν αντιπαραβάλλει κανείς τον Παρθενώνα, π.χ., με μια αιγυπτιακή πυραμίδα, χωρίς η δήλωση αυτή να θέλει να υποβαθμίσει την ομορφιά και την αξία των πυραμιδών. Ο Winckelmann (18ος - 19ος αι.) θεωρούσε ότι η τέχνη στην Ελλάδα ήταν πιο νηφάλια και χαρούμενη, διότι η Ελλάδα είναι σε καίρια γεωγραφική θέση όντας στη μέση μεταξύ του ψυχρού Βορρά και του θερμού Νότου. Άλλοι στοχαστές, όπως ο Nietzsche,  απέδιδαν το ελληνικό θαύμα στο αγωνιστικό πνεύμα που διέπνεε τους Αθηναίους. Το αγωνιστικό πνεύμα δημιουργούσε μια καλώς εννοούμενη άμιλλα και τους ωθούσε να αγωνίζονται πάντοτε για το καλύτερο. Υπήρχε το ελληνικό «πένταθλο»: δραματικοί αγώνες, μουσικοί/ραψωδικοί αγώνες, ρητορικοί αγώνες, αθλητικοί αγώνες και πολιτικοί «αγώνες» (οι υποψήφιοι για τα διάφορα αξιώματα υποβάλλονταν σε αγώνα, δοκιμασία πριν την ανάληψη ενός αξιώματος και μετά το πέρας της θητείας).

Μετά την Αθήνα τη σκυτάλλη αναλαμβάνει η Αλεξάνδρεια, η πόλη που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Αλεξάνδρου. Αυτό δεν σημαίνει πως στον ελληνιστικό κόσμο δεν υπάρχουν άλλα αξιόλογα πολιτισμικά κέντρα, όπως λ.χ. η Πέργαμος, αλλά η Αλεξάνδρεια βρίσκεται στο προσκήνιο των εξελίξεων. Ο στρατηλάτης Αλέξανδρος ελληνοποιεί τον προς ανατολάς κόσμο. Η Ελλάδα, έχει πει σε μία ομιλία της η Αρβελέρ, δεν είναι αίμα, είναι πνεύμα. Η δήλωση αυτή βρίσκει πλήρη εφαρμογή κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Στις κτήσεις του Αλεξάνδρου, που έφτασαν όπως λέει ο σύγχρονος Αλεξανδρινός ως μέσα στην Βακτριανή […], ως τους Ινδούς, περιλαμβάνονταν ετερόκλητα πλήθη, με συνεκτικό, όμως, κρίκο την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διατηρήθηκαν παράλληλα οι τοπικές γλώσσες ή τα τοπικά ήθη και οι θεσμοί των διαφόρων πόλεων. 

Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, δηλαδή, κατά λέξη ο χώρος των Μουσών, φιλοξενεί τα λαμπρότερα πνεύματα της νέας εποχής. Εκεί διαμένουν και εργάζονται. Οι Αλεξανδρινοί φρόντισαν να δημιουργήσουν μια πλουσιότατη βιβλιοθήκη φέρνοντας χειρόγραφα από παντού. Η λογοτεχνία, που είναι κυρίως ποίηση, αλλάζει ρότα. Οι αλεξανδρινοί ποιητές με σημαιοφόρο τον Καλλίμαχο νιώθουν το βάρος της παράδοσης. Η επιγονικότητά τους αυτή είναι συνάμα κατάρα και ευλογία. Ταρακουνούν τα νερά σε μια προσπάθεια κάθετης τομής και ανανέωσης. Αποστρέφονται γενικώς τις μεγάλες φόρμες, όπως ήταν τα έπη του Ομήρου (με εξαιρέσεις, όμως, καθώς ο Απολλώνιος ο Ρόδιος γράφει σε 4 βιβλία τα Αργοναυτικά του) και στρέφονται στις μικρές φόρμες (ύμνοι, επύλλια, λογοτεχνικά και όχι εγχάρακτα πλεόν επιγράμματα, ελεγείες κλπ). Είναι ποιηταὶ ἅμα τε καὶ κριτικοί, δηλαδή, ποιητές και φιλόλογοι συνάμα. Η φιλολογία γεννιέται σπερματικά με τους Ομηρίδες που καταγίνονται με εισαγωγές περί Ομήρου και υπομνήματα των επών αλλά πλήρως γεννιέται με τον Αντίμαχο τον Κολοφώνιο (5ος - 4ος αι. π.Χ.) και τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς, ήτοι φιλολόγους. Η ποίηση γίνεται πλέον ένα είδος επίδειξης λογιωσύνης. Οι πεπαιδευμένοι ποιητές (poetae docti) αναζητούν σπάνιες εκδοχές μύθων ως πρώτη ύλη για τα ποιήματά τους. Για αυτό, όχι άτοπα, έχει παραλληλιστεί η ποίηση αυτής της περιόδου με το μοντερνιστικό κίνημα του 20ου αι..  

Η Αθήνα πού βρίσκεται σε όλο αυτό; Η Αθήνα των ελληνιστικών χρόνων έχει χάσει την σπινθηροβολία των κλασικών χρόνων και το μόνο μάλλον που έχει να επιδείξει είναι η φιλοσοφία. Στην Αθήνα ξεπηδά ο επικουρισμός, με πρωτομάστορα τον Επίκουρο, κίνημα που υποστηρίζει χοντρικά ότι ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να μεγιστοποιήσει την «καλή» ηδονή και να ελαχιστοποιήσει τον πόνο. Ο ιδρυτής του στωικισμού, Ζήνωνας ο Κιτιέας, εδράζεται στην Αθήνα και γίνεται πρωτεργάτης ενός κινήματος που υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πράττει το καλό που υπαγορεύει ο συμπαντικός Λόγος (ή αλλιώς ο Θεός ή η Φύση) και να αφίσταται του κακού. Η Ακαδημία του Πλάτωνα, τέλος, κάπου γύρω στον 3ο αι. και όχι για πολύ στρέφεται στον σκεπτικισμό, πρεσβεύοντας ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, όπως πίστευαν Στωικοί και Επικούριοι, αλλά μόνο το αληθοφανές, έτσι για να ευτυχίσει ο άνθρωπος, θα πρέπει να αναστείλει την κρίση του για τα διάφορα πράγματα. 

Χωρίς την Αθήνα μάλλον δύσκολα ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θα εξελισσόταν όπως εξελίχθηκε και δύσκολα θα άφηνε ανεξίτηλα ίχνη στο πέπλο της ιστορίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία του σήμερα, αν και όχι άμεση, είναι εξέλιξη της δημοκρατίας του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Τα βράδια του καλοκαιριού συρρέει κόσμος και κοσμάκης στα θέατρα, για να αισθανθεί λίγη τίμια ηδονή, σαν κι αυτή που ένιωθαν οι Αρχαίοι παρακολουθώντας Αισχύλο, Σοφοκλή ή Ευριπίδη. Ο αιχμηρός αλλά όχι χυδαίος, όπως συχνά τον παρουσιάζουν και δήθεν τον εκμοντερνίζουν, Αριστοφάνης δεν λείπει φυσικά. Ο Σωκράτης με τον γενναίο, πλην όμως άδικο, θάνατό του συνεχίζει να εμπνέει και να κοσμεί ακόμα και τοιχογραφίες Μονών ανά την Ελλάδα εκλαμβανόμενος ως χριστιανός προ Χριστού. Αν ο Σωκράτης δεν είχε πεθάνει όπως πέθανε ίσως να μην ήταν ο σημερινός Σωκράτης. Η ρητορική βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα στον νομικό και πολιτικό λόγο.

Δεν το συνειδητοποιούμε συχνά πόση αρχαία Ελλάδα, πόση αρχαία Αθήνα ρέει μέσα μας. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν θα πρέπει να δημιουργεί επ΄ ουδενί εθνική έπαρση αλλά να μας ωθεί να γνωρίζουμε το παρελθόν, να το μεταγγίζουμε στους άλλους αλλά και να χτίζουμε διά του παρελθόντος το μέλλον. 

Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.
(Ν. Βρεττάκος, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη) 


Μα δεν έχεις λίγο φιλότιμο ;



Ζιώγου Καλλιόπη,
θεολόγος



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


« Λίγο τσίπα δεν έχεις πάνω σου;; Ντροπή σου! »..φράση χιλιοειπωμένη και χιλιοακουσμένη, από γονείς, δασκάλους κτλ. ιδιαίτερα στη νεότητα, όταν κάναμε κάτι επονείδιστο και έπρεπε να συναισθανθούμε τι πράξαμε. Και μετά κατεβάζαμε το κεφάλι και ζητούσαμε συγγνώμη… μμμ μάλλον.. διότι επιλέγαμε κάποιες φορές να απαντούμε με αυθάδεια, να αντιμιλάμε, να μην υποχωρούμε. Και τότε θέριευε ο εγωισμός και ούτε που μας περνούσε από το μυαλό να κάνουμε ένα βήμα πίσω, το απαραίτητο βήμα για να έρθει η συγχώρηση και η ψυχή να βρει την ηρεμία της. Κακώς όμως θέτω το θέμα σε χρόνο παρελθοντικό. Και σήμερα το ίδιο κάνουμε. Απλά το πράγμα είναι πιο δύσκολο, όταν έχουμε ανατραφεί, χωρίς να έχουμε μάθει να ζητάμε συγγνώμη, όταν φταίμε, τότε το φιλότιμο είναι μιαν άγνωστη λέξη για μας. Αυτό το ρημάδι το φιλότιμο..σώζει ποικιλοτρόπως, ειδικά στο πνευματικό μετερίζι. 


Σεμινάριο Οδύσσεια και Ιλιάδα για Ενήλικες


Τα δύο έπη του πρώτου και σημαντικότερου ποιητή της ανθρωπότητας, του Ομήρου, Οδύσσεια και Ιλιάδα, είναι γεμάτα διαχρονική σοφία.


Εκεί που τέμνεται η μουσική με την ποίηση...

Του Γαβριήλ Μπομπέτση



Συνδέεται η ποίηση με τη μουσική; Η απάντηση είναι από αρχαιοτάτων χρόνων. Θα κάνουμε μια ιστορική αναδρομή, για να φτάσουμε στο σήμερα και να διερευνήσουμε αν και υπό ποιες προϋποθέσεις τα τραγούδια συνιστούν ποιήματα.

Η μουσική φαίνεται να συμπορεύεται από τις απαρχές της με την ποίηση. Το έπος απαγγελόταν συνοδεία μουσικής, το ίδιο φυσικά και η λυρική ποίηση. Τα έπη φέρεται πως τραγουδιούνταν προφορικά από τους αοιδούς (<ᾄδω), ενώ στη συνέχεια απαγγέλλονταν εκφραστικά και παραστατικά από επαγγελματίες ραψωδούς, κυρίως στους διάφορους ανά τον ελληνόφωνο κόσμο ραψωδικούς αγώνες. Η λυρική ποίηση, επιπροσθέτως, οφείλει την ονομασία της στους αλεξανδρινούς γραμματικούς, τους «πρώτους φιλολόγους» της ιστορίας, που της απέδωσαν το όνομα, επειδή συνοδευόταν από λύρα. Η ελεγεία και ο ίαμβος θεωρούνταν ξεχωριστά είδη, καίτοι σήμερα τα κατατάσσουμε στη λυρική ποίηση. Η ελεγεία συνοδευόταν από αυλό (πνευστό όργανο), ενώ ο ίαμβος από ιαμβύκη ή κλεψίαμβο (έγχορδα όργανα). Μουσικά, τέλος, ήταν και τα χορικά μέρη της τραγωδίας και της κωμωδίας.

Δημιουργείται άρα η αίσθηση ότι ποίηση και μουσική ήταν αξεδιάλυτες, από την περίοδο τουλάχιστον που άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται και να αποκτούν καλλιτεχνική μορφή έκαστες.

Ερχόμαστε στο σήμερα. Διερωτάται λοιπόν κανείς ποια ειναι τα ειδοποιά στοιχεία που καθιστούν ένα τραγούδι ποίημα. Θα καταθέσουμε κάποιες σκέψεις, που χρήζουν μάλλον περισσότερης εμβάθυνσης. Η διάρθωση σε στροφές και  στίχους, που υπάρχει στα τραγούδια, προσιδιάζει κατ' αρχάς στην ποίηση αλλά δεν συνιστά το καθοριστικότερο κριτήριο ποιητικότητας ενός τραγουδιού. Συχνά απαντά κανείς ομοιοκατάληκτους στίχους στα τραγούδια, στοιχείο που τα  συνδέει με την ποίηση, αλλά και πάλι η ποιητικότητα ενός μουσικού κομματιού πρέπει να ερείδεται σε πιο γερά θεμέλια. Με αυτό θέλουμε να πούμε ότι η ομοιοκαταληξία δεν απαντά, φερ' ειπείν, σε ένα μοντερνιστικό ποίημα αλλά αυτό συνεχίζει να αποτελεί ποίημα. Δεν ειναι συνεπώς κριτήριο ποιητικότητας η ομοιοκαταληξία. Ουσιαστικότερα στοιχεία ποιητικότητας ενός τραγουδιού είναι το ρεφρέν, που επανέρχεται εν είδει επωδού και δημιουργεί όμορφο ρυθμικό αποτέλεσμα, το αλληγορικό ενίοτε νόημα, η εικονοποιία και γενικότερα η χρήση των υλικών της ποίησης. Ένα τραγούδι δεν λέει ποτέ ρητά τα πάντα, αφήνει υπόρρητα νοήματα, δεν είναι ποτέ ένα αράδιασμα σκέψεων. Έχει βαφτιστεί μέσα στην ποιητική φλέβα, μεταχειρίζεται, δηλαδή, τα εκφραστικά μέσα της ποίησης. Ένα τραγούδι συνήθως πασχίζει να ισορροπήσει ανάμεσα σε μία επιτρεπτή για το είδος σκοτεινότητα του νοήματος (ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μοντέρνας ποίησης) και στην ανάγκη κοινωνίας ενός μηνύματος και διέγερσης συναισθημάτων.

Παρατήρηση SOS: Δεν είναι κάθε τραγούδι ποίημα. Αυτό είναι σαφές. Τα τραγούδια που ακούγουνται, ας πούμε, στα club δεν έχουν υποστεί συχνά ποιητική επεξεργασία, καθώς επιτελούν άλλους σκοπούς (να είναι κομμάτια χορευτικά, ξεσηκωτικά, λαϊκά, άμεσα κλπ). Το τραγούδι είναι ποίημα, όταν έχει δουλευτεί στο εργαστήρι του δημιουργού εντέχνως, με τα υλικά της τέχνης και της ποίησης. Αυτό είναι το εκ των ων ουκ άνευ κριτήριο, θαρρώ.

Τα κριτήρια που θέσαμε παραπάνω δεν αφορούν φυσικά τη μελοποιημένη ποίηση. Εκεί έχουμε εξαρχής ποιήματα που επενδύθηκαν με το μανδύα της μουσικής και άγγιξαν έτσι ένα ευρύτερο πλήθος. Αξίζει να ανοίξουμε μια παρένθεση χάριν της μελοποιημένης ποίησης. Είναι κοινός τόπος πως η ποίηση είναι το έδεσμα λίγων. Δεν εννοούμε μ' αυτό πως είναι ελιτίστικη. Η ίδια έχει ανοιχτές αγκάλες προς όλους. Ωστόσο, λίγοι είναι οι ευλαβείς προσκυνητές της. Η μουσική, αντιθέτως με την ποίηση, είναι το συνοδευτικό των πολλών, μέσω της οποίας ποιήματα έγιναν γνωστά σε ευρύτερο κοινό.

Οι μαζικές μελοποιήσεις ποιημάτων άρχισαν το 1960 με τη μελοποίηση του Επιταφίου του Ρίτσου από τον Μ. Θεοδωράκη. Ακολούθησαν ο Ελύτης, ο Σεφέρης, ο Καββαδίας, λιγότερο ο Παλαμάς (βλ. Μια πίκρα), ο Δροσίνης (βλ. Τι θέλω;) μέχρι και ο Παπαδιαμάντης (βλ. Το σκοτεινό τρυγόνι). Έχει μελοποιηθεί ακόμη κατά κόρον η ποίηση της λεγόμενης Κρητικής Αναγέννησης, όπως ο Ερωτόκριτος. Ο Μάνος Ελευθερίου συνιστά ειδική περίπτωση, καθώς πέρα από ποιητής ήταν και τραγουδογράφος. Δεν έτυχε απλώς να μελοποιηθούν τα ποιήματά του αλλά έγραφε ενσυνείδητα στίχους προς μελοποίηση.

Η μελοποιημένη ποίηση συνιστά βέβαια ένα τεκμήριο της σχέσης μουσικής και ποίησης. Υπάρχουν ακόμη τραγούδια που επικοινωνούν υπόγεια με την ποίηση. Αναφέρουμε την μπαλάντα Ελιοματούσα σε στίχους, μουσική και τραγούδι του Μ. Πασχαλίδη.

Κι όταν περάσουνε τα χρόνια
και έρθουν στις Πλάτρες
τα αηδόνια
ίσως να δεις πως σ' αγαπούσα
μόνο εσένα, Ελιοματούσα
.

Οι τρείς πρώτοι στίχοι του τραγουδιού παραπέμπουν στην Ελένη του Σεφέρη, όπου σαν μότο επανέρχεται το δίστιχο:
Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.

Μια άλλη κατηγορία τραγουδιών είναι τα αυτοαναφορικά. Όπως γίνεται λόγος για αυτοαναφορική ποίηση, για ποιήματα, δηλαδή, που αναφέρονται στον ποιητή και στον τρόπο δημιουργίας ενός ποιήματος, μπορεί να γίνει λόγος και για αυτοαναφορικό τραγούδι. Μνημονεύουμε Τα Τραγούδια μια σταλιά του Μ. Πασχαλίδη. Θα προχωρήσουμε σε μία ενδεικτική ανάλυση, ώστε να καταδείξουμε στην πράξη αυτά που παραπάνω διατυπώσουμε θεωρητικά.

Τα τραγούδια μια σταλιά
μα οι γλώσσες τους ροδάνια,
μου 'παν τόσα μυστικά
που γεμίζουν δυο ποτάμια.

(α' στροφή).

Όλο το τραγούδι διαρθώνεται σε στροφές με ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία (σταλιά - μυστικά, ροδάνια - ποτάμια). Στην πρώτη στροφή η ομοιοκαταληξία, όπως φαίνεται, είναι ατελής. Σε όλο το τραγούδι επίσης ο 1ος και ο 3ος στίχος κάθε στροφής και αντίστοιχα ο 2ος και ο 4ος έχουν ίδιο αριθμό συλλαβών (ισοσυλλαβία) και τονίζονται στις ίδιες συλλαβες. Η διάρθρωση αυτή εκπορεύεται και παραπέμπει στην ποίηση. Μπορούμε να αναφέρουμε ακόμα την παρήχηση του [α] που είναι φανερή στην παραπάνω στροφή καθώς και τη συνίζηση, τη συμπροφορά, δηλαδή, στο -ια- (τραγούδια, σταλιά, ροδάνια, ποτάμια). Ενυπάρχουν επιπροσθέτως τα εκφραστικά μέσα της ποίησης: μεταφορά (τα τραγούδια = μια σταλιά), προσωποποίηση (οι γλώσσες των τραγουδιών), αντιθεση (μια σταλιά  δυο ποτάμια).

Το εν λόγω τραγούδι ειναι αυτοαναφορικό, καθώς θεματοποιεί τον τρόπο γένεσης ενός τραγουδιού. Τα τραγούδια είναι χείμαρρος που εξωτερικεύουν τα μύχια του δημιουργού τους.

Κερασμένα τα ποτά,
κερασμένα τα τραγούδια,
μου το έμαθαν καλά
τα μικρά μου αγγελούδια.

(γ' στροφή, τμήμα του ρεφρέν)

Τα τραγούδια δίνονται ως κέρασμα στο κοινό. Τα τραγούδια παρουσιάζονται στην γ' στροφή ως παιδιά του δημιουργού και η συγγραφή τραγουδιών ως γέννα (τα μικρά μου αγγελούδια).

Μπήκα μέσα στη γιορτή,
μπήκα μέσα στις χαρές σας
και σας άκουγα διπλούς,
η φωνή μου στις φωνές σας.

(ε' στροφή, αμέσως μετά το ρεφρέν)

Ο τόνος σε όλο το τραγούδι είναι προσωπικός. Κι αυτό συνάγεται από τη χρήση του α' ενικού προσώπου (λ.χ. μπήκα, μπήκα: που αποτελεί και σχήμα επαναφοράς). Το τραγούδι είναι ο τρόπος επικοινωνίας του τραγουδιστή (και τραγουδογράφου) με το κοινό, όπως ο ποιητής επικοινωνεί μέσω ενός ποιήματος με το δικό του κοινό. Ο τραγουδιστής προβάλλεται επίσης ως παλμογράφος και εκφραστής του κοινού, γιατί μιλάει για τα ανθρώπινα αισθήματα και για την τέχνη της ζωής, που μας αγγίζει όλους. Εκφραστικά μέσα (που συνιστούν πρώτες ύλες της τέχνης του λόγου) ενυπάρχουν και στην προκείμενη στροφή, όπως το παράλληλο συντακτικό σχήμα (ρήμα + εμπρόθετος προσδιορισμός στους δύο πρώτους στίχους), η μεταφορά (μπήκα μέσα στις χαρές σας) ή η επανάληψη (φωνή + φωνές στον τελευταίο στίχο).

Κάποιες καταληκτικές σκέψεις. Η μουσική ετυμολογείται από τις Μούσες, τις προστάτιδες εν γένει των τεχνών και των γραμμάτων. Και αρχικά σήμαινε οποιαδήποτε τέχνη προστατευόταν από τις Μούσες, σκέπαζε, δηλαδή, υπό την ομπρέλα της και τη μελωδία και την ποίηση. Ο ρομαντικός ποιητής Siller λέει πως στη δημιουργία ποιημάτων «πρώτα έρχεται μια ορισμένη μουσική διάθεση και μετά ακολουθεί η ποιητική ιδέα» (Φ. Νίτσε, Η γέννηση της τραγωδίας, σ. 74), σαν να είναι ενδιάθετη η μουσική στον άνθρωπο. Το σίγουρο είναι πως η μουσική κατείχε μεγάλη σημασία ήδη από την αρχαιότητα, έθιζε τον άνθρωπο στην αρμονία και στο μέτρο, για αυτό διδάσκονταν τουλάχιστον οι νεαροί Αθηναίοι μουσικά όργανα, πριν καν έρθουν σε επαφή με το μεγάλο Όμηρο. Η ποίηση έχει μέσα της μουσικότητα (πβ. υποβλητικές και μουσικές φράσεις) και η μουσική μπορεί να συνιστά ενίοτε ποίηση. Να ένας «νέος» τρόπος να προσεγγίσουμε τη μουσική υπό το φως της ποίησης (και τανάπαλιν)!




Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑ ΤΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ

Παπά- Γιώργης Προμπονάς 

Παρεμβαίνοντας ,όπως σας υποσχέθηκα ανταποκρινόμενος στο κάλεσμα σας « περιμένομε τη δική σας προεκλογική παρέμβαση Παπά -Γιώργη » προχωρώ στη τρίτη κατά σειρά, με αφορμή αυτή τη φορά την πρόσφατη ανοικτή ρήξη Διοικούσας Εκκλησίας και Κυβέρνησης και δράττομαι της ευκαιρίας να παραθέσω την αντικειμενική αλήθεια ,τη σχετική με την εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία των Κληρικών. Ελεύθερα αποτυπωμένη και εμπεριστατωμένα στοιχειοθετημένη με νομικά και ιστορικά τεκμήρια , σαν απάντηση στην Γκεμπελίστικου τύπου μαύρη προπαγάνδα, που σκοπόν έχει να παραπληροφορήσει το ανυποψίαστο κοινό ότι, « η Εκκλησία έχει περιουσία ,έχει λεφτά, και ας πληρώνει τους παπάδες, και όχι να επιβαρύνεται ο φορολογούμενος πολίτης», έτσι ώστε να αποδεχθεί ευχαρίστως την αντισυνταγματική και απάνθρωπη απόφαση της ,να αποχαρακτηρίσει τους Κληρικούς από δημοσίους υπαλλήλους και στη συνέχεια με ευκολία να τους αποβάλει από το ενιαίο μισθολόγιο , καλλιεργώντας για το σκοπό αυτό παράλληλα μια αρνητική προκατάληψη κατά των κληρικών , με το να στρέφει για ακόμα μια φορά τις κοινωνικές ομάδες εναντίο μιας άλλης .



ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ ΣΤΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΙΣ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2019 ΜΕ ΕΥΘΥΝΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ



Η μεθοδευμένη υποβάθμισις και αποψίλωσις των κλασσικών και ανθρωπιστικών σπουδών στα σχολεία από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώθηκε με την ανακοίνωση των βαθμών στα μαθήματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων.