Τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς την αρχαία Αθήνα;

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Τι θα ήταν η αρχαία Ελλάδα χωρίς την αρχαία Αθήνα; Τι θα ήταν η σύγχρονη Ελλάδα χωρίς την αρχαία Αθήνα; Οι ιστορικοί θα έλεγαν ότι η ιστορία δεν χτίζεται με υποθέσεις· η αρχαία Αθήνα με την αειφόρο ακτινοβολία της συνιστά μία πραγματικότητα. Ωστόσο αν δεν τεθεί το ερώτημα, δεν μπορεί να αναδειχθεί η αξία της Αθήνας στη διαμόρφωση της αρχαιοελληνικής ιστορίας. 

Άτυπη πολιτισμική πρωτεύουσα του ελληνισμού πριν την Αθήνα ήταν η Ιωνία. Εκεί για πρώτη φορά ο λόγος υπερίπταται του μύθου, διαλύει την αχλύ του και κυοφορείται ένα νέο είδος, η φιλοσοφία. Οι Έλληνες που δημιούργησαν μύθους και μύθους τολμούσαν τώρα να στοχαστούν πάνω στους μύθους και να τους «απομυθοποιήσουν». Τρανό παράδειγμα ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος που τα ‘βαλε με τον Όμηρο και τον Ησίοδο και τους θεούς τους. Εναντιώνεται στην ανθρωπομορφική εικόνα των θεών και θεωρεί ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έβαλαν τους θεούς να μοιχεύουν, να κλέβουν, να εξαπατούν. Δεν είχε κι άδικο. Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, που κανονικοποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογία, έπλασαν τους θεούς κατ' εικόνα και καθ’ ομοίωσιν της ανθρώπινης κοινωνίας, με τα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων, δίνοντάς τους το δικαίωμα να φέρονται ενίοτε και με μεγαλύτερη ελευθεριότητα από τους κοινούς θνητούς. Ο Δίας, παραδείγματος χάριν, ήταν «πολυγαμικός» και είχε παιδιά αρίφνητα. Στην Ιωνία λοιπόν εκκολάπτεται η φιλοσοφία με πρωτεργάτη τον Θαλή τον Μιλήσιο (τέλος 7ου - μέσα 6ου αι.).  

Ύστερα οι εξελίξεις μετατοπίζονται στην Αθήνα. Η Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. ήταν μια πνευματική ηφαιστειακή λάβα. Δεν γέννησε μόνο τη δημοκρατία και το θέατρο, δεν σμίλευσε μονάχα τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Ήταν ακόμη η Αθήνα του οξύνοος Περικλή, του Σωκράτη και λιγότερο του Πλάτωνα, που ανήνει περισσότερο στον 4ο αι.. Ήταν εν μέρει η Αθήνα του Αισχύλου και περισσότερο του Σοφοκλή και του σχεδόν συνομήλικού του Ευριπίδη, αυτού του «αιρετικού» τραγικού ποιητή, όπως τον αποκαλεί ο F. Montanari για τον σφοδρό αέρα ανανέωσης που φέρνει. Ήταν ακόμη η Αθήνα του Αριστοφάνη, των σοφιστών, που έβαλαν στο κέντρο τον άνθρωπο και προσπάθησαν να προσφέρουν «πανεπιστημιακές» σπουδές στην αθηναϊκή νεολαία και που τόσο κατακρίθηκαν από τον Πλάτωνα, ήταν ακόμη η Αθήνα των ρητόρων, του Λυσία και του Ισοκράτη. Ποιος δεν θα 'θέλε να κάνει έναν περίπατο στις όχθες του Ιλισού με έναν ή και με όλα τα μεγάλα αυτά πνεύματα! Η Αθήνα του 4ου αι. είναι εξίσου ακμαία. Σπουδαίοι ρήτορες, όπως ο Αισχίνης, ο Δημοσθένης, ο Ισαίος και ο Υπερείδης, διαβιούν αυτόν τον αιώνα. Είναι η εποχή, επίσης, που γεννά τον Αριστοτέλη, τον θεμελιωτή δίχως υπερβολή της σύγχρονης επιστήμης. Η κλασική Αθήνα στιγμάτισε ανεξίτηλα την πορεία του ελληνικού αλλά σε μεγάλο βαθμό και του ευρωπαϊκού πολιτισμού.  

Οι Γερμανοί αρχαιοδίφες έκαναν λόγο για ελληνικό θαύμα. Άλλοι το απέδωσαν στην ελληνική «ευδιαθεσία/νηφαλιότητα». Στην Ελλάδα έβλεπαν μια αίσθηση του μέτρου, μια συμμετρία και αρμονία, που γίνεται αντιληπτή αν αντιπαραβάλλει κανείς τον Παρθενώνα, π.χ., με μια αιγυπτιακή πυραμίδα, χωρίς η δήλωση αυτή να θέλει να υποβαθμίσει την ομορφιά και την αξία των πυραμιδών. Ο Winckelmann (18ος - 19ος αι.) θεωρούσε ότι η τέχνη στην Ελλάδα ήταν πιο νηφάλια και χαρούμενη, διότι η Ελλάδα είναι σε καίρια γεωγραφική θέση όντας στη μέση μεταξύ του ψυχρού Βορρά και του θερμού Νότου. Άλλοι στοχαστές, όπως ο Nietzsche,  απέδιδαν το ελληνικό θαύμα στο αγωνιστικό πνεύμα που διέπνεε τους Αθηναίους. Το αγωνιστικό πνεύμα δημιουργούσε μια καλώς εννοούμενη άμιλλα και τους ωθούσε να αγωνίζονται πάντοτε για το καλύτερο. Υπήρχε το ελληνικό «πένταθλο»: δραματικοί αγώνες, μουσικοί/ραψωδικοί αγώνες, ρητορικοί αγώνες, αθλητικοί αγώνες και πολιτικοί «αγώνες» (οι υποψήφιοι για τα διάφορα αξιώματα υποβάλλονταν σε αγώνα, δοκιμασία πριν την ανάληψη ενός αξιώματος και μετά το πέρας της θητείας).

Μετά την Αθήνα τη σκυτάλλη αναλαμβάνει η Αλεξάνδρεια, η πόλη που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Αλεξάνδρου. Αυτό δεν σημαίνει πως στον ελληνιστικό κόσμο δεν υπάρχουν άλλα αξιόλογα πολιτισμικά κέντρα, όπως λ.χ. η Πέργαμος, αλλά η Αλεξάνδρεια βρίσκεται στο προσκήνιο των εξελίξεων. Ο στρατηλάτης Αλέξανδρος ελληνοποιεί τον προς ανατολάς κόσμο. Η Ελλάδα, έχει πει σε μία ομιλία της η Αρβελέρ, δεν είναι αίμα, είναι πνεύμα. Η δήλωση αυτή βρίσκει πλήρη εφαρμογή κατά τα ελληνιστικά χρόνια. Στις κτήσεις του Αλεξάνδρου, που έφτασαν όπως λέει ο σύγχρονος Αλεξανδρινός ως μέσα στην Βακτριανή […], ως τους Ινδούς, περιλαμβάνονταν ετερόκλητα πλήθη, με συνεκτικό, όμως, κρίκο την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν διατηρήθηκαν παράλληλα οι τοπικές γλώσσες ή τα τοπικά ήθη και οι θεσμοί των διαφόρων πόλεων. 

Το Μουσείο της Αλεξάνδρειας, δηλαδή, κατά λέξη ο χώρος των Μουσών, φιλοξενεί τα λαμπρότερα πνεύματα της νέας εποχής. Εκεί διαμένουν και εργάζονται. Οι Αλεξανδρινοί φρόντισαν να δημιουργήσουν μια πλουσιότατη βιβλιοθήκη φέρνοντας χειρόγραφα από παντού. Η λογοτεχνία, που είναι κυρίως ποίηση, αλλάζει ρότα. Οι αλεξανδρινοί ποιητές με σημαιοφόρο τον Καλλίμαχο νιώθουν το βάρος της παράδοσης. Η επιγονικότητά τους αυτή είναι συνάμα κατάρα και ευλογία. Ταρακουνούν τα νερά σε μια προσπάθεια κάθετης τομής και ανανέωσης. Αποστρέφονται γενικώς τις μεγάλες φόρμες, όπως ήταν τα έπη του Ομήρου (με εξαιρέσεις, όμως, καθώς ο Απολλώνιος ο Ρόδιος γράφει σε 4 βιβλία τα Αργοναυτικά του) και στρέφονται στις μικρές φόρμες (ύμνοι, επύλλια, λογοτεχνικά και όχι εγχάρακτα πλεόν επιγράμματα, ελεγείες κλπ). Είναι ποιηταὶ ἅμα τε καὶ κριτικοί, δηλαδή, ποιητές και φιλόλογοι συνάμα. Η φιλολογία γεννιέται σπερματικά με τους Ομηρίδες που καταγίνονται με εισαγωγές περί Ομήρου και υπομνήματα των επών αλλά πλήρως γεννιέται με τον Αντίμαχο τον Κολοφώνιο (5ος - 4ος αι. π.Χ.) και τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς, ήτοι φιλολόγους. Η ποίηση γίνεται πλέον ένα είδος επίδειξης λογιωσύνης. Οι πεπαιδευμένοι ποιητές (poetae docti) αναζητούν σπάνιες εκδοχές μύθων ως πρώτη ύλη για τα ποιήματά τους. Για αυτό, όχι άτοπα, έχει παραλληλιστεί η ποίηση αυτής της περιόδου με το μοντερνιστικό κίνημα του 20ου αι..  

Η Αθήνα πού βρίσκεται σε όλο αυτό; Η Αθήνα των ελληνιστικών χρόνων έχει χάσει την σπινθηροβολία των κλασικών χρόνων και το μόνο μάλλον που έχει να επιδείξει είναι η φιλοσοφία. Στην Αθήνα ξεπηδά ο επικουρισμός, με πρωτομάστορα τον Επίκουρο, κίνημα που υποστηρίζει χοντρικά ότι ο άνθρωπος για να είναι ευτυχισμένος πρέπει να μεγιστοποιήσει την «καλή» ηδονή και να ελαχιστοποιήσει τον πόνο. Ο ιδρυτής του στωικισμού, Ζήνωνας ο Κιτιέας, εδράζεται στην Αθήνα και γίνεται πρωτεργάτης ενός κινήματος που υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος πρέπει να πράττει το καλό που υπαγορεύει ο συμπαντικός Λόγος (ή αλλιώς ο Θεός ή η Φύση) και να αφίσταται του κακού. Η Ακαδημία του Πλάτωνα, τέλος, κάπου γύρω στον 3ο αι. και όχι για πολύ στρέφεται στον σκεπτικισμό, πρεσβεύοντας ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, όπως πίστευαν Στωικοί και Επικούριοι, αλλά μόνο το αληθοφανές, έτσι για να ευτυχίσει ο άνθρωπος, θα πρέπει να αναστείλει την κρίση του για τα διάφορα πράγματα. 

Χωρίς την Αθήνα μάλλον δύσκολα ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός θα εξελισσόταν όπως εξελίχθηκε και δύσκολα θα άφηνε ανεξίτηλα ίχνη στο πέπλο της ιστορίας. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία του σήμερα, αν και όχι άμεση, είναι εξέλιξη της δημοκρατίας του Σόλωνα και του Κλεισθένη. Τα βράδια του καλοκαιριού συρρέει κόσμος και κοσμάκης στα θέατρα, για να αισθανθεί λίγη τίμια ηδονή, σαν κι αυτή που ένιωθαν οι Αρχαίοι παρακολουθώντας Αισχύλο, Σοφοκλή ή Ευριπίδη. Ο αιχμηρός αλλά όχι χυδαίος, όπως συχνά τον παρουσιάζουν και δήθεν τον εκμοντερνίζουν, Αριστοφάνης δεν λείπει φυσικά. Ο Σωκράτης με τον γενναίο, πλην όμως άδικο, θάνατό του συνεχίζει να εμπνέει και να κοσμεί ακόμα και τοιχογραφίες Μονών ανά την Ελλάδα εκλαμβανόμενος ως χριστιανός προ Χριστού. Αν ο Σωκράτης δεν είχε πεθάνει όπως πέθανε ίσως να μην ήταν ο σημερινός Σωκράτης. Η ρητορική βρίσκεται καλά κρυμμένη μέσα στον νομικό και πολιτικό λόγο.

Δεν το συνειδητοποιούμε συχνά πόση αρχαία Ελλάδα, πόση αρχαία Αθήνα ρέει μέσα μας. Η συνειδητοποίηση αυτή δεν θα πρέπει να δημιουργεί επ΄ ουδενί εθνική έπαρση αλλά να μας ωθεί να γνωρίζουμε το παρελθόν, να το μεταγγίζουμε στους άλλους αλλά και να χτίζουμε διά του παρελθόντος το μέλλον. 

Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος·
Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως.
Κι είχε πήξει το φως , κ’ είχε γίνει το μάρμαρο.
Και εκλήθης εσύ να μπορέσεις το θαύμα.
Κ’ έκαμες πάλι το μάρμαρο φως.
Κ’ ήταν δείχτες οδών προς τα πάνω οι κολώνες σου.
(Ν. Βρεττάκος, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη) 
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Γαβριήλ Μπομπέτσης - He is a graduate of Classical Philology of the National and Kapodistrian University of Athens with an origin from Argos (Argolida). His interests concern the whole range of philological science (issues of history, philosophy, new greek literature, linguistic texture, pedagogical approach to literary courses, ancient greek mainly and Latin literature), as well as and social issues. .. He is writing for Φιλόλογος Ερμής since the July of 2017. Read More