Θεολογική προσέγγιση στο ποίημα "Πόλις" του Καβάφη


Αζαρία Νικολίτσα
Ανθρωπιστικές Επιστήμες – Ελληνικός Πολιτισμός




Κάθε φορά που διαβάζεις αυτό το ποίημα του Καβάφη φλερτάρεις με τη θλίψη. Με αυτά που ήθελες να πράξεις μα για κάποιο λόγο δεν κατέστη δυνατό. Τον χρόνο να νικήσεις δε μπορείς, μα ούτε με την προαίρεσή σου ισάξια να αναμετρηθείς. 


ΠΑΡΑΓΩΓΗ Ή ΕΠΑΓΩΓΗ;


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Προσθήκη λεζάντας
Παρακολουθώ τις δύο βασικές συλλογιστικές οδούς : την παραγωγή και την επαγωγή. Ο παραγωγικός συλλογισμός μας μεταφέρει απ'το γενικό στο ειδικό. Είναι σημαντικός ,καθώς η εξειδίκευση είναι απαραίτητη πλέον στο χώρο της επιστήμης.  Δίχως εστίαση στη λεπτομέρεια , η γνώση δεν είναι το ίδιο διαφωτιστική.  Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι το ίδιο επιδέξιοι  ,ώστε να σκεφτούν και να αναλύσουν μ'αυτόν τον τρόπο  .Κάποιοι πάντως εκστασιάζονται με την δυνατότητα της εξονυχιστικής ανάλυσης  και  τους καθηλώνει η περιέργειά τους . Η ερευνητική διάθεση κυριαρχεί στο έργο τους. Μετέρχονται και τα πιο δύσβατα μονοπάτια για ν'αγγίξουν το ζητούμενό τους. Η επιστήμη χρωστά πολλά στην υπομονή και την επιμονή τους. Το πιθανότερο είναι βέβαια πως αυτή η νοοτροπία τους ακολουθεί και στην καθημερινή τους πράξη και σκέψη. Αναζητούν συγκεκριμένες αιτίες κι εξηγήσεις για όλα όσα τους συμβαίνουν ή τους αφορούν . Δεν αφήνουν τίποτα να πέσει κάτω δίχως να το φιλτράρουν. Τα μεγάλα μεγέθη τους κεντρίζουν ακριβώς επειδή αποτελούνται από πολλά επιμέρους κομμάτια. Κινούνται μέσα σε δοσμένα ή αποδεκτά πλαίσια με στόχο να τους αποδώσουν εγκυρότητα  ,να τ' αμφισβητήσουν ή να τα επαναπροσδιορίσουν. Μερικές φορές μοιάζουν δύστροποι,αλλά η πρσφορά τους στον κόσμο της σκέψης είναι σημαντική.
Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται ο επαγωγικός συλλογισμός,ο ρηξικέλευθος. Τ'άτομα που προτιμούν τον ενστερνίζονται είναι ασυμβίβαστα και προτιμούν ν'ανασαίνουν εκτός πλαισίων. Συνήθως δεν τους γοητεύουν τα μεγάλα και τα βροντερά του κόσμου. Και μάλλον δεν τους συγκινεί καθόλου η ιδέα να τ'ανατάμουν ,να τα διυλίσουν και να τα ερμηνεύσουν. Ασχολούνται με τα πιο μικρά,εκείνα που για τους προηγούμενους φαντάζουν μάλλον υποδεέστερα και ανάξια της προσοχής τους. Και προσθέτουν οι επαγωγικοί μεγάλες ιδέες κι αλήθειες σ΄αυτά τα μικρά. Αναλαμβάνουν οι ίδιοι να τους φτιάξουν το πλαίσια που δεν είχαν εξαρχής,για να μπορούν να υπάρξουν, να ζήσουν, να γίνουν τρόποι σκέψης και ζωής .Είναι στ'αλήθεια δημιουργικοί. Ίσως να μη έχουν πολλά για να προσάψουν στον κόσμο της επιστήμης, αλλά αν έχει ο κόσμος ιδέες και οράματα ,σ'αυτούς το χρωστά. Κι είναι δύσκολο να μπορεί κανείς απ'το λίγο και το ειδικό να οδηγεί τον νου στο πολύ και σε γενικές αλήθειες. Θέλει ελευθερία και κότσια.
Είμαι φιλόλογος από επιλογή ή από τύχη .Παρατηρώ,χρόνια τώρα,μαθητές ν'αναλύουν το αρχαίο ελληνικό ή το λατινικό κείμενο. Άλλοι μπορούν να απομνημονεύσουν ή ν'αναγνωρίζου την κάθε λεπτομέρεια του συντακτικού και της γραμματικής. Φύλλο και φτερό μου κάνουν την εκάστοτε πρόταση.Είναιμάλλον  οι θιασώτες της παραγωγικής σκέψης.  Άλλοι πάλι κρατιούνται από μια λέξη,μια ετυμολογία,μια νέα πληροφορία κι ανοίγουν πανιά ιδεών -λάτρεις της επαγωγής- το ξέρω καλά που δεν θα μπορέσω ποτέ να τους εγκλωβίσω στα περιορισμένα και συγκεκριμένα ζητούμενα της διδακτέας ύλης.Τους αγαπώ όλους πολύ,το ίδιο πολύ και θέλω να  καταφέρνουν τ'όνειρό τους . Για τους πρώτους είμαι πο σίγουρη. Γνωρίζω πως έχουν χαρακτήρα,είναι πειθαρχημένοι κι οργανωτικοί -κι είναι αυτό όπλο ισχυρό. Για τους δεύτερους συνήθως ανησυχώ κάπως ,γιατί έχουν το χάρισμα της δημιουργικότητας-και τό'χω προσέξει πως όπου η φύση δίνει χάρισμα, η ζωή γίνεται πιο απαιτητική. Έχω λοιπόν παραπάνω χτυποκάρδι γι'αυτούς. Και δεν μπορώ να το κρύψω-ή μάλλον... δεν θέλω.






Ντ. Χριστιανόπουλου: "Δοκίμια". Παρουσίαση και Κριτική Προσέγγιση.


της Ιωάννας Φάφκα
- φιλολόγου

Ο Χριστιανόπουλος φωτογραφημένος από το Σπύρο Στάβερη (2011, ΜΦΘ)


Α) ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, κατά κόσμον Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ελληνικές ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα. Γεννήθηκε το 1931 στην Θεσσαλονίκη, όπου οι γονείς του κατέφτασαν ως ανταλλάξιμοι από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης το 1924 και τα πρώτα χρόνια της ζωής του χαρακτηρίζονται από την ανάγκη του βιοπορισμού. Σε κατοπινές συνεντεύξεις του χαρακτηρίζει τη μητέρα του ως ουρμπανίστρια με αταβιστική έπαρση, αυστηρή και άκρως ηθικολόγο και τον πατέρα του ήπιο, «άπραγο» άνθρωπο, ο οποίος δυσκολευόταν να βρει εργασία και σπαταλούσε τα χρήματα που έβγαζε στις συνοικιακές ταβέρνες. Από την παιδική του ηλικία έρχεται σε επαφή με ποικίλους ανθρώπινους τύπους αλλά και συμπεριφορές, που μένουν χαραγμένα στη συνείδησή του: η μάνα και η κόρη «ελευθερίων ηθών», που έμεναν στο διπλανό τους δωμάτιο κατά τα έτη 1939-1940 και τραγουδούσαν «βαριά μάγκικα τραγούδια», η Πιπίτσα, κόρη της δεύτερης οικογένειας, που ζούσε στο ίδιο σπίτι μαζί τους, και ήταν η μοδίστρα, στην οποία τον έστελνε η μητέρα του να παίζει με κούκλες, όταν τον τιμωρούσε, ο Λάκης, ο πρώτος φοιτητής, τον οποίο γνώρισε και τον οποίο είχε ηρωοποιήσει είναι κάποια από αυτά.[1]Από το 1940 υπήρξε συνδεδεμένος με τη χριστιανική δράση και τα κατηχητικά, από τα οποία αποπέμφθηκε το 1952 εξαιτίας της β΄ έκδοσης της ποιητικής συλλογής Εποχή των ισχνών αγελάδων.[2]


Το αυτοβιογραφικό είδος. Η ανάδυση και η εξέλιξη του. (Μέρος Β').


Της Μαριλένας Κουγιού 



http://www.filologos-hermes.info/

Μετά τη δεκαετία του 1970 το θεωρητικό ενδιαφέρον για την αυτοβιογραφία υφίσταται μια ακόμη μετατόπιση σηματοδοτώντας έτσι την είσοδο στην μεταδομιστική φάση της. Η αλλαγή οπτικής έγκειται στη μεταπήδηση της εστίασης από τον εαυτό στη γραφή και φέρει την επιρροή μιας νέας λογοτεχνικής προσέγγισης, αυτής του μεταδομισμού. 

Ο δομισμός αμφισβητείται έντονα από τους μεταδομιστές, διότι «αποκαθιστά στη πράξη μια διαφορετική μορφή ιδεαλισμού». Το ζητούμενο είναι, λοιπόν, η αποκαθήλωση του υποκειμένου από την ιδεαλιστική του αίγλη, η οποία το καθιστά ενσυνείδητο, ελεύθερο και σε θέση προϋπάρχουσας ισχύος έναντι των κοινωνικών του καθορισμών. Η μεταδομιστική αντίληψη προωθεί μια υλιστική σύλληψη του υποκειμένου που πραγματώνεται με τη συμπερίληψη μαρξιστικών και ψυχαναλυτικών αρχών σε αντιδιαστολή με τη μονοδιάστατη δομιστική κυριαρχία της γλωσσολογικής μεθοδολογίας.

Επανερχόμενοι τώρα στην μεταδομιστική κριτική της αυτοβιογραφίας, ανιχνεύουμε την απώθηση του συγγραφικού εγώ ως συνεκτικού αρμού που υποβαστάζει το κείμενο νοηματοδοτώντας το και ενοποιώντας την πληθυντικότητα των σημασιών του σε ένα κεντρικό μήνυμα. Ο εαυτός παύει πλέον να προηγείται του κειμένου ως μια αυθύπαρκτη υποκειμενικότητα που δρα καταλυτικά στη δημιουργία του λόγου. Αποδυναμώνεται ο ρόλος του αυτοβιογράφου ως κειμενικού παραγωγού και αναδεικνύεται η πρωτοβάθμια δυναμική της γραφής.

Στις μεταδομιστικές θεωρήσεις επικρατεί ευρέως η αντίληψη ότι η ειδολογική κατηγοριοποίηση της αυτοβιογραφίας είναι ατελέσφορη. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Pal De Man: «Η αυτοβιογραφία είναι δύσκολο να της δοθεί ένας γενικός ορισμός, κάθε συγκεκριμένο παράδειγμα μοιάζει να είναι η εξαίρεση από τον κανόνα.» Για τον ίδιο η αυτοβιογραφία συνιστά ένα σχήμα ανάγνωσης που είναι δυνατόν να τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε κείμενο.


 Η γλώσσα της αυτοβιογραφίας είναι ένα σημειωτικό σύστημα που δομείται από τα δύο υποκείμενα που εμπλέκονται στην διαδικασία της ανάγνωσης (πομπός-παραλήπτης) και τα οποία βρίσκονται σε σχέση αλληλοκαθορισμού και αμοιβαίας υποκατάστασης. Αναγνώστης και συγγραφέας συνιστούν μια δυαδική δομή η οποία χαρακτηρίζεται αντικατοπτρική, καθώς ο συγγραφέας δεν είναι μονοδιάστατα το επίκεντρο της δικής του κατανόησης, αλλά και της κατανόησης του αναγνωστικού κοινού, δηλ. δια στόματος De Man ο αναγνώστης είναι «κάτοπτρο και αντανακλαστική φιγούρα του συγγραφέα».

Σ’ αυτό το σημείο ανιχνεύεται μια σαφέστατη σύνδεση με την ψυχαναλυτική θεωρία και το «στάδιο του καθρέφτη» του Lacan, βασικού άλλωστε εκπροσώπου του μεταδομισμού. Η συνεκτική αντανάκλαση στο καθρέφτη αποτυπωμένη μαζί με τα δομικά στοιχεία που συναρθρώνουν την αυτό-εικόνα του υποκειμένου, αποτελούν την ταυτοποίηση του. Το ενοποιημένο αυτό σύνολο δεν είναι παρά ένα επίπλαστο είδωλο, εύθραυστο που επικαλύπτει τον θρυμματισμό του υποκειμένου. 


Ανάλογη είναι και η αντίληψη του R.Barthes, συγγραφέα και κριτικού της αυτοβιογραφίας, για τον οποίο το υποκείμενο είναι εξίσου διαθλασμένο και προσδιοριζόμενο από την απατηλή αντανάκλαση του. Η σύλληψη της ατομικότητας έτσι υπόκειται σε διαμεσολαβήσεις που διαθλούν ψευδώς ένα ολιστικό κάτοπτρο αντί για το κατακερματισμένο υποκείμενο. Συνακόλουθα, ο συγγραφέας ως μια ολότητα που ελέγχει το νόημα του έργου ανακηρύσσεται από τον Barthes νεκρός.
 
Μια ενδιαφέρουσα εναλλακτική αντίληψη προσφέρει η Sidonie Smith δίνοντας έμφαση στην αυτοβιογραφική επιτελεστικότητα και περιβάλλοντας έτσι την αυτοβιογραφία με την δυναμική της πράξης. Το σκηνικό όπου λαμβάνει χώρα η επιτέλεση της αυτοβιογράφησης ορίζεται από ένα χωροχρονικό πλαίσιο που φέρει τα σημάδια -πολιτισμικά και κοινωνικά- της συγκεκριμένης χωρικότητας και χρονικότητας. Το αυτοβιογραφούμενο υποκείμενο συναρμολογείται μέσω της επιτελεστικής πράξης της αφήγησης.

 Η συγκρότηση της ατομικής εσωτερικότητας επιτελείται- αν χρησιμοποιήσουμε όρους αιτιότητας- ως το αποτέλεσμα της αυτοβιογραφικής αφήγησης και των πολλαπλών πολιτισμικών ρυθμίσεων. Έτσι η αυτοβιογραφία αποσυνδέεται από τη λειτουργία της έκφρασης και εξωτερίκευσης ενός εσώτερου εαυτού, γεγονός το οποίο θα σήμαινε και την εγγενή φύση της ταυτότητας. Η αυτοβιογραφία ορίζεται ως μια απαγγελία και ο αυτοβιογράφος ως το απαγγέλλον υποκείμενο, η ιστορία του οποίου είναι το σύνολο των απαγγελιών του.




Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Sidonie Smith and Julia Watson. Reading Autobiography. A Guide for interpreting Life Narratives. University of Minnesota Press, London.

Γρηγόρης Πασχαλίδης. Η ποιητική της Αυτοβιογραφίας. Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα, 1993, σελ. 18. 





Ανδρέα Καρκαβίτσα: Το Συναίσθημα της Μάνας




τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
ΚΑΣΤΡΟΝ ΧΛΕΜΟΥΤΣΙ

Ο θεϊκός ρόλος της μάνας δεν είναι δυνατόν να περιγραφή έως το βάθος του. Γράφομεν μόνον παράδοσιν τινά δια το συναίσθημα αυτής. Η παράδοσις αύτη, ήντινα θα σας παρουσιάσωμεν ενθάδε, φέρει εις σχέσιν το συναίσθημα της μάνας με δύο φραγκικά κάστρα, άτινα ηυρίσκοντο εις την Ηλεία, το περίφημον Χλομούτσι και το γειτονικόν του Σανταμέρι. Ο σχετικός θρύλος τούτος αναφέρεται εις μίαν νεράιδα μάνα και εσώθη χάριν του εξαιρετικού διηγηματογράφου Ανδρέα Καρκαβίτσα, όστις εκατάγετο εξ εκείνων των μερών και ανήκε εις την μεγάλην λαογραφικήν ομάδαν δια την συγκέντρωσιν του υλικού, ήντινα είχεν σχηματίσει από το 1885 ο Νικόλαος Πολίτης. Δια πρώτην φορά ο θρύλος εδημοσιεύθη υπό του Καρκαβίτσα, διασκευασμένος εις διήγημα μετά του τίτλου «Η Μάνα» εις το περιοδικόν «Εστία» το 1890. Αργότερα, εις την αρχικήν του μορφήν, ήτοι όπως τον είχεν ακούσει περίπου ο Καρκαβίτσας, εδημοσιεύθη το 1904 εις τον Α’ τόμον των «Παραδόσεων» του Ν. Πολίτη.


Γεώργιος Βιζυηνός. Ο "μαγικός θάνατος" του "Αμαρτήματος" του

Υπό
Μαριλένας Κουγιού


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Με αφορμή τη συμπλήρωση 120 χρόνων από το θάνατο του συγγραφέα Γ. Βιζυηνού το παρόν άρθρο αφιερώνεται στο λογοτεχνικό του έργο εστιάζοντας στο ηθογραφικό υλικό περί μαγείας που εντοπίζεται στο διήγημα «Το Αμάρτημα της Μητρός Μου». Το βιωματικό του υπόστρωμα αποτελεί απόρροια του κοινωνικού του μικρόκοσμου και τα βιώματα αυτά ανασύρουν στην επιφάνεια τους αντιληπτικούς κώδικες και τους τρόπους ταξινομικής κατηγοριοποίησης της κοινωνίας από τα μέλη της. Επομένως, το θεμελιώδες υπέδαφος των μαγικών αναφορών του Βιζυηνού θα ήταν ωφέλιμο να συσχετιστεί με τον τόπο καταγωγής του, οπού και συντελείται η διαμόρφωση της πρώιμης παιδικής του ηλικίας, ως τα δέκα του χρόνια οπότε εγκαθίσταται στην Κωνσταντινούπολη.


Οἱ Καημοί τῆς Λιμνοθάλασσας



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Πολλοί νεώτεροι ποιηταί και πεζογράφοι έχουν μιλήσει δια την λιμνοθάλασσα, αλλά περισσότερο απ’ όλους ο Κωστής Παλαμάς, όστις είναι μεγάλο γέννημα της Ιεράς Πόλεως του νεωτέρου ελληνισμού.

Ο Παλαμάς έχει υμνήσει αυτήν την λίμνην εις την συλλογήν του «Καημοί της Λιμνοθάλασσας». Εις το κατωτέρω ποίημα του, όπερ επιγράφεται «Η Νιότη μου» συγκρίνει με τας δύο λίμνας του Αγγελόκαστρου και του Βραχωριού – Αγρινίου - την λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, ένθα και ενδιέτριψε εις τα πρώτα νεανικά του χρόνια: