Το αληθές της ουτοπίας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«το του νόμου έργον, τας βελτίστας
φύσεις αναγκάσαι ιδείν τε το αγαθόν
και επειδάν ικανώς ιδώσι, μη
επιτρέπειν αυτοίς μη μετέχειν
των παρ’ εκείνοις τοις άλλοις
πόνων»
(Πλάτων, πολιτεία, 519 b-d)

Στο ερώτημα «τι είναι αλήθεια;» η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έδωσε απάντησι. Αλήθεια είναι «η απόλυτη συμφωνία της σκέψης με το αντικείμενόν της». Με το πνεύμα αυτό, η αλήθεια είναι κρίσις, σκέψις μέσα στον ανθρώπινο νού. Δεν είναι εξωτερική πραγματικότητα, αλλά σκέψις δια την πραγματικότητα. Το ότι ζούμε σε μίαν φαύλην πολιτεία, τούτο δεν κάνει αληθινό ότι αυτή είναι η πολιτεία. Η πολιτεία, ένα έθνος είναι αληθινό διότι υπάρχει στην σκέψι μας. Το πνεύμα μας το διδάξανε –η φιλοσοφία και η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού πολύ συνέβαλαν σ’ αυτό- να θεωρή αληθές την πολιτεία που είναι βασισμένη στο Δίκαιο, στους Νόμους, πράγμα ταυτόσημο με την ευτυχίαν. Διότι η δικαιοσύνη είναι ευτυχία.
Και τι ορίζει ο Νόμος της αληθινής πολιτείας, αυτής που κρίνοντας έπρεπε να υπάρχη και δεν υπάρχη τώρα, που ζούμε σ’ ένα φάντασμα αυτής, σε μιαν σκιά της δυστυχισμένοι; Ο Νόμος ορίζει, ότι το πάν, το όλον δέον να υπάρχη προς όφελος των πάντων, όλων των μερών. Η ουσία του Νόμου είναι ότι τίποτα σε μια πολιτεία ανθρώπων δεν γίνεται, ίνα εξυπηρετήση το συμφέρον μόνον ολίγων, το όφελος ατόμων, αλλά αυτός καθορίζει, ότι σπουδαιότερον των πάντων, των πράξεων των πολιτών αυτής είναι αυτές οι πράξεις να γίνονται προς ικανοποίησιν του γενικού συμφέροντος. Ειδάλλως δεν υπάρχει δίκαιον αλλά αδικία, η οποία τότε καταδικάζει μιαν πολιτείαν ανθρώπων στην μαύρη δυστυχία.
Όλοι δε οι ανθρωποι δεν γεννηθήκαμε ίδιοι. Εκ φύσεως μας επιδαψιλεύθη εις τον καθένα κι ένα διαφορετικό χάρισμα, μια διαφορετική αρετή. Αυτήν την αρετήν που κρύβει ο καθένας μέσα του, έχει ιερόν χρέος να την χρησιμοποιήση με σκοπόν την γενικήν, καθολικήν ευημερίαν. Αν δεν το κάνη αυτό, αυτομάτως καθιστά εαυτόν άδικον και τότε ο Νόμος της πολιτείας έχει καθήκον να τον επαναφέρη στην τάξιν με βίαιον τρόπον. Την πιο μεγάλην ευθύνη και βάρος ασφαλώς έχουν, όσοι από την φύσι εξασφάλισαν μεγάλον μέρος αρετής, πολλά χαρίσματα, τουλάχιστον περισσότερα απ’ όσα εδόθησαν σε έναν μέσον άνθρωπον. Αυτόι με αυτά τα χαρίσματα, την πνευματικήν δύναμιν κυρίως, τον ορθόν νού, την δυνατή κρίσιν έχουν την δύναμην να ιδούν το αγαθό, να ανακαλύψουν το φώς, να λυτρωθούν από το σκότος, να το θαυμάσουν, να το εγκολπωθούν και ενστερνισθούν και να το επωφεληθούν και βασιζόμενοι σ’ αυτό να ζήσουν μιαν ευτυχισμένην ζωή.
Τι πρέπει ιδίως αυτοί να πράξουν; Να αδιαφορήσουν για το γύρω τους κακό, το σκοτάδι που πλήττει τους άλλους και να μην ενδιαφερθούν δια το γενικό καλό; Τότε ήθελεν είναι ανάξιοι που τους εδόθη η δύναμις ν’ αντικρύσουν το καλό, αλλά δεν κατενόησαν τις ιδιότητές του. Θα καταντούσαν, αν και γνωρίζοντες το αγαθόν άδικοι στους συμπολίτες τους, πράγμα αντιφατικόν, αφ’ ού το αγαθόν άπαξ και υιοθετηθή δεν μπορεί ποτέ να εκλύει άδικον.
Ο Νόμος ουδόλως νοιάζεται, αν αυτοί, αν και μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι, είναι αναγκασμένοι να κάνουν άλλα. Δεν τον ενδιαφέρει η προκοπή ολίγων, αλλά διαρκώς προσπαθεί να καταστήση την ευτυχίαν συνολικήν υπόθεσιν της πολιτείας. Όσους δεν πείθει στην πράξιν να λειτουργήσουν σαν σύνολον αρμονικόν, τότε ως ελέχθη το κάνη με την βία. Διότι δεν θεωρεί, ότι αδικεί εκείνους, που σαν προικισμένοι από την φύσιν κατάφεραν να έχουν επίγνωσιν του αγαθού αλλά απεναντίας θεωρεί δικαιοσύνη, να τους αναγκάζει αυτήν την γνώσιν των, να την χρησιμοποιούν προς επιμέλειαν και φύλαξιν των υπολοίπων.
Είναι καιρός τώρα, που αυτή η ουσία του Νόμου δεν εφαρμόζεται. Από το αποτέλεσμα της ευημερίας των ολίγων και της δυστυχίας των πολλών, αποδεικνύεται, ότι ο Νόμος της πολιτείας έπαψε ν’ αναγκάζη τους καλύτερους να δαπανούν την αρετή των προς κοινήν ωφέλειαν. Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επαναφορά της ουσίας του Νόμου στην έμπρακτον εφαρμογήν είναι από τα πράγματα επιβεβλημένη, ούτως ώστε η ευτυχία της πολιτείας να μην χαθή οριστικώς. Μπορεί να φαίνεται τούτο ουτοπία, αλλά δεν είναι, είναι αληθές.



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΙΒ’) (τελευταίον)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μετάνοια, η λύτρωση
και το νέο καθήκον

Πάνω στο κατάστρωμα που σάπιζε κι αυτό, κείτονταν νεκροί οι σύντροφοί του. Ο ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλυωνε, μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν κι η κατάρα ήταν ακόμη ζωντανή μέσα στα μάτια τους. Μα η σελήνη άρχισε να ανεβαίνη στον ουρανό. Το φώς της έπεφτε πάνω στον πνιγερόν ωκεανό. Μπόρεσε τότε να ιδή την ομορφιάν της ζωής και να νοιώση την ευτυχίαν της. Μια πηγή αγάπης, που δεν είχε νοιώσει έως τότε, ανάβρυσε από μέσα του και ασυναίσθητα τα ευλόγησε μέσα απ’ την καρδιά του, όλα εκείνα τα ωραία που έβλεπε. 



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Γ’) (τελευταίον)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι
Τον Κύριον,
Οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού.
(ψαλμός ρκζ,1)

Η κοινωνική διάστασις
της φωνής του θεού.

Ο Δ. Π. Διαμαντόπουλος στο «Λεξικόν βασικών εννοιών» του γράφει: «η συνείδησις είναι το σύνολον των ηθικών κρίσεων, ιδεών και αισθημάτων του ανθρώπου, η δύναμις του πνεύματος, η οποία εκφέρει κρίσεις δια την ηθικήν αξίαν ή απαξίαν των ανθρωπίνων πράξεων. Παράλληλα όμως, υποδεικνύει στον άνθρωπον το καθήκον, καθώς και ποιες πράξεις οφείλει να εκτελή ηθικώς και ποιες ν’ αποφεύγη. Η ηθική συνείδησις στην ουσίαν της είναι ο ηθικός κριτής του ανθρώπου, ο οποίος επιδοκιμάζει τις πράξεις εκείνες που είναι σύμφωνες με τον ηθικόν νόμον και καταδικάζει όσες τον παραβιάζουν».
Σε όλα συμφωνεί ο Σωκράτης. Είπεν όμως, ότι η εσωτερική φωνή του θεού δεν τον ωθεί να κάνη πράξεις ενάρετες αλλά μόνον τον εμποδίζει απ’ το να πράξη ανήθικες. Μέχρι στιγμής. Διότι κι αυτός αναγνωρίζει, ότι πέρα απ’ αυτό, η φωνή του θεού τον υποχρεώνει τω όντι, να επιτελέση ένα δυσβάστακτο καθήκον. Να καθορίζη στους άλλους ποιες πράξεις πρέπει να πράττουν ηθικώς ή μάλλον από ποιες πράξεις οφείλουν να απέχουν. Τούτο είναι η κοινωνική διάστασις της συνειδήσεως.
Συνεχίζει λοιπόν στον «Θεάγη» και λέγει: «κι αν κάποιος φίλος, μου ανακοινώνει κάτι κι εκδηλωθεί η φωνή, αυτό το ίδιο συμβαίνει, αποτρέπει και δεν τον αφήνει, εκείνον τον φίλο να το πράξη». Δηλαδή η φωνή του θεού εντός μας εκδηλώνεται όχι μόνον στα δικά μας πράγματα, αλλά και για ‘κείνα που πράττουν όσοι ζούν κοντά μας. Ας δούμε το παράδειγμα που δίδει. «Και γι’ αυτά θα σας παρουσιάσω μάρτυρες. Γνωρίζετε βέβαια αυτόν εδώ τον Χαρμίδη, τον γιό του Γλαύκωνα, που είναι ωραίος. Αυτός κάποτε τυχαία μου ανακοίνωσε, ότι επρόκειτο να συμμετέχη στον αγώνα σταδίου στη Νεμέα κι αμέσως, όταν αυτός άρχισε να μου λέη, ότι πρόκειται να τρέξη, εκδηλώθηκε η φωνή κι εγώ εμπόδιζα κι αυτόν και του είπα: στο διάστημα που μου μιλούσες, εμφανίστηκε μέσα μου η φωνή του δαιμονίου. Να μην τρέξης».
Ο ωραίος ψυχικά Χαρμίδης δεν είναι τίποτα άλλο παρα ένας πολλά υποσχόμενος, ως προς τα ψυχικά χαρίσματα νέος. Πονούμε όσους πλησίον μας έχουν αθώα κι ευγενή ψυχή, που όμως η απειρία ζωής τους κάνει να είναι απερίσκεπτοι και να ριψοκινδυνεύουν να διαψευσθούν κι έτσι το δηλητήριο της απογοητεύσεως να κατακλύση την ευγενή καρδιά των. Πόσες φορές ένα παιδί δεν ζήτησε απ’ τον πατέρα του και τους γονείς του γενικά, έχοντας εμπιστούνη στους αγαθούς σκοπούς του να ξεκινήση κάτι εφάμιλλον των προσδοκιών του, κι αυτοί το απέτρεψαν για να μην διαψευσθή; Ας θυμηθούμε τον ξακουστόν άσωτον υιόν. Εζήτησε την κληρονομιά που του αναλογούσε για να φύγη στα ξένα, να μεγαλουργήση και να ζήση σύμφωνα με τους δικούς του πόθους, με τις δικές του αρχές, νόμους και κανόνες. Ήθελεν άρα γε να καταστραφή; Όχι βέβαια. Κανείς δεν το θέλει. Λέτε πάλι ο πατέρας να μην προσπάθησε να τον αποτρέψη; Όχι βέβαια. Όμως ο άσωτος θα έκανε το δικό του. Το ίδιο κι ο Χαρμίδης. Τι απάντησε στον Σωκράτη; «Ίσως Σωκράτη, η φωνή του δαιμονίου σου, σου δείχνει, ότι δεν θα νικήσω» είπε. «Εγώ όμως, κι αν ακόμα δεν πρόκειται να νικήσω, θα ωφεληθώ αφ’ ού βέβαια αυτό το διάστημα θα γυμναστώ». Αυτά αφ’ ού είπε συμμετείχε στον αγώνα σταδίου.
Αυτή είναι η αυταπάτη. Όσο κι αν τον αποτρέπουν τον νεαρόν φιλόδοξο και να τον αποθαρρύνουν απ’ το εγχείρημά του, εκείνος νομίζει, ότι ναι μεν μπορεί να μην τα καταφέρη συνολικώς αλλά τουλάχιστον θα ωφεληθή. Ο άσωτος πάλι ναι μεν θα πίστευε, ότι μπορεί να μην μεγαλουργήση, αλλά τουλάχιστον ότι θα επωφεληθή της ελευθερίας του και θα έχη μιαν ζωήν, όπως την θέλει, μακρυά από την «φυλακή» των νόμων του πατέρα του. Είναι άρα γε η φωνή της συνείδησης καταδικασμένη ν’ αποτυγχάνη, όταν αυτή εκδηλώνεται για τους άλλους; Όχι βέβαια πάντα. Καθήκον αυτών που την ακούνε να εκδηλώνεται εντός τους, πικρό και βαρύ, είναι να την κάνουν γνωστή σ’ εκείνον για τον οποίον ηχεί. Μέχρι πότε; Μέχρι ο καθένας να έναι εις θέσιν ν’ ακούση την φωνή που κρύβει μέσα του ο ίδιος και να μην περιμένη από άλλους να τον καθοδηγούν σύμφωνα με την φωνή των.Διότι είπαμε, ότι η συνείδησις είναι συνεπίγνωσις, μια γνώσις κοινή δια όλους κι όλες τις ψυχές που προήλθαν απ’ το φώς του κόσμου των ιδεών.

Μετάνοια, αυτοκριτική
και αναγέννησις, ανάστασις.

«Μετανοείτε» φώναζε μια άλλη φωνή στο μέσον της ερήμου. Η ζωή δίδει αφορμές πολλές. Είναι εμφανές ότι η φωνή της συνειδήσεως δεν εκδηλώνεται, αν και ενυπάρχη, σε όλους εξ αρχής. Στην αρχή οφείλει ο καθείς να στηρίζεται στην φωνή των άλλων. Τούτο μέχρι να εκδηλωθή η δική τους φωνή. Στην αρχή ασθενική και ισχνή, ύστερα δε ολοένα αυξανόμενη σε έντασι μέχρις ότου να εκδηλώνεται και δια τους γύρω του. Μα τι είναι αυτό που δυναμώνει την ενυπάρχουσα εσωτερική φωνή και από άφωνη την καθιστά δυνατή;
Μα τίποτα άλλο παρά η χαλύβδωσις των ηθικών νόμων εσωτερικώς. Η συνεχής αυτοκριτική και μετάνοια δια τα λάθη μας, μας κάνει να γινόμαστε δυνατοί. Η υπακοή σε νόμους και αξίες και η κατασκευή ενός εσωτερικού πλαισίου ορίων και κανόνων μας κάμνει να οδηγούμεθα όχι στα χαμένα, αλλά συντεταγμένα προς κάποιαν κατεύθυνσι. Έρχεται η Τεσσαρακοστή και μετά η μεγάλη εβδομάς. Ας αναλογισθή ο καθείς εντός του, πόσον χαλύβδωσεν την εσωτερικήν του φωνήν ή κατέστη τόσον πωρωμένος, που την έπνιξε και δεν την άφησε ποτέ να μιλήση εντός του. Στο χέρι του είναι ν’ αφήση να εκδηλωθή ξανά. Τότε θα αναζωογονηθή και θα είναι σαν να αναστήθηκε ξανά απ΄τους νεκρούς. Σαν να απελευθέρωσε εντός του όλες εκείνες τις δυνάμεις που τον θέλουν άνθρωπο κι όχι ζώον και κτήνος μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων.
Ο πωρωμένος είναι εκείνος που κατέπνιξεν εντός του τον άνθρωπον, που έκλεισεν τους πώρους του δέρματός του κι έπαψε να αναπνέη και το σώμα του πια νεκρό ζεί μα δεν ζεί. Οι νόμοι, οι κανόνες, οι θείες εντολές είναι γνωστές και είναι εκεί. Ας τις αδράξωμεν και ας αναστηθώμεν επιτέλους. Ας ζητήσωμεν ολόψυχα «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών».
Καλόν κι άγιον πάσχα να έχωμεν




Η πολιτεία των φαύλων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«Αγάθων έφη, τον άρχοντα
Τριών δει μεμνήσθαι.
Πρώτο μεν ότι ανθρώπων άρχει,
Δευτερον ότι
Κατά νόμους άρχει,
Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει»

Μέσα του 4ου αι. π.Χ. Στον αθηναϊκό πολιτικό στίβο κυριαρχούν οι δημαγωγοί, καθώς και οι καιροσκόποι πολιτικάντηδες, που με τις αλλοπρόσαλλες, ανεύθυνες, εκμαυλιστικές και υστερόβουλες ενέργειές των, έχουν προκαλέσει πολλά δεινά στην Αθήνα κι έχουν καταρρακώσει το κύρος της. Όσοι αγωνίζονται δια την ανόρθωσιν της πολιτείας έρχονται συνεχώς σε αντίθεσιν με την νωθρότητα και την αδιαφορίαν των πολιτών.
Αυτή η νωθρότητα μας έχει καταστρέψει. Πώς προκλήθηκε; Μα από την αδιαφορία δια την διάπραξιν του καθήκοντος. Και ποιο είναι αυτό; Όλοι μας έχουμε ιεράν υποχρέωσι ν’ αποτρέπωμεν τον διπλανό μας από την διάπραξιν παρανομιών. Πολύ περισσότερον όμως έχουμε υποχρέωσιν να εμποδίζωμεν από παρεκτροπές και αδικίες αυτούς που κατέχουν αξιώματα και μάλιστα ηγετικές θέσεις μέσα στην πολιτεία. Ο Δημοσθένης, ένας από εκείνους τους τελευταίους ρωμαντικούς που πολέμισαν την αδιαφορίαν των πολλών κραύγαζεν: «Πρέπει βέβαια όλοι εσείς ν’ αποκλείετε και να εμποδίζετε αυτούς που παρανομούν και κατεξοχήν αυτούς που κατέχουν αξιώματα και αυτούς που διαχειρίζονται τα κοινά. Γιατί εξαιτίας αυτών είναι φυσικό και να βλάπτωνται τα κοινά και η πολιτεία, εάν είναι διεφθαρμένοι και αντίθετα πάρα πολύ να ωφελούνται, εάν είναι ενάρετοι και θέλουν να είναι προσηλωμένοι στους νόμους» (Δημοσθ., Κατά Αριστογείτωνος, Β, 1-3).
Η πολιτεία μπορεί να υποστή ολέθριες καταστροφές, εάν το πηδάλιον του σκάφους της το κατευθύνουν άνθρωποι φαύλοι, δηλαδή τιποτένιοι και πρόστυχοι. Εάν όμως στην ηγεσία της πολιτείας βρίσκονται άνθρωποι δίκαιοι κι ενάρετοι, τότε είναι βέβαιον ότι η πολιτεία αυτή θα προκόψη και θα ευτυχήση. Από τους καρπούς φανερώνεται και η ποιότητα των δένδρων, από τα αποτελέσματα κρίνονται και η ποιότητα των ενεργούντων προσώπων, το ήθος των και η δύναμη της σκέψεώς των, ο νούς των. Ο όλεθρος προήλθε σήμερα διότι οι κατέχοντες τα αξιώματα και πρόστυχοι ήσαν στην ψυχή και στην σκέψι των δεν ευδοκίμησεν το αγαθόν αλλά η τέχνη του εξαπατάν, προκειμένου δια ίδιον όφελος να καρπωθούν τα πλούσια ελέη της νομής της εξουσίας.
Δυο κριτήρια υπάρχουν δια να εξάγονται κάθε φορά τα ανωτέρω. Πρώτον οι άρχοντες δέον να ενθυμούνται ότι άρχουν σύμφωνα με τους νόμους. Το ότι ουδείς τιμωρείται ως υπαίτιος συμφορών, ουδόλως μπορεί έστω κι ως αστείον να θεωρηθή ότι κείται εν ισχύ η το άρχειν δια του νόμου. Δεύτερον δέον να ενθυμούνται οι άρχοντες ότι εξουσιάζουν ανθρώπους κι όχι ζώα. Όταν λοιπόν καταδικάζουν αυτοί των λαό, χάριν της δικής τους ανηθικότητος να ζούν με όσα αυτοί λαμβάνουν εις ολίγας ώρας, τι δηλοί αυτό παρά το ότι αληθώς νομίζουν ότι έχουν υπο την εξουσίαν των κτήνη δίχως ψυχή; Διότι ο καθένας και για να θρέψη ένα κατοικίδιον του τόσα ξοδεύει δια την διατροφήν του, όσα προέρχονται από τον μόχθον λίγων ωρών.Και δεν τα βλέπομεν αυτά; Τα βλέπομεν ασφαλώς θα ειπή κανείς. Αλλά δεν βλέπομεν αυτήν την νωθρότητα πια που μας βαραίνει τα μέλη και δεν μπορούμε να τα κουνήσωμεν, μια νωθρότητα, που ως ήδη ελέχθη προήλθε από την μακροχρόνια αδιαφορία μας δια τα όσα πράττονται γύρω μας, δίπλα μας, δια τας παρανομίας των συμπολιτών μας των οικογενειών μας, που τις αφήνουμε δίχως να τις αποτρέψουμε.
«Όταν ένας ναύτης σ’ ένα πλοίο υποπέση σε κάποιο σφάλμα απ’ εκείνα που συμβαίνουν στα ταξίδια, συνήθως προξενεί μικρήν βλάβην, όταν όμως ο κυβερνήτης παρεκτραπή, προκαλεί κατά κανόνα κοινή ατυχία σε όλους τους ταξιδιώτες» (δημοσθ., ως ανωτέρω). Σωστόν και λογικόν. Μα εις την σύγχρονην φαύλη πολιτεία μας, που όλοι είμεθα ναύτες, και εις το σύγχρονον ταξίδι της ζωής μας, δεν έχει παρεκτραπεί μόνο ένας ναύτης. Οι ναύτες είμεθα γεμάτοι παραπτώματα οι ίδιοι κι έτσι όχι μόνον βλάπτουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλά και ολόκληρο το πλοίο μας και θέτουμε σε κίνδυνον όλο το ταξίδι μας. Έχουμε συνάμα και ξεδιάντροπους κυβερνήτες και περιμένουμε το πλοίο μας που καλείται πολιτεία ύστερα, να κυβερνηθή σωστά.
Επιστροφή στους νόμους και τις αρχές. Να βάλλουμε όλοι μέσα μας κανόνες, που να μην μπορούμε να τους ποδηγετήσωμεν. Έτσι θα νικήσουμε την αδιαφορίαν κι έτσι θα ζητήσωμε δικαίως μετά να φύγουν και τα φαύλα αυτά, ξεδιάντροπα ανθρωπάρια που έχουμε για κυβερνήτες. Αυτοί δεν θα κυβερνούν δια πάντα.




Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΙΑ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

1798, Σάμουελ Κόλερητζ
και η μπαλάντα του γέρου ναυτικού

Το έτος 1798, ο Άγγλος ποιητής Κόλερητζ συνθέτει την «μπαλάντα του γέρου ναυτικού». Η παραμονή στην πανεπιστημιακή πόλι του Gottingen, διεύρυνε τον πνευματικόν του ορίζοντα σε τέτοιον βαθμόν, ώστε να γίνη ο πιο εμπνευσμένος από την γενιά του άγγλος ερμηνευτής του γερμανικού ρωμαντισμού. Γράφει ο Πολυλάς για την στροφή του ώριμου Σολωμού της κερκυραϊκής περιόδου στην γερμανική φιλοσοφία: «απ’ αυτήν την εποχήν εις την οποίαν απομονώθηκε περισσότερον από την κοινωνία, εκαταγίνετο πάντα θερμότερα εις την τελειοποίησιν των ποιημάτων του και εις την μελέτην της φιλοσοφίας, της οποίας ακολούθησεν την πρόοδον εις τα μεγάλα γερμανικά συγγράμματα κι εξόχως εις τα θεωρητικά του Σχίλλερ, ο οποίος άνοιξεν νέον ορίζοντα της ποιητικής. Ο Σολωμός τα εμελετούσε εις τες ιταλικές μεταφράσεις, όπου του έκαμαν πρόθυμα οι γίλοι του, ως αγάπης ανταποσιν των θησαυρών, τους οποίους αυτός άφθονα τους εχάριζεν εις τον νού και εις την καρδίαν, όσων ευτύχισαν να τον πλησιάσουν».



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Β’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος,
είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων,
ο πλάσας κατά μόνας τας καρδίας αυτών,
ο συνιείς πάντα τα έργα αυτών»
 (ψαλμός λβ’ 13-15)

Αγία Τεσσαρακοστή – η στιγμή
τονώσεως της συνειδήσεως.

Η Τεσσαρακοστή πλησιάζει. Ποίος είναι ο σκοπός της; Μα τίποτα άλλο απ’ το ν’ ακούση ο καθείς την φωνήν της συνειδήσεως του και να την ενισχύση, ώστε εφ’ εξής να την ακούη ολοέν συχνότερα και εντονότερα. Δεν είναι αυτή η φωνή σίγουρα υπαρκτή μόνον σε λίγους κι όχι σε όλους; Ο Σωκράτης εξηγεί στον συνομιλητή του Θεάγη την φωνήν αυτήν και για εμάς είναι καθ’ όλα αποκαλυπτικός.
«Όχι φίλε μου, αλλά σου διαφεύγει τι είναι αυτό, εγώ όμως θα σου εξηγήσω. Υπάρχει κάποιο δαιμόνιο, πνεύμα, φωνή, που από θεϊκή μοίρα, βούλησι, με ακολουθεί, αφ’ ού άρχισε από τότε που ήμουν παιδί» (Πλάτωνος, Θεάγης, 128 b-e). Διαφωτιστικά ήδη ο μεγάλος φιλόσοφος μας λέγει ξεκάθαρα ότι, πρωτίστως η φωνή της συνειδήσεως είναι προϊον θεϊκής βουλήσεως και ο ίδιος ο θεός μας εμφύσησε τούτην εντός ημών αλλά και δευτερευόντως υπάρχει μέσα μας ευθύς εξ αρχής από τότε που ήρθαμε στην ζωήν. Αλλά γιατί ο θεός μας έδωκεν αυτήν την φωνήν εσωτερικώς και μας την προμήθευσεν εξ αρχής; Θα μάθωμεν εντός ολίγου.
«Και αυτό το πνεύμα, είναι κάποια φωνή, η οποία, όταν εκδηλώνεται πάντα μου δείχνει ν’ αποφεύγω αυτό που τυχόν πρόκειται να κάνω και ποτέ δεν με προτρέπει να κάνω κάτι». Μέσα σε λίγες προτάσεις όλη η αλήθεια για το τι είναι «συνείδησις», ποιος ο σκοπός υπάρξεώς της, γιατί ο θεός μας την έδωκε και ποιο είναι το σχέδιον Του, αλλά και ποια είναι η ελευθερία του ανθρώπου, το αυτόβουλόν του. Η συνείδησις είναι λοιπόν μια θεϊκή φωνή, η φωνή του θεού. Δεν εκδηλώνεται πάντα. Κοινώς υπάρχουν ίσως και πολλές στιγμές αφωνίας αυτής. Πότε εκδηλώνεται; Πάντως ποτέ δια να μας προτρέψη να κάνωμεν κάτι. Υπάρχουν πλησίον μας άνθρωποι αδύναμοι. Πείνα και εξαθλίωσι βασανίζει τους ανθρώπους. Ουδεμία φωνή δεν θα σου πεί: «Ύπαγε αναίσχυντε και βοήθα τον συνάνθρωπό σου που πεινά και δώστου να φάγη». Υπάρχουν εχθροί μας. Άνθρωποι αδίστακτοι που κάποτε μας έβλαψαν. Υπάρχει περίπτωσις ν’ ακουσθή εντός μας η φωνή και να ειπή: «Πήγαινε να ζητήσης συγχώρεσιν απ’ τον εχθρό σου και συγχώρεσέ τον κι εσύ και ξαναγαπήσου πάλι μ’ αυτόν»; Ποτέ. Εις καμμίαν περίπτωσιν. Γιατί λοιπόν;
Τούτο είναι το αυτόβουλον, η ελευθερία του ανθρώπου. Δεν μας αναγκάζει ο θεός να τον ακολουθήσωμεν, να υπακούσωμεν εις την θέλησίν Του. Δεν μας έκανε δούλους, ίνα υπακούωμεν διαταγάς. Εάν τα παιδιά μας μεγαλώσουν και κάμουν δικιά των οικογένεια, ακόμα τους λέμε μη εκείνο, μη το άλλο; Τους δίδουμε ακόμη εντολές σαν τότε που ήσαν νήπια; Όμως περιμένουμε να ακολουθήσουν όσα καλά τους διδάξαμε με στοργή από μικρά κι αυτά να τα μεταλαμπαδεύσουν και στα δικά τους παιδιά και τότε να λέμε ότι τω όντι μας εσεβάσθησαν.
 Η φωνή της συνειδήσεως απεναντίας όμως υπάρχει με σκοπόν αποτρεπτικόν. «Πάντα μου δείχνει ν’ αποφεύγω αυτά που τυχόν πρόκειται να κάμω». Πάμε να κάνωμεν κάτι που είναι ενάντιον σε εκείνην την γνώσιν που γνώριζεν η ψυχή πριν έρθη στον κόσμον, ενάντια σ’ εκείνο που όλες οι ψυχές γνωρίζανε εκεί στο φώς απ’ όπου ήρθανε; Τότε η φωνή θα εκδηλωθή και θα βοά «ΜΗ». Σ’ εκείνον τον «ασυνείδητον» οδηγόν που αναφέραμε στην αρχή, να είσθε σίγουροι, πως η καημένη η φωνή της συνειδήσεως θα εκραύγαζεν συνεχώς, «μη φύγης», «μη φύγης», ώσπου αυτός πνίγοντάς την και μη ακολουθώντας την, ατόνισε, εσίγησεν, ξεψύχησε και αηδιασμένη τον εγκατέλειψεν.

(συνεχίζεται)



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ι’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Όταν στα 1823-24, η επανάσταση στην Κρήτη κατεπνίγη από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα, χιλιάδες χριστιανοί κατέφυγαν με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο. Ένας Κρητικός πολεμιστής, βρίσκεται με την μνηστή του στην θάλασσα σε ώρα τρικυμίας τη νύχτα. Το καράβι στο οποίο ευρίσκονταν έχει ναυαγήσει και ο Κρητικός προσπαθεί να φθάση στην ακτή. Κολυμπά κρατώντας αγκαλιά με το ένα χέρι την νέα. Κεραυνοί πέφτουν και στο φώς τους προσπαθεί να διακρίνη την ακρογυαλιά. Τα βουνά της στεριάς, προς την οποίαν κατευθύνονται, αντιλαλούν από τους κεραυνούς.



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Α’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Νομοθέτησον με Κύριε, εν τη οδώ σου
Και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία»
(ψαλμός ΚΣΤ)


Είναι νύχτα. Ένα αμάξι τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάπου σ’ ένα απόμερο μέρος μιας κάποιας επαρχίας. Αίφνης, σαν από το πουθενά, μια γυναίκα προβάλλει καταμεσίς του δρόμου, επιστρέφουσα απ’ την δουλειά της, φέρουσα και μερικά αγαθά για τα παιδιά της. Βλέπεις, από τότε που πέθανε ο άντρας της, αυτή ανέλαβε να ζήση και να θρέψη δυο θυγατέρες, μικρά παιδιά. Ο οδηγός δεν πρόλαβε να πατήση τα φρένα. Το σώμα της άτυχης γυναίκας εκσφενδονίσθη μέτρα μακρυά. Τα ψώνια διεσκορπίσθησαν στον δρόμο. Σταματά. Κατεβαίνει απ’ το αμάξι και τρέχει κοντά. Ένα ρυάκι αίματος σχηματίζεται πλησίον της κεφαλής της άτυχης γυναίκας. Ωστόσο ανασαίνει. Αλλά φαίνεται σαν νεκρή. Να την βάλη γρήγορα στο αμάξι. Μα τα καθίσματα είναι καινούργια. Θα λερωθουν. Πώς να την σύρη ως εκεί; Να φέρη το αμάξι κοντά και ίσως στον χώρον των αποσκευών να είναι εντάξει. Μα πάλι για να πάη στην πόλη, στο νοσοκομείο είναι πολλά τα χιλιόμετρα. Θα αργήση. Κι αν στο μεταξύ ξεψυχήση; Ανακρίσεις, δικαστήρια, αυτόφωρα… Πωπω!!! Θα μπλέξη. Και η δικιά του οικογένεια τον περιμένει. Είναι Σάββατο βράδυ. Θα φάνε όλοι μαζύ. Και φεύγει… Να μην μπλέξη. Μακρυά. Ξαναμπαίνει στο αμάξι. Αναπτύσσει ταχύτητα και φεύγει. Ήταν ατύχημα… Και μια ψυχή μένει εκεί στην άσφαλτο. Νύχτα. Ο ασυνείδητος!!! Έφυγε.


Τι είναι η συνείδησις


Ως λέγει και το αληθές της λέξεως, συνείδησις δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια συνεπίγνωσις (συν + οίδα = γνώσις, γνωρίζω). Αυτό δηλαδή που από κοινού, όλοι εμείς οι άνθρωποι γνωρίζουμε. Η γνώσις που έχουμε όλοι μας. Ναι αλλά τι γνωρίζομε και από πού; Ο Πλάτων νομίζω λέγει την αλήθεια. Η ψυχή των ανθρώπων, πρίν πετάξη δια τα εγκόσμια, ζεί στην αλήθεια. Στο φώς, στον κόσμο των Ιδεών, στην νήσον των Μακάρων, στην Παράδεισο, όλες οι ψυχές βλέπουν, ζούν και αναπνέουν τον κόσμον της αληθείας, τον κόσμον των Ιδεών, των αληθινών όντων, των υπαρχόντων, έτσι όπως ακριβώς είναι. Ο Κύριος είπεν: 

«εγώ ειμί το φώς του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φώς της ζωής» (Ιωάνν., Η, 12). Ο Ησίοδος πάλι λέγει τα εξής: «Ο θεός τους ώρισεν να ζούν και να κατοικούν, στα πέρατα της γής… και αυτοί μεν κατοικούν έχοντας ξέγνοιαστη καρδιά στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον πολυκύμαντο Ωκεανό, ευτυχισμένοι ήρωες που η πολύκαρπη γή τους χαρίζει γλυκόν καρπόν που ωριμάζει τρείς φορές τον χρόνο» (Έργα και ημέραι, 168-173).

Εκεί στο φώς και στην αληθινώς ευτυχισμένη ζωήν, η ψυχή έλαβεν πνοή και εκεί επιθυμεί να γυρίση. Εκεί στον κόσμον των ιδεών είδε τα πράγματα με το όνομά τους, την αληθινήν υπόστασί των και άρα σαν ήλθε στην ζωή του κόσμου, μπορεί να θόλωσε η ανάμνησις αυτή των αληθινών όντων αλλά ποτε δεν λησμονήθηκε παντελώς. Και αν ακόμα υποπέσωμεν εις δυστυχισμένην ζωήν, γεμάτην κακουχίες, ποιος είναι εκείνος που δεν θυμάται τα ευτυχισμένα κάποτε χρόνια της παιδικής του ζωής και δεν επιθυμεί σφόδρα να τα ξαναζήση; Δεν θυμόμαστε βέβαια πολλές λεπτομέρειες, αλλά κάτι εικόνες ξεθωριασμένες είναι αρκετές να γεμίσουν την ψυχή με εκείνο το συναίσθημα της απωλεσθείσης ευτυχίας. Στον κόσμον τούτον λοιπόν λέγει ο Πλάτων η ψυχή ενθυμείται κάτι απ’ το φώς, αλλά είναι αναγκασμένη να ζή με τις σκιές πλέον. Είχεν γνώσιν τότε, όπως όλες οι ψυχές των συνανθρώπων, της αληθείας των πραγμάτων, προφανώς του καλού, του αγαθού. Όμως στο σκότος στο οποίο έχει περιπέσει αυτή η γνώσις εξανεμίσθη.

Τώρα έμεινε μια φωνή εντός της, η συνείδησις, που βοά να ξαναδή το φώς. Η θολή αυτή εικόνα, η φωνή εντός μας, που προέρχεται από τα παλιά, είναι κοινής καταγωγής σε όλους μας

(συνεχίζεται)




Η επιστροφή του βασιλιά



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ

-φιλολόγου-



«Μα είναι καιρός οι Αχαιοί
Το δείπνο να ετοιμάσουν,
Όσο που φέγγει, κι έπειτα
Κι αλλιώς θα διασκεδάσουν…
Του τραπεζιού τα δώρα»

(Οδύσσεια)




«Την ώρα εκείνη δίχερο χρυσό, όμορφο ποτήρι, να πάρη ετοιμαζόταν, και να, στο χέρι το’ χε, να πιή κρασί, μήτε έβαζε το θάνατο στο νού του… κι η σαίτα αντίκρυ του πέρασε τη μύτη. Έγειρε δίπλα, του ‘πεσε και το ποτήρι κάτω, κι απ’ τα ρουθούνια ανάβρυσε με μιάς πηχτό το αίμα»(Οδύσσ., χ, 9-18). Ο βασιλιάς που όλοι νομίζανε νεκρό και ρημάξανε το βιός του και το σπιτικό του αντάμα, δίχως να νομίζουνε, ότι ποτέ θε να πληρώσουνε τα κρίματά τους, μόλις είχε επιστρέψει κι άρχιζε η οργή και τιμωρία του.


Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ζ’) (τελευταίον)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(1932) (μετά από μία εβδομάδα)
Ένας άνδρας ασχημοντυμένος, σαν ζήτουλας, με μακρυά γένια και μαλλιά, μπήκε αλαφιασμένος μεσ’ το φτηνό πανδοχείο. Προσπαθούσε να ρυθμίση την αναπνοή του απ’ το τρεχαλητό, εν ώ τα μάτια του κοίταζαν ερευνητικά αλλά και μ’ ένα φόβο τον περιβάλλοντα χώρο.
«-Ορίστε ξένε μου. Τί επιθυμείς;»
Η φωνή μιας χονδρής γριάς απ’ τον πάγκο τον επανέφερε.
«-Ό,τι θένε όλοι γριά. Μιαν γυναίκα να περάσω καλά»
Ο απότομος τρόπος του και τα προφερόμενα κάπως βαριά λόγια του αανησύχησαν κάπως την ξενοδόχα, μα συνιθισμένη σε τύπους του λιμανιού, αμέσως μπόρεσε να μετριάση το ξάφνιασμά της και να μην δώση καν σημασία.
«-Έχουμε την καλύτερη. Και φθηνή αφέντη. Πολύ καλή…»
«-Δεν μ’ ενδιαφέρουν όσα λές γριά. Πέσ’ μου μόνο αν την λένε Μαρία ή σινιόρα Μαρία, όπως την λένε πολλοί»
«-Νεςκε αφέντημ. Ετσά την λένε. Λεφτά έχεις;» η γριά έγινε πιο ψυχρή.
«-Έχω. Πόσα θές;»
«-Μία λίρα»
«-Πάρ’ την. Πού είναι;»
«-Πάνω αφέντη. Στο υπερδώμα. Μόλις ανέβεις δεξιά. Χτύπα και μπές»
Οι οδηγίες της τουρκάλας φαφούτας, ήταν απλές και σαφείς. Τις ακολούθησε βιαστικά εν ώ ένοιωθε τα μάτια της πάνω του, να τον γδύνουν στην κυριολεξία. Για μια στιγμή φοβήθηκε μη και καλέση τους χωροφύλακες. Αλλά δεν έδωσε δεύτερη σημασία. Εξάλλου θα τελείωνε γρήγορα.
Πάνω, μπήκε σ’ έναν βρώμικο διάδρομο, τον οποίον φώτιζε πενιχρά μία λάμπα πετρελαίου, που κρεμόταν στην μέση του μήκους του τοίχου, αριστερά. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μιαν ξύλινη πόρτα. Την πλησίασε. Πρίν την χτυπήση, η ματιά του έπεσε σε μιαν κατσαρίδα, που μόλις έβγαινε από κάτω της. Αρα γε θα τον αναγνώριζε ύστερα από τέσσερα χρόνια; Χτύπησε. Μια απάντηση ακούστηκε από μέσα. Δεν διέκρινε την γλώσσα. Ίσως ήταν ιταλικά. Άνοιξε και μπήκε. Δεν αντίκρυσε τίποτα το αξιοπερίεργο. Ένα κρεβάτι σιδερένιο, μια παλια ντουλάπα κι ένας καθρέπτης θαμπός στον τοίχο ήταν τα μόνα έπιπλα του δωματίου, το οποίο μύριζε τσιγαρίλα και κλεισούρα. Τα μάτια του πέσαν πάνω της. Καθόταν στο κρεβάτι και κάπνιζε τσιγάρο. Βλέποντάς τον πήδησε πάνω κι έτρεξε να του βγάλη το σακάκι.
Ήταν αυτή. Τα μαλλιά της είχαν σγουρέψει, το πρόσωπό της ήταν βαμμένο οικτρά, μα σίγουρα ήταν αυτή. Το κορμί της λίγο πιο παχουλό, μα τα στήθη της το ίδιο στητά. Και τα μάτια της γεμάτα σπίθες και υγρά. Δεν τα είχε ξαναδεί έτσι.
«Θέλετε απλό ή απ’ όλα;» τον ρώτησε.
Δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του φερόταν σαν πελάτη. Έβγαλε την ρόμπα της κι έπεσε με τα εσώρουχα στο κρεβάτι και περίμνε μπρούμητα. Έβγαλε ένα μαχαίρι απ’ το παντελόνι του κι έπεσε πάνω της. Πρίν βγάλει άχνα της έκοψε το λαιμό και την γύρισε ανάσκελα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να έχη τα μάτια της έντρομα καρφωμένα πάνω του. Όλη η ζωή της πέρασε από μπροστά της. Ποιος ήταν αυτός; Γιατί την σκότωσε; Ήθελε λίγες μέρες ακόμη για να φύγη για την Ελλάδα. Το όνειρό της θα γινότανε πραγματικότητα. Είχε μαζέψει το ποσό που χρειαζότανε. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε στην Αθήνα, κοντά στα μόνα δικά της πρόσωπα, αν και χωμένα σε κάποιον τάφο. Όλοι οι δικοί της είχαν χαθεί. Τα παιδιά της νεκρά. Ο άντρας της σε άγνωστες φυλακές είχε χαθεί για πάντα. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας τώρα; Τι κακό του είχε κάνει;
Η απορία αυτή, της έμεινε για πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό, καθώς τα μάτια της μείνανε ανοιχτά και η καρδιά της έπαυε να χτυπά. Μείνανε έτσι ν’ απορούν μ’ ένα «γιατί;»…
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι έκατσε στο πλάι με τα χέρια να κρατάη το κεφάλι. Πώς είχε καταντήσει έτσι εκείνος ο νέος με τις μεγάλες ιδέες, ο σπουδαγμένος, που ζηλεύανε πολλοί στην Σμύρνη; Εκείνος που έτρεχε να καταταγή στον στρατό της πατρίδας του, γεμάτος υπερηφάνεια και γεμάτος ελπίδες για το μέλλον του; Πώς στ’ αλήθεια είχε καταντήσει έτσι; Ελεεϊνός, τρισάθλιος, βρώμικος, αλήτης, χυδαίος, ένα απόβρασμα φονιάς.
Κάποιες φωνές απ την σκάλα έξω και σφυρίχτες της χωροφυλακής στον δρόμο τον έκαναν να κάνη γρήγορα την τελευταίαν πράξη του δράματος. Η γριά, όπως είχε φοβηθεί, είχε φωνάξει τους χωροφύλακες τελικά. Το μαχαίρι μπήχτηκε με ταίδια του τα χέρια στο σημείο της καρδιάς. Καθώς διπλώθηκε κι έπεφτε μπροστά κάτω χαμογέλασε ελαφρά. Το αίμα της ήταν ακόμα πάνω στο μαχαίρι. Την αγαπούσε.
Οι χωροφύλακες, όταν μπήκαν στο δωμάτιο αντίκρυσαν ένα θέαμα κοινό για την καθημερινότητα του λιμανιού της Σμύρνης. Ένας διεστραμμένος είχε δολοφονήσει μιαν πόρνη και μετά αυτοκτόνησε. Τίποτα το ενδιαφέρον. Τίποτα το μη κοινό.
Η Σμύρνη συνέχιζε την καθημερινή της ζωή κι ο ήλιος έξω βασίλευε για άλλην μια φορά.

ΤΕΛΟΣ


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Θ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο Θείος έλεγχος της ψυχής

«Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλήν ώρα, Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου, Που έτρεμαν και δεν μ’ άφηναν να βγάλω την μιλιά μου. Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου, Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νού μου» [(21) 21-27]. Μπορεί απ’ τα δάκρυα που αναβρύζανε σαν βρύση να τον έκανε να χάση την οπτικήν επαφήν με το θεϊκον πρόσωπον της φεγγαροντυμένης, όμως ένιωθε την ματιά της μέσα του κι ούτε να μιλήση δεν μπορούσε και ήξερε πως είχεν απέναντί του κάποιον που μπορούσε και τον γνώριζε καλά. Ο ίδιος το λέει πως έτσι είναι οι θεοί. Βλέπουν διεισδυτικά ακόμη και μές την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Άρα ιδού ποια ήτο εκείνη η παλαιά γλυκιά ανάμνησι που αρχικά τον βασάνισε! Η μορφή του θείου.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Ακούς εκεί η πόρνη να πηδιέται με τους αλήτες του λιμανιού!»
«-Ηρέμησε ρε συ Ευγένη. Δεν είναι όπως τα λές»
Ο δραπέτης Περικλής Καραμαλέγκος, προσπαθούσε να συνεφέρη τον φίλο του Ευγένη, καθώς αυτός μόλις είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε περιπέσει στις τάξεις των ιεροδούλων και ήταν έξαλλος. Ο διάλογος γινόταν σε μιαν ελεεινήν ταβέρνα, της οποίας η βρώμα απ’ το κρασί και την τσίκνα ήταν υποφερτή μόνο στα αλάνια, τους κουρελήδες και τους μεθύσους του λιμανιού της Σμύρνης.
«-Και τι να πώ ρε Περικλή; Ύστερα απ’ όλα αυτά που ζήσαμε και πάθαμε, αυτή να καταντήση μια ελεεινή; Μια τσούλα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ σάπιζα στη φυλακή κι αυτή…
«-Αλλάζουν τα πράγματα αδερφέ. Κοίτα πως αλλάξαμε εμείς! Δεν ήμασταν κάποτε νοικοκυραίοι, μορφωμένοι, κάποιοι μέσα στην κοινωνία; Κοίτα φίλε πως καταντήσαμε! Εγώ κουρελής κυνηγημένος κι εσύ βρωμιάρης να ‘χης να πλυθής τρίς μήνες φοβούμενοι κι οι δυό και την σκιά μας. Δραπέτες. Το τελευταίο έσκυψε να του το ψιθυρίση στ’ αυτί. Εκείνη η παντέρμη τι ήθελες να κάμη ε; Μόνη μέσα στους απίστους, δίχως άντρα σαν σε πήρανε οι χωροφυλάκοι;»
«-Παράτα με μωρέ. Εμείς μπήκαμε φυλακή. Εκείνη όμως; Εγω σου λέω πως της αρέσει. Μετά από τότε…»
«-Σώπα δύστυχε και δεν ξέρεις τι λές. Αναγκεμένη είναι η γυναίκα. Και άμα τη βρής και της μιλήσης θα το δής».
«-Σίγουρα θα την βρώ. Μα απ’ εκείνο το γιόμα αυτής της αρέση. Εγώ στο λέω ο Ευγένης…»
Συνέχισαν να πίνουν και να ελεεινολογούν, εν ώ η μέρα μόλις άρχιζε να φωτίζη τα πλοιάρια και τις βάρκες που ταν δεμένες στην προβλήτα της ωραίας Σμύρνης.

(συνεχίζεται)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Η’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μυστηριακή, θεϊκή «γυναίκα»

Η μυστηριακή γυναίκα κοίταξε προς τ’ αστέρια κι εκείνα παίρνοντας χαρά από το κοίταγμά της, έλαμψαν περισσότερο, αλλά παρά την λαμπρότητά τους, που τα έλουσε, δεν ξεπέρασαν στην λάμχη και το δικό της φώς. Ύστερα, σαν άλλη αναδυομένη Αφροδίτη, που πατούσε τόσον ανάλαφρα πάνω στην επιφάνεια της θαλάσσης χωρίς να ρυτιδιάση το νερό –ως άυλη μορφή που ήταν- ύψωσεν το ανάστημά της, εμφανίστηκε ψηλή κι αέρινη σαν κυπαρίσσι κι άνοιξε την αγκαλιά της ερωτικά αλλά και ταπεινά, για ν’ αγκαλιάση την κτίση. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»[(21),8].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ε’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(περιφερειακές φυλακές Αιδινίου, δέκα χρόνια μετά)

«Νο 22757, φεύγεις κι εσύ αύριο γι’ αλλού. Νο …..»
Η ψυχρή φωνή του δεσμοφύλακα, τον έκανε να ξυπνήση. Αλήθεια ήταν λοιπόν, ότι θα τους μετέφεραν αλλού; Αλλά πού; Ο ισοβίτης, πριν δυο μέρες του είχε πεί, ότι τα λατομεία στο Κιρκούκ ήταν γεμάτα από Έλληνες φυλακισμένους. Εκεί θα τους πήγαιναν! Απ’ εκεί μάλλον δεν θα μπορούσαν να ξαναδούν το φώς του ήλιου. Εκεί ολημερίς θα έσπαγαν πέτρες. «Εκεί είναι η κόλαση». Έτσι είχε πεί ο ισοβίτης. Κι αυτός γνώριζε καλά. Έπρεπε λοιπόν να κάνη κάτι πρίν τον μεταφέρουν. Αν ήθελε να παραμείνη ζωντανός.
Ακούμπησε πάλι το κεφάλι του στο σανίδι πού ‘χε για προσκεφάλι και βάλθηκε να μελετά διόδους διαφυγής. Όμως σε μια στιγμή ο νούς του θόλωσε και γύρισε πάλι στο παρελθόν. Εκείνο το δειλινό θα έμενε για πάντα στην μνήμη του. Τότε που αφ’ ού άφησε τον κήπο του που ξεχόρτιαζε, ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο του παιδιού κι αφ’ ού πλησίασε το τριών χρονών παιδί, το μαχαίρωσε αφ’ ού του κλεισε το στόμα και δεν έβγαλε άχνα. Έπειτα επέστρεψε στον κήπο και στο ξεχόρτιασμά του.
Η Μαρία έπλενε στην κουζίνα της τα κουζινικά της. Ακόμα θυμάται το ουρλιαχτό της μετα από λίγην ώρα, όταν μάλλον θα αντίκρυσε το παιδάκι μέσ’ τα αίματα, στο κρεβατάκι του. Θύμήθηκε ακόμα και πως το έθαψε σαν σκυλί σε μιάν γωνιά του κήπου, εν ώ πίσω του η Μαρία μοιρολογούσε. Ήταν νύχτα και δεν είχε φεγγάρι.
«-Αλήθεια τι σου έφταιξε το παιδί;» τον είχε ρωτήσει με αναφιλητά. Μα εκείνος ήξερε. Ήταν το μούλικο. Η σπορά εκείνης της βρωμιάς, εκείνου του σούρουπου, τότε που η Σμύρνη καιγόταν. Έπρεπε κι αυτό να έχη την ίδια τύχη με τα δικά του παιδιά. Έτσι έπρεπε να κάνη κι έτσι έκανε. Ακόμα και τώρα δεν αισθανόταν κανέναν οίκτο για εκείνο, την ντροπή του δράματός του, την σπορά εκείνου του βρωμιάρη.
Μα έγνοια σου κι εκείνος δεν είχε καλό τέλος. Χα! Ένα βράδυ πάλι, μπήκε στο σπίτι του αποστράτου ταγματάρχου της τουρκικής εθνοφυλακής Γκερέ Μουσταφά και σαν τον πέτυχε, είχε καιροφυλαχτήσει όχι και λίγο, κοντά στην αποθήκη, στου σπιτιού του την αυλή, τον κοπάνησε στο κεφάλι μ’ ένα ξύλο κι αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ασέλγησε πάνω στο σώμα του. Κι όταν άρχισε να συνέρχεται κι αφ’ ού τον κοίταξε στα μάτια, του είπε το όνομά του και τον έσφαξε, χαράσσοντάς του τον λαιμό. Θυμήθηκε και τι είχαν γράψει οι εφημερίδες για το συμβάν. Θυμήθηκε τους τίτλους τους κι ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο σκοτεινό, υγρό κελί του, που δεν το είδε κανείς….
«Διεστραμμένος αφήρεσε την ζωήν αξιοτίμου αποστράτου αξιωματικού του τουρκικού έθνους, προφανώς λόγω διασαλεύσεως των φρένων».
Μα εκείνος ήξερε. Κι αφ’ ού επανήλθε στο τώρα, ξαναβάλθηκε να σχεδιάζη την απόδρασή του.

(συνεχίζεται)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ζ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ένας νέος που γλύτωσε από τους τούρκους, μετά την καταστολή της επαναστάσεως στην Κρήτη, παλεύει τώρα με τα κύματα ως ναυαγός, κρατώντας στο ένα χέρι την μνηστή του. Εκεί, στη θάλασσα και με το φώς του φεγγαριού αντικρίζει μια θεική γυναικεία μορφή, την φεγγαροντυμένη, που τον συναρπάζει, ώστε να μην καταλαβαίνη πώς η αγαπημένη του είναι νεκρή. Η εικόνα είναι εντυπωσιακή με την φεγγαροντυμένη που καθαγιάζει όλην την φύσι.
«Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγαλλιάσαν και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν. Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει, κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει, κι ανεί τα αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη, κι έδειξεν πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη»[(21)1-6].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Δ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



Οι άνδρες μπήκαν μέσα.
«-Αυτή είναι η οικογένειά μου αφέντη Γκερές. Πάρτε ό,τι θέλετε απ’ το σπίτι, μόνο μη μας κάμετε κακό. Στην παλιά μας γνωριμία.»
Ο Γκερές έριξε μιαν άγρια ματιά στον γύρω χώρο και στο τέλος σταμάτησαν τα μάτια του πάνω στην Μαρία.
«-Τούτη μπρε είναι η κυρά σου;» ρώτησε
«-Νέσκε αφέντη. Και αυτά τα δύο, τα μικρά παιδιά μου.»
«-Όμορφη γυναίκα έχεις ωρέ Γιουνάν»
Ο Ευγένης κοίταξε την γυναίκα του. Εκείνη κατακόκκινη χαμήλωσε το βλέμμα πάνω στα μικρά και τα σφιξε αντάμα. Τα μαλλιά της αχτένιστα ρίχτηκαν μπροστα. Τώρα που την κοίταζε κι αυτός την είδε σαν πρώτη φορά. Νέα και ωραία. Πιο πολύ από τότε στο Ζάππειο.
«-Σαλίμμ. Κράτα τον άπιστο». Οι λέξεις του τούρκου σαν αιφνίδιος ηλεκτρισμός, διαπέρασαν το κορμί του.
«-Γιατί αφέντη; Δεν είπαμε…»
Ο Σαλίμ όμως πριν προλάβη να καταλάβη, τον έπιασε και δίνοντάς του μιάν γερή γροθιά στο στομάχι τον ανάγκασε να διπλωθή στα γόνατα. Έφερε τα χέρια του Ευγένη πίσω απ’ την πλάτη και τά δεσε μ’ ένα σχοινί πού ‘βγαλε απ’ το λιγδιασμένο γιλέκο του πρίν εκείνος πάρη ανάσα. Σαν ανάσανε κι άρχισε να διαμαρτύρεται ήταν αργά. Ο τούρκος είχε βάλει σε εφαρμογή το ανοσιούργημά του.
«-Τεμπέκο; Κόψε τα μικρά»
Στο άκουσμα αυτής της διαταγής η Μαρία ούρλιαξε. Ο Ευγένης φώναξε εκλιπαρώντας και βρίζοντας τον τούρκο εκεί στα γόνατα πεσμένος. Απειλούσε θεούς και δαίμονες. Τα μικρά βλέποντας την βαβούρα άρχισαν να κλαίνε ασταμάτητα. Ο τούρκος με το όνομα Τεμπέκος πλησίασε την Μαρία. Αυτή με τα χέρια στους ώμους των μικρών, όπως η κλώσσα απλώνει τις φτερούγες και βάζει από κάτω τα δικά της, γύρισε κι έκανε να τρέξη απάνω. Ούρλιαζε. Ο τούρκος αγανακτισμένος σήκωσε το τουφέκι του και με τον υποκόπανο χτύπησε την δύστυχη Μαρία στο κεφάλι. Εκείνη αμέσως θόλωσε κι έπεσε ανάσκελα, εν ώ πριν λιποθυμήση πρόλαβε και είδε τον τσέτη να βγάζη ένα μαχαίρι. Ένα ακόμα ξέπνοο όμως ουρλιαχτό,βγήκε απ’ τα στήθη της και μετά τίποτα. Λιποθύμησε. Τα παιδιά σφαγιάστηκαν σαν αρνιά, εν ώ το αίμα τους πότισε την μακρά σμυρνέικια κουρελού. Ο Ευγένης δεν πίστευε στα μάτια του. Αφρούς έβγαζε απ το στόμα ανάκατα με βλαστήμιες. Τα μάτια του πονούσαν απ’ την υπερένταση, όπως και τα χέρια του πίσω στην πλάτη που τα μάτωσε προσπαθώντας να λυθή. Μα ο Σαλίμ τον κράταγε γονατιστόν. Ο Τεμπέκος γελώντας σκούπισε την λάμα του μαχαιριού του και πλησίασε τον Σαλίμ, ο οποίος στο μεταξύ είχε πιάσει και γρονθοκοπούσε τον Ευγένη ασταμάτητα. Ο Γκερές από την άλλη είχε λάβει τις αποφάσεις του.
«-Σηκώστε τον…θέλω να βλέπη»
Και λέγοντας αυτά ξεκούμπωσε την ζώνη του, έμεινε γυμνός από την μέση και κάτω και με πεσμένη την βράκα και σηκωμένο αοιδίον αφ’ ού γονάτισε, έσκισε το φόρεμα της δύστυχης κοπέλας. Αμέσως δυο κάτασπρα στήθη πετάχτηκαν μπρός στα ρυπαρά του μάτια, ο οποίος με βουλιμία έπεσε να τα κατασπαράξη. Η Μαρία άρχισε να συνέρχεται νοιώθοντας έναν βαρύ όγκο πάνω της. Μεμιάς διεπίστωσε τι συνέβαινε.
«-Πάψε πια σκύλε. Παλιάνθρωπε. Σταμάτα επιτέλους. Δεν έχεις θεό εσύ;» φώναξε πίσω του ο Ευγένης με δάκρυα στα κατακόκκινα μάτια του εν ώ κι από τις δύο μεριές του, οι άλλοι τούρκοι γελάγανε κοιτώντας και τον φτύνανε.
Η Μαρία προσπάθησε ν’ αποφύγη μάταια το βάρος του τούρκου από πάνω της. Η ανάσα του βρωμερή, όπως και τα χέρια του της έφεραν αηδία και πόνο. Τσίριξε, έκανε να σηκώση τα δικά της χέρια μα τίποτα δεν κατάφερε. Ο άντρας πάνω της βαρύς σαν βόδι της κρατούσε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι με το ένα του χέρι. Της άνοιξε τα πόδια με το άλλο και μεμιάς αισθάνθηκε έναν δυνατό πόνο στα σκέλια. Ξεφώνησε. Ο άντρας μούγκριζε σαν τραυματισμένο ζώο πάνω της. Σε λίγο διάστημα ένιωσε υγρά να κυλούν από κάτω της. Δάκρυα κύλησαν απ΄τα μάτια της, εν ώ άκουγε τον άνδρα της να κλαίη πια σαν μωρό παιδί. Είχε έλθει η καταστροφή.
Ο τούρκος, όταν τελείωσε έτρεξε κοντά στους δυό δικούς του και κουμπώνοντας την βράκα του προέτρεψε έναν απ’ αυτούς να δοκιμάση κι αυτός την γυναίκα. Εκείνος με το όνομα Σαλίμ έτρεξε γρήγορα προς αυτήν, την γύρισε μπρούμητα και βάλθηκε να ασελγή στο παραδωμένο κορμί. Έξω οι αλαλαγμοί και οι ιαγχές από βάρβαρες φωνές ακούγονταν ολοένα και πιο δυνατά, εν ώ ένα βουητό απ’ την πυρκαγιά, η οποία ήδη είχε αρχίσει να κατακαίη τα πάντα μεγάλωνε συνεχώς. Άνθρωποι απαίσιοι στην όψη, σαν δαίμονες που ξεχύνονταν απ’ την κόλαση έτρεχαν στους δρόμους, εν ώ οι σκιές τους, καθώς ο ήλιος βούταγε στην δύση, έμοιαζαν με χορό που κάνουν τα τριβόλια στην χαρά τους για το κακό που κατακυρίευε την γή.

(συνεχίζεται)


Ελλάς δαφναία

άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Ταύτην την κόμην οία δη
παρθένος πλεξάμενος
και εσθήτα ενδύς γυναικείαν
αφίκετο ως την Δάφνην»

Ο Αμύκλας, ήταν βασιλεύς στην Λακωνία κι είχε γιό τον Υάκινθο, ευνοούμενον του Απόλλωνα και κόρη την Δάφνη, που ο ίδιος θεός ερωτεύθηκε σφόδρα. Αυτή η Δάφνη ήταν μία ατίθασος παρθένα, που της άρεσε να ζή ελεύθερα, κυνηγώντας σαν την Άρτεμη. Γι’ αυτό άλλωστε είχε γίνει πολύ αγαπητή στην θεά αυτήν του κυνηγιού.
Την Δάφνη ερωτεύθηκε ο Λεύκιππος, ο γιός του Οινόμαου, του βασιλέως της Πίσας στην Ήλιδα, που όπως και το όνομά του σημαίνει ήταν άνθρωπος μέθυσος. Από τέτοιον πατέρα, ο Λεύκιππος δεν είχε ίχνος αρετής. Για να μπορέση να μπή στην κυνηγετική συντροφιά της Δάφνης, που αποτελείτο μόνον από νεαρά κορίτσια, ο αθεόφοβος μετεμφιέσθηκε σε κορίτσι κι αυτοσυστήθηκε στην Δάφνη, ως θυγατέρα του βασιλιά Οινόμαου.
Ο Παυσανίας περιγράφει ξεκάθαρα την δολιότητά του: «Αυτός ο Λεύκιππος, αφ’ ού ερωτεύθηκε την Δάφνη, εν ώ προσπαθούσε να την κερδίση με ευθύν τρόπον και να την κάνη γυναίκα του, έχασε κάθε ελπίδα γι’ αυτήν, επειδή αυτή απέφευγε κάθε αρσενικόν γένος. Του ήλθε τότε στο νού να χρησιμοποιήση το εξής τέχνασμα… Ο Λεύκιππος έτρεφεν κόμη προς τιμήν του Αλφειού. Την κόμην αυτήν αφ’ ού έπλεξε σαν κορίτσι κι αφ’ ού φόρεσε γυναικεία ρούχα, πλησίασε την Δάφνη κι αφ’ ου πήγε κοντά της, της έλεγε ότι είναι κόρη του Οινόμαου κι ότι τάχα ήθελε να κυνηγά μαζί τους» (Παυσανία, Αρκαδικά, ΧΧ).
Η ατυχία του όμως ήταν να ερωτευθή την Δάφνη κι ο Απόλλων. Αυτός κινούμενος από αντιζηλία προς τον Λεύκιππο, έβαλε στο μυαλό της Δάφνης να πάη για λούσιμο μαζί με τις ακόλουθές της σε μια βρύση. Τότε απεκαλύφθη ο Λεύκιππος, όταν του αφηρέθησαν τα ρούχα με την βίαν. «Μόλις όμως είδαν ότι δεν είναι κορίτσι, χτυπώντας τον με τα ακόντιά τους και τα μαχαίρια τους, τον σκότωσαν».
Η Δάφνη δεν είναι παρά ο κάθε άνθρωπος που έχει κάνει μιαν επιλογή στην ζωή του και είναι αμετακλήτως αποφασισμένος να ζήση σύμφώνως μ’ αυτήν. Ποια ήταν η επιλογή ζωής των Ελλήνων, των προγόνων και πατέρων μας; Η ελευθερία κι ο πόθος για αυτήν συμπυκνούται στον λόγο τους, που τον πότισαν με αίμα: «καλλίτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή». Δυστυχώς όμως πολλοί επόθησαν να κερδίσουν την ελευθερία αυτή των Ελλήνων κι αφ’ ού δεν το κατόρθωσαν με ευθύ τρόπο, προσπάθησαν να την καρπωθούν σαν τον Λεύκιππο. Πλησίασαν το γένος των Ελλήνων σαν φίλοι, ότι τάχα έχουν τους ίδιους σκοπούς κι επιδιώξεις μ’ αυτούς και κέρδισαν την εμπιστοσύνη τους. Ο Λεύκιππος «επειδή τον θεωρούσαν κορίτσι μεταξυ των κι επειδή ξεπερνούσε τα άλλα κορίτσια και ως προς την ευγένεια, την αξιοσύνη του φύλου των και ως προς την πανουργία, τέχνη στα κυνήγια κι επιπλέον επειδή ήταν πολύ περιποιητικός ωδήγησεν την Δάφνη σε δυνατή φιλία μαζί του».
Τι παθαίνει όμως ο δόλιος, όταν αποκαλυφθή; Ό,τι έπαθε κι ο Λεύκιππος. Η Ελλάς δεν έχει φίλους. Όταν η ελευθερία της απειλείται τότε με δόρατα και μαχαίρια πρέπει να φονεύση τους υστερόβουλους, που την πρόδωσαν «φίλους» της. Η ίδια θα γλυτώση; Ούτε η Δάφνη γλύτωσε. Χωρίς η ίδια να έχη καμμιάν ευθύνη, υπέστη ακουσίως δραματική παρέμβαση στην ζωή της από ανώτερες δυνάμεις, με αποτέλεσμα ν’ ανατραπή τραγικά η πορεία του βίου της. Αυτή είναι η τραγική μοίρα των μικρών αλλά συνάμα των σπουδαίων ηρώων. Όταν την κυνήγησε ο Απόλλων, μεγάλη θεική δύναμη, που ήταν αδύνατον να τα βάλλη μαζί του κι άρχισε να την σφικταγκαλιάζη, η Γή άκουσε τις γοερές κραυγές της, την λυπήθηκε και την έκλεισε μέσα στα σπλάχνα της και στην θέση εκείνη ξεπρόβαλε αμέσως το γνωστό δένδρο της δόξης, η δάφνη. Για να στεφανωθή κανείς το στεφάνι αυτό της δόξης, οφείλει να μείνη ανέγγιχτος από τα μιαρά χέρια που ποθούν να τον σφιχταγκαλιάσουν. Η σύγχρονη Ελλάς φευ, ουδεμίαν δείχνει αντίσταση σ’ αυτά. Και η δόξα μάλλον χάνεται και η νίκη παραμένει όνειρο νυχτός.



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η φεγγαροντυμένη
Η παρουσία της δίδει το ύψιστον παράδειγμα της δράσεως του φωτός και της φανερώσεως αυτού επι των πραγμάτων στην ποίησιν του Σολωμού. Το θνητό (=το υπαρκτόν) θνήσκει στην επαφήν του –σύγκρισίν του- με το ιδεατό, το πέραν από την πραγματικότητα, το μεταφυσικόν. Η αγαπημένη του Κρητικού πεθαίνει ευθύς αμέσως μόλις προβάλλει το θείον φάσμα της φεγγαροντυμένης. Είναι αυτό το φάσμα η ψυχή της αγαπημένης, όπως θέλουν μερικοί; Δεν έχει σημασίαν. Σημασίαν έχει η πίστις του Σολωμού, ότι το σώμα μόνον μέσω του έρωτος ή του θανάτου αποκτά το κάλλος του, που γίνεται τότε ορατό. Εκεί προς το τέλος του ορίου, μεταξύ υπαρκτού και μη υπαρκτού, η φύσις σε διαφωτίζει δια την μεταφυσικήν, το επέκεινα, το αθέατον, την ζωή μετά. Οι μορφές του Σολωμού έχουν τελικώς τρείς υποστάσεις: α) την υλικήν-φυσικήν β) την ανθρώπινην-ηθικήν και γ) την θείαν-ιδεατήν. Και υπερέχει εις εκάστην φάσιν της ζωής, η μία έναντι των υπολοίπων.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Γ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Εφές μπέη! Θα κάψουμε κι αυτόν τον μαχαλά;»
«-Γιατί ρωτάς μπρε; Ιτσά κι εδώ» είπε ο αγάς. «-Δές μπας κι ίσα υπάρχουν ασημικά, αλλοιώς κάψτε τα όλα»
Ο διάλογος ήλθε στ’ αυτιά του Ευγένη, ο οποίος μέσα στο σπίτι, κρυμμένος πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα είχε στήσει αυτί, ν’ ακούη τι γίνεται στον δρόμο. Στον διάλογο ανασκίρτησε. Στην απάντησι εκείνου, τον οποίον ο άλλος είχε προσφωνήσει «μπέη», αναγνώρισε την φωνή του τούρκου μαγαζάτορα και παντοπώλου, δίπλα στο προξενείο των Γάλλων, του Μουσταφά Γκερές. Ο Μουσταφά ήταν άλλοτε γνωστός του, όταν ο Ευγένης σύχναζε στο κατάστημά του για ν’ αγοράση τυρί κυρίως και άλλα διάφορα. Είχε το καλύτερο γιδοτύρι της Μ. Ασίας. Ο τούρκος διατηρούσε πριν το 1919 ένα φημισμένο κατάστημα σ’ όλους τους δυτικούς μαχαλάδες. Είχε όμως ξαφνικά χαθεί με την αποβίβαση του ελληνικού στρατού. Να λοιπόν που είχε πάει. Στους ομόφυλούς του, και φαίνεται μάλιστα είχε λάβει και αξίωμα. Μάλιστα! Ο κος Μουσταφά ήταν πάντοτε αναψοκοκκινισμένος σαν μιλούσε για τους νεοτούρκους. Η τύχη μάλλον χαμογελούσε στον Ευγένη. Εάν έβγαινε να του μιλήση, ασφαλώς θα τον αναγνώριζε και τότε ίσως και με κάποιο ποσόν…ίσως
«-Γυναίκα, τα παιδιά το νού σου» ήσαν οι τελευταίες λέξεις του και δίχως να περιμένη απάντησι χύθηκε στον δρόμον έξω. Η Μαρία δεν πρόλαβε να τον συγκρατήση, να του μιλήση. Πού πήγαινε μεσ’ την κοσμοχαλασιά; Πού τους άφηνε;
 Στον δρόμο εξελίσσονταν σκηνές φρίκης. Στρατιώτες άτακτοι, τσέτες βρωμεροί κι απαίσιοι στην όψι τράβαγαν με την βία ανθρώπους, όσους έβρισκαν, έξω απ’ τα σπίτια τους κι αλλού έβαζαν φωτιά. Φλόγες ξεπηδούσαν ως τον ουρανό απ τα δεξιά, εκεί στον μαχαλά της Αγιά Τριάδος. Άλλοι απ’ αυτούς τους σιχαμερούς εκράδαιναν κοσμήματα στα χέρια, κολλιέδες κι έτρεχαν με σατανικά χαμόγελα βγαλμένα απ’ την κόλασι, εν ώ άλλοι αλαφιασμένοι κρατώντας χατζάρες και με τις βράκες τους να ξεχειλίζουν από χρυσές λίρες που σκορπίζονταν στους δρόμους έτρεχαν εδώ κι εκεί. Κάπου εκεί, στην άκρη του δρόμου, δέκα βήματα απ’ το σπίτι του Ευγένη και της Μαρίας ο Γκερές Μουσταφά επέβλεπεν την καταστροφή με μιάν λάμψιν ηδονής στα μάτια, την οποίαν ο Ευγένης πλησιάζοντας δεν πρόφτασε να δή. Είχε και δύο τσιράκια μαζύ του.
«-Κύριε Γκερές…κύριε Γκερές…..»
Στο άκουσμα του ξεχασμένου ονόματός του ο τούρκος αλάφιασε. Γύρισε πίσω να κοιτάξη κι ανεπαίσθητα το χέρι του χούφτωσε την λαβή του πιστολιού του, ενός γαλλικού ρεβόλβερ, δώρο των Γάλλων συμμάχων στον κεμαλικό στρατό. Στην θέα του Ευγένη ησύχασε. Κάθησε και περίμενε να δή τι τον ήθελε αυτός ο ελεεινός. Το θρασίμι! Από πού ξεφύτρωσε μεσ’ την κοσμοχαλασιά! Φυσικά θα τον σκότωνε επι τόπου. Σαν το σκυλί. Ήθελε μόνον ν’ ακούση πως εγνώριζεν το όνομά του.
Στο μεταξύ η Μαρία γεμάτη αγωνία πλησίασε το παράθυρο κι έβλεπε απ τις γρύλλιες, εν ώ η καρδιά της ετυμπάνιζε με δύναμι. Τα μικρά παιδιά, τα οποία μόλις και είχαν μάθει να περπατούν, της τραβούσαν το φουστάνι. Ξαφνικά είδε τον Ευγένη να δείχνη το σπίτι τους στον τούρκο κι αυτός να κάνη νόημα στους δυό δικούς του και να κατευθύνονται όλοι μαζί προς το σπίτι.
«-Τους φέρνει μέσα! Τους φέρνει μέσα!» είπε στον εαυτό της και τρέχοντας προς την εσωτερική σκάλα με τα παιδιά, γύρισε προς την πόρτα και περίμενε.

(συνεχίζεται)


Η αιτία της πτώσεως

άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«ο θεός, ο θεός μου, πρόσχες μοι, ίνα τι εγκατέλιπές με;
Μακράν της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου»
Ψαλμός, ΚΑ’

Τι είναι μεταφυσική; Κάθε γνώσις, που αναφέρεται πέρα από την φύσιν ή τα φαινόμενα, για την εξηγησιν εκείνου που κρύβεται πίσω απ’ αυτά και τα προσδιορίζει. Κάθετί εν τέλει που ανασκευάζεται και δεν εξηγείται με την εμπειρία, την λογική ανήκει στην μεταφυσική…….

Στις 4 Ιανουαρίου 1454 ο Μωάμεθ ο Πορθητής δίδει την άδεια του κι ενθρονίζεται πατριάρχης ο Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Ούτος ησθάνθη την ανάγκη να εξηγήση στο ποίμνιό του τους λόγους για τους οποίους έπεσεν η Πόλη. Τα επιχειρήματα του πατριάρχου συνοψίζονται στα εξής:
α) Η άλωσις ήταν αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως των βυζαντινών από τον θεό, γιατί είχαν αμαρτήσει
β) Η άλωσις ήταν ένα αναγκαίον γεγονός, προιόν της θείας καταδίκης. Ο θεός είχε αφήσει να εξοπλιστή με στρατιωτικήν ισχύν και δύναμιν το οθωμανικόν ασκέρι.
γ) Ήταν άφευκτον η αποφυγή της αλώσεως από τους ανθρώπους
δ) Ο θεός ως φιλεύσπλαχνος, μη θέλοντας να χαθή κάθε ελπίδα σωτηρίας των ορθοδόξων, επέτρεψε την διατήρησι της ορθής πίστεως
ε) Ο θεός ήταν εκείνος, ο οποίος ανασυνέστησε το πατριαρχείον εκ του μη όντος, εμπνέοντας τον Πορθητή να αποφασίση, ώστε να επανιδρυθή ο οικουμενικός θρόνος.

Όπως αφίεται να εννοηθή από την δ’ αιτίαν, οι Βυζαντινοί είχαν απωλέσει την ορθήν πίστιν των κι ο θεός τους εγκατέλειψεν ως αμαρτωλούς. Το κύριον αμάρτημα αυτών κατά τον Γεννάδιον αναφέρεται ρητώς απ’ τον στενόν πατριαρχικόν φίλον του, τον Θεόδωρον Αγαλλιανόν: «ήταν η ένωσις των εκκλησιών που είχε συμφωνηθεί στη σύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας τω 1438». Λέγει δε χαρακτηριστικά: «όλοι ηκολουθούσαν το ρεύμα της ενώσεως των εκκλησιών εκτός από εμάς τους ανθενωτικούς, είτε θεωρώντας εσφαλμένα τα άγια δόγματά μας είτε από άγνοια είτε αναστατωμένοι από τον φόβον, διότι οι τούρκοι ολοένα ζυγώνανε, είτε συρμένοι με την βία. Αλλά γι’ αυτό ήρθε η οργή του θεού επάνω στους υιούς της απωλείας κι ανέτρεψε τα πάντα».
 …………………….

Αι απανωταί συμφοραί του Βυζαντίου έπεισαν τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο πως μόνον από τη Δύση μπορούσε να περιμένη βοήθεια. Έτσι παραβλέποντας την αντίδρασι απεφάσισε να προχωρήση στην ένωσιν των εκκλησιών….Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να γίνη γρήγορα η ένωσις, ώστε να αποσπάση βοήθειαν από τους Ευρωπαίους, όμως η συμπεριφορά των δυτικών ήταν σκληρή κι έμοιαζε συμπεριφορά νικητού προς ηττημένον…

Γράφει η εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος: «αι κεφαλαί της ορθοδόξου εκκλησίας ανα τον κόσμον, υπο την καθοδήγησιν του οικουμενικού πατριάρχου αποδεικνύονται βασιλικότεροι του πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος ησπάσθη την διπλωματίαν της αγάπης του Βατικανού κι έθεσε τας βάσεις δια την προσέγγισιν ή ένωσιν της ορθοδόξου εκκλησίας μετα των παππικών... ο οποίος είχεν ειπεί, να βάλωμεν τα δόγματα εις την αποθήκην!!!... ας μη λάβωμεν υπ’ όψιν μας την αληθεία, την οποίαν ομολογεί η ορθόδοξος εκκλησία κι ας μην ελέγχωμεν τας αιρετικάς καινοτομίας της εκκλησίας της Ρώμης.»
……………………..

Αν ισχύει η σκέψις του Γενναδίου, ότι η επιχειρούμενη ένωσις των εκκλησιών και η εγκατάλειψις της πίστεως ήμων των ορθοδόξων ήτο τόσον βαρύ αμάρτημα, ώστε ο θεός να τιμωρήση τόσον σκληρά την Πόλιν, κι αν τώρα η επιχειρούμενη πάλι ένωσις μετα του παπικού καθεστώτος , ο οικουμενικός πατριάρχης έκανε συλλείτουργον κι αυτός με τον αιρεσιάρχην Πάπαν, αποτελεί πάλιν αιτία ίνα ο θεός αποστρέψη το βλέμμα του από εμάς, τότε τι θέλει να περιμένη το έθνος σήμερα, να το εύρη καταστροφή; Τι μας περιμένει; Όχι τίποτα άλλο, απ’ ό,τι ήδη είναι εμφανές…….

Ο θεός μας εγκατέλειψεν, διότι ημείς πρώτοι υιοθετήσαμεν την ασέβειαν, ως είπεν κι ο Γεννάδιος. Τελικώς ας ανακράξωμεν όλοι ό,τι μας λέγει ο ψαλμωδός Δαυίδ: «τα παραπτώματά μου είναι η αιτία που είμαι μακράν από την οδόν της σωτηρίας μου».


απόσπασμα από το άρθρο
«η αιτία της πτώσεως-μια μεταφυσική εξήγησις της παρακμής των νεοελλήνων»
 που εδημοσιεύθη εις την εφημερίδαν «Ελεύθερος»
τη Τρίτη 31 Αυγούστου 2010 



Το πεπρωμένο που αλλάζει

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Μέσ’ απ’ το άπειρο που υπήρχαμε κι οι δυό
Δυό κόσμοι δύο, σε παλάτ’ αλαβάστρινο
Η ψυχή σου η λαμπρή, κι η ψύχή μου η φτωχή,
Στης Μοίρας το σκαλί κι οι δυό γονατιστοί

Ακούσαμε ταπεινά του θεού την εντολή
Να φύγουμε μεσ’ την θολή αυγή για παντοτινά,
Ωσάν χρυσές ακτίνες, ωσάν κάτασπρα πουλιά
Μ’αγάπη στην καρδιά σε θάλασσες γαλήνιες.

Οι δρόμοι μας ενωθήκανε κάτω απ’ το φώς
Της σελήνης κι αγαπηθήκανε, ως το θέλησ’ ο θεός
Μα το τίποτ’ ήταν δυνατό και το πάν εχάθη,
Ενίκησε έν’ αόρατο κακό κ’ η Μοίρα π’ εγράφη

Άλλαξε, το γραφτό απ’ το μελάνι της εμαράθη,
Ξεθώριασε το καλό, στην καρδιά σου τα λάθη
Τη ζωή σου σκοπό ‘βάλανε να γεμίσουν πάθη,
Πάθη που μας ‘κάψαν και τους δυό κ’ έμεινα μόνος να πονώ.

Κ’ ήρθε η στιγμή, π’ η καρδιά μ’ έκλαψε
Γιατί δεν μπόρεσε π’ έχασε τη δική της διαδομή
Κι ωσάν περαστική, σε σταυρωμένο σταυροδρόμ’
Αντάλλαξ’ αγάπη που πόνοι την κάνανε μαρτυρική

Κ’ ύστερα ένα τίποτ’ ούτε ένα γεία
Λές και δεν ήτανε παντοτινά τα φιλιά, τα’ ανείπωτα
Σου λόγια γι’ αγάπη αιώνια, λές κ’ ουχί μαζί
Δεν μας ώρισεν η Μοίρα η τρανή να ζήσωμε τα χρόνια.

Τώρα πια μοναχικές οι καρδιές γυρίζουνε γυμνές,
Το πεπρωμέν’ εχάθη, γλαύκες κρώζουν στις ψυχές,
Θάνατος κυκλώνει από παντού, οργή θεού
Με περιμένει στα γύρω μέρη και ζωή τρελλού

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=4rjqKpyJ8Gw





Για μιαν πνευματικήν επανάσταση

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο λαός άμα κατάλαβε πως ήτανε πεσμένος, ταπεινωμένος, δυστυχισμένος εζήτησε αλλαγή. Τα ένστικτο της αυτοσυντήρης τον σπρώχνει. Πρέπει να γίνη κάποια αλλαγή. Αλλαγή του τρόπου με τον οποίον τον ανέθρεψαν και τον εδίκασαν και τον εκυβέρνησαν και τον εφορολόγησαν και τον ωργάνωσαν ως τώρα. Και επειδή το προχειρότερο και φανερώτερο και πιο χειροπιαστό στοιχείο του τρόπου αυτού, είναι τα πρόσωπα που τα τελευταία τούτα χρίνια τον εδιοίκησαν, εχτύπησεν ο λαός αυτούς, εναντίον τους εξέσπασεν ο δίκαιος θυμός του και επίμονα εζήτησε την αλλαγή τους. Εζήτησεν, επόθησεν, επικαλέσθηκε νέους ανθρώπους, νέους άντρες, νέους οδηγούς και κυβερνήτες και επαραδόθηκε σε εκείνους που εφανερώθησαν με πίστη κι αφοσίωση απεριόριστη.
Εις τα νεα πρόσωπα επαρέδωκε την τύχη του. Τους είπε: πάρτε τα πάντα, είμαι δικός σας. Δώστε μου νέους νόμους, νέα διοίκηση, νέα φορολογία, νέα δικαιοσύνη, νέα οργάνωση. Δώστε μου νέα ζωή.
Αρνήθηκε λοιπόν ο λαός ωρισμένα πρόσωπα, που για αυτόν αντιπροσωπεύουν έναν τρόπον ζωής και ίσως εις το βάθος, αρνήθηκε περισσότερο τα πρόσωπα παρά την ζωή εκείνη. Και επόθησε νέα πρόσωπα και μαζί μ’ αυτά αόριστα κάπως νέα ζωή και ίσως περισσότερο τα νέα πρόσωπα παρά αληθινα τη νέα ζωή. Γιατί, αποτέλεσμα κι αυτό της ανατροφής και της μόρφωσης που του έδωκεν ως τώρα η τάξη που τον εκυβερνούσε και τον ωδηγούσε, εν ώ ο λαός επαναστάτησε και ζήτησε ανόρθωση και αλλαγή, δεν ήξερε, δεν είναι σε θέση να ζητήσει ωρισμένο περιεχόμενο για την νέα του ζωή. Η επανάσταση του είναι περισσότερο αρνητική παρά θετική. Το μέλλον το βλέπει πάντα αόριστα και θολά μέσα από την σκέπη μόνο πόθων και ταπεινωμένων φιλοδοξιών
Το τι συμφέρει το λαο, το τι θα πραγματοποιήσει, τον πόθο της νέας ζωής δεν το ξέρει. Επερίμενε και περιμένει να του το δώσουν οι νέοι άντρες, που θα φέρουν τους νέους νόμους. Θα εξαρτιέται λοιπόν το μέλλον του λαού και πάλι από ωρισμένα πρόσωπα, όχι από τάξη νέα ανθρώπων αλλα από ένα πνεύμα, μία θέληση ένα χαρακτήρα.
Μα εδώ φαίνεται και πάλι πόσο κρίσιμο είναι το σημείο αυτό της αλλαγής. Μεγάλη θα είναι η ευτυχία του ελληνικού λαού, αν το νέο ή τα νέα πρόσωπα κοντά στον χαρακτήρα, στη θέληση, στη δύναμη του νού, μπορέσουν να του δώκουν και το περιεχόμενο της νέας ζωής. Το περιεχόμενο το ηθικό και πνευματικό.
Αλλά κι ο πιο σιδερένιος χαρακτήρας κι η πιο αγνή θέληση μπορεί να υποχωρήσει ή να συντριφτεί, όταν έχει να παλαίψει με ένα περιβάλλον μολυσμένο από την πρόληψη, με έναν βούρκο από λογής λογής προσωπικά συμφέροντα στηριγμένα απάνω στις πλάνες του λαού.
Βέβαια άνθρωποι νέοι θα είναι εκείνοι που θα πραγματοποιήσουν τη νέα ζωή. Μα το σπουδαίο είναι να καταλάβει ο λαός, πως οι νέοι ανθρωποι, οι δυνατοί χαρακτήρες, τα δυνατά μυαλά, τα στιβαρά τα χέρια έχουν μεγάλη και σωτήρια επίδραση, όταν υπηρετούν τις ιδέες εκείνες που βγαίνουν από το συμφέρον του λαού. Τα ίδια αυτά μυαλά, οι ίδιοι χαρακτήρες, τα ίδια χέρια, αν υπηρετούν ιδέες που δεν ανταποκρίνονται προς το συμφέρον του λαού ή δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν αληθινά την νέα ζωή ή μπορει να είναι ανώφελα και βλαβερά.
Απ αυτό καταλαβαίνει κανείς πως είναι μεν ευτύχημα σημαντικό να κυβερνιέται ένας λαός από ανθρώπους με σιδερένιο χαρακτήρα και δυνατό νού, αλλά ότι το σημαντικότερο μέρος της αλλαγής και της ανόρθωσης δεν είναι στην αλλαγή των προσώπων αλλα κάπου αλλού.
Πρέπει λοιπόν ο λαός πάυοντας να προδοκάει παθητικά τη σωτηρία του από άλλους να γνωρίσει και να λατρέψει τις ιδέες εκείνες που βγαίνουν από μέσα από το αληθινό συμφέρον του λαού και του έθνους όλου.
Τότε μόνο θα είναι ο λαός πραγματικός κυρίαρχος και κυβερνήτης της τύχης του, άμα ξέρει τι τον συμφέρει και ζητάει επίμονα την εφαρμογή του. Από τα σπλάχνα του φωτισμένου λαού πρέπει να βγεί η αληθινή επανάσταση. Επανάσταση πνευματική, που χωρίς τουφέκια και σπαθιά η δύναμή της θα είναι τρίσμέγιστη και ακατανίκητη. Επανάσταση που θα τη οδηγούν ιδέες, ιδέες βγαλμένες από τον σημερινό ελληνισμό, από την κοινωνική εθνική και φυλετική μας πραγματικότητα, από το αληθινό συμφέρον του ελληνικού λαού κι όλης της φυλής.

Δημητρίου Γληνού
«επανάσταση και ανόρθωση» (1910)