Το άξιον εστί



επιμελεία* του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



*
Πηγές:
  1. Αθανάσιος Γιάννης Βόννη 1997, Λειψία 2010
  2. ΚΕΕ
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ


Ο ήχος της σιωπής



ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Πέφτ’ ένα φύλλο, πέφτει κ’ ένα δάκρυο στη γή,
παντού νεκρική σιγή, μ’ ακούγετ’ η κραυγή
που βγάνει το παράπονο για την αγάπη τη χαμένη
που βρίσκεται θαμμένη σε λησμονιά δοσμένη.

Ατενίζ’ ένα μαύρο, θολό τίποτα, μια ησυχία
σχίζει τον αγέρα και κλαίγω για την δυστυχία
να πρέπει ν’ ακούω το ‘να δάκρυο να πέφτη
μετά τα’ άλλο, μοναχό να μην είναι, να ‘χη

Κι άλλο αδέρφι, συνοδοιπόρο για τα’ άπειρο.
Τώρ’ ακούω τις φωνές που καυτές στο χώμα
σμίγουνε τρελλές και μ’ έναν ήχον άηχο

με συμπονούνε, μου τραγουδούνε, στο στόμα
πως σου ‘δινα φιλιά κάποτε που τα νερά
‘πο μια συννεφιασμένη λίμνη σε φωνάζανε κυρά.

 
Το τραγούδι:







Αγάπη μου αιώνια


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Τώρα πάλι τη μορφή σου ξανακοιτώ,
δεν το πιστεύω κι όμως εσένα πάλι αγαπώ.
Μετ’ από τόσο καιρό! Τόσο καιρό να σε δώ
κι όμως εσένα, εσένα και πάλι ν’ αγαπώ

Τα δάκρυα πέφτουν στο πρόσωπο της γής
και γώ μ’ ένα χαμόγελο πικρό σιωπής,
σε φιλώ ξανά και σύ τα μάτι’ ασφαλείς
ωσάν σ’ όνειρο μιας άλλης εποχής.

Τίποτα δεν κατόρθωσα τόσα χρόνια.
Τι κι αν έλυωσαν τρείς φορές τα χιόνια
στις βουνοκορφές, τα ουράνια λόγια
της αγάπης σου θα με καρφώνουνε αιώνια.

Δεν μπορώ να σ’ αφήσω. Θα σε ζήσω.
Όπου κι αν πάω δεν θα μπορέσω να λησμονήσω
πως δεν σε ξεπέρασε καμιά και ν’ αφήσω
τις θύμισες από παλιά που ζούσα για να σ’ αγαπήσω.

Τώρα ψευτοτραγουδώ το νεκρικό μου σκοπό
πως θα σ’ αγαπώ παντοτινά μόνο μου καλό,
όπως κ’ εκείνην την πρώτη τη φορά, το «σ’ αγαπώ»,
δεν θα πάψω να το τραγουδώ στην καρδιά και το μυαλό

το τραγούδι:





«Αγαπημένη»



ποιήμα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Και ωσάν έπαψε να πέφτη χιόνι
π’ όλην την καρδιά
σαν τάφος την πλακώνει
-         εκείνες οι άσχημες νιφάδες
των πικρών της λόγων-
ω πως τις παρεξήγησα και φώναζα
πως δεν μ’ αγαπάει –
ο τρελλός!! Η Ιωάννα μου με πονάει –
ήλθε που λές εκείνος ο χρυσός
μου ήλιος,
ο γνώριμος, το ζεστό χαμόγελό της,
πιο ζωντανός και πιο θερμός.
Είχε το πρόσωπό της
ο παλαβός – πως τον αγαπούσα
αυτόν τον ήλιο ! –
και παιχνίδιζε και γέλαγε.
Και πάλι ήλθε αυτή, όπως και τότε
εκείνην την πρώτη φορά
-         ω λουλουδιάρα άνοιξη, μ’ άνοιξες
τα φτερά –
όπως και τότε, όπως και τότε.
Σ’ αγάπησα εκείνην την πρώτη
τη φορά
που έδιωξες τα χιόνια
κι έπλεξες στην ψυχή μου ροδοκλώνια.
Έγινες τότε δια μιας αγία, ιερή.
-         θύμησέ μου ν’ ανάψω ένα κερί
στην μνήμη σου
εκεί δίπλα στ’ αφροστόλιστο το κύμα
που σ’ είχα δεί.
Ω είναι πια μοιραίο μου, μόνο
απ’ αυτήν, να μου δίνη δώρα η ζωή
Γέλασε πάλι η γλυκιά Ιωάννα.
παιδάκι βρέθηκα να με περιμαζεύη
από μιαν αλάνα.
Γλυκά, γλυκά, με πήρε η γλυκιά


Το τραγουδάκι:





Καταχνιά


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Η μικρή καραβέλα μόλις καβαντζάριζε
Τον περίτρανο Καφηρέα.
Παρ’ όλην την καλπάζουσα φθίσι του
Βγήκε ως το γλιστερό κατάστρωμα.
Τι κι αν δεν είχε πια παρέα;
Τι κι αν δεν υπήρχαν γύρω άλλοι;
Κάλμα ήτανε κι αυτό επιπρόσθεσε
Την μεγάλη κατατονία του.
Κοιτώντας τα’ ακρωτήρι και το πέλαγος
Κάθισε ακουμπώντας στην κουπαστή.
Πόσο μεγάλη ήταν η δυστυχία του;
Ποιος θα βρισκότανε ποτέ να του πή
Ένα γιατί;
Κατέβασε το καλπάκι του όσο το δυνατόν
Πιο βαθιά στ’ αυτιά.
Ταυτόχρονα σήκωσε τον γιακά της κάπας
Του κι έμεινε να κοιτά.
Στ’ αλήθεια δεν είχε μέσα της καρδιά;
Ποτέ της δεν ένοιωσε να τον αγαπά;
Ω, τι ομορφιά αντίκρυ σ’αυτήν την αλήθεια.
Στίχοι του Κάμα Σούτρα του ‘ρθανε
Στο νού καθώς και περιοχές
Του Καρτιέ Λατέν.
Δέσμες φωτός που τις σκέπασε η καταχνιά.
Οι βράχοι κέρβεροι θαρρείς φυλάγαν
Απ’ τα μάτια του
Τα κόστα από πίσω.
Ω, γιατί η αλήθεια να σκοτώνη την ομορφιά;
Καταλογάδην έγραψε τα τελευταία του λόγια.
Καταλαλιές όχι. Μόνον αγάπη για εκείνην.
Μερικοί  παφλασμοί ήτανε τα δικά του ξόδια.
Η θάλασσα κατένευσε και τον δέχτηκε
Αντί γι’ αυτήν. Έπεσε κοντά της.
Έμεινε μακρυά της.


Λημνιάδες



ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-κλασσικού φιλολόγου-





Στην ελληνική μυθολογία με το συλλογικό όνομα Λημνιάδες ήταν γνωστές οι γυναίκες της νήσου Λήμνου οι οποίες, σύμφωνα με την παράδοση, παραμέλησαν τη λατρεία της θεάς Αφροδίτης. Η θεά τις εκδικήθηκε κάνοντάς τες να μυρίζουν τόσο άσχημα, ώστε οι σύζυγοί τους τις εγκατέλειψαν και πήραν παλλακίδες από τη Θράκη. Οι Λημνιάδες τότε τους εκδικήθηκαν με τη σειρά τους σκοτώνοντας όλους τους άνδρες της νήσου, ακόμα και τον βασιλιά, και έκαναν βασίλισσά τους την Υψιπύλη. Ως βασίλισσα, η Υψιπύλη επέτρεψε στις Λημνιάδες να αποκτήσουν παιδιά από τους Αργοναύτες, όταν καιρό αργότερα πέρασαν από εκεί κατά τη διάρκεια της εκστρατείας τους.



Το τέλος της σταυροφορίας

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-


Το σώμα μου χτυπήθηκε με σώματα εχθρικά.
Μέρες ατέρμονες βρέθηκε να πολεμά
Σε νερά, λάσπες, βουνά και πεδιάδες.
Η τροφή ήταν λιγοστή, το μυαλό κενό,
Γεμάτο μόνο απ’ έναν σκοπό,
Να βρεθή εκείνη. Η κόρη του ήλιου.
Και κάποτε την είδαν τα μάτια αυτά
Που σώματα είχαν δεί ακέφαλα
Και όρνια να τα κατασπαράζουν
Και βάλθηκαν να κάνουν το πάν
Να την πλησιάσουν.
Τα πάντα υπέστησα, εγώ ο σταυροφόρος
Τα μάτια μου να μην την χάσουν.
Πέρασα από δρεπάνια που θερίζανε τον Χάρο,
Σπαθιά πυρακτωμένα απ’ αίμα
Πού ‘τρεχε καυτό
Και από δρόμους με ασπαλάθους
Που έκαναν τ’ άλογό μου να
Ματώνη σιωπηλό.
Μα εκείνη βγήκε ψεύτικη
Κι όλα μείνανε να αιωρούνται
στην αιώνια αλυσίδα του χρόνου.
Και πήρα ξανά τον δρόμο του γυρισμού.
Ένας δρόμος δίχως τέλος και δίχως λυτρωμό.
Μόνο τα μάτια αυτά που κάποτ’ είδαν
Την «κόρη του ήλιου»
Μένανε ζωντανά και αναζητούσαν την ζωντάνια
Καθώς όλα τ’ άλλα ήτανε νεκρά.
Και αυτά τα μάτια σταμάτησαν
Σ’ εκείνο το χωριουδάκι
Με τ’ όνομα «ανάξιος να ζής»,
Το πρώτο χωριό μετ’ απ’ την περιπλάνησι
Πέντε μηνών
Από τότε που τ’ άλογο με άφησε
Σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο, νεκρό πέφτωντας
Σε μιαν έρημη πλευρά της ζωής.
Τελείωσε η σταυροφορία. Τελείωσε.

Το τραγουδι:
http://www.youtube.com/watch?v=7SBjpG6xuxQ


Στα παλάτια του Πρωτέα


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



-το παρόν αφιερούται εις όλους εκείνους
τους αυτόχειρες της πατρίδας μας, που
απονενοημένοι, προτίμησαν να
αναλάβουν το κόστος της αμαρτίας αυτής,
λόγω του ότι δεν αντέξαν να βλέπουν τον
αργό θάνατό τους, που κάποιοι τους
επιδαψιλεύσαν στανικώς.

Σαν βούτηξε εκεί στα καθαρά νερά
με μια πέτρα στο λαιμό του,
έκλεισε επώδυνα τα μάτια του
κι άρχισε να ζή το όνειρό του.

Νεράιδες της θάλασσας πολλές
αμέσως γλυκά τον εσηκώσαν
και τραγουδιστά, ονειρικά
μ’ ένα μαγικό φιλί τον εσώσαν.

Κι όλες μαζί μεσ’ τα μπουγάζια
άρχίσαν να τον οδηγουν στον Πρωτέα,
στα παλάτια του εκεί στα βάθη,
στων ωκεανών των, τον αρχιερέα.

Κολώνες αρχαίων ολυμπίων ρυθμών
και γυμνόστηθες σειρήνες,
με χαμόγελα εσώτερα τον σπρώχναν,
στου παλατιού των τους πυρήνες.

Ο Πρωτέας σαν εκείνον είδε,
τον έβαλε να καθίση δίπλα του,
φωνάζοντας πλάσματα του βυθού
να υπακούν σε κάθε ρήτρα του.

Και καθότανε και χαιρότανε εκεί
δίχως έγνοια του τον ανύπαρκτο χρόνο
σαν άλλοτε ο βασιλιάς Δυσσέας
στου Φαίακ’ Αλκινόου το θρόνο.

Και μέσ’ την απέραντη παραζάλη
και τα ονειρικά τοπία του βυθού
ένοιωθε πως εκεί του ήρμοζε
να ζή κάλλιο από γεννησιμιού

Το τραγούδι:



Η ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΚΡΕΜΑΣΜΕΝΩΝ

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-




Κάποιο σκυλί μακρυά μεσ’ το σκότος
Με πόνο και παράπον’ αλυχτούσε.
Ο αγέρας δυνατός, αγέρωχος
Ψυχρός κι αδυσώπητος λυσσομανούσε.

Σε κάθε δένδρο ψηλό και αεικοίμητο
Μια ψυχή χανότανε πικρά.
Γέμισαν οι συνοικίες κ’ η πολιτεία
Όλη, κορμιά κρεμασμένα οικτρά.

Ο θάνατος ως ήχος αηδιαστικός σφύριζε
Μέσα απ’ τα ντουβάρια των σπιτιών.
Το δρεπάνι του Χάρου θέριζε φοβερά
Κεφάλια αθώα, αθώων πολιτών.

Και καθώς ο αποκρουστικός αγέρας
Συνέχιζε να γδέρνει αιματοβαμμένες καρδιές
Οι κρεμασμένοι πηγαινοέρχονταν
Απάνω στις ξεφτισμένες απ’ όνειρα θηλιές.


Το τραγούδι:



Ο ελεύθερος

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Πρωί, πρωί μιαν καθαρά Δευτέρα
Χιλιάδες αετοί σηκωθήκαν ψηλά
Μες τον αγέρα.
Ήταν πλούσιοι, φτιαχτοί, πολύχρωμοι,
Γεμάτοι θράσος, χλιδή
Και τόλμη.
Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν
Ό,τι θέλουν,
Καθώς άλλοι τους προστάζαν
Τι να κάνουν για να παίζουν.
Ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο τον φωτεινό,
Μα κάτω τους τραβούσαν
Στης γής τον καημό.
Ένας σπάγκος τους τραβούσε κάτω,
Εκεί που κείτονταν αδύναμο
Ένα παιδί μονάχο.
……
Μια ηλιαχτίδα πέρασε φανταχερή,
Ζωηρή και ρώτησε τους πλουμιστούς,
Πώς βλέπουν την ζωή.
Είμαστε όμορφοι και πλούσιοι
Της είπαν,
Μα ότι ένας σπάγκος τους τραβούσε
Κάτω, αυτό της το κρύψαν.
Κι ανέβηκε πιο ψηλά της λευτεριάς
Η λιακτίδα
Σ’ έναν μονάχο αετό που δεν έδειχνε
Για τους άλλους ίχνος ζήλια.
Ήτανε φτωχός, μ’ ένα απλό χαρτί
Δίχως σκουλαρίκια και φρουφρούδια,
Μα και δίχως σπάγκο,
Να του περιορίζη την ζωή.
……
Ήρθε απόγευμα, ο άέρας κόπασε
Και για τους αφεντάδες των αετών
Η γιορτή τέλειωσε.
Τα’ αστέρια σαν πρόβαλλαν
Στον ουρανό,
Όλοι οι αετοί κείτονταν στο πατάρι
Το κλειστό.
Μόνο εκείνος ο αγέρωχος συνέχιζε
Να πετά,
Εκεί πέρα στ’ άστρα, μοναχικά
Μα κι ελεύθερα γεμάτος με χαρά.

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=wm9qxVmdJTM&feature=fvsr





Το πεπρωμένο που αλλάζει

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Μέσ’ απ’ το άπειρο που υπήρχαμε κι οι δυό
Δυό κόσμοι δύο, σε παλάτ’ αλαβάστρινο
Η ψυχή σου η λαμπρή, κι η ψύχή μου η φτωχή,
Στης Μοίρας το σκαλί κι οι δυό γονατιστοί

Ακούσαμε ταπεινά του θεού την εντολή
Να φύγουμε μεσ’ την θολή αυγή για παντοτινά,
Ωσάν χρυσές ακτίνες, ωσάν κάτασπρα πουλιά
Μ’αγάπη στην καρδιά σε θάλασσες γαλήνιες.

Οι δρόμοι μας ενωθήκανε κάτω απ’ το φώς
Της σελήνης κι αγαπηθήκανε, ως το θέλησ’ ο θεός
Μα το τίποτ’ ήταν δυνατό και το πάν εχάθη,
Ενίκησε έν’ αόρατο κακό κ’ η Μοίρα π’ εγράφη

Άλλαξε, το γραφτό απ’ το μελάνι της εμαράθη,
Ξεθώριασε το καλό, στην καρδιά σου τα λάθη
Τη ζωή σου σκοπό ‘βάλανε να γεμίσουν πάθη,
Πάθη που μας ‘κάψαν και τους δυό κ’ έμεινα μόνος να πονώ.

Κ’ ήρθε η στιγμή, π’ η καρδιά μ’ έκλαψε
Γιατί δεν μπόρεσε π’ έχασε τη δική της διαδομή
Κι ωσάν περαστική, σε σταυρωμένο σταυροδρόμ’
Αντάλλαξ’ αγάπη που πόνοι την κάνανε μαρτυρική

Κ’ ύστερα ένα τίποτ’ ούτε ένα γεία
Λές και δεν ήτανε παντοτινά τα φιλιά, τα’ ανείπωτα
Σου λόγια γι’ αγάπη αιώνια, λές κ’ ουχί μαζί
Δεν μας ώρισεν η Μοίρα η τρανή να ζήσωμε τα χρόνια.

Τώρα πια μοναχικές οι καρδιές γυρίζουνε γυμνές,
Το πεπρωμέν’ εχάθη, γλαύκες κρώζουν στις ψυχές,
Θάνατος κυκλώνει από παντού, οργή θεού
Με περιμένει στα γύρω μέρη και ζωή τρελλού

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=4rjqKpyJ8Gw





Ποιές εδόξασαν την Ελλάδα μάχες

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Μόν’οι Μαραθωνομάχοι
Δεν σ’εδόξασαν,πατρίδα,
Δεν σ’εδόξασαν μονάχοι
Οι τριακόσιοι του Λεωνίδα

Εβάσταξαν τα παιδιά σου,
Παλληκάρια διαλεμμένα,
Πάντα σαν τα ιδρυά του δάσου,
Σαν τους βράχους,ένα κ’ένα.

Όμοι’ακλόνιστοι κι’αγνάντια
Σ των οχτρών την άγρια φόρα
Κι όμοια στέρεοι ‘ς τη γιγάντια
Και κακή της τύχη μπόρα.

Αλλ’ακόμα πλειό μεγάλη
Των παιδιών σου η δόξα εφάνη
Εις μίαν άλλην άγια πάλη,
Για ένα πλει’ώμορφο στεφάνι.

Εις την πάλη,όπου το πνέμα
Τα’ουρανού νικά τον Άδη,
Της Αλήθειας με το ψέμμα,
Του φωτός με το σκοτάδι.

ΛΟΡΕΝΤΖΟΥ ΜΑΒΙΛΗ

Σημειώσεις:
Δεν είναι μόνον αι πολεμικαί θυσίαι του έθνους που εδόξασαν την πατρίδα.Είναι και οι πνευματικοί αγώνες ΄΄της Αλήθειας με το ψέμμα,/του φωτός με το σκοτάδι΄΄.Εις ταύτα και σήμερον ουδεις αγών επιχειρειται.Και ότι δεν αγωνίζεται παντοιοτρόπως να κρατηθή στην ζωήν,απλώς πεθαίνει…

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=n93iMrYl8qo


Ο ΑΡΝΗΣΟΛΗΣΜΟΝΟΣ


ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



…για κάποιον που αρνήθηκε να λησμονήση.


Έσυρες το μέλλον σου,λέν’ οι Μοίρες,σε δρόμ’άλλο,μακρυνό
Π’οδηγεί σ’άλλο γυαλό μαγευτικό,θάλασσα πως ηύρες
Ν’αγαπήση τις ματιές πού’δα να σπινθηροβολούν τις αυγές
Μάγισσες σαιτιές να λαμπυρίζουν χρυσ’ανόθευτο του Μίδα

Τα μάτια μου ρωτώ και βλέπω πως δεν μπορώ να σ’αρνηθώ
Έστω κι αν κινδυνέψω να χαθώ,όχι πια τώρα δεν λησμονώ.
Γύρω απ’τις φωτιές της μνήμης,άλλοίμονο,οι Λύπες
Τη δικη σου απονιά πού ‘πες θα δοξάζουν,μ’Αρνησολήσμονο

Θα λέω τα’ονομά μου και θ’αναρωτιούνται,θα τρομάζουν
Πού τέτοιο θάρρος,να φωνάζουν θα ζητώ ‘με,τα’όχημά μου
Προς της Λήθης το θολό νερό,πως αρνούμαι να το πάω,
Πως δεν θα ξεχάσω πως αγαπάω,πως αρνούμαι το νεκρό

Μου σώμα να σκυλέψουν.Μπορεί ο χρόνος να κυλήση,
Σ’υπόγειες σπηλιές να μιλήση η ηχώ τ’Άδη,δεν θα μπορέσουν
Να μ’αλυσοδέσουνε στον Καύκασο για να σε ξεχάσω,
Τον γύπα θα γελάσω μα κι απ’τις συμπληγάδες θα περάσω.

Κι αν ο Άδης με φωνάξη,για να με ρωτήση ένα γιατί,
Γιατί αρνούμαι το θαλασσί του πλοίου σου που’φυγε μαζί
Μ’ένα σούρουπο κλέφτη μακρυά,να ξεχάσω,να περάσω
Στα Ηλύσια πεδία,να μην χάσω ‘γώ των νεκρών την σειρά,

Θα φωνάξω πάλι πως με λένε τώρα πια Αρνησολήσμονο,
Φονιά της ψυχής μου κ’επίμονο πως μ’έκανε η αγκάλη
Σου κι η αγάπη σου δε μ’αφήνη να ξεφύγω,να σωθώ,
Συ πως είσαι ό,τι ποθώ και πως τίποτ’άλλο δεν αναζητώ.

Στις προδότρες σκέψεις που φεύγουνε σε σένανε κοντά,
Αυτές τις κατηγορώ παντοτινά γιατί δεν θέλω να πιστέψης
Πως τίποτα δεν καταστρέφεις και γιάυτό δεν νοιώθεις ενοχές.
Όχι δεν ξεχνώ,δεν παύω ν’αγαπώ ‘κείνο π’αγαπούσα

Μα και σε σένα μια κατηγόρια,ξακολουθώ να σ’απαγγέλλω
Πως εκεί που πήγες,τι κι αν περιμένω,δεν πρέπει σου εμπόδια
Να φέρνουν’ οι μνήμες,πως σκοτωμένος κάπως εκλιπαρούσα,
Μιαν επιστροφή πως ποθούσα.Είν’αρκετά όσα ήδη είπες.

Από σένα δεν περιμένω πια τίποτα,μόνο μια γωνιά με περιμένει
Στη δική σου γειτονιά μ’αναμένει,αγνώριστ’ Οδυσσέα στ’ανείπωτα
Να καταζητείται,ένα σύννεφο να σκεπάζη άσπρο μιαν ζωή.
Κι αν με ρωτήση κανείς εκεί,τα’όνομά μου αν απαιτήται

Να δοθή στην περιέργεια λάφυρο,σκουπίδι στην ακοή,
Ας μ’αξιώση του θεού η βουλή να ‘δή η ψυχή μέσ’ από παράθυρο
Ζωής μια στιγμή ακμής θανάτου,ώστε κι αν κείμενο
Στη δυστυχία, Αρνησολήσμονο να ψελίσω μ’ευτυχία

Το τραγουδι:










Κάλαντα των Φώτων Πόντου

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Από της ερήμου ο Πρόδρομος ήλθε να βαπτίσει τον Κυριόν.
Βέβαιον Βασιλέα εβάπτισε, Υιόν και Θεόν ομολόγησε.
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε.
Δόξα εν υψιστοίς εκρούγαζαν, Κύριον και Θεόν ομολόγησαν.

Έλεγεν ο κόσμος τον κύριον να αναγέννηση τον άνθρωπον.
Ζήτησον και σώσον το πρόβατον, το απωλωλός ω θεάνθρωπε.
Ήλθε κηρυττόμενον έβλεπε, απορών εφάνη ο Πρόδρομος.
Θες μοι την παλάμην σου Πρόδρομε, βάπτισον ευθύς τον Δεσπότην σου.

Ιορδάνη ρεύσε τα νάματα, ιν ανασκίρτησή τα ύδατα.
Κεφαλάς δρακόντων σενέθλασε, των κακοφρονούντων ο Κύριος.
Λέγουσιν οι Άγγελοι σήμερον Χριστός τον κόσμον ερώτησε.
Μέγα και φρικτόν το μυστήριον δούλος τον δεσπότη εβάπτισε.

Νους ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέγας, να βαπτίση τον Κύριο.
Ξένος ο προφήτης ο Πρόδρομος μέγας, γα βάπτιση τον Κύριο.
Όλον τον Αδάμ ανεκάλεσε ο των όλων κτίστης και Κύριος.
Παναγία, Δέσποινα του παντός, σώσον τους εις Σε προσκυνούντας νυν.

Ρείθρα Ιορδάνη, αγάλλεσθε την πορείαν άλλως λαμβάνετε.
Σήμερον ο κτίστης δεδόξαστα δι’ αυτό το μέγα μυστήριον.
Τρεις γαρ υποστάσεις εγνώκαμεν Πατρός και Υιού και του Πνεύματος.
Υπό Αρχαγγέλων υμνούμενον, υπό Σεραφείμ δοξαζόμενον.

Ως γαρ τοις εν σκότει επέλαμψε όταν ο Χριστός εβαπτίζετο.
Χαίροντες και χείρας προσάγοντες και λαμπρών ο ανήγυριν άγογτες.
Ψάλλοντες Χριστόν τον Θεόν ημών, δέξασθε λουτήρα βαπτίσματος.
Ο Θεός των όλων και Κύριος ζωή σας υγείαν και χαίρεσθε.

Τα κάλαντα:










Μεταξοσκώληκες,μάγισσες και μάταια στιχάκια

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολογου-




Και σύρθηκε ξανά απαλά απάνω
στο πράσινο το φύλλο
για δικό μου το χατήρι.
ο μεταξοσκώληκάς μου
ελάτρευε στον ήλιο
να μου κάνη πανηγύρι.

Και μ'έβλεπε και κοίταζε
και μου γέλαγε,μου έγνεφε
και του γέλαγα και γω
ρίχνοντάς του που και που
δροσοσταλίδες για να πιή
και τότε έλεγε
''νέκταρ δίνεις,ασήμι θα σου δώσω''

Και πώς πρόσμενα,ώ πώς πρόσμενα
να πάρω αυτο,εκείνες τις μεταξένιες ίνες
που μού 'χε υποσχεθεί,
να τις πάω στις μάγισσες
να μου κάνουνε
την νύχτα με πανσέληνο γιορτη.

Και πώς τότε υμνολογούσαν
παράξενα λόγια λέγοντας
και το νού μου αχολογούσαν
με τραγούδια ανείπωτα,
με ανεμίζοντα στις αύρες τα μαλλιά
σαν ύφαιναν
με τα δικά τους παράξενα ραβδιά.

Και παράπονο το 'χω γιατι
ποτέ δεν τα 'δα να γίνονται σιγα σιγά.
Μόνο σ' εκείνηνε
σαν τά 'δινα εκείνα τα μεταξωτά
-στιχάκια ήτανε-
μόνο τότε καταλάβαινα.

Και ήτανε,ναι τότε το 'βλεπα
πως ήτανε μπόλικα
τα περπατήματα του μεταξοσκώληκα
και τα ξενύχτια στα βουνά
παρέα με τις μάγισσες
να πλέκουν στιχάκια,μεταξένια υφαντά.

Όμως ποιος ενα χαμόγελο
στο μικρο το μεταξοσκώληκά μου
να αφήση;
γλυκά και τις νεράιδες μου να φιλήση
που πια εμέ με ξεχνούν
που τους τα φέρνω;Δεν χρωστούν.Ξεχνούν.


το τραγούδι:



























Θαυματουργή βροχή




ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-



Βρέχ' ο ουρανός πικρή βροχή,βρέχει κι η ψυχή τη ματιά μου

μ'ωκεανούς θολούς απ'την καρδιά μου,γιατί δεν είσαι πια εκεί

π' ο νους σ'είχε φαντασθεί,μόνο λέω τα παράπονά μου

για τον μεγάλον ερωτά μου,που τον εσκότωσες μονάχη σου εσύ,




Θα πεθάνω ένα πένθιμο (Κώστας Ουράνης)



Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο δρόμος
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μέσα σ' επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεβάτι μου. θε ναρθεί ο αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε ιστορία. 

Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Έχει μέρες που χάθηκε!..."
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός έχει πεθάνει".
Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα ζούσε!"
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε πάλι. 

Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά" που θα γράψει
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε κάποτ' εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι οχτροί μου. 

Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι' άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με βρίσει.

τραγουδι: