ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ο Όρκος του Μαρκορά αποτελεί μια επικολυρική σύνθεση εμπνευσμένη από την Κρητική επανάσταση του 1866. Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, την Ευδοκία και τον Μάνθο. Η Ευδοκία έχει φύγει από την Κρήτη με την έναρξη της επανάστασης, ενώ ο Μάνθος έχει μείνει πίσω προκειμένου όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του να πολεμήση. Μετά από τρία χρόνια απουσίας η Ευδοκία επιστρέφει στην Κρήτη για να βρει τον αγαπημένο της. Το απόσπασμα που παρατίθεται αναφέρεται στο ταξίδι επιστροφής στην Κρήτη της Ευδοκίας και στη λαχτάρα που αισθάνεται η κοπέλα να δει ξανά τον αρραβωνιαστικό της.
***
Η Ευδοκία μετά την Κρητική Επανάσταση[1] γυρνά στην Κρήτη. Πάνω στο πλεούμενο του γυρισμού σκέψεις από το παρελθόν την κατακλύζουν και η μαύρη της ψυχή δεν αντέχει στον πόνο
Ἐκεῖ, σὲ τόση ἀναισθησιά, ποῦ τοῦ θανάτου μοιάζει,
μία κόρη μόνη ἀντίπερα μ' ἀνησυχία κυτάζει·
τοῦ μάκρου τὸ κατάστρωμα γοργὰ συχνομετράει,
ἀναστενάζει, κάθεται, καὶ πάλε ὀρθὴ πηδάει·
Πρίν πάρει τότε το δρόμο της προσφυγιάς είχε μείνει παντελώς ορφανή από τους πάντες. Ο αδερφός της είχε πεθάνει. Ο πατέρας της σκοτώθηκε σε μάχη με τους τούρκους, παλληκαρίσια δεχόμενος τα βόλια αμέτρητα στο στήθος. Η μητέρα της δεν άντεξε στον καημό του θανάτου του παιδιού και τελικά του ανδρός της. Στον μήνα πάνω πεθαίνει κι αυτή από την λύπη της αφήνοντας την μοναχοκόρη της ορφανή. Ένα πλάσμα μόνο του στον κόσμο ήταν η όμορφη Ευδοκία
πρὶν φύγῃ ἐκεῖθε πέρα,
τῆς εἶχε ἁρπάξῃ ὁ Θάνατος καὶ μάννα καὶ πατέρα·
τοῦτος ἀτρόμητα, τυφλά, 'ς ἐχθροῦ μεγάλο πλῆθος
ὡσὰν τὰ βόλια ἐχύθηκε, ποῦ τ' ἄνοιξαν τὸ στῆθος·
ἕνα φεγγάρι μεταβιᾶς δυνήθη νὰ ὑπομείνῃ
τοῦ χωρισμοῦ του τὸν καϊμό, κ' ἐπῆε στὸν Ἅδη ἐκείνη.
Στην Κρήτη που γυρνά κανείς πιά δεν την περιμένει. Μα ίσως υπάρχει εκείνος. Εκείνος που την αγάπησε και τον αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο. Να ταν τάχα ζωντανός;
Ἀλοιά! καὶ ποιὸς θὰ σὲ δεχτῇ, καὶ ποιὸς θὰ σ' ἀγκαλιάσῃ,
στὰ γονικά σου φτάνοντας, διπλόρφανο κοράσι;
Ὁ νέος, ποῦ φλόγα σ' ἄναψε μὲς τὴν καρδιὰ μεγάλη,
ἐβγῆκε τάχα ζωντανὸς ἀπὸ τὴν ἄγρια πάλη;
Ναι. Θα ήταν ζωντανός. Δεν μπορεί να πέθανε κι εκείνος. Της το χε υποσχεθεί φεύγοντας. Της το είχε ορκισθεί. Και τα παλληκάρια σαν εκείνον –που μόνο την πίστη, την πατρίδα και την αγάπη τους είχαν σαν φυλακτό στην ψυχή τους – αυτά τα παλληκάρια τηρούν τους όρκους τους. το είχε προαίσθημα εξάλλου. Το ένιωθε σαν την κατευόδωνε στα ξένα για να είναι σίγουρος πως δεν θα πάθαινε κανένα κακό, πως κι ο θεός θα τον φυλούσε… και κείνη τον πίστεψε. Πώς μπορούσε να κάνει διαφορετικά;
«Μήν, Εὐδοκία μου, φοβηθῇς – τὴν ὥρα ποῦ τὰ ξένα
σ' ἀκαρτεροῦσαν, ἔλεγε – μὴ φοβηθῇς γιὰ μένα!
Ἐδῶ, βαθυὰ στὸ στῆθος μου, ποῦ τώρα, ἐνῷ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κ' Ἔρωτας κάθε του χτύπο ἁγιάζει,
λὲς κ' ἕνα κἄποιο αἰσθανομαι Πνεῦμα κρυφὸ τοῦ Ὑψίστου
ὁποῦ μοῦ στέρνει ἀπὸ ψηλὰ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του,
καὶ λέει, καθώς, ἀγάπη μου, σὲ ξεκινάω γιὰ πέρα,
πῶς ἔχω πάλε νὰ σὲ ἰδῶ, πῶς θὰ μὲ ἰδῇς μία μέρα.
Ἄν σὲ θωράω περίλυπος, ἀνίσως κλαίω καὶ βρέχω
μὲ δάκρυα τοῦτο τὸ φιλί, φόβους ἐγὼ δὲν ἔχω.
Θλιμμένα, ἰδές, τὰ βλέμματα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου γυρνοῦνε,
ἐνῷ ἡ στερναὶς ἀχτίναις του τὸν κόσμο χαιρετοῦνε,
δίχως ἀνθρώπου λογισμὸς τρόμου ὑποψία νὰ βάλῃ
πῶς αὔριο τ' ἄστρο τῆς ζωῆς δὲ θὲ νὰ φέξῃ πάλι.
Ἔχε καὶ σὺ τὸ θάρρος μου! Μήν, Εὐδοκιά, θελήσῃς
μὲ τέτοια μαύρη ἀπελπισιὰ νὰ φύγῃς, νὰ μ' ἀφήσῃς!
Τὸ Πνεῦμα, ποῦ κατάκαρδα προφητικὰ μοῦ κρένει,
σοῦ τάζει πῶς θὰ μείνωμε γιὰ λίγο χωρισμένοι.
Θὲ νὰ γυρίσῃς· θὰ σὲ ἰδῶ· τὸ λέω καὶ θ' ἀληθέψῃ·
ναί· σοῦ τ' ὀρκίζομαι στὸ φῶς, ποῦ πάει νὰ βασιλέψῃ!
Εκεί απάνω στο καράβι του γυρισμού θυμάται την ώρα που έμαθε πως η Κρήτη έπεσε. Πώς θα μπορούσε να ξεχάση την στιγμή που άκουσε το θλιβερό μαντάτο, τον κόσμο πως γκρεμίστηκε μέσα της τότε και πως μεμιάς εγίνηκε νεκρή αν και ζούσε ακόμη; Πώς να ξεχάση τις ώρες που κείτονταν νεκρή πάνω σε ένα κρεβάτι σε μια κάμαρα κρύα;
φωνή, τρομαχτικὰ συρμένη
ἀπὸ τὴ μαύρη Κόλαση, λὲς κ' εἶπε στὴ θλιμμένη:
Ἔπεσε ἡ Κρήτη! μὲ τὸ νοῦ πλατυὰ μὴν ἀρμενίσῃς·
ἐκεῖθε σκλάβα ἐμίσεψες καὶ σκλάβα θὰ γυρίσῃς!
Σὰν τὸ πουλάκι, ποῦ μὲ μιᾶς θανατερὸ μολύβι
τὴν ἁπλωτὴ φτεροῦγα του σκληρὰ κατασυντρίβει,
κεραυνωμένη στὰ ψηλὰ κ' ἡ ἐλεύθερη ψυχή της
ἔπεσε ξάφνου, ἀκούοντας τὴ συφορὰ τῆς Κρήτης.
Τότες, ἀχνὴ στὸ πρόσωπο, μὲ θαμπωμένο μάτι,
δίχως λαλιά, κατάκοιτη 'ς ἕνα φτωχὸ κρεββάτι,
πολλοὶ τὴν εἶδαν, καὶ κἀνεὶς νὰ πῇ δὲν ἐτολμοῦσε
πῶς ἦταν ἄψυχο κορμί, πῶς ἡ καϊμένη ἐζοῦσε.
Και θα πέθαινε τότε η νεαρά κόρη αν μέσα στον χαμό από την κακή είδηση δεν γεννιόταν η ελπίδα. Η ελπίδα πως εκείνος που την αγαπούσε την περίμενε. Έπρεπε να ζήση η Ευδοκία. Για εκείνον που την προσμονούσε. Έπρεπε να αντέξη. Να μην πεθάνη. Όχι θα ζούσε είπε μέσα της. Μόνον για εκείνον. Και έζησε η Ευδοκία. Δεν πέθανε…
καὶ πάλε μ' ἕνα δάκρυ
ἐγλυκοχάραξ' ὴ ζωὴ στ' ὡραίου ματιοῦ τὴν ἄκρη·
μὲ στεναγμοὺς πρωτάνοιξαν τὰ πικραμένα χείλη,
ὅπου τὸ ρόδο ἐφύτρονε κ' ἐσβυότουν τὸ γιοφύλλι,
καί, καθὼς ἔπεφτε τὸ φῶς ἀπὸ μία ράχη ὀπίσω,
εἶπε βραχνὰ ἡ πολύπαθη: Μ' ἀκαρτερεῖ – θὰ ζήσω!
Ξένη ἀπὸ τότες μέριμνα στὸ νοῦ της δὲ χωράει·
νὰ ἰδῇ γυρεύει μοναχὰ τ' ἀγῶρι π' ἀγαπάει,
ὁποῦ τῆς εἶναι, ὡς ἔχασε κάθε της ἄλλη ἐλπίδα,
μάννα, πατέρας, ἀδελφός, ὁλόκληρη πατρίδα.
Αυτά θυμάται η χαροκαμένη ορφανή πάνω στο πλοίο του γυρισμού. Και ενώ όλοι οι επιβάτες του πλεουμένου μέσα στην σιγαλιά της νύχτας αποκαμωμένοι έχουν γύρει και κοιμούνται, μονάχα αυτή ξάγρυπνη προσμένει να δεί τον γυαλό της γλυκιάς πατρίδας και μαζί εκείνον που την προσμένει.
Πλέει τὸ καράβι ἀδιάκοπα, κ' ἡ Πούλια ὡστόσο δείχτει,
στὸν οὐρανὸ ἀρμενίζοντας, πῶς εἶναι μεσανύχτι.
Ὅλα σιγοῦν. Στὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦντ' οἱ ἀνέμοι,
καί, κάθε ἀστέρι, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολάει καὶ τρέμει,
φαίνετ' ἀγγέλου σπλαχνικοῦ προσηλωμένο βλέμμα
στὸν κόσμο, ποῦ ποτίζεται πάντα μὲ δάκρυα κ' αἷμα.
Κἄποιο, στὰ βάθη τῆς νυκτός, Πνεῦμα καλὸ καὶ θεῖο
μ' ἐλεημοσύνη θἄγυρε τὰ μάτια καὶ στὸ πλοῖο,
ἂν ἕνα κούρασμα γλυκὸ κ' ὕπνος ἀγάλια ἐχύθη
σὲ τόσα ἐκεῖ, ποῦ λάχτιζαν, ἀπελπισμένα στήθη.
Ὅλοι κοιμοῦνται· μοναχὰ δὲν εἶναι σφαλισμένα
δύο μάτια οὐρανογάλαζα, δύο μάτια ἐρωτεμένα.
Ὁ στοχασμός, ποῦ γλήγορα θ' ἀράξῃ στ' ἀκρογιάλι,
ὅπου φαντάζεται νὰ ἰδῇ τὸν ἀκριβό της πάλι..
μα δεν αντέχει. Σιγα σιγά την παίρνει κι αυτήν ο ύπνος. Λίγο πριν αποκάμει ξύπνια ονειρεύεται του γυρισμού την ώρα… αυτήν την ώρα που τρία ολόκληρα χρόνια καρτερούσε
Ἂν στὸ ροδάτο μάγουλο σιγὰ σιγὰ τ' ἀέρι
μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ ξέπλεκα σγουρὰ μαλλιά της φέρῃ,
τ' ἀγαπημένου τὸ φιλὶ πῶς ἀγροικάει παντέχει,
καὶ νέα σὲ κάθε φλέβα της γλυκάδα οὐράνια τρέχει.
Θωράει λαγκάδια, καὶ βουνά, καὶ ξέφωτα, καὶ δάση,
τὴν ἐκκλησιά, τὸ σπίτι της, τὸ πατρικὸ λῃοστάσι·
ὅ,τι ποθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ τρεῖς χρόνους, ἡ καϊμένη,
ὡραία μορφὴ ὁλοφάνερη στὰ μάτια της λαβαίνει.
Ἀκούει πουλάκια ποῦ λαλοῦν, μελίσσια ποῦ βοΐζουν,
πλῆθος νερά, ποῦ ἀνάμεσα σταὶς πέτραις μουρμουρίζουν,
ἐδῶ τὸ κῦμα, ποῦ κουφὰ χτυπάει κατὰ ταὶς ξέραις,
τραγούδια ἐκεῖ, βελάσματα, κουδούνια καὶ φλογέραις.
Ἀπάνου, κάτου, ὁλόγυρα, στὴ μέση ἀπὸ τ' ἀμπέλια
ἀκούει τοῦ τρύγου ταὶς χαραίς, τοῦ τρύγου ἀκούει τὰ γέλια,
καί, μὲ τῆς κόρης τὸ σκοπό, τ' ἀγώρου μὲ τὸ στίχο,
ἄμετρους ἤχους, πὤκαναν ἁρμονικὰ ἕναν ἦχο,
ὡς κυματίζει ἀνάλαφρα στὸ φανταστὸ χορτάρι
ξένην αἰσθάνεται ἡδονὴ κ' ὕπνο ἀρχινάει νὰ πάρῃ,
μακρυά, σβυσμένη ἀκούοντας κάθε ὰρμονία τῆς Κρήτης,
ποῦ τὴ νανούριζε τερπνά, σὰ μάννα τὸ παιδί της.
Και στο όνειρό της πάλι τι άλλο; Εκείνος… ο δικός της Μάνθος τρελλός από την χαρά του τρέχει σαν παίρνει το χαμπέρι ότι γύρισε στο σπίτι της να την σφίξη στην αγκάλη του… πόσο την είχε ονειρευτεί αυτήν την ώρα! Πόσο θα χτυπούσε η καρδιά της σαν τον ξανααντίκρυζε…
«Ἔρχετ' ὁ Μάνθος, ἔρχεται!» στὸ νοῦ της λογαριάζει
τὰ χνάρια, ὁποῦ τὸ πόδι του 'ς ὅλο τὸ δρόμο ἀλλάζει:
θἆναι – στοχάζεται – κοντὰ στὸ πέρα μοναστῆρι!
Μὲς τ' ἀντικλάδι τοῦ χωριοῦ! στὴ βρύση! στὸ γιοφύρι!
Τὰ πρώτα σπίτια ὀγλήγορα τῆς γειτονιᾶς διαβαίνει!
Νάτος! ἐμπῆκε στὴν αὐλή· πετιέται καὶ ἀνεβαίνει!
Σπαρνοῦν τὰ φυλλοκάρδια της· χάμου γυρνάει τὸ βλέμμα·
πυρομαχοῦν τὰ μάγουλα καὶ ξεσταλάζουν αἷμα·
ἀλλὰ τ' ἁγνό της αἴσθημα τοῦ πόθου ἡ ὁρμὴ νικάει,
τὰ μάτια πάλε ἀπὸ τὴ γῆ σηκόνει – καὶ ξυπνάει.
Στο μεταξύ εχάραξε. Η Ευδοκία ανοίγει τα μάτια. Και σε λίγο η ματιά της αρχίζει να ξεχωρίζη από μακρυά τα βουνά της Κρήτης. Το μόνο που καταφέρνει τότε είναι να μπήξη μια φωνή που έκανε όλους τους επιβάτες να πεταχτούν όρθιοι… σηκώνοντας το χέρι της τους δείχνει εκείνο για το οποίο έμπηξε την φωνή της…
Ἡ Κρήτη! - δὲν ἐχύθηκε τέτοια φωνὴ τριγύρου;
Δὲν εἶν' ἀπάτη λογισμοῦ, δὲν εἶναι πλάσμα ὀνείρου·
ἀκόμα – νά! τῆς Εὐδοκιᾶς ἀχνολογάει τὸ στόμα·
ὁ μαγεμένος ἦχος του δὲν ἀποσβύστη ἀκόμα!
Ὤ! πῶς χουμᾶνε γιὰ νὰ ἰδοῦν τ' ἀγαπημένα μέρη,
ποῦ σημαδεύει ἀκίνητο τῆς κορασιᾶς τὸ χέρι!
Μὲ τὶ φωνή, ξανοίγοντας μακρυὰ τὸν Ψηλορίτη,
χίλιαις φωναὶς νὰ ξαναποῦν, ἡ Κρήτη! ἀκοῦς, ἡ Κρήτη!
Όλοι μα όλοι τότε στα χείλη τους δεν λέν τίποτα άλλο… μόνο μια λέξη «Κρήτη» φωνάζουν και γελούν και κλαίνε ένας συμφερτός δύσμοιρων πάνω σε ένα καράβι πόνου
Ἐκεῖ ποῦ κλαῖνε, καὶ γελοῦν, καὶ δυνατὰ φωνάζουν,
μ' ἀθώα τρομάρα τὰ μικρὰ στὰ μάτια ταὶς κυτάζουν
ψευδὰ τῆς Κρήτης τ' ὄνομα κατόπι ξαναλένε,
καί, σὰν τὴ μάννα τους καὶ αὐτά, χαμογελοῦν καὶ κλαῖνε.
Το καράβι σε λίγο πλησιάζει την ακτή. Οι ταξιδιώτες από τις βάρκες που τους πάνε στην ακτή ορμούν πηδώντας στην ακτή. Άλλοι τρέχουν και αγκαλιάζουν δικούς τους που τους αναμένουν, αλλοι φιλούν την γή κλαίοντας πέφτοντας στα γόνατα και με δάκρυα στα μάτια άλλοι υψώνουν τα χέρια στον ουρανό να ευχαριστήσουν τον δεσπότη Χριστό που τους ευλόγησε να ξαναδούν την μητρική γή τους.
Φωναίς, ἀντάραις, κλάϊματα, θερμῆς ἀγάπης λόγια,
μὲς τὴν πλημμύρα τοῦ καϊμοῦ πνιμένα μοιρολόγια,
ἄμετρα χέρια, ποῦ χτυποῦν μίαν ἀπαλάμη 'ς ἄλλη,
μύριους ξυπνοῦν ἀντίλαλους τριγύρου στ' ἀκρογιάλι.
(συνεχίζεται)
[1] Οι χριστιανικοί πληθυσμοί του νησιού, είχαν επαναστατήσει και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, όμως παρά τις σποραδικές επιτυχίες, η επανάσταση καταπνίγηκε. Το 1828 η Κρήτη πέρασε υπό τον έλεγχο του Αιγύπτιου ηγέτη, Μοχάμετ Άλη, αλλά το 1840 ξαναπέρασε υπό τον άμεσα έλεγχο της Υψηλής Πύλης. Το 1841 και το 1858 η Κρήτη επαναστάτησε και πάλι. Τελικά από το 1858 αναγνωρίστηκαν κάποια δικαιώματα στους Κρητικούς, όπως να οπλοφορούν, καθώς και σειρές κανονισμών σχετικά με το χριστιανικό δίκαιο και την απόλυτη ελευθερία της άσκησης της θρησκείας. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 θεωρείται το " δεύτερο '21". Οι συνθήκες για την έναρξη της Επανάστασης ήταν δυσμενείς κυρίως λόγω της πολιτικής κατάστασης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη. Από τη μια στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατεί διχασμένη πολιτική ατμόσφαιρα με την κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου σαφώς αντίθετη ενώ περισσότερο αποφασιστικός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της ρωσικής πολιτικής. Από τις μεγάλες Δυνάμεις, μόνο η Ρωσία που είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) έδειξε να ευνοεί και να υποκινεί μέσω του πρόξενου της στα Χανιά, Σπυρίδωνα Δενδρινό, και του υποπρόξενου Ιωάννη Μητσοτάκη στο Ηράκλειο.