ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ - ΓΙΩΡΓΗ






Χρίστος Χριστοβασίλης
« ᾽Απὸ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς »




Τὸ ἁμάρτημα ποὺ θὰ διηγηθῶ ἔχει γίνει στὴν Κόνιτσα, λίγα χρόνια πρὶν ἐλευθρωθῆ ἀπὸ τὸν τούρκικο ζυγό.

῾Η Κόνιτσα εἶναι ἡ πλιὸ βορινὴ ἐπαρχία τῆς πατρίδας μου καὶ πρωτεύουσα τῶυ « μαστοροχωριῶν », δηλαδὴ τῆς ἐπαρχίας ποὺ βγάζει τοὺς πλιότερους χτίστες τῆς ῾Ελλάδας - γιατὶ οἱ χτίστες λέγονται γενικῶς « μαστόροι » ὄχι μόνον στὴν ῎Ηπειρο, ἀλλὰ καὶ σ’ ὅλην τὴν χέρση ῾Ελλάδα.


Τὸν καιρὸ τῆς Τουρκιᾶς ἡ Κόνιτσα ἦταν έδρα καϊμακάμη*, εἶχεν πρωτοδικεῖο, μοιραρχία χωροφυλακῆς κι ῞Ελληνα Μητροπολίτη. Εἶχε καμιὰ ἐξακοσαριὰ σπίτια, τὰ λίγο πλιότερα ἑλληνικὰ καὶ τὰ λίγο λιγότερα τούρκικα, ἢ τὸ σωστότερο τουρκοελληνικά, τρεῖς χιλιάδες ψυχὲς ἀπάνω - κάτω, μὲ ὄψη πλιότερο χωριοῦ παρὰ πόλης. ᾽Αλλ’ οἱ Τοῦρκοι τῆς Κόνιτσας, διαφορετικοὶ στὴν ἀντίληψη ἀπ’ ὅλον τὸν ἄλλον κόσμο, θεωροῦσαν τότε,τὴν Κόνιτσα πόλη καὶ τὰ Γιάννινα χωριὸ κι ἔλεγαν κομπαστικά :

- Γιάννινα χωριό, Κόν᾽τσα κασαμπάς*!

Τὸ ἴδιο ἔλεγαν κι οἱ Μετσοβίτες γιὰ τὸ Μέτσοβό τους, ἀλλὰ δέν γνωρίζομε ἵστορικῶς, ἄν οἱ Μετσοβἴτες τὸ πῆραν αὐτὰ ἀπὸ τοὺς Κονιτσιῶτες ἤ οἱ Κονιτσιῶτες ἀπὸ τοὺς Μετσοβίτες, γιατὶ κι αὐτοὶ ἐλεγαν:

- Γιάννινα χωριό, Μέτσοβο κασαμπάς!

Πρὶν ἀπὸ διακόσια χρόνια, ἡ Κόνιτσα δὲν ἦταν πρωτεύουσα ἑπαρχίας, κι οὔτε καϊμακάμη εἶχε, οὔτε ἁρχιερέα, κι οὔτε Τοῦρκο στὰ σπλάχνα της. Τότε ἴσως νὰ ἦταν μικρότερη καὶ νὰ μὴν ἦταν « κασαμπάς », ἀλλ’ ἦταν χριστιανικὸ χωριὸ ἀπὸ τῆν μιὰν ἄκρη ὡς τὴν ἄλλη, πέρα καὶ πέρα. ᾽Επειδὴ ὅμως τοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τῆς Κόνιτσας τοὺς πίεζαν πολὺ καὶ τοὺς τυραννοῦσαν οἱ γειτόνοι τους, οἱ Λεσκοβικινοί, ποὺ ἦταν χρόνια πρωτύτερα τουρκεμένοι, ὑπόφερναν πολὺ οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ βαστοῦσαν κι ἔμεναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τῶν πατέρων τους, μ’ ὅσα κι ἄν ὑπόφερναν.

Δυστυχῶς ὅμως, μιὰ μέρα πέρασαν ἀπὸ τὴν Κόνιτσα μιὰ σαρανταριὰ Λεσκοβικινοὶ Τουρκαρβανίτες, πηγαίνοντας πρὸς τα Ζαγοροχώρια γιὰ πλιατσκολόι, κι ἐπειδὴ τὸ ποτάμι τῆς Κόνιτσας δὲν εἶχε τὸ γεφύρι πόχει σήμερα κι ἦταν πολὺ κατεβασμένο ἀπὸ τὶς βροχές, δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ περάσουν κι ἀναγκάστηκαν νὰ μείνουν στὴν Κόνιτσα. ῎Εμειναν μιὰ μέρα, δυὸ μέρες, τρεῖς μέρες μὲς στὴν Κόνιτσα, ἔτρωγαν κι ἔπιναν τὰ καλύτερα φαγητὰ καὶ τὰ καλύτερα κρασιά, ἀλλὰ βλέποντας στὸ τέλος ὅτι τὸ ποτάμι ὅλο καὶ κατέβαζε καὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ περάσουν εὔκολα γιὰ τὰ Ζαγοροχώρια, ρίχτηκαν νὰ πλιατσκολογήσουν τὴν Κόνιτσα καὶ νὰ γυρίσουν γλήγορα στὰ σπίτια τους φορτωμένοι. Ἀλλ’ οἱ Κονιτσιῶτες ἀντιστάθηκαν καὶ μὲ ξύλα καὶ μὲ λιθάρια καὶ μ’ ὅ,τι ἄρματα εἶχαν, καὶ τοὺς σκότωσαν ὅλους.

Αὐτὸ ὅμως θὰ ἐπέφερνε τὴν τέλεια καταστροφὴ τῆς Κόνιτσας, ἄμα θὰ μαθεύονταν στὸ Λεσκοβίκι τὸ φονικὸ πού ᾽χε γίνει. Τότε οἱ Κονιτσιῶτες, γιὰ νὰ γλιτώσουν τὴν καταστροφὴ καὶ τὸυ βέβαιο θάνατο, προσκάλεσαν κρυφὰ τὸν σιέχη* τοῦ Τεκὲ* ποῦ Πρεμετιοῦ, ποὺ ἐνεργοῦσε τὲς ἐξωμοσίες τῶν χριστιανῶν, καὶ τούρκεψαν ὅλοι! Κι ὅταν ὕστερα μαθεύτηκε ὁ φόνος τῶν Λεσκοβικινῶν, διακήρυξε ὁ σιέχης πὼς ὅ,τι εἷχαν κάνει οἱ Κονιτσιῶτες ὡς χριστιανοί, ἦταν λησμονημένο καὶ συμπαθισμένο. Τώρα ποὺ ἔγιναν Τοῦρκοι, κι ἂν ἤθελαν οἱ Λεσκοβικινοὶ νὰ πάρουν τὸ αἶμα τους ἀπὸ τοὺς Κονιτσιῶτες, θὰ εἶχαν νὰ κάνουν μ’ ἐκεῖνον καὶ μ’ ὅλο τὸ Πρεμέτι, κι ἔτσι οἱ Λεσκοβικινοὶ κάθισαν στ’ αὐγά τους καὶ δὲν ταράχτηκαν πλιά.

Γενόμενοὶ ὅμως Τοῦρκοι οἱ Κονιτσιῶτες, διατήρησαν κρυφά, ὡς ἕνα διάσημα δυὸ γενεῶν, τὴ χριστιανικότητά τους καὶ χωρὶς νὰ χαλάσουν τὲς ἐκκλησιές τους, ἢ νὰ τὲς μεταβάλουν σὲ τζαμιά, ἔχτισαν ἰδιαίτερα τζαμιά. Ἀλλὰ λίγο - λίγο, μὲ τὸν καιρό, ἀπόγιναν Τοῦρκοι, καὶ μοναχὰ διατήρησαν ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ τὸν σεβασμὸ πρὸς κάθε χριστιανικὸ ἁγιωτικὸ καὶ πρὸς τοὺς παπάδες μας καὶ φέρνονταν ἤπια πρὸς τοὺς χριστιανούς. ῎Ετσι λοιπὸν σ’ ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπῆρχαν γιατροί, ὅχι μόνον στὴν Κόνιτσα, ἀλλ’ οὕτε καὶ στὰ ξακουστὰ Γιάννινα ἀκόμα, οἱ μόνοι γιατροὶ ἦταν οἱ παπάδες μὲ τὴ « δύναμη τοῦ Θεοῦ », καὶ χριστιανοὶ καὶ μωαμεθανοὶ ἔτρεχαν στὲς ἐκκλησιὲς καὶ στοὺς παπάδες. Κι ἔτσι οἱ Τουρκοκονιτσιῶτες διατήρησαν ὡς τὰ τελευταῖα τὴ χριστιανική τους συνήθεια νὰ προστρέχουν στὲς ἐκκλησιές μας καὶ στοὺς ἁγίους μας ὅταν ἀρρώσταιναν, κι ὄχι στὰ τζαμιά τους καὶ στοὺς χοτζάδες τους. Τοῦρκοι λοιπὸν Κονιτσιῶτες, ἀρρωσταίνοντας, ἔταζαν καὶ πρόσφεραν λάδια, κηριὰ καὶ λαμπάδες στὲς ἐκκλησιές, παράγγελναν λειτουργιὲς καὶ προσφορὲς καὶ προσκαλοῦσαν παπάδες στὰ σπίτια τους καὶ τοὺς διάβαζαν εὐκὲς καὶ παρακλῆσες γιὰ νὰ γένουν καλά. Γι’ αὐτὸ κι ἀπ’ ὅλους τοὺς ἑλληνοεξωμότες οἱ Κονιτσιῶτες ὄχι μόνον δὲν μισοῦσαν τοὺς χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀγαποῦσαν καὶ τοὺς προστάτευαν καὶ τοὺς βοηθοῦσαν. Αὐτοὶ προσκάλεσαν ἀπὸ διάφορα χωριὰ χριστιανούς, ποὺ βρίσκονται σήμερα στὴν Κόνιτσα, τοὺς ἔχτισαν σπίτια, τοὺς βοήθησαν, κι ὀλίγο κατ’ ὀλίγον ἔφτασαν ἀπὸ πενήντα χρόνια καὶ πλιότερο τὰ σπίτια τὰ χριστιανικὰ νὰ γένουν πλιότερα ἀπὸ τὰ τούρκικα, καί, Τοῦρκοι καὶ Χριστιανοί, ἔζησαν πάντα ἀγαπημένοι.

Αὐτὴ ἡ ἁρμονία ἀνάμεσα Τούρκων καὶ Χριστιανῶν τῆς Κόνιτσας βάσταξε ἀκέρια ὡς τὲς μέρες πού ᾽ρθε ὁ Σουλτὰν Χαμίτης στὸν αὐτοκρατορικὸ θρόνο τῆς Πόλης. ᾽Απὸ τότε, ὅπως καὶ σ’ ὅλην τὴν ἄλλη Τουρκιά, ἄλλαξαν καὶ στὴν Κόνιτσα τὰ πράγματα. ῾Η κατασκοπεία εἶχε φτάσει σ’ ἐπιστημονικὴ περιωπή, κι ὁ μισαλλόδοξος μουσουλμανικὸς φανατισμὸς στὸ κατακόρυφο. Ἀλλ’ ἡ μεγαλύτερη κατασκοπεία γένονταν ἐναντίον τῶν Τούρκων, κι ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον τὸν Τοῦρκο, ποὺ θὰ καταγγέλλονταν ὅτι ἔστειλε κηρί, λάδι ἢ λαμπάδες σ’ ἐκκλησιά, ἢ ὅτι προσκάλεσε παπὰ στὸ σπίτι του γιὰ θεραπευτικὸ διάβασμα! Ἀμέσως τζουρλάλι* ὅτι δὲν ἦταν γνήσιος καὶ σωστὸς μουσουλμάνος, καὶ τὸ λιγότερο πού ᾽χε νὰ πάθη, θὰ ἦταν ἐξορία στὴ Συρία ἢ στὴν Ἀραπιά!

Ἀλλὰ κι οἱ παπάδες κιντύνευαν νὰ τιμωρηθοῦν αὐστηρὰ ἀπὸ τὴν τουρκικὴ Κυβέρνηση, ἂν καταγγέλλονταν ὅτι ἐλάβαιναν ἀπὸ μουσουλμάνο λάδι, κηρὶ ἢ λαμπάδες γιὰ τὴν ἐκκλησιά, ἢ πήγαιναν νὰ διαβάσουν παρακλῆσες στὰ τουρκόσπιτα. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Μητροπολίτης τῆς Κόνιτσας τοὺς διάταξε νὰ μὴν ἔχουν πλιά, σὰν καὶ πρίν, καμιὰ σχέση μὲ τὰ τουρκόσπιτα, γὶατ’ ἦταν μεγάλη τάχα κι ἀσυγχώρητη ἁμαρτία νὰ δίνουν « τὰ ἅγια τοῖς κυσὶ » στὰ σκυλιά κι ὅτι ἂν μάθαινε στὸ ἑξῆς ὅτι ἕνας παπὰς μπῆκε σὲ τούρκικο σπίτι, κρυφὰ ἢ φανερά, θὰ τὸν ἔκανε ἀργὸ « πάσης ἱεροπραξίας ». Ετσι τραβήχτηκαν οἱ παπάδες ἀπὸ τὰ τουρκόσπιτα, κι αὐτὸ βάσταξε γιὰ κάμποσον καιρό. Ἀλλ’ οἱ Τούρκισσες τῆς Κόνιτσας, ποὺ ἦταν συνηθισμένες μ’ ὅλην τὴν ἐγκατάσταση ἐκεῖ ἐπιστημόνων γιατρῶν, νὰ προστρέχουν, καὶ στὴν παραμικρότερη ἀρρώστια, στοὺς παπάδες καὶ στὲς ἐκκλησιές, προτιμοῦσαν νὰ πεθαίνουν καλύτερα, παρὰ νὰ δέχωνται γιατρὸ καὶ νὰ πάρουν γιατρικά. Κανένας ὅμως παπὰς δὲν δέχονταν πλιὰ νὰ πάη σὲ τούρκικο σπίτι, οὔτε νὰ δεχθῆ τούρκικα τάματα, φοβούμενος καὶ τὴ μεγάλη κι ἀσυγχώρητη ἁμαρτία καὶ τὴν τιμωρία κι ἀπὸ τὸν ἀρχιερέα κι ἀπὸ τὴν τούρκικη ἀρχή, τὸ χειρότερο. ᾽Αλλ’ ἡ παντοδύναμη βία δὲν τ’ ἄκουε αὐτὰ καὶ τὰ ὑπερπήδησε ὅλα.

Μιὰ νύχτα παρουσιάζεται στὸ σπίτι τοῦ παπα-Γιώργη ἕνας Τοῦρκος καὶ τοῦ λέγει:

- Νὰ κοπιάσης, παπα-Γιώργη, στὸ σπίτι μου, πολὺ σὲ παρακαλῶ, νὰ μοῦ διαβάσης μία εὐκὴ στὴ γυναίκα μου, γιατὶ ἔχει δυὸ μέρες μὲ τοὺς πόνους καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γεννήση ἀκόμα.

- Ἀλλά, εὐλογημένε... ( Φτοῦ!, φτοῦ! τὸν θεοκατάρατο τὸν ᾽Αγαρηνό*! εἶπε μέσα του ὁ παπα-Γιώργης, γιατὶ ὀνόμασε « εὐλογημένον » τὸν ἀλλόπιστον Τοῦρκο )... Ἀλλά, ἀγά μου, φοβοῦμαι νά ᾽ρθω, γιατὶ θὰ τὸ μάθη ὁ καίμακάμης καὶ θὰ μὲ κάνη ἐξορία! Δέν ἕρχομαι! Πήγαινε στὴν εὐκὴ τοῦ Θε... ( Φτοῦ! φτοῦ! πάλε τὸν θεοκατάρατο τὸν ᾽Αγαρηνό! ξανάειπε πάλε ἀπὸ μέσα του ὁ παπάς). Πήγαινε στὸ καλό, ἀγά μου! Πήγαινε στὸ καλό! Μὴ μὲ πάρης στὸ λαιμό σου!

Βλέποντας ὁ Τοῦρκος τὴν ἐπίμονη ἄρνηση τοῦ παπᾶ, ἔφυγε, ἀλλὰ σὲ λίγο ξαναγύρισε καὶ τοῦ εἶπε ἄγρια κι ἀπελπισμένα:

- Θά ᾽ρθης, παπά! Ἀλλιώτικα δὲν γίνεται! Πεθαίνει ἡ γυναίκα μου! Δὲν μπορεῖ νὰ γεννήση καὶ φωνάζει: « Φέρτε μου τὸν παπα-Γιώργη, ποὺ μὲ γλίτωσε καὶ στὴν ἄλλη μου γέννα μὲ τὸ διάβασμά του! ).

- Σὲ λυποῦμαι πολύ, ἀγά μου, μ’ αὐτὰ ποὺ μοῦ λές, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νά ᾽ρθω... Φοβοῦμαι, σοῦ εἶπα, τὸν καϊμακάμη...

Τότε ὁ Τοῦρκος βγάζει μι’ ἀστραφτερὴ μαχαίρα καὶ τοῦ λέει :

- Τὴ βλέπεις αὐτήν, παπά; ῍Η ἔρχεσαι, ἢ στὴν ἕχωσα στὰ στήθια.

Καὶ πετοῦσαν τὰ μάτια του φωτιές. Τί νά ᾽κανε τότε ὁ καημένος ὁ παπα-Γιώργης;

Ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ μεγάλη κι ἀσυγχώρητη ἁμαρτία, ποὺ θὰ πετοῦσαν τ’ ἅγια στὰ σκυλιά, ( τοῖς κυσί ), ὅπως εῖχε εἰπεῖ ὁ Μητροπολίτης, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ φόβος μὴν τὸ μάθη κι ὁ καϊμακάμης κι ὁ Μητροπολίτης! ᾽Εμπρὸς βαθὺ καὶ πίσω ρέμα. ᾽Αλλὰ καὶ « παπὰς δεμένος γράφει καὶ ξεγράφει ». Κι ἕτσι θέλοντας καὶ μή, πῆρε τὸ εὐχολόγι του, τὸ πετραχήλι του, ἕνα κηρὶ καὶ λίγο θυμίαμα κι ἀκολούθησε τὸν Τοῦρκο, τρέμοντας ἀπὸ τὸ φόβο του. Φτάνοντας στὸ τουρκόσπιτο, διάβασε παράκληση, κι ὥ τοῦ θάματος, ὕστερ’ ἀπὸ μισὴ ῶρα γέννησε ἡ Τούρκισσα!

Ἀπὸ στόμα σέ στόμα, κρυφὰ -κρυφά, τό ᾽μαθαν ὅλες οἱ Τούρκισσες τῆς Κόνιτσας, ὅτι ἡ Φατμὲ τοῦ Χασὰν Ζέλφου, δὲν μποροῦσε νὰ γεννήση, προσκάλεσε τὸν παπα-Γιώργη νὰ τὴν διαβάση, καὶ μόλις τὴν διάβασε, γέννησε μιὰ χαρά...

Κι ἔλεγαν οἱ Τούρκισσες:

- Μωρὲ, τί καλὸ διάβασμα ἔχει ὁ παπα-Γιώργης! Ἅμα διαβάση, πιάνει ἀμέσως τὸ διάβασμά του!

- Βαλλαΐ, εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος! Διαβάζει καὶ τὸν ἀκούει ὁ Θεός!

- Τί πειράζει ποὺ εἶναι χριστιανός; Τὸν ἀγαπάει ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἔχει στὸ χουσμέτι* του. Ὁ Θεὸς ἔπλασε καὶ τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς Χριστιανούς. Ὅλους παιδιά του μᾶς ἕχει.

- Νοικοκύρης εἶναι κι ὅποιον θέλει παίρει στὸ χουσμέτι του...

- Πόσοι Τοῦρκοι εἶναι ποὺ, παίρουν Χριστιανοὺς στὴ δούλεψή τους καὶ δὲν παίρουν Τούρκους. ῎Ετσι κι ὁ Θεὸς - προσκυνοῦμε τ’ ὄνομά του - ἔχει πάρει τὸν παπα-Γιώργη ἀπὸ τὸν τόπο μας.

Κι ἔτσι ὁ παπα-Γιώργης ἔγινε ἀξιαγάπητος σ’ ὅλο τὸ τουρκο-γυναικαρειὸ τῆς Κόνιτσας.

Κι ἡ ἀγάπη μεταδόθηκε ἀπὸ τὲς Τούρκισσες στοὺς ἄντρες τους, στ’ ἀδέρφια τους καὶ στοὺς γονέους τους.

῾Ο παπα-Γιώργης μπαινόβγαινε τὲς νύχτες στὰ τουρκόσπιτα «γιὰ διάβασμα» καὶ δὲν τὸν μαρτυροῦσε κανένας στὸν καϊμακάμη. Κάποτε ὅμως ἀρρώστησε κὶ ἕνα παιδὶ τοῦ καϊμακάμη καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ κάνουν καλὰ οἱ γιατροί. Κιντύνευε καὶ σώνονταν μέρα μὲ τὴν ἡμέρα. Μιὰ χανούμισσα, ἡ πρώτη χανούμισσα τῆς Κόνιτσας, ἡ γυναίκα τοῦ ὀνομαστοῦ Σιαχίν-μπεη, φιλινάδα τῆς καϊμακάμαινας, τῆς εἶπε μιὰ μέρα:

- Καημένη, Χατιτζὲ-χανούμ. Δὲν φωνάζεις τὸν παπα-Γιώργη νὰ σοῦ διαβάση τὸ παιδί σου νὰ γένη καλά;

- Τί λές αὐτοῦ, Χανούμ-ἐφέντη, τῆς ἀπάντησε ἡ καϊμακάμαινα, ποὺ δὲν ἡταν Κονιτσιώτισσα καὶ δὲν πίστευε στὰ χριστιανικὰ ἁγιωτικά. Πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ κάνη καλὰ τὸ παιδί μου τὸ διάβασμα ἑνὸς γκιαούρη;

- ῎Ακου με, Χανοὺμ-ἐφέντη! τῆς εἶπε πάλε ἐκείνη. Ἄν θέλης νὰ γένη τὸ παιδί σου καλά, νὰ πάρης τὸν παπα-Γιώργη νὰ σοῦ τὸ διαβάση...

Πέρασαν μέρες, βδομάδες, ἴσως καὶ μήνας, καὶ τὸ παιδὶ τῆς καϊμακάμαινας ὄχι μόνον δὲν γένονταν καλὰ μὲ τὰ γιατρικὰ τῶν γιατρῶν, ἀλλὰ καὶ χειροτέρευε. Τότε, στὴν ἀπελπισιά της, μιὰ βραδιά, κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄντρα της, προσκάλεσε τὸν παπα-Γιώργη καὶ τὸ διάβασε. Τ’ ἄρρωστο παιδί, ἑφτὰ-ὀχτὼ χρονῶν παλικαράκι, αἰστάνθηκε ἕναν ἐσωτερικὸ κλονισμὸ στὴν ἐμφάνιση τοῦ παπᾶ καὶ στὲς προφυλάξες ποὺ μεταχειρίστηκε ἡ μητέρα του γιὰ νὰ μπῆ κρυφὰ ὁ παπὰς τὴ νύχτα στὸ διαμέρισμά της, κι ἄρχισε νὰ τρέμη. ῾Ο παπα-Γιώργης τὸ καθησύχασε μὲ ἥμερον τρόπο, τοῦ διάβασε τὴν παράκληση, τὸ θυμιάτισε μὲ μοσχολίβανο, τὸ σταύρωσε μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ φεύγοντας εἶπε στὴν καϊμακάμαινα:

- ῾Η δύναμη τοῦ Θεοῦ κι ὅχι ἡ δική μου, τοῦ ἀνάξιου ἁμαρτωλοῦ, θὰ κάνη καλὰ τὸ παιδί σου.

Καθὼς τὸ εἶπε ὸ παπα-Γιώργης, ἔτσι κι ἔγινε. ᾽Απὸ κείνη τὴ νύχτα κόπηκε ἡ θέρμη τοῦ παιδιοῦ καὶ σὲ λίγες μέρες ἔγινε καλά! ῎Εμαθε κι ὁ καῒμακάμης τὴν αἰτία τῆς θεραπείας τοῦ παιδιοῦ του, κι ἂν καὶ φανατικὸς μουσουλμάνος - γιατὶ δὲν ἦταν Κονὶτσιώτης - καὶ δὲν ἀγαποῦσε,τοὺς Χριστιανούς, φώναξε κρυφὰ τὸν παπα-Γιώργη καὶ τόδωκε δέκα λίρες κέρασμα καὶ συνάμα τὴν ἄδεια νὰ διαβάζη ἐλεύτερα στὰ τούρκικα τὰ σπίτια, ἀλλὰ μὲ μεγάλη προσοχὴ νὰ μὴν τὸ μάθη ἡ ἀστυνομία ἢ κανένας χαφιές*, γιατὶ τότε, ὡς καϊμακάμης θὰ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ τὸν καταδιώξη.

Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μείνη γιὰ πολὺ κρυφὸ ἕνα πράγμα ποὺ τὸ ξέρουν πολλοί. Τὰ πολλὰ τὰ λάδια, τὰ πολλὰ τὰ κηριὰ κι οἱ πολλὲς καὶ χοντρὲς λαμπάδες ποὺ πήγαινε ὁ παπα-Γιώργης στὴν ἐκκλησιά, χωρὶς νὰ φανερώνη ἀπὸ ποῦ στέλλονταν, ἔδωκαν τὴν ὑπόνοια στοὺς ἄλλους παπάδες καὶ στοὺς ἐφοροεπιτρόπους τῆς ἐκκλησιᾶς, ὅτι ὁ παπα-Γιώργης βρίσκονταυ σἐ σχέσες μὲ τουρκόσπιτα καὶ διάβαζε κρυφοπαρακλῆσες σὲ Τούρκους. Κι ἔπρεπε, ἄν ὄχι ἀπὸ κακία, ἀλλ’ ἀπὸ καθῆκον, νὰ καταγγείλουν τὸ πράγμα στὸν Μητροπολίτη. ῾Ο Μητροπολίτης, μὴ ὄντας ἐντόπιος καὶ ζυμωμένος μἐ τὰ ἥθη καὶ ἔθιμα τοῦ τόπου, καὶ λίγα μόνον χρόνια εὑρισκόμενος στὴν Κόνιτσα, δὲν εἶχε τὴν ἀπαιτούμενη ἀντίληψη ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τοῦτο, ἄν κι ἱκανὸς ἱεράρχης κατὰ τ᾽.ἄλλα, κι ἅμα τοῦ καταγγέλθηκε ὅτι ὁ παπα-Γιώργης διάβαζε παρακλῆσες σὲ τουρκόσπιτα ( « σταύρωσον! σταύρωσον! » ), τὸν ἔκανε ἀργὸ « πάσης ἱεροπραξίας » ἐπ’ ἀόριστου!

Σὰν ἀστροπέλεκας κακὸς ἔπεσε στὸ κεφάλι τοῦ καημένου τοῦ παπα-Γιώργη ἡ ἄδικη αὐτὴ καταδίκη καὶ θέλησε νὰ δικαιολογηθῆ στὸν Μητροπολίτη, ἀλλὰ ποῦ νὰ τὸν ἀκούση ἐκεῖνος! Εἶχε γίνει θηρίο!

῾Ο παπα-Γιώργης ἦταν καλὸς χριστιανὸς κι ὑπόμενε μὲ χριστιανικὴ ὑπομονὴ τὴν ἀδικία ποὺ τοῦ ᾽χε κάνει ὁ Μητροπολίτης, ἀλλ’ ἡ καταδίκη του ἀναστάτωσε τὴ χριστιανικὴ κοινότητα ἐναντίον του. Κι ἐνῶ, λίγα χρόνια πρίν, ὅλοι οἱ παπάδες τῆς Κόνιτσας διάβαζαν στὰ τούρκικα σπίτια, τώρα βρέθηκε νὰ θεωρηθῆ αὐτὸ « μεγάλη κι ἀσυγχώρητη ἁμαρτία » εἰς βάρος τοῦ παπα-Γιώργη.

῾Η «μεγάλη κι ἀσυγχώρητη ἁμαρτία» τοῦ παπα-Γιώργη ἄρχισε ἀπὸ λίγο-λίγο νὰ μεγαλώνη, σὰν τὴν ψείρα τοῦ παραμυθιοῦ, ποὺ δὲν τὴν χωροῦσε οὔτε τὸ σπίτι, κι ἔλεγαν κρυφὰ ὁ κόσμος, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἀκοῦν οἱ Τοῦρκοι:

- Διαβάζει εὐκὲς καὶ παρακλῆσες στὰ τούρκικα τὰ σπίτια! ᾽Ακοῦς ἐκεῖ ὁ τραγογένης!

- Δὲν εἶν’ αὐτὸ μονάχα... ἀλλὰ μπαίνει καὶ διαβάζει καὶ στὰ τζαμιά!

- ᾽Εγὼ ξέρω ὅτι μνημόνευε στὴν προσκομιδὴ κι ὀνόματα : Φατμέ, Χατιτζέ, Νεφιγέ, Ναϊλέ, ὅλες τὲς Τούρκισσες τῆς Κόνιτσας, κι εὔχονταν μέσα στὴν ἐκκλησιὰ « ὑπὲρ ὑγείας καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν » τῶν ἀλλοπίστων!

῞Ολα ἐκεῖνα τὰ πολλὰ κηριὰ κι ὅλες ἐκεῖνες οἱ μεγάλες λαμπάδες στὴν ἐκκλησιά, ποὺ θέλουν χρόνια νὰ καγοῦν, εἶναι τούρκικα τάματα!

Τί ἀνακατεύονται οἱ Τοῦρκοι στὰ δικά μας τ’ ἁγιωτικὰ καὶ τὰ θρησκευτικά; ᾽Εμεῖς δὲν ἀνακατευόμαστε στὰ δικά τους... Ἄν ἀναγνωρίζουν τὴ θρησκεία μας ὡς ἀνώτερη ἀπὸ τὴ δική τους, ἂς γένουν χριστιανοὶ, ὅπως ἦταν κι οἱ παπποῦδες τους ἄλλοτε!

- Τὸν ἀθεόφοβο τὸν παπα-Γὶώργη! ᾽Ακοῦς νὰ μᾶς κάνη τὴν ἐκκλησιὰ μισοτούρκικη!

Μὴν μπορώντας πλιὰ νὰ δικαιολογηθῆ ὁ παπα-Γιώργης, δὲν ἔβοισκε ἔλεος στὴ συνείδηση κανενὸς χριστιανοῦ. ῾Ως τότε ζοῦσε τὸ σπίτι του μὲ τὴν ἐφημερία του καὶ μὲ τὸ πετραχήλι, καὶ τώρα τά ᾽χανε καὶ τὰ δυό! Ἔχανε, οὔτε πλιότερο οὔτε λιγότερο, τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὸ στόμα του.Τί νὰ γένη; Τί νὰ κάνη; Μόνον στὸ Πατριαρχεῖο μποροῦσε νὰ κλαυτῆ καὶ νὰ βρῆ τὸ δίκιο του, ἀλλὰ δὲν ἦταν τόσο εὔκολο νὰ πάη ἀπὸ τὴν Κόνιτσα στὴν Πόλη, στὸ Πατριαρχεῖο. Ἀλλὰ κι ἂν μποροῦσε νὰ πάη, θὰ καταδέχονταν νὰ τὸν ἀκούση ὁ Πατριάρχης ἢ νὰ δὶαβάση τὴν ἀναφορά του; Κι ἔκανε ὑπομονή.

- « Ὁ ὑπομείνας σωθήσεται », ἔλεγε μέσα του, ψιθυρίζοντας τὴν αγγελικὴ ρήση, κὶ εἶχε τὴν ἐλπίδα στὸ Θεὸ καὶ στὸ δίκιο του.

Πῶς ζοῦσε ὁ καημένος ὁ παπα-Γιώργης ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τοῦ ᾽χε ἀφαιρέσει τὸ πετραχήλι ὁ Μητροπολίτης; Ἕνας Θεὸς τό ᾽ξερε! Καὶ τὸ χειρότερο, ποὺ ἦταν ἀναγκασμένος νὰ πονάη καὶ νὰ μὴν μπορῆ νὰ πῆ τί τὸν πονάει καὶ ποῦ τὸν πονάει. « ῍Αν σὲ βαρέση ὁ Κατής, πεῦ θὰ πᾶς νὰ κριθῆς » λέγει μιὰ παροιμία. Ἄν μάθαιναν οἱ Τοῦρκοι τὴν τιμωρία του, καὶ μάλιστα ὁ καϊμακάμης, πού ᾽χε ὅλη τὴ δύναμη τῆς ἐξουσίας στὰ χέρια του, θὰ τά ᾽χε ἄσκημα ὁ Μητροπολίτης μὲ τὴν τούρκικη Διοίκηση... Δὲν θὰ τοῦ’ λεγε ἡ Διοίκηση « γιατί ἔκανες ἀργὸ τὸν παπα-Γιώργη; », ἀλλ’ εἶχε ὅλα τὰ μέσα νὰ τοῦ φέρη τόσα ἐμπόδια καὶ προσκόμμανα στὴν ὑπηρεσία του, ὥστε ν’ ἀναγκασθῆ νὰ φύγη ἀπὸ τὴν Κόνιτσα τὸ γληγορώτερο. Τὸ εὐκολώτερο ἀκόμα ἦταν ὅτι μτοροῦσε καὶ νὰ τὸν κατηγορήση στὸ ῞Υπουργεῖο ὅτι εἶναι συνεννοημένος μὲ τὸ ἑλληνικὸ κομιτάτο καὶ τότε ἀλίμονό του! Αὐτὴ ἡ κατάσταση βάσταξε κάμποσους μῆνες πόβλεπε ὁ παπα-Γιώργης τὸ ψωμοκάρβελό του ἀπὸ μακριά, καὶ τοῦ φαίνονταν ὡς χαμένη κι ἄφταστη εὐτυχία, ὅταν κατὰ θείαν πρόνοιαν μετατέθηκε ἐκεῖνος ὁ Μητροπολίτης στὴν Ἀνατολὴ κὶ ἔρχονταν νέος Μητροπολίτης.

῾Ως φωτεινὴ ἀκτίνα ἐλπίδας ἔλαμψε αὐτὴ ἡ εἴδηση μέσα στὸ φοβερὸ σκοτάδι τῆς ἀπελπισιᾶς ποὺ βρίσκονταν ὁ δύστυχος παπα-Γιώργης. ᾽Αλλ’ ἂν εἶχε κι ὁ νέος Μητροπολίτης τὴν ἴδια ἀντίληψη τοῦ παλιοῦ τί θὰ γένονταν τότε; Δὲν θὰ τοῦ ᾽μενε τίποτε ἄλλα τότε, παρὰ νὰ πέση στὸ ποτάμι ποὺ περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὴν Κόνιτσα καὶ νὰ πνιγῆ!

Προσπαθοῦσε νὰ δικαιολογήση τὴν καταδίκη του ἀπὸ μέρος τοῦ Μητροπολίτη καὶ δὲν μποροῦσε νὰ παραδεχτῆ ὅτι ἦταν φταίχτης. Καταδικάστηκε, γιατὶ διάβαζε εὐκὲς καὶ παρακλῆσες στὰ τουρκόσπιτα. ᾽Αλλ’ αὐτὸ ὕψωνε πλιότερο τὸ γόητρο τῆς ἐκκλησίας μας καὶ ταπείνωνε τὸ τζαμὶ καὶ στὴ συνείδηση τῶν Τούρκων καὶ στὴ συνείδηση τῶν Χριστιανῶν! Τὸ ἀντίθετο θὰ ἦταν κακό, ἂν τὸν προσκαλοῦσαν οἱ Τοῦρκοι νὰ πάη κι ἀρνιόνταν νὰ πάη, ἢ ἂν δέχονταν στὸ σπίτι του χότζα νὰ τοῦ διαβάζη ἐκεῖνος τούρκικες εὐκὲς καὶ ντουάδες. Τὰ διαβάσματα πόκανε αὐτὸς δὲν εἶχαν ὡς σκοπὸ νὰ κάνουν τοὺς Χριστιανοὺς Τούρκους, ἀλλὰ τοὺς Τούρκους Χριστιανούς. Καὶ στὸ κάτω-κάτω δὲν ἐπιζητοῦσε αὐτὸς νὰ πηγαίνη νὰ διαβάζη στὰ τούρκικα τὰ σπίτια, ἀλλὰ προσκαλόνταν, κι ἂν ἤθελε ν’ ἀρνηθῆ, δούλευε κι ἡ βία τῆς μαχαίρας! Οἱ Τοῦρκοι πρόστρεχαν στὸ ἔλεος τῆς χριστιανικῆς θρησκείας κι ὄχι αὐτὸς στὸ ἔλεος τῆς τούρκικης. Καὶ συναρμολογώντας κι ἀνακεφαλαιώνοντας ὅλα τὰ «ὑπὲρ» καὶ τὰ «κατά», ἔφτανε στὸ συμπέρασμα νὰ ἐλπίζη ὅτι ὁ νέος Μητροπολίτης θ’ ἄκουε μ’ εὐμένεια τὴν ἀπολογία του καὶ δὲν θὰ τοῦ ᾽βρισκε φταίξιμο, ἤ, τουλάχιστον, θὰ τὸν λυπιόνταν καὶ θὰ τοῦ ᾽δινε τὸ πετραχήλι του καὶ τὴν ἐνορία του.

῞Υστερα ἀπὸ κάμποσες μέρες μαθεύτηκε τηλεγραφικῶς ὅτι ὁ νέος Μητροπολίτης εἶχε φτάσει στὰ Γιάννιυα καὶ τὸ ἑπόμενο Σάββατο βράδυ θὰ ἦταν στὴν Κόνιτσα.

Μιὰ ζέστη καὶ μιὰ κρύο τοῦ ᾽ρθε τοῦ παπα-Γιώργη ἡ εἴδηση τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Μητροπολίτῃ. ῎Ηθελε ν’ ἀργοῦσε ἀκόμα, γιὰ νά ᾽χη τὸν καιρὸ νὰ σκεφτῆ βαθύτεραπῶς ἔπρεπε ν’ ἀπολογηθῆ καλύτερα. Ἀλλ’ ἀφοῦ οὕτως ἢ ἄλλως θά ᾽ρχονταν τὸ Σάββατο ὁ Μητροπολίτης, καλῶς νά ᾽ρχονταν.

Τέλος, ὁ Μητροπολίτης ἔφτασε τὸ Σάββατο στὴν Κόνιτσα μὲ τιμητικὴ συνοδεία τριῶν-τεσσάρων καβαλαραίων χωροφυλάκων ἀπὸ τὰ Γιάννινα, κατὰ τὰ συυηθισμένα. Ὅλος ὁ χριστιανικὸς κόσμος τῆς Κόνιτσας καὶ τῶν περιχώρων μὲ τὸν πρωτοσύγκελλο καὶ τοὺς παπάδες «ἐπὶ κεφαλῆς», τὸν δέχτηκε μισὴ ὥρα μακριὰ ἀπὸ τὴ χώρα. Παρακολούθησε ἀπὸ μακριὰ κι ὁ παπα-Γιώργης τὴ μητροπολιτικὴ ὑποδοχὴ σὰν ἀποδιοπομπαῖος τράγος, φοβούμενος μὴν τοῦ γίνη καμιὰ ἀποδοκιμασία, κι ἦταν σὰν νὰ πῆγε καὶ σὰν νὰ μὴν πῆγε στὴν ὑποδοχή.

῞Υστερα ἀπὸ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μητροπολίτη στὴν Κόνιτσα, πρόβαλε τὸ σπουδαῖο ζήτημα σνὸν παπα-Γιώργη: τὸ νὰ παρουσιαστῆ μπροστά του. Συλλογιόνταν πῶς νὰ παρουσιαστῆ καὶ τί νὰ εἴπῆ καὶ πάλι δείλιαζε. Τὴ μιὰ στιγμὴ τ’ ἀποφάσιζε νὰ παρουσιαστῆ σήμερα καὶ τὴν ἄλλη τ’ ἀνάβαλνε γι’ αὔριο. Αὐτὴ ἡ διβουλία βάσταξε ἀπάνω-κάτω δυὸ βδομάδες, καὶ θὰ βαστοῦσε ποιός ξέρει πόσο, ἂν μιὰ μέρα δὲν ἐπέβαλνε στὸν ἑαυτό του νὰ πάγη, καὶ γιὰ νὰ μὴν τ’ ἀναβάλη πάλε, σὰν πρίν, ὁρκίστηκε στὴν ἱεροσύνη του καὶ στὸ πετραχήλι του νὰ πάγη χωρὶς ἄλλο ἐκείνην τὴν ἡμέρα. Κι ἔτσι, μιὰ καὶ δυο καὶ στὴν Μητρόπολη! ῍Η τοῦ ὕψους,ἢ τοῦ βάθους. Παρουσιάστηκε στὸν Μητροπολίτη, τοῦ ᾽κανε τὴν ἀπαιτούμενη μετάνοια μὲ γονυκλισία καὶ τοῦ φίλησε τὸ χέρι.

- Ποιός εἶσαι ἐσύ, παπά μου, κι ἀπὸ ποῦ εἶσαι; τὸν ρώτησε ὁ Μητροπολίτης μὲ πατρικὸ ὕφος, ποὺ δὲν ὅμοιαζε καθόλου μὲ τὸ συνηθισμένο τῶν ἀρχιερέων.

- Εἶμαι ὁ παπα Γιώργης ἀπ’ ἐδῶ μέσα, ἀπὸ τὴν Κόνιτσα, ἀπάντησε ὁ παπα-Γιώργης.

- Ποιός παπα-Γιώργης; ξαναρώτησε ὁ Μητροπολἴτης· δὲν σ’ εἶδα καμιὰ μέρα ἐδῶ... Μήπως ἔλειπες; Ποῦ ἐφημερεύεις;

- ᾽Εφημέρευα, ἀλλὰ δὲν ἐφημερεύω πλιά...

- Καὶ γιατί;

- Γιατὶ μ’ ἔχει κάνει ὁ Μητροπολίτης ἀργὸ ἀπὸ « πάσης ἱεροπραξίας ».

- Καὶ γιατί; Μήπως ἕκανες κανένα μεγάλο ἁμάρτημα; Πέ μου τί ἁμάρτημα ἔκανες, κι ἂν δὲν εἶναι πολὺ μεγάλο, κι ἂν δὲν ἀντιβαίνη πολὺ στοὺς κανόνες τῆς ἱεροσύνης καὶ τῆς θρησκείας μας, θὰ σοῦ φανῶ ἐπιεικής, ἂν δείξης τὴν άπαιτούμενη μετάνοια..

- Τὸ ἁμάρτημά μου, Σεβασμιότατε, ( ἀποκρίθηκε ὁ παπα-Γιώργης ), μεγάλο ἢ μικρὸ δὲν ξέρω, εἶναι ὅτι προσκαλούμουν ἀπὸ διάφορα τουρκόσπιτα ἐδῶ μέσα στὴν Κόνιτσα, ὅταν εἶχαν κανέναν ἅρρωστο, καὶ τοὺς διάβαζα εὐκὲς καὶ παρακλῆσες γιὰ νὰ γένη καλά. Αὐτό, Δεσπότη μου, ἦταν παλιὸ συνήθιο ἐδῶ πέρα... ῞Ολοι οἱ παπάδες διάβαζαν στὰ τουρκόσπιτα καὶ δὲν εἶναι παρὰ λίγος καιρὸς ποὺ μᾶς τὸ ἀπαγόρευσε ὁ Μητροπολίτης. Καὶ μήπως ἤθελα, Δεσπότη μου, νὰ πηγαίνω; Μ’ ἕπαιρναν « διὰ τῆς βίας »... μὲ μιὰ τέτοια μαχαίρα στὸ χέρι!

Κι ἔκανε τὴ σχετικὴ χειρονομία, γιὰ νὰ δείξη τὸ μέγεθος τῆς μαχαίρας.

- Αὐτὸ εἶναι ὅλο κι ὅλο τὸ ἁμάρτημά σου, ποὺ σ’ ἔκανε ἀργὸν ὁ Μητροπολίτης;

- Αὐτό, Δεσπήτη μου, καὶ μόνο..

- Στὴν ἱεροσύνη σου! Αὐτὸ καὶ μόνον ἦταν;

- Στὴν Ιεροσύνη μου, Δεσπότη μου, καὶ στὸ πετραχήλι μου! Αὐτὸ καὶ μόνον ἦταν...!

- ᾽Απὸ σήμερα, τοῦ εἶπεν ὁ Μητροπολίτης, συγκινημένος ἀπὸ τὴν παλιὰ συνήθεια τῶν Τούρκων τῆς Κόνιτσας νὰ προσκαλοῦν παπάδες στὰ σπίτια τους, γιὰ νὰ τοὺς διαβάζουν, ὅταν ἀρρωστοῦσαν, ποὺ μάθαινε γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν καταδικασμένον παπα-Γιώργην, εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἄδικη τιμωρία σου. Πάρε τὸ τετραχήλι σου, διάβαζε εὐκὲς καὶ παρακλῆσες ὅσες μπορέσης στὰ τούρκικα τὰ σπίτια, καὶ τ·ὴν ἐρχόμενη Κυριακὴ νά ᾽ρθης νὰ λειτουργήσης μαζί μου στὴ Μητρόπολη.

῾Ο παπα Γιώργης μπῆκε δειλὸς σπουργίτης στὴ Μητρόπολη καὶ βγῆκε ἀϊτός! φουρντουλοῦσε* καὶ δὲν πατοῦσε στὴ γῆ ἀπὸ τὴ χαρά του κι ἀπὸ τὴ δόξα του.

Τὸ βράδυ ἐκεἴνης τῆς ἡμέρας προσκάλεσε ὁ Μητροπολίτης ὅλους τοὺς παπάδες τῆς Κόνιτσας καὶ τοὺς εἶπε ὅτι θά ᾽κανε «ἀργὸ πάσης ἱεροπραξίας» ἐκεῖνον τὸν παπά, ποὺ θ’ ἀρνιόνταν νὰ διαβάση εὐκὲς καὶ παρακλῆσες στὰ τουρκόσπιτα!

Αὐτὸς ὁ Μητροπολίτης ῆταν ὁ περιώνυμος μέγας Μητροπολίτης ᾽Ιωαννίνων ὁ Σπυρίδωνας!


DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him