Ἀγάπη μου, Θὰ Μὲ ἰδῇς Μία Μέρα (ΜΕΡΟΣ Β')




ἐπιμελεία τοῦ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου. Ελαιογραφία του ιταλού ζωγράφου Γκαττέρι


Η Ευδοκία επιστρέφει στην νήσο Κρήτη ύστερα από 3 χρόνια όπου είχε καταφύγει πρόσφυγας στα Ιόνια νησιά έχοντας χάσει στην Κρητική επανάσταση όλα τα μέλη της οικογένειάς της. Μόνη της ελπίδα που την κράτησε ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια είναι να ξαναντικρύση τον αρραβωνιαστικό της τον Μάνθο, ο οποίος και την ανάγκασε να φύγη προκειμένου να είναι ασφαλής.



Είδαμε με πόση λαχτάρα έφτασε στην Κρήτη. Όμως η Μοίρα αλλοιώς τα είχε σχεδιάσει για την ορφανή Ευδοκία. Η ηρωίδα μας ευρίσκεται να τρέχη μέσα στην άγρια νύχτα προς άγνωστον προορισμό, σαν τρελή, αναμαλλιασμένη και με βλέμμα νεκρού. Καμιά λογική φωνή δεν ακούγεται εντός της…


Εἶχε νυχτώσῃ – τ' οὐρανοῦ βαθύτατη μαυρίλα
τὴ χλόη τοῦ κάμπου ἐσκέπαζε καὶ τοῦ βουνοῦ τὰ φύλλα·
μαυρολογοῦσαν τὰ νερὰ κ' οἱ βράχοι τῆς θαλάσσης·
ἄστρο χλωμὸ δὲν ἔφεγγε στὴν ἐρημιὰ τῆς πλάσης,
καὶ μόνον ἔκανε, κρυφὰ περνῶντας τὸ φεγγάρι,
μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ σύγνεφα λάμψη ἀργυρὴ νὰ πάρῃ.
Φωνὴ δὲν ἄκουες·



Καὶ σύ, βαρειόμοιρη Εὐδοκιά, καὶ σὺ ποῦ παραδέρνεις;
Πῶς τὸ χωριό σου ἀπάρῃακες καὶ τ' ἀνηφόρι παίρνεις;
Σταυροκοπήσου· γύρισε· ν' ἀναπαυτῇς εἷν' ὥρα·
τὸ κρύο τους μνῆμα παραιτοῦν οἱ βρυκολάκκοι τώρα·
πάντα στὸ φῶς τὸ πόδι σου, σὰν ἡ ψυχή σου, ἂς τρέχῃ·
ἡ μαύρη νύχτα τίποτε μὲ σὲ κοινὸ δὲν ἔχει.



Ἄχ! εὐκολώτερα κἀνεὶς θ' ἀνάγκαζε μὲ τρόμο
τ' ἀχνὸ φεγγάρι ἀντίστροφα γοργὰ νὰ κόψῃ δρόμο,
παρὰ σὲ φόβου γυρισμὸ τὴν Εὐδοκιὰ νὰ φέρῃ



Μόνο τρέχει, όλο τρέχει. Ο προορισμός της είναι μέσα της. Ξέρει αυτή που πάει αλαφιασμένη μέσα στην άγρια νύχτα



στὸ τρέξιμό της προσοχὴ καθόλου αὐτὴ δὲ δίνει,
μὸν δρόμο παίρνει ἀδιάκοπα, καὶ ὀπίσω δρόμο ἀφίνει.
Ξάστερα βλέπει μὲ τὸ νοῦ τὸ μέρος ποῦ θὰ πάῃ·
ἐκεῖ τὴ σέρνει ὁ πόθος της, ἐκεῖ τὴν ὁδηγάει



Τρέχει στον τόπο όπου είχε αφήσει την τελευταία του πνοή το αγαπημένο ταίρι της…



Ὁ κόσμος ὅλος εἶν' ἐκεῖ, μόνον ἐκεῖ γι' αὐτήνε·
στοὺς ἄλλους τόπους ἐρημιὰ καὶ μαῦρος Ἅδης εἶναι,
ἀπὸ τὴν ὥρα πὤμαθε, ποῦ στὴν αἰώνια θέση,
τῆς Κρήτης τέκνο ἀληθινό, καὶ ὁ Μάνθος εἶχε πέσῃ,
μ' αὐτούς, ὁποῦ, ξυπάζοντας τ' ἀφωρεσμένο ἀσκέρι,
ἔκαμαν ξάφνου ἐλευθεριὰ μία σπίθα νὰ τοὺς φέρῃ,
καὶ στ' ἅγιο χῶμα ἐσκόρπησαν γυμνὰ τὰ κόκκαλά τους,
ἀπάνου στ' ἄστρα ταὶς ψυχαίς, ὁλοῦθε τ' ὄνομά τους.



Ναι. Ο Μάνθος είχε πεθάνει. Όταν πρωτάκουσε την είδηση ευθύς αμέσως η Ευδοκία έπεσε κάτω ωσάν να την κτύπησε κεραυνός και έμοιαζε πεθαμένη



Νεκρὸς ὁ Μάνθος! - Ὤ Χριστέ! καὶ πῶς, καὶ πῶς ἐκείνη
στ' ἄκουμα τοῦτο ζωντανὴ δυνήθηκε νὰ μείνῃ;
Σωρὸ τὴν ηὗραν καταγῆς, καὶ σὰν ἀπεθαμένη
ἀπ' τ' ἀκρογιάλι σπίτι της ἐπῆαν τὴ μαυρισμένη,



Μέσα στου θανάτου την ζάλη από το ξαφνικό άκουσμα της είδησης του θανάτου του Μάνθου όλα σαν σε καταχνιά τότε την είχαν περικυκλώσει. Πέθανε εκείνος που της είχε ορκισθεί πως θα τον ξανανταμώσει πάλι;



'Σ ἄκρη βαράθρου σκοτεινοῦ πῶς ἦταν ἐθαρροῦσε,
πῶς ὅλα ὀμπρός της γύριζαν, καὶ ἀπὸ βαθυὰ γροικοῦσε
τοῦ μαύρου τόπου τὸ Στοιχειό, ποῦ βρύχιζε στ' αὐτιά της:
Τρελλὴ γυναῖκα! ἐστάθηκες παιγνίδι τῆς ἀπάτης,
ὁποῦ τ' ὡραῖο κατάφερε πιστό σου παλληκάρι
ψεύτικον ἦχο τῆς καρδιᾶς γιὰ θεία φωνὴ νὰ πάρῃ.
Τὸ οὐράνιο φῶς, ποῦ μάρτυρα στὸν ὅρκο του εἶχε βάλῃ,
σὰ θαρρεμένος έλεγε πῶς θὰ σὲ σμίξῃ πάλι,
ὅσαις φοραὶς ἀναφανῇ καὶ ξαναπάῃ στὴ Δύση,
τ' ἀθλίου τὰ σκόρπια κόκκαλα ποτὲ δὲ θ' ἀναστήσῃ.



Σαν είχε συνέλθει από το ξαφνικό κτύπημα το μόνο που της ήρθε με ορμή ήταν να τρέξη προς το μέρος του θανάτου εκείνου. Στο Αρκάδι πέθανε ο Μάνθος. Εκεί την περίμενε. Έτσι βγήκε μες την νύχτα και η καημένη κορασιά πήρε τον δρόμο προς το μέγα μοναστήρι



Ὁρμητικὰ σηκώθηκε, γιομάτη
ἀπὸ μία φλόγα οὐρανικὴ στὴν ὄψη καὶ στὸ μάτι,
καί, τῆς ἡμέρας βλέποντας τὸ φῶς νὰ κατεβαίνῃ:
Στ' Ἀρκάδι! - ἐφώναξε μὲ μιᾶς, - ὁ Μάνθος μὲ προσμένει!
Εἶπε, κ' ἐχύθηκε. Ἀγκαλὰ στὸ μακρυνό της δρόμο
ποτὲ δὲν ἐσταμάτησε μὲ δισταγμὸ καὶ τρόμο,



Κάποτε απόκοπη και με καταματωμένα πόδια φθάνει στο Αρκάδι. Παντού ο τόπος μυρίζει θάνατο. Παντού στάχτες και κόκκαλα ηρώων. Παντού η αραχνιά του θανάτου. Νύχτα ζοφερή γεμάτη πόνο και άγρια φονική



σὰν εἰς τὰ μάτια της ὀμπρὸς τὸ μοναστῆρι ἐφάνη,
ἔμεινε ξάφνου ἀκίνητη·



Ἰδού! Στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἀργοκινάει, κ' αἰφνίδια
βλέπει - ὤ Χριστέ! - τ' ἀθάνατα τοῦ τόπου ἀποκαΐδια·
μὲ τὴ στερνή της δύναμη χουμῶντας, ἀνεβαίνει
στὰ ρεπεθέμελα ψηλά, καὶ πέφτει λιγωμένη.



Ανεβαίνει στις επάλξεις του μοναστηριού ή ότι απέμεινε από κείνο και στην θέα του θανάτου που υπάρχει παντού ξαναλιποθυμάει. Όταν συνέρχεται κάποια στιγμή πάλι, σαν από θαύμα μέσα στις στάχτες και στην σκοτεινιά που μόνο το φεγγάρι δείχνει λίγο φώς κάτι βλέπει. Δεν είναι δυνατόν! Δεν μπορεί να το πιστέψη. Είναι ο Μάνθος



συνέρχεται ἡ καϊμένη·
ἀνασηκόνεται, κ' ἐκεῖ τηράει προσηλωμένη,
ὅθ' ἕνα φύσημα τερπνὸ μακρυά, μακρυὰ εἶχε πάρῃ
ὅσα μαυράδια ἐκρύβανε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι.
Σὲ λίγο, ἀπὸ τὴν ἄπειρη, θεοχτισμένη σκέπη
τὰ μάτια κατεβάζοντας, βλέπει – ὢ λαχτάρα! βλέπει
ὁποῦ κοντά της κάθεται, χαμογελάει, καὶ τ' ἄνθος,
βρεμένο ἀπὸ τὸ κλάϊμα της, κρατεῖ στὸ χέρι ὁ Μάνθος!
Δὲν εἶναι λείψανο φριχτό, ποῦ βγαίνει ἀπὸ τὸ μνῆμα,
ὅπου βαρυὰ τὸ πλάκοναν ὁ λίθος καὶ τὸ κρῖμα·
μάτια δὲν ἔχει ἀβλέφαρα, γυμνὴ δὲν ἔχει κάρα
καὶ ζωντανὰ κινήματα, ποῦ προξενοῦν τρομάρα.
Ὁ Μάνθος ὁλοφάνερος κοντὰ της εἶναι· ὡς πρῶτα,



Τὴν ἴδια ἐφάνηκε στιγμὴ στῆς Εὐδοκιᾶς τὸ βλέμμα
πῶς ἡ μορφὴ τοῦ Μάνθου της εἶναι ἀπὸ σάρκα κ' αἷμα.



Καταλαβαίνει πως είναι το φάντασμά του. Όμως κι έτσι θέλει να το σφίξη στην αγκαλιά της. Με σπαρακτική φωνή ένα μόνο του ζητάει. Μη την αφήση ξανά



προτοῦ γοργὰ ἠμπορέσῃ
μὲ τῆς χαρᾶς τὸ κίνημα στὰ στήθια του νὰ πέσῃ,
βαστάει τσ' ἀγκάλαις ἁπλωταίς, καί, τρέμοντας μὴ φύγῃ
τ' ἀγαπημένο φάντασμα, τ' ἀχνά της χείλη ἀνοίγει,
καὶ λέει 'ς ἐκεῖνο θλιβερά, μὲ ζάλισμα μεγάλο:
Γιὰ τὸ Θεό, ποῦ σ' ἔστειλε, μὴ μ' ἀπαρῃάκῃς ἄλλο! –



Και σαν από θαύμα πάλι ο Μάνθος, αν και φάντασμα, νεκρός, βγάζει φωνή και της μιλάει. Όχι δεν θα χωρισθούν εύκολα και γρήγορα αυτήν την φορά. Ήρθε. Γύρισε από τον κόσμο των νεκρών γιατί έπρεπε να την ξανανταμώσει. Της είχε υποσχεθεί. Της το χε ορκισθεί. Ναι θα τον ξανάβλεπε. Θα ξανασμίγανε πάλι.



Μὲ μιᾶς - ὢ Παντοδύναμε! - τὸ στόμα ποὖχε κλείσῃ
μήναις καὶ χρόνια ὁ θάνατος, ἀκούει νὰ τῆς μιλήσῃ·
μὲ ξαστερόφωνη λαλιὰ μιλεῖ 'ς αὐτήνε, δίχως
τριγύρω ἀπὸ τὰ λόγια του νὰ ταραχτῇ ἕνας ἦχος:



Ὄχι, τῆς λέει, μὴ φοβηθῇς, ἀγγελικό μου ταῖρι,
νὰ μᾶς χωρίσουνε ποτέ! Τ' ἀθάνατο λημέρι
μακρυὰ δὲν ἀπαράτησα, μὲ προσταγὴ σὲ λίγο
νὰ γύρω ἀπάνου μοναχός. Ἐγὼ ἀπὸ σὲ νὰ φύγω!
Μὴν ὅσα πέρασες κακὰ δὲν εἶδα ἐγώ, καὶ πόση
δύναμη θεία κατώρθωσεν ἡ πίστη νὰ σοῦ δώσῃ,
ἡ πίστη αὐτή, ποῦ, χύνοντας προφητικὸ ποτάμι,
ἔκαμε πλάτανον ἐσὲ τὸ λυγερό καλάμι!
Ἂν ἀπὸ τώρα ἐσάλεψε, τί φταῖς ἡ ἀθλία; Μεγάλη
ἐστάθη, ναί, τῆς Κόλασης καὶ τὴς ψυχῆς σου ἡ πάλη,
σὰν ἐπρωτάκουσες ποῦ ἐγὼ στὸ μέρος τοῦτο ἐπῆρα
φλόγας φτερά, ποῦ μ' ἔβγαλαν εἰς τὴν αἰώνια θύρα.
Πῶς ἕνα θαῦμα ἡ ταπεινὴ ψυχοῦλα σου νὰ ἐλπίσῃ
τὸ θάνατό μου ἀκούοντας; Τὴν εἶχε ἡ νύχτα κλείσῃ·
κ' ἐκεῖ ποῦ ὡς πρῶτα τ' οὐρανοῦ δὲν ἔφεγγαν ἡ ἀχτίδαις,
πνεύματα μαῦρα ἐξώρμησαν, ὡς ἄϋλαις νυχτερίδαις·
ἀλλ' ἐβυθήσανε γοργὰ στὴν ἄβυσσο μὲ φρίκη,
ὅταν ροδάτη ἐχάραξε στὸ πρόσωπό σου ἡ νίκη·
ὅταν στὰ μάτια σου θερμὸ τὸ πρῶτο δάκρυ ἐφάνη,
κ' ἡ προσευχή σου ἀνέβαινε, σὰν ἐκκλησιᾶς λιβάνι.



Και της εκμυστηρεύεται το εξής υπερκόσμιο. Ήταν εκεί όταν πάτησε το πόδι της στην Κρήτη. Ήταν κοντά της. Όμως σαν νεκρός δεν μπορούσε να τον δή. Μα αυτός την έβλεπε και πονούσε η καρδιά του



Ἐκεῖ σ' ἐζύγωσα, Εὐδοκιά· πλὴν τ' ἄλλου κόσμου οἱ νόμοι,
ὡς ἐποθοῦσα, νὰ φανῶ δὲν ἔστεργαν ἀκόμη·
καὶ νά! τὸ δρόμο τ' Ἀρκαδιοῦ προτοῦ μαζί σου κάμω,
τὶ ἁγνὸ λουλοῦδι πὤκοψα γιὰ τὸν ἁγνό μας γάμο!



Πήρε άδεια και αψήφησε τους νόμους των νεκρών. Ο θεός τον άκουσε και τον λυπήθηκε. Αν και νεκρός μπορεί πια να της μιλάη και η Ευδοκία να τον δή



Βαστάω τὸν ὅρκο μου. Ὁ Θεὸς μία μέρα σοὖχε στείλῃ
παρηγορήτρα ὑπόσχεση μὲ τὰ θνητά μου χείλη·
σὺ τὴν ἐδέχθηκες· κ' ἰδού! - πνεῦμα ζωῆς πυκνόνει
τὴ σκορπισμένη στάχτη μου, ποῦ ὁλόγυρα μὲ ζώνει,
καὶ δείχνει ἐκείνη τὴ μορφή, καὶ δείχνει αὐτὸ τὸ σῶμα,
ὁποῦ βαθυὰ στὸ στῆθος σου μόνον ἐζοῦσε ἀκόμα.



Γνωρίζει τον πόνο της. Το ίδιο πονά κι αυτός αν και οι νεκροί δεν έχουν συναισθήματα. Γνωρίζει πως θέλει να πεθάνη. Όμως με δάκρυα στα μάτια της ζητά ένα μόνο. Μην βιασθή να πάη να τον συναντήση. Η Ευδοκία πρέπει να ζήση



Τώρα, ἡ καϊμένη, δὲ ζητᾷς παρὰ τὴ γῆ ν' ἀφήσῃς,
ποθῶντας ἀνυπόμονα ψηλὰ νὰ μ' ἀκλουθήσῃς·
ὤ στάσου ἀκόμα! Εἶναι καιρὸς ὁποῦ κ' ἐγὼ δὲν εἶδα
τὸν οὐρανό μου τὸ μικρό, τὴν ἄχαρη Πατρίδα·
γιὰ τὴν ἀγάπη, πὤβαλε 'ς αὐτήνε κ' ἡ καρδιά σου,
μήν, ἀγγελοῦδι μου, βιαστῇς! γιὰ λίγο ἀκόμα στάσου!



Γιατί να ζήση η αγαπημένη; Μα για να ιδή την μέρα της λευτεριάς, εκείνην την μέρα που αυτός έχυσε το αίμα του για αυτήν. Αν δεν ιδή η Ευδοκία την μέρα της λευτεριάς τότε αυτός γιατί απέθανε; Ζήσε Ευδοκία για να ιδής την Λευτεριά, για αυτήν που ο αγαπημένος σου έχυσε το αίμα του για αυτήν



Ὤ μὴ δειλιάσῃς, Μάννα μου! σὰν ἡ Εὐδοκιά, σταὶς πρώταις
ἐλπίδαις ξαναγύρισε· πετάξου ὀρθή, καὶ τότες
θὲ νὰ σκιρτήσουν οἱ νεκροί, σὰν ἀπὸ θεῖο μαγνήτη·
θ' ἀνοίξῃ ὁ θόλος τ' οὐρανοῦ· καὶ σύ, θλιμμένη Κρήτη,
τὰ μάτια στρίφοντας, θὰ ἰδῇς τὸ ποθητό σου ταῖρι,
τῆς Λευθεριᾶς τὸν ἄγγελο, μὲ δάφνη ὡραία στὸ χέρι.



Και η Ευδοκία μένει άφωνη. Τόσο τον αγαπούσε. Ο Μάνθος της ήταν παλληκάρι. Προτίμησε τον θάνατο για να ζήση αυτή λεύτερη. Θυσίασε την αγάπη του για κάτι περισσότερο, την αγάπη προς την πατρίδα. Μπροστά της ακόμα και νεκρός μοιάζει πελώριος μπροστά της. Αυτή τι θυσία έκανε σαν εκείνον; Ακούει τα λόγια εκείνου που την διαβεβαιουν ότι θα έρθη η λευτεριά μια μέρα και κείνη μέσα της τον θαυμάζει



Ναί! μὰ τὸ χῶμα ποῦ πατῶ, θὰ φέξῃ τέτοια μέρα! -
Καί, λέοντας τοῦτο, ἀπὸ τὴ γῆ σηκόνεται, καὶ πέρα
σέ κάμπους ρίχνει, σὲ βουνά, σὲ χώραις καὶ σὲ δάση,
ὀμπρός, ὀπίσω, ἀντίσταυρα, τὴ στάχτη ποὖχε μάσῃ,
τὴ στάχτη ἐκείνη, ποῦ ψηλὰ σὰ γνέφι πάλε ἀστράφτει
καὶ σταὶς ψυχαὶς ἀκοίμητη φλόγα μεγάλη ἀνάφτει.


Τὰ μάτια ὡστόσο ἀπάνου του μὲ θαυμασμὸ βαστοῦσε
προσηλωμένα ἡ κορασιά, καὶ τρέμοντας θωροῦσε
μεγάλο τί, ποῦ φάνταζε σὲ κάθε κίνημά του,
στὰ ὡραῖα μαλλιά, στ' ἀνάστημα, στὸ βλέμμα, στὴ θωριά του.
Δὲν ἦταν δόξα τ' οὐρανοῦ, φέγγος δὲν ἦταν θεῖο,
ποῦ τὴ μορφή του ἐστόλιζε μὲ τέτοιο μεγαλεῖο,
μὸν τῆς ἀθάνατης ψυχῆς ἡ ριζωμένη ἐλπίδα
πῶς ἄλλη τύχη ἐπρόσμενε μία μέρα τὴν πατρίδα.


Μὲ χέρια πάντα σταυρωτὰ καὶ δίχως ν' ἀναπνέῃ,
θωρῶντας τοῦτο ἡ λυγερή, κρυφὰ στὸ νοῦ της λέει:
Ἄπειρο σπλάχνος βέβαια τὸν ἔχει φέρῃ ὀμπρός μου,
γιὰ νὰ μέ βγάλῃ ἀπ' τοὺς καϊμοὺς καὶ τὰ κακὰ τοῦ κόσμου
πλὴν τέτοιο καύχημα τῆς γῆς καὶ τ' οὐρανοῦ καμάρι
συντρόφισσά του ἀθάνατη πῶς ἔχει νὰ μὲ πάρῃ;
Πῶς μοιάζει στὸ τρισένδοξο πλευρό του νὰ μὲ βλέπῃ;
Ἔπραξα τίποτα γι' αὐτό; Τέτοια χαρὰ μοῦ πρέπει; -




(Συνεχίζεται)


DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him