Διδώ: Μια καταραμένη βασίλισσα




της Χριστίνας Σμαραγδάκη
- φιλολόγου



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Η ιστορία της βασιλοπούλας Διδώς, που κατάφερε μόνη της να κατακτήσει τα πάντα και να τα χάσει εν ριπή οφθαλμού εξαιτίας ενός άνδρα, αν και άκρως συνταρακτική, παραμένει για πολλούς άγνωστη.

Πρόκειται για την κόρη του βασιλιά της Τύρου η οποία κληρονόμησε από τον πατέρα της το θρόνο για να τον μοιραστεί με το σύζυγο της Σιχαίο, ιερέα του Ηρακλή. Ωστόσο, από την αρχή ακόμα στέκεται άτυχη στο γάμο της, καθώς ο αδερφός της Πυγμαλίων προχωρεί στη δολοφονία του Σιχαίου ώστε να ανέβει ο ίδιος στο θρόνο και να κρατήσει μονάχος τα γκέμια της εξουσίας. Η βασιλοπούλα Διδώ τότε, μη έχοντας πολλές επιλογές, αλλά με αποσκευές την εξαίρετη ευφυΐα της και τους θησαυρούς του νεκρού άνδρα της, φτάνει στις ακτές της Λιβύης συνοδευόμενη από κάποιους πιστούς της Τύριους και μερικούς δούλους. Στο μέρος όπου προσάραξε το πλοίο της αποφασίζει, και πετυχαίνει να χτίσει ξανά την πόλη της, αναγεννώμενη από τις στάχτες της, δείχνοντας για άλλη μια φορά την ευστροφία της. Όταν ο βασιλιάς της Λιβύης, Ιάρβας, απάντησε στο αίτημα για δημιουργία νέας δικής της πόλης σε μια ακτή της περιοχής, πως μπορεί να χτίσει μεν την πόλη που επιθυμεί, με απαράβατο όρο, όμως, η πόλη αυτή να μην ξεπερνά σε έκταση το τομάρι ενός βοδιού, εκείνη κατάφερε να χτίσει όντως μια πόλη τέτοιας έκτασης. Σκεπτόμενη έξυπνα και συγχρόνως πονηρά, η Διδώ έκοψε ένα τομάρι βοδιού σε λεπτές λωρίδες, τις ένωσε και εκτείνοντας τες έφτιαξε τα σύνορα μιας περιοχής τέτοιας, που αρκούσε για να χτιστεί ολόκληρη η Καρχηδόνα και η ακρόπολη της, Βύρσα, η οποία πήρε την ονομασία της από το βύρσο, το τομάρι του βοδιού. Ο Ιάρβας, όπως κι όλοι οι άλλοι, δε μπόρεσε παρά να θαυμάσει τη γυναίκα αυτή με την τόση σπιρτάδα και τη ζήτησε σε γάμο. Η Διδώ, έχοντας επιλέξει να παραμείνει για πάντα πιστή στη μνήμη του νεκρού συντρόφου της Σιχαίου, απορρίπτει την πρόταση αυτή, όπως και δεκάδες άλλες προτάσεις που έγιναν από βασιλείς γειτονικών κι όχι μόνο περιοχών, όπως μας αναφέρει χαρακτηριστικά κι ο Βιργίλιος στο τέταρτο βιβλίο της Αινειάδας. Κατά μία εκδοχή, η βασιλοπούλα προτίμησε να βάλει τέλος στη ζωή της προκειμένου να μην αναγκαστεί να παντρευτεί το βασιλιά Ιάρβα, προδίδοντας έτσι τη μνήμη του νεκρού άνδρας της.

Η εκδοχή του Βιργιλίου, όμως, παρουσιάζει άλλη αιτία για την τραγική κατάληξη της Διδούς. Η Ήρα, μη μπορώντας να ξεπεράσει την πικρία της για την επιλογή του Πάρη να δώσει το μήλο στην Αφροδίτη, και, κατακλυσμένη από μίσος, εξαιτίας του γεγονότος αυτού, για όλους τους Τρώες, φρόντισε μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της Τροίας να μη μπορέσει να προσεγγίσει στεριά κανείς από τους εναπομείναντες άπιστους. Πέραν του μίσους αυτού, διακατέχονταν και από ασίγαστη λατρεία για την Καρχηδόνα, για την οποία έμαθε πως επρόκειτο να τη θέσει σε κίνδυνο ένας απόγονος των Τρώων, ο νεαρός Αινείας, που έμελλε να ξαναχτίσει την πατρίδα του, να καταστρέψει μεγάλες δυνάμεις και να κατακτήσει απέραντη δύναμη και εξουσία. Ο Αινείας, λοιπόν, είχε αρωγό στο πλευρό του την παντοδύναμη θεά Αφροδίτη και θανάσιμο εχθρό του την Ήρα.

Η Αφροδίτη ξέρει καλά πόσο δύσκολο είναι το έργο που έχει αναλάβει ο νεαρός Τρώας και πως δύσκολα θα τα καταφέρει, γι’ αυτό χρειάζεται κάθε πιθανή βοήθεια. Η στήριξη από βασιλείς ή άλλους θνητούς θα ήταν παροδική, ή θα ανακαλούνταν ανά πάσα στιγμή. Ο Αινείας χρειαζόταν μαζί του ένα ισχυρό όπλο, έναν δυνατό άνθρωπο αφοσιωμένο αποκλειστικά σε αυτόν, που δεν επρόκειτο να τον προδώσει ποτέ: Αυτή θα ήταν η Διδώ, η οποία θα δενόταν μαζί του με τα πιο ισχυρά και άλυτα δεσμά, τον έρωτα. Η εξαιρετική ομορφιά του νεαρού, που συγκρίνεται με εκείνη του θεού Απόλλωνα, σε συνδυασμό με τα μάγια της θεάς, οδηγούν τη βασιλοπούλα να καταθέσει στα πόδια του νέου την τιμή, την εξουσία, τα όπλα, τη ζωή της την ίδια. Η αρχή του τέλους συντελέστηκε στη μοιραία σπηλιά, όπου η βασιλοπούλα προχώρησε σε <<γάμο>>, όπως τον ονόμασε η ίδια, με το νεαρό πολεμιστή. Από τη στιγμή εκείνη έγινε δική του και κατέθεσε σε εκείνον το θεϊκό σκοπό τα πάντα. Η Διδώ, από ισχυρή βασίλισσα, που ζει όλη τη ζωή της ενάρετα, με αιδώ, σεμνότητα και πίστη στον έναν και μοναδικό άνδρα που υπήρξε για κείνη, μετατρέπεται σε ανέμελο κοριτσάκι, σε ερωτευμένη κοπέλα, που δεν υπολογίζει τίποτα άλλο πέραν της ευτυχίας του νέου. Ο Αινείας, φυσικά, δε μένει ασυγκίνητος. Κυριεύεται κι εκείνος από έρωτα και συχνά νιώθει να παλεύει μέσα του το μέρος του εαυτού του που θέλει να παραμείνει στην Καρχηδόνα και να ζήσει μαζί με τη βασιλοπούλα για πάντα, μοιραζόμενος το βασίλειο της, ως βασιλιάς της Καρχηδόνας πλέον, ενάντια στο μέρος του εαυτού του που είναι αφοσιωμένο στη θεϊκή του αποστολή, στους λιγοστούς εναπομείναντες συντρόφους του και στο χρέος για αναδημιουργία εκ θεμελίων της νέας Τροίας.

Οι δύο νέοι περνούν αρκετές ξέγνοιαστες στιγμές, η βασιλοπούλα αγνοεί όσα έχει θυσιάσει και παραδίδεται στον Αινεία, ωστόσο εκείνος δεν παύει να σκέφτεται το καθήκον. Όταν πλέον οι καιροί το επιτρέπουν, οι θεοί θυμίζουν στον Αινεία το χρέος του και του υποδεικνύουν πώς και πότε πρέπει να κινηθεί. Μαζεύει τους άνδρες του, φτιάχνει τα πλοία του, εξοπλίζεται με κάθε είδος ανάγκης και αφού τα ετοιμάζει όλα, ξεκινά το ταξίδι του. Η Διδώ πληροφορείται για τα σχέδια του και καταλαμβάνεται από τρέλα. Με την προδοσία του, πλέον, αρχίζει να συνειδητοποιεί όσα έδωσε και όσα χάνει. Απέρριπτε για χρόνια όλους τους Νομάδες και Λίβυους βασιλείς για συζύγους της, βασιλείς που θα εξασφάλιζαν την ενίσχυση του βασιλείου της και θα της προσέφεραν ασφάλεια. Τώρα πια όλοι αυτοί είναι τοποθετημένοι απέναντι της, ντροπιασμένοι κι έτοιμοι να κατασπαράξουν την ίδια και τη χώρα της, εκείνης που τους ταπείνωσε απορρίπτοντας τους για έναν ναυαγό. Ακόμα κι αν ξέφευγε από την οργή των γειτόνων και τη μανία, δε θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το μένος των δικών της πολιτών, τους οποίους πρόδωσε για χάρη του ψεύτικου γάμου.

Διαλυμένη, πια, η Διδώ από την προδοσία προσεγγίζει τον άπιστο Αινεία παρακαλώντας, με κατάρες, με ικεσίες, με μανία. Συνειδητοποιεί και ανακοινώνει και στον ίδιο ποια θα είναι η μοίρα της αλλά ο Αινείας παραμένει αμετακίνητος. Τέλος, η Διδώ τον καταριέται να φωνάζει το όνομα της όταν θαλασσοδέρνεται και να μη βρει ηρεμία πουθενά, όπως δε θα βρει κι η ίδια, ενώ αφήνει να εννοηθεί το τελικό σχέδιο της.

Τελειώνοντας την άκαρπη συζήτηση γυρνά στο παλάτι της και κατακλύζεται από νέο κύμα αγανακτισμένης τρέλας όταν με το πρώτο φως της αυγής βλέπει το στόλο να αναχωρεί. Σκέφτεται πως πρέπει οι πολίτες της να τον κυνηγήσουν, αλλά είναι αργά πλέον γι’ αυτό. Σκέφτεται πως πρέπει η ίδια να ξεσκίσει το σώμα του και να το πετάξει στη θάλασσα, αυτό, όμως, έπρεπε να το είχε κάνει όταν τον πρωτοείδε. Μη έχοντας άλλη διέξοδο, τον καταριέται να μη βρει ποτέ ηρεμία, ακόμα κι αν ολοκληρώσει την αποστολή του, να βρει ανάξιο θάνατο και να υπάρχει αιώνιο μίσος ανάμεσα στο λαό της και το δικό του, αιώνιοι πόλεμοι και έχθρα που θα κρατά για πάντα. Αφού τέλειωσε την εκδίκηση της, συγκέντρωσε όλα του τα πράγματα, ό, τι δικό του είχε απομείνει για να τον θυμίζει, τα έκαψε μέσα σε μια τεράστια πυρά, και, ολοκληρώνοντας την κατάρα της, έπεσε μέσα κι η ίδια, αφού η κατάντια της ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη της σκληράδας και του εγωισμού του Τρώα.

Με αυτόν τον τρόπο η άτυχη βασιλοπούλα πλήρωσε με το χείριστο τρόπο την αγάπη της. Ουσιαστικά, αποτέλεσε πιόνι των θεών, προκειμένου να αναγεννηθεί η πόλη που κατακάηκε. Πλήρωσε κι εκείνη το θεϊκό τίμημα και υποτάχτηκε στη μοίρα, προσφέροντας και θυσιάζοντας όλα αυτά για τα οποία κόπιασε. Απέδειξε πόσο μικρός είναι ο άνθρωπος έναντι στη θεία βούληση, πόση σκληράδα υπάρχει στον άνθρωπο και πόσο αήττητος είναι ο έρωτας.




DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Χριστίνα Σμαραγδάκη - She is Classics graduate of the University of Crete, with great love for the ancient classic Greek and Roman world. She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the February of 2017. Read More