Η εκπαίδευση κατά την περίοδο του Ελευθερίου Βενιζέλου



 των
Χρύσα ΓΟΥΛΗ
Υπ. Δρ. Παν/μίου Αθηνών

Ευαγγελία ΚΑΥΚΟΥΛΑ
Υπ. Δρ.  Παν/μίου Αθηνών



ΠΕΡΙΛΗΨΗ 

          Η παιδεία στις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθεί να είναι αποσπασμένη από την ελληνική πραγματικότητα και τις πνευματικές ανάγκες του έθνους. Η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία το1909 και η επιτακτική ανάγκη για προσαρμογή της εκπαίδευσης στις κοινωνικο-οικονομικές ανάγκες του τόπου θα οδηγήσουν στη μεταρρύθμιση του 1913. Τα νομοσχέδια του 1913, επισημαίνουν όλα τα υπάρχοντα προβλήματα και αποτελούν μια ολοκληρωμένη πρόταση για τη θεσμοθέτηση του αστικού σχολείου. Μέρος όμως των νομοσχεδίων θα ψηφιστεί, διότι προκάλεσαν εξαιτίας του νέου πνεύματος που διαπνέονταν  αντιδράσεις. Η εκπαιδευτική και γλωσσική μεταρρύθμιση θα πραγματοποιηθεί, με την επαναστατική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, στη Θεσσαλονίκη το 1917. Η είσοδος στο δημοτικό σχολείο της δημοτικής γλώσσας , τα νέα διδακτικά βιβλία που κυκλοφόρησαν  γραμμένα στη γλώσσα του λαού, ήταν από τα αποτελέσματα αυτής της μεταρρύθμισης. Με την πτώση της κυβέρνησης το Νοέμβριο του 1920  η μεταρρύθμιση ανακόπτεται και το  γλωσσοεκπαιδευτικό  πρόβλημα αντιμετωπίζεται  ως  θέμα  πολιτικό. 
           Η προσπάθεια του 1913 και του 1917 για την ανανέωση της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας θα μείνει «μετέωρη». Η πολιτική αστάθεια της χώρας επηρεάζει αντίστοιχα και την εκπαιδευτική πολιτική. Η απόφαση να καούν τα αναγνωστικά, η Μικρασιατική καταστροφή, τα Μαρασλειακά, η διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου είναι ορισμένα από τα γεγονότα που σηματοδοτούν το κλίμα της εποχής. Ακόμη, «η ελληνική οικονομία παραμένει κυρίως αγροκτηνοτροφική», 200.000 άτομα δεν φοιτούν καθόλου στο σχολείο και η εκπαίδευση δεν μπορεί να ακολουθήσει τις κοινωνικο-οικονομικές, πολιτιστικές ανάγκες της χώρας. Το αδιέξοδο στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδας  «θα αναγκάσει ένα μέρος της αστικής ηγεσίας να στραφεί στον Βενιζέλο». Η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων θα αναλάβει και πάλι τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1929, με την οποία «μπαίνουν τα θεμέλια του αστικού σχολείου» και αλλάζει η δομή του σχολικού συστήματος, ώστε να ανταποκρίνεται περισσότερο στις απαιτήσεις και εξελίξεις της εποχής.


Η 1Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ:  1910-1920

α) Ο Ελευθέριος  Βενιζέλος και το γλωσσικό ζήτημα


             Η παιδεία στις αρχές του 20ου αιώνα εξακολουθεί να είναι αποσπασμένη από την ελληνική πραγματικότητα και τις πνευματικές ανάγκες του έθνους με χαρακτηριστικά: τον λογιωτατισμό, τον ψευτοκλασσικισμό, τις ελλείψεις σχολείων, την έλλειψη πρακτικού προσανατολισμού, την αδυναμία καθιέρωσης λαϊκής παιδείας, και την υποβάθμιση της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών (Φραγκουδάκη, 1977, σ.28). Η στάση στο Γουδί το1909 είχε σαν αποτέλεσμα την κατάληψη της εξουσίας από την αστική τάξη. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, σαν αρχηγός της κυβέρνησης, ανέλαβε την ανασυγκρότηση και  την  αστικοποίηση της χώρας (Σβορώνος,1985,σσ.110-116). Ανάμεσα στα άλλα θα μεριμνήσει εξαιρετικά και για το εκπαιδευτικό σύστημα. Στο Σύνταγμα του 1911 (25/5 - 1/6/1911) αναφέρεται:
«Άρθρο 16: Η εκπαίδευσις διατελούσα, υπό την ανωτάτην εποπτεία του κράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού.Η στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι’ άπαντας υποχρεωτική παρέχεται δε δωρεάν υπό του κράτους».     
             Το ζήτημα που απασχόλησε τη Β΄ αναθεωρητική Βουλή από τις πρώτες κιόλας συνεδριάσεις ήταν το Γλωσσικό. Στα 1911, ήταν νωπές οι αναμνήσεις της κοινωνικής και εθνικής κρίσης, που είχε ξεσηκώσει το γλωσσικό ζήτημα πριν από 10 χρόνια. Γι’ αυτό και ο Βενιζέλος έπρεπε να τοποθετηθεί απέναντί του. Ο Βενιζέλος δεν ήταν αδιάλλακτος δημοτικιστής. Αγαπούσε τη δημοτική και εκτιμούσε τις υπηρεσίες, εθνικές και πνευματικές, που μπορούσε να προσφέρει, μα δεν περιφρονούσε και την καθαρεύουσα, η οποία στον καιρό του τουλάχιστον αντιπροσώπευε μια πραγματικότητα (Χάρης,1986,σ.1536). Οι γλωσσικές του πεποιθήσεις συνοψίζονται στις παρακάτω γραμμές που τις έγραψε σε επιστολή του στο «Ελεύθερο Βήμα» της 11ης Δεκεμβρίου του 1926:
        ««Βάσιν των σκέψεων μου του γλωσσικού - τονίζει - αποτελούν οι εξής αρχαί: Ότι είναι δυστύχημα εθνικόν, ότι την λαλουμένην γλώσσαν, δεν μεταχειριστήκαμεν, μετά την ανεξαρτησίαν ιδίως, και ως γραφομένην .Ότι είναι ευτύχημα αντιθέτως, ότι από μιας ιδίως γενιάς η δημοτική χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικώς εις την ποίησιν, το διήγημα, το μυθιστόρημα, και κατέκτησεν αυτά.Ότι εν τούτοις, δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιήσωμεν από τούδε την δημοτικήν εις όλα τα λοιπά είδη του λόγου, όχι μόνο διότι δεν είναι ακόμη επαρκώς καλλιεργημένη, αλλά και διότι η καθαρεύουσα αποτελεί καθεστώς, το οποίον δεν είναι δυνατόν να ανατραπή από μιας, εις άλλην μέραν, καθόσον εξανίσταται κατά τοιούτης ανατροπής το γλωσσικόν αίσθημα των μορφωμένων.  Ότι επομένως μόνον δια βαθμιαίου καθαρισμού της καθαρευούσης, δια της αποβολής δηλαδή παντός νεκρού τύπου εξ’ αυτής, θα την προσεγγίσωμεν προς την κοινώς λαλουμένην και θα ημπορέσωμεν μίαν ημέραν να φθάσωμεν εις τον επιδιωκόμενον σκοπόν, τον παραμερισμόν δηλαδή της διγλωσίας»   (Στεφάνου,1986,σ.1541).
           Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το γλωσσικό ήρθε στο προσκήνιο και όσοι προηγουμένως μέσα στη Βουλή ζητούσαν την εξουδετέρωση των δημοτικιστών, τώρα βρήκαν ευκαιρία να πραγματοποιήσουν τις βλέψεις τους και θα ζητήσουν να μπούνε στο Σύνταγμα διατάξεις που κατοχυρώνουν τη γλώσσα εναντίον των «υπονομευτών» της (Στεφάνου,1981,σ.236). Στις θυελλώδεις συζητήσεις στην Αναθεωρητική Βουλή η μεγάλη πλειοψηφία των Βουλευτών υποστήριξε την προστασία της καθαρεύουσας με το Σύνταγμα και  ο Βενιζέλος δέχτηκε να περιληφθεί στο Σύνταγμα του 1911 το παρακάτω διάταγμα  για την επίσημη  γλώσσα του κράτους (Εφημερίς των Συζητήσεων της Βουλής, συνεδρίαση της 28ης Φεβρουαρίου 1911) :
«Άρθρο 107:Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη, εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα. Πάσα προς παραφθοράν ταύτης επέμβασις απαγορεύεται»( Δημαράς,1974,τ.Β΄,σ.307).     
           Τις απόψεις του για το Γλωσσικό και για το «δεσμευτικό» άρθρο 107 του Συντάγματος, του δόθηκε ευκαιρία να τις ξανασυζητήσει στην Αλεξάνδρεια το 1914 σε κύκλο ομογενών. «Ότε μου επεβάλλετο, είπε, το πρώτον άρθρον του Συντάγματος δια την γλώσσαν, ευρέθην προ διλήμματος: ή να επιμείνω εις τα ιδέας μου και να παραγνωρίσω το πολιτικόν μου πρόγραμμα της αναγεννήσεως της ελληνικής φυλής ή να υποχωρήσω προς στιγμήν και να δεχθώ ένα τοιούτον συμβιβασμόν, ο οποίος δεν θα έβλαπτε τον γλωσσικόν αγώνα» (Τριανταφυλλίδης,τ.Δ΄,1963,σ.286).
            Είναι γεγονός ότι τότε ο Βενιζέλος πίστευε ότι θα κινδύνευε η εφαρμογή των γενικότερων πολιτικών ιδεών του, αν τάσσονταν ανεπιφύλακτα υπέρ της δημοτικής. Τώρα όμως που έχει αποκτήσει σημαντικό κύρος διατυπώνει ανεπιφύλακτα τις ιδέες του (Κριαράς,1986,σ.187). «Η δημοτική γλώσσα, λέει, θα θριαμβεύση. Διότι δι’ αυτής θα γραφή η νεοελληνική φιλολογία, η οποία είναι ο κυριότερος συντελεστής του πολιτισμού μας»(Τριανταφυλλίδης,τ.Δ΄,1963,σ.287). Και ήταν ο ίδιος που δύο χρόνια αργότερα, κράτησε το λόγο του και έφερε τη δημοτική με όλες τις τιμές στο σχολείο.

β) Τα νομοσχέδια του 1913

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την επιτυχή διεξαγωγή των Βαλκανικών πολέμων προχωρεί και στην εφαρμογή μιας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Γι’  αυτό το σκοπό  κατατέθηκαν στη βουλή  το Νοέμβριο του 1913 από τον Ι. Τσιριμώκο  νομοσχέδια, τα οποία συνέταξε ο Δ. Γληνός (Μπουζάκης,1994,σσ.55-110.Δημαράς,1973,σσ.93-97).Τα νομοσχέδια του 1913 προέβλεπαν κυρίως τα εξής:
·      Υποχρεωτική φοίτηση στα νηπιαγωγεία από 4 ετών (εκεί που θα λειτουργούσαν).
·      Καθιέρωση υποχρεωτικού, αυτόνομου και  εξαετούς δημοτικού σχολείου.
·      Στην Μέση Εκπαίδευση υπάρχουν δύο ανεξάρτητα τύποι σχολείων:
α) Το τρίχρονο Αστικό σχολείο με τεχνικό και πρακτικό χαρακτήρα όπου μπορούν να φοιτήσουν χωρίς εξετάσεις οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου. Οι απόφοιτοι του αστικού σχολείου μπορούν να εγγραφούν μετά από εισαγωγικές εξετάσεις στο Διδασκαλείο δημοτικής εκπαίδευσης, στη Ναυτική Σχολή Δοκίμων ή σε Εμπορικές Γεωπονικές και άλλες τεχνοεπαγγελματικές σχολές. Έχουν επίσης τη δυνατότητα να μεταπηδήσουν σε μια από τις τρεις τάξεις του γυμνασίου μετά από κατατακτήριες εξετάσεις (Μπουζάκης,1999,σ.64).
β) Το εξάχρονο Γυμνάσιο το οποίο χωρίζεται σε φιλολογικό και πραγματικό. Οι απόφοιτοι του φιλολογικού τμήματος, έχουν δικαίωμα εγγραφής σε μια από τις θεωρητικές σχολές του Πανεπιστημίου (φιλολογία, νομική, θεολογία),ενώ οι απόφοιτοι του πραγματικού τμήματος μπορούν να εγγραφούν σε μία από τις θετικές σχολές του Πανεπιστημίου (Ιατρική, φυσικομαθηματικά κλπ.) και με εισαγωγικές εξετάσεις, μπορούν να εγγραφούν στο Ανώτατο Τεχνικό Εκπαιδευτήριο και στη στρατιωτική σχολή Ευελπίδων (Μπουζάκης,1999,σ.64).
·        Φροντίδα για τη μόρφωση της Ελληνίδας.
·        Δημιουργία του δεύτερου σχολικού δικτύου ,δηλ. της τεχνοεπαγγελματικής εκπαίδευσης ,με σκοπό την προετοιμασία για την κοινωνική και οικονομική ζωή και τη σύνδεση σχολείου με την παραγωγή.
·        Κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στο δημοτικό σχολείο και προτείνεται η επαρκής διδασκαλία της «νεωτέρας» γλώσσας. Νεώτερη, εδώ, ο εισηγητής δεν εννοεί τη δημοτική, αλλά την καθαρεύουσα (Φραγκουδάκη, 1977, σ.31).
·         Προσπάθεια για μεταφορά του κέντρου βάρους της διδασκαλίας από τα γλωσσικά μαθήματα, στα πρακτικά και τεχνικά.
·        Μέριμνα για την εξασφάλιση κτιριακής υποδομής.
·        Για την εκπαίδευση των εκπαιδευτικών ψηφίζεται το Β.Δ. 26/8/1914, το οποίο καταργεί τους τρεις βαθμούς των δασκάλων και αναδιαρθρώνει τα Διδασκαλεία. Ημέρα ελευθερίας για τους δασκάλους χαρακτηρίστηκαν τα νομοσχέδια από τον εισηγητή εφόσον με αυτά επιτυγχάνεται η πνευματική και οικονομική χειραφέτηση του δασκάλου. «Ο δάσκαλος υπήρξε κι αυτός θύμα δουλείας πνευματικής, δουλείας οικονομικής, δουλείας ηθικής»(Γληνός,1925,139).
            Τα νομοσχέδια του 1913, αποτελούν μια ολοκληρωμένη πρόταση για τη θεσμοθέτηση του αστικού σχολείου. Ο Δ. Γληνός στο βιβλίο του «Ένας άταφος νεκρός» γράφει ότι το κεντρικό σημείο της μεταρρύθμισης, το οποίο αποτελεί τη βάση της πυραμίδας είναι το Κοινό Δημοτικό Σχολείο το οποίο «είναι προορισμένο να επαναφέρει την υγείαν εις τον κοινωνικόν οργανισμόν». Αυτό με τις απαιτούμενες βελτιώσεις θα δώσει παιδεία και φως στο λαό και θα πραγματοποιήσει την αρχή του Καποδίστρια «Τίποτε άλλο πριν εξασφαλισθεί το πνευματικό ψωμί του λαού».
             Τελικά όμως μέρος των νομοσχεδίων θα ψηφιστεί, διότι προκάλεσαν εξαιτίας του νέου πνεύματος που διαπνέονταν  αντιδράσεις. Ψηφίστηκε μόνο το νομοσχέδιο που αναφερόταν στη Διοίκηση και έγινε σύνταξη νέων αναλυτικών προγραμμάτων για το δημοτικό σχολείο, που ίσχυσαν περισσότερο από πενήντα χρόνια. Τα προγράμματα, έργο του Παιδαγωγού Δημ. Λάμψα, περιόρισαν τις ώρες διδασκαλίας των γλωσσικών μαθημάτων και αύξησαν τις ώρες των τεχνικών, ικανοποιώντας έτσι το αίτημα της εποχής (Ευαγγελόπουλος,1984,σ.15).
Οι  αντιδράσεις  ήταν πολλές τόσο από τα φεουδαρχικά κατάλοιπα και τους συντηρητικούς αστούς, όσο και από μερικούς φιλελεύθερους  βουλευτές  του  Βενιζέλου. Ο Ελ. Βενιζέλος μπροστά στο θόρυβο και στις αντιδράσεις που προκάλεσαν τα νομοσχέδια, φοβήθηκε ότι κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη του λαού, αλλά και των συνεργατών του. Έτσι λοιπόν, έκανε πίσω αναβάλλοντας την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση «δι’ ευθετώτερον χρόνον».

γ) Η γλωσσοεκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917


            Στην Ελλάδα αυτή την περίοδο εξαιτίας των πολεμικών γεγονότων στην περιοχή των Βαλκανίων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εγκαινιάστηκε μια μακρά περίοδος πολιτικών ανωμαλιών και συγκρούσεων, που έγινε γνωστή ως «Διχασμός» ( Σβορώνος,1985,σσ.121-123). Στο πλαίσιο αυτών των συγκρούσεων, ο  Βενιζέλος  με σκοπό  να θέσει τη χώρα στο πλευρό των συμμάχων, κήρυξε επανάσταση (Τζάνη,Παμουκτσόγλου,1998,σ.113).Η επαναστατική κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη το 1917 ασχολήθηκε και με την εκπαιδευτική και γλωσσική μεταρρύθμιση. Με πρωτοβουλία του Δ. Γληνού, υιοθετήθηκαν όλες οι γλωσσικές αρχές του εκπαιδευτικού ομίλου. Η βασική αλλαγή που θεσμοθέτησε η μεταρρύθμιση του 1917 αφορά τη γλώσσα του Δημοτικού Σχολείου, ενώ η διάρθρωση παραμένει η ίδια με εκείνη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας του 1913 (Χατζηστεφανίδης,1986,σ.266). Συγκεκριμένα επιτεύχθηκαν τα εξής:
·      Με το Ν.Δ. 2585/1917 ή Ν. 1332/1918 καθιερώνεται η δημοτική γλώσσα σ’ όλες τις τάξεις του δημοτικού σχολείου, με παράλληλη διδασκαλία της καθαρεύουσας στις δύο τελευταίες τάξεις.
·      Ορίστηκε να γραφούν στη δημοτική γλώσσα τα βιβλία των τεσσάρων τάξεων του δημοτικού σχολείου. Αποφασίστηκε να εγκρίνονται από το Εκπαιδευτικό Συμβούλιο πολλά αναγνωστικά και να ισχύουν για αόριστο χρόνο μετά την έγκρισή τους.
·        Με το Ν. 826/1917 η διοίκηση της εκπαίδευσης συμπληρώνεται με το θεσμό των δύο «Ανωτέρων Εποπτών» της Δημοτικής Εκπαίδευσης.
·        Με το νόμο 2125/1920 το Κράτος αναλαμβάνει όλες τις δαπάνες της στοιχειώδους εκπαίδευσης.
·      Με το νόμο 2243/1920 ιδρύθηκε στην Αθήνα η Παιδαγωγική Ακαδημία μεταπτυχιακή σχολή διετούς φοίτησης. Σ’ αυτήν προσαρτήθηκε με το νόμο 381/1917, το Μαράσλειο Διδασκαλείο, το οποίο θα αποτελούσε το πρότυπο Διδασκαλείο του Κράτους.
·      Τη διετία του 1917 - 1919 θα κυκλοφορήσουν 10 νέα αναγνωστικά γραμμένα στη δημοτική   με βάση την γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη (Μπουζάκης,1999,σ.86).

δ) Κριτική   θεώρηση


Οι μεταρρυθμίσεις του 1913 και 1917 συμπληρώνουν η μία την άλλη, αφού πρωταγωνιστές τους είναι o Δ. Γληνός , ο  Μ. Τριανταφυλλίδης και ο Α. Δελμούζος ,μέλη του Εκπαιδευτικού Ομίλου και έχουν την πολιτική βούληση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός ,ότι είναι προσανατολισμένες στις σύγχρονες ανάγκες της ζωής, αφού στο σκοπό της εκπαίδευσης προβλέπεται και   «  η προετοιμασία των παιδιών για τη ζωή».Η κυριότερη καινοτομία τους ήταν η καθαρά αστική αντίληψη για την ιδεολογική κοινωνικοπολιτική, εθνική, παιδαγωγική, πολιτιστική και οικονομική  λειτουργία του σχολείου(Μπουζάκης,1999,σ.32).
          Στα νομοσχέδια του1913 παρατηρείται και ένας ταξικός προσανατολισμός στη νέα σχολική δομή, αφού πετυχαίνεται αντιστοίχιση της κοινωνικής με την εκπαιδευτική πυραμίδα. Επιπλέον παρατηρεί κανείς, μια πολύ προχωρημένη και πολύ σύγχρονη αντίληψη  και  μια δομή πιο δημοκρατική ακόμη και από τις μεταρρυθμίσεις του 1964 και 1976 , αφού υπάρχει ελεύθερη οριζόντια και κάθετη κινητικότητα (Δημαράς,1973,σ.93).       
            Εκτός από τις καινοτομίες που αναφέραμε   στα νομοσχέδια του 1913 αξίζει να σταθούμε στο  θαρραλέο διάταγμα  για την εισαγωγή της δημοτικής στα σχολεία, το οποίο αποτελεί αναμφισβήτητο σταθμό στην ιστορία της Ελληνικής Παιδείας. Ο ίδιος ο Βενιζέλος στις 2 Απριλίου του 1918, αναφερόμενος σ’ αυτό το διάταγμα θα πει στη Βουλή:
          «... Όταν εσηκώθηκα απ’ εδώ και έγινα επαναστάτης εναντίον ενός πανίσχυρου Βασιλέως, δια να επιβάλω την πολιτικήν μου, ένα από τα πρώτα τα οποία έκαμα, ήτο να επιβάλω δια νομοθετικού διατάγματος την εισαγωγήν της δημοτικής γλώσσης εις την κατωτέραν εκπαίδευσιν. Τόσην πεποίθησιν είχα ότι είναι και αυτό ένα από τα σοβαρότερα κεφάλαια του προγράμματός μας…Ότι αν αυτό το ζήτημα δεν λυθή, είναι αδύνατον η Ελλάς να πάη μπροστά»( Στεφάνου,1986,σ.1541).
          Το εξαιρετικό ενδιαφέρον του Ελευθερίου Βενιζέλου για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση φαίνεται από το ότι ζήτησε να παρευρίσκεται στο πρώτο μάθημα (28 Φεβρουαρίου 1918) που έκαμε ο Δελμούζος, στη σειρά μαθημάτων για τους δημοδιδασκάλους που οργανώθηκαν τότε ,με ομιλητές τους ανώτερους επόπτες της δημοτικής εκπαίδευσης, Δελμούζο και Τριανταφυλλίδη (Τριανταφυλλίδης,τ.Δ΄,1963,σ.508).
Ακόμη ο Νιρβάνας διηγείται, ότι ο Βενιζέλος ζήτησε να έχει την ευχαρίστηση να είναι ο πρώτος αναγνώστης των νέων αναγνωστικών του δημοτικού σχολείου.«Πρέπει να ξέρετε, έλεγε, ότι την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση τη λογαριάζω σαν τον μεγάλο τίτλο της πρωθυπουργίας μου και σαν την μεγαλύτερη υπηρεσία μου στην πατρίδα»   (Νουμάς τ.16, 1919, σ.16).
              Τα νέα σχολικά βιβλία που κυκλοφόρησαν ήταν γραμμένα στη γλώσσα του λαού, είχαν στο κέντρο το παιδί, κυριαρχούνταν από ένα καινούργιο αντιαυταρχικό πνεύμα και ήταν απαλλαγμένα από ηθικολογικούς και πατριδολογικούς δογματισμούς,  διδακτισμό κ.ά.. Αντίθετα, πρόβαλαν τη συλλογικότητα την κοινωνικότητα, τιμιότητα την  εργατικότητα κ.ά. (Μπουζάκης,1999,σ.70).   
            Οι αντιδράσεις για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από την αρχή της μεταρρύθμισης ήταν μεγάλες. Η μεταρρύθμιση του 1917  συνδέθηκε με την τύχη του κόμματος των φιλελευθέρων και το γλωσσικό που ήταν ένα ζήτημα επιστημονικής διένεξης μετατοπίστηκε σε πολιτικό επίπεδο με αποτέλεσμα ένα εθνικό αίτημα να κομματικοποιηθεί (Κιτσαράς,1996,σ.57). Ανάμεσα στους διστακτικούς και τους επιφυλακτικούς ήταν και μερικοί δημοτικιστές που πίστευαν ότι, πριν από το κρατικό αυτό μέτρο, έπρεπε να γίνει η κατάλληλη προετοιμασία, τουλάχιστον από τον Εκπαιδευτικό Όμιλο. Ακόμη κι αυτός ο Δελμούζος αργότερα είχε τις αμφιβολίες του και το 1939 χαρακτήρισε τη μεταρρύθμιση του 1917 «άλμα επικίνδυνον». Μεγάλη αντίδραση υπήρχε  και μέσα στο  βενιζελικό κόμμα. Ο Βενιζέλος όμως ήταν  αποφασισμένος για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, γι’ αυτό  εδήλωνε  το 1918 στη Βουλή:  «Δεν θα κάμωμεν συμβιβασμόν... Είπον καθαρά ότι εις το δημοτικό σχολείο θα έχωμε τη δημοτική γλώσσα» (Μπουζάκης,1999,σ.71).
Επικεφαλής των επικριτών είναι ο γλωσσολόγος  Γ. Ν. Χατζηδάκις ο οποίος χαρακτήρισε τους πρωτεργάτες της μεταρρύθμισης «υπονομευτές της ελληνικής γλώσσας» και τον Μ. Τριανταφυλλίδη ότι εισήγαγε «ιδιότευκτον γλώσσαν» και ότι « πάσει δυνάμει υποστηρίζει τας ξένας λέξεις»(Xατζηδάκης,1920,σσ.47-51).
            Η μεταρρύθμιση, είπε το 1921 ο Μ. Τριανταφυλλίδης ,στόχευε στην αναγέννηση της  ελληνικής  παιδείας (Τριανταφυλλίδης,τ.Δ΄,1963). Γι’ αυτό και οι επικριτές της  χτυπάνε όχι μόνο  τη  γλώσσα , αλλά και τις νέες αξίες  και τη νέα ιδεολογία που είναι  εμποτισμένα τα νέα βιβλία(Φραγκουδάκη, 1977, σ.41). 
Με την πτώση της κυβέρνησης το Νοέμβριο του 1920, η μεταρρύθμιση ανακόπηκε και  το  γλωσσοεκπαιδευτικό  πρόβλημα αντιμετωπίστηκε  ως  θέμα  πολιτικό (Ευαγγελόπουλος,1984,σ.17& Μπουζάκης,1994,σ.46). Άλλη  μια  φορά  η πολιτειακή παλινδρόμηση είχε σαν συνέπεια   και  την  εκπαιδευτική. Η  "Επιτροπεία" έκρινε  τα βιβλία  «ως εθνικώς επιλήψιμα    και πρότεινε  «να       καώσι» (Δημαράς,1973,σ.130). Έτσι χάθηκε μια πρώτη μεγάλη προσπάθεια για την οργάνωση ενός εκπαιδευτικού συστήματος,  βασισμένου στις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας.

Η 2Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ:  1928-1932

α) Η δεκαετία του 1920: Τα σημαντικότερα  γεγονότα
      Η μεταρρυθμιστική προσπάθεια του 1913 και 1917 για την ανανέωση της ελληνικής εκπαιδευτικής πραγματικότητας, δεν θα ευδοκιμήσει. Η πολιτική αστάθεια της δεκαετίας του '20 ,κάθε άλλο παρά ευνοϊκή θα αποδειχθεί για την εκπαίδευση (Μπουζάκης 1999,σ.74 . Ευαγγελόπουλος 1987,Τχ.Β΄, σ.18).
      Το 1921 με την απόφαση της "Επιτροπείας" , "να καώσι" τα 13 αναγνωστικά των πέντε πρώτων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου "ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως" (Δημαράς 1998, Τ. Β΄,σσ.130-131) , επαναφέρονται  τα προ του 1917 εγκεκριμένα βιβλία και καταργείται η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας. Την εποχή σηματοδοτούν γεγονότα όπως η Μικρασιατική καταστροφή , η οποία εκτός του τραγικού της αποτελέσματος, επέφερε και πλήθος εσωτερικών οικονομικών και σχετιζόμενων με το προσφυγικό θέμα προβλημάτων.  Από το 1922 ως το 1930, η Ελλάδα δαπάνησε 20.920 εκατ. δρχ. για την περίθαλψη και την αποκατάσταση των προσφύγων («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», 1980, Τ.ΙΕ΄,σ.5. Χατζηστεφανίδης 1986, σ. 271. Βερέμης, 2000).
      Τα Μαρασλειακά το 1925, με πρωταγωνιστές τους Δελμούζο, Γληνό και  Ιμβριώτη,  μια επανάληψη της  ιστορίας του Βόλου, η δικτατορία του Πάγκαλου , ο οποίος κατήργησε και το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το οποίο επαναλειτούργησε με το Διάταγμα της 21/9/1926, η διάσπαση του «Εκπαιδευτικού Ομίλου» το 1927 και ο διαχωρισμός των θέσεων του Δελμούζου και του Γληνού τόσο στο πολιτικό όσο και στο εκπαιδευτικό κίνημα του τόπου (Μπουζάκης 1999,σσ. 75-76 . Δημαράς 1998, Τ.Β΄, σσ.146-147 . «Μεγάλη Παιδαγωγική Εγκυκλοπαίδεια» 1967, σ.418 . Γέρου 1990,σ.239), επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ελληνική κοινωνία.
      Το 1927 θα ψηφισθεί και το 8ο Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο ορίζει ότι τα "έτη της υποχρεωτικής φοιτήσεως, … δεν δύνανται να είναι ολιγώτερα των έξ". Το κράτος ή η Τοπική Αυτοδιοίκηση αναλαμβάνουν την εποπτεία και τις δαπάνες της εκπαίδευσης, τα δε προγράμματα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα υπόκεινται στον έλεγχο του Υπουργείου Παιδείας.(Δημαράς 1998, Τ.Β΄, σσ.307-309). Το 1928 με τα "Διδασκαλειακά" διώκεται, από το Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης, ο Μίλτος Κουντουράς, από τα ιδρυτικά μέλη της "Φοιτητικής Συντροφιάς" (17/2/1910) (Κουντουράς 1985, Τ. Β΄, σ. 315 κ.ε.).
     Το 1927-1928, η «ελληνική οικονομία παραμένει κύρια αγροκτηνοτροφική». Το 53% των κατοίκων ήταν αγράμματοι , ενώ ο γυναικείος πληθυσμός παρουσιάζει υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού (69%).
      Υπολογίστηκε ότι 200.000 άτομα, δεν φοιτούσαν καθόλου στο σχολείο, ένα μικρό ποσοστό παρακολουθούσε τα μαθήματα της Μέσης Εκπαίδευσης, ενώ ένα ελάχιστο συνέχιζε στο Πανεπιστήμιο. Το μεγαλύτερο ποσοστό διοχετευόταν στην παραγωγή, χωρίς καμία απολύτως επαγγελματική προετοιμασία. Ο προσανατολισμός της εκπαίδευσης βασικά παραμένει θεωρητικός - κλασικιστικός, χωρίς να μπορεί να ακολουθήσει τις κοινωνικο –οικονομικές, πολιτιστικές ανάγκες της χώρας (Μπουζάκης 1999, σσ.74, 80 . Πυργιωτάκης 1998).
      Τα αδιέξοδα που δημιουργεί η επιδείνωση της κοινωνικής πολιτικής αστάθειας που είχε αρχίσει με το τέλος της μικρασιατικής καταστροφής, αναγκάζει ένα τμήμα τουλάχιστον της αστικής τάξης, να στραφεί και πάλι στο Βενιζέλο (Βρυχέα & Γαβρόγλου 1982, σ.31), θεωρώντας ότι για τη συγκεκριμένη στιγμή, θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες και ιδιαιτερότητες της χώρας, όπως αυτές είχαν αρχίσει να διαφαίνονται στην ελληνική κοινωνία .

β) Τα νομοσχέδια του 1929
      Οι εκλογές του 1928 θα δώσουν πρωτοφανή  πλειοψηφία στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Στις 19 Αυγούστου εκλέγεται θριαμβευτικά και παρά την παγκόσμια οικονομική κρίση, το κράτος απευθύνεται στις ξένες αγορές και δανείζεται, προσπαθώντας να χρηματοδοτήσει τα οικονομικά προγράμματά του.
      Την εποχή εκείνη σημειώνεται άνοδος  της ναυτιλίας ,του εμπορίου αλλά και της   βιομηχανίας. Έτσι αυξάνεται και ο πληθυσμός που απασχολούνταν σε αυτούς τους τομείς και καταδεικνύεται επιτακτική η ανάγκη για τεχνική - επαγγελματική εκπαίδευση (Κωστής 1989 . Μπουζάκης 1994, σ.39 . Δοκίμια, Ιστορία 1 1980, σ.XIV).
      Ένα πρώτο μέλημα του Βενιζέλου αποτελεί και η εκπαίδευση. Για το λόγο αυτό, θα κατατεθούν στη Βουλή στις 2 Απριλίου 1929 από τον Υπουργό Παιδείας Κ. Γόντικα , μια σειρά από 13 σχέδια νόμου, ανάμεσα στα οποία τα νομοσχέδια για τη Στοιχειώδη (μετέπειτα Ν. 4397/16-8-1929) και τη Μέση Εκπαίδευση (μετέπειτα Ν. 4373/13-8-1929).Η προσπάθεια αυτή έμεινε γνωστή ως η μεταρρύθμιση του 1929. Στην Εισηγητική Έκθεση, ο εισηγητής και μετέπειτα Υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου, θα διατυπώσει με σαφήνεια  τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση αυτή : "…Η εκπαιδευτική μεταρρύθμισις θα έπρεπε να θεραπεύση τα δύο κρίσιμα ελαττώματα του σημερινού εκπαιδευτικού συστήματος, την ολιγαρχικότητα και την μονομέρειαν. Θα έπρεπε να παράσχη αυτοτελή αυτάρκη εκπαίδευσιν και εις τα 95% του ελληνικού λαού, τα οποία σήμερον παραγκωνίζονται, παρά το γεγονός ότι ισχύει δημοκρατικόν πολίτευμα. Θα έπρεπε επίσης να προνοήση ώστε οι πολίται της ελληνικής δημοκρατίας να προπαρασκευάζονται επαρκώς δια τον οικονομικόν βίον, εις τρόπον ώστε αι πλουτοπαραγωγικαί δυνάμεις της χώρας να γίνωνται αφθονώτεραι εις απόδοσιν δια της επαρκούς ειδικής παρασκευής όλων των καλλιεργητών της γης και όλων των επαγγελματιών…" (Μπουζάκης 1994, σσ. 39, 41. Δημαράς 1998,Τ.Β΄, σσ.163-166)
      Η μεταρρύθμιση έγινε με βασικούς στόχους :
·        Την ίδρυση νηπιαγωγείων κατά τόπους. και την επικράτηση του θεσμού της προσχολικής αγωγής. .
·        Το υποχρεωτικό εξάχρονο, μικτό δημοτικό σχολείο, διότι παρέχει το δικαίωμα ενιαίας, ομοιόμορφης και κοινής εκπαίδευσης για όλα τα ελληνόπουλα, χωρίς κοινωνικές διακρίσεις.
·        Την ίδρυση ανώτερου Παρθεναγωγείου και κατώτερων επαγγελματικών σχολείων. Προσπάθεια στροφής της εκπαίδευσης από τον κλασικισμό στην κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα, δηλαδή σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Η πρόθεση αυτή διαφαίνεται και με την ίδρυση πρακτικών λυκείων καθώς και με το πρόγραμμα μαθημάτων του γυμνασίου.
·        Την ίδρυση των νυκτερινών σχολείων για τα άτομα εκείνα που είχαν υπερβεί τη νόμιμη ηλικία για φοίτηση στο δημοτικό, ώστε να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός.
·        Τις κυρώσεις για την ελλιπή φοίτηση και τη διαρροή των μαθητών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ιδιαίτερα στις υποβαθμισμένες περιοχές της χώρας.
·        Τα ενιαία Πεντατάξια Διδασκαλεία.
·        Τη δημιουργία "Παιδαγωγικής Ακαδημίας" για την κατάρτιση (ψυχοπαιδαγωγική και καλλιέργεια διδακτικής ικανότητας - μεταπτυχιακού επιπέδου) αυτών που θα στελέχωναν τα Διδασκαλεία κατά βαθμίδα και ειδικότητα. (Χατζηστεφανίδης 1986,σσ . 276-277 . Δημαράς 1998, Τ.Β΄,σ.172 .  Τζάνη & Παμουκτσόγλου 1998, σσ. 128-129).
·        Την πρόβλεψη μέτρων για την ίδρυση  ειδικών τάξεων ή ξεχωριστών σχολείων για νοητικά καθυστερημένα παιδιά, καθώς και την ίδρυση υπαίθριων σχολείων για ασθενικά παιδιά (Ευαγγελόπουλος 1987, Τχ.Β΄, σσ.21-23).
·        Επίσης αντικαθίσταται η παλιά από τους Βαυαρούς διάρθρωση των σχολικών βαθμίδων , δημοτικό - ελληνικό - γυμνάσιο, 4+3+4, με τη νέα ,δημοτικό - γυμνάσιο, 6+6.

      Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, δόθηκε νέος ιδεολογικός προσανατολισμός στους εκπαιδευτικούς, όταν ο Γ. Παπανδρέου είπε ότι : "Η μεγάλη Ιδέα δεν είναι μόνο πολεμική, γεωγραφική, ποσοτική έννοια (…). Η μεγάλη Ιδέα παραμένει αθάνατος. Απλώς μόνο μεταβάλλει περιεχόμενο. Από την αύξησιν του εδάφους μετατοπίζεται εις την ανύψωσιν του πολιτισμού". Και θα γίνει αναφορά για μια «Λαϊκή Παιδεία που αποτελεί το περιεχόμενο της Λαϊκής Δημοκρατίας» (Παπανδρέου, Τ.Α΄, σσ.186,196 κ.ε. . Μπουζάκης 1999, σ.87). Από τότε δε, καθιερώνεται και η μονιμότητα των εκπαιδευτικών - των δημοσίων υπαλλήλων-, ενώ με τη δωρεάν και υποχρεωτική στοιχειώδη εκπαίδευση, το δημοτικό «έπαυσε να θεωρείται ο προθάλαμος του Γυμνασίου και απέκτησε δικό του κύρος και οντότητα» (Ευαγγελόπουλος 1998,σ.16 . Πυργιωτάκης 1992, σ.153).
     
γ) Κριτική  θεώρηση 
     Τα νομοσχέδια  θεωρήθηκαν «προοδευτικά» για τα ελληνικά δεδομένα και η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών αντέδρασε τόσο, ώστε να θεωρεί ότι"….ουδέν σημείον του εκπαιδευτικού ημών συστήματος καταλείπουσι ταύτα άθικτον". Για το λόγο αυτό, θα πρέπει η Κυβέρνηση "…. όπως μη επιδείξει σπουδήν προς επιψήφισην και άμεσον γενικήν εφαρμογήν των υπ’ αυτής προτεινομένων εκπαιδευτικών μέτρων…." ( Δημαράς 1998, Τ.Β΄, σσ. 166-168)
      Από εντελώς αντίθετη θέση με τη Φιλοσοφική Σχολή, ο Γληνός σε άρθρο του στην εφημερίδα «Ακρόπολι» ( Ιούνιος 1929), θα ασκήσει  αυστηρή κριτική στα νομοσχέδια, διότι "ό,τι περιέχουν καλό δεν είναι νέο, ό,τι περιέχουν νέο δεν είναι καλό" και θα τα χαρακτηρίσει "ως ιλαροτραγωδία".
      Γεγονός είναι ότι οι ελλείψεις της ελληνικής εκπαίδευσης πριν τη μεταρρύθμιση του 1929, δεν άφηναν πολλά περιθώρια στο λαό να φοιτήσει στο δημοτικό σχολείο.
      Με την εκπαιδευτική πολιτική του 1929 "μπαίνουν τα θεμέλια του αστικού σχολείου" (Φραγκουδάκη 1977, σελ.66), εισάγεται ο θεσμός των παράλληλων σχολείων και διαμορφώνεται το διπλό εκπαιδευτικό δίκτυο με επιλεκτικό χαρακτήρα. (Πυργιωτάκης 1998). Σημαντική  καινοτομία αποτελεί και η ίδρυση του ανώτερου Παρθεναγωγείου και των κατώτερων επαγγελματικών σχολείων . Ωστόσο η διάρθρωση των εκπαιδευτικών βαθμίδων του 1929,   σε σχέση με εκείνη του 1913, παρουσιάζει "ταξικότερη" μορφή. Το 1913 από το αστικό σχολείο μπορούσαν οι απόφοιτοι να κατευθυνθούν προς το Γυμνάσιο (οριζόντια διέξοδος), ή προς τα διδασκαλεία, τις ναυτικές και τεχνικές - επαγγελματικές σχολές (κάθετη διέξοδος), κάτι που δεν συμβαίνει στη μεταρρύθμιση του 1929 (Μπουζάκης 1999, σσ.85-86).         Παρόλα αυτά διαφαίνεται  η προσπάθεια για αλλαγή στο πνεύμα του συστήματος  με την αύξηση των ετών φοίτησης στο δημοτικό, το εξάχρονο γυμνάσιο που διακλαδώνεται μετά τη δεύτερη τάξη σε κλασική, πρακτική και γεωργική κατεύθυνση, τη μέριμνα για την προσχολική αγωγή, την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, τη μόρφωση του διδακτικού προσωπικού, τη σωματική αγωγή και την εκπαίδευση κοριτσιών, την επαγγελματική εκπαίδευση (Δημαράς 1998. Τ.Β΄, σ. μζ ).
      Η αναγκαιότητα αυτού του είδους εκπαίδευσης τονίζεται και στις τοποθετήσεις άλλων βουλευτών - εισηγητών. Ο Ρ. Λιβαθινόπουλος θα πει ότι το κράτος πρέπει "να δώση εις τον Ελληνικόν λαόν εκπαίδευσιν αρτίαν, ήτις και μόνη εξυψώνει τας ηθικάς και υλικάς δυνάμεις του λαού" και "υπάρχει απόλυτος ανάγκη να δοθώσιν νέαι κατευθύνσεις και δη να ενισχυθή η επαγγελματική μόρφωσις ". Ο δε Παπαναστασίου : "…. Οι μαθηταί …. να αποκτούν γνώσεις αι οποίαι είναι σπουδαιόταται δια τον πρακτικόν βίον". Αλλά "… αντί "νέας Ελληνικής γλώσσης", να βάλετε "δημοτική γλώσσα". Ορθόν είναι η διδασκαλία να γίνεται εις την δημοτικήν γλώσσαν"(Μπουζάκης 1994, σελ. 43). Για το λόγο αυτό σε μια προσπάθεια επίλυσης του γλωσσικού ζητήματος, με το Νόμο 5045 του 1930 «Περί σχολικών βιβλίων», καθιερώνεται η διδασκαλία της δημοτικής σε όλες τις τάξεις του δημοτικού, αν και στις δύο τελευταίες τάξεις διδάσκεται παράλληλα με την καθαρεύουσα.. Τα βιβλία διαιρούνται σε τρεις κατηγορίες: Τα διδακτικά -αναγνωστικά και εγχειρίδια διαφόρων μαθημάτων-, τα βοηθήματα και τα ελεύθερα αναγνώσματα στη δημοτική γλώσσα, σύμφωνα όμως με την προβλεπόμενη διδακτική ύλη. Επίσης, γενικεύτηκε ο τύπος του Πεντατάξιου  Διδασκαλείου, ώστε να υπάρξει ριζική αναδιάρθρωση των Διδασκαλείων (Ευαγγελόπουλος 1987, Τχ. Β΄,σ.24 . Τζάνη & Παμουκτσόγλου 1998, σ.127).
      Ο Βενιζέλος πίστευε ότι το δημοτικό σχολείο αποτελούσε «τις ρίζες και την ελπίδα του έθνους»  και θέλησε να το ανανεώσει με άτομα που θα διέθεταν την κατάλληλη εκπαίδευση μέσα από τα Ενιαία Πεντατάξια Διδασκαλεία. ( Χάρης 1986). Τα Διδασκαλεία του τύπου αυτού, καταργούνται με το Ν. 5802/1933 και ιδρύονται οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες, μεταγυμνασιακές σχολές διάρκειας δύο ετών (Ευαγγελόπουλος 1987, Τχ.Β΄, σ. 79).
      Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και «ως ορόσημο για την προσχολική αγωγή» στην Ελλάδα. Το τρίτο από τα 13 νομοσχέδια που κατατίθενται στη Βουλή προς ψήφιση, αφορά στην προσχολική αγωγή (Κιτσαράς 2001, σ.63). Η πρόθεση για την ίδρυση των νηπιαγωγείων, φανερώνει τη συνειδητοποίηση των αναγκών της εποχής και γίνεται αναφορά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, ιδιαίτερα στα κατώτερα ( εργατικά) (Χαρίτος 1996, σ.219). Έτσι το νηπιαγωγείο εντάσσεται οριστικά στη στοιχειώδη εκπαίδευση, ενώ για πρώτη φορά διατυπώνεται ο σκοπός του, σκοπός «σχολειοπροετοιμαστικός» (Χαρίτος 1996, σ.122 . Κιτσαράς 2001, σ.74). Από τότε επικρατεί ο θεσμός της Προσχολικής Αγωγής και αρχίζει ή ίδρυση νηπιαγωγείων κατά τόπους, ενώ με το Ν.4376/1929, αναπτύσσεται ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να λειτουργούν τα Διδασκαλεία Νηπιαγωγών –Τετρατάξια Διδασκαλεία στα οποία υπήχθηκε και το Διδασκαλείο Νηπιαγωγών Καλλιθέας, το οποίο το 1922 είχε αναγνωριστεί ως δημόσιο εκπαιδευτικό ίδρυμα.(ΦΕΚ 309/24.8.1929, Άρθρο2 . Σιφναίος 1929, σσ. 1746-1747,1889).
      Με Υπουργό Παιδείας τον Γ. Παπανδρέου, θα χτιστούν 145 καινούργια σχολικά κτήρια  και θα  συνταχθεί νέο πρόγραμμα για το γυμνάσιο. Θα συσταθεί και το "Εκπαιδευτικό Συμβούλιο", για το σχεδιασμό ενιαίας πολιτικής (Ν. 4653/1930), το  οποίο καταργείται το 1933. Ακόμη όμως και αυτή , η μάλλον συμβιβαστική εκπαιδευτική πολιτική, δεν θα έχει διάρκεια..1200 κτήρια θα μείνουν ημιτελή, πολλά παιδιά δεν θα μπορέσουν να συνεχίσουν τις σπουδές τους και το κλασικό γυμνάσιο θα συνεχίσει να είναι εκείνο που οδηγεί στο Πανεπιστήμιο ( Λέφας 1942, σ. 496 . Δημαράς 1998, σ. μη΄).
      Ο Βενιζέλος θα παραιτηθεί από την κυβέρνηση το 1932. Στην εξουσία ανεβαίνει το Λαϊκό Κόμμα και ο Κονδύλης. Επανέρχεται η διδασκαλία της καθαρεύουσας και η δημοτική γλώσσα περιορίζεται στις δύο πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου.
      Η Ελλάδα μέσα από δύσκολες ιστορικά συνθήκες θα  μείνει ,για πολλά χρόνια, πίσω στα θέματα της Παιδείας. Προσπάθεια ανανέωσης των ελληνικών σχολείων θα επιχειρηθεί το 1964, με τους Γ. Παπανδρέου, Λ. Ακρίτα και Ε. Παπανούτσο.
      Ωστόσο η εκπαιδευτική πολιτική που ακολουθήθηκε το 1929, αν και δεν πρόφθασε να επιφέρει αποτελέσματα, φάνηκε να παρακολουθεί τις εξελίξεις και να ακολουθεί, έως ένα βαθμό, τις ανάγκες  της κοινωνίας  –πολιτιστικές, οικονομικές-, όπως διαμορφώνονται ή μετασχηματίζονται με την πάροδο των ετών. Και αν η θεωρία από την πράξη διαφέρει, η προσπάθεια αυτή δεν αναιρείται και έως σήμερα αποτελεί αντικείμενο μελέτης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αιτιολογική  έκθεσις του νομοσχεδίου (1913 Ι. Τσιριμώκου) «Περί Δημοτικής εκπαίδευσης».
Βρυχέα, Α. & Γαβρόγλου, Κ.:   Απόπειρες    μεταρρύθμισης   της   Ανωτάτης   Εκπαίδευσης
      (1911- 1981). Εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη, 1982
Βερέμης, Θ.:  «Ελευθέριος  Βενιζέλος.  Μετά   θάνατον  γνώρισε  τη  γενική  αποδοχή.  Στο
     Παναγιωτόπουλος, Β.(επιμ.):Πρόσωπα του 20ού αιώνα. Εκδ. "Νέα Σύνορα", Αθήνα 2000,
     σελ. 64.
Γέρου, Θ.: Η Ελληνική Παιδεία. Εκδ. Μάλλιαρης- Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1990
Γληνός Δ.: Ένας άταφος νεκρός. Εκδ. εταιρία «Αθηνά», Αθήνα 1925.
Γληνός, Δ.:   « Τα  εκπαιδευτικά  νομοσχέδια :  η  νέα   παράσταση  της  παλιάς  κωμωδίας».
    Εφημ. «Ακρόπολις».9 /6/ 1929
Δημαράς, Α.: Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε. Τ. Β΄, Εκδ. Εστία, Αθήνα 1998
Δοκίμια, Ιστορία I.: «Μελετήματα γύρω από το Βενιζέλο και την Εποχή του». Αθήνα 1980
Ευαγγελόπουλος, Σ.:  Ιστορία  της  Νεοελληνικής  Εκπαίδευσης.  Τχ. Β΄,Εκδ.Δανιά, Αθήνα,
     1987
 Ευαγγελόπουλος, Σ.: Οι Παιδαγωγικές Ακαδημίες.  Ελληνικά  Γράμματα, Αθήνα, 1998
«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους». Τ. ΙΕ΄, Εκδοτική Αθηνών, 1980
Κριαράς Ε.: Πρόσωπα και θέματα από την Ιστορία του δημοτικισμού» τ. Α΄. Εκδόσεις Καστανιώτη.
Κιτσαράς Γ.: Το Νεοελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα, Πανεπιστήμιο Πατρών, Eκτυπωτικό κέντρο, Πάτρα, 1996
Κιτσαράς, Γ.: Προσχολική Παιδαγωγική. Αθήνα 2001
Κουντουράς, Μ.: Κλείστε τα σχολεία. Τ. Β΄,Εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985
Κωστής, Κ.: «Ελληνική οικονομία  στα χρόνια  της κρίσης, 1929-1932». Στο Βερέμης, Θ. &
     Γουλιμή, Γ.(επιμ.) :  Ελευθέριος  Βενιζέλος, Κοινωνία- Οικονομία- Πολιτική  στην Εποχή
     του. Εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989, σελ. 194, 213
Λέφας, Χ.: Ιστορία της Εκπαιδεύσεως. ΟΕΔΒ, Αθήνα 1942
«Μεγάλη   Παιδαγωγική  Εγκυκλοπαίδεια».   Τ.2,   Ελληνικά   Γράμματα- Herder,  Αθήνα
      1967
Μπουζάκης,  Σ.:  Νεοελληνική Εκπαίδευση( 8121-1999). Gutenberg,Αθήνα 1999
Μπουζάκης,  Σ.:  Εκπαιδευτικές   μεταρρυθμίσεις   στην    Ελλάδα. .   Τόμ.   Α΄  1913-1929,
     Gutenberg, Αθήνα 1994
Νουμάς: τόμoς 16, Αθήνα 1919
Παπανδρέου, Γ.: Πολιτικά κείμενα. Τ.Α΄
Πρακτικά Βουλής: Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής Συνεδριάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 1911 και της 3ης Νοεμβρίου 1911.
Πυργιωτάκης, Ι.:   Η    Οδύσσεια     του     διδασκαλικού   επαγγέλματος.  Αφοί  Κυριακίδη,
     Θεσσαλονίκη 1992
Πυργιωτάκης, Ι.:  «Η  Ελληνική  Εκπαίδευση  από  την   Ανασύσταση του  Νέου Ελληνικού
     Κράτους  ως  τον  Μεσοπόλεμο».  Στο   ΕΛΛΑΣ,   Τόμ.Β΄,  Εκδ.  Πάπυρος,  Αθήνα 1998,
     σελ. 456-457
Σβορώνος Ν.: Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας. Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1985.
Σιφναίου, Κ.: Πανδέκται Νέων Νόμων και Διαταγμάτων. Τόμ. Δ΄, έτος 1929
Στεφάνου Σ.: «Ελ. Βενιζέλου - Κείμενα», Τ.Α΄, Αθήνα 1981.
Στεφάνου Σ.: «Πολιτικαί Υποθήκαι», Αθήνα 1965.
Στεφάνου Σ.: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος για το Γλωσσικό Ζήτημα». Νέα Εστία, έτος Ξ΄, τόμος 120 τευχ. 1426.
Τζάνη, Μ. & Παμουκτσόγλου, Α.:   Το   Ελληνικό    Εκπαιδευτικό   Σύστημα,   Ταυτόν  και
     Αλλοτριομορφοδίαιτον. Αθήνα, 1998
ΦΕΚ 188/5-9-1917.Νόμος 827/2-9-1917 «Περί διδακτικών βιβλίων»
ΦΕΚ 309/1929. Νόμος 4397 «Περί στοιχειώδους εκπαιδεύσεως». Τεύχ. Α΄, Αθήνα 1929
Φραγκουδάκη, Α.:  Εκπαιδευτική  μεταρρύθμιση  και  φιλελεύθεροι   διανοούμενοι:  Άγονοι
     αγώνες και ιδεολογικά αδιέξοδα στο μεσοπόλεμο. Αθήνα 1977
Τριανταφυλλίδη Μ.: «Άπαντα», τόμος Δ΄, Θεσσαλονίκη 1963.
Χαρίτος, Χ.: Το Ελληνικό Νηπιαγωγείο και οι ρίζες του.Gutenberg 1996
Χάρης,Π.: « Ο  Βενιζέλος  και  ο  Δημοτικισμός». Νέα  Εστία,  Έτος  Ξ,  Τόμ. 120, Τχ.1426,
     1/12/1986, σελ.1537
Χατζηδάκις Γ.: Γεννηθήτω φως. Ο μαλλιαρισμός εις τα δημοτικά σχολεία. Εν Αθήναις,1920.
Χατζηστεφανίδης, Ι.:  Ιστορία  της   Νεοελληνικής   Εκπαίδευσης.  Εκδ.  Παπαδήμα, Αθήνα
    1986




Διδακτική Ενηλίκων (ΜΕΡΟΣ Δ’) (Τελευταίον)



του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικού φιλολόγου
-μεταπτυχιακού της εφηρμοσμένης
Παιδαγωγικής του Π.Τ.Δ.Ε
του πανεπιστημίου Αθηνών

  Διδακτική Ενηλίκων δ'


Ο Γ. Μιστριώτης και το γλωσσικό ζήτημα




 
Η γλώσσα αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην διατήρηση του ελληνισμού αλλά και στη διαμόρφωση και την ανάδειξη του ελληνικού έθνους κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής. Αποτέλεσε επίσης έμπρακτη απόδειξη της ελληνικής ταυτότητας στα μάτια της υπόλοιπης Ευρώπης, ως συνέχεια της αρχαίας ελληνικής που τόσο θαυμάζει πλέον η Ευρωπαϊκή διανόηση. Ο προβληματισμός που επικρατεί είναι αν η μορφή της γλώσσας που θα προωθηθεί ως πρότυπη εθνική θα είναι βασισμένη στη διαμορφούμενη καθομιλουμένη ή αν αυτός ο ρόλος ανήκει στην αρχαία γραπτή με τη συνεχή παράδοση και το εγγενές κύρος που αυτή διαθέτει. Η ανομοιογένεια των ομιλούμενων διαλέκτων στον ελληνικό χώρο, το βάρος του παρελθόντος που η ελληνική γλώσσα κουβαλά, η αναβίωση των κλασσικών γραμμάτων στην Ευρώπη, τα εκφοβιστικά για πολλούς γλωσσικά δάνεια, ιδιαίτερα τα τουρκικά, που έφερε η προφορική γλώσσα, η αγωνία για εθνικό αυτοπροσδιορισμό και η νοσταλγία για το χαμένο παρελθόν γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ της αρχαΐζουσας γλώσσας που επικύρωνε τη συνέχεια με την ένδοξη αρχαιότητα. Ο προσδιορισμός αυτός της επίσημης γλώσσας του νεοσύστατου κράτους σηματοδοτεί το γλωσσικό πρόβλημα που θα εξελιχθεί σε ακραίες μορφές και πρωτόγνωρη οξύτητα. Οι επικρατούσες απόψεις ήταν από τη μια πλευρά η επιστροφή στην γνήσια προγονική αρχαία γλώσσα και από την άλλη η υιοθέτηση της δημοτικής, της γλώσσας δηλαδή που μιλούσαν στην Πελοπόννησο, εμπλουτισμένη με νησιωτικές επιδράσεις από την Κρητική και την επτανησιακή διάλεκτο. Η αδυναμία από τη μια πλευρά της χρήσης μιας μη ρεαλιστικής γλωσσικής μορφής που πλησιάζει την αρχαία και οι γλωσσικές από την άλλη ακρότητες του Ψυχάρη με την προσπάθεια επιβολής ανύπαρκτων φτιαχτών τύπων, δίνουν χώρο στην συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας το 1911, ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους. Η καθαρεύουσα που διαμορφώθηκε ως εξελιγμένη μορφή της λόγιας γλώσσας με την αποφυγή των ακροτήτων του αρχαϊσμού και τον καθαρισμό της καθομιλουμένης που υποστήριζε ο Αδαμάντιος Κοραής,αποτέλεσε για χρόνια το κύριο όργανο έκφρασης του γραπτού λόγου και την επίσημη γλώσσα του έθνους. Το φαινόμενο του γλωσσικού διαχωρισμού εντούτοις παραμένει, με την καθομιλουμένη γλώσσα να δημοτικίζει, να ωριμάζει, να αντιδρά στην καθαρεύουσα και να εδραιώνεται στην αντίληψη της πλειονότητας του ελληνικού λαού. Έως την λύση του προβλήματος όμως με την υιοθέτηση της νεοελληνικής κοινής, το γλωσσικό ζήτημα μετατρέπεται σε γλωσσικό εμφύλιο για τον οποίο σίγουρα δεν φταίει η ίδια η ελληνική γλώσσα. Ο γλωσσικός φανατισμός ήταν απόδειξη μιας καινούργιας, διαφορετικής αντιμετώπισης της γλωσσικής διμορφίας που χαρακτήριζε εδώ και αιώνες την γλώσσα μας.
Ο Φρύνιχος, ως αττικιστής των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων στοχεύει σε επιστροφή στην αττική διάλεκτο και εναντιώνεται στην καθομιλουμένη ελληνιστική κοινή με τον ίδιο τρόπο που ο καθηγητής Μιστριώτης υποστηρίζει την καθαρεύουσα και αντιτίθεται στους μαλλιαρούς δημοτικιστές της εποχής του. Εκφραστές και οι δυο της λόγιας γλώσσας της εποχής τους, με διδασκαλικό έργο, είναι προσκολλημένοι στο ιστορικό παρελθόν το οποίο και αντιμετωπίζουν υπερεκτιμημένα, ενώ διατηρούν αποστροφή για κάθε πιθανότητα γλωσσικής εξέλιξης. Η χρήση της «καλής» γλώσσας, της αττικής διαλέκτου για τον αττικιστή και της καθαρεύουσας για τον καθηγητή, αποτελεί τον πολύτιμο δεσμό με το κλασσικό παρελθόν, την επιβεβαίωση της πολιτισμικής συνέχειας και την ταυτοποίηση της ελληνικής φυσιογνωμίας. Λειτουργούν και οι δυο ως εκπρόσωποι της διαχωριστικής γραμμής που ύψωσαν ανάμεσα στο ιδεώδες, που έπρεπε να παραμείνει αναλλοίωτο, χωρίς γλωσσικές μεταβολές, απλουστεύσεις ή δάνεια και στη ζωντανή λαϊκή αλλά «χαλασμένη» για αυτούς γλωσσική έκφραση. Οι ομοιότητές των απόψεών τους απορρέουν από την κοινή θεώρηση των αρχαίων ελληνικών ως πρότυπη γλώσσα και τον ενστερνισμό του δόγματος ότι οι γλώσσες δεν αλλάζουν αλλά αλλοιώνονται και παρακμάζουν.25 Όσο αμοιβαία είναι λοιπόν η πίστη τους σε αυτό, τόσο όμοια είναι και η προσπάθειά τους για τεχνική συντήρηση της γλώσσας. Αντιμετωπίζουν και οι δυο τη λύση του γλωσσικού προβλήματος κανονιστικά, με ρυθμιστικό τρόπο χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την τρέχουσα κατάσταση της γλώσσας. Πέρα από τις ομοιότητες μεταξύ των απόψεων του Φρύνιχου και του Μιστριώτη, υπάρχουν και διαφορές, οι οποίες πηγάζουν από το ιδεολογικό περιβάλλον που τις γέννησε. Ο αττικισμός αναπτύχθηκε για να αντιμετωπίσει την παρατηρούμενη κάμψη της πνευματικής δημιουργίας, που εσφαλμένα οι λόγιοι απέδωσαν στην επικράτηση της ελληνιστικής κοινής και στην απομάκρυνση από την αττική διάλεκτο. Με την εξωτερική, μορφική μίμηση της γλώσσας της κλασσικής Ελλάδας δεν αποβλέπουν στην αναβίωση των κλασσικών ιδανικών αλλά στην ανύψωση της πνευματικής στάθμης.26 Επίσης η επαναφορά στην προβεβλημένη διάλεκτο της Αττικής θα αντιμετώπιζε την ανακολουθία της κοινής με τη γλώσσα των γραμματειακών κειμένων στα οποία βασιζόταν η εκπαίδευση ενώ θα αποτελούσε και σύμβολο κοινωνικού και οικονομικού γοήτρου για μια κοινωνία με βαθιές ταξικές διακρίσεις. Το φαινόμενο του αττικισμού άλλωστε λειτούργησε και ως αντίδραση στη ρωμαϊκή επικυριαρχία με την προβολή των μεγάλων προγόνων που ξαναζωντάνευαν την ελληνική δόξα. Οι αττικιστές επικεντρώθηκαν στην αντιστροφή της κανονικής σχέσης ανάμεσα στην ομιλούμενη και στη γραπτή γλώσσα προσπαθώντας η ομιλία να ακολουθήσει την πρότυπη αττική γραφή. Η προσπάθεια αυτή δεν δημιούργησε ποτέ πόλωση ή αντιπαραθέσεις παρόμοιες με αυτές που παρατηρούμε στο γλωσσικό ζήτημα στον εικοστό αιώνα. Αντίθετα με τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους, το γλωσσικό πρόβλημα αποκτά πρωτόφαντες πολιτικές προεκτάσεις και μια αντιπαλότητα που οδηγεί σε φανατισμό, συγκρούσεις ακόμα και θανάτους. Δημιουργήθηκε ένα ψευδοδίλημμα, ένα χάσμα ανάμεσα σε συντηρητικούς, αρχαιολάτρες, εθνικόφρονες, σκοταδιστές, καθαρευουσιάνους από τη μια πλευρά και σε προδότες, επικίνδυνους, μαλλιαρούς, φωτισμένους, δημοτικιστές από την άλλη. Στο χάσμα αυτό μαζί με τη γλώσσα βυθίστηκε και η ελληνική κοινωνία. Η περιχαράκωση της πόλωσης και ο έντονος φανατισμός οφείλεται στην κατάρρευση της συναίνεσης απέναντι στο φαινόμενο της γλωσσικής διμορφίας, στο τέλος της ειρηνικής συνύπαρξης της προφορικής και της λόγιας παράδοσης. Όπως διαπιστώνουμε και από τον λόγο του καθηγητή Μιστριώτη, ενός από τους ηγέτες των κλασικιστών, η καθομιλουμένη δημοτική αντιμετωπίζεται ως απειλή ενώ οι οπαδοί της κατηγορούνται είτε ως αδαής και παράφρονες, είτε ως εχθροί του έθνους που εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, ξένες δυνάμεις ενάντια στον λαό. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι το πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας αποτέλεσε βασικό υποστηρικτή του γλωσσικού αρχαϊσμού και με τη συμβολή των φοιτητών του εναντιώθηκε με μαχητικές εκδηλώσεις στην μετάφραση του ευαγγελίου και της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική. Ως βασικό επιχείρημά τους, προτάσσουν την υποτιθέμενη ρήξη ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική και την απομάκρυνση της Ελλάδας από την κληρονομιά της, η οποία θα εξυπηρετούσε την Βουλγαρική επιδίωξη ενάντια στις ελληνικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία. Η καθαρεύουσα αποτελεί για τους υπέρμαχούς της, τον παράγοντα που συντελούσε στην ενοποίηση όλων των Ελλήνων, μια ασπίδα προστασίας έναντι των εχθρικών επιδιώξεων όπως αυτές των Σλάβων. Παρά το γεγονός ότι και οι
δημοτικιστές επιχειρηματολογούν εξίσου εθνικιστικά υπέρ της δημοτικής, ως τη μόνη κατάλληλη μορφή ελληνικής γλώσσας για τη διατήρηση του ελληνικού στοιχείου στην Μακεδονία, το ιδεολογικό υπόβαθρο που αναπτύξαμε παραπάνω, εξηγεί την μαχητικότητα και την αντιπαλότητα των απόψεων του Μιστριώτη. Δυο χρόνια πριν από το λόγο του, η δημοσίευση της δημοτικής μετάφρασης του ευαγγελίου στην εφημερίδα Ακρόπολη είχε προκαλέσει σειρά επεισοδίων, τα Ευαγγελικά, που οδήγησαν σε πτώση της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, παραίτηση του μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου καθώς και συγκρούσεις με πλήθος τραυματιών και έντεκα νεκρούς. Την επόμενη μέρα του λόγου του, εξαγριωμένοι φοιτητές, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν την παράσταση της Ορέστειας από το Βασιλικό θέατρο στην δημοτική, πρωταγωνιστούν σε αιματηρές συγκρούσεις, τα Ορεστειακά που οδηγούν πάλι σε βιαιοπραγίες με τραυματισμούς αλλά και νέους θανάτους πολιτών. Οι κοινωνικές αναταραχές με τις οποίες εκδηλώθηκε το γλωσσικό ζήτημα σηματοδοτούν τις διαφορές των αντιλήψεων Φρύνιχου και Μιστριώτη. Ο αττικισμός δεν αναγνωρίζει εχθρούς που ελλοχεύον κρυμμένοι πίσω από την χρήση της ελληνιστικής κοινής. Η φθορά που αυτοί αναγνωρίζουν στην γλώσσα δεν είναι δούρειος ίππος εχθρικών
στρατευμάτων και καμία κοινωνική ή πολιτική διάσταση δεν οδήγησε σε συγκρούσεις. Αντίθετα οι δημοτικιστές εκτός από προδότες έχουν ήδη κατηγορηθεί για αθεΐα. Λόγω των αντιλήψεων της απειλής της εθνικής κυριαρχίας από την χρήση της δημοτικής, ο γλωσσικός παραλογισμός εξακολουθεί σε ρεβανσιστικές ατραπούς με απολύσεις, πειθαρχικές διώξεις και δίκες. Το βαθύ ρήγμα ανάμεσα στις δυο πλευρές διατηρείται για 143 χρόνια.

Του φοιτητού
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΥ
(απόσπασμα από ευρυτέρα εργασία)
elp-eapologies.pblogs.gr







Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ


(τέλος Ιουνίου ή αρχή Ιουλίου του 362 π.Χ.)


 

 

      Ο Επαμεινώνδας έδωσε εντολή σε ένα τμήμα ιππικού να διατηρήσει όλη τη νύκτα φωτιές σε ένα ύψωμα ορατό από τη Σπάρτη και οδήγησε τον κύριο όγκο του στρατού του με μεγάλη ταχύτητα πίσω στην Τεγέα. Φθάνοντας εκεί, επέτρεψε στους πεζούς να αναπαυθούν και διέταξε τους ιππείς να συνεχίσουν την προέλασή τους ως τη Μαντίνεια, για να κατακάψουν τα βοσκήματα, να καταστρέψουν τα σπαρτά και να αιχμαλωτίσουν ή να σκοτώσουν τους ανθρώπους που θα βρίσκονταν στην ύπαιθρο (ήταν εποχή θερισμού).
 Οι Θηβαίοι ιππείς έφθασαν στα σύνορα της Μαντινείας σχεδόν συγχρόνως με την είσοδο σ' αυτή την πόλη των Αθηναίων ιππέων, οι οποίοι διήνυσαν με μεγάλη σπουδή την απόσταση από την Ελευσίνα ως εκεί. Οι Αθηναίοι, μ' όλο που δεν είχαν ακόμη γευματίσει ούτε είχαν δώσει τροφή στα άλογά τους, δέχθηκαν να αντιπαραταχθούν στους αριθμητικά και ποιοτικά υπέρτερους Βοιωτούς και Θεσσαλούς: εξόρμησαν από τις πύλες, απώθησαν τους εχθρούς και έσωσαν τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην ύπαιθρο, καθώς και τα ζώα και τα γεννήματα των Μαντινέων.

Σε λίγο έφθασαν στη Μαντίνεια και οι Αθηναίοι οπλίτες, 6.000 άνδρες, με αρχηγό τον Ηγησίλεω. Με αυτούς οι εκεί συγκεντρωμένες αντιβοιωτικες δυνάμεις συμποσώθηκαν σε 20.000 πεζούς και ως 2.000 ιππείς.
 Η είσοδος των Αθηναίων πεζών στη Μαντίνεια απετέλεσε μίαν ακόμη αποτυχία του Επαμεινώνδα, που από την αρχή της εκστρατείας αυτής δεν σημείωσε καμία επιτυχία. Εν τω μεταξύ πλησίαζε να λήξη η προθεσμία που του είχε δοθεί, για να περατώση αυτή την εκστρατεία, ίσως έπειτα από αντίσταση Βοιωτών που είχαν κηρυχθεί εναντίον της νέας πολεμικής περιπέτειας και επέτυχαν τουλάχιστον να περιορίσουν τη διάρκειά της. Έτσι ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί το ταχύτερο εναντίον των εχθρών και να τους πλήξη όσο γινόταν πιο συντριπτικά, ώστε και να τους εμποδίσει να καταβάλουν τους Πελοποννησίους συμμάχους των Βοιωτών μετά την αποχώρησή του και ο ίδιος να διατηρήσει το κύρος του μεταξύ των Βοιωτών και των συμμάχων τους.
Η Τεγέα και η Μαντίνεια βρίσκονται μέσα σε μία πεδιάδα του αρκαδικού υψιπέδου που έχει μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος που ποικίλλει από 18 χιλιόμετρα ως 1.800 μέτρα (ανάμεσα στις υψομετρικές καμπύλες των 640 μέτρων). Οι δύο πόλεις απείχαν μόλις 17,5 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή. Το στενότερο μέρος της πεδιάδος βρίσκεται σε απόσταση 11 χιλιομέτρων βόρεια από την Τεγέα και 6,5 νότια από τη Μαντίνεια. Ανατολικά και δυτικά από το στενό υψώνονται απότομα δύο βουνά: ανατολικά με άξονα Β. - Ν. η Καπνίστρα, που αποτελεί ένα αντέρεισμα του Παρθενίου, δυτικά ο Μύτικας, ένας πρόβολος του Μαινάλου. Βόρεια από το στενό εκτεινόταν ένα δάσος. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούσαν αυτή τη θέση μια θαυμάσια γραμμή άμυνας της Μαντινείας εναντίον επιθέσεως από Ν.
Οι αμυνόμενοι μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την κάλυψη του δάσους, για να αποκρύψουν τις κινήσεις τους, τη στενότητα του χώρου, για να εξουδετερώσουν ενδεχόμενη αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, τα υψώματα από τις δύο μεριές του στενού, για να στηρίξουν τις πτέρυγές τους και για να αποφύγουν κύκλωση.
Ο Επαμεινώνδας έθεσε σε κίνηση τα τμήματά του το πρωινό της 27ης Ιουνίου (ή της 4ης Ιουλίου;) με κατεύθυνση προς Β. Όταν έφθασε περίπου στη θέση που σήμερα λέγεται Άγιος Βασίλειος (5 -5,5 χλμ. βόρεια από την Τεγέα, 4 χλμ. ανατολικά από την Τρίπολη) ή λίγο βορειότερα, ως περίπου το ύψος της θέσεως Βοσούνα ή Πέλαγος (7 χλμ. βόρεια από την Τεγέα), σταμάτησε την προέλασή του και παρέταξε τις δυνάμεις του με μέτωπο προς Β. με την ακόλουθη σειρά: αριστερά τους Βοιωτούς, στη συνέχεια τους Αρκάδες, έπειτα άλλους Πελοποννησίους, τους Στερεοελλαδίτες, τέλος τους Αργείους, ως πολύ κοντά στις υπώρειες της Καπνίστρας. Μπροστά από τα κέρατα τοποθετήθηκαν αποσπάσματα ιππικού. Άλλοι ιππείς καθώς και ψιλοί και οπλίτες προωθήθηκαν λίγο βορειότερα, για να αποτελέσουν προκάλυψη του κυρίου σώματος.
Τα στρατεύματα του αντίπαλου συνασπισμού κατέλαβαν το στενό: δεξιά οι Μαντινείς και άλλοι Αρκάδες, έπειτα οι Λακεδαιμόνιοι και οι μισθοφόροι τους, στη συνέχεια οι Ηλείοι, οι Αχαιοί, διάφορα μικρά τμήματα, τέλος οι Αθηναίοι. Οι ιππείς τοποθετήθηκαν μπροστά από τους πεζούς: οι Σπαρτιάτες και οι Ηλείοι στο δεξιό, οι Αθηναίοι στο αριστερό. Οι Λακεδαιμόνιοι που έλαβαν μέρος στη μάχη ήταν εκείνοι που έφθασαν στη Μαντίνεια πριν από την εισβολή του Επαμεινώνδα στη Σπάρτη. Οι 9 λόχοι που αποπειράθηκε να οδηγήσει στη Μαντίνεια ο Αγησίλαος επέστρεψαν στη Σπάρτη και την υπερασπίσθηκαν εναντίον του Επαμεινώνδα. 
Έπειτα από αυτή τη δράση τους δεν γίνεται λόγος γι' αυτούς ούτε για τον Αγησίλαο. Φαίνεται λοιπόν ότι έμειναν στη Σπάρτη όχι μόνο με τον σκοπό να προλάβουν νέα επιδρομή του Επαμεινώνδα, αλλά και γιατί η σπαρτιατική κυβέρνηση ήξερε πια τον όγκο των εχθρικών δυνάμεων που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στη Λακωνία και στη Μαντίνεια.
Ο Επαμεινώνδας δεν άφησε τον στρατό του στη θέση που τον παρέταξε αρχικά, αλλά τον μετακίνησε προς ΒΔ., στις υπώρειες του Μύτικα. Δεν γνωρίζουμε αν είχε προμελετήσει τις διαδοχικές κινήσεις του ή αν τις αποφάσισε έπειτα από επιτόπια μελέτη των τοπογραφικών και τακτικών δεδομένων. Πάντως είναι βέβαιο ότι η αλλαγή θέσεως του προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα, η διαπίστωση των οποίων μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη σκέψη του Θηβαίου στρατηγού.
 Όπως θα δούμε, κατά τη μάχη της Μαντινείας ο Επαμεινώνδας διέρρηξε την εχθρική παράταξη ρίχνοντας επάνω σε ορισμένο σημείο της ένα ογκώδες τμήμα του στρατού του με στενό μέτωπο και μεγάλο βάθος. Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως απόλυτα βέβαιο ότι αυτό το στοιχείο απετέλεσε από την αρχή αφετηρία και βάση των σχεδίων του. Αλλά μόνο στο πεδίο της μάχης και μπροστά στην εχθρική παράταξη μπορούσε να επιλέξει το κατάλληλο σημείο που θα επιδίωκε να πλήξη. Όπως είχε δείξει η πείρα, αυτό το σημείο έπρεπε να είναι το ισχυρότερο. Στην παράταξη που αντιμετώπιζε τώρα ο Επαμεινώνδας υπήρχαν δύο ισχυρά σημεία: η αριστερά του εχθρού, όπου παρατάσσονταν οι Αθηναίοι, και η δεξιά του, όπου είχαν λάβει θέση οι Μαντινείς και άλλοι βόρειοι Αρκάδες, οι λίγοι Λακεδαιμόνιοι και οι μισθοφόροι των Λακεδαιμονίων.
 Ο Επαμεινώνδας προτίμησε να κλονίσει το δεύτερο, επειδή, όπως έχει εύλογα υποτεθεί, βρισκόταν πολύ κοντά στον δρόμο της Μαντινείας και πλησιέστερα προς αυτή την πόλη: έτσι, αν διέλυε το αριστερό της εχθρικής παρατάξεως, δεν θα απέκοπτε την υποχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του εχθρού προς τη Μαντίνεια ενώ, αν διέλυε το δεξιό του, θα παρεμβαλλόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους εχθρούς και στο καταφύγιό τους. 
 Ο πρώτος λοιπόν λόγος που έκαμε τον Επαμεινώνδα να μετακινήσει την παράταξή του προς τα δυτικά ήταν η πρόθεσή του να φέρει τους Βοιωτούς, που θα χρησιμοποιούσε ως δύναμη κρούσεως, απέναντι στο δεξιό των έχθρων και πιο κοντά τους. Συγχρόνως αυτή η μετακίνηση του έδωσε τη δυνατότητα να προσδώσει στο αριστερό της παρατάξεώς του το βάθος που ήθελε, χωρίς τούτο να γίνει αντιληπτό από τους αντιπάλους, αφού μάλιστα τους απάτησε ως προς τις προθέσεις του με ένα πρόσθετο στρατήγημα.
 Συγκεκριμένα ο στρατός του Επαμεινώνδα εξετέλεσε τις ακόλουθες κινήσεις. Η όλη παράταξη έστρεψε έπ' αριστερά και βάδισε προς τα ΒΔ. Όταν η κεφαλή της φάλαγγας έφθασε στους πρόποδες του Μύτικα, οι πρώτοι λόχοι των Βοιωτών κατέθεσαν τα όπλα και υποκρίθηκαν ότι ετοιμάζονταν να καταυλισθούν. Οι επόμενοι λόχοι προχωρούσαν και αυτοί προς τις υπώρειες του βουνού, αριστερά από τους προηγουμένους, σαν να πήγαιναν και αυτοί να στρατοπεδεύσουν. Οι εχθροί, βλέποντας αυτές τις κινήσεις, πείσθηκαν ότι ο Επαμεινώνδας δεν σκόπευε να επιτεθεί εκείνη την ημέρα, και έτσι έλυσαν τους ζυγούς, αφοπλίστηκαν και ετοιμάσθηκαν να γευματίσουν
Οι Αρκάδες πήραν θέση αμέσως πίσω από τους Βοιωτούς που φαίνονταν από τον εχθρό και στη συνέχεια τα άλλα συμμαχικά τμήματα. Όταν σταμάτησαν και οι Αργείοι, που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή, όλος ο στρατός του Επαμεινώνδα εξετέλεσε στροφή προς τα δεξιά. Τώρα όμως η παράταξή του παρουσίαζε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: δεν ήταν πια παράλληλη με την αντίπαλη, αλλά σχημάτιζε μαζί της μια γωνία, το ενισχυμένο κέρας της ήταν κοντά στο τμήμα της εχθρικής παρατάξεως που επρόκειτο να πλήξη και παρουσίαζε μια αιχμή προς την κατεύθυνσή του. Αν ο Επαμεινώνδας έδωσε στο ενισχυμένο κέρας βάθος 50 στοίχων, όπως στα Λεύκτρα, αυτό θα είχε μέτωπο 140 ασπίδων.
 Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με το βάθος και το μήκος του κέντρου και του δεξιού στηρίζονται σε παραδοχές εξαιρετικά ελαστικές και επί πλέον έχουν αγνοήσει το γεγονός ότι ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε άγνωστο αριθμό οπλιτών εκτός από τη φάλαγγα. Μπροστά από την παράταξη των οπλιτών πήρε θέση ο κύριος όγκος του ιππικού μαζί με «αμίππους», δηλαδή πεζούς με ελαφρό οπλισμό, ειδικά ασκημένους να συνεργάζονται στενά με το ιππικό. Τέλος κάπου παράμερα περίμενε το τμήμα προκαλύψεως πού, όπως είδαμε, αποτελούσαν ιππείς, ψιλοί και οπλίτες.
Η διαγώνια διάταξη που έδωσε ο Επαμεινώνδας στη φάλαγγα των οπλιτών του σε σχέση με την αντιμέτωπη αποτελεί μιαν από τις διαφορές που παρουσιάζει η μάχη της Μαντινείας σε σύγκριση με τη μάχη των Λεύκτρων. Αυτή η διάταξη εκφράζεται κυριολεκτικά με τον όρο «λοξή φάλαγξ», η χρησιμοποίηση του οποίου για τη μάχη των Λεύκτρων από τον Διόδωρο είναι αδικαιολόγητη και πρέπει να θεωρηθεί ως μία από τις συνηθισμένες ανακρίβειες που έχουν οι περιγραφές μαχών από τον Διόδωρο (που παρασύρεται από τον Έφoρo, από τον οποίον και αντλεί).
Η ιδέα της λοξής φάλαγγος προεκτείνει μιαν άλλη ιδέα του Επαμεινώνδα, περισσότερο βασική: την μη εμπλοκή στη μάχη του κέντρου και του δεξιού της παρατάξεώς του, η οποία υπαγορευόταν από διάφορους λόγους, με πρωταρχικό την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πίστη ή στις μαχητικές ικανότητες των συμμάχων. Χωρίς να συγκρούονται με τα αντίπαλα τμήματα, το κέντρο και το δεξιό τα κρατούσαν στη θέση τους εκπνέοντας τους τον φόβο ότι θα τα πρoσέβαλλαν και μάλιστα από τα πλάγια, αν επιχειρούσαν να μετακινηθούν για να βοηθήσουν το φίλιο κέρας που υπέφερε.
 Δεύτερη διαφορά ανάμεσα στις μάχες των Λεύκτρων και της Μαντινείας είναι η αιχμηρότης του ενισχυμένου κέρατος. Ωστόσο δεν πρόκειται για νεωτερισμό του Επαμεινώνδα. Πως είδαμε, ο Πελοπίδας διέρρηξε κοντά στην Τεγύρα παράταξη Λακεδαιμονίων με τον ιερό λόχο σε σχήμα σφήνας και ακόμη παλαιότερα ο Ιάσων των Φερών είχε πειραματιστεί με ρομβοειδείς συντάξεις ιππικού. Επίσης οι άμιπποι είχαν κάποιο παρελθόν. Τρίτη διαφορά ανάμεσα στις δύο μεγάλες μάχες του Επαμεινώνδα είναι η χρησιμοποιήσει στη δεύτερη από αυτές μεικτού αποσπάσματος προκαλύψεως. Με αυτό είχε σκοπό να παρεμποδίση τούς Αθηναίους να βοηθήσουν το κέρας της φιλίας παρατάξεως πού θα δεινοπαθούσε από τη δράση του ενισχυμένου εχθρικού κέρατος τέλος ο Επαμεινώνδας μεταχειρίσθηκε στη Μαντίνεια ένα τέχνασμα, για να εξαπατήσει τους εχθρούς ως προς τις προθέσεις του.
Έτσι τούς έκαμε να λύσουν τις γραμμές τους πριν από την επίθεσή του και να χα­λαρώσουν τον ψυχικό και πνευματικό τόνο τους.
Μόλις συμπληρώθηκαν οι μετακινήσεις και αναδιατάξεις των τμημάτων του, ο Επαμεινώνδας έδωσε το σύνθημα της επιθέσεως αιφνιδιάζοντας τούς εχθρούς. Όσoι δεν είχαν ακόμη αφοπλισθεί έτρεχαν στις θέσεις τους οι άλλοι φορούσαν βιαστικά τις πανοπλίες τους οι ιππείς χαλίνωναν τα άλογα. «Και όλοι έμοιαζαν με ανθρώπους πού μάλλον περίμεναν να πάθουν παρά να προξενήσουν κακό». Εν τω μεταξύ τα τμήματα του Επαμεινώνδα ξεκινούσαν. Στο αριστερό προπορευόταν ένα ισχυρό απόσπασμα ιππικού, ίσως από 1.500 άνδρες, σε σχήμα εμβόλου, που συνοδευόταν από ισάριθμους αμίππους. Πίσω βάδιζε το ενισχυμένο αριστερό της φάλαγγος των οπλιτών, επίσης σαν έμβολο τα τμήματα που σχημάτιζαν το κέντρο και το δεξιό διατάχθηκαν κλιμακωτά και προχωρούσαν διατηρώντας τη λοξότητα της παρατάξεώς τους. Συγχρόνως το μικτό απόσπασμα προκαλύψεως εξορμούσε προς την κατεύθυνση των Αθηναίων με εντολή να τούς εμποδίσει να βοηθήσουν το δεξιό της φιλίας παρατάξεως, πού επρόκειτο να δεχθεί το κύριο βάρος της επιθέσεως.
Αυτό το απόσπασμα χωρίσθηκε σε δύο ομάδες : η μία, πού είχε πολλούς ιππείς, ίσως περισσότερους από 1.000, και ισάριθμους αμίππους, εξαπέλυσε μετωπική επίθεση εναντίον του αθηναϊκού ιππικού η άλλη, πού είχε κυρίως ψιλούς (Αινιάνες, Μαλιείς και άλλους ορεσίβιους) και οπλίτες (Ευβοείς) και λιγότερους ιππείς, έσπευσε να καταλάβει υψώματα στο αριστερό των Αθηναίων.
 Όπως είδαμε, οι αντίπαλοι διέθεταν συνολικά 2.000 ιππείς. Από αυτούς καλύτεροι ήταν οι Αθηναίοι. Οι υπόλοιποι ήταν πολύ κατώτεροι από τούς Θεσσαλούς και τους Βοιωτούς. Επί πλέον δεν είχαν την υποστήριξη αμίππων και δεν ήταν ασκημένοι για να αντιμετωπίζουν συνδυασμένες επιθέσεις ιππέων και ψιλών. Τέλος είχαν παραταχθεί, μπροστά από τα δύο κέρατα της φάλαγγος των οπλιτών, κατά τον συνηθισμένο τρόπο, δηλαδή σε βάθος 6 ίππων. Για όλους αυτούς τούς λόγους υπέκυψαν στις επιθέσεις των Βοιωτών και των Θεσσαλών. Τι απέγιναν οι Λακεδαιμόνιοι και οι ιππείς, πού είχαν παραταχθεί στο δεξιό του αντιβοιωτικού συνασπισμού, δεν γνωρίζουμε. Για τούς Αθηναίους πού κάλυπταν τους πεζούς συμπολίτες τους, στο αριστερό, αναφέρεται ότι υποχώρησαν με τάξη όχι προς τα πίσω, όπως ήθελαν οι εχθροί, οπότε τα άλογά τους θα καταπατούσαν τούς οπλίτες, αλλά προς τα πλάγια, έξω από το κέρας. Οι Βοιωτοί ιππείς εγκατέλειψαν την καταδίωξή τους και στράφηκαν εναντίον των Αθηναίων οπλιτών, επιδιώκοντας να τούς υπερφαλαγγίσουν. 
 Συγχρόνως κινήθηκαν με τον ίδιο σκοπό οι ψιλοί, οι οπλίτες και οι ιππείς που είχαν προκαταλάβει τα υψώματα. Οι αμυνόμενοι άρχιζαν να κάμπτονται, όταν κατέφθασε απόσπασμα Ηλείων ιππέων, που φαίνεται ότι εκτελούσε χρέη εφεδρείας. Αυτοί απέκρουσαν τους Βοιωτούς, αφού τους προκάλεσαν απώλειες. Τον ίδιο καιρό το αθηναϊκό ιππικό επενέβαινε πάλι στη μάχη και εξόντωνε τα εχθρικά τμήματα που έρχονταν από τα υψώματα.
Ενώ οι Αθηναίοι, ενισχυμένοι από το ιππικό των Ηλείων, απέκρουαν τελικά την εναντίον τους επίθεση, οι  Αρκάδες και οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες, στο άλλο άκρο της παρατάξεως, υπέκυπταν, αφού δέχθηκαν πρώτα το βάρος του εχθρικού ιππικού, που είχε πια απωθήσει το φίλιο, και στη συνέχεια των Βοιωτών οπλιτών που κατέφθασαν πυκνά συνταγμένοι σε σχήμα εμβόλου. Οι τάξεις των αμυνόμενων αραίωσαν από την ώθηση, τις διεισδύσεις των επιτιθεμένων, τους βαρείς τραυματισμούς, τους θανάτους, τις υποχωρήσεις τέλος υπέκυψαν και παρέσυραν το κέντρο της παρατάξεώς τους που δεν είχε υποστεί καμία επίθεση ως τώρα. Εκείνη όμως τη στιγμή τραυματίσθηκε θανάσιμα ο Επαμεινώνδας και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο, όπου εξέπνευσε. Οι άνδρες του έχασαν το θάρρος τους καθώς μάθαιναν το κακό, σταματούσαν τη δίωξη των αντιπάλων και γύριζαν πίσω με φόβο, σαν να είχαν ηττηθεί στον δρόμο τους διασταυρώνονταν με στρατιώτες εχθρικών τμημάτων που μόλις τότε άρχισαν να υποχωρούν, αλλά τους άφηναν να περνούν χωρίς να τους οχλήσουν. Μόνο μερικά τμήματα αμίππων που προχώρησαν πολύ βαθιά στα νώτα του εχθρού δεν αντελήφθησαν τι γινόταν, απομονώθηκαν ενώ προσήγγιζαν τους Αθηναίους και οι πιο πολλοί σκοτώθηκαν από αυτούς.
Έτσι καμία παράταξη δεν νίκησε στο σύνολό της. Νικητές και ηττημένοι υπήρχαν και στις δύο πλευρές. Οι Θηβαίοι από τη μία και οι Αθηναίοι από την άλλη θεώρησαν τους εαυτούς των νικητές, επειδή έμειναν κύριοι του πεδίου, στο οποίο πολέμησαν και όπου βρίσκονταν πολλοί νεκροί των αντιπάλων, έστησαν μάλιστα και τρόπαια. Οι ίδιοι όμως είχαν αφήσει νεκρούς σε σημεία του πεδίου της μάχης που εγκατέλειψαν. Σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, αίτηση ανακωχής για την ταφή των νεκρών σήμαινε αναγνώριση της ήττας. Έπειτα από δισταγμούς, πρώτοι έκαμαν σχετικό διάβημα οι Λακεδαιμόνιοι και έτσι δόθηκε αφορμή για να κλεισθεί γενική συμφωνία ανταλλαγής των πεσόντων.

 πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών)



Οριστικοποίηση του Ηλεκτρονικού Μηχανογραφικού Δελτίου των υποψηφίων των Πανελλαδικών Εξετάσεων



Δελτίο Τύπου                                             03/07/2012
Οριστικοποίηση του Ηλεκτρονικού Μηχανογραφικού Δελτίου των υποψηφίων των Πανελλαδικών Εξετάσεων

Για τη διευκόλυνση των Υποψηφίων των Πανελλαδικών Εξετάσεων ώστε να οριστικοποιήσουν τις επιλογές τους στο μηχανογραφικό δελτίο,  η Διεύθυνση Οργάνωσης & Διεξαγωγής Εξετάσεων, του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού απέστειλε σήμερα εγκύκλιο προς τους Διευθυντές των Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων της χώρας.
Με την εγκύκλιο αυτή  (το κείμενο της οποίας παρατίθεται στο τέλος του Δελτίου Τύπου) επισημαίνεται ότι:
·         Οι υποψήφιοι έχουν τη δυνατότητα να οριστικοποιήσουν το μηχανογραφικό τους έως τις 5 Ιουλίου 2012
·         Οι Διευθυντές παρακαλούνται να βοηθήσουν τους υποψηφίους στη διαδικασία οριστικοποίησης του μηχανογραφικού
·         Υπάρχουν ειδικές τηλεφωνικές γραμμές και διεύθυνση e-mail στις οποίες μπορούν να απευθυνθούν για να επιλύσουν τεχνικά θέματα.

Το κείμενο της εγκυκλίου είναι το εξής:
Παρακαλούνται οι Διευθυντές των Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων να εντοπίσουν μέσω της εφαρμογής των Ηλεκτρονικών Μηχανογραφικών Δελτίων (exams.minedu.gov.gr) τους υποψηφίους της Σχολικής τους Μονάδας, οι οποίοι δεν έχουν οριστικοποιήσει το μηχανογραφικό τους δελτίο και να επικοινωνήσουν άμεσα μαζί τους ενημερώνοντάς τους για την προθεσμία οριστικοποίησης του μηχανογραφικού δελτίου, που λήγει στις 5 Ιουλίου 2012, επισημαίνοντας ότι πέραν αυτής της προθεσμίας η οριστικοποίηση δεν θα γίνεται δεκτή από το σύστημα.

Συγκεκριμένα, οι Διευθυντές θα κάνουν login στο exams.minedu.gov.gr ως Σχολική Μονάδα και θα ελέγξουν το εικονίδιο που βρίσκεται πριν από τα ονομαστικά στοιχεία του υποψηφίου:
·      Αν είναι  (ΛΟΥΚΕΤΟ ΞΕΚΛΕΙΔΩΤΟ), σημαίνει ότι ο υποψήφιος δεν έχει αποθηκεύσει κανένα μηχανογραφικό δελτίο (ούτε προσωρινό).
·      Αν είναι  (ΠΡΑΣΙΝΟ ΤΙΚ), σημαίνει ότι ο υποψήφιος έχει αποθηκεύσει προσωρινά το μηχανογραφικό του δελτίο, αλλά δεν έχει οριστικοποιήσει.
·      Αν είναι  (ΛΟΥΚΕΤΟ ΚΛΕΙΔΩΜΕΝΟ), σημαίνει ότι ο υποψήφιος έχει οριστικοποιήσει το μηχανογραφικό του δελτίο.

Συγκεντρωτικά στοιχεία για τις παραπάνω κατηγορίες εμφανίζονται στο κάτω μέρος της οθόνης.
Για τεχνικά θέματα μπορείτε να επικοινωνείτε στα ακόλουθα τηλέφωνα: 2103442044, 2103443856, και 2103442934, ή μέσω μηνύματος στην ηλεκτρονική διεύθυνση: examshd@minedu.gov.gr













Προλεγόμενα στα «Πολιτικά» του Αριστοτέλους (ΜΕΡΟΣ Δ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-κλασσικου φιλολόγου-




Την έλλειψιν αυτήν ήθελεν αναπληρώσει μετά την πάροδον χιλίων οκτακοσίων ετών η τυπογραφία. Το αδύνατον της συναγωγής ήτο δικαιολογημένον. Την αμέλειαν όμως να μη μεταχειρισθώσι ουδέ τας συναγμένας εστί αδιακιολόγητον. Αφού ευρέθη η τυπογραφία, εσυνάχθησαν όλαι αι γνωσταί και εγνωρίσθησαν άλλαι πολλόταται νέαι αλήθειαι. Αλλά εφάνησαν τόσον πρόθυμοι να ωφεληθώσι απ’ όλας αυτάς, οι άνθρωποι;