Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ


(τέλος Ιουνίου ή αρχή Ιουλίου του 362 π.Χ.)


 

 

      Ο Επαμεινώνδας έδωσε εντολή σε ένα τμήμα ιππικού να διατηρήσει όλη τη νύκτα φωτιές σε ένα ύψωμα ορατό από τη Σπάρτη και οδήγησε τον κύριο όγκο του στρατού του με μεγάλη ταχύτητα πίσω στην Τεγέα. Φθάνοντας εκεί, επέτρεψε στους πεζούς να αναπαυθούν και διέταξε τους ιππείς να συνεχίσουν την προέλασή τους ως τη Μαντίνεια, για να κατακάψουν τα βοσκήματα, να καταστρέψουν τα σπαρτά και να αιχμαλωτίσουν ή να σκοτώσουν τους ανθρώπους που θα βρίσκονταν στην ύπαιθρο (ήταν εποχή θερισμού).
 Οι Θηβαίοι ιππείς έφθασαν στα σύνορα της Μαντινείας σχεδόν συγχρόνως με την είσοδο σ' αυτή την πόλη των Αθηναίων ιππέων, οι οποίοι διήνυσαν με μεγάλη σπουδή την απόσταση από την Ελευσίνα ως εκεί. Οι Αθηναίοι, μ' όλο που δεν είχαν ακόμη γευματίσει ούτε είχαν δώσει τροφή στα άλογά τους, δέχθηκαν να αντιπαραταχθούν στους αριθμητικά και ποιοτικά υπέρτερους Βοιωτούς και Θεσσαλούς: εξόρμησαν από τις πύλες, απώθησαν τους εχθρούς και έσωσαν τους ανθρώπους που βρίσκονταν στην ύπαιθρο, καθώς και τα ζώα και τα γεννήματα των Μαντινέων.

Σε λίγο έφθασαν στη Μαντίνεια και οι Αθηναίοι οπλίτες, 6.000 άνδρες, με αρχηγό τον Ηγησίλεω. Με αυτούς οι εκεί συγκεντρωμένες αντιβοιωτικες δυνάμεις συμποσώθηκαν σε 20.000 πεζούς και ως 2.000 ιππείς.
 Η είσοδος των Αθηναίων πεζών στη Μαντίνεια απετέλεσε μίαν ακόμη αποτυχία του Επαμεινώνδα, που από την αρχή της εκστρατείας αυτής δεν σημείωσε καμία επιτυχία. Εν τω μεταξύ πλησίαζε να λήξη η προθεσμία που του είχε δοθεί, για να περατώση αυτή την εκστρατεία, ίσως έπειτα από αντίσταση Βοιωτών που είχαν κηρυχθεί εναντίον της νέας πολεμικής περιπέτειας και επέτυχαν τουλάχιστον να περιορίσουν τη διάρκειά της. Έτσι ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να επιτεθεί το ταχύτερο εναντίον των εχθρών και να τους πλήξη όσο γινόταν πιο συντριπτικά, ώστε και να τους εμποδίσει να καταβάλουν τους Πελοποννησίους συμμάχους των Βοιωτών μετά την αποχώρησή του και ο ίδιος να διατηρήσει το κύρος του μεταξύ των Βοιωτών και των συμμάχων τους.
Η Τεγέα και η Μαντίνεια βρίσκονται μέσα σε μία πεδιάδα του αρκαδικού υψιπέδου που έχει μήκος 29 χιλιόμετρα και πλάτος που ποικίλλει από 18 χιλιόμετρα ως 1.800 μέτρα (ανάμεσα στις υψομετρικές καμπύλες των 640 μέτρων). Οι δύο πόλεις απείχαν μόλις 17,5 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή. Το στενότερο μέρος της πεδιάδος βρίσκεται σε απόσταση 11 χιλιομέτρων βόρεια από την Τεγέα και 6,5 νότια από τη Μαντίνεια. Ανατολικά και δυτικά από το στενό υψώνονται απότομα δύο βουνά: ανατολικά με άξονα Β. - Ν. η Καπνίστρα, που αποτελεί ένα αντέρεισμα του Παρθενίου, δυτικά ο Μύτικας, ένας πρόβολος του Μαινάλου. Βόρεια από το στενό εκτεινόταν ένα δάσος. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούσαν αυτή τη θέση μια θαυμάσια γραμμή άμυνας της Μαντινείας εναντίον επιθέσεως από Ν.
Οι αμυνόμενοι μπορούσαν να εκμεταλλευθούν την κάλυψη του δάσους, για να αποκρύψουν τις κινήσεις τους, τη στενότητα του χώρου, για να εξουδετερώσουν ενδεχόμενη αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, τα υψώματα από τις δύο μεριές του στενού, για να στηρίξουν τις πτέρυγές τους και για να αποφύγουν κύκλωση.
Ο Επαμεινώνδας έθεσε σε κίνηση τα τμήματά του το πρωινό της 27ης Ιουνίου (ή της 4ης Ιουλίου;) με κατεύθυνση προς Β. Όταν έφθασε περίπου στη θέση που σήμερα λέγεται Άγιος Βασίλειος (5 -5,5 χλμ. βόρεια από την Τεγέα, 4 χλμ. ανατολικά από την Τρίπολη) ή λίγο βορειότερα, ως περίπου το ύψος της θέσεως Βοσούνα ή Πέλαγος (7 χλμ. βόρεια από την Τεγέα), σταμάτησε την προέλασή του και παρέταξε τις δυνάμεις του με μέτωπο προς Β. με την ακόλουθη σειρά: αριστερά τους Βοιωτούς, στη συνέχεια τους Αρκάδες, έπειτα άλλους Πελοποννησίους, τους Στερεοελλαδίτες, τέλος τους Αργείους, ως πολύ κοντά στις υπώρειες της Καπνίστρας. Μπροστά από τα κέρατα τοποθετήθηκαν αποσπάσματα ιππικού. Άλλοι ιππείς καθώς και ψιλοί και οπλίτες προωθήθηκαν λίγο βορειότερα, για να αποτελέσουν προκάλυψη του κυρίου σώματος.
Τα στρατεύματα του αντίπαλου συνασπισμού κατέλαβαν το στενό: δεξιά οι Μαντινείς και άλλοι Αρκάδες, έπειτα οι Λακεδαιμόνιοι και οι μισθοφόροι τους, στη συνέχεια οι Ηλείοι, οι Αχαιοί, διάφορα μικρά τμήματα, τέλος οι Αθηναίοι. Οι ιππείς τοποθετήθηκαν μπροστά από τους πεζούς: οι Σπαρτιάτες και οι Ηλείοι στο δεξιό, οι Αθηναίοι στο αριστερό. Οι Λακεδαιμόνιοι που έλαβαν μέρος στη μάχη ήταν εκείνοι που έφθασαν στη Μαντίνεια πριν από την εισβολή του Επαμεινώνδα στη Σπάρτη. Οι 9 λόχοι που αποπειράθηκε να οδηγήσει στη Μαντίνεια ο Αγησίλαος επέστρεψαν στη Σπάρτη και την υπερασπίσθηκαν εναντίον του Επαμεινώνδα. 
Έπειτα από αυτή τη δράση τους δεν γίνεται λόγος γι' αυτούς ούτε για τον Αγησίλαο. Φαίνεται λοιπόν ότι έμειναν στη Σπάρτη όχι μόνο με τον σκοπό να προλάβουν νέα επιδρομή του Επαμεινώνδα, αλλά και γιατί η σπαρτιατική κυβέρνηση ήξερε πια τον όγκο των εχθρικών δυνάμεων που παρεμβάλλονταν ανάμεσα στη Λακωνία και στη Μαντίνεια.
Ο Επαμεινώνδας δεν άφησε τον στρατό του στη θέση που τον παρέταξε αρχικά, αλλά τον μετακίνησε προς ΒΔ., στις υπώρειες του Μύτικα. Δεν γνωρίζουμε αν είχε προμελετήσει τις διαδοχικές κινήσεις του ή αν τις αποφάσισε έπειτα από επιτόπια μελέτη των τοπογραφικών και τακτικών δεδομένων. Πάντως είναι βέβαιο ότι η αλλαγή θέσεως του προσέφερε σημαντικά πλεονεκτήματα, η διαπίστωση των οποίων μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τη σκέψη του Θηβαίου στρατηγού.
 Όπως θα δούμε, κατά τη μάχη της Μαντινείας ο Επαμεινώνδας διέρρηξε την εχθρική παράταξη ρίχνοντας επάνω σε ορισμένο σημείο της ένα ογκώδες τμήμα του στρατού του με στενό μέτωπο και μεγάλο βάθος. Πρέπει λοιπόν να θεωρηθεί ως απόλυτα βέβαιο ότι αυτό το στοιχείο απετέλεσε από την αρχή αφετηρία και βάση των σχεδίων του. Αλλά μόνο στο πεδίο της μάχης και μπροστά στην εχθρική παράταξη μπορούσε να επιλέξει το κατάλληλο σημείο που θα επιδίωκε να πλήξη. Όπως είχε δείξει η πείρα, αυτό το σημείο έπρεπε να είναι το ισχυρότερο. Στην παράταξη που αντιμετώπιζε τώρα ο Επαμεινώνδας υπήρχαν δύο ισχυρά σημεία: η αριστερά του εχθρού, όπου παρατάσσονταν οι Αθηναίοι, και η δεξιά του, όπου είχαν λάβει θέση οι Μαντινείς και άλλοι βόρειοι Αρκάδες, οι λίγοι Λακεδαιμόνιοι και οι μισθοφόροι των Λακεδαιμονίων.
 Ο Επαμεινώνδας προτίμησε να κλονίσει το δεύτερο, επειδή, όπως έχει εύλογα υποτεθεί, βρισκόταν πολύ κοντά στον δρόμο της Μαντινείας και πλησιέστερα προς αυτή την πόλη: έτσι, αν διέλυε το αριστερό της εχθρικής παρατάξεως, δεν θα απέκοπτε την υποχώρηση του μεγαλύτερου τμήματος του εχθρού προς τη Μαντίνεια ενώ, αν διέλυε το δεξιό του, θα παρεμβαλλόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους εχθρούς και στο καταφύγιό τους. 
 Ο πρώτος λοιπόν λόγος που έκαμε τον Επαμεινώνδα να μετακινήσει την παράταξή του προς τα δυτικά ήταν η πρόθεσή του να φέρει τους Βοιωτούς, που θα χρησιμοποιούσε ως δύναμη κρούσεως, απέναντι στο δεξιό των έχθρων και πιο κοντά τους. Συγχρόνως αυτή η μετακίνηση του έδωσε τη δυνατότητα να προσδώσει στο αριστερό της παρατάξεώς του το βάθος που ήθελε, χωρίς τούτο να γίνει αντιληπτό από τους αντιπάλους, αφού μάλιστα τους απάτησε ως προς τις προθέσεις του με ένα πρόσθετο στρατήγημα.
 Συγκεκριμένα ο στρατός του Επαμεινώνδα εξετέλεσε τις ακόλουθες κινήσεις. Η όλη παράταξη έστρεψε έπ' αριστερά και βάδισε προς τα ΒΔ. Όταν η κεφαλή της φάλαγγας έφθασε στους πρόποδες του Μύτικα, οι πρώτοι λόχοι των Βοιωτών κατέθεσαν τα όπλα και υποκρίθηκαν ότι ετοιμάζονταν να καταυλισθούν. Οι επόμενοι λόχοι προχωρούσαν και αυτοί προς τις υπώρειες του βουνού, αριστερά από τους προηγουμένους, σαν να πήγαιναν και αυτοί να στρατοπεδεύσουν. Οι εχθροί, βλέποντας αυτές τις κινήσεις, πείσθηκαν ότι ο Επαμεινώνδας δεν σκόπευε να επιτεθεί εκείνη την ημέρα, και έτσι έλυσαν τους ζυγούς, αφοπλίστηκαν και ετοιμάσθηκαν να γευματίσουν
Οι Αρκάδες πήραν θέση αμέσως πίσω από τους Βοιωτούς που φαίνονταν από τον εχθρό και στη συνέχεια τα άλλα συμμαχικά τμήματα. Όταν σταμάτησαν και οι Αργείοι, που αποτελούσαν την οπισθοφυλακή, όλος ο στρατός του Επαμεινώνδα εξετέλεσε στροφή προς τα δεξιά. Τώρα όμως η παράταξή του παρουσίαζε τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: δεν ήταν πια παράλληλη με την αντίπαλη, αλλά σχημάτιζε μαζί της μια γωνία, το ενισχυμένο κέρας της ήταν κοντά στο τμήμα της εχθρικής παρατάξεως που επρόκειτο να πλήξη και παρουσίαζε μια αιχμή προς την κατεύθυνσή του. Αν ο Επαμεινώνδας έδωσε στο ενισχυμένο κέρας βάθος 50 στοίχων, όπως στα Λεύκτρα, αυτό θα είχε μέτωπο 140 ασπίδων.
 Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί αναφορικά με το βάθος και το μήκος του κέντρου και του δεξιού στηρίζονται σε παραδοχές εξαιρετικά ελαστικές και επί πλέον έχουν αγνοήσει το γεγονός ότι ο Επαμεινώνδας χρησιμοποίησε άγνωστο αριθμό οπλιτών εκτός από τη φάλαγγα. Μπροστά από την παράταξη των οπλιτών πήρε θέση ο κύριος όγκος του ιππικού μαζί με «αμίππους», δηλαδή πεζούς με ελαφρό οπλισμό, ειδικά ασκημένους να συνεργάζονται στενά με το ιππικό. Τέλος κάπου παράμερα περίμενε το τμήμα προκαλύψεως πού, όπως είδαμε, αποτελούσαν ιππείς, ψιλοί και οπλίτες.
Η διαγώνια διάταξη που έδωσε ο Επαμεινώνδας στη φάλαγγα των οπλιτών του σε σχέση με την αντιμέτωπη αποτελεί μιαν από τις διαφορές που παρουσιάζει η μάχη της Μαντινείας σε σύγκριση με τη μάχη των Λεύκτρων. Αυτή η διάταξη εκφράζεται κυριολεκτικά με τον όρο «λοξή φάλαγξ», η χρησιμοποίηση του οποίου για τη μάχη των Λεύκτρων από τον Διόδωρο είναι αδικαιολόγητη και πρέπει να θεωρηθεί ως μία από τις συνηθισμένες ανακρίβειες που έχουν οι περιγραφές μαχών από τον Διόδωρο (που παρασύρεται από τον Έφoρo, από τον οποίον και αντλεί).
Η ιδέα της λοξής φάλαγγος προεκτείνει μιαν άλλη ιδέα του Επαμεινώνδα, περισσότερο βασική: την μη εμπλοκή στη μάχη του κέντρου και του δεξιού της παρατάξεώς του, η οποία υπαγορευόταν από διάφορους λόγους, με πρωταρχικό την έλλειψη εμπιστοσύνης στην πίστη ή στις μαχητικές ικανότητες των συμμάχων. Χωρίς να συγκρούονται με τα αντίπαλα τμήματα, το κέντρο και το δεξιό τα κρατούσαν στη θέση τους εκπνέοντας τους τον φόβο ότι θα τα πρoσέβαλλαν και μάλιστα από τα πλάγια, αν επιχειρούσαν να μετακινηθούν για να βοηθήσουν το φίλιο κέρας που υπέφερε.
 Δεύτερη διαφορά ανάμεσα στις μάχες των Λεύκτρων και της Μαντινείας είναι η αιχμηρότης του ενισχυμένου κέρατος. Ωστόσο δεν πρόκειται για νεωτερισμό του Επαμεινώνδα. Πως είδαμε, ο Πελοπίδας διέρρηξε κοντά στην Τεγύρα παράταξη Λακεδαιμονίων με τον ιερό λόχο σε σχήμα σφήνας και ακόμη παλαιότερα ο Ιάσων των Φερών είχε πειραματιστεί με ρομβοειδείς συντάξεις ιππικού. Επίσης οι άμιπποι είχαν κάποιο παρελθόν. Τρίτη διαφορά ανάμεσα στις δύο μεγάλες μάχες του Επαμεινώνδα είναι η χρησιμοποιήσει στη δεύτερη από αυτές μεικτού αποσπάσματος προκαλύψεως. Με αυτό είχε σκοπό να παρεμποδίση τούς Αθηναίους να βοηθήσουν το κέρας της φιλίας παρατάξεως πού θα δεινοπαθούσε από τη δράση του ενισχυμένου εχθρικού κέρατος τέλος ο Επαμεινώνδας μεταχειρίσθηκε στη Μαντίνεια ένα τέχνασμα, για να εξαπατήσει τους εχθρούς ως προς τις προθέσεις του.
Έτσι τούς έκαμε να λύσουν τις γραμμές τους πριν από την επίθεσή του και να χα­λαρώσουν τον ψυχικό και πνευματικό τόνο τους.
Μόλις συμπληρώθηκαν οι μετακινήσεις και αναδιατάξεις των τμημάτων του, ο Επαμεινώνδας έδωσε το σύνθημα της επιθέσεως αιφνιδιάζοντας τούς εχθρούς. Όσoι δεν είχαν ακόμη αφοπλισθεί έτρεχαν στις θέσεις τους οι άλλοι φορούσαν βιαστικά τις πανοπλίες τους οι ιππείς χαλίνωναν τα άλογα. «Και όλοι έμοιαζαν με ανθρώπους πού μάλλον περίμεναν να πάθουν παρά να προξενήσουν κακό». Εν τω μεταξύ τα τμήματα του Επαμεινώνδα ξεκινούσαν. Στο αριστερό προπορευόταν ένα ισχυρό απόσπασμα ιππικού, ίσως από 1.500 άνδρες, σε σχήμα εμβόλου, που συνοδευόταν από ισάριθμους αμίππους. Πίσω βάδιζε το ενισχυμένο αριστερό της φάλαγγος των οπλιτών, επίσης σαν έμβολο τα τμήματα που σχημάτιζαν το κέντρο και το δεξιό διατάχθηκαν κλιμακωτά και προχωρούσαν διατηρώντας τη λοξότητα της παρατάξεώς τους. Συγχρόνως το μικτό απόσπασμα προκαλύψεως εξορμούσε προς την κατεύθυνση των Αθηναίων με εντολή να τούς εμποδίσει να βοηθήσουν το δεξιό της φιλίας παρατάξεως, πού επρόκειτο να δεχθεί το κύριο βάρος της επιθέσεως.
Αυτό το απόσπασμα χωρίσθηκε σε δύο ομάδες : η μία, πού είχε πολλούς ιππείς, ίσως περισσότερους από 1.000, και ισάριθμους αμίππους, εξαπέλυσε μετωπική επίθεση εναντίον του αθηναϊκού ιππικού η άλλη, πού είχε κυρίως ψιλούς (Αινιάνες, Μαλιείς και άλλους ορεσίβιους) και οπλίτες (Ευβοείς) και λιγότερους ιππείς, έσπευσε να καταλάβει υψώματα στο αριστερό των Αθηναίων.
 Όπως είδαμε, οι αντίπαλοι διέθεταν συνολικά 2.000 ιππείς. Από αυτούς καλύτεροι ήταν οι Αθηναίοι. Οι υπόλοιποι ήταν πολύ κατώτεροι από τούς Θεσσαλούς και τους Βοιωτούς. Επί πλέον δεν είχαν την υποστήριξη αμίππων και δεν ήταν ασκημένοι για να αντιμετωπίζουν συνδυασμένες επιθέσεις ιππέων και ψιλών. Τέλος είχαν παραταχθεί, μπροστά από τα δύο κέρατα της φάλαγγος των οπλιτών, κατά τον συνηθισμένο τρόπο, δηλαδή σε βάθος 6 ίππων. Για όλους αυτούς τούς λόγους υπέκυψαν στις επιθέσεις των Βοιωτών και των Θεσσαλών. Τι απέγιναν οι Λακεδαιμόνιοι και οι ιππείς, πού είχαν παραταχθεί στο δεξιό του αντιβοιωτικού συνασπισμού, δεν γνωρίζουμε. Για τούς Αθηναίους πού κάλυπταν τους πεζούς συμπολίτες τους, στο αριστερό, αναφέρεται ότι υποχώρησαν με τάξη όχι προς τα πίσω, όπως ήθελαν οι εχθροί, οπότε τα άλογά τους θα καταπατούσαν τούς οπλίτες, αλλά προς τα πλάγια, έξω από το κέρας. Οι Βοιωτοί ιππείς εγκατέλειψαν την καταδίωξή τους και στράφηκαν εναντίον των Αθηναίων οπλιτών, επιδιώκοντας να τούς υπερφαλαγγίσουν. 
 Συγχρόνως κινήθηκαν με τον ίδιο σκοπό οι ψιλοί, οι οπλίτες και οι ιππείς που είχαν προκαταλάβει τα υψώματα. Οι αμυνόμενοι άρχιζαν να κάμπτονται, όταν κατέφθασε απόσπασμα Ηλείων ιππέων, που φαίνεται ότι εκτελούσε χρέη εφεδρείας. Αυτοί απέκρουσαν τους Βοιωτούς, αφού τους προκάλεσαν απώλειες. Τον ίδιο καιρό το αθηναϊκό ιππικό επενέβαινε πάλι στη μάχη και εξόντωνε τα εχθρικά τμήματα που έρχονταν από τα υψώματα.
Ενώ οι Αθηναίοι, ενισχυμένοι από το ιππικό των Ηλείων, απέκρουαν τελικά την εναντίον τους επίθεση, οι  Αρκάδες και οι Λακεδαιμόνιοι οπλίτες, στο άλλο άκρο της παρατάξεως, υπέκυπταν, αφού δέχθηκαν πρώτα το βάρος του εχθρικού ιππικού, που είχε πια απωθήσει το φίλιο, και στη συνέχεια των Βοιωτών οπλιτών που κατέφθασαν πυκνά συνταγμένοι σε σχήμα εμβόλου. Οι τάξεις των αμυνόμενων αραίωσαν από την ώθηση, τις διεισδύσεις των επιτιθεμένων, τους βαρείς τραυματισμούς, τους θανάτους, τις υποχωρήσεις τέλος υπέκυψαν και παρέσυραν το κέντρο της παρατάξεώς τους που δεν είχε υποστεί καμία επίθεση ως τώρα. Εκείνη όμως τη στιγμή τραυματίσθηκε θανάσιμα ο Επαμεινώνδας και οδηγήθηκε στο στρατόπεδο, όπου εξέπνευσε. Οι άνδρες του έχασαν το θάρρος τους καθώς μάθαιναν το κακό, σταματούσαν τη δίωξη των αντιπάλων και γύριζαν πίσω με φόβο, σαν να είχαν ηττηθεί στον δρόμο τους διασταυρώνονταν με στρατιώτες εχθρικών τμημάτων που μόλις τότε άρχισαν να υποχωρούν, αλλά τους άφηναν να περνούν χωρίς να τους οχλήσουν. Μόνο μερικά τμήματα αμίππων που προχώρησαν πολύ βαθιά στα νώτα του εχθρού δεν αντελήφθησαν τι γινόταν, απομονώθηκαν ενώ προσήγγιζαν τους Αθηναίους και οι πιο πολλοί σκοτώθηκαν από αυτούς.
Έτσι καμία παράταξη δεν νίκησε στο σύνολό της. Νικητές και ηττημένοι υπήρχαν και στις δύο πλευρές. Οι Θηβαίοι από τη μία και οι Αθηναίοι από την άλλη θεώρησαν τους εαυτούς των νικητές, επειδή έμειναν κύριοι του πεδίου, στο οποίο πολέμησαν και όπου βρίσκονταν πολλοί νεκροί των αντιπάλων, έστησαν μάλιστα και τρόπαια. Οι ίδιοι όμως είχαν αφήσει νεκρούς σε σημεία του πεδίου της μάχης που εγκατέλειψαν. Σύμφωνα με τις ελληνικές αντιλήψεις, αίτηση ανακωχής για την ταφή των νεκρών σήμαινε αναγνώριση της ήττας. Έπειτα από δισταγμούς, πρώτοι έκαμαν σχετικό διάβημα οι Λακεδαιμόνιοι και έτσι δόθηκε αφορμή για να κλεισθεί γενική συμφωνία ανταλλαγής των πεσόντων.

 πηγή: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτικής Αθηνών)

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him