Ο Γ. Μιστριώτης και το γλωσσικό ζήτημα




 
Η γλώσσα αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην διατήρηση του ελληνισμού αλλά και στη διαμόρφωση και την ανάδειξη του ελληνικού έθνους κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής. Αποτέλεσε επίσης έμπρακτη απόδειξη της ελληνικής ταυτότητας στα μάτια της υπόλοιπης Ευρώπης, ως συνέχεια της αρχαίας ελληνικής που τόσο θαυμάζει πλέον η Ευρωπαϊκή διανόηση. Ο προβληματισμός που επικρατεί είναι αν η μορφή της γλώσσας που θα προωθηθεί ως πρότυπη εθνική θα είναι βασισμένη στη διαμορφούμενη καθομιλουμένη ή αν αυτός ο ρόλος ανήκει στην αρχαία γραπτή με τη συνεχή παράδοση και το εγγενές κύρος που αυτή διαθέτει. Η ανομοιογένεια των ομιλούμενων διαλέκτων στον ελληνικό χώρο, το βάρος του παρελθόντος που η ελληνική γλώσσα κουβαλά, η αναβίωση των κλασσικών γραμμάτων στην Ευρώπη, τα εκφοβιστικά για πολλούς γλωσσικά δάνεια, ιδιαίτερα τα τουρκικά, που έφερε η προφορική γλώσσα, η αγωνία για εθνικό αυτοπροσδιορισμό και η νοσταλγία για το χαμένο παρελθόν γέρνουν την πλάστιγγα υπέρ της αρχαΐζουσας γλώσσας που επικύρωνε τη συνέχεια με την ένδοξη αρχαιότητα. Ο προσδιορισμός αυτός της επίσημης γλώσσας του νεοσύστατου κράτους σηματοδοτεί το γλωσσικό πρόβλημα που θα εξελιχθεί σε ακραίες μορφές και πρωτόγνωρη οξύτητα. Οι επικρατούσες απόψεις ήταν από τη μια πλευρά η επιστροφή στην γνήσια προγονική αρχαία γλώσσα και από την άλλη η υιοθέτηση της δημοτικής, της γλώσσας δηλαδή που μιλούσαν στην Πελοπόννησο, εμπλουτισμένη με νησιωτικές επιδράσεις από την Κρητική και την επτανησιακή διάλεκτο. Η αδυναμία από τη μια πλευρά της χρήσης μιας μη ρεαλιστικής γλωσσικής μορφής που πλησιάζει την αρχαία και οι γλωσσικές από την άλλη ακρότητες του Ψυχάρη με την προσπάθεια επιβολής ανύπαρκτων φτιαχτών τύπων, δίνουν χώρο στην συνταγματική καθιέρωση της καθαρεύουσας το 1911, ως επίσημης γλώσσας του ελληνικού κράτους. Η καθαρεύουσα που διαμορφώθηκε ως εξελιγμένη μορφή της λόγιας γλώσσας με την αποφυγή των ακροτήτων του αρχαϊσμού και τον καθαρισμό της καθομιλουμένης που υποστήριζε ο Αδαμάντιος Κοραής,αποτέλεσε για χρόνια το κύριο όργανο έκφρασης του γραπτού λόγου και την επίσημη γλώσσα του έθνους. Το φαινόμενο του γλωσσικού διαχωρισμού εντούτοις παραμένει, με την καθομιλουμένη γλώσσα να δημοτικίζει, να ωριμάζει, να αντιδρά στην καθαρεύουσα και να εδραιώνεται στην αντίληψη της πλειονότητας του ελληνικού λαού. Έως την λύση του προβλήματος όμως με την υιοθέτηση της νεοελληνικής κοινής, το γλωσσικό ζήτημα μετατρέπεται σε γλωσσικό εμφύλιο για τον οποίο σίγουρα δεν φταίει η ίδια η ελληνική γλώσσα. Ο γλωσσικός φανατισμός ήταν απόδειξη μιας καινούργιας, διαφορετικής αντιμετώπισης της γλωσσικής διμορφίας που χαρακτήριζε εδώ και αιώνες την γλώσσα μας.
Ο Φρύνιχος, ως αττικιστής των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων στοχεύει σε επιστροφή στην αττική διάλεκτο και εναντιώνεται στην καθομιλουμένη ελληνιστική κοινή με τον ίδιο τρόπο που ο καθηγητής Μιστριώτης υποστηρίζει την καθαρεύουσα και αντιτίθεται στους μαλλιαρούς δημοτικιστές της εποχής του. Εκφραστές και οι δυο της λόγιας γλώσσας της εποχής τους, με διδασκαλικό έργο, είναι προσκολλημένοι στο ιστορικό παρελθόν το οποίο και αντιμετωπίζουν υπερεκτιμημένα, ενώ διατηρούν αποστροφή για κάθε πιθανότητα γλωσσικής εξέλιξης. Η χρήση της «καλής» γλώσσας, της αττικής διαλέκτου για τον αττικιστή και της καθαρεύουσας για τον καθηγητή, αποτελεί τον πολύτιμο δεσμό με το κλασσικό παρελθόν, την επιβεβαίωση της πολιτισμικής συνέχειας και την ταυτοποίηση της ελληνικής φυσιογνωμίας. Λειτουργούν και οι δυο ως εκπρόσωποι της διαχωριστικής γραμμής που ύψωσαν ανάμεσα στο ιδεώδες, που έπρεπε να παραμείνει αναλλοίωτο, χωρίς γλωσσικές μεταβολές, απλουστεύσεις ή δάνεια και στη ζωντανή λαϊκή αλλά «χαλασμένη» για αυτούς γλωσσική έκφραση. Οι ομοιότητές των απόψεών τους απορρέουν από την κοινή θεώρηση των αρχαίων ελληνικών ως πρότυπη γλώσσα και τον ενστερνισμό του δόγματος ότι οι γλώσσες δεν αλλάζουν αλλά αλλοιώνονται και παρακμάζουν.25 Όσο αμοιβαία είναι λοιπόν η πίστη τους σε αυτό, τόσο όμοια είναι και η προσπάθειά τους για τεχνική συντήρηση της γλώσσας. Αντιμετωπίζουν και οι δυο τη λύση του γλωσσικού προβλήματος κανονιστικά, με ρυθμιστικό τρόπο χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την τρέχουσα κατάσταση της γλώσσας. Πέρα από τις ομοιότητες μεταξύ των απόψεων του Φρύνιχου και του Μιστριώτη, υπάρχουν και διαφορές, οι οποίες πηγάζουν από το ιδεολογικό περιβάλλον που τις γέννησε. Ο αττικισμός αναπτύχθηκε για να αντιμετωπίσει την παρατηρούμενη κάμψη της πνευματικής δημιουργίας, που εσφαλμένα οι λόγιοι απέδωσαν στην επικράτηση της ελληνιστικής κοινής και στην απομάκρυνση από την αττική διάλεκτο. Με την εξωτερική, μορφική μίμηση της γλώσσας της κλασσικής Ελλάδας δεν αποβλέπουν στην αναβίωση των κλασσικών ιδανικών αλλά στην ανύψωση της πνευματικής στάθμης.26 Επίσης η επαναφορά στην προβεβλημένη διάλεκτο της Αττικής θα αντιμετώπιζε την ανακολουθία της κοινής με τη γλώσσα των γραμματειακών κειμένων στα οποία βασιζόταν η εκπαίδευση ενώ θα αποτελούσε και σύμβολο κοινωνικού και οικονομικού γοήτρου για μια κοινωνία με βαθιές ταξικές διακρίσεις. Το φαινόμενο του αττικισμού άλλωστε λειτούργησε και ως αντίδραση στη ρωμαϊκή επικυριαρχία με την προβολή των μεγάλων προγόνων που ξαναζωντάνευαν την ελληνική δόξα. Οι αττικιστές επικεντρώθηκαν στην αντιστροφή της κανονικής σχέσης ανάμεσα στην ομιλούμενη και στη γραπτή γλώσσα προσπαθώντας η ομιλία να ακολουθήσει την πρότυπη αττική γραφή. Η προσπάθεια αυτή δεν δημιούργησε ποτέ πόλωση ή αντιπαραθέσεις παρόμοιες με αυτές που παρατηρούμε στο γλωσσικό ζήτημα στον εικοστό αιώνα. Αντίθετα με τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους, το γλωσσικό πρόβλημα αποκτά πρωτόφαντες πολιτικές προεκτάσεις και μια αντιπαλότητα που οδηγεί σε φανατισμό, συγκρούσεις ακόμα και θανάτους. Δημιουργήθηκε ένα ψευδοδίλημμα, ένα χάσμα ανάμεσα σε συντηρητικούς, αρχαιολάτρες, εθνικόφρονες, σκοταδιστές, καθαρευουσιάνους από τη μια πλευρά και σε προδότες, επικίνδυνους, μαλλιαρούς, φωτισμένους, δημοτικιστές από την άλλη. Στο χάσμα αυτό μαζί με τη γλώσσα βυθίστηκε και η ελληνική κοινωνία. Η περιχαράκωση της πόλωσης και ο έντονος φανατισμός οφείλεται στην κατάρρευση της συναίνεσης απέναντι στο φαινόμενο της γλωσσικής διμορφίας, στο τέλος της ειρηνικής συνύπαρξης της προφορικής και της λόγιας παράδοσης. Όπως διαπιστώνουμε και από τον λόγο του καθηγητή Μιστριώτη, ενός από τους ηγέτες των κλασικιστών, η καθομιλουμένη δημοτική αντιμετωπίζεται ως απειλή ενώ οι οπαδοί της κατηγορούνται είτε ως αδαής και παράφρονες, είτε ως εχθροί του έθνους που εξυπηρετούν αλλότρια συμφέροντα, ξένες δυνάμεις ενάντια στον λαό. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι το πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας αποτέλεσε βασικό υποστηρικτή του γλωσσικού αρχαϊσμού και με τη συμβολή των φοιτητών του εναντιώθηκε με μαχητικές εκδηλώσεις στην μετάφραση του ευαγγελίου και της Ορέστειας του Αισχύλου στη δημοτική. Ως βασικό επιχείρημά τους, προτάσσουν την υποτιθέμενη ρήξη ανάμεσα στην αρχαία και τη νέα ελληνική και την απομάκρυνση της Ελλάδας από την κληρονομιά της, η οποία θα εξυπηρετούσε την Βουλγαρική επιδίωξη ενάντια στις ελληνικές διεκδικήσεις στην Μακεδονία. Η καθαρεύουσα αποτελεί για τους υπέρμαχούς της, τον παράγοντα που συντελούσε στην ενοποίηση όλων των Ελλήνων, μια ασπίδα προστασίας έναντι των εχθρικών επιδιώξεων όπως αυτές των Σλάβων. Παρά το γεγονός ότι και οι
δημοτικιστές επιχειρηματολογούν εξίσου εθνικιστικά υπέρ της δημοτικής, ως τη μόνη κατάλληλη μορφή ελληνικής γλώσσας για τη διατήρηση του ελληνικού στοιχείου στην Μακεδονία, το ιδεολογικό υπόβαθρο που αναπτύξαμε παραπάνω, εξηγεί την μαχητικότητα και την αντιπαλότητα των απόψεων του Μιστριώτη. Δυο χρόνια πριν από το λόγο του, η δημοσίευση της δημοτικής μετάφρασης του ευαγγελίου στην εφημερίδα Ακρόπολη είχε προκαλέσει σειρά επεισοδίων, τα Ευαγγελικά, που οδήγησαν σε πτώση της κυβέρνησης του Γ. Θεοτόκη, παραίτηση του μητροπολίτη Αθηνών Προκοπίου καθώς και συγκρούσεις με πλήθος τραυματιών και έντεκα νεκρούς. Την επόμενη μέρα του λόγου του, εξαγριωμένοι φοιτητές, στην προσπάθειά τους να εμποδίσουν την παράσταση της Ορέστειας από το Βασιλικό θέατρο στην δημοτική, πρωταγωνιστούν σε αιματηρές συγκρούσεις, τα Ορεστειακά που οδηγούν πάλι σε βιαιοπραγίες με τραυματισμούς αλλά και νέους θανάτους πολιτών. Οι κοινωνικές αναταραχές με τις οποίες εκδηλώθηκε το γλωσσικό ζήτημα σηματοδοτούν τις διαφορές των αντιλήψεων Φρύνιχου και Μιστριώτη. Ο αττικισμός δεν αναγνωρίζει εχθρούς που ελλοχεύον κρυμμένοι πίσω από την χρήση της ελληνιστικής κοινής. Η φθορά που αυτοί αναγνωρίζουν στην γλώσσα δεν είναι δούρειος ίππος εχθρικών
στρατευμάτων και καμία κοινωνική ή πολιτική διάσταση δεν οδήγησε σε συγκρούσεις. Αντίθετα οι δημοτικιστές εκτός από προδότες έχουν ήδη κατηγορηθεί για αθεΐα. Λόγω των αντιλήψεων της απειλής της εθνικής κυριαρχίας από την χρήση της δημοτικής, ο γλωσσικός παραλογισμός εξακολουθεί σε ρεβανσιστικές ατραπούς με απολύσεις, πειθαρχικές διώξεις και δίκες. Το βαθύ ρήγμα ανάμεσα στις δυο πλευρές διατηρείται για 143 χρόνια.

Του φοιτητού
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΣΑΜΠΟΥΚΟΥ
(απόσπασμα από ευρυτέρα εργασία)
elp-eapologies.pblogs.gr





DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him