Η πολιτεία των φαύλων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«Αγάθων έφη, τον άρχοντα
Τριών δει μεμνήσθαι.
Πρώτο μεν ότι ανθρώπων άρχει,
Δευτερον ότι
Κατά νόμους άρχει,
Τρίτον ότι ουκ αεί άρχει»

Μέσα του 4ου αι. π.Χ. Στον αθηναϊκό πολιτικό στίβο κυριαρχούν οι δημαγωγοί, καθώς και οι καιροσκόποι πολιτικάντηδες, που με τις αλλοπρόσαλλες, ανεύθυνες, εκμαυλιστικές και υστερόβουλες ενέργειές των, έχουν προκαλέσει πολλά δεινά στην Αθήνα κι έχουν καταρρακώσει το κύρος της. Όσοι αγωνίζονται δια την ανόρθωσιν της πολιτείας έρχονται συνεχώς σε αντίθεσιν με την νωθρότητα και την αδιαφορίαν των πολιτών.
Αυτή η νωθρότητα μας έχει καταστρέψει. Πώς προκλήθηκε; Μα από την αδιαφορία δια την διάπραξιν του καθήκοντος. Και ποιο είναι αυτό; Όλοι μας έχουμε ιεράν υποχρέωσι ν’ αποτρέπωμεν τον διπλανό μας από την διάπραξιν παρανομιών. Πολύ περισσότερον όμως έχουμε υποχρέωσιν να εμποδίζωμεν από παρεκτροπές και αδικίες αυτούς που κατέχουν αξιώματα και μάλιστα ηγετικές θέσεις μέσα στην πολιτεία. Ο Δημοσθένης, ένας από εκείνους τους τελευταίους ρωμαντικούς που πολέμισαν την αδιαφορίαν των πολλών κραύγαζεν: «Πρέπει βέβαια όλοι εσείς ν’ αποκλείετε και να εμποδίζετε αυτούς που παρανομούν και κατεξοχήν αυτούς που κατέχουν αξιώματα και αυτούς που διαχειρίζονται τα κοινά. Γιατί εξαιτίας αυτών είναι φυσικό και να βλάπτωνται τα κοινά και η πολιτεία, εάν είναι διεφθαρμένοι και αντίθετα πάρα πολύ να ωφελούνται, εάν είναι ενάρετοι και θέλουν να είναι προσηλωμένοι στους νόμους» (Δημοσθ., Κατά Αριστογείτωνος, Β, 1-3).
Η πολιτεία μπορεί να υποστή ολέθριες καταστροφές, εάν το πηδάλιον του σκάφους της το κατευθύνουν άνθρωποι φαύλοι, δηλαδή τιποτένιοι και πρόστυχοι. Εάν όμως στην ηγεσία της πολιτείας βρίσκονται άνθρωποι δίκαιοι κι ενάρετοι, τότε είναι βέβαιον ότι η πολιτεία αυτή θα προκόψη και θα ευτυχήση. Από τους καρπούς φανερώνεται και η ποιότητα των δένδρων, από τα αποτελέσματα κρίνονται και η ποιότητα των ενεργούντων προσώπων, το ήθος των και η δύναμη της σκέψεώς των, ο νούς των. Ο όλεθρος προήλθε σήμερα διότι οι κατέχοντες τα αξιώματα και πρόστυχοι ήσαν στην ψυχή και στην σκέψι των δεν ευδοκίμησεν το αγαθόν αλλά η τέχνη του εξαπατάν, προκειμένου δια ίδιον όφελος να καρπωθούν τα πλούσια ελέη της νομής της εξουσίας.
Δυο κριτήρια υπάρχουν δια να εξάγονται κάθε φορά τα ανωτέρω. Πρώτον οι άρχοντες δέον να ενθυμούνται ότι άρχουν σύμφωνα με τους νόμους. Το ότι ουδείς τιμωρείται ως υπαίτιος συμφορών, ουδόλως μπορεί έστω κι ως αστείον να θεωρηθή ότι κείται εν ισχύ η το άρχειν δια του νόμου. Δεύτερον δέον να ενθυμούνται οι άρχοντες ότι εξουσιάζουν ανθρώπους κι όχι ζώα. Όταν λοιπόν καταδικάζουν αυτοί των λαό, χάριν της δικής τους ανηθικότητος να ζούν με όσα αυτοί λαμβάνουν εις ολίγας ώρας, τι δηλοί αυτό παρά το ότι αληθώς νομίζουν ότι έχουν υπο την εξουσίαν των κτήνη δίχως ψυχή; Διότι ο καθένας και για να θρέψη ένα κατοικίδιον του τόσα ξοδεύει δια την διατροφήν του, όσα προέρχονται από τον μόχθον λίγων ωρών.Και δεν τα βλέπομεν αυτά; Τα βλέπομεν ασφαλώς θα ειπή κανείς. Αλλά δεν βλέπομεν αυτήν την νωθρότητα πια που μας βαραίνει τα μέλη και δεν μπορούμε να τα κουνήσωμεν, μια νωθρότητα, που ως ήδη ελέχθη προήλθε από την μακροχρόνια αδιαφορία μας δια τα όσα πράττονται γύρω μας, δίπλα μας, δια τας παρανομίας των συμπολιτών μας των οικογενειών μας, που τις αφήνουμε δίχως να τις αποτρέψουμε.
«Όταν ένας ναύτης σ’ ένα πλοίο υποπέση σε κάποιο σφάλμα απ’ εκείνα που συμβαίνουν στα ταξίδια, συνήθως προξενεί μικρήν βλάβην, όταν όμως ο κυβερνήτης παρεκτραπή, προκαλεί κατά κανόνα κοινή ατυχία σε όλους τους ταξιδιώτες» (δημοσθ., ως ανωτέρω). Σωστόν και λογικόν. Μα εις την σύγχρονην φαύλη πολιτεία μας, που όλοι είμεθα ναύτες, και εις το σύγχρονον ταξίδι της ζωής μας, δεν έχει παρεκτραπεί μόνο ένας ναύτης. Οι ναύτες είμεθα γεμάτοι παραπτώματα οι ίδιοι κι έτσι όχι μόνον βλάπτουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς αλλά και ολόκληρο το πλοίο μας και θέτουμε σε κίνδυνον όλο το ταξίδι μας. Έχουμε συνάμα και ξεδιάντροπους κυβερνήτες και περιμένουμε το πλοίο μας που καλείται πολιτεία ύστερα, να κυβερνηθή σωστά.
Επιστροφή στους νόμους και τις αρχές. Να βάλλουμε όλοι μέσα μας κανόνες, που να μην μπορούμε να τους ποδηγετήσωμεν. Έτσι θα νικήσουμε την αδιαφορίαν κι έτσι θα ζητήσωμε δικαίως μετά να φύγουν και τα φαύλα αυτά, ξεδιάντροπα ανθρωπάρια που έχουμε για κυβερνήτες. Αυτοί δεν θα κυβερνούν δια πάντα.




Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΙΑ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

1798, Σάμουελ Κόλερητζ
και η μπαλάντα του γέρου ναυτικού

Το έτος 1798, ο Άγγλος ποιητής Κόλερητζ συνθέτει την «μπαλάντα του γέρου ναυτικού». Η παραμονή στην πανεπιστημιακή πόλι του Gottingen, διεύρυνε τον πνευματικόν του ορίζοντα σε τέτοιον βαθμόν, ώστε να γίνη ο πιο εμπνευσμένος από την γενιά του άγγλος ερμηνευτής του γερμανικού ρωμαντισμού. Γράφει ο Πολυλάς για την στροφή του ώριμου Σολωμού της κερκυραϊκής περιόδου στην γερμανική φιλοσοφία: «απ’ αυτήν την εποχήν εις την οποίαν απομονώθηκε περισσότερον από την κοινωνία, εκαταγίνετο πάντα θερμότερα εις την τελειοποίησιν των ποιημάτων του και εις την μελέτην της φιλοσοφίας, της οποίας ακολούθησεν την πρόοδον εις τα μεγάλα γερμανικά συγγράμματα κι εξόχως εις τα θεωρητικά του Σχίλλερ, ο οποίος άνοιξεν νέον ορίζοντα της ποιητικής. Ο Σολωμός τα εμελετούσε εις τες ιταλικές μεταφράσεις, όπου του έκαμαν πρόθυμα οι γίλοι του, ως αγάπης ανταποσιν των θησαυρών, τους οποίους αυτός άφθονα τους εχάριζεν εις τον νού και εις την καρδίαν, όσων ευτύχισαν να τον πλησιάσουν».



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Β’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«εξ ουρανού επέβλεψεν ο Κύριος,
είδε πάντας τους υιούς των ανθρώπων,
ο πλάσας κατά μόνας τας καρδίας αυτών,
ο συνιείς πάντα τα έργα αυτών»
 (ψαλμός λβ’ 13-15)

Αγία Τεσσαρακοστή – η στιγμή
τονώσεως της συνειδήσεως.

Η Τεσσαρακοστή πλησιάζει. Ποίος είναι ο σκοπός της; Μα τίποτα άλλο απ’ το ν’ ακούση ο καθείς την φωνήν της συνειδήσεως του και να την ενισχύση, ώστε εφ’ εξής να την ακούη ολοέν συχνότερα και εντονότερα. Δεν είναι αυτή η φωνή σίγουρα υπαρκτή μόνον σε λίγους κι όχι σε όλους; Ο Σωκράτης εξηγεί στον συνομιλητή του Θεάγη την φωνήν αυτήν και για εμάς είναι καθ’ όλα αποκαλυπτικός.
«Όχι φίλε μου, αλλά σου διαφεύγει τι είναι αυτό, εγώ όμως θα σου εξηγήσω. Υπάρχει κάποιο δαιμόνιο, πνεύμα, φωνή, που από θεϊκή μοίρα, βούλησι, με ακολουθεί, αφ’ ού άρχισε από τότε που ήμουν παιδί» (Πλάτωνος, Θεάγης, 128 b-e). Διαφωτιστικά ήδη ο μεγάλος φιλόσοφος μας λέγει ξεκάθαρα ότι, πρωτίστως η φωνή της συνειδήσεως είναι προϊον θεϊκής βουλήσεως και ο ίδιος ο θεός μας εμφύσησε τούτην εντός ημών αλλά και δευτερευόντως υπάρχει μέσα μας ευθύς εξ αρχής από τότε που ήρθαμε στην ζωήν. Αλλά γιατί ο θεός μας έδωκεν αυτήν την φωνήν εσωτερικώς και μας την προμήθευσεν εξ αρχής; Θα μάθωμεν εντός ολίγου.
«Και αυτό το πνεύμα, είναι κάποια φωνή, η οποία, όταν εκδηλώνεται πάντα μου δείχνει ν’ αποφεύγω αυτό που τυχόν πρόκειται να κάνω και ποτέ δεν με προτρέπει να κάνω κάτι». Μέσα σε λίγες προτάσεις όλη η αλήθεια για το τι είναι «συνείδησις», ποιος ο σκοπός υπάρξεώς της, γιατί ο θεός μας την έδωκε και ποιο είναι το σχέδιον Του, αλλά και ποια είναι η ελευθερία του ανθρώπου, το αυτόβουλόν του. Η συνείδησις είναι λοιπόν μια θεϊκή φωνή, η φωνή του θεού. Δεν εκδηλώνεται πάντα. Κοινώς υπάρχουν ίσως και πολλές στιγμές αφωνίας αυτής. Πότε εκδηλώνεται; Πάντως ποτέ δια να μας προτρέψη να κάνωμεν κάτι. Υπάρχουν πλησίον μας άνθρωποι αδύναμοι. Πείνα και εξαθλίωσι βασανίζει τους ανθρώπους. Ουδεμία φωνή δεν θα σου πεί: «Ύπαγε αναίσχυντε και βοήθα τον συνάνθρωπό σου που πεινά και δώστου να φάγη». Υπάρχουν εχθροί μας. Άνθρωποι αδίστακτοι που κάποτε μας έβλαψαν. Υπάρχει περίπτωσις ν’ ακουσθή εντός μας η φωνή και να ειπή: «Πήγαινε να ζητήσης συγχώρεσιν απ’ τον εχθρό σου και συγχώρεσέ τον κι εσύ και ξαναγαπήσου πάλι μ’ αυτόν»; Ποτέ. Εις καμμίαν περίπτωσιν. Γιατί λοιπόν;
Τούτο είναι το αυτόβουλον, η ελευθερία του ανθρώπου. Δεν μας αναγκάζει ο θεός να τον ακολουθήσωμεν, να υπακούσωμεν εις την θέλησίν Του. Δεν μας έκανε δούλους, ίνα υπακούωμεν διαταγάς. Εάν τα παιδιά μας μεγαλώσουν και κάμουν δικιά των οικογένεια, ακόμα τους λέμε μη εκείνο, μη το άλλο; Τους δίδουμε ακόμη εντολές σαν τότε που ήσαν νήπια; Όμως περιμένουμε να ακολουθήσουν όσα καλά τους διδάξαμε με στοργή από μικρά κι αυτά να τα μεταλαμπαδεύσουν και στα δικά τους παιδιά και τότε να λέμε ότι τω όντι μας εσεβάσθησαν.
 Η φωνή της συνειδήσεως απεναντίας όμως υπάρχει με σκοπόν αποτρεπτικόν. «Πάντα μου δείχνει ν’ αποφεύγω αυτά που τυχόν πρόκειται να κάμω». Πάμε να κάνωμεν κάτι που είναι ενάντιον σε εκείνην την γνώσιν που γνώριζεν η ψυχή πριν έρθη στον κόσμον, ενάντια σ’ εκείνο που όλες οι ψυχές γνωρίζανε εκεί στο φώς απ’ όπου ήρθανε; Τότε η φωνή θα εκδηλωθή και θα βοά «ΜΗ». Σ’ εκείνον τον «ασυνείδητον» οδηγόν που αναφέραμε στην αρχή, να είσθε σίγουροι, πως η καημένη η φωνή της συνειδήσεως θα εκραύγαζεν συνεχώς, «μη φύγης», «μη φύγης», ώσπου αυτός πνίγοντάς την και μη ακολουθώντας την, ατόνισε, εσίγησεν, ξεψύχησε και αηδιασμένη τον εγκατέλειψεν.

(συνεχίζεται)



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ι’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Όταν στα 1823-24, η επανάσταση στην Κρήτη κατεπνίγη από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα, χιλιάδες χριστιανοί κατέφυγαν με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο. Ένας Κρητικός πολεμιστής, βρίσκεται με την μνηστή του στην θάλασσα σε ώρα τρικυμίας τη νύχτα. Το καράβι στο οποίο ευρίσκονταν έχει ναυαγήσει και ο Κρητικός προσπαθεί να φθάση στην ακτή. Κολυμπά κρατώντας αγκαλιά με το ένα χέρι την νέα. Κεραυνοί πέφτουν και στο φώς τους προσπαθεί να διακρίνη την ακρογυαλιά. Τα βουνά της στεριάς, προς την οποίαν κατευθύνονται, αντιλαλούν από τους κεραυνούς.



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Α’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Νομοθέτησον με Κύριε, εν τη οδώ σου
Και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία»
(ψαλμός ΚΣΤ)


Είναι νύχτα. Ένα αμάξι τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάπου σ’ ένα απόμερο μέρος μιας κάποιας επαρχίας. Αίφνης, σαν από το πουθενά, μια γυναίκα προβάλλει καταμεσίς του δρόμου, επιστρέφουσα απ’ την δουλειά της, φέρουσα και μερικά αγαθά για τα παιδιά της. Βλέπεις, από τότε που πέθανε ο άντρας της, αυτή ανέλαβε να ζήση και να θρέψη δυο θυγατέρες, μικρά παιδιά. Ο οδηγός δεν πρόλαβε να πατήση τα φρένα. Το σώμα της άτυχης γυναίκας εκσφενδονίσθη μέτρα μακρυά. Τα ψώνια διεσκορπίσθησαν στον δρόμο. Σταματά. Κατεβαίνει απ’ το αμάξι και τρέχει κοντά. Ένα ρυάκι αίματος σχηματίζεται πλησίον της κεφαλής της άτυχης γυναίκας. Ωστόσο ανασαίνει. Αλλά φαίνεται σαν νεκρή. Να την βάλη γρήγορα στο αμάξι. Μα τα καθίσματα είναι καινούργια. Θα λερωθουν. Πώς να την σύρη ως εκεί; Να φέρη το αμάξι κοντά και ίσως στον χώρον των αποσκευών να είναι εντάξει. Μα πάλι για να πάη στην πόλη, στο νοσοκομείο είναι πολλά τα χιλιόμετρα. Θα αργήση. Κι αν στο μεταξύ ξεψυχήση; Ανακρίσεις, δικαστήρια, αυτόφωρα… Πωπω!!! Θα μπλέξη. Και η δικιά του οικογένεια τον περιμένει. Είναι Σάββατο βράδυ. Θα φάνε όλοι μαζύ. Και φεύγει… Να μην μπλέξη. Μακρυά. Ξαναμπαίνει στο αμάξι. Αναπτύσσει ταχύτητα και φεύγει. Ήταν ατύχημα… Και μια ψυχή μένει εκεί στην άσφαλτο. Νύχτα. Ο ασυνείδητος!!! Έφυγε.


Τι είναι η συνείδησις


Ως λέγει και το αληθές της λέξεως, συνείδησις δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια συνεπίγνωσις (συν + οίδα = γνώσις, γνωρίζω). Αυτό δηλαδή που από κοινού, όλοι εμείς οι άνθρωποι γνωρίζουμε. Η γνώσις που έχουμε όλοι μας. Ναι αλλά τι γνωρίζομε και από πού; Ο Πλάτων νομίζω λέγει την αλήθεια. Η ψυχή των ανθρώπων, πρίν πετάξη δια τα εγκόσμια, ζεί στην αλήθεια. Στο φώς, στον κόσμο των Ιδεών, στην νήσον των Μακάρων, στην Παράδεισο, όλες οι ψυχές βλέπουν, ζούν και αναπνέουν τον κόσμον της αληθείας, τον κόσμον των Ιδεών, των αληθινών όντων, των υπαρχόντων, έτσι όπως ακριβώς είναι. Ο Κύριος είπεν: 

«εγώ ειμί το φώς του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φώς της ζωής» (Ιωάνν., Η, 12). Ο Ησίοδος πάλι λέγει τα εξής: «Ο θεός τους ώρισεν να ζούν και να κατοικούν, στα πέρατα της γής… και αυτοί μεν κατοικούν έχοντας ξέγνοιαστη καρδιά στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον πολυκύμαντο Ωκεανό, ευτυχισμένοι ήρωες που η πολύκαρπη γή τους χαρίζει γλυκόν καρπόν που ωριμάζει τρείς φορές τον χρόνο» (Έργα και ημέραι, 168-173).

Εκεί στο φώς και στην αληθινώς ευτυχισμένη ζωήν, η ψυχή έλαβεν πνοή και εκεί επιθυμεί να γυρίση. Εκεί στον κόσμον των ιδεών είδε τα πράγματα με το όνομά τους, την αληθινήν υπόστασί των και άρα σαν ήλθε στην ζωή του κόσμου, μπορεί να θόλωσε η ανάμνησις αυτή των αληθινών όντων αλλά ποτε δεν λησμονήθηκε παντελώς. Και αν ακόμα υποπέσωμεν εις δυστυχισμένην ζωήν, γεμάτην κακουχίες, ποιος είναι εκείνος που δεν θυμάται τα ευτυχισμένα κάποτε χρόνια της παιδικής του ζωής και δεν επιθυμεί σφόδρα να τα ξαναζήση; Δεν θυμόμαστε βέβαια πολλές λεπτομέρειες, αλλά κάτι εικόνες ξεθωριασμένες είναι αρκετές να γεμίσουν την ψυχή με εκείνο το συναίσθημα της απωλεσθείσης ευτυχίας. Στον κόσμον τούτον λοιπόν λέγει ο Πλάτων η ψυχή ενθυμείται κάτι απ’ το φώς, αλλά είναι αναγκασμένη να ζή με τις σκιές πλέον. Είχεν γνώσιν τότε, όπως όλες οι ψυχές των συνανθρώπων, της αληθείας των πραγμάτων, προφανώς του καλού, του αγαθού. Όμως στο σκότος στο οποίο έχει περιπέσει αυτή η γνώσις εξανεμίσθη.

Τώρα έμεινε μια φωνή εντός της, η συνείδησις, που βοά να ξαναδή το φώς. Η θολή αυτή εικόνα, η φωνή εντός μας, που προέρχεται από τα παλιά, είναι κοινής καταγωγής σε όλους μας

(συνεχίζεται)




Η επιστροφή του βασιλιά



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ

-φιλολόγου-



«Μα είναι καιρός οι Αχαιοί
Το δείπνο να ετοιμάσουν,
Όσο που φέγγει, κι έπειτα
Κι αλλιώς θα διασκεδάσουν…
Του τραπεζιού τα δώρα»

(Οδύσσεια)




«Την ώρα εκείνη δίχερο χρυσό, όμορφο ποτήρι, να πάρη ετοιμαζόταν, και να, στο χέρι το’ χε, να πιή κρασί, μήτε έβαζε το θάνατο στο νού του… κι η σαίτα αντίκρυ του πέρασε τη μύτη. Έγειρε δίπλα, του ‘πεσε και το ποτήρι κάτω, κι απ’ τα ρουθούνια ανάβρυσε με μιάς πηχτό το αίμα»(Οδύσσ., χ, 9-18). Ο βασιλιάς που όλοι νομίζανε νεκρό και ρημάξανε το βιός του και το σπιτικό του αντάμα, δίχως να νομίζουνε, ότι ποτέ θε να πληρώσουνε τα κρίματά τους, μόλις είχε επιστρέψει κι άρχιζε η οργή και τιμωρία του.


Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ζ’) (τελευταίον)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(1932) (μετά από μία εβδομάδα)
Ένας άνδρας ασχημοντυμένος, σαν ζήτουλας, με μακρυά γένια και μαλλιά, μπήκε αλαφιασμένος μεσ’ το φτηνό πανδοχείο. Προσπαθούσε να ρυθμίση την αναπνοή του απ’ το τρεχαλητό, εν ώ τα μάτια του κοίταζαν ερευνητικά αλλά και μ’ ένα φόβο τον περιβάλλοντα χώρο.
«-Ορίστε ξένε μου. Τί επιθυμείς;»
Η φωνή μιας χονδρής γριάς απ’ τον πάγκο τον επανέφερε.
«-Ό,τι θένε όλοι γριά. Μιαν γυναίκα να περάσω καλά»
Ο απότομος τρόπος του και τα προφερόμενα κάπως βαριά λόγια του αανησύχησαν κάπως την ξενοδόχα, μα συνιθισμένη σε τύπους του λιμανιού, αμέσως μπόρεσε να μετριάση το ξάφνιασμά της και να μην δώση καν σημασία.
«-Έχουμε την καλύτερη. Και φθηνή αφέντη. Πολύ καλή…»
«-Δεν μ’ ενδιαφέρουν όσα λές γριά. Πέσ’ μου μόνο αν την λένε Μαρία ή σινιόρα Μαρία, όπως την λένε πολλοί»
«-Νεςκε αφέντημ. Ετσά την λένε. Λεφτά έχεις;» η γριά έγινε πιο ψυχρή.
«-Έχω. Πόσα θές;»
«-Μία λίρα»
«-Πάρ’ την. Πού είναι;»
«-Πάνω αφέντη. Στο υπερδώμα. Μόλις ανέβεις δεξιά. Χτύπα και μπές»
Οι οδηγίες της τουρκάλας φαφούτας, ήταν απλές και σαφείς. Τις ακολούθησε βιαστικά εν ώ ένοιωθε τα μάτια της πάνω του, να τον γδύνουν στην κυριολεξία. Για μια στιγμή φοβήθηκε μη και καλέση τους χωροφύλακες. Αλλά δεν έδωσε δεύτερη σημασία. Εξάλλου θα τελείωνε γρήγορα.
Πάνω, μπήκε σ’ έναν βρώμικο διάδρομο, τον οποίον φώτιζε πενιχρά μία λάμπα πετρελαίου, που κρεμόταν στην μέση του μήκους του τοίχου, αριστερά. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μιαν ξύλινη πόρτα. Την πλησίασε. Πρίν την χτυπήση, η ματιά του έπεσε σε μιαν κατσαρίδα, που μόλις έβγαινε από κάτω της. Αρα γε θα τον αναγνώριζε ύστερα από τέσσερα χρόνια; Χτύπησε. Μια απάντηση ακούστηκε από μέσα. Δεν διέκρινε την γλώσσα. Ίσως ήταν ιταλικά. Άνοιξε και μπήκε. Δεν αντίκρυσε τίποτα το αξιοπερίεργο. Ένα κρεβάτι σιδερένιο, μια παλια ντουλάπα κι ένας καθρέπτης θαμπός στον τοίχο ήταν τα μόνα έπιπλα του δωματίου, το οποίο μύριζε τσιγαρίλα και κλεισούρα. Τα μάτια του πέσαν πάνω της. Καθόταν στο κρεβάτι και κάπνιζε τσιγάρο. Βλέποντάς τον πήδησε πάνω κι έτρεξε να του βγάλη το σακάκι.
Ήταν αυτή. Τα μαλλιά της είχαν σγουρέψει, το πρόσωπό της ήταν βαμμένο οικτρά, μα σίγουρα ήταν αυτή. Το κορμί της λίγο πιο παχουλό, μα τα στήθη της το ίδιο στητά. Και τα μάτια της γεμάτα σπίθες και υγρά. Δεν τα είχε ξαναδεί έτσι.
«Θέλετε απλό ή απ’ όλα;» τον ρώτησε.
Δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του φερόταν σαν πελάτη. Έβγαλε την ρόμπα της κι έπεσε με τα εσώρουχα στο κρεβάτι και περίμνε μπρούμητα. Έβγαλε ένα μαχαίρι απ’ το παντελόνι του κι έπεσε πάνω της. Πρίν βγάλει άχνα της έκοψε το λαιμό και την γύρισε ανάσκελα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να έχη τα μάτια της έντρομα καρφωμένα πάνω του. Όλη η ζωή της πέρασε από μπροστά της. Ποιος ήταν αυτός; Γιατί την σκότωσε; Ήθελε λίγες μέρες ακόμη για να φύγη για την Ελλάδα. Το όνειρό της θα γινότανε πραγματικότητα. Είχε μαζέψει το ποσό που χρειαζότανε. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε στην Αθήνα, κοντά στα μόνα δικά της πρόσωπα, αν και χωμένα σε κάποιον τάφο. Όλοι οι δικοί της είχαν χαθεί. Τα παιδιά της νεκρά. Ο άντρας της σε άγνωστες φυλακές είχε χαθεί για πάντα. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας τώρα; Τι κακό του είχε κάνει;
Η απορία αυτή, της έμεινε για πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό, καθώς τα μάτια της μείνανε ανοιχτά και η καρδιά της έπαυε να χτυπά. Μείνανε έτσι ν’ απορούν μ’ ένα «γιατί;»…
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι έκατσε στο πλάι με τα χέρια να κρατάη το κεφάλι. Πώς είχε καταντήσει έτσι εκείνος ο νέος με τις μεγάλες ιδέες, ο σπουδαγμένος, που ζηλεύανε πολλοί στην Σμύρνη; Εκείνος που έτρεχε να καταταγή στον στρατό της πατρίδας του, γεμάτος υπερηφάνεια και γεμάτος ελπίδες για το μέλλον του; Πώς στ’ αλήθεια είχε καταντήσει έτσι; Ελεεϊνός, τρισάθλιος, βρώμικος, αλήτης, χυδαίος, ένα απόβρασμα φονιάς.
Κάποιες φωνές απ την σκάλα έξω και σφυρίχτες της χωροφυλακής στον δρόμο τον έκαναν να κάνη γρήγορα την τελευταίαν πράξη του δράματος. Η γριά, όπως είχε φοβηθεί, είχε φωνάξει τους χωροφύλακες τελικά. Το μαχαίρι μπήχτηκε με ταίδια του τα χέρια στο σημείο της καρδιάς. Καθώς διπλώθηκε κι έπεφτε μπροστά κάτω χαμογέλασε ελαφρά. Το αίμα της ήταν ακόμα πάνω στο μαχαίρι. Την αγαπούσε.
Οι χωροφύλακες, όταν μπήκαν στο δωμάτιο αντίκρυσαν ένα θέαμα κοινό για την καθημερινότητα του λιμανιού της Σμύρνης. Ένας διεστραμμένος είχε δολοφονήσει μιαν πόρνη και μετά αυτοκτόνησε. Τίποτα το ενδιαφέρον. Τίποτα το μη κοινό.
Η Σμύρνη συνέχιζε την καθημερινή της ζωή κι ο ήλιος έξω βασίλευε για άλλην μια φορά.

ΤΕΛΟΣ