Ο ελεύθερος

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Πρωί, πρωί μιαν καθαρά Δευτέρα
Χιλιάδες αετοί σηκωθήκαν ψηλά
Μες τον αγέρα.
Ήταν πλούσιοι, φτιαχτοί, πολύχρωμοι,
Γεμάτοι θράσος, χλιδή
Και τόλμη.
Δεν μπορούσαν όμως να κάνουν
Ό,τι θέλουν,
Καθώς άλλοι τους προστάζαν
Τι να κάνουν για να παίζουν.
Ήθελαν να φτάσουν τον ήλιο τον φωτεινό,
Μα κάτω τους τραβούσαν
Στης γής τον καημό.
Ένας σπάγκος τους τραβούσε κάτω,
Εκεί που κείτονταν αδύναμο
Ένα παιδί μονάχο.
……
Μια ηλιαχτίδα πέρασε φανταχερή,
Ζωηρή και ρώτησε τους πλουμιστούς,
Πώς βλέπουν την ζωή.
Είμαστε όμορφοι και πλούσιοι
Της είπαν,
Μα ότι ένας σπάγκος τους τραβούσε
Κάτω, αυτό της το κρύψαν.
Κι ανέβηκε πιο ψηλά της λευτεριάς
Η λιακτίδα
Σ’ έναν μονάχο αετό που δεν έδειχνε
Για τους άλλους ίχνος ζήλια.
Ήτανε φτωχός, μ’ ένα απλό χαρτί
Δίχως σκουλαρίκια και φρουφρούδια,
Μα και δίχως σπάγκο,
Να του περιορίζη την ζωή.
……
Ήρθε απόγευμα, ο άέρας κόπασε
Και για τους αφεντάδες των αετών
Η γιορτή τέλειωσε.
Τα’ αστέρια σαν πρόβαλλαν
Στον ουρανό,
Όλοι οι αετοί κείτονταν στο πατάρι
Το κλειστό.
Μόνο εκείνος ο αγέρωχος συνέχιζε
Να πετά,
Εκεί πέρα στ’ άστρα, μοναχικά
Μα κι ελεύθερα γεμάτος με χαρά.

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=wm9qxVmdJTM&feature=fvsr





Η θεώρηση των πραγμάτων

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Και δια το ανώμαλον της γής
Και την έποψιν της ναυμαχίας
Ανώμαλον ηναγκάζοντο έχειν»
(Θουκυδίδου, vii, 71)

413 π.Χ. Οι Αθηναίοι αποκλεισμένοι στο λιμάνι των Συρακουσών δίδουν την τελευταίαν των ναυμαχία, έναν αγώνα ζωής ή θανάτου. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις των Αθηναίων στρατιωτών, που παρακολουθούν από την στεριά, είναι ανάλογα με την εικόνα που έχει ο καθένας απ’ την θέσι που βρίσκεται, για την μάχη και την εξέλιξίν της.
«Επειδή λοιπόν οι Αθηναίοι είχαν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους στα πλοία και ο φόβος δια το μέλλον δεν έμοιαζε με κανέναν άλλον του παρελθόντος», προσπαθούσαν, απ’ όποιο σημείο ευρίσκετο ο καθείς, να ιδή την έκβασιν της μάχης. Εξαιτίας της ανωμαλίας του εδάφους, αναγκάζονταν να έχουν απ’ την στεριά και διαφορετικήν εικόνα της ναυμαχίας, ο καθένας τους. «Το θέαμα ήταν πολύ κοντά και δεν κοίταζαν όλοι συγχρόνως στο ίδιο σημείο». Το γεγονός είναι αέναο. Όταν κανείς ζεί μέσα στην συμφορά που είναι εν εξελίξει, δεν δύναται ούτε εις το απειροελάχιστον να έχη πλήρην εικόνα του συνόλου των διαδραματιζομένων. Η πλήρης εικόνα είναι θολή. Μόνον ένα μέρος μπορεί ο καθένας να ενατενίση καθαρά και τούτο εξαρτάται από την τύχη, εκεί που τον ώρισε αυτή να βρίσκεται εκείνην την στιγμή. Διότι άλλον τον ώρισε να βρίσκεται δεξιά, άλλον αριστερά, άλλον ψηλά κι άλλον χαμηλά. Και τι γίνεται τότε; Απλώς, ό,τι θεωρείται από το όλον είναι και εντελώς διαφορετικόν δια τον καθένα.
«Αν κάποιοι έβλεπαν σε κάποιο σημείο τους δικούς τους να νικούν, έπαιρναν θάρρος και στρέφονταν στην επίκλησιν των θεών να μην τους στερήσουν την σωτηρίαν. Εκείνοι όμως που κοίταζαν στο τμήμα που νικιούνταν, αμέσως ξεσπούσαν σε θρήνους με κραυγές και από το θέαμα αυτών που συνέβαιναν έχαναν το ηθικό των  περισσότερο απ’ αυτούς που συμμετείχαν στην ναυμαχία. Υπάρχαν δε και μερικοί που κοίταζαν με προσοχή κάποιο σημείο, όπου η ναυμαχία ήταν αμφίρροπη, επειδή ο αγώνας συνεχιζόταν ισόπαλος κι αυτοί ευρίσκοντο συνεχώς στην πιο απελπιστική κατάστασι και φοβισμένοι έκαναν κινήσεις με τα σωματά των, αντίστοιχες με την γνώμη των, για την έκβασιν εκείνης της στιγμής της ναυμαχίας».
Εναποθέσαμε και ημείς τις όποιες ελπίδες μας στα πλοία, σε κυβερνήσεις με ανθρώπους που δεν κυβέρνησαν ποτέ ούτε το σπιτικό των, με ανύπαρκτες πνευματικές δυνάμεις ή με κάτι πιο σιχαμερό, με την θέλησι να μην δώσουν καμίαν μάχη. Και μείναμε απ’ την στεριά της δυστυχίας μας να κοιτάμε την έκβασιν της εσχάτης μάχης. Και μέσ’ την συμφορά μας, άλλοι από μας κοιτάνε και νομίζουν, ότι σωζώμαστε και προσεύχονται να κρατηθή αυτό εώς το τέλος, εν ώ άλλοι ήδη θρηνούν και λένε ότι κατεστραφήκαμε και ότι η χώρα τελείωσε.
Υπάρχουν δε και οι πιο πολλοί και οι πιο δυστυχισμένοι, που ακόμα αγωνιούν κι εν ώ φοβούνται μήπως καταστραφώμεν ολοσχερώς, τρέφουν ενδομύχως και μίαν ελπίδα, μη και τα καταφέρωμεν εν τέλει και σωθώμεν, έστω και την τελευταίαν στιγμήν, αφ’ ού κατά τα λεγόμενα των δινόντων επιπλάστως την ναυμαχίαν, όλο και σε κάτι νικούν. Και αυτοί οι τελευταίοι ζούν το μεγαλύτερο δράμα απ’ όλους και η κατάστασί τους απελπιστική τω όντι, ολημερίς και ολονυχτίς ζούν και κρίνονται, αναποφάσιστοι ανάμεσα στο ότι ακόμα επιβιώνουν και δεν καταστρέφονται σαν τους άλλους, αλλά και στο ότι αύριο δεν ξέρουν αν κι αυτοί θα έχουν καταστραφεί.
Η αλήθεια δυστυχώς είναι μία. Η Σικελική εκστρατεία τερμάτισε με την συντριβή του αθηναϊκού ναυτικού, αν και εκείνοι πολέμησαν γενναία, αλλά και την απώλεια χιλιάδων μαχίμων Αθηναίων στα ορυχεία των Συρακουσών, στα οποία ωδηγήθησαν απ’ τους νικητές για καταναγκαστικά έργα και στα οποία οι περισσότεροι πέθαναν απ’ τις κακουχίες.


Το γλωσσικόν ζήτημα (ΜΕΡΟΣ Α’)

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

(Α’ ΦΑΣΙΣ)
(ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΚΜΗΝ ΤΟΥ Ν.Ε. ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ) (1770-1820)

Ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ τω 1761 μεταφράζει το έργον ενός ιταλού φιλοσόφου και εμπράκτως αντιμετωπίζει το ζήτημα και μιλά δια έν «κοινόν ύφος», όπερ καταλλήλως καλλιεργημένον, είναι και το μόνον αρμόδιον δια κάθε ύλην. Αυτήν την περίοδον παρατηρείται αύξησις των πνευματικών ενδιαφερόντων, υπάρχει κίνησις ιδεών και μία ολοένα αυξανόμενη κίνησις βιβλίων, πράγματα που κάνουν επιτακτικήν κι επίκαιρον την λύσιν του γλωσσικού, ήτοι με ποίο γλωσσικόν όργανον θα επέλθη ο φωτισμός του γένους;
Ο Ευγένιος Βούλγαρης λέγει ρητώς πως το αρμόδιον όργανον είναι η αρχαία. Ο Μοισιόδαξ, ως είδομεν προέβαλλεν το «κοινόν ύφος». Τω 1789 στο Βουκουρέστι μέσω αλληλογραφίας τινός δυο εξεχόντων προσωπικοτήτων της περιοχής και της εποχής έχομεν την πρώτην διένεξιν. Πρόκειται δια την αλληλογραφίαν του Λάμπρου Φωτιάδη σχολάρχου της ακαδημίας της πόλης, όστις είναι αρχαιστής και του Δημητρίου Καταρτζή μεγάλου λογοθέτου, ανωτέρου δικαστικού, όστις είναι δημοτικιστής. Η διαμάχη για τρείς δεκαετίες (1790-1820) εφεξής θα οξυνθή.
Ο Καταρτζής λαμβάνει θέσεις ριζικές και σαφείς στο έργον του, και δή εις ένα με μακροσκελέστατον  τίτλον (Σχέδιον……), ένθα και λέγει ότι «η ρωμαίϊκια γλώσσα» είναι καλύτερη σε όλα απ’ όλες τις άλλες γλώσσες κι ότι η καλλιέργεια της και η συγγραφή βιβλίων σ’ αυτήν αποτελεί γενική και ολική αγωγή του έθνους. Δια τούτο έγραψεν μίαν γραμματικήν της αρχαίας εις τα νεοελληνικά, μίαν γραμματικήν, την πρώτην, της νέας ελληνικής και νεοελληνική στιχουργική. Έγραψεν εις λαικήν γλώσσα, όπως ωμιλείτο εις τους κύκλους της Πόλης, χωρίς κανέναν συμβιβασμόν προς την λόγιαν παράδοσιν, με ύφος ιδιότυπον και προσωπικόν αλλά και με σύστημα και με επιμονή. Ύστερα ηναγκάσθη εις μίαν γλώσσαν «αιρετήν» αντί για «φυσικήν», κατόπιν πιέσεων αν και δήλωσεν ότι τούτο δεν τον πείραζε, αφ’ ού σκοπός του ήτο να ωφελήση το γένος. Και τούτο μπορούσε να το κάνη με όποιον τρόπο ήτο δυνατόν. Τω 1791 εκδίδει μιαν γραμματικήν της απλής καθαρευούσης.
Εκ του κύκλου του Καταρτζή, ξεπηδούν ο Ρήγας και οι Δημητριείς, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης. Ο πρώτος έχει το προοδευτικόν βλέμμα του δασκάλου  του Καταρτζή πάνω του, εν ώ οι δεύτεροι με το έργον των «Γεωγραφία Νεωτερική» κάνουν εμφανήν την επίδρασιν εκείνου πάνω τους και στην γλώσσα και στην ορθολογιστικήν και ρεαλιστικήν αντιμετώπισιν των προβλημάτων.
Τω 1805 κυκλοφορεί η «Γραμματική της Αιολοδωρικής» του Αθ. Χριστόπουλου, ο οποίος επηρεασθείς κι αυτός εκ του κύκλου του Καταρτζή τάσσεται με τους οπαδούς της δημοτικής. Η θεωρία του είναι ότι η νέα γλώσσα είναι απόγονος των διλέκτων της αρχαίας αιολικής και δωρικής και άρα έχει την ίδιαν ευγένειαν με την αττικήν, θεωρία σαφώς σφαλερή, αντιεπιστημονική, τονώνουσα ωστόσο τας τάξεις των «δημοτικιστών». Η νέα γλώσσα την εποχήν εκείνη δεν καλείται δημοτική αλλά αιολοδωρική, νεοελληνική, ρωμαίϊκια ή κοινόν ύφος. Τω 1811 κυκλοφορεί το «Όνειρον», μάλλον νόθον έργον του Χριστόπουλου, αλλά τυπωθέν υπο του κύκλου του, μαζί με τα λυρικά, έργον σατυρίζον πιο πολύ τας θεωρίας του Κοραή. Πρόκειται δια έναν διάλογον ανάμεσα στον συγγραφέα και δυό γυναίκες άσκημες και φτιασιδωμένες, που αντιπροσωπεύουν την μιξοβάρβαρην γλώσσαν και την ορθογραφίαν.
Την ίδιαν εποχήν έχουμε κι άλλα λογοτεχνικά, σατιρικά έργα εντασσόμενα στις οξείες γλωσσικές διαμάχες της προεπαναστατικής αυτής τριακονταετίας με τα πιο διάσημα αυτά του «Λογιότατου Ταξιδιώτη» του Βηλαρά και «Τα Κορακίστικα» (1813) του Ιακωβάκη Ρίζου Νερουλού.
Δίπλα στους Χριστόπουλο και Βηλαρά εμφανίζεται ο λόγιος από τα Γιάννενα Αθ. Ψαλίδας. Σπουδάσας αυτός ιατρικήν, φιλοσοφίαν, μαθηματικά και πειραματικήν φυσικήν στην αλλοδαπήν, απ’ όπου και τω 1795 εν Βιέννη ευρισκόμενος εδημοσίευσεν τα «Καλοκινήματα», ίνα ελέγξη την «Λογικήν» του Βούλγαρη, τω 1796 γίνεται αρχιδιδάσκαλος στην σχολήν των Ιωαννίνων, ένθα απέκτησεν αφοσιωμένους μαθητάς και ακτινοβολία. Ο Βηλαράς είναι μεγάλος φίλος του και του αφιερώνει την «Ρωμαίϊκη Γλώσσα» του, εν ώ ο Ψαλίδας εφαρμόζει σε μερικά απ’ τα γραπτά του το ορθογραφικόν σύστημα του φίλου του. Αλληλογραφούν μαζί, ενώ ο Ψαλίδας συμμερίζεται τις ιδέες του Βηλαρά. Τω 1821 σχεδιάζουν να εκδώσουν μαζί ένα βιβλιαράκι με τις επιστολές τους, όπου μέσα αναπτύσσσουν τις ιδέες τους για το γλωσσικόν, ως συνέχεια της «ρωμαίϊκης γλώσσας».

(συνεχίζεται)


Η υπεροψία της σκληρότητος

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

“quae gignuntur statim
Vieta et mollia, non
Matura mox fiunt sed putria”

Ο Ρωμαίος τραγικός ποιητής Πακούβιος (220-130 π.Χ) απεσύρθη σε μεγάλη ηλικίαν στον Τάραντα. Εκεί τον επεσκέφθη ο κατά 50 χρόνια νεώτερός του ποιητής Άκκιος, ο νέος αστήρ της τραγικής ποιήσεως της εποχής του και του διάβασε την τραγωδίαν του «Ατρέας», πολύ φημισμένη στην αρχαιότητα. Στην παρατήρησι του γέρου Πακούβιου, ότι του φαινόταν «κάπως τραχιά και στυφά» τα λόγια του έργου, δηλαδή σκληρά και ξινά, ώστε να δημιουργούν αποστροφή κι όχι γλυκύτητα κι εσωτερική αγαλλίασι, εκείνος γεμάτος έπαρσι και αλαζονεία του απήντησε, ότι «τα φρούτα που είναι μαλακά απ’ την αρχή, αργότερα σαπίζουν».
Ita est” inquit Accius, “ut dicis”. «Έτσι είναι, είπε ο Άκκιος, όπως τα λές». “Neque id me sane paenitet”. «Ούτε γι’ αυτό βέβαια εγώ μετανοώ». Quae dura et acerba nascuntur, post fiunt mitia et iucunda”. «Αυτοί που γεννιούνται σκληροί και στυφοί, ύστερα γίνονται γλυκοί και ευχάριστοι». Ιδού η αιτία της όποιας ανθρώπινης σκληρότητος. Θεωρεί ο άνθρωπος, ότι δίχως ν’ αγαπά, με το να είναι αδίστακτος και αποτρόπαιος, σκληρόκαρδος και μισητός στους πάντες, κερδίζει. Λέγει ο ανόητος μέσα στην ψυχή του: «ας μείνω σκληρός, να μην πονέσω εγώ κι ας πονώ με την συμπεριφορά μου τους άλλους. Σημασία έχει, να χαλυβδώσω εμαυτόν ούτως, ώστε ουδέποτε να μην κλάψω, να μην δακρύσω». Για να το κατορθώση αυτό καθιστά τον εαυτόν του τέρας σκληράδας. Πρίν συμβή ο,τιδήποτε, έχει προνοήσει να συμβαίνη το κακό στους άλλους, ώστε αυτός να μένη αλώβητος.
Αυτό όμως δεν λέγεται ανθρώπινη φύσις. Ο άνθρωπος έχει και καρδιά, συναίσθημα. Δεν μπορεί αυτήν την καρδιά, να την αφήση να σκληρύνη τόσο, ώστε σαν πέτρα πια να μην χτυπά. Μ ε την σκέτη λογική και ορθοφροσύνη, δίχως ίχνος συναισθήματος δεν οδηγούμεθα πουθενά. Όταν ήταν φοιτητής ο Σολωμός στην Ιταλία, νεαρός και άπειρος, έδιδε έμφασιν στην επεξεργασία από την λογική ακόμη και των πιο συναισθηματικών στίχων του Δάντη. Τούτο ηνάγκασε τον γέρο δάσκαλό του Μόντι να ειπή εις τον εικοσάχρονον Ζακυθινόν σχεδόν οργισμένος: «Δεν πρέπει να συλλογίζεται κανείς τόσον, πρέπει και να αισθάνεται, να αισθάνεται, ακούς;»
Η φωνή του εχάθη. Όλες οι παλιές φωνές, που μετέδιδαν την θέρμη της αγάπης, την φωτιά της γλυκύτητος, το μειδίαμα της ψυχής εχάθησαν. Η εποχή έγινε σκληρή, διότι σκλήρυναν οι άνθρωποι. Το σπουδαιότερον δε και σημαντικότερον και συνάμα απελπιστικόν, αυτό που αναίσχυντα λένε. «Ούτε βεβαίως μετανοιώνω γι’ αυτό».


Το αληθές της ουτοπίας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


«το του νόμου έργον, τας βελτίστας
φύσεις αναγκάσαι ιδείν τε το αγαθόν
και επειδάν ικανώς ιδώσι, μη
επιτρέπειν αυτοίς μη μετέχειν
των παρ’ εκείνοις τοις άλλοις
πόνων»
(Πλάτων, πολιτεία, 519 b-d)

Στο ερώτημα «τι είναι αλήθεια;» η αρχαία ελληνική φιλοσοφία έδωσε απάντησι. Αλήθεια είναι «η απόλυτη συμφωνία της σκέψης με το αντικείμενόν της». Με το πνεύμα αυτό, η αλήθεια είναι κρίσις, σκέψις μέσα στον ανθρώπινο νού. Δεν είναι εξωτερική πραγματικότητα, αλλά σκέψις δια την πραγματικότητα. Το ότι ζούμε σε μίαν φαύλην πολιτεία, τούτο δεν κάνει αληθινό ότι αυτή είναι η πολιτεία. Η πολιτεία, ένα έθνος είναι αληθινό διότι υπάρχει στην σκέψι μας. Το πνεύμα μας το διδάξανε –η φιλοσοφία και η ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού πολύ συνέβαλαν σ’ αυτό- να θεωρή αληθές την πολιτεία που είναι βασισμένη στο Δίκαιο, στους Νόμους, πράγμα ταυτόσημο με την ευτυχίαν. Διότι η δικαιοσύνη είναι ευτυχία.
Και τι ορίζει ο Νόμος της αληθινής πολιτείας, αυτής που κρίνοντας έπρεπε να υπάρχη και δεν υπάρχη τώρα, που ζούμε σ’ ένα φάντασμα αυτής, σε μιαν σκιά της δυστυχισμένοι; Ο Νόμος ορίζει, ότι το πάν, το όλον δέον να υπάρχη προς όφελος των πάντων, όλων των μερών. Η ουσία του Νόμου είναι ότι τίποτα σε μια πολιτεία ανθρώπων δεν γίνεται, ίνα εξυπηρετήση το συμφέρον μόνον ολίγων, το όφελος ατόμων, αλλά αυτός καθορίζει, ότι σπουδαιότερον των πάντων, των πράξεων των πολιτών αυτής είναι αυτές οι πράξεις να γίνονται προς ικανοποίησιν του γενικού συμφέροντος. Ειδάλλως δεν υπάρχει δίκαιον αλλά αδικία, η οποία τότε καταδικάζει μιαν πολιτείαν ανθρώπων στην μαύρη δυστυχία.
Όλοι δε οι ανθρωποι δεν γεννηθήκαμε ίδιοι. Εκ φύσεως μας επιδαψιλεύθη εις τον καθένα κι ένα διαφορετικό χάρισμα, μια διαφορετική αρετή. Αυτήν την αρετήν που κρύβει ο καθένας μέσα του, έχει ιερόν χρέος να την χρησιμοποιήση με σκοπόν την γενικήν, καθολικήν ευημερίαν. Αν δεν το κάνη αυτό, αυτομάτως καθιστά εαυτόν άδικον και τότε ο Νόμος της πολιτείας έχει καθήκον να τον επαναφέρη στην τάξιν με βίαιον τρόπον. Την πιο μεγάλην ευθύνη και βάρος ασφαλώς έχουν, όσοι από την φύσι εξασφάλισαν μεγάλον μέρος αρετής, πολλά χαρίσματα, τουλάχιστον περισσότερα απ’ όσα εδόθησαν σε έναν μέσον άνθρωπον. Αυτόι με αυτά τα χαρίσματα, την πνευματικήν δύναμιν κυρίως, τον ορθόν νού, την δυνατή κρίσιν έχουν την δύναμην να ιδούν το αγαθό, να ανακαλύψουν το φώς, να λυτρωθούν από το σκότος, να το θαυμάσουν, να το εγκολπωθούν και ενστερνισθούν και να το επωφεληθούν και βασιζόμενοι σ’ αυτό να ζήσουν μιαν ευτυχισμένην ζωή.
Τι πρέπει ιδίως αυτοί να πράξουν; Να αδιαφορήσουν για το γύρω τους κακό, το σκοτάδι που πλήττει τους άλλους και να μην ενδιαφερθούν δια το γενικό καλό; Τότε ήθελεν είναι ανάξιοι που τους εδόθη η δύναμις ν’ αντικρύσουν το καλό, αλλά δεν κατενόησαν τις ιδιότητές του. Θα καταντούσαν, αν και γνωρίζοντες το αγαθόν άδικοι στους συμπολίτες τους, πράγμα αντιφατικόν, αφ’ ού το αγαθόν άπαξ και υιοθετηθή δεν μπορεί ποτέ να εκλύει άδικον.
Ο Νόμος ουδόλως νοιάζεται, αν αυτοί, αν και μπορούσαν να ζήσουν ευτυχισμένοι, είναι αναγκασμένοι να κάνουν άλλα. Δεν τον ενδιαφέρει η προκοπή ολίγων, αλλά διαρκώς προσπαθεί να καταστήση την ευτυχίαν συνολικήν υπόθεσιν της πολιτείας. Όσους δεν πείθει στην πράξιν να λειτουργήσουν σαν σύνολον αρμονικόν, τότε ως ελέχθη το κάνη με την βία. Διότι δεν θεωρεί, ότι αδικεί εκείνους, που σαν προικισμένοι από την φύσιν κατάφεραν να έχουν επίγνωσιν του αγαθού αλλά απεναντίας θεωρεί δικαιοσύνη, να τους αναγκάζει αυτήν την γνώσιν των, να την χρησιμοποιούν προς επιμέλειαν και φύλαξιν των υπολοίπων.
Είναι καιρός τώρα, που αυτή η ουσία του Νόμου δεν εφαρμόζεται. Από το αποτέλεσμα της ευημερίας των ολίγων και της δυστυχίας των πολλών, αποδεικνύεται, ότι ο Νόμος της πολιτείας έπαψε ν’ αναγκάζη τους καλύτερους να δαπανούν την αρετή των προς κοινήν ωφέλειαν. Η όσο το δυνατόν γρηγορότερη επαναφορά της ουσίας του Νόμου στην έμπρακτον εφαρμογήν είναι από τα πράγματα επιβεβλημένη, ούτως ώστε η ευτυχία της πολιτείας να μην χαθή οριστικώς. Μπορεί να φαίνεται τούτο ουτοπία, αλλά δεν είναι, είναι αληθές.



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΙΒ’) (τελευταίον)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μετάνοια, η λύτρωση
και το νέο καθήκον

Πάνω στο κατάστρωμα που σάπιζε κι αυτό, κείτονταν νεκροί οι σύντροφοί του. Ο ιδρώτας πάνω στα μέλη τους έλυωνε, μα ούτε σάπιζαν, ούτε βρωμούσαν κι η κατάρα ήταν ακόμη ζωντανή μέσα στα μάτια τους. Μα η σελήνη άρχισε να ανεβαίνη στον ουρανό. Το φώς της έπεφτε πάνω στον πνιγερόν ωκεανό. Μπόρεσε τότε να ιδή την ομορφιάν της ζωής και να νοιώση την ευτυχίαν της. Μια πηγή αγάπης, που δεν είχε νοιώσει έως τότε, ανάβρυσε από μέσα του και ασυναίσθητα τα ευλόγησε μέσα απ’ την καρδιά του, όλα εκείνα τα ωραία που έβλεπε. 



ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Γ’) (τελευταίον)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι
Τον Κύριον,
Οι πορευόμενοι εν ταις οδοίς αυτού.
(ψαλμός ρκζ,1)

Η κοινωνική διάστασις
της φωνής του θεού.

Ο Δ. Π. Διαμαντόπουλος στο «Λεξικόν βασικών εννοιών» του γράφει: «η συνείδησις είναι το σύνολον των ηθικών κρίσεων, ιδεών και αισθημάτων του ανθρώπου, η δύναμις του πνεύματος, η οποία εκφέρει κρίσεις δια την ηθικήν αξίαν ή απαξίαν των ανθρωπίνων πράξεων. Παράλληλα όμως, υποδεικνύει στον άνθρωπον το καθήκον, καθώς και ποιες πράξεις οφείλει να εκτελή ηθικώς και ποιες ν’ αποφεύγη. Η ηθική συνείδησις στην ουσίαν της είναι ο ηθικός κριτής του ανθρώπου, ο οποίος επιδοκιμάζει τις πράξεις εκείνες που είναι σύμφωνες με τον ηθικόν νόμον και καταδικάζει όσες τον παραβιάζουν».
Σε όλα συμφωνεί ο Σωκράτης. Είπεν όμως, ότι η εσωτερική φωνή του θεού δεν τον ωθεί να κάνη πράξεις ενάρετες αλλά μόνον τον εμποδίζει απ’ το να πράξη ανήθικες. Μέχρι στιγμής. Διότι κι αυτός αναγνωρίζει, ότι πέρα απ’ αυτό, η φωνή του θεού τον υποχρεώνει τω όντι, να επιτελέση ένα δυσβάστακτο καθήκον. Να καθορίζη στους άλλους ποιες πράξεις πρέπει να πράττουν ηθικώς ή μάλλον από ποιες πράξεις οφείλουν να απέχουν. Τούτο είναι η κοινωνική διάστασις της συνειδήσεως.
Συνεχίζει λοιπόν στον «Θεάγη» και λέγει: «κι αν κάποιος φίλος, μου ανακοινώνει κάτι κι εκδηλωθεί η φωνή, αυτό το ίδιο συμβαίνει, αποτρέπει και δεν τον αφήνει, εκείνον τον φίλο να το πράξη». Δηλαδή η φωνή του θεού εντός μας εκδηλώνεται όχι μόνον στα δικά μας πράγματα, αλλά και για ‘κείνα που πράττουν όσοι ζούν κοντά μας. Ας δούμε το παράδειγμα που δίδει. «Και γι’ αυτά θα σας παρουσιάσω μάρτυρες. Γνωρίζετε βέβαια αυτόν εδώ τον Χαρμίδη, τον γιό του Γλαύκωνα, που είναι ωραίος. Αυτός κάποτε τυχαία μου ανακοίνωσε, ότι επρόκειτο να συμμετέχη στον αγώνα σταδίου στη Νεμέα κι αμέσως, όταν αυτός άρχισε να μου λέη, ότι πρόκειται να τρέξη, εκδηλώθηκε η φωνή κι εγώ εμπόδιζα κι αυτόν και του είπα: στο διάστημα που μου μιλούσες, εμφανίστηκε μέσα μου η φωνή του δαιμονίου. Να μην τρέξης».
Ο ωραίος ψυχικά Χαρμίδης δεν είναι τίποτα άλλο παρα ένας πολλά υποσχόμενος, ως προς τα ψυχικά χαρίσματα νέος. Πονούμε όσους πλησίον μας έχουν αθώα κι ευγενή ψυχή, που όμως η απειρία ζωής τους κάνει να είναι απερίσκεπτοι και να ριψοκινδυνεύουν να διαψευσθούν κι έτσι το δηλητήριο της απογοητεύσεως να κατακλύση την ευγενή καρδιά των. Πόσες φορές ένα παιδί δεν ζήτησε απ’ τον πατέρα του και τους γονείς του γενικά, έχοντας εμπιστούνη στους αγαθούς σκοπούς του να ξεκινήση κάτι εφάμιλλον των προσδοκιών του, κι αυτοί το απέτρεψαν για να μην διαψευσθή; Ας θυμηθούμε τον ξακουστόν άσωτον υιόν. Εζήτησε την κληρονομιά που του αναλογούσε για να φύγη στα ξένα, να μεγαλουργήση και να ζήση σύμφωνα με τους δικούς του πόθους, με τις δικές του αρχές, νόμους και κανόνες. Ήθελεν άρα γε να καταστραφή; Όχι βέβαια. Κανείς δεν το θέλει. Λέτε πάλι ο πατέρας να μην προσπάθησε να τον αποτρέψη; Όχι βέβαια. Όμως ο άσωτος θα έκανε το δικό του. Το ίδιο κι ο Χαρμίδης. Τι απάντησε στον Σωκράτη; «Ίσως Σωκράτη, η φωνή του δαιμονίου σου, σου δείχνει, ότι δεν θα νικήσω» είπε. «Εγώ όμως, κι αν ακόμα δεν πρόκειται να νικήσω, θα ωφεληθώ αφ’ ού βέβαια αυτό το διάστημα θα γυμναστώ». Αυτά αφ’ ού είπε συμμετείχε στον αγώνα σταδίου.
Αυτή είναι η αυταπάτη. Όσο κι αν τον αποτρέπουν τον νεαρόν φιλόδοξο και να τον αποθαρρύνουν απ’ το εγχείρημά του, εκείνος νομίζει, ότι ναι μεν μπορεί να μην τα καταφέρη συνολικώς αλλά τουλάχιστον θα ωφεληθή. Ο άσωτος πάλι ναι μεν θα πίστευε, ότι μπορεί να μην μεγαλουργήση, αλλά τουλάχιστον ότι θα επωφεληθή της ελευθερίας του και θα έχη μιαν ζωήν, όπως την θέλει, μακρυά από την «φυλακή» των νόμων του πατέρα του. Είναι άρα γε η φωνή της συνείδησης καταδικασμένη ν’ αποτυγχάνη, όταν αυτή εκδηλώνεται για τους άλλους; Όχι βέβαια πάντα. Καθήκον αυτών που την ακούνε να εκδηλώνεται εντός τους, πικρό και βαρύ, είναι να την κάνουν γνωστή σ’ εκείνον για τον οποίον ηχεί. Μέχρι πότε; Μέχρι ο καθένας να έναι εις θέσιν ν’ ακούση την φωνή που κρύβει μέσα του ο ίδιος και να μην περιμένη από άλλους να τον καθοδηγούν σύμφωνα με την φωνή των.Διότι είπαμε, ότι η συνείδησις είναι συνεπίγνωσις, μια γνώσις κοινή δια όλους κι όλες τις ψυχές που προήλθαν απ’ το φώς του κόσμου των ιδεών.

Μετάνοια, αυτοκριτική
και αναγέννησις, ανάστασις.

«Μετανοείτε» φώναζε μια άλλη φωνή στο μέσον της ερήμου. Η ζωή δίδει αφορμές πολλές. Είναι εμφανές ότι η φωνή της συνειδήσεως δεν εκδηλώνεται, αν και ενυπάρχη, σε όλους εξ αρχής. Στην αρχή οφείλει ο καθείς να στηρίζεται στην φωνή των άλλων. Τούτο μέχρι να εκδηλωθή η δική τους φωνή. Στην αρχή ασθενική και ισχνή, ύστερα δε ολοένα αυξανόμενη σε έντασι μέχρις ότου να εκδηλώνεται και δια τους γύρω του. Μα τι είναι αυτό που δυναμώνει την ενυπάρχουσα εσωτερική φωνή και από άφωνη την καθιστά δυνατή;
Μα τίποτα άλλο παρά η χαλύβδωσις των ηθικών νόμων εσωτερικώς. Η συνεχής αυτοκριτική και μετάνοια δια τα λάθη μας, μας κάνει να γινόμαστε δυνατοί. Η υπακοή σε νόμους και αξίες και η κατασκευή ενός εσωτερικού πλαισίου ορίων και κανόνων μας κάμνει να οδηγούμεθα όχι στα χαμένα, αλλά συντεταγμένα προς κάποιαν κατεύθυνσι. Έρχεται η Τεσσαρακοστή και μετά η μεγάλη εβδομάς. Ας αναλογισθή ο καθείς εντός του, πόσον χαλύβδωσεν την εσωτερικήν του φωνήν ή κατέστη τόσον πωρωμένος, που την έπνιξε και δεν την άφησε ποτέ να μιλήση εντός του. Στο χέρι του είναι ν’ αφήση να εκδηλωθή ξανά. Τότε θα αναζωογονηθή και θα είναι σαν να αναστήθηκε ξανά απ΄τους νεκρούς. Σαν να απελευθέρωσε εντός του όλες εκείνες τις δυνάμεις που τον θέλουν άνθρωπο κι όχι ζώον και κτήνος μέσα στην κοινωνία των ανθρώπων.
Ο πωρωμένος είναι εκείνος που κατέπνιξεν εντός του τον άνθρωπον, που έκλεισεν τους πώρους του δέρματός του κι έπαψε να αναπνέη και το σώμα του πια νεκρό ζεί μα δεν ζεί. Οι νόμοι, οι κανόνες, οι θείες εντολές είναι γνωστές και είναι εκεί. Ας τις αδράξωμεν και ας αναστηθώμεν επιτέλους. Ας ζητήσωμεν ολόψυχα «προσδοκώμεν ανάστασιν νεκρών».
Καλόν κι άγιον πάσχα να έχωμεν