ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
1.
του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΩΝ. ΦΑΣΕΓΚΑ
Ὁ Φώτης Κόντογλου ἢ Φώτιος, ὅπως εἶναι κανονικὰ τὸ ὄνομά του, γεννήθηκε στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 1895, στὸ Ἀϊβαλὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πατέρας του ἦταν ὁ Νικόλαος Ἀποστολέλης καὶ μητέρα του ἡ Δέσποινα Κόντογλου. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἦταν τὸ τέταρτο παιδὶ ποὺ γεννήθηκε στὴν οἰκογένειά του καὶ μόλις ἕνα χρόνο μετὰ τὴ γέννησή του, ὁ πατέρας του ἀπεβίωσε. Ὁ ἀδελφός τῆς μητέρας του, ποὺ ἦταν ὁ ἱερομόναχος πατήρ Στέφανος Κόντογλου, ἔγινε ὁ κηδεμόνας του στὴ θέση τοῦ πατέρα του.
Αὐτὴ ἡ κηδεμονία, καθὼς καὶ ἡ μεγάλη ἀγάπη ποὺ ὁ Φώτης Κόντογλου εἶχε πρὸς τὸν θεῖο του, τὸν ἔκαναν νὰ ἐπιλέξει ὡς ἐπίθετό του αὐτὸ τῆς μητέρας του καὶ τοῦ θείου του. Τὸ 1906, ἀφοῦ τελείωσε τὸ δημοτικὸ σχολεῖο, ὁ Φώτης Κόντογλου μετέβη, γιὰ νὰ φοιτήσει στὸ γυμνάσιο, ποὺ βρισκόταν στὸ Ἀϊβαλί. Αὐτὴ τὴν ἐποχὴ, ἔδωσε καὶ τὰ πρῶτα δείγματα γραφῆς του, ἀφοῦ ἄρχισε νὰ ἐκδίδει τὸ περιοδικὸ «Μέλισσα», σὲ συνεργασία μὲ δυὸ συμμαθητές του, τὸν Στρατὴ Δούκα καὶ τὸν Πάνο Βαλσαμάκη.
Τὸ 1913, ὁ Φώτης Κόντογλου ἄρχισε τὶς ἀνώτατες σπουδὲς του, ὅταν ὁ θεῖος του τὸν ἐνέγραψε στὴ Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τῶν σπουδῶν του ὅμως ἀντιμετώπισε πολὺ μεγάλες δυσκολίες. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ξέσπασε ὁ Α ́ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ ἡ οἰκογένειά του βρέθηκε στὴ δύσκολη θέση νὰ σταματήσει νὰ χρηματοδοτεῖ τὶς σπουδὲς τοῦ Κόντογλου διακόπτοντας ἕνα ἐπίδομα, ποὺ τοῦ ἔδινε γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό.
Ὁ Κόντογλου ὅμως δὲν ἔμεινε ἀδρανὴς καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὁλοκληρώσει τὶς σπουδές του. Ἔτσι, μαζὶ μὲ ἕνα συμμαθητή του, τὸν Σπύρο Παπαλουκᾶ, ἄρχισε νὰ ἐργάζεται σὲ φωτογραφεῖο, καθὼς ἐπίσης καὶ νὰ βάφει σκηνικὰ γιὰ τὸ θέατρο. Τὶς σπουδὲς του ὅμως τελικῶς δὲν κατάφερε νὰ τὶς ὁλοκληρώσει, γιατί τὴν περίοδο 1914-1917, ποὺ καταστράφηκε τὸ Ἀϊβαλί, ὁ Φώτης Κόντογλου ἔχασε τὴ μητέρα του ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖο του. Αὐτὸ τὸν ὁδήγησε στὸ νὰ διακόψει τὶς σπουδές του καὶ νὰ φύγει στὴν Εὐρώπη, ὅπου ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς ἀνθρακωρύχος. Γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα στὸ Παρίσι ἔκανε καὶ μία συνεργασία μὲ τὴ γαλλικὴ ἐφημερίδα Illustration.
Τὸ 1919 ἐπέστρεψε ἐκ νέου στὸ Ἀϊβαλὶ καὶ ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς καθηγητὴς στὸ τοπικὸ παρθεναγωγεῖο διδάσκοντας γαλλικά. Ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλὶ ἔφυγε τελικῶς μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τὸ 1922 καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα, ὅπου καὶ ἄρχισε νὰ ζωγραφίζει καὶ πάλι καὶ μάλιστα ὀργάνωσε καὶ κάποιες ἐκθέσεις τῶν ἔργων του.
Τὸ 1927 ἦταν μία ἰδιαίτερη χρονιὰ γιὰ τὸν Κόντογλου, λόγω δύο γεγονότων ποὺ συνέβησαν σὲ αὐτή. Τὸ πρῶτο ἦταν ὅτι ὁ Κόντογλου παντρεύτηκε μία γυναίκα ἀπὸ τὸ Ἀϊβαλί, τὴ Μαρία Χατζηκαμπούρη. Τὸ δεύτερο ἦταν ὅτι προσλήφθηκε ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ περιοδικοῦ Φιλικὴ Ἑταιρεία.
Τὸ 1929 εἶναι τὸ ἔτος τῆς γέννησης τῆς κόρης τοῦ Φώτη Κόντογλου, Δέσπως. Τὴν ἴδια χρονιὰ ξεκινᾶ καὶ ἡ συνεργασία του μὲ ἄλλα δυὸ περιοδικά, τὰ Ἑλληνικὰ Γράμματα καὶ τὴ Νέα Ἑστία. Παράλληλα ὅμως, ὁ Φώτης Κόντογλου συνέχισε νὰ ἐργάζεται καὶ σὲ μία δουλειὰ, ποὺ τὴ γνώριζε καλά, τὴν κατασκευὴ θεατρικῶν σκηνικῶν, ποὺ αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως τὰ φιλοτεχνοῦσε ἐξ ὁλοκλήρου καὶ δὲν τὰ ἔβαφε ἁπλῶς.
Μία νέα ἐργασία γι’ αὐτὸν ἐμφανίζεται τὸ 1930. Πιὸ συγκεκριμένα, τὸ Βυζαντινὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν τὸν προσέλαβε, προκειμένου νὰ εἶναι ὁ τεχνικὸς ἐπόπτης τῶν συλλογῶν του. Ἡ ζωγραφικὴ ὅμως συνέχισε νὰ παραμένει μία ἀπὸ τὶς μεγάλες ἀγάπες τοῦ Φώτη Κόντογλου. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα αὐτῆς εἶναι τὸ ὅτι, ὅταν τὸ 1932 ἔκτισε τὸ σπίτι του, ἕνα ἀπὸ τὰ δωμάτιά του ζωγραφίστηκε μὲ νωπογραφίες ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Φώτη Κόντογλου, τὸν Νίκο Ἐγγονόπουλο καὶ κάποιους μαθητὲς τοῦ Γιάννη Τσαρούχη.
Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ, ὁ Φώτης Κόντογλου πῆγε στὴν Αἴγυπτο, γιὰ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὸ Κοπτικὸ Μουσεῖο. Τὴν ἀμέσως ἑπόμενη, ἔκανε τὴν πρώτη του συμμετοχὴ σὲ «Biennale», καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴ 19η, ποὺ πραγματοποιήθηκε στὴ Βενετία. Μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Β’ Παγκοσμίου Πολέμου καὶ τῆς Κατοχῆς στὴν Ἑλλάδα, ὁ Φώτης Κόντογλου βρέθηκε σὲ δεινὴ θέση καὶ ἀναγκάστηκε νὰ πουλήσει ἀκόμα καὶ τὸ ἴδιο τὸ σπίτι του μὲ ἀντίτιμο ἕνα σακὶ ἀλεύρι.
Τὴν περίοδο μετὰ τὴν Κατοχή, ἀπὸ τὸ 1944 δηλαδὴ μέχρι καὶ τὸ 1950, ὁ Κόντογλου ἐβίωσε μία πολὺ δημιουργικὴ ἐποχή. Ἄρχισε νὰ συμμετέχει σὲ διάφορες ὁμαδικὲς ἐκθέσεις ζωγραφικῆς, ἐνῶ μία σειρὰ βιβλίων του ἄρχισε νὰ ἐκδίδεται. Ἡ περίοδος 1950-1960 σηματοδοτήθηκε ἀπὸ τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὴν ἁγιογραφία καὶ μάλιστα θεωρήθηκε ἡ περίοδος τῆς ἀκμῆς του σὲ αὐτὸ τὸν τομέα.
Τὸ 1960, γιὰ τὸ συνολικὸ λογοτεχνικὸ καὶ καλλιτεχνικὸ ἔργο του, ὁ Φώτης Κόντογλου τιμήθηκε μὲ τὸ παράσημο τοῦ Ταξιάρχη τοῦ Βασιλικοῦ Τάγματος τοῦ Φοίνικος.
Αὐτὴ δὲν ἦταν ἡ μόνη διάκριση ποὺ ἔλαβε, ἀφοῦ στὶς 24 Μαρτίου 1965 τιμήθηκε μὲ τὴν ἀνώτερη διάκριση τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, τὸ Ἀριστεῖο Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν.
Ὁ Φώτης Κόντογλου ἀπεβίωσε στὶς 13 Ἰουλίου 1965, νοσηλευόμενος στὸ νοσοκομεῖο Εὐαγγελισμὸς, ὅπου βρισκόταν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς Ἰουνίου, μετὰ ἀπὸ ἕνα ἰδιαίτερα σοβαρὸ αὐτοκινητιστικὸ ἀτύχημα ποὺ εἶχε. Στὶς 14 Ἰουλίου ἔγινε ἡ κηδεία του στὸ Α ́ Νεκροταφεῖο Ἀθηνῶν καὶ ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία τελέστηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομο. Οἱ ἐπικήδειοι λόγοι ἐκφωνήθηκαν τόσο ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ὁ Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ἰάκωβος, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἀνθρώπους τῶν γραμμάτων καὶ τοῦ πνεύματος, ὅπως ὁ Ἠλίας Βενέζης.
Ὅταν ἔγινε ἡ ἐκταφὴ τοῦ Φώτη Κόντογλου, τὰ ὀστᾶ του μεταφέρθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς στὴ Νέα Μάκρη.
Ἐργογραφία τοῦ Φώτη Κόντογλου
Ὁ Φώτης Κόντογλου ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορᾶ στὴ λογοτεχνία καὶ τὰ γράμματα τὸ 1919, μὲ τὸ βιβλίο Πέδρο Καζᾶς. Ἀκολούθησαν τὰ κάτωθι ἔργα σύμφωνα μὲ χρονολογικὴ σειρά:
•Βασάντα (1923)
•Ταξίδια (1928)
•Ὁ ἀστρολάβος (1934)
•Φημισμένοι ἄνδρες καὶ λησμονημένοι (1942)
•Ὁ Θεὸς Κόναμος καὶ τὸ Μοναστήρι του τὸ λεγόμενο Καταβύθιση (1943)
•Τὰ Δαιμόνια τῆς Φρυγίας, Ἐξ Ἀνατολῶν πνεύματα ὀργισμένα (1943)
•Ἕλληνες θαλασσινοὶ στὶς θάλασσες τῆς Νοτιᾶς, Ἡ Ἀφρικὴ καὶ οἱ θάλασσες τῆς Νοτιᾶς (1944)
•Ἱστορία ἐνὸς καραβιοῦ ποὺ χάθηκε ἀπάνου σὲ μιὰ ξέρα (1944)
•Ἱστορίες καὶ περιστατικὰ (1944)
•Οἱ ἀρχαῖοι ἄνθρωποι τῆς Ἀνατολῆς (1945)
•Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Βλασίου Πασκὰλ τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ (1947)
•Βίος καὶ ἄσκησις τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἠμῶν Ἁγίου Μάρκου τοῦ Ἀναχωρητοῦ (1947)
•Ἄνθος ἤγουν λόγια ἀνθολογημένα ἀπὸ τοὺς πατέρας (1949)
•Πηγὴ ζωῆς (1951)
•Τὸ κατὰ Ματθαῖον Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐξηγημένον (1952)
•Τὸ θρηνητικὸ συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου (1953)
•Εἰκόνες τῆς Παναγίας (1953)
•Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Θεράποντος τοῦ Θαυματουργοῦ (1955)
•Ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα (1957)
•Ὂρη ἅγια (1958)
•Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ καὶ Νικόλαος καὶ ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὁποῦ εὑρέθη εἰς τὴν Καρυᾶν τῆς Θέρμης (1961)
•Ἡ ἀπελπισία τοῦ θανάτου εἰς τὴν θρησκευτικὴν ζωγραφικήν τῆς Δύσεως καὶ ἡ εἰρηνόχυτος καὶ πλήρης ἐλπίδος ὀρθόδοξος εἰκονογραφία (1961) •Σημεῖον Μέγα (1961)
•Ἔργα Α’ Τὸ Ἀϊβαλὶ καὶ ἡ πατρίδα μου (1961)
•Ἔργα Β’ Ἀδάμαστες ψυχὲς (1961)
•Ἔκφρασις (1961)
Λόγια τοῦ ἴδιου το Κόντογλου
Ὅσα γράφω, λέει ὁ Φ. Κόντογλου, βγαίνουν ἀπὸ μέσα μου, ὅπως ὁ ἀγέρας ποὺ ἀνασαίνουμε. Πολλοὶ δὲν προσέχουν τί πράγμα γράφω, ἀλλὰ ψαρεύουν κανέναν ζωντανὸ καὶ ἐπιτυχημένο λόγο καὶ τὸν χαίρονται. Πρέπει νὰ δίνεται σημασία στὸ ὕφος, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι ξεχωριστὸ χάρισμα. Ὁ καθένας ἔχει τὸ δικό του ξεχωριστὸ ὕφος. Μερικοὶ τὸ χάνουν, γιατί μιμοῦνται ἄλλους. Τὸ πᾶν εἶναι νὰ εἶσαι εἰλικρινής. Ἡ προσποίηση εἶναι ὁ θάνατος τῆς ἀνθρώπινης προσωπικότητας.
Τὸ νὰ εἶναι ὅμως κάποιος πρωτότυπος, πρέπει νὰ ἔχει ψυχὴ βαθειά. Οἱ ἀπροσποίητοι ἔχουν μία νοστιμάδα καὶ μία δροσεράδα στὸ γράψιμό τους. Σὲ ἁπλὰ γραψίματα βρίσκεις ἐξαίσια λόγια. Γίνεσαι ἀπὸ τὶς μυστηριώδεις κινήσεις τῆς ψυχῆς. Ἄλλωστε, τὰ ἁπλὰ μυρίζουν ζωὴ καὶ ἀθανασία.
Διαβάζουμε σὲ ἀθησαύριστο κείμενο τοῦ Φ. Κόντογλου (ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τῆς Δέσποινας Μαρτίνου).
Ἔλεγε:
Ἐκεῖνος ποὺ θὰ καθίσει νὰ σκεφθεῖ τί ἀπέραντα κλωνάρια βλαστήσανε ἀπὸ τὴ ρίζα τῆς ζωῆς, θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό του καὶ δεῖ μὲ τὴ φαντασία του τ’ ἀμέτρητα ποὺ τὸν ἀκολουθήσανε ἀκούγοντάς τον νὰ λέει: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω αυτὸν καί ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθήτω μοι» ἄφησαν ἀξιώματα, γονεῖς, γυναίκα, παιδιὰ καὶ κάθε τί τοῦ κόσμου τούτου, θὰ δοξάσει τὸ Θεό.
Ἀπὸ τὸν ἴδιο:
«Ὅταν δημοσιευθεῖ κάτι γιὰ ἐμένα, αἰσθάνομαι θλίψη. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τά δοξάρια». Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος! Ξεχασμένος ἀλλὰ χαρούμενος, ἀφοῦ «ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διανοίας καὶ ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς, ποὺ ἀξιώνονται, ὅσοι θέλουν νὰ μὴν τοὺς ξέρουν οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός».
Ὅλα γίνονται ἀπ’ αὐτὸν γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς του. Ὅλα του εἶχαν ἕνα μυστήριο, αὐτὸ θέλουν νὰ ἐξαφανίσουν οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Μὰ δὲν ὑπάρχει Χριστιανισμὸς χωρὶς μυστήριο, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό.
Στὸ μυστήριο αὐτὸ ὑπάρχουν ἀκόμα καὶ οἱ πειρασμοί, αὐτοὶ ἀγγίζουν τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως τὰ βλέφαρα τὸ ἕνα τὸ ἄλλο. Ὁ Θεὸς τὰ οἰκονόμησε ἔτσι γιὰ ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸν φόβο τῶν λυπηρῶν, θυμᾶται ὁ ἄνθρωπος Ἐκεῖνον, τὸν σιμώνει μὲ τὴν προσευχή του. Ἁγιάζεται ἡ καρδιὰ του, καθὼς τὸν συλλογίζεται. Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ θὰ τὸν γλυτώσει. Δὲν πλάστηκε ἄλλωστε ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ λυπηρά. Μήποτε θαρρευόμενος στὴ θεότητα κληρονομήσει, ὅ,τι κληρονόμησε κεῖνος, ποὺ πρῶτα λεγόταν ἑωσφόρος κι ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς.
Σκέψεις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ καιροῦ μας:
Ὅταν βλέπω τὴν νευρικὴ δραστηριότητα τῶν ἀνθρώπων, μου ἔρχονται τὰ λόγια τοῦτα στὸ μυαλό μου, τοῦ Δαυὶδ: «ἰδοὺ παλαιστάς ἔθου τάς ἡμέρας μου καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐδὲν ἐνώπιόν σου. Πλὴν τὰ σύμπαντα ματαιότης, πᾶς ἄνθρωπος ζῶν. Μέντοι γε, ἐν εἰκόνι διαπορεύεται ἄνθρωπος, πλὴν μάτην ταράσσεται».
Σὰν μανιακοὶ οἱ ἄνθρωποι τρέχουν ἀπὸ ‘δῶ κι ἀπὸ ‘κεῖ. Βιάζονται. Δοξάζω τὸ Θεὸ, ἅμα δῶ κάποιον νὰ πορεύεται ἥσυχα. Ποιὸς τὸν κυνηγᾶ μὲ μία βουκέντρα; Σκουντουφλᾶνε ὁ ἕνας πάνω στὸν ἄλλο στὰ χρηματιστήρια, στὶς τράπεζες, στὶς μποῦρσες, στὶς κοῦρσες, στὰ καζίνα. Βρίσκονται σὲ συνέδρια, σὲ σωματεῖα, σὲ συλλόγους, σὲ ἑταιρεῖες. Μαζεύονται σὰν τὰ μυρμήγκια, ἄλλοι τυπώνουν βιβλία, ἄλλοι βγάζουν λόγους.
Σὲ λίγα χρόνια ὅμως, θὰ καταντήσουν σὰν ξεφουσκωμένες καραμοῦζες, ἀφοῦ πέρασαν ἀπὸ θέατρα νιώθοντας τὸ ρίγος τῆς τέχνης. Οἱ περισσότεροι καταγίνονται μὲ ὅλα, ὅσα μποροῦν νὰ γίνουν σὲ τοῦτον τὸν ντουνιὰ, γιὰ νὰ ξεχάσουν τὸν ἑαυτό τους, γιὰ νὰ μὴν μείνουν μονάχοι καὶ δοῦνε τὴ γύμνια τους, τὴ μιζέρια τους, τὸ χάος ποὺ τοὺς ζώνει.
Κι ὅλα αὐτὰ ποὺ κάνει, γιὰ νὰ ἡσυχάσει ὁ ἄνθρωπος, δὲν καταφέρνει τίποτα, «μάτην ταράσσεται», Θεέ μου! Πόσο δυστυχισμένος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ βρίσκεται μακριά σου! Ἐκεῖνος, ποὺ θέλει νὰ ἔχει τὴν λεγόμενη ἐλευθερία, στηρίζεται μόνο στὸν ἑαυτό του! «Ματαιότης πᾶς ἄνθρωπος ζῶν». Καλὰ τὰ λὲς, Δαυίδ, ποὺ πέρασες ἀπὸ ὅλα αὐτὰ, ὥσπου νὰ ἀράξεις, ὥσπου βρῆκες τὸν πολύτιμον μαργαρίτην.
Κι ὁ γιὸς σου, ποὺ τὰ δοκίμασε ὅλα, νὰ τί λέγει. «Ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης. Τὶς περίσσεια τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθω αὐτοῦ μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον. Γενεὰ πορεύεται καὶ γενεὰ ἔρχεται καὶ τί ἡ γῆ, εἰς τὸν αἰώνα έστηκε;
Βρῆτε, ἄνθρωποι, τὸν ἑαυτό σας καὶ μὴν εἶστε περισπασμένοι. Μὴν θησαυρίζετε, ὅπως λέει ὁ Χριστὸς, θησαυροὺς στὴ γῆ. Θησαυρίστε θησαυροὺς στὸν οὐρανὸ, ποὺ δὲν τοὺς τρῶνε τὰ κοράκια καὶ ἡ βρωτίδα. Μὴ μαζεύετε πράγματα, ποὺ δὲν θρέφουν τὸ πνεῦμα, δηλαδὴ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό τους. Μὴ καταγίνεσθε μὲ πολλά, ἐνῶ ἕνα πράγμα μονάχα χρειάζεται «ἑνός ἐστι χρεία».
Ἀνοῖξτε τὰ μάτια σας, γυρίστε νὰ δεῖτε τοὺς ἴσκιους, ποὺ περνᾶτε για αλήθειες τότε θὰ πετάξετε ἀπὸ μέσα σας καὶ ἀπὸ γύρω σας ὅλα τὰ περιττὰ, ποὺ σώρεψαν βιαστικὰ: «ἐκβάλλει ἐκ τοῦ ταμείου τῆς ψυχῆς αὐτοῦ κενὰ καὶ παλαιά». Βάλτε μέσα σας τὸν ἀληθινὸ μαργαρίτη. Τότε, θὰ φωνάξετε: «Βρήκαμε τὴ δραχμὴ ποὺ χάσαμε», δηλαδὴ τὸν ἑαυτό μας. Θὰ βαδίζετε τότε μέσα στὸ φῶς. Τὸ εἶπε ὁ Σολομῶν: «Αί ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως φωτὶ λάμπουσιν, προπορεύονται καὶ φωτίζουσιν ἕως κατορθώσει ἡ ἡμέρα. Αι δὲ ὁδοὶ τῶν ἀσεβῶν σκοτειναί».
Κρίμα, ποὺ οἱ ψευτιὲς φαίνονται σὰν ἀληθινὴ ζωὴ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅλοι κολυμπᾶνε στὸ ἀπέραντο πέλαγος τῆς ζωῆς, ποὺ «μάτην ταράσσεται». Ἀκούγεται πάλι ἡ φωνὴ τοῦ Προφητάνακτος: «Υἱοὶ ἀνθρώπων,ίνα τί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καὶ ζητεῖτε ψεῦδος»; Γίναμε ὑπερήφανοι, ἀλαζόνες, φιλάργυροι, ἐγωιστές, ἀχάριστοι, ἀνυπάκουοι, ἄδικοι, ἀμετανόητοι καὶ ἀδιάλλακτοι. Κύριε, λυπήσου μας.
2.
Οδυσσέας Γκιλής. Αγιογραφίες, εικόνες, κείμενα του ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ