Ο ιδανικός έρωτας του Κίρκεγκωρ


Ο ιδανικός έρωτας του Κίρκεγκωρ στο έργο του Είτε-Είτε, σε διάλογο με τον Πλάτωνα



Δρ. Παραγιουδάκη Γεωργία


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Η «θεία μανία» για την οποία κάνει λόγο ο Πλάτων στο Φαίδρο, η «γιγνόμενη ἀπό θεῶν»,[1]είναι η θεϊκή τρέλα, που μόνο η ευσυγκίνητη ψυχή μπορεί να βιώσει, η οποία συγκλονίζεται ενώπιον αυτής της ανέκφραστης πλησμονής.[2] Ως εκ τούτου, συχνά θεωρείται παράφρων ο φιλόσοφος που βυθίζεται στην εκστατική «θεωρία»,[3] που έχει συναίσθημα «ἐκ τῆς φρίκης μεταβολή τε καὶ ἱδρώς καὶ θερμότης ἀήθης».[4] Ο « ἵμερος» τον καταλαμβάνει, τον μεταρσιώνει και τον αναβιβάζει σε σφαίρες όπου αντικρίζει το ποθητό.[5]




Οι εικόνες που χρησιμοποιεί ο Πλάτων προκειμένου να περιγράψει το άφατο κάλλος του θρησκευτικού συναισθήματος, έχουν καθαρά ερωτικές συνυποδηλώσεις. Μόνο με τον έρωτα ως «ἐν μέσῳ ὄντα »[6] Θεού και ανθρώπων, μπορεί να εμπλακεί η ανθρώπινη ψυχή στην επίπονη διαδικασία της απάρνησης των υποσχέσεων του ορατού κόσμου, εν ονόματι της ένθεης σκέψης.


Στην περίπτωση του Δανού φιλοσόφου της Υπάρξεως Σαίρεν Κίρκεγκωρ,[7] του θαυμαστή της σωκρατικής διαλεκτικής και πράξης, αναγνωρίζουμε την αντίστοιχη προσήλωσή του στο θρησκευτικό βίωμα, το οποίο αισθητοποιείται ως ερωτική λαχτάρα να ενωθεί με αυτό το «άρρητο Κάτι».[8] Ορμώμενος από την εξωτερική εικόνα του ερωτικού αντικειμένου, επιχειρεί την αποκαθαρμένη του θείου κάλλους, κατά το πρότυπο του πλατωνικού Φαίδρου.[9]


Οι αυστηρές προτεσταντικές αρχές που του είχε ο πατέρας του εμφυσήσει από παιδί, υπήρξαν διαμορφωτικές της σκέψης του, που ήταν στενά συναρμοσμένες με τις ενέργειές του, καθώς πάντοτε είχε συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του. Μέσα από διαρκείς ψυχολογικές διακυμάνσεις και παρότι νεαρός ων ο φιλόσοφος αποπειράθηκε να αποτινάξει το «άχθος» των θρησκευτικών απαιτήσεων, επέλεξε εν τέλει να αφιερώσει τη ζωή και το συγγραφικό του έργο στην υπηρέτηση της πίστης του στον Θεό.


Στο βωμό της προσήλωσής του στο θείο ωστόσο δεν παρέβλεψε να εκφράσει τις αρχές του για την αξία του υποκειμένου, το οποίο, αντιμέτωπο με τη χίμαιρα της μαζοποίησης, περιήλθε σε σύγχυση. Εξάλλου, η σκέψη του υπαρξιστή Κίρκεγκωρ υπερτονίζει την ουσία έναντι της θεωρίας, θέτοντας υπεράνω όλων την ουσία της ύπαρξης, κατά τις χριστιανικές επιταγές. Στην προσωπική του ζωή, όμως, την άρρηκτα συνδεδεμένη με το έργο του, απαρνήθηκε την αγαπημένη του, διά της επιλογής του να διαλύσει τη μνηστεία τους.


Είναι γενικά γνωστό[10]ότι η θέση περί αρετής δίνει στην πολιτική και ηθική πλατωνική φιλοσοφία έναν τόνο θρησκευτικό, που πολύ απέχει από τις αριστοτελικές θεωρήσεις περί έλλογης αποφυγής των άκρων στον ιδιωτικό βίο. Όπως τα εσωτερικά και όχι τα εξωτερικά αγαθά, η εσώτερη ομορφιά της ψυχής που επιδιώκει την «ὁμοίωσιν τῷ θεῷ» όπως γράφει στην Πολιτεία[11]πρέπει να αποτελεί στόχευση του όντως αγαθού ατόμου, που, υπερβαίνοντας τις κοσμικές συμβάσεις, επιδιώκει μια υπερβατική ερωτική σχέση με τον Θεό.


Αναμφίβολα, ως σύμβαση κυρίαρχη και αναγκαία, ο γάμος κατοχυρώνει και νομιμοποιεί τη φύση του ανθρώπου, καθώς διασφαλίζει την ηθική τάξη των πραγμάτων, εξ ου και εκθειάζεται από τον Κίρκεγκωρ κατά τον προσδιορισμό του ηθικού σταδίου στο Είτε-Είτε[12]. Το ηθικό αυτό στάδιο, ωστόσο, καλείται να υπερβαθεί, όπως ακριβώς το προηγούμενό του αισθητικό, από τον εκάστοτε «ιππότη της πίστης».


Στο σύνολο έργο του Κίρκεγκωρ υποστηρίζεται ότι ο ρομαντικός έρωτας είναι υποδεέστερος του συζυγικού, καθότι είναι σύντομης διάρκειας, ενώ η αιωνιότητα την οποία ευαγγελίζεται είναι απατηλή.[13]Αντιθέτως, η συζυγική σχέση οικοδομείται σε θεμέλια διαφορετικά, όπως η «κατοχή» του άλλου, που ενισχύει τις μόνιμες εσωτερικές δεσμεύσεις, όσο κι αν εκ φύσεως ο έρωτας τείνει να αποσχιστεί από αυτές.[14]Ο γάμος ενέχει το καθήκον, -που για κάποιους αποτελεί εχθρό του έρωτα-, άποψη που ανατρέπει ο φιλόσοφος, λέγοντας ότι το μοναδικό καθήκον είναι η αληθινή αγάπη, την οποία ταυτίζει με εσωτερική κίνηση.[15] Η αγάπη υπ΄ αυτή την έννοια δεν υπολείπεται της αισθητικής αξίας που διέπει τον πρώτο έρωτα, αντίθετα ίσταται ακόμα υψηλότερα, καθώς ενώνει τις αντιφατικότητες, συνδυάζει κυρίως τον αισθησιασμό με την πνευματικότητα, την ελευθερία με την αναγκαιότητα, το παρόν με την αιωνιότητα. Γιατί μπορεί ο νεοφώτιστος εραστής να διατυμπανίζει αφελώς[16] την μοναδικότητα και απόλυτη ανωτερότητα της αγάπης του, στο τέλος όμως το βίωμά του αποδεικνύεται απλός αισθησιασμός που κάποτε διαπερνάται από το πνεύμα.[17]


Συστηματικά τίθεται από τον υπαρξιστή φιλόσοφο και θεολόγο το καίριο θέμα της επιλογής ανάμεσα στον αισθητικό και τον ηθικό τρόπο ζωής.[18] Η αισθητικότητα ως στάση ζωής στηρίζεται εξ ορισμού στην αμεσότητα του συμπτωματικού, στην επιδίωξη της απόλαυσης. Ο αισθητικός τρόπος ζωής, όμως, δεν αποτελεί παρά επίφαση ευτυχίας, εφόσον η προσωρινότητά της, εξαρτημένη από εξωγενείς παράγοντες, αδυνατεί να διεισδύσει γόνιμα στην ίδια την προσωπικότητα.[19]


Εκ των πραγμάτων λοιπόν το ηθικό στάδιο, αποποιούμενο την παντοκρατορία των αισθήσεων, που συνάδει με την αλαζονεία της απομόνωσης, διέπεται από την προσφιλή στον Κίρκεγκωρ «εσωτερικότητα». Όταν κανείς παντρεύεται, εντάσσεται σε μια διαδικασία ανίχνευσης του έρωτα εν γένει, χωρίς να ενδιαφέρεται πλέον για το συγκεκριμένο αλλά για το καθολικό, συνειδητοποιεί δε ότι μόνο εντός πλαισίων ηθικής η αγάπη οδηγεί στην αποκάλυψη του καθολικού ανθρώπου.[20] Άλλωστε, η συνειδητοποίηση της αιώνιας φύσης του είναι απαραίτητη προϋπόθεση της αθανασίας της ψυχής.[21]Γιατί μόνο η ηθική σκοπιά της συμβάλλει στην αποκάλυψη του κάλλους της.[22]


Η εμμένεια και η στατικότητα που χαρακτηρίζει τον αισθητικό έρωτα βρίσκει το αντίπαλο δέος της στην κίνηση, στο διαρκές γίγνεσθαι που επιβάλλει η ηθική του μορφή. Κι εδώ είναι που ανακύπτει η μελαγχολία, ως «υστερία του πνεύματος». Έρχεται κάποια στιγμή, όπου η αμεσότητα της ζωής του ανθρώπου «τελειοποιείται», και το πνεύμα αναζητά την δικαίωσή του, μέσα από την αποκατάστασή του σε υψηλότερη θέση που του αρμόζει ως πνεύμα. Γιατί η απόγνωση είναι ίδιον της προσκόλλησης στο αισθητικό.[23]


«Η προσωπικότητα που αυτοκαθορίζεται άμεσα δεν είναι πνευματική αλλά φυσική»,[24] ατελής, απεγνωσμένη, κι εδώ είναι που βρίσκει, κατά τον υπαρξιστή φιλόσοφο, η ηθική επιλογή τη φιλοσοφική της δικαίωση.


Η παραπάνω διατύπωση, ωστόσο, δεν συνεπάγεται την εξάλειψη της μελαγχολίας του ηθικού ανθρώπου. Η δυσκολία ανεύρεσης της γενεσιουργού αιτίας της μελαγχολίας είναι ό,τι την καθιστά ατελεύτητη. Μπορεί αυτή να θεωρείται «αμαρτία», ασθένεια, αφορά όμως κατά κανόνα τις προικισμένες φύσεις, που επιστρατεύοντας την πνευματικότητά τους, μπορούν να την υπερβούν.[25] Είναι δε ενδιαφέρον ότι ο Κίρκεγκωρ δεν θεωρεί εκλεκτούς τους μοναχούς, καθώς, όπως πιστεύει, αποκλεισμένοι στη μοναξιά του μοναστηριού, όχι μόνο δεν έχουν επίγνωση των απαιτήσεων της ζωής, αλλά και καταφρονούν τους άλλους, και ως εκ τούτου επιτείνουν τη δική τους ατέλεια. Κατ’ αυτόν «ο αληθινά ξεχωριστός άνθρωπος είναι ο καθημερινός άνθρωπος», ο οποίος εναγωνίως προσπαθεί να συνειδητοποιήσει την έννοια του καθολικού[26]μέσα από την έννομη σχέση του με τη γυναίκα. Άλλωστε, «δίχως αυτήν ο άνδρας είναι ένα ανυπόστατο πνεύμα, ένα δυστυχισμένο πλάσμα» που αποστερείται της ηρεμίας και της μονιμότητας που αυτή του προσφέρει[27] στο πλαίσιο πάντοτε του περατού.[28]


Η αγάπη, έννοια-ακρογωνιαίος λίθος της χριστιανικής διδασκαλίας, δεν θα μπορούσε παρά να κατέχει σημαντική θέση στη σκέψη του χριστιανού φιλοσόφου, ενώ στο έργο του Είτε-Είτε προσδιορίζεται ως μια μορφή ανεπιτήδευτης προσωπικής περισυλλογής. Έχοντας ο Κίρκεγκωρ εξ ορισμού ενστερνιστεί τη διδασκαλία της αγάπης προς τον πλησίον, αναρωτιέται αν αξίζει η συναισθηματική απομάκρυνση ακόμα και από το αγαπημένο πρόσωπο, το οποίο αποδείχτηκε αχάριστο. «Τώρα, αν κάποιος άνθρωπος-αντικείμενο της αγάπης σου σού έκανε κακό, θα σε πονούσε βαθειά ή όχι; Θα επαναλάμβανες όλα όσα έγιναν προσεκτικά και, βρίσκοντας ότι έχεις δίκιο, θα σε καθησύχαζε αυτή η σκέψη; Αν τον αγαπούσες, αυτή η σκέψη δεν θα σε καθησύχαζε, θα ανακάλυπτες μια νέα δυνατότητα…θα ευχόσουν να είχες λάθος, θα προσπαθούσες να βρεις κάτι υπέρ του[29]…Γιατί όμως να εύχεσαι να έχεις λάθος σχετικά με ένα άτομο; Γιατί αγάπησες. Γιατί το βρίσκεις αυτό ηθικά ορθό; Γιατί αγάπησες. Όσο περισσότερο αγαπάς, τόσο λιγότερο εξετάζεις αν είχες δίκιο ή όχι. Η αγάπη σου από μια επιθυμία διακατέχεται, ότι πιθανώς εσύ είχες λάθος».[30]


Η σύνδεση αυτών των σκέψεων με την σκέψη για το Θεό είναι, όπως φαίνεται, αναπόφευκτη για τον Κίρκεγκωρ, που τονίζει ότι «ανάλογα, και στη σχέση σου με το Θεό, Τον αγαπάς και η ψυχή σου μπορεί να βρει ανάπαυση και αγαλλίαση μόνο στη σκέψη ότι είσαι πάντα λάθος. Και δεν επιβάλλεται αυτή η αίσθηση ούτε με τη λογική, ούτε και έξωθεν, «αλλά είναι με την αγάπη που απελευθερώνεις τον εαυτό σου». Καταλήγει λοιπόν στη συνειδητοποίηση ότι «ο Θεός έχει πάντα δίκιο, κι αυτό αποτελεί ευχή και ορισμό της αγάπης και της ελευθερίας».[31]


Συμπερασματικά προκύπτει ότι η αγάπη, τόσο προς το συνάνθρωπο που έσφαλε έναντι ημών, όσο και προς τον Θεό, εξασφαλίζει την ηρεμία και την αγαλλίαση, τη θεία χαρά που αποκομίζει κανείς από το υπέρτατο αυτό συναίσθημα, το εφαλτήριο για την ποθητή μετάβαση από το πεπερασμένο στο άπειρο.[32]


Είναι αισθητή η λαχτάρα της μετάβασης από τα γήινα στο άπειρο και ως εκ τούτου η επιφύλαξη που έτρεφε ο φιλόσοφος για τον γάμο: «Ομολογώ, και ίσως να κάνω λάθος, ότι συχνά, όταν σκέφτομαι τον δικό μου γάμο, η νοητική του εικόνα μού προκαλεί μια ανεξήγητη μελαγχολία για το ότι θα λάβει τέλος, για το ότι αυτή με την οποία θα παντρευτώ, σε μια άλλη ζωή θα μου δοθεί με διαφορετικό τρόπο, όπου και κάθε αντίφαση, που τώρα είναι συστατικό της αγάπης μας, εκεί θα εξουδετερωθεί (…) Η ατέλεια της γήινης αγάπης και συγχρόνως το μεγάλο της πλεονέκτημα, είναι η μεροληψία της. Όμως η μεροληψία δεν αφορά την πνευματική αγάπη, η οποία, αντιθέτως, αποτραβιέται σταθερά από κάθε σχετικότητα».[33]Γιατί το ύψιστο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει ο γήινος έρωτας είναι η αγάπη σε ένα και μοναδικό πρόσωπο. Πυροδοτείται ως έρωτας σε πολλά πρόσωπα και κάποια στιγμή κατασταλάζει σε ένα άτομο. Αντίθετα, το μεγαλείο του πνευματικού έρωτα έγκειται στο ότι αναπτύσσεται φυγόκεντρα και σταδιακά περιλαμβάνει δε όλο και περισσότερα άτομα, μέχρι να φτάσει στο απόγειό του, την αγάπη προς άπαντες.[34]


ΥΠΟΜΝΗΜΑ:


[1]Πλάτων, Φαίδρος, 244 ad,245 b,256 b.

[2] Ε.Π. Παπανούτσου, Το θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, σ. 133 Γιατί «ναρθηκοφόροι δε πολλοί, βάκχοι δε παύροι» κατά τα λεγόμενά του για τους ορφικούς Πλάτ. Φαίδρος 69 cd.

[3] Πλάτ.Φαίδρος,25 d.

[4] ό.π.251ab.

[5] ό.π.251d.

[6] Πλάτ.Συμπόσιον202e. Αλλά και ως γιος του Πόρου και της Πενίας, δύναται να υπομένει τις στερήσεις, Συμπόσιον 203 bc.

[7] Θεωρείται ο εισηγητής του Υπαρξισμού (1813-1855). Έζησε στην Κοπεγχάγη, ενώ υπήρξε καταλυτική η επίδραση του Σωκράτη στη θεωρία του, στην οποία έδινε προτεραιότητα στην ουσία της ύπαρξης.

[8] Παπανούτσου, Το Θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, σ. 131.

[9] Πλάτ. Φαίδρος 211a Με την εξωτερική μορφή του κάλλους ο ερών εκστασιάζεται, για να επιτύχει τη θεωρία του αιωνίου και καθαρού Ωραίου.
[10] Ε.Π.Παπανούτσου, Το θρησκευτικό Βίωμα στον Πλάτωνα, σ. 86.
[11] Πλάτ.Πολιτεία IV 444de. Άλλωστε η οργάνωση και η ευημερία της Πολιτείας χρειάζεται τη βοήθεια του Θεού, εξ ου και εκφράσεις όπως «αν Θεός εθέκη», «κατά Θεόν», «Ξυμβουλευθέντων θεών», «θεός έδωκε» κλπ. (Πολιτ.VI 439 A,IX 592 a).
[12] Søren Kierkegaard, Either-Or, The Aesthetic validity of marriage. Volume II. Princeton 1958
[13] ό.π.σ. 140.
[14] ό.π. σ. 109.
[15] ό.π. σ. 149,151.
[16] ό.π. σ. 129: «Προκειμένου να αποκτήσει σημασία η πρώτη αγάπη πρέπει να έχει μια αφελή αίσθηση αιωνιότητας».
[17] ό.π. σ. 61,62.Επιπλέον βλ σ. 138,» όπου λέγεται ότι η ρομαντική αγάπη εκπροσωπείται από τη στιγμή, ενώ η συζυγική όχι, «γιατί ένας ιδανικός σύζυγος δεν είναι τέτοιος μία φορά στη ζωή του, αλλά κάθε μέρα».
[18] ό.π. σ. 181.
[19] ό.π. σ. 195.
[20] ό.π.σ. 259-60, 269.
[21] ό.π.σ. 274.
[22] ό.π.σ. 279. Και σ. 309-10:«Η ηθική λοιπόν σκοπιά του γάμου πλεονεκτεί συγκριτικά με την αισθητική ερμηνεία της αγάπης…βλέπει τη σχέση ως το απόλυτο και δεν αντιλαμβάνεται τις διαφορές μεταξύ του ζευγαριού παρά ως καθήκοντα. Η αντιμετώπιση της αγάπης είναι ιδωμένη από τη σκοπιά της ομορφιάς της, δηλ της ελευθερίας της».
[23] ο.π. σ. 182,193,198.
[24] ό.π. σ. 185.
[25] ό.π. σ. 193-194.
[26] ό.π. σ. 333.
[27] ό.π. σ. 318.
[28] ό.π. σ. 316:Το ότι η γυναίκα αντιλαμβάνεται το περατό περισσότερο από τον άνδρα, αποτελεί εγγύηση της ευτυχίας τους μεγαλύτερη από το άπειρο. Γι΄αυτό και ο Κίρκεγκωρ τη θεωρεί τελειότερη, εφόσον «αυτός που μπορεί να εξηγήσει κάτι είναι τελειότερος από αυτόν που επιδιώκει την εξήγηση»…επιπλέον, «η γυναίκα προσεύχεται για τους άλλους, τους γονείς της, τους αγαπημένους, τον σύζυγο, τα παιδιά της, πάντα για τους άλλους, ενώ ο άνδρας προσεύχεται για τον εαυτό του», ό.π.σ. 319.
[29] ό.π. σ. 349.
[30] ό.π.σ. 351.
[31] όπ. σ. 351.
[32] ό.π. σ. 352, 354.
[33] ό.π. σ. 62- 63.
[34] ό.π. σ. 63.




DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Γεωργία Παραγιουδάκη - She is a professor of literature in Secondary Education. She holds a degree in classical ancient literature, a postgraduate degree in Literature and a PhD in existentialism. She has written recently a lot of articles on Literature and Criticism. Soon she starts postdoctoral research at Papadiamantis while she is married with three children... She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the August of 2017. Read More