ΒΡΕΣ ΤΟ ΘΗΣΑΥΡΟ ΣΟΥ.. ( ΜΕΡΟΣ Γ΄)


Καλλιόπη Ζιώγου


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Άλλο ένα πνευματικό διαμάντι της Βοιωτίας, ο όσιος Γερμανός τόνιζε πως η πατρίδα του δεν είναι η Θήβα αλλά ο Χριστός κι όπως πάντα, όταν τον ρωτούσαν από πού κατάγεται, συνήθιζε να λέει: 

- « Γέροντα, ποια είναι η πατρίδα σας; Πού γεννηθήκατε; ».

- « Πατρίδα μου ο Χριστός. Μακριά του είμαι εξόριστος. Σε Αυτόν προσπαθώ να γυρίσω… Με έφερε 
     από το πουθενά στην ύπαρξη η αγάπη Του. Αυτή με γέννησε.. ».

Οι πατέρες της Μονής Σαγματά έτρεφαν πολύ μεγάλη αγάπη στον γέροντά τους, τον π. Γερμανό που λαχταρούσε την προσευχή στη ησυχία και στην αφάνεια. Ήταν γνώστης της ιστορίας της περιοχής που βρισκόταν η Μονή, στο κακοτράχαλο βουνό Σαγματά, στο Ύπατο. Στην περιοχή αυτή είχαν συγκρουστεί οι Θηβαίοι με τους Αργείτες. Επίσης διασώζεται μύθος, σύμφωνα με τον οποίο εκεί στο Ύπατο ζούσε ένας δράκος, τον οποίο σκότωσε ο μάντης Τειρεσίας. Συνεπώς δεν ήταν τυχαία η επιλογή της συγκεκριμένης προσωπικής του παλαίστρας. Είχε διαλέξει εκεί να συγκρουστεί με τον διάβολο, για τον οποίο συμβούλευε σχετικά:

- « Μην φοβάστε τον διάβολο », έλεγε στους πατέρες. « Πονηρός είναι, όχι δυνατός. Του αφαίρεσε τη δύναμη ο Χριστός μας. Μόνο να μας τρομάξει μπορεί. Να μας συγχύσει. Να ακουμπάει η καρδιά μας στον Χριστό. Όταν νιώθετε ότι σας πλησιάζει ο πονηρός, με όλη τη δύναμη της ψυχής σας να φωνάζετε: Χριστέ μου, τρέξε. Και μόλις αυτός ο μισόκαλος ακούει το όνομα του Κυρίου, θα φεύγει σαν το σκυλί που σε κυνηγά και σε βλέπει να σκύβεις να πάρεις πέτρα ». 

- « Γέροντα ποια είναι η πέτρα που φοβάται ο διάβολος; ».

- « Η πέτρα είναι η προσευχή. Για να πιάσεις την πέτρα, πρέπει να σκύψεις. Αυτή η κίνηση θα είναι η μετάνοια, η ταπείνωση. Είναι η κίνηση πριν την προσευχή. Να ταπεινώνεσαι, να μετανοείς και να βάζεις στην προσευχή σου το όνομα του Χριστού. Έτσι θα φεύγει ο διάβολος…με την ουρά στα σκέλια ». 

Ο κοινός παρονομαστής όλων των ενεργειών του οσίου Γερμανού ήταν η αφάνεια. Όλοι καταλάβαιναν κι έβλεπαν το υψηλό πνευματικό του ανάστημα και προσπαθούσαν να κρύβουν τη χαρά τους κάθε φορά που ένας λόγος, μια πράξη του Γέροντα, τους ανέπαυε. Κι επειδή ο άγιος ήθελε όλα να γίνονται αθόρυβα είχε πολλούς ενδοιασμούς στο αν θα έπρεπε να αναλάβει τη θέση του ηγούμενου της μονής. Όλη του η ζωή ήταν μια διαρκής προσευχή και αγωνία..να μην κάνει κάτι πέραν του Θείου Θελήματος, να μην παρεκκλίνει της πορείας της θείας βούλησης.

Γι’ αυτό και όταν κατάλαβε πως η ώρα του θανάτου του πλησίαζε, ζήτησε από τους πατέρες της μονής ακόμη κι ο τάφος του να παραμείνει στην αφάνεια, κανείς να μην γνωρίζει που θα ταφεί. Από τα τελευταία λόγια του προς τους πατέρες της μονής ήταν και τα εξής:

- « Δυο φτερά, πατέρες μου, μας χρειάζονταν. Η αγάπη και η ταπείνωση. Αυτά σου δίνουν ύψος.
     Έτσι το φίδι το κακό δεν μπορεί να σε φτάσει και να σε δηλητηριάσει ».
- « Τί σε οδηγεί στην αγάπη, γέροντα; ».
- « Η ταπείνωση, παιδιά ».
- « Και στην ταπείνωση; ».
- « Η αγάπη! Να ξέρετε ότι, όταν αγαπάς, ταπεινώνεσαι κι, όταν ταπεινώνεσαι…τότε αγαπάς 
     αληθινά! ».
- « Και τότε τι γίνεται; ».
- « Σταυρώνεσαι! ».
- « Δηλαδή… στο ύψος του Σταυρού σε οδηγούν η αγάπη και η ταπείνωση; ».

- « Είναι το μόνο ύψος που δεν φτάνει το κακό! Όταν είσαι εκεί δεν σε διεκδικεί το κακό, γιατί 
     ανήκεις στην Ανάσταση ».

Ακόμα και στις τελευταίες του ανάσες που τον οδηγούσαν κοντά Του, οι λογισμοί του ήταν απόλυτα ταπεινοί. Είπε χαρακτηριστικά: « Τον Παράδεισο δεν τον κερδίζεις, παιδί μου. Η αγάπη του Θεού, στον χαρίζει..».

Η αγάπη του Θεού έχει αξιώσει τη θηβαϊκή γη να γίνει πνευματική παλαίστρα και για άλλο ένα άξιο τέκνο της, τον όσιο Νικήτα. Αναθρεμμένος από τους ευλαβέστατους Ανδρέα και Θεοδώρα, με Χριστό, αγάπη, υπομονή κι ελπίδα για μια θέση στον Παράδεισο, ο μικρός Νικήτας φανέρωσε νωρίς την πορεία του. Ο πρώτος του δάσκαλος ήταν ένας ιερέας. Το πρώτο του βιβλίο; Η Οκτώηχος. Η πρώτη του απάντηση, στην κλασσική ερώτηση σε μικρό παιδί: « Τι θα γίνεις, όταν μεγαλώσεις; » ήταν: « Εγώ θα υπηρετώ τον Θεό ». To ‘ πε και το ‘κανε μαζί με τον αδελφό του.

Κι έφυγαν για τη γνωστή τότε Μονή της Θεοκλήτου, όπου όλοι εξ’ αρχής παρατήρησαν τα πνευματικά χαρίσματα του οσίου Νικήτα. Μα κι εκεί ο όσιος δεν αναπαυόταν πνευματικά. Κάτι άλλο αναζητούσε, κάπου αλλού πήγαινε ο νους του, με δεν μπορούσε να καταλάβει εάν η δική του επιθυμία ευθυγραμμιζόταν με το θείο θέλημα. Προσευχήθηκε πολύ, πάρα πολύ και ο Θεός απάντησε, μέσω ενός οράματος στον Ηγούμενο της Μονής, σύμφωνα με το οποίο του εμφανίστηκε ένας άγγελος, απεσταλμένος του Θεού και συμβούλεψε τον Ηγούμενο να μην εμποδίσει τον Νικήτα να φύγει από το Μοναστήρι.

Ναι, ο Νικήτας ήθελε να φύγει από τη Μονή αλλά όχι φυσικά για να επιστρέψει στα κοσμικά αλλά να γίνει ερημίτης. Έτσι κι έγινε. Έφυγε μαζί με τον αδελφό του και μετά από πολλές μέρες αναζήτησης του κατάλληλου μέρους αφιέρωσής τους στο Θεό βρέθηκαν μπροστά σε ένα βράχο. Μόλις τον αντίκρισαν τα δύο αδέλφια, κοιτάχτηκαν και συμφώνησαν με τα μάτια..εκεί..εκεί θα έμεναν, αυτός ο βράχος έμελλε να γίνει το καμίνι των παθών τους και η πόρτα του Παράδεισου για εκείνους. Ο βράχος αυτός βρίσκεται πάνω από μια παραλία της περιοχής Όστεια ( σήμερα ονομάζεται Χώστεια και Πρόδρομος ). 

Κι έμελλε αυτός ο βράχος να γίνει το αποκούμπι πάρα πολλών πληγωμένων και πονεμένων ψυχών. Ο όσιος Νικήτας ακούραστος, νύχτα μέρα, ήσυχα προσευχόταν αδιαλείπτως, ανέπαυε λογισμούς, καθάριζε δαιμόνια, γαλήνευε ψυχές, γιάτρευε σώματα, ένωνε τους ανθρώπους μαζί Του μυστικά, μιλούσε με παρρησία στη Θεοτόκο. Κι ο Θεός χαρίτωνε ακόμη περισσότερο τον όσιο. Όλη του η ζωή ήταν αγώνας..έως το τελευταίο δευτερόλεπτό της, μια ζεστή μέρα του Ιουνίου του 1079..

Την ίδια ησυχία αγάπησε και ο όσιος Σεραφείμ, άλλο ένα καύχημα της Βοιωτικής γης. Γεννήθηκε το 1420 στο Ζέλι Λοκρίδος. Μεγαλωμένος με αγάπη, προσευχή και προσοχή μεγάλη από τους γονείς του, επειδή ζούσαν υπό τον Τουρκικό ζυγό, μα αυτό δεν τους εμπόδισε να αναθρέψουν εν Κυρίω τον μικρό Σωτηράκη, τον μετέπειτα όσιο Σεραφείμ. Μωρό ήταν όταν η μητέρα του διαπίστωσε ένα θαυμαστό γεγονός, ενδεικτικό της πορείας που θα ακολουθούσε. 

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό κι ενώ η μητέρα του οσίου μαγείρευε, δέχτηκε την επίσκεψη μιας φίλης της, πιστής χριστιανής, της Δέσπως. Κι ενώ συνομιλούσαν χαμηλόφωνα υπό το φόβο των Τούρκων, η μητέρα του οσίου Σεραφείμ αποφάσισε να αποκαλύψει κάτι το εξαιρετικό που διαπίστωσε στο μωρό τότε, Σωτηράκη..

- « Δέσπω, εδώ και καιρό έχω προσέξει κάτι στο παιδί ».
- « Τι; Δεν είναι καλά; Μήπως δεν τρώει; Μη μου πεις πως έχει σπυράκια στο κορμάκι του! Μήπως 
     είναι…».
- « Όχι, όχι περίμενε, μη βιάζεσαι. Έχω παρατηρήσει ότι Τετάρτη και Παρασκευή, μέρες των παθών τ
     του Χριστού μας, δεν θηλάζει ».
- « Κύριε ελέησον! Καλέ είσαι σίγουρη; ». 
- « Ναι, εδώ και ένα μήνα το παρατηρώ. Καμιά φορά, αργά το βράδυ τις μέρες αυτές της νηστείας, 
    θηλάζει και κοιμάται. Να δεις. Αυτός θα γίνει σπουδαίος, άνθρωπος του Θεού. Είναι σημάδια θεϊκά 
    όλα αυτά. Θα δεις, θα δεις! ».

Και ο Σωτηράκης μεγάλωνε και ήταν εντυπωσιακή η φιλομάθειά του, η λαχτάρα του για γράμματα. Κάθε φορά που ερχόταν η ώρα να πάει στην εκκλησία, να μάθει να διαβάζει και να γράφει ήταν πανευτυχής. Και όλα αυτά επειδή επιτέλους θα μπορούσε να διαβάζει για να ψάλλει και να δοξολογεί τον Κύριο..Διάβαζε πολύ και στο σπίτι..νύχτα μέρα, με κρύο και με ζέστη.

Το πρόσωπο που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πορεία του ήταν ο παπα-Γιάννης. Είπε μια φορά στον μικρό Σωτήρη, ( μετέπειτα άγιο Σεραφείμ ) και στα άλλα παιδιά που μάθαιναν γράμματα μαζί του:

- « Να μη σκλαβωθεί η ψυχή. Εάν μείνει ελεύθερη η ψυχή, έχουμε ελπίδα ».
- « Οι Τούρκοι σκλαβώνουν την ψυχή, παππούλη; ».
- « Όχι. Αυτοί δεν μπορούν να δέσουν τις ψυχές μας. Εάν το έκαναν αυτό, πηγαίναμε χαμένοι ».
- « Τότε ποιος είναι ο εχθρός; ».
- « Τα πάθη μας, παιδιά. Είναι σκοτεινά και αν τα αφήσουμε, γίνονται και δυνατά και χτίζουν μια φυλακή ».
- « Σαν των Τούρκων; ».
- « Ναι, σαν των Τούρκων. Εκεί φυλακίζουν την ψυχή ».
- « Ποιος μπορεί να ελευθερώσει την ψυχή από τη φυλακή της; ».
- « Ο Χριστός, παιδιά. Ο Χριστός μας. Όσο τον αγαπάμε και τον ακούμε, όσο κάνουμε το θέλημά 
    Του και όχι του κεφαλιού μας, τα πάθη γίνονται αρετές και αντί να σκλαβώνουν, ελευθερώνουν 
   την ψυχή. Έτσι θα ελευθερωθούμε και από τους Τούρκους. Χρειάζεται όμως απόφαση, δύναμη, 
   αγώνας, τόλμη. Όλα αυτά χρειάζονται, για να έλθει η ελευθερία της ψυχής και της πατρίδας ».

Η ζωή του πια ήταν ένας μονόδρομος, όλα έδειχναν τον Χριστό και είχε πια αποφασίσει την απόλυτη αφοσίωσή του σε Εκείνον. Πήρε την ευχή των γονιών του και ξεκίνησε τον αγώνα του, ως ερημίτης, όμως δεν αναπαυόταν πνευματικά, επειδή η επικοινωνία του με τους συγχωριανούς του δεν του το επέτρεπε. Εκείνοι οι καημένοι, τον προσέγγιζαν καλοπροαίρετα, μα όλες αυτές οι επισκέψεις τους και τα καλούδια τους εμπόδιζαν τον αγώνα του, οπότε αποφάσισε να φύγει. 

Και « σκαρφάλωσε » στο όρος Σαγματά, στη Θήβα που αποτέλεσε και αποτελεί σωστό πνευματικό καμίνι για όσους το εμπιστεύονται και αγωνίζονται. Κι όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο πατέρας Σεραφείμ πλέον έγινε και λειτουργός των Μυστηρίων του Θεού. Ανείπωτη η χαρά των υπόλοιπων πατέρων της Μονής που είχαν ανάμεσά τους έναν άγγελο..γι’ αυτό και ήταν πολύ συγκρατημένοι απέναντί του, μην τυχόν και με τους επαίνους τους, τον βλάψουν στον αγώνα του. Μα ο άγιος το καταλάβαινε και είχε αρχίσει να ενοχλείται πνευματικά. Βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα..να μείνει ή να φύγει; 

Εμπιστεύτηκε τον λογισμό του και αυτόν, όπως και όλες τις σκέψεις του στον όσιο Κλήμη, εκεί, στον τάφο του αγίου είχε βρει το αποκούμπι του. Καθόταν στον τάφο του και ξεδίπλωνε εν μέσω προσευχής, όλες τις έννοιες του. Έτσι και τώρα, να μείνει ή να φύγει; 

- « Τι να κάνω Γέροντα; Οι πατέρες με αγαπούν αλλά η αγάπη τους γίνεται τιμή. Χωρίς να το θέλουν, με σπρώχνουν στον γκρεμό της κενοδοξίας. Νιώθω πως κινδυνεύει η σωτηρία μου ».

Το ίδιο απόγευμα, μετά την ακολουθία του εσπερινού, αφού προσκύνησε, πήγε να πάρει την ευχή του Γέροντα, του π. Γερμανού.

- « Την ευχή σας, Γέροντα ».
- « Να φύγεις παιδί μου, να φύγεις! Έχεις δίκιο, κινδυνεύεις. Να φύγεις με την ευχή του Οσίου μας και την δική μου, την πτωχή ».

Έτσι έφυγε από το Μοναστήρι και σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Δομπού έχτισε ένα ασκητήριο. Αυτό το ασκητήριο αποδείχτηκε σωστή πνευματική κυψέλη και το μέλι του, γλυκύτατο. Όσοι το γεύονταν δεν ξεκολλούσαν από τους λόγους και τις αρετές του οσίου Σεραφείμ. Κοντά του ημέρευαν τα πάντα..μα πάνω απ’ όλα έπρεπε να εξασφαλίζει την πνευματική του πορεία, η οποία επιβαλλόταν να εξελίσσεται απρόσκοπτα. Έτσι αποφάσισε να φύγει κι από’ κει μιας και οι επισκέψεις κοσμικών αυξάνονταν και εμπόδιζαν την ησυχία που αναζητούσε προς δόξαν Θεού.

Βρήκε λοιπόν μια βουνοκορφή και πορευόταν, όπως το λαχταρούσε, μα το θέλημα Του επίτασσε κάτι άλλο. Κι όταν το πληροφορήθηκε μυστικά, κατέβηκε κάτω στο ασκητήριό του κι έχτισε εκεί μοναστήρι, όπως το’ θέλε ο Κύριος. Επίσης ένα βράδυ είχε μιαν αναπάντεχη, ευτυχή συνάντηση..ήρθε η Θεοτόκος και Μητέρα όλων μας και του μίλησε. Ήταν ένα γεγονός που τον συγκλόνισε για δεύτερη φορά.

- « Το χάραμα είχαμε επισκέπτη, πατέρες! ».
- « Μα δεν ήρθε κάποιος, γέροντα ».
- « Ήρθε η Υπεραγία Θεοτόκος, η Παναγία, η μάνα μας. Μου είπε να αλλάξουμε τόπο. Εδώ οι πατέρες 
     τα επόμενα χρόνια θα δυσκολευτούν. Άγριος ο τόπος, χωρίς ήλιο, χωρίς παρηγοριά. Η αγάπη της, η 
    μητρική σκέφτηκε κι εμάς και τους επόμενους. Αυτό είναι αγάπη, να αγωνιάς και να ενδιαφέρεσαι 
    και γι’ αυτούς που ακόμη δεν γεννήθηκαν ».
- « Και πού θα πάμε, γέροντα να χτίσουμε το μοναστήρι; ».
- « Στη θέση που είναι το χωριό ».
- « Κύριε ελέησον! Αυτοί δεν πρόκειται να φύγουν ».
- « Όλα θα γίνουν πατέρες, αν ο Θεός το θέλει. Θα πάω σήμερα να μιλήσω μαζί τους ».

Κανείς δεν αντιστεκόταν στον μελίρρυτο λόγο του και στην καλοπροαίρετη διάθεσή του. Μόνον ένας επιβουλεύτηκε αυτήν την πνευματική προκοπή..ο διάβολος φυσικά...ο οποίος τον πολέμησε λυσσαλέα. Μέχρι και τον θάνατο αντίκρισε κατάματα ο άγιος Σεραφείμ, όταν ο πασάς της Λιβαδειάς έμαθε για τη δράση του και διέταξε τη σύλληψή του. Μα ο Θεός είχε άλλα σχέδια. Παρ’ όλη τη μανία των στρατιωτών που τον συνέλαβαν, εκείνος, τους έδειξε έμπρακτα την αγάπη του, θαυματουργώντας..Πώς; Παρ’ όλα τα βασανιστήρια που του υπέβαλαν καθ’ οδόν προς τη Λιβαδειά, όταν κάποια στιγμή διψούσαν και κατάλαβαν πως είχαν ξεμείνει από νερό, ο άγιος Σεραφείμ, κι ενώ τον κλωτσούσαν, θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη δίψα τους, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και ω του θαύματος!! Άρχισε να αναβλύζει από τη γη καθαρό, δροσερό νερό! Οι στρατιώτες τα έχασαν και συνειδητοποίησαν πως έχουν να κάνουν με άνθρωπο του Θεού και δεν του πείραξαν ούτε τρίχα..τον ασπάστηκαν, ζήτησαν συγγνώμη και επέστρεψαν στη Λιβαδειά..

Εκτός από αυτό το θαυματουργικό περιστατικό έχουν καταγραφεί κι άλλα, στο Μοναστήρι καθώς και στο χωριό. Όλα είχαν κοινό παρονομαστή την αγάπη και την πίστη του αγίου στον Ύψιστο. Ο άγιος Σεραφείμ ένιωθε πως είχε σωθεί το λάδι στο καντήλι της επίγειας ζωής του και πως σύντομα θα τελείωνε η πορεία του. Γι’ αυτό και κάλεσε τους πατέρες της Μονής, τους συνταξιδευτές του, ένα γλυκό πρωινό της 6ης Μαΐου να τους απευθύνει τις τελευταίες του συμβουλές. Μεταξύ άλλων τους είπε: « ….την προσευχή, παιδιά, την προσευχή μην αφήσετε! Είναι η συνομιλία μας με τον Κύριο μας, η τροφή της ψυχής, η είσοδός μας στα αιώνια και άφθαρτα δώρα της αγάπης του Θεού. Την πόρτα της ψυχής, καλά μου… γλυκά μου παιδιά, μην την ανοίξετε στις βιοτικές μέριμνες, στα υλικά και σαρκικά πράγματα, στον εγωισμό. Είναι σαν να την ανοίγετε στο θάνατο! Την ταπείνωση να αγαπάτε, στα λίγα να αναπαύεστε ».

Και μετά από λίγο έφυγε στην ηλικία των εβδομήντα πέντε ( 75 ) ετών..Μα ποιος ήταν τελικά ο π. Σεραφείμ; Ήταν αυτός που κυνήγησε τους Τούρκους, που μάλωσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον έκανε να αλλάξει στάση απέναντι στους πατέρες της Μονής, ήταν αυτός που ευλαβούνταν πάρα πολύ ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και οι άλλοι οπλαρχηγοί και είχαν τον άγιο ως προστάτη και βοηθό. Αυτός ήταν ο Όσιος Σεραφείμ ο Δομβοΐτης. 

Η βοιωτική γη όμως φανέρωσε κι άλλον έναν θησαυρό, τον όσιο Λουκά, με καταγωγή από το Καστρί, μια περιοχή κοντά στους αρχαίους Δελφούς. Ο όσιος Λουκάς εκάρη μοναχός στην ηλικία των 14 ετών..μόλις. Ήταν αποφασισμένος από μικρό παιδάκι για κάτι τέτοιο. Κι ενώ βίωνε δύσκολα την απώλεια του πατέρα του, ( ήταν 12-13 ετών, όταν τον έχασε ), εν τούτοις δεν είπε τίποτα στη μητέρα του..Κι όταν έφυγαν από το σπίτι, δυο μοναχοί τους οποίους φιλοξενούσαν, απλά τους ακολούθησε, αψηφώντας κάθε κίνδυνο, μέχρι το Μοναστήρι στην Αθήνα, ίσως της Παντάνασσας στο Μοναστηράκι.

Πίσω στην πατρίδα του, το Καστρί όλοι θεωρούσαν πως ο μικρός Λουκάς είχε φύγει από τη ζωή και έτσι πέρασαν τα χρόνια. Η μητέρα του όμως ποτέ δεν έχασε τις ελπίδες της, τις οποίες εναπόθεσε στον Θεό και πράγματι, μετά από χρόνια επέστρεψε στο σπίτι του ο Λουκάς!! Όμως όλοι κατάλαβαν πως δεν μπορούσε εκεί να είναι ευτυχισμένος κι έτσι, με την ευχή της μάνας του πλέον, φεύγει και μετά από θεία εντολή έρχεται κι εγκαθίσταται στο βουνό Ιωαννίτζη. Θα μείνει επτά χρόνια εδώ, με μια διακοπή κάποιων ετών, λόγω των επιδρομών του αιμοσταγούς αυτοκράτορα Συμεώνος, κατά τη διάρκεια των οποίων έζησε στην Κόρινθο για να προφυλαχθεί. Μετά από δέκα χρόνια επιστρέφει στο όρος Ιωαννίτζη αλλά λόγω της πληθώρας των επισκέψεων που δέχεται και πάλι θα αναζητήσει νέο μέρος πνευματικού αγώνα, ώσπου μετά από πολλές περιπέτειες θα εγκατασταθεί στο Στείρι, που θα γίνει το τελευταίο επίγειο κελί του. Με πολύ αγώνα, προσευχή, μεράκι και υπομονή το κελάκι του μετατράπηκε σε έναν μικρό παράδεισο και πλήθος κόσμου από παντού τον επισκέπτονταν. Ο λόγος του, η πατρική του αγκαλιά, η αγάπη του στηρίζουν, παρηγορούν, ενισχύουν, νουθετούν όποιον έχει ανάγκη.. για πολλά χρόνια.

Όμως ο άγιος μεγάλωσε, οι σωματικές του δυνάμεις, αντιστρόφως ανάλογα προς τις πνευματικές μειώθηκαν και ένιωσε πως φεύγει από τη ζωή. Αρρώστησε, ανέβασε πυρετό και οι ώρες του ήταν πλέον μετρημένες. Λίγο πριν φύγει για τον Παράδεισο ψιθύρισε: 

- « Ο Θεός πρόκειται να δοξάσει αυτόν τον τόπο. Θα συρρέουν πλήθη πιστών μέχρι την συντέλεια του κόσμου και θα δοξολογούν το θείο όνομα Εκείνου ». Και όντως ο άγιος επιβεβαιώνεται καθημερινά..

Όλες οι χάρες των Βοιωτών αγίων, η προσευχή, η αγάπη, η ταπείνωση, η ακτημοσύνη, η νηστεία, η ησυχία, η ελπίδα, η υπομονή, όλες μα όλες συνθέτουν έναν υπέροχο καμβά πίστης και αγιοσύνης πάνω από τη Βοιωτική γη που δύσκολα κάποιος μένει ανεπηρέαστος. Ας πρεσβεύουν υπέρ ημών ..


" Βοιωτῶν τούς Ἐφόρους ἀνευφημήσωμεν, Λουκᾶν Ἀπόστολον Ροῦφον, Στειρίου κλέος Λουκᾶν, Σεραφείμ, Νικήταν, Κλήμεντα, Μελέτιον, Ρηγῖνον καί σύν Γερμανῷ Ἰωάννην τόν σοφόν ἐπίσκοπον, Καλοκτένην, αὐτῶν λιτάς τάς ἀόκνους πρός τόν Σωτῆρα ἐκδεχόμενοι "





Βιβλιογραφία: Π. Σπυρίδων Βασιλάκος – Αθ. Καραπέτσας, « Στα μονοπάτια της αγάπης του Θεού », εκδ. Αρχονταρίκι



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Καλλιόπη Ζιώγου - She has finished the theological Athens school and she is serving as a teacher in a public school. She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the July of 2016. Read More