ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2015: Τα SOS θέματα της Λογοτεχνίας Θεωρ. Κατεύθυνσης






ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν







Κοντολογίς προκειμένου να θεωρήσωμε κάποια κείμενα εκ της Λογοτεχνίας Θεωρ. Κατ. SOS για τις Πανελλήνιες Εξετάσεις 2015 έχομε να παρατηρήσωμε από την μια την ύλη και από την άλλη αφετέρου να κάνωμε κάποιες διαπιστώσεις.

Η εξεταστέα ύλη του μαθήματος είναι η εξής, την οποία και κάθε μαθητής που σέβεται τον εαυτόν του και τους κόπους του δέον να γνωρίζει εξαίσια, μιας και sos θέματα στην ουσία είναι όλα τα θέματα:




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Από το βιβλίο «Νεοελληνική Λογοτεχνία» της Γ΄ τάξης Γενικού Λυκείου Θεωρητικής Κατεύθυνσης των Κ. Ακρίβου, Δ. Αρμάου κ.ά, έκδοση 2014.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ (ΠΟΙΗΣΗ-ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ)

1. Διονύσιος Σολωμός, «Ο Κρητικός»
2. Γεώργιος Βιζυηνός, «Το αμάρτημα της μητρός μου»
3. Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Όνειρο στο κύμα»
4. Ποιήματα για την ποίηση
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.».
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Ο Δαρείος».
Μίλτος Σαχτούρης, «Ο Ελεγκτής».
Γιώργης Παυλόπουλος, «Τα Αντικλείδια».
5. «Σελίδες του Γ. Ιωάννου»:
• «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς».
• «Στου Κεμάλ το σπίτι».
6. Η ποιήτρια Κική Δημουλά: • «Σημείο Αναγνωρίσεως».

Σημείωση Τα λογοτεχνικά κείμενα (ποιητικά-πεζά) που περιλαμβάνονται στην εξεταστέα-διδακτέα ύλη θα διδαχθούν με τη σειρά που δίνονται παραπάνω, η οποία καθορίζεται από: α) τη χρονολογική σειρά των κειμένων, σύμφωνα με την κατάταξή τους στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και β) το είδος τους, με στόχο την εναλλαγή ποίησης και πεζογραφίας, ώστε να διατηρείται το ενδιαφέρον των μαθητών.

 

ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 1

Ας δούμε τώρα κάμνωντας μιαν ιστορική αναδρομή από το 2003 και εντεύθεν και τι έπεσε στις Πανελλήνιες Εξετάσεις των τελευταίων ετών….

·        (2003) Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου
·        (2004) Ὀδυσσέας Ἐλύτης, (1911-1996), Μικρή Πράσινη Θάλασσα
·        (2005) Κωνσταντῖνος Καβάφης, Ὁ ∆αρεῖος
·        (2006) Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὄνειρο στο κῦμα
·        (2007) Γιάννης Ρίτσος, Η σονάτα του σεληνόφωτος
·        (2008) Κωνσταντῖνος Καβάφης, (1863-1933), Καισαρίων
·        (2009) Mίλτος Σαχτούρης, Ὁ Ἐλεγκτής
·        (2010) Γιώργου Ιωάννου, Στοῦ Κεμάλ το Σπίτι
·        (2011) ∆ιονύσιος Σολωμός, Ὁ Κρητικός
·        (2012) Κωνσταντῖνος Καβάφης, Μελαγχολία τοῦ Ἰάσωνος Κλεάνδρου ποιητοῦ ἐν Κομμαγηνῇ·  595 μ.Χ.
·        (2013) ∆ιονύσιος Σολωμός, Ὁ Κρητικός
·        (2014) Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου
·        (2015) … ΧΧΧ …


ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΔΕΔΟΜΕΝΟ:

1.    Στα 12 χρόνια αυτά ο αγαπημένος συγγραφέας των επιτροπών εξετάσεων είναι ο Καβάφης με 3 εμφανίσεις, ακολουθούν ο Σολωμός με 2 όπως και ο Βιζυηνός, ενώ με 1 εμφάνιση είναι οι Ελύτης, Παπαδιαμάντης, Ρίτσος, Σαχτούρης, Ιωάννου.
2.    Από τις επαναλήψεις, είπαμε 3 του Καβάφη, και από 2 του Σολωμού και Βιζυηνού, παρατηρούμε ότι πάντα δεν επανελαμβάνετο το αυτό. Τουτέστιν και τα 3 ποιήματα του Καβάφη ήτο διαφορετικά και ο Σολωμός με τον Βιζυηνό λόγω του μεγέθους των κειμένων των δεν επανελήφθησαν αυτούσια αλλά πάρθηκαν διαφορετικά μέρη από αυτά τα κείμενα.
3.    Το 2003 πέφτει πεζό, ακολουθούν 2 χρονιές με ποίημα, ξανά πεζό το 2006, ακολουθούν 3 χρονιές με ποίημα, πεζό εμφανίζεται ξανά το 2010, ακολουθούν 3 χρονιές με ποίημα και ξανά πεζό το 2014, ήτοι πέρυσι… δηλαδή τα πεζά κείμενα εμφανίζονται κάθε 2 με 3 χρόνια. Εφόσον πέρυσι λοιπόν μπήκε πεζό νομίζω μπορούμε να το αποκλείσωμε και να στραφώμε στα ποιήματα.


ΔΕΔΟΜΕΝΟΝ 2

Επικίνδυνα κείμενα για φέτος, για λόγους που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλά είναι δουλειά του δασκάλου και της κρίσεώς του είναι τα εξής πέντε(5):

1.    «Ο Κρητικός»
2.    «Μελαγχολία του Ιάσωνος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 595 μ.Χ.».
3.    «Ο Δαρείος».
4.    «Ο Ελεγκτής».
5.    «Στου Κεμάλ το σπίτι».


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τώρα αν μπορεί να εξάγη κανείς κάποιο συμπέρασμα από τα δύο μας δεδομένα είναι ότι:
·        Το 5 δύναται να παραμερισθή ως πεζό
·        Ο Ελεγκτής, ο Δαρείος και η Μελαγχολία δύνανται να παραμερισθούν ως έχοντα ξαναπέσει και μιάς και το εύρος τους δεν δίδει το επανεξετάζειν ταύτα πρωτοτύπως.
·        Άρα ο Κρητικός και πάλι και μάλιστα τα τμήματα που δεν έχουν πέσει αυτού είναι το πιο δυνατόν μας σημείο.

Παρακάτω σας δίδω που να κοιτάξετε στον ΕΡΜΗ για την ανάλυση του Κρητικού αλλά σας δίδω και τα κομμάτια εκείνα που δεν έχουν ξαναπέσει, αφαιρώντας τα τμήματα των 2 προηγούμενων εξετάσεων. Όλα δείχνουν ότι το κείμενο προς εξέτασιν θα είναι το απόσπασμα 4[21] καθώς δεν έχει δοθεί ποτέ στις πανελλήνιες αν και μιλά για την φεγγαροντυμένη. Εμφανές είναι ότι είναι και το πιό απαιτητικό μέρος του ποιήματος και σε μια τέτοιαν περίπτωσιν τα θέματα ίσως είναι τσιμπημένα.




ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ 2012/ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΘΕΩΡ.Κ.) - ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ/ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ (ΜΕΡΟΣ Α') | ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡ. ΚΑΤ. - ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ I (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΙΣ) | ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡ. ΚΑΤ. - ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ II (ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΩΝ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΙΣ) | ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ


1 [18]

Έκοίταα, κι ήτανε μακριά ακόμη τα’ ακρογιάλι·
 «Αστροπελέκι μου καλό, για ξαναφέξε πάλι!»
 Τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπισω στ’ άλλο,
 Πολύ κοντά στην κορασιά με βρόντημα μεγάλο·
 Τα πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν,
 Οι ακρογιαλιές και τα βουνά μ’ όσες φωνές κι αν είχαν.



2 [19]

Πιστέψετε π’  ό,τι θα πω είν’ ακριβή αλήθεια,
Μα τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,
Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
Μα την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας.
(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι' εγώ το σάβανο τινάζω,
Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:
 «Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.
 Καπνός δε μένει από τη γή' νιος ουρανός εγίνη'
 Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
 —Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
 Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
 Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της·
Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
Το κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος"
 Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει·
Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).



3. [20]

Ακόμη εβάστουνε ή βροντή ... ... ...
Κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει,
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα,
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα·
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
Κάθε ομορφιά να στολιστή και το θυμό ν’ αφήση.
Δεν ειν’ πνοή στον ουρανό, στη θάλασσα, φυσώντας
Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας,
Όμως κοντά στην κορασιά, πού μ’ έσφιξε κι εχάρη,
Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι·
Και ξετυλίξει ογλήγορα κάτι που εκείθε βγαίνει,
Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη.
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της,
Στα μάτια της τα ολόμαυρα και στα χρυσά μαλλιά της.


4. [21]

Εκοίταξε τα’ αστέρια, κι εκείνα αναγάλλιασαν,
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν·
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει,
Κυπαρισσένιο ανάερα τα’ ανάστημα σηκώνει,
Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη,
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη.
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει,
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει.
Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα,
Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμήθρα,
Όχι στην κόρη, αλλά σ’ εμέ την κεφαλή της κλίνει·
Την κοίταζα ό βαριόμοιρος, μ’ έκοίταζε κι εκείνη.
Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω,
Καν σε ναό ζωγραφιστή με θαυμασμό περίσσο,
Κάνε την είχε ερωτικά ποιήσει ο λογισμός μου,
Καν τα’ όνειρο, όταν μ’ έθρεφε το γάλα της μητρός μου·
Ήτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι αστοχισμένη,
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει·
Σαν το νερό που το θωρεί το μάτι ν’ αναβρύζη
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει.
Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα,
Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,
Που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου·
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου,
Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
Πάρεξ αν ήθελε της πω με θλίψη του χειλιού μου:
«Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι

………………….

………………….

Όμως εξεχειλίσανε τα βάθη της καρδιάς μου·
 Τ’ αδέλφια μου τα δυνατά οι Τούρκοι μού τα’ αδράξαν,
Την αδελφή μου ατίμησαν κι αμέσως την έσφαξαν,
Τον γέροντα τον κύρη μου εκάψανε το βράδυ,
 Και την αυγή μου ρίξανε τη μάνα στο πηγάδι.
 Στην Κρήτη ............              
Μακριά ‘πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα.
Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω·
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο».


5. [22]

Εχαμογέλασε γλυκά στον πόνο της ψυχής μου,
Κι εδάκρυσαν τα μάτια της, κι έμοιαζαν της καλής μου.
Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα
Στο χέρι, πού ‘χα σηκωτό μόλις εγώ την είδα.
— Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν έχω πλια το χέρι,
Π’ αγνάντευεν Αγαρηνό κι εγύρευε μαχαίρι·
Χαρά δεν του ‘ναι ο πόλεμος· τα’ απλώνω του διαβάτη
Ψωμοζητώντας, κι έρχεται με δακρυσμένο μάτι·
Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
Αργά, κι ονείρατα σκληρά την ξαναζωντανεύουν,
Και μέσα στ’ άγριο πέλαγο τ' αστροπελέκι σκάει,
Κι η θάλασσα να καταπιή την κόρη αναζητάει,
Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,
Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει. -    
Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα,
Με δύναμη πού δεν είχα μήτε στα πρώτα νιάτα,
Μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια,
Μήτε όταν τον μπομπο - Ίσούφ και τς άλλους δύο βαρούσα.
Σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
(Κι αυτό μου τ’ αυξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου.

…………..

…………..

Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε.
Δεν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν,
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν,
Και τον κρυφό της έρωτα της φύσης τραγουδάει,
Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει·
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που παίρνει τη λαλιά του
Σε ψηλούς βράχους κι άγριους όπ’ έχει τη φωλιά του,
Κι αντιβουίζει ολονυχτίς από πολλή γλυκάδα
Η θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά η πεδιάδα,
Ώστε που πρόβαλε η αυγή και έλιωσαν τ’ αστέρια,
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος
Στον Ψηλορείτη όπου συχνά μ’ ετράβουνεν ο πόνος
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
Και του γελούσαν τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάμποι·
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα
Κι' έφώναζα: «ώ θεϊκιά κι όλη αίματα Πατρίδα!»
Κι άπλωνα κλαίοντας κατ’ αυτή τα χέρια με καμάρι·
Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι.
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει,
Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει
Δεν είναι λόγια· ήχος λεπτός ... ...
Δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του.
Αν είν’ δεν ήξερα κοντά, αν έρχονται από πέρα·
Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα,
Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ... ...
Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Μ’ άδραχνεν όλη την ψυχή, και να ‘μπει δεν ημπόρει
Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
Με άδραχνε, και μ’ έκανε συχνά ν’ αναζητήσω
Τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω.
Έπαψε τέλος, κι άδειασεν η φύσις κι η ψυχή μου·
Πού εστέναξε κι εγιόμισεν ευθύς οχ την καλή μου·
Και τέλος φθάνω στο γιαλό την αρραβωνιασμένη,
Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη.






DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him