Βασικός θεματικός ἄξων: Ἄνθρωπος (ΕΚΘΕΣΙΣ - ΕΚΦΡΑΣΙΣ)





ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




Ο όρος Άνθρωπος αναφέρεται ταξινομικά στο είδος Homo sapiens (Άνθρωπος ο Έμφρων στην Ελληνική Γλώσσα), και περιγράφει κυρίως το μόνο σωζόμενο υποείδος του Homo sapiens, τον Homo sapiens sapiens. Το δεύτερο υποείδος του Homo sapiens είναι ο Homo sapiens idaltu που έχει αφανιστεί. Ο Homo sapiens αποτελεί το μόνο επιζών μέλος του γένους Homo των Ανθρωποειδών, δηλαδή της υπεροικογένειας των μεγάλων πιθήκων. Περιστασιακά ο όρος χρησιμοποιείται και ως αναφορά σε κάθε είδος του γένους Homo. Ο ιδιαίτερα ανεπτυγμένος εγκέφαλος του ανθρώπου, ο οποίος του προσδίδει ανεπτυγμένη διανοητική ικανότητα, σε συνδυασμό με τη δίποδη όρθια στάση του, που του απελευθερώνει τα χέρια, καθιστούν τον άνθρωπο το μόνο είδος ικανό να κάνει εκτεταμένη χρήση εργαλείων συγκριτικά με τα άλλα ζώα. Έρευνες στο DNA του ανθρώπου υποστηρίζουν πως οι πρώτοι ανατομικά σύγχρονοι άνθρωποι έζησαν στην Αφρική 200.000 χρόνια πριν. Όπως και τα περισσότερα πρωτεύοντα, οι άνθρωποι είναι κοινωνικοί από την φύση τους. Παρόλα αυτά, είναι το μόνο είδος που έχει αξιοποιήσει συστήματα επικοινωνίας για αυτό-έκφραση, για ανταλλαγή ιδεών, και για την οργάνωση. Οι άνθρωποι δημιουργούν πολυσύνθετες κοινωνικές κατασκευές από οικογένειες μέχρι έθνη. Η κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων έχει καθιερώσει μία μεγάλη ποικιλία αξιών, κοινωνικών θεσμών, και διαδικασιών, οι οποίες σχηματίζουν τα θεμέλια μίας κοινωνίας. Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται για την επιθυμία τους να κατανοήσουν και να επεξεργαστούν το περιβάλλον τους, αναζητώντας απαντήσεις σε διάφορα φαινόμενα μέσω της επιστήμης, της φιλοσοφίας, της μυθολογίας και της θρησκείας. Η φυσική περιέργεια έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη εξελιγμένων εργαλείων και δεξιοτήτων, τα οποία μεταδίδονται από γενιά σε γενιά μέσω του πολιτισμού. Χαρακτηριστικές διαφορές με τα άλλα ζώα είναι η ικανότητα των ανθρώπων να ανάβουν φωτιές, να μαγειρεύουν την τροφή τους, να ντύνονται και να κάνουν χρήση διαφόρων τεχνολογιών.



1.   Φύσις καὶ προορισμὸς αὐτοῦ

- Μεταξὺ τοῦ ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ κόσμου εὑρίσκεται ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος μετέχει καὶ τῶν δύο, διότι ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχὴν ἢ ἀπὸ ὕλην καὶ πνεῦμα. Ὁ ἄνθρωπος, κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἐπλάσθη τελευταῖος ἀπὸ ὅλα τὰ πλάσματα. Καὶ ἐνῷ ὅλα τὰ ἄλλα δημιουργήματα ἔγιναν μὲ τὸν λόγον μόνον τοῦ Θεοῦ, διὰ τὴν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου ὁ Θεὸς λαμβάνει, κατὰ τὴν Ἁγίαν Γραφήν, ἰδιαιτέραν, πρόνοιαν, διότι τὸ μὲν σῶμα αὐτοῦ ἔπλασεν, ἀφοῦ ἔλαβε χοῦν ἀπὸ τὴν γῆν, τὴν δὲ ψυχήν, ἀφοῦ ἐνεφύσησεν εἰς αὐτὸ πνοὴν ζωῆς. Διὰ τῶν ἀνθρωπομορφικῶν αὐτῶν ἐκφράσεων ἡ Ἁγία Γραφὴ διδάσκει τὴν ὑψίστην ταύτην ἀλήθειαν, ὅτι κατὰ μὲν τὸ σῶμα συγγενεύομεν μὲ τὴν γῆν, μέ τὸν ὑλικὸν κόσμον, κατὰ δὲ τὴν ψυχὴν πρὸς τὸν Θεόν.

Μολονότι δ’ ἐπλάσθη τοιουτοτρόπως τὸ ἀνθρώπινον σῶμα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι, ὅπως ἐφρόνουν οἱ Ὀρφικοί, ὁ Πλάτων καὶ ἄλλοι φιλόσοφοι καὶ πολλοὶ αἱρετικοὶ καὶ ἀσκηταὶ χριστιανοί, φυλακὴ τῆς ψυχῆς καὶ πηγὴ πάσης κακίας ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἀλλ᾽ ὄργανον τῆς ψυχῆς καὶ, κατὰ τὴν φράσιν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, « ναὸς τοῦ ἐν ἡμῖν ἁγίου Πνεύματος » (1 Κορ.Ϛ΄ 19).

Κατὰ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ καὶ ὁμοίωσιν (Γεν. Α΄ 26), ἤτοι ἐπροικίσθη μὲ πνευματικὰς ἰδιότητας, αἱ ὁποῖαι προσιδιάζουν εἰς τὸν Θεόν. Μὲ τὰς ἰδιότητας ταύτας, διαρκῶς τελειοποιούμενος ὁ ἄνθρωπος, τείνει νὰ ὁμοιωθῇ πρὸς τὸν Θεόν. Τὴν μεγάλην ἀξίαν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἐτόνισε καὶ ὁ Κύριος εἰπών: «τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν ζημιωθῇ ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;» (Ματθ. ΙϚ΄ 26). Ἐπὶ τῇ βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐτόνιζον τὴν θείαν καταγωγὴν τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καὶ συνίστων ἰδιαιτέρως νὰ ἐπιμελῶνται αὐτῆς οἱ χριστιανοί: « Γνῶθι σαυτοῦ τὴν φύσιν , λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ὅτι θνητὸν μὲν τὸ σῶμα, ἀθάνατος δὲ ἡ ψυχή ἐπιμελοῦ ψυχῆς, πράγματος ἀθανάτου».
Ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχὴν δέχεται καὶ ἡ ἐπιστήμη σήμερον. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ὑλιστὰς ἐπιστήμονας ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνον ὔλη, δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ ἀποδείξουν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου, τὴν διανοητικήν του ἰκανότητα καὶ τὴν βούλησίν του. Ἡ ὕλη οὔτε σκέπτεται, οὔτε θέλει, οὕτε εἶναι ἐλευθέρα, ἀλλ’ ὑπόκειται ες αἰωνίους καὶ ὁμοιομόρφους φυσικοὺς νόμους. Ἐπειδὴ ἔχομεν ἐντός μας τὴν ψυχήν, ἡ ὁποία εἶναι πνεῦμα, διὰ τοῦτο εἵμεθα ἀθάνατοι καὶ τείνομεν πρὸς τὴν αἰωνίαν παρὰ τῷ Θεῷ ζωήν.

2.   Ἡ πρώτη κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ πτῶσίς του εἰς τὴν ἁμαρτίαν

(σημ. Φ.Ε.: Ή πώς η ψυχή του ανθρώπου, το ήθος αυτού εξέκλινε προς τα πάθη και τις ορμές…)

- Ὁ ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἐπροικίσθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ δι’ ἰδιαιτέρων φυσικῶν καὶ πνευματικῶν ἰδιοτήτων, ἡδύνατο μὲ αὐτὰς, νὰ τελειοποιῇ συνεχῶς ἐαυτὸν καὶ νὰ ζῇ εὐδαίμων εἰς τὸν βίον τοῦτον. Τὰ ἰδιαίτερα ταῦτα προσόντα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
·        ἡ ἐλευθερία,
·        τὸ λογικόν του,
·        ἡ ὁρμὴ πρὸς τὸ καλὸν καὶ τέλειον,
·        ἡ κυριαρχία ἐπὶ τῆς φύσεως.
Ἡ πρώτη λοιπὸν κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ὅτε ἐπλάσθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἦτο μὲν ὑπέροχος, ἀλλ᾽ὅμως ὄχι τελεία καὶ ἀνεπίδεκτος προόδου καὶ περαιτέρω τελειοποιήσεως. Ὁ ἄνθρωπος, χρησιμοποιῶν τὰ θεῖά του χαρίσματα καὶ βοηθούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, ἔπρεπε διαρκῶς νὰ ἀσκῆται εῖς τὴν ἀρετὴν καὶ νὰ προκόπτῃ καὶ πνευματικῶς καὶ ἠθικῶς. Διὰ νὰ ἀσκῆται εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ εἰς τὁ ἀγαθόν, ὁ Θεὸς ἐπέβαλεν εἰς τοὺς πρωτοπλάστους ὡρισμένας ἐντολάς, τὰς ὁποίας ὤφειλον νὰ τηροῦν καὶ νὰ εκτελοῦν πιστῶς, καθιστάμενοι ἄξιοι τῆς ἀγάπης καὶ προστασίας τοῦ Δημιουργοῦ των.

Κατὰ τὴν Ἀγίαν Γραφήν, ὁ Θεὸς ἔδωκεν εἰς τοὺς πρωτοπλάστους τὴν ἐντολὴν νὰ μὴ φάγωσι καρποὺς ἀπὸ τὸ ἐν τῷ παραδείσῳ δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἡ πιστὴ τήρησις τῆς ἐντολῆς ταύτης θὰ ἐσὴμαινεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἤθελε νὰ συμμορφώνηται πάντοτε πρὸς τὸ θεῖον θέλημα καὶ νὰ ζῇ πάντοτε πλησίον τοῦ Θεοῦ, εἰς αὐτὸν μόνον καὶ εἰς τὸ ἅγιόν του θέλημα στηρίζων τὴν ζωὴν καὶ τὴν εὐτυχίαν του.- Ὁ Ἀδὰμ ὅμως καὶ ἡ Εὔα, πειρασθέντες ὑπὸ τοῦ Διαβόλου καὶ ἀπὸ ἐγωισμὸν καὶ ἀλαζονείαν θελήσαντες νὰ ἐπιτύχουν τὴν τελειότητά των ἄνευ τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, καὶ διὰ τῶν ἰδίων δυνάμεών των, (σημ. Φ.Ε.: ενθάδε δυνάμεθα να νοήσωμε την πρωταρχικήν και βασικήν αιτίαν της ροπής του ανθρώπου προς το κακό, την απανθρωποποίησίν του, την αλλοτρίωσίν του… ο άνθρωπος ηθέλησε δια ιδίων δυνάμεων να καταστή είς μικρός θεός. Τούτο όμως όπως διδάσκει η αρχαία τραγωδία αποτελεί ύβριν και επιφέρει την Άτιν) παρήκουσαν εἰς τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγον απὸ τοὺς καρποὺς τοῦ δένδρου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ. Ἡ ἀνυπακοὴ αὕτη ἦτο περιφρόνησις πρὸς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος τότε ἐγκαταλείπει τοὺς πρωτοπλάστους καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς τὰς συνεπείας τῆς παρακοῆς των.

Ἡ ἀπομάκρυνσις καὶ ἀποστασία αὕτη ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἔγινε πρόξενος μυρίων κακῶν διὰ τὸ ἀνθρώπινον γένος. Ἡ παράβασις τῆς θείας ἐντολῆς ἀποτελεῖ τὸ λεγόμενον προπατορικὸν ἁμάρτημα , τὸ ὁποῖον παρέσυρεν ὅλον τὸ ἐκ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας καταγόμενον ἀνθρώπινον γένος εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Αἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν ἐπληθύνοντο καὶ τοιουτοτρόπως ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ἐξησθένησεν ἠθικῶς τόσον, ὥστε νὰ κλίνῃ αὕτη περισσότερον πρὸς τὸ κακὸν παρὰ πρὸς τὸ ἀγαθόν. Ἡ κατάστασις αὕτη ἐχειροτέρευσεν ἀκόμη περισσότερον, ὅταν οἱ ἄνθρωποι μέσα εἰς τὸν ἁμαρτωλὸν βίον των ἔχασαν βαθμιαίως κάθε ἰδέαν περὶ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ περιέπεσαν εἰς τὴν εἰδωλολατρείαν.

Ἀλλὰ μὲ τὴν κατάπτωσιν αὐτὴν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους εἰς τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν εἰδωλολατρείαν ἐφαίνετο ὅτι ἐματαιώνετο πλέον ὁ σκοπὸς τῆς δημιουργίας, νὰ γίνῃ ὁ ἄνθρωπος ὁλονὲν τελειότερος καὶ εὐτυχέστερος πλησίον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὴν βοήθειάν του. Ὁ πολυεύσπλαγχνος ὅμως Θεὸς δὲν ἀφῆκε τὰ ἰδικά του πλάσματα νὰ χαθοῦν ἐντελῶς μέσα εἰς τὰς κακίας μακρὰν ἀπὸ αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐπρονόησε διὰ τὴν σωτηρίαν των καὶ προεῖπεν εἰς αὐτοὺς τοὺς πρωτοπλάστους ὅτι διά τινος τῶν ἀπογόνων τῆς Εὔας, διὰ τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, ἔμελλε νὰ σωθῇ ἡ ἀνθρωπότης. Τὸ ἀπολυτρωτικὸν ἔργον τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἔχει ἀκριβῶς τὸν σκοπὸν νὰ ἀποκαταστήσῃ τὸν ἁμαρτωλὸν ἅνθρωπον εἰς τὴν πρώτην αὐτοῦ κατάστασιν καὶ νὰ ἐπαναφέρῃ αὐτὸν εἰς τοὺς κόλπους τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

3.   Η ηθική υπόστασις

῾Ως λέξις ἡ Ἠθικὴ παράγεται βεβαίως ἀπὸ τὸ ἦθος, ὅπερ ὑποδηλοῖ ἓν ἐσωτερικὸν ψυχικὸν περιεχόμενον. Ἦθος εἶναι ἡ βαθυτέρα οὐσία τῆς προσωπικότητός μας. Εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἥτις ἀποτελεῖ ὑπέρτατον ρυθμιστὴν τῶν πράξεών του καὶ δημιουργεῖ τὴν εὐτυχίαν ἢ τὴν δυστυχίαν του.

Συνήθως μὲ τὴν λέξιν αὐτὴν δηλώνομεν τὴν σταθερὰν διάθεσιν ἢ ἕξιν ἑνὸς ἀνθρώπου ἢ μιᾶς κοινωνίας νὰ συμπεριφέρεται κατὰ ὡρισμένον τρόπον καὶ νὰ συμμορφοῦται πρὸς ὡρισμένας ἀρχάς. Ἀλλ’ ἐνῷ τὰ πάθη θεωροῦνται ὡς βιαία καὶ ἀνελευθέρα ἐκδήλωσις τοῦ θυμικοῦ καὶ τῆς ψυχῆς, τὰ ἤθη θεωροῦνται συνέπεια τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς λογικότητος τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος. Δι’ αὐτὸ καὶ κρίνεται καὶ βαθμολογεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ ἦθος αὐτοῦ. Τὰ ἤθη, εἴτε ὡς διαθέσεις εἴτε ὡς ἐκδηλώσεις, ἐπιδοκιμάζονται ἢ ἀποδοκιμάζονται καὶ γίνεται λόγος διὰ καλὰ ἢ ἀγαθὰ ἢ χρηστά, διὰ κακὰ ἢ πονηρὰ ἢ φαῦλα ἤθη. Οἱ Λατῖνοι διὰ τὰ ἦθη εἴχον τὴν λέξιν mos, mores. ᾽Εντεῦθεν ὁ ὅρος Philosophia moralis (Ἠθικὴ φιλοσοφία), ὁ ὁποῖος ἐπέρασεν εἰς τὰς περισσοτέρας ξένας γλώσσας μέ τὸν ἀνάλογον εἰς ἐκάστην τύπου. Ἀλλὰ παραλλήλως πρὸς αὐτὸν οἱ ξένοι χρησιμοποιοῦν καὶ τὸν ὅρον Ἠθική, μεταγραμματιζόμενον κατὰ τοὺς κανόνας τῆς γλώσσης των.

Τὸ ἦθος ὅμως διαφέρει ἀπὸ τὸ ἔθος. Τὸ τελευταῖον τοῦτο φανερώνει μίαν κανονικήν, ὁμοιόμορφον συμπεριφορὰν ποὺ ἠμπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ἀποτέλεσμα μηχανικῆς ἐπαναλήψεως ἤ ἐπιβολῆς. Ὅπου ὅμως ὑπάρχει μηχανικὴ ἐπανάληψις ἢ καταναγκασμός, δὲν δύναται νὰ γίνῃ λόγος περὶ ἤθους καὶ ἠθικῆς. Τότε δίδομεν ἠθικὴν ἀξίαν εἰς μίαν πρᾶξιν, ὅταν ἀκριβῶς γίνεται χωρὶς ἐπιβολὴν καὶ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἐλευθέραν θέλησιν τοῦ πράττοντος. Τὸ περίφημον χωρίον τοῦ Ἀριστοτέλους (Ἠθ. Νικ. Β΄, 1), « ἡ γὰρ ἠθικὴ ἐξ ἔθους παραγίγνεται, ὅθεν καὶ τοὔνομα ἔσχηκε, μικρὸν παρεκκλῖνον ἀπὸ τοῦ ἔθου » δέν πρέπει νὰ μᾶς ξενίζῃ, διότι εἰς τὸ μέρος τοῦτο ὁ ὅρος ἠθικὴ λαμβάνεται μέ τὸ πρακτικόν του περιεχόμενον, ὡς ἠθικὴ διαγωγή, ὄχι ὡς ἐπιστήμη.

Σαφὴς εἶναι κατόπιν τῶν ἀνωτέρω καὶ ἡ ἔννοια τῆς ἠθικότητος , τῆς ὁποίας συχνὴ γίνεται χρῆσις εἰς τὰ ἑπόμενα.

Ἄν ὁ ἅνθρωπος ἦτο ἁπλῶς φυσικόν, ὑλικὸν σῶμα, ὅπως τὰ ἄψυχα, ἢ ἔστω μόνον ὀργανισμός, ὅπως τὰ φυτὰ ἢ τὰ ζῷα, δὲν θὰ προέκυπτε δι’ αὐτὸν ζήτημα ἠθικῆς ἐκτιμήσεως τῶν πράξεων καὶ ἠθικῆς διαγωγῆς. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὂν πνευματικόν, διακρινόμενον σαφῶς ἀπὸ κάθε γήινον ὄν, αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ ὑπόκεινται εἰς ἠθικὴν ἐκτίμησιν καὶ ἡ διαγωγὴ αὐτοῦ εἶναι ἀντικείμενον κριτικῆς. Διότι αἱ πράξεις του δὲν εἶναι μόνον φυσικαὶ πράξεις, ἐπακόλουθα φυσικῆς ἀνάγκης καὶ ὁρμῆς, ἀλλὰ καὶ προϊόντα ἐλευθέρας σκέψεως καὶ ἐκλογῆς. Ἐπειδὴ δὲ τὸ καθ’ ἕξιν μέν, ἀλλὰ χωρὶς καταναγκασμὸν ἐνεργεῖν ὠνομάσαμεν ἦθος, ἡ ἕξις τοῦ πράττειν τὸ ἀγαθὸν ὑπὸ τοῦ ἐλευθέρως ἐνεργοῦντος καὶ ὑπὲρ τὰ ὑλικὰ καὶ ζῳώδη τείνοντος ἀνθρώπου ὠνομάσθη ἠθικότης αὐτοῦ. Ἡ ἠθικότης εἶναι γνώρισμα τοῦ ανθρώπου καὶ μόνον.

Καὶ ἀπὸ τὸ ἔθιμον διαφέρει πάρα πολὺ τὸ ἦθος. Εἰς τὴν συνήθη φράσιν «τὰ ἤθη καὶ τὰ ἤθιμα» ἑνὸς λαοῦ τὰ μὲν ἤθη φανερώνουν τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν ψυχικὴν ἰδιοσυστασίαν τοῦ λαοῦ τούτου, π.χ. μεγαλοπράγμων, φιλελεύθερος, φιλόξενος· ἐνῷ τὰ ἔθιμα περιλαμβάνουυ τὰς σταθερὰς συνηθείας τῶν κατοίκων εἰς περιστάσεις τῆς δημοσίας ἢ ἰδιωτικῆς ζωῆς, ἑορτάς, πανηγύρεις καὶ τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν. Τὰ ἔθιμα ἐξετάζει ἡ Λαογραφία, μὲ τὰ ἤθη ἀσχολεῖται ἡ Ἠθική. Ἀλλὰ δὲν ἐξετάζει ὴ ᾽Ηθικὴ ποῖα εἶναι , ἀλλ’ ὁποῖα πρέπει νὰ εἶναι τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων.

Ἡ ᾽Ηθικὴ λοιπὸν μελετᾷ τὰς ἐκδηλώσεις τῆς ἐνεργητικότητος τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἀξιολογεῖ αὐτάς. Διότι ἀπὸ αὐτὰς ἐξαρτᾶται τόσον ἡ ἀτομική μας εὐτυχία, ὅσον καὶ ἡ εὐτυχία τοῦ συνόλου. Ἀκόμη περισσότερον, μὲ τὴν ἐξέτασιν καὶ ἀξιολόγησιν αὐτῶν ζητοῦμεν νὰ συλλάβωμεν τὸν τελικὸν σκοπὸν τῆς ὑπάρξεώς μας, νὰ εὕρωμεν ποῖον σκοπὸν καὶ ποίαν ἀξίαν ἔχει τοῦ ἀνθρώπου ἡ ζωή.



DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him