του
Δημητρίου Ράπτη*
Κεντρικό σημείο στη φιλοσοφία του Πλάτωνα παίζει η διάκριση των δύο κόσμων. Του κόσμου του Είναι που γίνεται προσιτός μονάχα με τον νου και του κόσμου του γίγνεσθαι τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του. Η φιλοσοφική βάση του Πλάτωνα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί μια σύνθεση της φιλοσοφίας του Παρμενίδη όσον αφορά το Είναι (ο τελευταίος χαρακτήριζε το ον ως ένα και ομοιογενές) και της φιλοσοφίας της συνεχούς μεταβολής του Ηράκλειτου. Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνα, το όν είναι ταυτοχρόνως ένα αλλά και πολλά. Στο πεδίο της νόησης, για παράδειγμα, υπάρχει μονάχα ένα κρεβάτι, ενώ στο πεδίο του αισθητού υπάρχουν πολλά αντικείμενα που μετέχουν στην εν λόγω ιδέα.
Ο κόσμος των αισθήσεων υπόκειται σε διαρκή μεταβολή, κατά συνέπεια και όσον αφορά στον κόσμο της επιστήμης, οι ορισμοί έχουν ως αντικείμενό τους κάτι άλλο κι όχι τα αισθητά για τον λόγο ότι δεν μπορεί να υπάρξει κοινός όρος γιατα αισθητά που μεταβάλλονται αδιάκοπα. Ένα λευκό αντικείμενο δεν διατηρεί για πάντα τη λευκότητά του και αλλάζει όψη εντός διαφορετικών συνθηκών (π.χ. όταν φωτίζεται ή όταν βρίσκεται υπό σκιάν). Επίσης, στη γη υπάρχουν εκατομμύρια διαφορετικά τραπέζια. Όλα όμως τα τραπέζια, καθώς και η λευκότητα σαν έννοια, προέρχονται από μόνο μια έννοια. Η μια μοναδική έννοια στον Πλάτωνα, είναι αυτή που τροφοδοτεί την ύπαρξη των αντικειμένων. Για κάθε κατηγορία αισθητών πραγμάτων επί της γης, υπάρχει μία αντίστοιχη ιδέα στον ουρανό. Εφόσον όλα τα αισθητά πράγματα υπόκεινται σε μεταβολή, πρέπει να υπάρξουν ορισμένες άλλες διαφορετικές αμετάβλητες φύσεις προκειμένου να υπάρξει επιστήμη.
Έτσι λοιπόν ονόμασε τα όντα από τα οποία παίρνουν την ονομασία τους τα αισθητά, ιδέες. Οι ιδέες τοποθετούνται στη σφαίρα του υπερβατικού ενώ αυτά που αισθανόμαστε είναι αυτού του κόσμου και ονομάζονται «φαινόμενα». Η γνώση των αισθητών πραγμάτων μπορεί να γίνει μόνο όταν η ψυχή (αποκομμένη από το σώμα και τις αισθήσεις) του ανθρώπου αρχίσει να συλλογίζεται τις αντίστοιχες ιδέες.
Όπως κάθε καθρέπτης αντικατοπτρίζει το αντικείμενο που έχει μπροστά του και δεν μας δείχνει παρά ένα αντίγραφό του και όχι το ίδιο το αντικείμενο, έτσι και τα πράγματα δεν αποτελούν παρά αντίγραφα των ουράνιων ιδεών τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί μονάχα να σκεφτεί (και μέσω του συλλογισμού να λάβει γνώση) και όχι να αισθανθεί.
Το αισθητό αφού μεταβάλλεται διαρκώς δεν μπορεί παρά να μας προσφέρει ψευδή γνώση. Γι’ αυτό ο Πλάτων ακόμα και τη δική του θεωρία για τον φυσικό κόσμο τη θεωρεί δοξασία και όχι επιστήμη. Η αίσθηση δεν μπορεί να μας δώσει παρά μόνο μερική γνώση. «Κανένα από τα αισθητά δεν είναι αντικείμενο της επιστήμης». Η πραγματική καθαυτή γνώση του πράγματος ή της πράξης αποκτάται μονάχα μέσω της σκέψης, του λογισμού των ιδεών.
Στη γλώσσα υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι οι οποίοι εκφράζουν κάποια συγκεκριμένα πράγματα, όπως ο όρος «άγαλμα», καθώς και κάποιοι γενικοί όροι οι οποίοι δηλώνουν κάτι που υπερβαίνει τα συγκεκριμένα πράγματα, όπως για παράδειγμα ο χαρακτηρισμός κάποιου αντικειμένου ως λευκό. Μπορεί δηλαδή ένα άγαλμα να είναι λευκό, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι ο όρος «λευκό» περιορίζεται στο να χαρακτηρίσει το εν λόγω άγαλμα. Ως λευκό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε οτιδήποτε θα υπόκεινταν στην ιδέα της λευκότητας, όπως μια κόλλα χαρτί, ένα τραπέζι, κτλ. Οι γενικοί όροι όπως «λευκός», «καλός», «δίκαιος», κτλ, αντιπροσωπεύουν καθολικές οντότητες οι οποίες δεν υπάρχουν στον επίγειο κόσμο. Υπ’ αυτήν την έννοια, ακόμη κι αν όλα τα λευκά αγάλματα εξαφανίζονταν από τη γη, η ιδέα της λευκότητας δεν θα έπαυε να υπάρχει, αφού δεν ανήκει στον φυσικό - ανθρώπινο χώρο και χρόνο.
Ο Πλάτων υποστηρίζει πως για να υπάρχει επιστήμη θα πρέπει να υπάρχουν γνώσεις που να μην εξαρτώνται από την ανθρώπινη αίσθηση. Πρέπει, συνεπώς, να υπάρχει μια a priori ύπαρξη των ιδεών οι οποίες είναι αιώνια έγκυρες για όλα τα αντικείμενα. Αυτή η a priori γνώση για τον Πλάτωνα αποτελεί τη μόνη έγκυρη γνώση και κατά συνέπεια επιστήμη. Οι ιδέες είναι αυτές που αποτελούν τα υποδειγματικά πρότυπα για τα αισθητά πράγματα, ενώ τα τελευταία έχουν ομοιότητα προς αυτές και αποτελούν απομιμήματα των ιδεών. Τα αισθητά αντικείμενα δεν είναι παρά ομοιώματα των ιδεών.
Οι ιδέες στον Πλάτωνα αποτελούν τις αιτίες ύπαρξης των πραγμάτων. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την ιδέα στον Πλάτωνα με μια παράσταση χαραγμένη πάνω σε μια σφραγίδα. Αυτή παραμένει πάντα αναλλοίωτη. Το σχήμα που θα προκύψει όμως εάν την πιέσουμε πάνω σε μαλακό κερί δεν θα είναι πάντα το ίδιο και θα υπόκειται στη φθορά του χρόνου. Αυτή την κέρινή παράσταση θα μπορούσαμε να την παρομοιώσουμε με τα αισθητά πράγματα.
Ο ύστερος Πλάτων διαφωνεί με τον Παρμενίδη στο ότι το μη ον δεν είναι νοητό. Για τον Πλάτωνα το ον και το μη ον είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Έτσι προσπαθεί να γεφυρώσει τον αισθητό με τον κόσμο των ιδεών. Όσον αφορά στα όντα, τα διακρίνει σε ορατά, δηλαδή αυτά που ο άνθρωπος προσεγγίζει μέσω των αισθήσεών του, και σε αόρατα δηλαδή αυτά που ο άνθρωπος προσεγγίζει με τον νου του, δηλαδή τις ιδέες.
Οι ιδέες είναι: «εν επί πολλών» , «το ο εστίν» , «δεν είναι ορατές, αλλά νοητές». Δηλαδή, ενώ τα αισθητά πράγματα είναι αριθμητικώς πολλά, οι ιδέες είναι οι γενικές ουσίες. Δηλαδή πολλά είναι τα αντικείμενα ή οι πράξεις τα οποία ανήκουν σε μιαν ιδέα (π.χ. μέγεθος, δικαιοσύνη). Για τον Πλάτωνα η έννοια της ιδέας μας παραπέμπει στην έννοια της αλήθειας. Ενώ λοιπόν τα αισθητά πράγματα δημιουργούνται και μέσα στο χρόνο χάνονται, οι ιδέες δεν υπόκεινται στη γένεση και στη φθορά υπάρχουν αιωνίως και αυτή είναι η βασική οντολογική διαφορά τους από τα αισθητά όντα.
Οι ιδέες είναι νοητές αλλά αόρατες, ενώ τα αισθητά πράγματα δεν είναι νοητά και ανήκουν στον ορατό κόσμο. Σ’ αυτή τη διχοτόμηση βασίζει ο Πλάτων και τη διάκριση ανάμεσα στην υποκειμενική δοξασία και στην επιστήμη. Την επιστήμη την προσεγγίζουμε μονάχα μέσω της γνώσης των ιδεών και όχι των αισθητών πραγμάτων τα οποία συχνά μας οδηγούν σε πλάνη και η δοξασία συγκεκριμένως τοποθετείται από τον Πλάτωνα ανάμεσα στη γνώση και στην άγνοια.
Οι ιδέες δεν αποτελούν απλά και μόνο ορισμένα όντα, αλλά αναδεικνύουν και το δέον. Αποτελούν δηλαδή υποδείγματα για τον άνθρωπο. Τα αισθητά φαινόμενα δεν αποτελούν παρά μια (πάντοτε) ατελή ομοίωση αυτών των αρχετυπικών ιδεών και παραμένουν πάντα κατώτερα των τελευταίων όσον αφορά τον οντολογικό τους χαρακτήρα. Στην αλληγορία του σπηλαίου ο Πλάτων παρομοιάζει τον κόσμο του αισθητού με το σπήλαιο, τα φαινόμενα με τις σκιές εντός του σπηλαίου και τις ιδέες με τον ήλιο ο οποίος υποστασιοποιεί και την ύπαρξη των σκιών. Έτσι γίνεται αρκετά κατανοητή η υποτίμηση από μέρους του, του κόσμου του αισθητού.
Η ψυχή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελείται από τρία μέρη. Τα δύο που βρίσκονται εγγύτερα στον αισθητό κόσμο είναι το θυμοειδές και το επιθυμητικόν και το τρίτο είναι το λογιστικόν. Το τελευταίο είναι που τοποθετεί την ψυχή ανάμεσα στον κόσμο του αισθητού και στον κόσμο των ιδεών, αφού ο λογισμός του νου είναι αυτός που φέρνει τον άνθρωπο πιο κοντά στη γνώση των αιώνιων και αμετάβλητων ιδεών.
Ο Πλάτων, προκειμένου να συνδέσει την ιδέα με το πράγμα χρησιμοποιεί τον όρο της μέθεξης. Ο όρος μέθεξη δηλώνει ότι το πράγμα μετέχει στη γενική ουσία της ιδέας. Αν, για παράδειγμα, ένα πράγμα είναι ωραίο, είναι έτσι μόνο και μόνο επειδή εμφανίζονται σ’ αυτό ιδιότητες που ενυπάρχουν στην ιδέα του ωραίου. Μονάχα μέσω της γνώσης των ιδεών μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση του αληθινού όντος. Στο ερώτημα με ποιον τρόπο μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση των ιδεών, η πλατωνική θεωρία μας παρέχει τρεις διαφορετικές απαντήσεις - εκδοχές.
Πρώτον, μπορούμε να γνωρίσουμε τις ιδέες μέσω της νοητικής εποπτείας των. Το ότι η ψυχή μπορεί να δει τις ιδέες φαίνεται οξύμωρο αφού αυτές ανήκουν στον κόσμο του μη αισθητού και είναι αόρατες. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι ο Πλάτων είτε μιλούσε μεταφορικά, είτε πίστευε ότι υπήρχε πραγματικά μια νοητική εποπτεία των ιδεών. Και οι δύο περιπτώσεις πάντως φαίνονται να είναι ανεπαρκείς ως θεωρίες.
Δεύτερον, μπορούμε να γνωρίσουμε τις ιδέες μέσω της ανάμνησης. Μπορεί να μην μπορούμε να προσεγγίσουμε τις ιδέες μέσω των αισθήσεων, αυτές όμως μας παρέχουν την αφορμή να τις θυμηθούμε. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ψυχή, η οποία είναι αθάνατη, προτού εισέλθει στο σώμα, βρισκόταν στο μέρος που βρίσκονται οι ιδέες όπου και τις γνώρισε στην καθαρή τους μορφή. Όπως λέει και ο Μάρκος, οι ουράνιες ψυχές, προτού εισέλθουν στο σώμα, είναι «χορτασμένες» από τη γνώση των ιδεών.
Με την γέννηση του ανθρώπου το σώμα εμποδίζει την ψυχή να γνωρίσει τις ιδέες και αυτή επανέρχεται στην πρωτύτερη κατάστασή της μονάχα μετά τον θάνατο. Για τον Πλάτωνα ο αληθινός φιλόσοφος πρέπει να προσπαθεί να απελευθερώσει την ψυχή του στρέφοντάς την προς το νοητό και αόρατο, παραγκωνίζοντας όσο το δυνατό περισσότερο το σώμα - φυλακή. Οι έννοιες της ισότητας, της δικαιοσύνης, των διαφόρων πραγμάτων κτλ ενυπάρχουν μέσα στην ψυχή.
Αυτή όμως, στη γήινή της μορφή βρίσκεται σε λήθη. Με τις αφορμές του αισθητού λοιπόν, αλλά κυρίως με την αντίληψη, η ψυχή πλησιάζει τις ιδέες ψάχνοντας την αλήθεια. Η αλήθεια σ’ αυτό το σημείο φαίνεται ξεκάθαρα να προκύπτει από το «α» στερητικό και τη «λήθη».
Ένας τρίτος τρόπος να προσεγγίσουμε την αλήθεια είναι η μέθοδος της διαλεκτικής. Έτσι, οι αρχικές υποθέσεις συχνά αναιρούνται σταδιακά με τη μέθοδο των ερωταπαντήσεων έως ότου ο φιλόσοφος μέσω της νόησης βρει την καθαρή μορφή του αγαθού (ή την καθαρή μορφή των πραγμάτων, των ιδιοτήτων και των καταστάσεων) . Ενώ σε άλλες επιστήμες οι άνθρωποι παίρνουν τις προϋποθέσεις ως δεδομένες πραγματικότητες.
Επίσης, στη φιλοσοφία του Πλάτωνα τίθεται το ερώτημα τι είναι αγαθό; Το αγαθό είναι αυτό που δίνει στις ιδέες το είναι και την ουσία τους και στην ψυχή τη δύναμη να τις γνωρίσει. Το ίδιο όμως το αγαθό δεν είναι ουσία αλλά επέκεινα της ουσίας. Αυτό σημαίνει ότι το αγαθό προϋποτίθεται προκειμένου να γνωρίσει ο άνθρωπος τις ιδέες, ενώ ταυτόχρονα και αυτό είναι ιδέα. Η ιδέα του αγαθού είναι αυτή που εξηγεί το γιατί οι ιδέες αποτελούν τα αρχέτυπα για τα αισθητά πράγματα. Ενώ λοιπόν η ιδέα παρουσιάζει, για παράδειγμα, ποιο είναι το δίκαιο, η ιδέα του αγαθού εξηγεί τον λόγο για τον οποίο κάτι είναι δίκαιο και το πού έγκειται η σημασία της δικαιοσύνης. Το αγαθό, μάς παρουσιάζεται στον Πλάτωνα με τη βοήθεια παρομοιώσεων και αλληγοριών. Μια από αυτές τις παρομοιώσεις είναι αυτή του ήλιου.
Όπως στην περίπτωση της όρασης είναι απαραίτητο το φως που εκπέμπει ο ήλιος προκειμένου να συνδεθεί η αίσθηση της όρασης με το ορατό αντικείμενο έτσι και στο νοητικό επίπεδο είναι απαραίτητο το αγαθό, προκειμένου να συνδεθεί η ικανότητα της νόησης με το νοητό αντικείμενο. Αυτό που καθιστά τον νοήμονα ικανό να γνωρίζει είναι η ιδέα του αγαθού. Το αγαθό είναι η αιτία της γνώσης και της αλήθειας και μόνο μέσω αυτού μπορούμε να κατακτήσουμε τις τελευταίες. Τα πράγματα πάντοτε υπολείπονται της ιδέας και πάντα αποβλέπουν σ’ αυτήν. Δηλαδή, η ιδέα όντας τέλεια αποτελεί τον σκοπό των πραγμάτων. Το αγαθό αποτελεί την αιτία του Είναι, δηλαδή της τελειότητας προς την οποία αποβλέπουν τα πράγματα. Δηλαδή, το Είναι είναι αποτέλεσμα του αγαθού.
Το Αγαθό ως δημιουργική αρχή και ανώτατος σκοπός του κόσμου συμπίπτει με την έννοια του θεού, ο οποίος είναι υπερβατικός και μόνον η ενέργειά του είναι ενδοκοσμική. Σύμφωνα με τον Taylor , η ιδέα του αγαθού δεν ταυτίζεται με το θεό. Η ιδέα του αγαθού είναι αυτό που για τους χριστιανούς είναι ο θεός. Κατά το Μάρκο, όταν κάποιος, με τη διαλεκτική και τη νόηση, φτάσει να κατανοήσει το αγαθό, τότε θα έχει φτάσει και στο τέρμα του νοητού. Ο ίδιος, επισημαίνει ότι όπως λέει και ο Natorp, το αγαθό είναι η τελευταία λογική, η τελευταία ηθική αρχή και δεν είναι απλά η αιτία του καθαρού λόγου, αλλά και του γίγνεσθαι των αισθητών πραγμάτων. Ο Καραγιάννης γράφει ότι ο Taylor λέει χαρακτηριστικά πως: «το καλόν ταυτίζεται ή εξομοιώνεται με την ιδέα του αγαθού και υπό το πρίσμα αυτό είναι η αιτία κάθε ξεχωριστού Είναι και κάθε αρετής». Και επίσης, ο Πλάτων υποστηρίζει στην «Πολιτεία» ότι η επιστημονική γνώση, είναι γνώση ειδών, τα οποία αντλούν την υπόστασή τους από το καλόν.
Στην παρομοίωση της τετμημένης γραμμής ο Πλάτων χωρίζει μια γραμμή σε δύο άνισα τμήματα και στη συνέχεια χωρίζει και το καθένα απ’ αυτά σε αλλά δύο μέρη. Στο μικρότερο τμήμα τοποθετεί στο ένα μέρος τις εικόνες και οποιαδήποτε άλλα ομοιώματα αντικειμένων και στο άλλο μέρος τα ίδια τα αισθητά αντικείμενα. Στο μεγαλύτερο τμήμα τοποθετεί στο ένα μέρος τα νοητά αντικείμενα που χρησιμοποιούν οι μαθηματικοί για τις αποδείξεις τους και στο άλλο μέρος τα νοητά όντα που χρησιμοποιούνται στη διαλεκτική. Αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία σ’ αυτήν την παρομοίωση είναι η τοποθέτηση των νοητών όντων στο μεγαλύτερο μέρος της γραμμής. Ο Πλάτων έτσι θέλει να μας δείξει το πώς, ιεραρχικά, προπορεύονται τα νοητά των αισθητών. Το κάθε μέρος όμως της γραμμής συμβολίζει και μια συγκεκριμένη κατάσταση της ψυχής. Έτσι, στο πρώτο μέρος αντιστοιχεί η εικασία, στο δεύτερο η πίστη, στο τρίτο η διάνοια και στο τέταρτο η νόηση.
Η περιοχή της διάνοιας είναι η περιοχή των μαθηματικών επιστημών, οι οποίες ξεκινούν από υποθέσεις που δε θεμελιώνουν, και χρησιμοποιούν είδωλα από τον ορατό κόσμο για να αισθητοποιήσουν τα αντικείμενά τους. Ως φιλόσοφος ο Πλάτων δεν ικανοποιείται με τις αναπόδεικτες υποθέσεις των μαθηματικών αλλά επιδιώκει να φθάσει ως την ανυπόθετον αρχήν με τη βοήθεια του νου. Η ανυπόθετος αρχή δεν είναι άλλη από την ιδέα του αγαθου. Η αρχή του παντός ανακαλύπτεται από τον νου καθώς αυτός μεταβαίνει από την υπόθεση στην ανυπόθετον αρχή. Με την επίτευξη αυτή φτάνουμε στο τέλος της διαλεκτικής πορείας, στο τέλος του νοητού.
Στην αλληγορία του σπηλαίου βρίσκουμε εντός της εν λόγω υπόγειας σπηλιάς δεσμώτες οι οποίοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των, δεν έχουν πρόσβαση στο φως του ήλιου. Μέσα μπαίνει απλά ένα αδύναμο φως από μια αναμμένη φωτιά που βρίσκεται στην επιφάνεια της γης. Στην επιφάνεια της γης κυκλοφορούν κάποιοι άνθρωποι κουβαλώντας αντικείμενα, αγάλματα και διάφορα ομοιώματα από τα οποία μονάχα οι σκιάσεις εισέρχονται εντός του σπηλαίου. Κατά συνέπεια, οι δεσμώτες πιστεύουν πως η αληθινή πραγματικότητα αποτελείται μονάχα απ’ αυτές τις σκιές. Εάν όμως κάποιος απ’ αυτούς απελευθερωνόταν, θα μπορούσε να κατανοήσει την πλάνη στην οποία βρισκόταν εντός του σπηλαίου, να δει τα πράγματα ως έχουν και να συνειδητοποιήσει τη «ζωή» που τους δίνει ο ήλιος.
Ερμηνεύοντας την αλληγορία ο Σωκράτης, παρομοιάζει το σπήλαιο με τον αισθητό κόσμο, το αδύναμο φως με τον ήλιο, τους δεσμώτες με εμάς τους ανθρώπους και την απελευθέρωση και έξοδο από το σπήλαιο με την άνοδο της ψυχής στο επίπεδο του νοητού όπου μπορεί να γνωρίσει το αγαθό ως την αιτία κάθε καλού, ωραίου και αληθούς καθώς και να νιώσει την υποχρέωση να ζει με βάση αυτό. Γι’ αυτό και ο Πλάτων στην «Πολιτεία» λέει πως οι απαίδευτοι (δηλαδή οι δεσμώτες του σπηλαίου) δεν έχουν δικαίωμα να παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή των άλλων, ενώ οι διαλεκτικοί οι οποίοι έχουν αναγνωρίσει το αγαθό ως πρότυπο ζωής είναι αυτοί που θα πρέπει να κυβερνούν.
Η ευδαιμονία στον Πλάτωνα είναι αποτέλεσμα της έμφρονος ζωής η οποία μονάχα με τη γνώση του αγαθού (άρα και της σοφίας και της αρετής) μπορεί να επιτευχθεί.
*από το έργο αυτού
«Η πλατωνική θεώρηση της τέχνης
ως μέσο θεμελίωσης της ιδανικής πολιτείας»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου