Ὁ Ἀριστοτέλης καί ἡ ἐπιλογή τῆς Ἀκαδημίας





του
Γερασίμου Βώκου*



Όταν ο Αριστοτέλης έφθασε στην Αθήνα ήταν περίπου δεκαεπτά ετών. Βάσιμοι λόγοι μας κάνουν να υποθέτουμε ότι ο νεαρός Αριστοτέλης ανατράφηκε σε καλλιεργημένο περιβάλλον και εξοικειώθηκε από νωρίς με την επιστημονική γραμματεία της εποχής του. Από τους σημερινούς ερευνητές άλλοι εικάζουν ότι γνώριζε ήδη αρκετά έργα του Πλάτωνα, πράγμα που θα εξηγούσε και την επιλογή εκ μέρους του της Ακαδημίας για τη συνέχιση των σπουδών του, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως η επιλογή αυτή οφείλεται απλώς στο γεγονός ότι η πλατωνική σχολή εξασφάλιζε την καλύτερη εκπαίδευση στην Ελλάδα. Πέρα όμως από τις εικασίες ως προς τα κίνητρα, παραμένει το ίδιο το γεγονός: ο Αριστοτέλης επιλέγει τον Πλάτωνα ενώ θα μπορούσε να προτιμήσει τον Ισοκράτη. Γιατί την εποχή εκείνη όσοι νέοι θέλουν να μορφωθούν έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στον Πλάτωνα και στον Ισοκράτη, δηλαδή ανάμεσα σε δύο αντίπαλες αντιλήψεις για την παιδεία και την εκπαίδευση. 



Τό φθόριον εἰς τὸ πόσιμον ὕδωρ




Χαραλάμπους Βασιλόπουλου
Αρχιμανδρίτου


 
Ὁ μακαριστὸς Ἀρχιμ. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος εἰς τὸ βιβλίον του ὑπὸ τὸν τίτλον «Κατὰ Ἀντιχρίστων» ἀπεκάλυπτε κατὰ τὴν δεκαετίαν τοῦ ̓70 ὅτι οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς μὲ τὸ φθόριον εἰς τὸ πόσιμον ὕδωρ ἤθελον νὰ καταστρέψουν τὴν γονιμότητα τῶν ἀνδρῶν καὶ νὰ ἀναπτύξουν τὰς ὁμοφυλοφιλικὰς τάσεις. Ἐκάλει δὲ τὸν Ὀρθόδοξον πιστὸν λαὸν εἰς διαρκῆ ἐπαγρύπνησιν καὶ ἔθετε δὲ ἐρωτήματα ὅπως: Μήπως σκοτειναὶ δυνάμεις προσπαθοῦν νὰ πλήξουν τὴν φυλήν μας καὶ ὀργανικῶς καὶ σωματικῶς παραλλήλως μὲ τὸν πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν πόλεμον ἐναντίον μας; Ἔγραφε σχετικῶς




Ἡ γλῶσσα τοῦ Μ. Βασιλείου




 του
Κωνσταντίνου Τρυφωνίδη*


ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

 


Η γλώσσα στην υπηρεσία του αντιαιρετικού λόγου

Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης και του κηρύγματος των πρώτων  μεταχριστιανικών αιώνων που ακολούθησαν οι χριστιανοί ιεραπόστολοι ήταν αυτή της κοινής ελληνιστικής. Αυτή ήταν η γλώσσα της καθημερινής επικοινωνίας των ανθρώπων της εποχής. Ωστόσο, οι λόγιοι ήδη από τον πρώτο προχριστιανικό αιώνα, εξαιτίας της μελέτης και του θαυμασμού που έτρεφαν για τα αριστουργήματα της κλασικής εποχής, καλλιέργησαν και χρησιμοποίησαν την αττικίζουσα γλώσσα που μιμείται
την αττική διάλεκτο. Οι μορφωμένες τάξεις των εθνικών χειρίζονταν αυτή τη γλώσσα και βεβαίως όλοι αυτοί ανήκαν στον ειδωλολατρικό κόσμο. Επομένως, το ιδεολογικό και θρησκευτικό χάσμα που χώριζε τους
δύο κόσμους, χριστιανικό και εθνικό, καταγράφεται και στο γλωσσικό  επίπεδο, εφόσον οι χριστιανοί αδιαφορούσαν για τους γλωσσικούς αφορισμούς των αττικιστών, ενώ οι εθνικοί περιφρονούσαν και  απέρριπταν τη γλώσσα των χριστιανών.
Όταν το μήνυμα της νέας θρησκείας εξαπλώθηκε αρκετά, προέκυψε εκ των πραγμάτων η ανάγκη για μεταβολή του γλωσσικού  οργάνου της χριστιανικής γραμματείας, ώστε να μπορέσει να διεισδύσει και στις τάξεις των μορφωμένων ανθρώπων της εποχής. Οι Καππαδόκες πατέρες βιώνουν όλη αυτή την ένταση και καλούνται πρώτοι αυτοί να μεταπλάσουν το χριστιανικό κήρυγμα, καθώς αυτοί κατέχουν τη θύραθεν
παιδεία, όπως και οι εθνικοί. Η γνώση της ρητορικής θα τους εφοδιάσει με όλα εκείνα τα απαραίτητα εργαλεία που θα χρειαστούν στον απολογητικό τους λόγο και η γνώση της φιλοσοφίας θα τους οπλίσει στον αγώνα για τον καθορισμό και τη σαφή διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας τους ανυπέρβλητα πρότυπα έως σήμερα.
Οι Καππαδόκες πατέρες με πρωτεργάτη τον Μ. Βασίλειο δεν συνέβαλαν μόνο στο διάλογο με τους εθνικούς, αλλά και με τους αιρετικούς με τα διάφορα αντιαιρετικά έργα τους, μέσα από τα οποία διαφαίνεται η φιλοσοφική και θύραθεν κατάρτισή τους. Άλλωστε, ας μην ξεχνούμε ότι στη συνάντηση της ελληνικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική πίστη οφείλεται η πλούσια αιρετική παραγωγή του 4ου και 5ου αι. και, ως εκ τούτου, οι αιρετικοί δεν έκαναν τίποτα λιγότερο ή περισσότερο από αυτό
που έκαναν και οι Καππαδόκες· μόνο που αυτοί απέτυχαν στη διατύπωση
και περιγραφή της χριστιανικής πίστης με φιλοσοφικούς όρους, αφού τους έλλειπε η βίωση της χριστιανικής αλήθειας.
Πέρα από την προσαρμογή του χριστιανισμού στον επικρατούντα γλωσσικό κώδικα της πνευματικής λογιοσύνης της ύστερης αρχαιότητας που είναι μπολιασμένος με τις κατακτήσεις της δεύτερης σοφιστικής, η αντιαιρετική και ελεγκτική συγγραφή έχει χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από τη συνήθη πρακτική των περισσότερων λογοτεχνικών ειδών, όσο και άλλα που θα μπορούσαν να την κατατάξουν στα γενικά πλαίσια συγκεκριμένων κατηγοριών. Αυτό βεβαίως το κατέχει ο Βασίλειος και το διευκρινίζει στο έργο του Περί Πίστεως. Δικαιολογεί το διαφορετικό του ύφος στο συγκεκριμένο έργο από ότι στα αντιαιρετικά του συγγράμματα «διότι τότε μὲν αἱρέσεως ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς τοῦ διαβόλου μεθοδείας ἐσπουδάζετο, νῦν δὲ τῆς ὑγιαινούσης πίστεως ὁμολογία τε καὶ φανέρωσις ἁπλῆ πρόκειται. Οὐκοῦν οὔτε τοῦ λόγου χαρακτὴρ ὁ αὐτὸς ἡμῖν καὶ νῦν ἁρμόζει».
Επομένως, η μορφή του λόγου κάθε φορά συνειδητά διαμορφώνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καθίσταται κατά το δυνατόν αποτελεσματικότερος, και με ακρίβεια γραμματικού, θα λέγαμε, διακρίνει τα λογοτεχνικά είδη, λέγοντας ότι « ἄλλο γὰρ εἶδος λόγου ἐλεγκτικοῦ, καὶ ἄλλο εἶδος λόγου παρακλητικοῦ».
Εάν τώρα θελήσουμε να διαπιστώσουμε σαφέστερα το είδος αυτό του λόγου και να το συσχετίσουμε με τα ρητορικά praecepta της εποχής, τα οποία είχε προσλάβει, οπωσδήποτε, ο Βασίλειος από τις σπουδές ή τις μελέτες του, θα λέγαμε ότι συγγενεύει ειδολογικά και υφολογικά με τον «πολιτικό» λόγο, που χαρακτηρίζεται ως «αγωνιστικός» και «δημοσθενικός». Από τα χαρακτηριστικά του πολιτικού λόγου ο Βασίλειος και οι άλλοι Καππαδόκες φαίνεται να προκρίνουν εκείνα της σαφήνειας και της εννοιολογικής καθαρότητας.
Ειδικότερα όσον αφορά την τριμερή διαίρεση του πολιτικού λόγου σε συμβουλευτικό, δικανικό και πανηγυρικό, ο αντιαιρετικός λόγος προσιδιάζει περισσότερο στο δικανικό, αν και περιέχει στοιχεία και από τις άλλες κατηγορίες.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του έργου του Βασιλείου Ἀνατρεπτικος τοῦ Ἀπολογητικοῦ τοῦ δυσεβοῦς Εὐνομίου, όπου το δικανικό λεξιλόγιο κυριαρχεί και δικανικοί όροι, όπως δίκαιο, δικαστής, κατήγορος, έγκλημα, απολογία, συκοφάντης κ.α., χρησιμοποιούνται πάνω από 70 φορές! Για καλή μας τύχη, μας διασώζεται μια επιστολή του Μ. Βασιλείου στην οποία ο ίδιος ο λόγιος ιεράρχης μας δίνει τις βασικές αρχές που πρέπει να έχει ο αντιαιρετικός λόγος, σχολιάζοντας δύο βιβλία που του απέστειλε κάποιος πρεσβύτερος της Αντιόχειας, ονόματι Διόδωρος.
Ο Βασίλειος εκθειάζει το δεύτερο βιβλίο του Διοδώρου («τῷ μὲν δευτέρῳ ὑπερήσθην») για τη βραχύτητά του («οὐ διὰ τὴν βραχύτητα μόνον»), για την πυκνότητα των εννοιών του («ὅτι πυκνόν τε ἅμα ἐστὶ ταῖς ἐννοίαις»), την ευκρινή και ξεκάθαρη παρουσίαση των θέσεων των εναντίων και των προκρινόμενων απαντήσεων («εὐκρινῶς ἐν αὐτῷ ἔχουσιν αἵ τε ἀντιθέσεις τῶν ὑπεναντίων καὶ αἱ πρὸς αὐτὰς ἀπαντήσεις»), καθώς και το απλό και ανεπιτήδευτο λεξιλόγιο που αρμόζει σε χριστιανό που δεν κάνει επίδειξη, αλλά συμβάλλει στην ωφέλεια («τὸ τῆς λέξεως ἁπλοῦν καὶ ἀκατάσκευον πρέπον ἔδοξέ μοι εἶναι προθέσει χριστιανοῦ οὐ πρὸς ἐπίδειξιν μᾶλλον ἢ κοινὴν ὠφέλειαν γράφοντος»).
Επομένως, η βραχύτητα, η σαφήνεια, η ευκρίνεια και το απλό και άνευ επιτηδεύσεως λεξιλόγιο είναι κυρίαρχα στοιχεία που οφείλει να έχει κάθε αντιαιρετικός λόγος. Αυτά, όμως, τα χαρακτηριστικά λείπουν από το πρώτο βιβλίο του Διοδώρου, που παρότι χαρακτηρίζεται από την ίδια δυναμική διαπραγμάτευση με το δεύτερο («τὴν μὲν δύναμιν ἔχον τὴν αὐτὴν ἐν τοῖς πράγμασι») είναι ποικιλμένο με διαλογική διάρθρωση, ποικίλα σχήματα λόγου και πολυτελές λεξιλόγιο («λέξει δὲ πολυτελεστέρᾳ καὶ σχήμασι ποικίλοις καὶ διαλογικαῖς χάρισι κεκομψευμένον»).
Δε διαθέτει βραχύτητα και ευκρίνεια («πολλοῦ μοι ἐφάνη καὶ χρόνου πρὸς τὸ ἐπελθεῖν καὶ πόνου διανοίας πρὸς τὸ καὶ συλλέξαι τὰς ἐννοίας») και η διαλογική μορφή διασπά τη σαφήνεια των εννοιών («διασπῶσι μὲν τὸ συνεχὲς τῆς ἐννοίας») και χαλαρώνει τον ελεγκτικό λόγο («τοῦ ἐναγωνίου λόγου τὸν τόνον ὑποχαυνοῦσιν»).
Ο Βασίλειος δεν απορρίπτει εντελώς τη διαλογική διαπραγμάτευση, αλλά αυτή προϋποθέτει το λογοτεχνικό χάρισμα του Πλάτωνα, που ακόμα και ο Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος, που συνέγραψαν διαλογικά έργα, από αυτογνωσία απέφυγαν να τη χρησιμοποιήσουν στο πλάτος και στη διάσταση που τη χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας («καὶ τῶν ἔξωθεν φιλοσόφων οἱ τοὺς διαλόγους συγγράψαντες, Ἀριστοτέλης μὲν καὶ Θεόφραστος, εὐθὺς αὐτῶν ἥψαντο τῶν πραγμάτων, διὰ τὸ συνειδέναι ἑαυτοῖς τῶν Πλατωνικῶν χαρίτων τὴν ἔνδειαν»). Αυτοί είναι και οι λόγοι που τελικά ο επίσκοπος Καισάρειας δεν προκρίνει το πρώτο έργο του Διοδώρου ως κατάλληλο για το σκοπό που είχε γραφτεί. Με αυτή την επιστολή μας πληροφορεί εμμέσως, αλλά σαφώς, για τις αρχές και τα χαρακτηριστικά του αντιαιρετικού λόγου. Ας μη θεωρηθεί όμως από όλα αυτά ότι τελικά ο Βασίλειος περιφρονεί την απλή και ανεπιτήδευτη γλώσσα των Γραφών. Όπως ο ίδιος λέει για τη Γραφή: « Πρῶτον μὲν οὖν τῆς λέξεως τὸ ἰδιότροπον μηδένα σοι κινείτω γέλωτα, εἴπερ μὴ ἑπόμεθα ταῖς παρ’ ὑμῖν ἐκλογαῖς τῶν ῥημάτων, μηδὲ τὸ τῆς θέσεως αὐτῶν εὔρυθμον ἐπιτηδεύομεν. Οὐ γὰρ τορευταὶ λέξεων παρ’ ἡμῖν· οὐδὲ τὸ εὔηχον τῶν φωνῶν, ἀλλὰ τὸ εὔσημον τῶν ὀνομάτων πανταχοῦ προτιμότερον ». Και σε άλλο σημείο: «οὐκ ἐν τῇ ἐφευρέσει τῶν προσηγοριῶν ἡ σωτηρία ἡμῶν, ἀλλ’ ἐν τῇ ὑγιεῖ περὶ τῆς θεότητος εἰς ἣν πεπιστεύκαμεν ὁμολογία»

Η μετάπλαση της φιλοσοφικής ορολογίας

Το κεφάλαιο αυτό εκ της φύσεώς του είναι πολύ μεγάλο και δυσπρόσιτο. Με το θέμα αυτό έχουν καταπιαστεί μύριοι μελετητές, ημέτεροι και ξένοι, αν και όχι πάντα με την αναμενόμενη επιτυχία. Εμείς εδώ θα θίξουμε το θέμα μόνο ακροθιγώς και στα κύρια σημεία, όπου έχουμε φιλοσοφική μετάπλαση και προσαρμογή ορολογίας στα χριστιανικά δεδομένα. Εξαρχής όμως, να τονίσουμε, ώστε να γίνει κατανοητό, ότι ο Βασίλειος εξαναγκάζεται να φύγει από την απλή ομολογία πίστεως και να υπεισέλθει σε φιλοσοφικού τύπου διατυπώσεις, προκειμένου να απαντήσει με τα ίδια όπλα στις προκλήσεις που δεχόταν η ορθοδοξία από τους αιρετικούς, οι οποίοι χρησιμοποίησαν κατά κόρον την ελληνική φιλοσοφία, για να περιγράψουν τα θεολογικά τους συστήματα. Πολλές φορές μάλιστα, κάτι που το βρίσκουμε μέχρι και στο Γρηγόριο Παλαμά, οι Καππαδόκες πατέρες προσλαμβάνουν τα ίδια γνωσιολογικά δεδομένα των αιρετικών, ώστε να αναιρέσουν εκ των έσω την πλανεμένη διδασκαλία τους, προτού ορθοτομήσουν το λόγο της αληθείας.
Εν προκειμένω, ο Βασίλειος αρχικά προκαλείται από τον Ευνόμιο, η διδασκαλία του οποίου επί της κοσμολογίας βασίζεται στη διερεύνηση των ονομάτων. Έτσι διακρίνει δύο είδη ονομάτων που για αυτόν σημαίνουν ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσεως. Υπάρχουν, λοιπόν, τα ονόματα που δόθηκαν από τον άνθρωπο (κατ’ ἐπίνοιαν) και είναι απλά σύμβολα, συμβάσεις που προσδιορίζουν τα πράγματα, και ονόματα που παρέχουν αντικειμενική γνώση του πράγματος που αντιπροσωπεύουν. Η δεύτερη αυτή περίπτωση φαίνεται εμπνευσμένη από την πλατωνική διδασκαλία και συγκεκριμένα από τη στωική τροποποίηση των «σπερματικών λόγων».
Κατ’ αυτή τη θεωρία τα πράγματα έχουν ονόματα που δηλώνουν την πραγματική τους ουσία και φανερώνουν την ενέργεια ή δράση της ουσίας κάθε πράγματος. Επομένως, η διάκριση μεταξύ Πατρός και Υιού θεμελιώνεται στα ονόματα που χρησιμοποιούμε για αυτούς, αγέννητο για τον Πατέρα και γεννητό για τον Υιό. Οι λέξεις αυτές κατά τον Ευνόμιο προσδιορίζουν την ουσία του Πατρός και του Υιού και επειδή είναι διαφορετικές μεταξύ τους, έπεται ότι διάφορη είναι και η ουσία των προσώπων. Παρομοίως και το Πνεύμα αφού προέρχεται από τον γεννητό Υιό είναι κτιστό . Έτσι τακτοποιούσε ο Ευνόμιος την διάκριση των τριών θείων υποστάσεων, με τον αγέννητο άκτιστο Πατέρα, τον γεννητό από τον άκτιστο Υιό και το κτιστό από τον γεννητό Πνεύμα. Τα τρία όντα προήλθαν με διαφορετική ενέργεια που παράγει διαφορετικές ουσίες, η μία κατώτερη από την άλλη.
Ας μην ξεχνούμε ότι σε όλη την αρχαιοελληνική φιλοσοφία οι όροι ουσία και υπόσταση ταυτίζονται, και αυτό το βρίσκουμε ασφαλώς και στις απαρχές της λατινικής θεολογίας. Δεν θα υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες δογματικής φύσεως περισσότερο. Θα τονίσουμε όμως ότι και εδώ η απάντηση του Βασιλείου ξεκινάει καταρχάς από το σαθρό υπόβαθρο του ίδιου του μεθοδεύματος του Ευνομίου, όπως εξηγήσαμε και παραπάνω. Η επίνεια είναι νοητική διαδικασία του ανθρώπου, ο οποίος επινοεί πράγματα φανταστικά, αλλά περιγράφει και αναλύει επιπλέον τις ιδιότητες, τις όψεις κτλ υπαρκτών πραγμάτων που προσεγγίζονται δια της αισθήσεως.
Αν, λοιπόν, δεν προσδιορίζουν την ουσία τα ονόματα, τότε τί προσδιορίζουν; Ο Βασίλειος είναι κατηγορηματικός: «αἱ προσηγορίαι οὐχὶ τῶν οὐσιῶν εἰσιν σημαντικαί, ἀλλὰ τῶν ἰδιοτήτων, αἵ τὸν καθ’ ἔνα χαρακτηρίζουσιν». Και συνεχίζει λέγοντας ότι «ἐπὶ Πατρὸς καὶ Υἱοῦ οὐχὶ οὐσίαν παρίστησι τὰ ὀνόματα, ἀλλὰ τῶν ἰδιωμάτων ἐστὶ δηλωτικά».
Επόμένως, οι διαφορές των ονομάτων (αγέννητος, γεννητός) δεν προσδιορίζουν τις διαφορετικές ουσίες, αλλά τις ιδιότητες και τις μεταξύ των προσώπων σχέσεις.
Αυτό το συμπέρασμα του Βασιλείου οδηγεί κατ’ ανάγκη σε μια θεμελιώδη διάκριση που αφορμάται από τις φιλοσοφικές καταβολές του Αριστοτέλη. Κατά τον Αριστοτέλη η «πρώτη ουσία» δηλώνει την ατομική ύπαρξη που διακρίνει τα ομοειδή όντα με βάση τα ατομικά χαρακτηριστικά (ιδιότητες), ενώ η «δεύτερη ουσία» είναι το κοινό υλικό υποκείμενο των ομοειδών όντων. Ο Βασίλειος προσαρμόζει αυτή την ορολογία στα χριστιανικά δεδομένα, προσδιορίζοντας ως «πρώτη ουσία»
την υπόσταση των προσώπων, ενώ τη «δεύτερη ουσία» την χαρακτηρίζει
απλά ουσία. Λέει χαρακτηριστικά: « ὅν ἔχει λόγον τὸ κοινὸν πρὸς τὸ ἴδιον, τοῦτον ἔχει ἡ οὐσία πρὸς τὴν ὑπόστασιν. Ἕκαστος γὰρ ἡμῶν καὶ τῷ κοινῷ τῆς οὐσίας λόγῷ τοῦ εἶναι μετέχει καὶ τοῖς περὶ αὐτὸν ἰδιώμασιν».
Έτσι,λύθηκε το πρόβλημα της γνώσεως του Θεού· ο άνθρωπος δεν γνωρίζει την ουσία της θεότητας, αλλά τα υποστατικά ιδιώματά της. Ο Βασίλειος διευκρίνισε και τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει αυτές τις διακρίσεις και τα χαρακτηριστικά της θεότητας. Λέει λοιπόν: « Ἡμεῖς ἐκ μὲν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τὸν Θεὸν ἡμῶν, τῇ δὲ οὐσία αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μὲν γὰρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρὸς ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δὲ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος». Με αυτό τον τρόπο διασώζει και το απροσπέλαστο της θεότητας (άκτιστο) και επεξηγεί το πώς της γνώσης μας για το Θεό. Επομένως, η γνώση είναι εμπειρική και προέρχεται από τη μετοχή στην ενεργητική έκφανση του Θεού. Η μετοχή του Θεού στον κτιστό κόσμο είναι ενεργητική και άρα εμπειρικά προσπελάσιμη. Σε αυτό το σημείο ο Βασίλειος διαφοροποιείται από την προγενέστερη φιλοσοφική παράδοση και δίνει το στίγμα της χριστιανικής θεολογίας που έχει ως βάση του τη διάκριση κτιστού και ακτίστου.

* εκ της Διπλωματικής Εργασίας αυτού «Η στάση του Μεγάλου Βασιλείου έναντι αιρετικών και σχισμάτων», Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή, Τμήμα Θεολογίας.



Ἡ ἐπιστολή του πατριάρχου Βαρθολομαίου πρός τόν Πάπαν Φραγκίσκον




Ες πιστολήν του πρός τόν Πάπαν Φραγκίσκον
Ο ΟΙΚ. ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΟΜΙΛΕΙ ΠΕΡΙ
ΔΙΗΡΗΜΕΝΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΙ
ΔΙΑ ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ

Ποος τόν λέγχει πλέον ες τάς πράξεις καί τάς ποφάσεις
του πί τν θεολογικν Διαλόγων;



Οκουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαος δέν τηρε πλέον οτε τά προσχήματα ες τήν προσπάθειάν του νά προχωρήση ες τήν νωσιν τν «κκλησιν» νευ ρων, προϋποθέσεων καί μετανοίας τν πλανεμένων-αρετικν χριστιανν. ρκε κάποιος κάποια νά μελετήση τήν πιστολήν, τήν ποίαν πέστειλε πρός τόν νέον Πάπαν κ. Φραγκίσκον, διά τήν θρονικήν ορτήν τς «κκλησίας» του. Ες τήν πιστολήν χι μόνον ποδέχεται τόν Πάπαν ς γιώτατον καί Μακαριώτατον κανονικόν μέλος τς κκλησίας (τς πρεσβυτέρας Ρώμης), λλά προχωρε να βμα περαιτέρω. Ποον εναι ατό; μιλε περί διηρημένης κκλησίας, ταν χομεν σχίσμα μέ τούς Παπικούς καί τό γνωρίζουν ατό κόμη καί τά παιδιά το Γυμνασίου.
ποφεύγει τήν λέξιν σχίσμα, διότι ατή ατομάτως παραπέμπει ες τήν αρεσιν. Τάς «κκλησίας» το Παπισμο, το Προτεσταντισμο και λλων αρετικν χριστιανν ποκαλε διηρημένας μέ τήν ρθόδοξον κκλησίαν, ν εναι αρετικαί. Εναι μως δυνατόν Οκουμενικός Πατριάρχης νά βαπτίζη τήν αρεσιν πλς διαίρεσιν μετά τς ρθοδόξου κκλησίας;
ταν Σεβ. Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος διετύπωσε παρομοίας θέσεις διά τό Βατικανόν πρξε μέγας θόρυβος ες τήν λλάδα καί στράφησαν ναντίον του ρχιερες, καθηγηταί Πανεπιστημίου τς Θεολογικς Σχολς, ρθόδοξοι δελφότητες διά τν ντύπων των καί «Ο.Τ.». καθηγητής τς δογματικς κ. Τσελεγγίδης το επε, γραπτς, πώς ν δέν νακαλέση άν πιμείνη ες τάς θέσεις του τότε δέν χει θέσιν ες τούς κόλπους τς εραρχίας καί θέσις του εναι κτός ρθοδόξου κκλησίας. πεκαλέσθη κ. Τσελεγγίδης καί σχετικήν πό
φασιν Ο κουμενικς Συνόδου. Σεβ. Μεσσηνίας δωσε τάς παραιτήτους διευκρινίσεις ες την εράν Σύνοδον καί τερματίσθη θόρυβος ναντίον του.
ν μως Σεβ. Μεσσηνίας πρεπε νά ερεθ κτός εραρχίας και κκλησίας διά τάς παλαιοτέρας θέσεις του περί διηρημένης κκλησίας, μέ τόν Οκουμενικόν Πατριάρχην τίθά πρεπε νά συμβ; Εναι δυνατόν Οκουμενικός Πατριάρχης νά ξαλείφη πό τό λεξιλόγιόν του τάς λέξεις: σχίσμα και αρεσις καί νά δίδη φεσιν μαρτιν καί νά μνηστεύη λας τάς αρέσεις καί τάς κακοδοξίας τν πλανεμένων «κκλησιν»; Εναι δυνατόν νά ξισώνη τό Φς καί την λήθειαν τς ρθοδοξίας μέ το σκότος καί τήν πλάνην; Τί κοινόν χει κκλησία μας μέ λας ατάς τάς νθρωπιστικάς καί πολιτικάς «κκλησίας»; Πιστεύομεν τι Οκουμενικός Πατριάρχης ες την προσπάθειάν του νά διασώση τους θεολογικούς Διαλόγους μετά τν Παπικν καί λλων πλανεμένων χριστιανν, χει πωλέσει τό μέτρον. λοι πιθυμομεν τόν Διάλογον καί τήν νωσιν, λλά χι μέ τον τρόπον, πού θέλουν Οκουμενικός Πατριάρχης καί ο διάφοροι «παπαγιάννηδες», ο ποοι σκανδαλίζουν πολλαπλς τόν πιστόν λαόν.
Δέν εναι δυνατόν νωσις νά γίνη ες βάρος τς ρθοδοξίας. Α στιγμαί εναι στορικαί. Ο πολιτικοί πρόδωσαν τό ρθόδοξον λληνικόν γένος, τήν Πατρίδα και τό θνος λόκληρον. Δέν θά νεχθμεν παρομοίαν προδοσίαν τς ρθοδόξου πίστεως πό τν διοικητικν κεφαλν τς κκλησίας μας.
Ατήν τήν στιγμήν φείλουν οἱ Ἐπίσκοποι τς λλάδος νά ποβάλλουν τόν διοικητικόν φόβον ναντι το Οκουμενικο Πατριάρχου καί τς μάδος μέ τήν ποίαν διοικε τό Φανάριον καί κατευθύνει τούς θεολογικούς Διαλόγους, καί να διακηρύξουν ετε δημοσίως ετε με πιστολάς τήν ντίθεσίν των ες την προδοσίαν τς πίστεως καί τήν ξίσωσιν τς ρθοδοξίας μέ τό σκότος κάστης αρέσεως, τήν ποίαν το Φανάριον ποκαλε κανονικήν «κκλησίαν». Ο Σεβ. Μητροπολται το Οκουμενικο θρόνου φείλουν νά ντιδράσουν. Ποία κκλησία, λήθεια, πηρετον, ταν ο Φαναριται καταφρονον ερούς Κανόνας, Οκουμενικάς Συνόδους, τυπικς παγγέλλουν τό Πιστεύω, το ποον μιλε διά μίαν γίαν, Καθολικήν καί ποστολικήν κκλησίαν; Α κκλησίαι γιναν πολλαί, συμφώνως πρός τό Οκουμενικόν Πατριαρχεον. ρα δέν πάρχει ἡ ἐκπεφρασμένη διά το «Πιστεύω» Μία, γία, Καθολική καί ποστολική κκλησία. πάρχει μόνον ες τά... χαρτιά. Τήν ατήν ντίδρασιν φείλουν νά χουν καί α κεφαλαί τν ρθοδόξων κκλησιν τν χωρν, α ποαι σαν πό κομμουνιστικόν ζυγόν. φείλουν νά ντιδράσουν καί διά να λλον λόγον:
Διότι μεθοδεύει τήν νωσιν μετά τν Παπικν ναγνωρίζων πολλάς πίστεις, πολλά χριστιανικά δόγματα, πολλά καί διαφορετικά δόγματα. Τέλος ναμένομεν τήν ντίδρασιν το γίου ρους, τό ποον τον τελευταον καιρόν δέν λαμβάνει θέσιν πί κρισίμων ζητημάτων.

πιστολή πρός τόν Πάπαν

Παραθέτομεν κατωτέρω τήν πιστολήν το Οκουμενικο Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου πρός τόν νέον Πάπαν κ. Φραγκίσκον, τόν ποον χαρακτηρίζει γιώτατον καί Μακαριώτατον Πάπαν τς πρεσβυτέρας Ρώμης, ποδέχεται τήν παπικήν προπαγάνδα περί ταπεινότητος καί πλότητος το νέου Πάπα (ντό Βατικανόν συγκλονίζεται πό νέα σκάνδαλα μοφυλοφιλίας και μαφιοκρατίας), τό θεωρε κανονικόν μέλος τς κκλησίας, το παραδίδει «μαθήματα» περί γίου Πνεύματος, ταν οτος ατοχαρακτηρίζεται μίθεος (λάθητος) και ποκλειστικός ντιπρόσωπος τοΧριστο πί τς γς. πιστολή χει ς κολούθως:

«Τ γιωτάτ κα ΜακαριωτάτΠάπ τς Πρεσβυτέρας Ρώμης Φραγκίσκ, ν Κυρί χαίρειν.

λογητς Θες κα Πατρ το Κυρίου μν ησο Χριστο, κατ τ πολ ατο λεος, ναγεννήσας μς ες λπίδα ζσαν δι ̓ ἀναστάσεως ησο Χριστο κ νεκρν, ες κληρονομίαν φθαρτον κα μίαντον κα μάραντον" (ΑΠετρ. α, 3-4), μολογομεν κα μες μετ Πέτρου το Πρωτοκορυφαίου τν ποστόλων π τς καθ ̓ ἡμς γιωτάτης κκλησίας τς Κωνσταντινουπόλεως - Νέας Ρώμης, πευθύνοντες γκάρδιον δελφικν όρτιον χαιρετισμν καὶ ἀσπασμν τ μετέρ σεβασμιοποθήτ γιότητι π τ εσήμῳ ἡμέρ τς πανηγύρεως τν γίων ποστόλων Πέτρου κα Παύλου, τκαί Θρονικ ορτ τς καθ ̓ μς σεβασμίας κκλησίας τς Ρώμης.
Τ Οκ. Πατριαρχεον, συνεχίζον τν παράδοσιν, συμμετέχει καὶ ἐφέτος ες τν χαράν τς κοσμούσης τ πρτον κατ τν ορτν ταύτην τν Θρόνον τς ρχαίας κκλησίας τς Ρώμης μετέρας γιότητος κα συγχαίρει λοκαρδίως μετ ̓ Ατς κα μετ το εσεβος λαο Ατς π τ ορτ τν δύο τούτων γίων ποστόλων καὶ ἐκφράζει τν προσδοκίαν κα τν λπίδα τι α κατευθύνσεις τς μετέρας γιότητος πρς τν πλότητα κα τν φιλανθρωπίαν, αἱ ὁποαι παγκοσμίως γένοντο ν εαρεσκεί κα κανοποιήσει ποδεκταί, θ μποτίσουν βαθύτατα τν κκλησίαν κα θ προσανατολίσουν τ πνεμα ατς πρς τοσιώδη το νόμου, τν κρίσιν κατ λεος, ς διδάσκει κα παιτε ὁ ἱδρυτς ατς Κύριος μν ησος Χριστός, καλέσας μς πάντας ληθς "ες λπίδα ζσαν".
πρξε λίαν συγκινητικ γνωσθεσα ερέως στάσις τς μετέρας γιότητος ες τ θέματα τατα τς πλότητος κα τς φιλανθρωπίας. Εναι ληθές, σαύτως, τι ἡ Ἐκκλησία το Χριστο κα τ μέλη ατς πάντοτε νεπνέοντο πτν ατν δεν κα τν δίων ρχν τς φιλανθρωπίας κα τς
πλότητος. Α σύγχρονοι Χριστιανικα κοινωνίαι γέμουσι φιλανθρωπικν κα γαθοεργν καταστημάτων κα φιλανθρώπων, λλ α νάγκαι, δίως ες τν μετέραν ποχήν, ποχν οκονομικς κρίσεως κα δυσχερείας, κα κυρίως κρίσεως ξιν κα θεσμν εναι μεγάλαι κα δι τοτο χρειάζεται πάντοτε ν ποκιννται τ φιλάνθρωπα ασθήματα πρς δρσιν κα νακούφισιν τν νδεν.
Τ πνεμα τοτο τς πλότητος σφαλς φείλει ν διέπη κα τς σχέσεις τν κκλησιν κα τν Χριστιανν, ο ποοι, κρίμασιν ος οδε Κύριος, ερίσκονται σήμερον διηρημένοι ες διαφόρους Χριστιανικάς κκλησίας κα μολογίας.
χομεν δι ̓ λπίδος τι ο ν κκρεμότητι διάλογοι μεταξ τν κκλησιν, κα μάλιστα μέτερος, μεταξ τν δύο μεγάλων κκλησιν Ρωμαιοκαθολικς καὶ Ὀρθοδόξου διάλογος τς γάπης, τς θεολογίας κα τς ληθείας, θ συνεχισθον καρποφόρως ν πνεύματι πλότητος κα φιλαδελφίας, λληλοκατανοήσεως κα ληθείας, κα θ φέρουν τος πιθυμητος καρπος τς προσεγγίσεως πρς τν μοναδικν ν Χριστ λήθειαν, ποία κα ν τέλει εναι μόνη, ποία δύναται ν νώση κα θ νώση τος χριστιανούς.
Δν εναι, γιώτατε δελφέ, πίστις μν συμπίλημα διαφόρων δοξασιν δι τν ναρμόνισιν τν συζητουμένων, λλ ποκεκαλυμμένη μοναδικ λ ή θ ε ι α, κφραζομένη διά ησο Χριστο κα ν τ προσώπ Ατο, στε τελικς τ ζητούμενον π πάντων τν διαλεγομένων ν εναι προσέγγισις, ψηλάφησις, κατανόησις καὶ ἡ βίωσις το Προσώπου Ατο, ν τ ποί συγκεφαλαιοται ποκαλυπτομένη τος οσι μετ ̓ Ατοῦ ἐν γί Πνεύματι πιστος λήθεια.
Θρονικ ορτ μίας κκλησίας, τς μετέρας σήμερον, τν προσεχ Νοέμβριον τς κατ Κωνσταντινούπολιν μετέρας κκλησίας, π τ μνήμ το γίου ποστόλου νδρέου το Πρωτοκλήτου, ποτελε σταθμν κα ρόσημον τς πνευματικς πορείας κάστης ξ ατν. Παρέχει φορμήν νασκοπήσεως το παρελθόντος καί ραματισμο δι τ μέλλον. Τπραχθέντα κα τ συμβάντα καττ παρελθν δεόντως ξιολογούμενα κα σταθμιζόμενα διακρίνονται ες γαθ κα προωθητέα καες σφαλμένα κα ποφευκτέα.
Εθε κάστη ρχομένη μεθέορτος περίοδος ν εναι πλήρης ξιομιμήτων κα παινετν κα προωθητέων τι περαιτέρω πρωτοβουλιν κα δραστηριοτήτων τς μετέρας σεβασμίας γιότητος κατς καθ ̓ μς στορικς κκλησίας, να οτως γγίζωμεν ς δελφο ρθς τν ν Χριστ λήθειαν, βιοντες κα μετ ̓ Ατο συμπορευόμενοι "ες κληρονομίαν φθαρτον κα μίαντον κα μάραντον" κα να τ "δοκίμιον τς πίστεως μν ... ερεθ ες παινον κατιμν κα δόξαν" (πρβλ. Α Πετρ. 7), τι "οτως στ τ θέλημα το Θεο, γαθοποιοντας φιμον τν τν φρόνων νθρώπων γνωσίαν [...] πάντας τιμντες, τν δελφότητα γαπντες, τν Θεν φοβούμενοι" (πρβλ. Α Πετρ. β 15 κα 18).
Διά τς Πατριαρχικς μν ντιπροσωπείας, π τν γεσίαν τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Περγάμου κυρίου ωάννου κα τ συμμετοχ τν Θεοφιλεστάτου πισκόπου Σινώπης κ. θηναγόρου καὶ Ὁσιολογιωτάτου ρχιμ. κ. Προδρόμου Ξενάκη, κφράζομεν τ ασθήματα τατα κα τς γκαρδίους συγχαρητηρίους εχάς τς καθ ̓ ἡμς κκλησίας τς Κων/πόλεως κα μν προσωπικς, κα συγχρόνως πάντων τν ρθοδόξων Χριστιανν, π τ φαιδροψύχ καεκλεε ταύτ μετέρ πανηγύρει.
Κα νν μετ χρηστν λπίδων τενίζομεν πρς τν συμπόρευσιν μν πρς τ κοινν ποτήριον.
Δεν παραγνωρίζομεν τς παρχούσας δυσκολίας δι τν ποθητν νότητα πάντων τν χριστιανν. μως, δν παύομεν ν ργαζώμεθα ση μν δύναμις κα ν λπίζωμεν ες τ Πανάγιον Πνεμα. Τοτο τΠνεμα, "σοφώτατον γρ κα φιλανθρωπότατον", κατ τν Θεολόγον Γρηγόριον, ρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, "ἐὰν λιέας ερη, σαγηνεύει Χριστ, κόσμον λον τ το λόγου πλοκ συλλαμβάνοντας", καθάπερ Πέτρον. "Ἐὰν διώκτας θερμούς, τν ζλον μετατίθησι κα ποιε Παύλους ντ Σαύλων κα τοσοτον ες εσέβειαν, σον ες κακίαν κατέλαβε. Τοτο κα Πνεμά στι πραότητος". Τοτο τ Πνεμα ποιε κα μς σήμερον "τολμηρος κήρυκας" τς χριστιανικς νότητος, πρ τς ποίας καταπαύστως "κάμπτομεν τ γόνατα μν πρς τν Πατέρα τοΚυρίου μν ησο Χριστο". ΤΠνεμα τ γιον "ν μν ε και στι κα σται, οτε ρξάμενον οτε παυσόμενον". Διά τοτο πάντοτε θ μπνέη μν τν πόθον διτν ν πλότητι νότητα κα τν κοινν σωτηρίαν· "μόνον ε σταίητε μεθ ̓ μν κα κοιν τν Τριάδα δοξάσαιμεν", Πατέρα, Υἱὸν κα γιον Πνεμα, "παρ ̓ ν μόνων γινώσκεται μία σύναξις, λατρεία μία, προσκύνησις, δύναμις, τελειότης, γιασμός". Κα ατ τ Πνεμα τὸ Ἅγιον "δεται τν πρς μς δωρημάτων".
θεν, συμπανηγυρίζοντες μεττς μετέρας προσφιλος γιότητος, προσευχόμεθα μετ το μνω δο τς καθ ̓ μς ρθοδόξου κκλησίας πρς τος κοινος μν προστάτας κλεινος ποστόλους: "Χαίρετε, μακαρία ξυνωρίς· μία ψυχ ν δυσ σώμασι, Πέτρε κα Παλε, χαίρετε ν Κυρί πάντο τε· διαλείπτως πρ μν ξαιτούμεθα προσεύχεσθαι· τς ποσχέσεις μν πληρώσατε". Χαίρετε, κα μ πιλάθησθε μν, λλτ νάρχ Τριάδι μέσως παριστάμενοι πρ μν πάντων τ σωτήρια ξαιτεσθε, να τύχωμεν τν αωνίων γαθν, ν Χριστ ησοτ Κυρί μν· δόξα κα τκράτος, τιμ κα προσκύνησις, κα εχαριστία κα εγνωμοσύνη, σν τ νάρχ Ατο Πατρκα τ Παναγί κα γαθ κα ζωοποι Ατο Πνεύματι, νν κα εί, κα ες τος αἰῶνας τν αώνων.
μήν.

βιγ ουνίου κβ»