Ο Ελληνισμός της διασποράς σήμερα



 
των
Καλλιόπης Παπακωνσταντίνου
Λεωνίδα Κατσίρα


  «...αλλά ο Οδυσσέας ποθεί
ακόμη και καπνό μονάχα
της πατρίδας του να δει
να πετιέται προς τ’ απάνω
κι ας πεθάνει...»

(Οδύσσεια, α, στ. 57).

 Διασπορά, μετοικεσία, εποικισμός, μετανάστευση, ξενιτιά. Το ελληνικό λεξιλόγιο βρίθει από όρους που περιγράφουν τη μετακίνηση και την εγκατάσταση σε έναν άλλο τόπο με κίνητρο κατά κανόνα, την αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης. Αυτό συμβαίνει, γιατί οι Έλληνες είναι λαός με σημαντική «διασπορά», εγκατάσταση δηλαδή σε συμπαγείς πυρήνες πέραν των συνόρων της χώρας τους.

 Ο ελληνισμός της διασποράς διέπεται από πνεύμα οικουμενικό. Βιώνει το τοπικό και σκέπτεται το παγκόσμιο. Στη διατήρηση της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας από τους Έλληνες της διασποράς συντελούν και οι εξής παράγοντες:

 α) Η οργάνωση σε κοινότητες, ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες προκειμένου να ενισχύσουν τους δεσμούς τους με το εθνικό κέντρο, την Ελλάδα.
 β) Η ορθόδοξη Εκκλησία που συμβάλλει στη διατήρηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας διαμέσου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των περιοχών εκκλησιαστικής επιρροής του (Ευρώπη, Αμερική και Αυστραλία).

 Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε επιγραμματικά σε κάποιες κοινότητες ελληνικής διασποράς του χθες και του σήμερα:

 • Ο Παρευξείνιος Ελληνισμός: 

Η παρουσία Ελλήνων στον Πόντο χρονολογείται από την αρχαιότητα. Από τον 11ο αιώνα μ.Χ., οι Τούρκοι άρχισαν επεκτατικές επιδρομές στη βυζαντινή Μικρά Ασία. Η πρώτη σημαντική ελληνική πόλη που καταστράφηκε ήταν η πλούσια αλλά ανοχύρωτη Σεβάστεια του Πόντου. Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ο Καύκασος, η Γεωργία, η Νότια Ρωσία, οι παραδουνάβιες περιοχές και οι βουλγαρικές ακτές του Εύξεινου Πόντου έγιναν καταφύγιο των Ελλήνων. Με αγώνες και θυσίες, οι Έλληνες του Πόντου διατήρησαν τη χριστιανική πίστη και την ελληνική τους ταυτότητα.
 Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από την πολιτική και κοινωνική αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το παντουρκικό κίνημα απέβλεπε στη δημιουργία μιας νέας τουρκικής αυτοκρατορίας, όπου δε θα υπήρχε θέση για κανένα άλλο έθνος, εκτός από αυτό των Τούρκων. Την περίοδο 1916-1923 συντελέσθηκε η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Χιλιάδες πέθαναν στις εξορίες, τις φυλακές, τα τάγματα εργασίας. Πολλοί αναγκάστηκαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Η προσφυγοποίηση δεκάδων χιλιάδων Ποντίων ενεργοποίησε τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας, οι οποίες με αίσθημα αλληλεγγύης συνέδραμαν και περιέθαλψαν τους πρόσφυγες.

 Σήμερα, ο παρευξείνιος ελληνισμός ανασυγκροτείται στις περιοχές της Μαριούπολης και του Ντονιέκς. Συνεχίζει ακόμη να αγωνίζεται για τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης, του ελληνικού πολιτισμού και της χριστιανικής πίστης. Η ζωή των Ελλήνων στις περιοχές αυτές προσανατολίζεται προς μια πολιτιστική αναγέννηση στη γλώσσα, τη θρησκεία, τη συντήρηση της ιστορικής μνήμης.

 • Ο ελληνισμός της Αλβανίας:
Από την αρχαιότητα κατοικούσαν ελληνικοί πληθυσμοί στην περιοχή. Η Οθωμανική κατοχή ανάγκασε πολλούς Βορειοηπειρώτες στην αποδημία (Ζάππας, Αρσάκης, Σίνας, Μπάγκας, κ.ά.). Ο ελληνισμός της Αλβανίας δοκιμάστηκε σκληρά επί σειρά ετών κάτω από το κομμουνιστικό καθεστώς της Αλβανίας.
 Με την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος και τον εκδημοκρατισμό της Αλβανίας, επήλθε βελτίωση των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Αλβανίας. Η ένταξη της Αλβανίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης (1991) σήμανε την αποδοχή προστασίας των μειονοτήτων που κατοχυρώθηκε και στο Σύνταγμά της (1992). Από το 1997 τα ελληνικά άρχισαν να διδάσκονται και σε σχολεία πέραν των περιοχών που είχαν χαρακτηριστεί μειονοτικές. Μέσα από μια δύσκολη συμβίωση, σήμερα έχει επιτευχθεί η συμφιλίωση των λαών και μάλιστα η Ελλάδα αποτελεί χώρα υποδοχής αλβανικού πληθυσμού.

Αίγυπτος - Αφρική:
Η εμφάνιση ελληνικών παροικιών στην Αίγυπτο χρονολογείται από τον 19ο αιώνα. Η ελληνική παροικία, κυρίως της Αλεξάνδρειας, χαρακτηρίστηκε από πλούσια πνευματική ζωή και προσφορά ουσιαστικού έργου στην εκπαίδευση και τη φιλανθρωπία. Βάση και συνέχεια του ελληνισμού στην Αίγυπτο αποτελεί το ελληνορθόδοξο πατριαρχείο Αλεξανδρείας με δικαιοδοσία στον αφρικανικό χώρο. Σήμερα, η ελληνική παροικία στην Αλεξάνδρεια, κυρίως, και το Κάϊρο αριθμεί περίπου χίλια άτομα. Στην υπόλοιπη Αφρική ζουν περίπου σαράντα χιλιάδες Έλληνες, κυρίως στη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία.

 Αυστραλία:
Για πρώτη φορά έφτασαν Έλληνες στην Αυστραλία στις αρχές του 19ου αιώνα. Η ουσιαστική μετανάστευση των Ελλήνων στην Αυστραλία ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘50 με τον εποικισμό της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας από 270.000 και 3.100 Έλληνες, αντίστοιχα. Η επιχειρηματική ικανότητα των Ελλήνων φάνηκε, ήδη, από τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσής τους. Η ομογένεια ανέπτυξε επίσης πλούσια αθλητική και πολιτιστική, αλλά και πολιτική δραστηριότητα. Για παράδειγμα το 2005 οι εκλεγμένοι ομογενείς στην κεντρική πολιτική σκηνή της Αυστραλίας ήταν 28 και 120 οι δημαρχιακοί σύμβουλοι. Η ελληνική ομογένεια έχει πολιτική δύναμη και ασκεί επιρροή στην πολιτική της Αυστραλίας, όταν επηρεάζονται εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας.

 Αμερική:
Το τεράστιο κύμα μετανάστευσης από την Ευρώπη προς την Αμερική (Η.Π.Α. και Λατινική Αμερική) στα τέλη του 19ου αιώνα περιέλαβε και περίπου εξακόσιες χιλιάδες Έλληνες. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο πολλοί Έλληνες μετανάστες κατευθύνθηκαν και στον Καναδά. Με το τέλος του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, δημιουργήθηκε νέο κύμα υπερατλαντικής μετανάστευσης μέχρι και το 1974, οπότε οι συνθήκες μεταπολίτευσης και η ένταξη της χώρας στην Ε.Ο.Κ. σήμαναν το τέλος αυτού του ρεύματος. Σήμερα, είναι δύσκολο να υπολογισθεί ο ακριβής αριθμός των Ελλήνων ομογενών στην Αμερική, κυρίως, λόγω της αφομοίωσης, των μικτών γάμων κτλ. Υπολογίζεται, πάντως, ότι στις Η.Π.Α. ζουν πάνω από ενάμισυ εκατομμύριο Έλληνες, που περιλαμβάνουν και την τέταρτη γενιά, τα δισέγγονα δηλαδή των πρώτων μεταναστών. Οι Έλληνες ομογενείς στις Η.Π.Α. αφομοιώνονται και γνωρίζουν κοινωνική άνοδο. Οι Ελληνοαμερικανοί διαπρέπουν σε ένα ευρύ φάσμα της αμερικανικής οικονομικής, επιστημονικής και πολιτιστικής ζωής και ασκούν επιρροή στην πολιτική των Η.Π.Α.

 Γερμανία:
Κατά τη μεταπολεμική περίοδο ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών κρατών σημειώνεται η μεγαλύτερη εργατική μετανάστευση στην ευρωπαϊκή ιστορία. Στη Δυτική Γερμανία μεταναστεύουν περίπου εξακόσιες πενήντα χιλιάδες Έλληνες, που πηγαίνουν να εργαστούν ως «φιλοξενούμενοι εργάτες» (‘Gastarbeiter’). Η παλιννόστηση από τη Δυτική Γερμανία, κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, υπήρξε συντριπτικά μεγαλύτερη εκείνης από τις υπεραντλαντικές χώρες, αφού και η μετανάστευση προς αυτούς τους δυο διαφορετικούς τόπους προορισμού είχε διαφορετικό χαρακτήρα.
  Ο Ελληνισμός στο σύνολό του έχει κατορθώσει πολλά και προσπαθεί για περισσότερα. Συνέβαλε και συμβάλλει στην πρόοδο της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και στην ανάπτυξη ειρηνικών σχέσεων με άλλους λαούς και πολιτισμούς. Αυτή η προσπάθεια αποτελεί μια διαχρονική και συνεπή πορεία που εμπνέεται από την ανάγκη για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Το μέλλον ανήκει σε αυτούς που το δημιουργούν.





Σύμπτυξη δευτερεύουσας πρότασης στο αντίστοιχο είδος μετοχής




 της
Ιωάννας Κολιοπούλου

 
Μια δευτερεύουσα πρόταση συμπτύσσεται στο αντίστοιχο είδος μετοχής ως εξής:

·        Παραλείπεται ο σύνδεσμος εισαγωγής της δευτερεύουσας πρότασης.

·        Το ρήμα της δευτερεύουσας πρότασης μετατρέπεται σε μετοχή η οποία πλέον εντάσσεται στην (λογικά) προηγούμενη πρόταση.

·        Το υποκείμενο του ρήματος της δευτερεύουσας πρότασης γίνεται υποκείμενο της μετοχής. Από αυτό καθορίζεται αν η μετοχή που ζητείται θα είναι συνημμένη ή απόλυτη.

    Ειδικότερα:



Ο ΙΟΥΛΙΟΣ ΚΑΙΣΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ





του
ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ




1.    Ἡ φυσιογνωμία του .
·       Στὰ στρατιωτικὰ ἀπὸ τοὺς πιὸ μεγάλους στρατηγοὺς τῶν αἰώνων.
·       Στὴ μόρφωση μοναδικὸς χειριστὴς τοῦ πεζοῦ λόγου καὶ γνωστὸς ἱστορικὸς συγγραφέας.
·       Στὴν πολιτικὴ θερμὸς ὀπαδὸς τῆς Δημοκρατίας ποὺ εἶχε καταδιωχτῆ πολὺ γιὰ τὶς ἰδέες του.
·       Στοὺς τρόπους ἄρχοντας γαλήνιος, μὰ μὲ μιὰ θέληση ἀλύγιστη καὶ ἕναν ἐγωϊσμὸ δίχως ὅρια.
·       Στὴ ζωή του ἀπερίσκεπτα γενναιόδωρος καὶ σπάταλος. Στὴν ἀρχὴ τῆς σταδιοδρομίας του ζοῦσε μὲ δάνεια. 



Η διδαχή της παραβολής του Ασώτου



του
ΤΕΛΗ ΠΕΚΛΑΡΗ



«Ὁ ἀδελφός οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε
καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη».


Ὁ Κύριος δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ προετοιμάζει τοὺς ὁπαδοὺς του γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, μὲ διάφορες συμβουλὲς καὶ παραβολές Μιὰ μέρα ἕνας τὸν ρώτησε: Κύριε, θὰ εἶναι λίγοι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ σωθοῦν;
Ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπάντησε. «Προσπαθῆτε νὰ μπῆτε ἀπὸ τὴ στενὴ πύλη. Γιατὶ σᾶς τὸ λέγω, πολλοὶ θὰ ζητήσουν νὰ μποῦν καὶ δὲ θὰ μπορέσουν, ὅταν θὰ σηκωθῆ ὁ νοικοκύρης καὶ κλείση τὴν πόρτα, τότε θὰ μείνετε ἀπ’ ἔξω καὶ θὰ χτυπᾶτε τὴν πόρτα λέγοντας, – Κύριε, Κύριε, ἄνοιξέ μου καὶ ἀπαντώντας ἐκεῖνος θὰ σᾶς πῆ – Δὲν ξέρω ἀπὸ ποῦ εἶστε».
Θέλοντας νὰ μᾶς πῆ πῶς πρέπει νὰ μετανοοῦμε ὅσο εἶναι ἀκόμη καιρὸς καὶ ὅτι ὁ πολυεύσπαχνος Θεὸς θὰ μᾶς δεχτῆ μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες καὶ θὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες μας, εῖπε τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου, ποὺ θὰ διαβάσωμε παρακάτω.

***

Κείμενο Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν (κεφ. ιε´ 11 - 32).

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς.
Καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὑσίας· καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον.
Καὶ μετ’ οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς, ἀποδήμησε εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκὸρπισε τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως.
Δαπανῆσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα, ἐγὲνετο λιμὸς ἰσχυρὸς κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι.
Καὶ πορευθεὶς ἐκολλὴθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους.
Καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων, ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ.
Εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρὸς μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ἀπόλλυμαι, ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου.
Οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου.
Καὶ ἀναστὰς ἧλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ, ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος, εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτὸν.
Εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱός· πάτερ ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιοόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου.
Εἶπε δὲ ὁ πάτηρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτὸν, καὶ δὸτε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας.
Καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν τὸν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν.
Ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι.
Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν.
Καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάτο τὶ εἴη ταῦτα.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον, τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν τὸν ἀπέλαβεν, ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατήρ αὐτοῦ, ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν.
Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρί· ἰδου τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι, καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ.
Ὅτε ὁ δὲ υἱός σου οὖτος ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν.
Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ’ ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν.
Εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὖτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.

***
Ἐξήγηση:
Εἶπε ὁ Κύριος αὐτὴ τὴν παραβολή. Ἕνας ἄνθρωπος εἶχε δυὸ γιούς.
Κι εἶπε ὁ πιὸ μικρὸς στὸν πατέρα του, πατέρα δῶσε μου τὸ μέρος τῆς περιουσίας ποὺ μοῦ ἀνήκει. Κι ἐκεῖνος τοὺς μοίρασε τὴν περιουσία του.
Καὶ σὲ λίγες ἡμέρες μάζεψε ὅλα ὁ μικρότερος ὁ γιὸς καὶ ἔφυγε σὲ τόπο μακρινό, κι ἐκεῖ σκόρπισε τὴν περιουσία του μὲ τὸ νὰ ζῆ ἄσωτα.
Καὶ σὰν τὰ ξόδεψε ὅλα ἔγινε πείνα δυνατὴ σ’ αὐτὸν τὸν τόπο καὶ ἄρχισε ἐκεῖνος νὰ στερῆται.
Καὶ πῆγε καὶ προσκολλήθηκε σ’ ἕνα ἀπὸ τοὺς κατοίκους τοῦ τόπου ἐκείνου, καὶ τὸν ἔστειλε στὰ χωράφια του νὰ βόσκη χοίρους.
Καὶ λαχταροῦσε νὰ γεμίση τὴν κοιλιά του ἀπὸ τὰ ξυλοκέρατα ποὺ ἔτρωγαν οἱ χοῖροι, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδινε κανείς.
Κι ἦλθε στὰ συγκαλά του καὶ εἶπε· πόσοι ἐργάτες τοῦ πατέρα μου περισεύουν τὸ ψωμί, ὅμως ἐγὼ πεθαίνω ἐδῶ τῆς πείνας.
Θὰ σηκωθῶ νὰ πάω στὸν πατέρα μου καὶ θὰ τοῦ πῶ: Πατέρα, ἔφταιξα στὸν οὐρανὸ καὶ σ’ ἐσένα, δὲν ἀξίζω πιὰ νὰ μὲ λὲς γιό σου· κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου.
Καὶ σηκώθηκε καὶ πῆγε στὸν πατέρα του κι ἐνῶ ἦταν μακριὰ ἀκόμα, τὸν εἶδε ὁ πατέρας του, καὶ τὸν λυπήθηκε, καὶ ἔτρεξε ἔπεσε στὸ λαιμό του καὶ τὸν καταφίλησε.
Καὶ ὁ γιός του τοῦ εἶπε πατέρα, ἔφταιξα στὸν οὐρανὸ καὶ σ᾽ἐσένα, δὲν ἀξίζω πιὰ νὰ μὲ λένε γιό σου. Κάνε με σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς ἐργάτες σου. Καὶ ὁ πατέρας εἶπε στοὺς δούλους του· γρήγορα βγάλτε τὴ φορεσιὰ τὴν πρώτη καὶ ντύστε τον καὶ δῶστε δαχτυλίδι γιὰ τὸ χέρι του καὶ παπούτσια γιὰ τὰ πόδια του.
Καὶ φέρτε σφάξτε τὸ μοσχάρι τὸ καλοθρεμμένο καὶ ἄς φᾶμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε. Γιατὶ αὐτὸς ὁ γιός μου πεθαμένος ἦταν καὶ ἔζησε, χαμένος ἦταν καὶ βρέθηκε. Κι ἄρχισαν νὰ γλεντοῦν.
Ὁ γιός του ὁ πιὸ μεγάλος ἦταν στὸ χωράφι· καὶ καθὼς γύριζε καὶ πλησίαζε στὸ σπίτι, ἄκουσε τραγούδια καὶ χορούς.
Καὶ φωνάζοντας ἕναν ὑπηρέτη τὸν ρωτοῦσε νὰ μάθη τί συμβαίνει.
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, πὼς ὁ ἀδελφός σου ἦρθε καὶ ἔσφαξε ὁ πατέρας σου τὸ μοσχάρι τὸ καλοθρεμμένο γιατὶ γύρισε γερός. Καὶ θύμωσε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μπῆ μέσα. Κι ὁ πατέρας του βγῆκε καὶ τὸν παρακαλοῦσε.
Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε καὶ εἶπε τοῦ πατέρα του· νά, τόσα χρόνια σὲ δουλεύω καὶ ποτέ μου προσταγή σου δὲν παρέβηκα καὶ δὲν μοῦ ἔδωσες ποτέ σου ἕνα κατσίκι γιὰ νὰ γλεντήσω μὲ τοὺς φίλους μου. Μὰ μόλις ἦθε ὁ γιός σου αὐτὸς ποὺ ἔφαγε τὴν περιουσία σου μὲ πόρνες, τοῦ ἔσφαξες τὸ καλοθρεμμένο μοσχάρι.
Κι ἐκεῖνος τοῦ εἶπε, παιδί μου, ἐσὺ πάντοτε εἶσαι μαζί μου καὶ τὰ δικά μου εἶναι δικά σου.
Μὰ νὰ εὐχαριστηθοῦμε ἔπρεπε καὶ νὰ χαροῦμε, γιατὶ ὁ ἀδελφός σου πεθαμένος ἦταν καὶ ἔζησε καὶ χαμένος καὶ βρέθηκε.

***
ΕΡΜΗΝΕΙΑ:
Δὲν ἄκουσε τὸν πατέρα του ὁ ἄσωτος γιὸς κι ἔφυγε μακριὰ του Σπατάλησε τὴν περιουσία του καὶ κατάντησε ἐλεεινὸς καὶ ἀξιοδάκρυτος νὰ βόσκη χοίρους.
Πολλὲς φορὲς ἄκουσε μιὰ φωνὴ μέσα του νὰ τοῦ λέγη πὼς ἔπρεπε νὰ γυρίση πάλι στὸν πατέρα του κοντὰ στὴ ζεστασιὰ τῆς πατρικῆς στέγης, ἀλλὰ ποτὲ δὲν ἔπαιρνε τὴν ἀπόφαση. Ντρεπόταν νὰ γυρίση πάλι στὸ σπίτι του καὶ ν’ ἀντικρίση τὸ πρόσωπο τοῦ πατέρα του.
Χρειαζόταν γενναιότητα ψυχῆς κι αὐτὸς ἦταν ἕνα σκουπίδι.Χωρὶς θέληση, χωρὶς τίποτε. Τραβοῦσε τὸ δρόμο ποὺ οἱ χοῖροι τραβοῦσαν, γιατὶ λίγο διέφερε ἀπ’ αὐτοὺς στὰ χάλια ποὺ βρισκόταν.
Αὐτός, τὸ χαϊδεμένο παιδὶ τοῦ πατέρα του, ποὺ ζοῦσε μέσα σὲ τόσες ἀνέσεις ποὺ εἶχε ὅλα τὰ καλὰ στὴν διάθεσή του, καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν τόσοι ὑπηρέτες, τώρα ζῆ μιὰ ζωὴ ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ ζήση ἄνθρωπος.
Μιὰ μέρα ἔκλαψε πολύ. Ἔκλαιε μὲ ἀναφιλητά. Εἶδε τί ἔχασε καὶ πῶς κατάντησε καὶ τὰ δάκρυα ἔτρεχαν ποτάμι ἀπὸ τὰ μάτια του. Τὰ λερωμένα χέρια του σφούγγιζαν τὰ μαγουλά του καὶ τὰ δάκρυα δὲ σταματοῦσαν. Πολλὲς φορὲς εἶχε κλάψει, μὰ τοῦτα τὰ δάκρυα δὲν μοιάζανε σὰν τ’ ἄλλα. Τοῦτα τὰ δάκρυα ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς του. Ἦταν τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας. Τὰ δάκρυα ποὺ ἐξαγνίζουν, ποὺ θεραπεύουν. Ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ὥσπου σταμάτησαν οἱ κρουνοὶ τῶν δακρύων.
Πόσο ἀλαφρωμένο νιώθει τώρα τὸν ἑαυτό του! Χαμογελάει πάλι μέσα του ἡ ζωή. Τὸ μάτι του δὲν εἶναι θολό. Δὲν τὰ βλέπει τώρα ὅλα μαῦρα. Τώρα βλέπει κι ἄλλο δρόμο, ὄχι μόνο τὸ δρόμο ποὺ τὸν ὁδηγοῦσε ἀπὸ τὸ χοιροστάσιο στὸν κάμπο. Βλέπει καθαρὰ μπροστά του καὶ τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν πατέρα του, πρὸς τὸ σπίτι του, πρὸς τὸ χαμένο παράδεισο. Καὶ δὲ χάνει καιρό. Τραβάει πρὸς τὰ ἐκεῖ. Ἀφήνει τὴν κτηνώδη ζωὴ καὶ τραβάει πρὸς τὴν ἀληθινὴ ζωή. Στὴ ζεστασιά της, στὴ θαλπωρή της, στὸ μυρωμένο ἀέρα της. Ἐκεῖ, νὰ χαρῆ πάλι μιὰ ζωὴ γεμάτη ἀγάπη. Ν’ ἀνθίση πάλι τοῦτο τὸ ἀμάραντο λουλούδι στὴν ψυχή του. Νὰ θρονιαστῆ πάλι μέσα του ἡ συμπόνια, ἡ καλοσύνη, ἡ χαρὰ, ἡ εἰρήνη, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια, ὅλα τοῦτα τὰ μαργαριτάρια τὰ ἀτίμητα ποὺ ἔλαμπαν στὸ πατρικὸ σπίτι.
Τραβάει πρὸς τὸ σπίτι του καὶ τρέχει, τρέχει, λὲς καὶ φοβᾶται πὼς θὰ τὸν σταματήσει ἕνα ἀόρατο χέρι καὶ οὔτε γυρίζει νὰ δῆ πίσω του. Ποῦ τὴ βρῆκε τόση δύναμη! Κάθε σταγόνα δάκρυ ποὺ ἔχυνε ἦταν καὶ μιὰ ἔνεση ποὺ τοῦ φτέρωνε τὰ πόδια καὶ τοῦ δυνάμωνε τὴν καρδιά. Τὸ ὅραμα τοῦ πατρικοῦ σπιτιοῦ τὸν ἠλεκτριζε, τὸν μαγνήτιζε καὶ ὅλο προχωροῦσε σὰ δαιμονισμένος.
Ὅταν τὸ πόδι του πάτησε στὰ σύνορα τοῦ χωριοῦ του, τότε σταμάτησε καὶ γύρισε πίσω. Νιώθει χαρὰ ἀνείπωτη γιὰ τὴν πράξη του αὐτή. Ἔπρεπε νὰ τὴν κάνει γρηγορώτερα. Δικαιολογεῖται στὸν ἑαυτό του λέγοντας: «Κάλιο ἀργὰ παρὰ ποτέ».
Ἀφοῦ ξεκουράστηκε λίγο ἀπὸ τοῦτο τὸ βιαστικὸ ταξίδι του καὶ σφούγγισε τὸν ἱδρώτα του, συνεχίζει τὸ δρόμο του. Βλέπει μπροστὰ του τὸ σπίτι του μεγάλο, ἐπιβλητικὸ καὶ χτυπάει ἡ καρδιά του. Ἐπαναλαμβάνει τὰ λόγια ποὺ θὰ ἔλεγε στὸν πατέρα του μήπως σαστίσει τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ δὲν θὰ ξέρη τί νὰ τοῦ πῆ.
Ἀνεβαίνει τὶς μαρμαρένιες σκάλες. Κανεὶς δὲν τὸν ἀναγνωρίζει. Βαδίζει πρὸς τὸ δωμάτιο τοῦ πατέρα του. Κλονίζονται γιὰ μιὰ στιγμὴ τὰ βήματά του. Μὰ ἀμέσως παίρνει θάρρος καὶ προχωρεῖ.
Μόλις τὸν εἶδε ὁ πατέρας του τὸν ἀναγνώρισε κι ἔτρεξε νὰ τὸν ἀγκαλιάση. Πέφτει στὰ πόδια του καὶ τοῦ λέει: Πατέρα μου, γλυκέ μου πατέρα, καλέ μου πατέρα, δέξου με καὶ ἄφησέ με νὰ ζήσω κοντά σου σὰν ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτες σου. Δὲν μπορῶ πιὰ νὰ ζήσω μακριά σου. Ἄφησέ με νὰ πεθάνω κοντά σου, κοντὰ σὲ σένα, καλέ μου πατέρα.
Σκύβει ὁ πατέρας, τὸν σηκώνει, τὸν σφίγγει πάλι στὴν ἀγκαλιά του, σφουγγίζει τὰ βρεγμένα του μάτια μὲ τὰ φιλιά του καὶ κλαίει τώρα κι ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ χαρά του. Κάθισαν ὥρα πολλὴ ἀγκαλιασμένοι, βουβοὶ κι ἀμίλητοι καὶ ἄκουγαν μόνο τὸ ρυθμικὸ χτύπο τῆς καρδιᾶς τους. Οἱ καρδιές τους χτυπᾶνε πάλι ἡ μιὰ κοντὰ στὴν ἄλλη. Πόσο εἶχαν νοσταλγήσει κι οἱ δυό τους τούτη τὴ στιγμή!
Δὲν τὸν δέχτηκε σὰν «ἕνα τῶν μισθίων του» ὁ πατέρας. Τὸν δέχτηκε σὰν παιδί του, μὲ τὴ χαρὰ ποὺ δέχεται ὁ κάθε πατέρας τὸ παραστρατημένο παιδί του, σὰν μετανοεῖ καὶ γυρίζει πάλι στὴν ἀγκαλιά του.
Τὸν ἔντυσε σὰν πρῶτα, τὸν κράτησε κοντά του καὶ διάταξε νὰ γίνη μεγάλο τραπέζι στὸ σπίτι γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ παιδιοῦ του. Τὸ μοσχάρι τὸ πιὸ καλοθρεμμένο θυσιάστηκε σήμερα γιὰ τὸ χατήρι τοῦ παιδιοῦ. Δὲν τὸ συλλογίστηκε ὁ καλὸς καὶ φιλόστοργος πατέρας.
Τὸ συλλογίστηκε ὅμως ὁ ἀδερφός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔφυγε ἀπὸ κοντά του καὶ δούλευε ὅλη του τὴ ζωὴ στὰ χτήματα καὶ στὴν περουσία τοῦ πατέρα του. Θύμωσε ὁ ἀδερφὸς γιὰ τὴν ξεχωριστὴ περιποίηση στὸν ἄσωτο καὶ δὲ θέλει νὰ μπῆ στὸ σπίτι. Μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη ἐργάστηκε κοντά του καὶ ὅμως ποτέ του δὲ φάνηκε τόσο γενναιόδωρος σ’ αὐτὸν ὁ πατέρας του.
Ὁ καλὸς ὅμως πατέρας μὲ χαμόγελο στὰ χείλη, γεμάτος καλοσύνη, γεμάτος στοργὴ καὶ ἀγάπη τὸν καλεῖ στὴ χαρὰ τοῦ σπιτιοῦ λέγοντάς του: Ἔλα παιδί μου νὰ χαροῦμε ὅλοι γιὰ τὸ γυρισμὸ τοῦ ἀδερφοῦ σου, γιατὶ «νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Παιδιά μου,
Μόνο ἕνας Θεὸς μποροῦσε νὰ διατυπώση μὲ τρόπο ἀριστουργηματικό, καὶ τέλειο, μὲ καθαρότητα καὶ σαφήνεια, τὴ σημερινὴ παραβολή.
Εἶναι παρμένη ἀπὸ τὴ καθημερινή μας ζωή, γι’ αὐτὸ τὴν καταλαβαίνομε ὅλοι μας.
Πάντοτε ὁ Θεὸς μας ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά του νὰ μᾶς δεχτῆ ὅσες φορὲς μετανοήσωμε εἰλικρινὰ καὶ γυρίσωμε πάλι σ’ αὐτόν. Ὅ,τι κι ἄν τοῦ ἔχωμε κάνει, μᾶς δέχεται σὰν καλὸς καὶ φιλόστοργος πατέρας. Γιὰ τὴν ἀγάπη μας θυσίασε καὶ τὸ γυιό του τὸν ἀγαπητὸ πάνω στὸ λόφο τοῦ Γολγοθᾶ. Τὰ πάντα κάνει γιὰ μᾶς, ὅταν γυρίσωμε στὸν ἴσιο δρόμο.
Πόσο εὐτυχεῖς εἴμαστε ποὺ ἔχομε ἕναν τόσο καλὸ καὶ πονετικὸ πατέρα!





ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ (7.000)





Την επανέναρξη του προγράμματος «ενισχυτικής διδασκαλίας» αποφάσισε το υπουργείο Παιδείας. Το πρόγραμμα θα λειτουργήσει στα Γυμνάσια όλης της χώρας τον Μάρτιο, ενώ στα Λύκεια θα λειτουργήσει τον ερχόμενο Σεπτέμβριο.

Το πρόγραμμα θα εφαρμοστεί με 7.000 αναπληρωτές εκπαιδευτικούς, που θα εργάζονται στα σχολεία από τις 4 ώς τις 7 το απόγευμα, τέσσερις ημέρες την εβδομάδα.

Στο πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι οι μαθητές και οι μαθήτριες του Γυμνασίου φέτος και του Λυκείου την ερχόμενη σχολική χρονιά. Σύμφωνα με το Βήμα της Κυριακής, για το πρόγραμμα θα δημιουργηθούν σχολικά Κέντρα Ενισχυτικής Διδασκαλίας, στα οποία θα ενταχθούν τα σχολεία της κάθε περιοχής με απόφαση των Περιφερειακών Διευθύνσεων.

Κριτήρια για την επιλογή των μαθητών στα τμήματα μαθημάτων ενισχυτικής διδασκαλίας θα αποτελούν ο αντίστοιχος βαθμός τριμήνου του μαθήματος και ο μέσος όρος του τριμήνου σε όλα τα μαθήματα.

Με βάση αυτά τα στοιχεία θα διαμορφώνεται πίνακας αιτούντων ανά μάθημα και ανά Κέντρο Ενισχυτικής Διδασκαλίας, ο οποίος και θα χρησιμοποιείται για τη συγκρότηση των τμημάτων τους.

Η λειτουργία των τμημάτων θα ελέγχεται από ειδική επιτροπή που θα συγκροτήσει το υπουργείο Παιδείας. Βασική προϋπόθεση για τη λειτουργία κάθε τμήματος είναι να έχει τουλάχιστον πέντε μαθητές. Όποιο τμήμα μένει με λιγότερους από πέντε μαθητές, τότε θα κλείνει και οι μαθητές θα ενσωματώνονται σε άλλο τμήμα.

Η ΑΠΟΦΑΣΙΣ


ΑΠΟΦΑΣΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ








Ο Μ. Φώτιος και αι επιστολαί αυτού



 του
Βασιλείου Νάτσιου*


Μέσα στο πλούσιο συγγραφικό έργο του Φωτίου εξέχουσα θέση κατέχουν οι επιστολές του. Ο Φώτιος πέραν των άλλων αναδείχτηκε μέγας επιστολογράφος. Οι επιστολές του αναφέρονται σε διάφορα θέματα, γεγονός που αποδεικνύει την πολυμάθεια και ευρυμάθεια του ανδρός. Μέσα από αυτές μπορούμε να γνωρίσουμε το Φώτιο ως άνθρωπο, καθώς, λόγω ακριβώς του λογοτεχνικού είδους της επιστολής, απαιτείται απλότητα ύφους και αμεσότητα λόγου, στοιχεία τα οποία διαθέτουν οι επιστολές του ιερού πατρός. Εκτός αυτού, μέσα από τα θέματα που πραγματεύεται διακρίνουμε το θεολόγο, το φιλόλογο, τον ιατρό, το ρήτορα, τον παιδαγωγό, τον ψυχολόγο. Πολλές φορές παραθέτει αποσπάσματα της θεολογικής αλλά και της θύραθεν γραμματείας από μνήμης. Αυτό συνάγεται τόσο από εσωτερικές μαρτυρίες των κειμένων του, όσο και από το γεγονός ότι πολλές επιστολές τις έγραψε κατά την περίοδο της εξορίας και φυλάκισής του, όπου, σύμφωνα με προσωπική μαρτυρία του, είχε στερηθεί ακόμη και τα βιβλία του.
Υπάρχουν μαρτυρίες μέσα από τις επιστολές του ιδίου του Φωτίου που αποδεικνύουν ότι έδινε ιδιαίτερο βάρος στην επιστολογραφία. Γνώριζε ότι υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος συγγραφής μιας επιστολής. Επαναλαμβάνει πολλές φορές μέσα στις επιστολές του την επιμονή του στους κανόνες της επιστολογραφίας, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως «οἱ τῆς ἐπιστολῆς νόμοι» ή όπως αναφέρει σε άλλο σημείο, «ὁ τῆς ἐπιστολῆς νόμος». Οι «νόμοι» αυτοί είναι εκείνοι που δεν του επιτρέπουν να παραθέσει περισσότερα ακόμη επιχειρήματα κατά της προσθήκης του Filioque. Κλείνοντας, τέλος, μία επιστολή του καταλήγει: «Ἀλλὰ ταῦτα μὲν κατ’ ἐπιδρομήν, καὶ ὡς ἐπιστολῆς τύπῳ».
Ανάλογο είναι το πνεύμα και σε άλλες επιστολές σχετικά με την έκταση που πρέπει να πάρει η ανάπτυξη ενός θέματος. Βασικό στοιχείο πρέπει να αποτελεί η βραχυλογία. Γράφει σχετικά με το θέμα αυτό σε επιστολές του· «τῆς ἐπιστολῆς εὐλαβοῦμενος τὸ μῆκος», «ὅσα τὸ γράμμα, οἷα δὴ γράμμα, παρέτρεχεν», «ἀλλὰ γὰρ κατ’ ἐπιστολὴν ἀποχρώντως οἶμαί σοι ἔχει τοῦ ζητηθέντος τὴν μάθησιν», «τῆς ἐπιστολῆς ἡ κατὰ μέρος ἱστορία μακρότερον», «εἰ καὶ πλέον ἤ κατ’ ἐπιστολήν».
Το ενδιαφέρον, η γνώση και η επιμέλεια του Φωτίου αναφορικά με την επιστολογραφία διαφαίνονται από ένα ακόμη στοιχείο, από το ότι δηλαδή ασχολείται με τους παλαιούς χριστιανούς και ειδωλολάτρες επιστολογράφους. Τους κατατάσσει σε τρεις κατηγορίες με χρονολογικά κριτήρια. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και ο Δημοσθένης ανήκουν στην πρώτη. Στη δεύτερη ανήκουν οι Φάλαρις, Βρούτος, Ιουλιανός και Λιβάνιος. Στην τρίτη τέλος κατηγορία κατατάσσει τους Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό και Ισίδωρο (προφανώς εννοεί τον Πηλουσιώτη στον οποίο αποδίδονται περισσότερες των 2000 επιστολών). Οι δύο πρώτες ομάδες έχουν να προσφέρουν μόνο γραμματικά και μορφολογικά, ενώ αντίθετα οι χριστιανοί προσφέρουν στον αναγνώστη και μελετητή τους κι από άποψη περιεχομένου.
Η επιμέλεια αυτή που επέδειξε σχετικά με την επιστολογραφία δεν αποτελεί καρπό μελέτης κάποιων θεωρητικών εγχειριδίων. Οι κανόνες αυτοί είναι κοινοί για όλους τους επιστολογράφους της βυζαντινής περιόδου. Πρόκειται δηλαδή για κανόνες που θέσπισαν οι τεχνογράφοι και επιβλήθηκαν καθ’ όλην τη βυζαντινή περίοδο. Αυτούς τους κανόνες χρησιμοποιεί και ακολουθεί και ο Φώτιος.
Μέσα στη συγγραφική παραγωγή του Φωτίου υπάρχουν έργα του, τα οποία έγραψε κι έστειλε ως επιστολές. Τέτοια έργα είναι η «Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος», το «Κατά Μανιχαίων», τα «Αμφιλόχια». Παρά ταύτα όμως τα έργα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν επιστολές με τη στενή έννοια του όρου, αλλά χαρακτηρίζονται πραγματείες. Στο γραμματολογικό είδος της επιστολής μπορούμε ακόμη να πούμε ότι δεν εντάσσονται και πολλές από τις επιστολές, καθώς δεν πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας περίπτωσης αποτελεί η επιστολή προς τον άρχοντα των Βουλγάρων Βόρη καθώς είναι ιδιαίτερα μακροσκελής κι επιπλέον έχει και παραινετικό χαρακτήρα, κατά τον τύπο των παραινέσεων του Ισοκράτους προς Δημόνικον και Νικοκλέα. Αντίστοιχο παράδειγμα αποτελεί και η ενθρονιστήρια επιστολή του προς τον πάπα Νικόλαο, η οποία αποτελεί μια «στερεότυπη» ομολογία πίστεως κατά τον τύπο άλλων προηγουμένων.
Πάντως, όσον αφορά στο τυπικό μέρος, στις επιστολές ο Φώτιος τηρεί όλους τους κανόνες. Οι επιστολές σύμφωνα με τα προηγούμενα ξεκινούν με ένα προοίμιο το οποίο αποτελείται από έναν ηθικό χαρακτηρισμό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι φράσεις «Ὅτε τῆς ἱεραρχίας κατὰ νοῦν τὸ μέγεθος ἀναλήψομαι καὶ πολλῷ τὴν ἀνθρωπίνην εὐτέλειαν τῆς ἐκείνῃ προσούσης ἀπολείπουσαν τελειότητος...», «Ἀγάπης μὲν ὡς ἀληθῶς οὐδὲν κτῆμα σεμνότερον, οὐδὲ τιμιώτερον, καὶ ταῖς κοιναῖς ἐννοίαις ἀνωμολόγηται καὶ τοῖς θείοις λογίοις ἐπιμαρτύρεται». Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν μπορούμε να βρούμε στις επιστολές του Φωτίου σε δύο μόνο περιπτώσεις. Η πρώτη περίπτωση αφορά στις επιστολές που ο Φώτιος καλείται να απαντήσει σε ερμηνευτικό ερώτημα. Δεν ξεκινάει με κάποιο προοίμιο ηθικού περιεχομένου, αλλά θέτει εξ αρχής το ερώτημα ή προβάλλει κάποια ερμηνεία. «Ἐρωτᾶς, πῶς ἔστι λέγειν Θεὸν τὸν Πατέρα, Θεὸν τὸν Υἱὸν, Θεὸν τὸ Πνεῦμα...» ή σε άλλη περίπτωση «Το ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον, ὅπερ Παῦλος μὲν ὁ θεῖος ἔφησεν, σὺ δὲ μαθεῖν ᾔτησας...». Η δεύτερη περίπτωση στην οποία απουσιάζει το προοίμιο είναι όταν στην επιστολή πρόκειται να ασχοληθεί με συγκεκριμένο γεγονός το οποίο απαιτεί άμεση λύση. Στην περίπτωση αυτή εισάγει απευθείας το βασικό θέμα.
Εξίσου τυπικός και συνεπής αποδεικνύται ο ι. Φώτιος και στην κατακλείδα των επιστολών του. Το τέλος των επιστολών του καταλαμβάνει συνήθως μια ευχή ή προτροπή ή προσευχή ή και περίληψη όσων έχει προηγουμένως αναπτύξει. Μία από τις συνήθεις ευχές του είναι η λέξη «ἔρρωσο». Η ίδια ευχή βρίσκεται και με μία άλλη παραλλαγή· «τὰ δ’ ἄλλα ψυχῇ καὶ σώματι ἔρρωσο». Άλλη περίπτωση ευχής αποτελεί η πρόταση «εἴη δὲ τὰ ἡμέτερα πάθη, Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν περὶ ἡμᾶς σπλαχνιζομένου, τῶν προειρημένων τὸ ἕτερον, ἀλλὰ μὴ βαρυτέρας τιμωρίας καὶ ἀπαρακλήτου προοίμιον». Μία άλλη περίπτωση κατακλείδας περισσότερο ηθικού χαρακτήρα, εντασσόμενη μέσα στο θέμα και το πνεύμα της επιστολής είναι η ακόλουθη: «Ἔχεις τοιγαροῦν κατ’ ἐπιστολὴν ἐκ τῶν εἰρημένων, οἷμαι, τὸ τε εὔλογον καὶ ἀκόλουθον καὶ θεοφιλὲς τῆς τοῦ πιστοῦ Ἀβραὰμ διανοίας καὶ πράξεως, δι’ ὧν λογισμὸς ἅπας χυδαῖος καὶ πεπατημένος καὶ ἀντικείμενος ἀπελαύνεται». Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και τις επιστολές εκείνες, οι οποίες είναι πάρα πολύ σύντομες, δίνουν μια περιληπτική απάντηση, ενώ δεν περιλαμβάνουν κανένα από τα γενικά χαρακτηριστικά της επιστολογραφίας (προοίμιο, κατακλείδα, κ.α.).
Τέλος, ευρεία χρήση στις επιστολές του κάνει ο Φώτιος και της αρχαίας ελληνικής κλασικής γραμματείας. Άλλοτε στην αρχή του κειμένου (Εὐνομος ᾄδων ἐσεμνύνετο, φασίν, ὁ Λοκρός), άλλοτε στη μέση της επιστολής (Εἴθε μοι τῶν σῶν ἦν ἐνάμιλλα λόγων τὰ ἔργα· οὐχ ἳνα ὄντες ἀκεστοριδῶν Γαληνὸς καὶ Ἱπποκράτης, ὡς αὐτὸς ἡμᾶς θειάζων γράφεις, ὑπεξίστανταὶ μοι τῶν πρωτείων), ο ι. πατήρ βρίσκει κάθε φορά κάτι σχετικό να αναφέρει από τη θύραθεν γραμματεία. Οι παραθέσεις και οι αναφορές του αυτές δεν πηγάζουν από πρόθεση επίδειξης της πολυμάθειας και ευρυμάθειάς του, αλλά είναι το φυσικό αποτέλεσμα μιας αληθινής και ευρείας παιδείας που κατέχει. Είχε δηλαδή αφομοιώσει όλα τα διδάγματα των συγγραφέων αυτών και πλέον αποτελούσαν κτήμα του ώστε να μπορεί με μεγάλη ευκολία να παραπέμπει σε απόψεις και παραδείγματα της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας.

*
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Θεολογική Σχολή, GRI-2012-7944



Μιὰν ἀπὸ τὶς ἀχτίνες τοῦ Ἥλιου για ἀδερφή




του
ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Σ. ΣΤΑΜΑΤΗ


 Ξέρετε ποιὸς πατέρας ἔχει τὰ περισσότερα κορίτσια; Ὁ Ἥλιος! Ὁ κὺρ Ἥλιος, ποὺ κατοικεῖ στὸν οὐρανό. Γιὰ φαντασθῆτε μιὰ στιγμὴ τὶς ἀμέτρητες ἀχτίνες, ποὺ κατεβαίνουν κάθε μέρα στὴ γῆ, γιὰ νὰ τὴ φωτίσουν καὶ νὰ τὴ ζεστάνουν! Ὅλες αὐτὲς εἶναι θυγατέρες του!
Ὁ Ἥλιος ἔχει βέβαια πολλὲς σκοτοῦρες καὶ πολλὰ βάσανα φροντίζοντας γιὰ τὰ παιδιά του. Μὰ καὶ αὐτὰ τί μεγάλη εὐχαρίστηση ποὺ τοῦ κάνουν!
Ὅταν βλέπη μὲ πόση προσοχὴ καὶ μὲ πόση ἐπιμέλεια κάνουν τὴ δουλειά τους ἐδῶ κάτω, στὴ γῆ, εὐχαριστιέται πολύ. Ἡ μεγαλύτερη ὅμως εὐχαρίστησή του εἶν’ ἐκείνη, ποὺ νιώθει τὸ βράδυ, ἅμα προσκαλῆ ὅλες τὶς θυγατέρες του νὰ γυρίσουν πίσω στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ κοιμηθοῦν καὶ ν’ ἀναπαυτοῦν. Τότε ἔρχονται ὅλες, ἡ μιὰ ὕστερ’ ἀπ’ τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ εἶναι κουρασμένη, ἡ ἄλλη εἶναι χαρούμενη καὶ ζωηρὴ καὶ ἡ ἄλλη εἶναι μελαγχολική.
Τότε ἀρχίζουν νὰ διηγοῦνται τί ἔκαμαν ὅλη τὴν ἡμέρα. Λένε, λένε, γελοῦν, φλυαροῦν...
Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ διηγηθῆ περισσότερα πράματα ἀπὸ τὶς ἀχτίνες;
Ἀκοῦστε λοιπὸν τί εἶδε χτὲς τὸ βράδυ μιὰ ἀχτίνα:
«Σήμερα, ἔλεγε, ἔμαθα ἕνα νέο, ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἀκουσμένο ποτέ μου! Τὸ ἄκουσα μὲ τ’ αὐτιά μου. Ἀπὸ ἕνα ἀνοιχτὸ παράθυρο κοίταζα σ’ ἕνα δωμάτιο, ποὺ καθόταν μιὰ γιαγιὰ ξαπλωμένη σὲ μιὰ πολυθρόνα. Στὴν ἀγκαλιά της ἦταν ριγμένα πολλὰ λουλούδια, τριαντάφυλλα, μοσκιές, ἀνεμῶνες, κρίνοι.
Ἐμπρός της, ἐπάνω σ’ ἕνα σκαμνάκι, καθόταν ἕνα μικρὸ κοριτσάκι. Φαίνεται, πὼς τὸ κοριτσάκι αὐτὸ μόλις θὰ εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὸν περίπατο καὶ εἶχε φερμένα στὴ γιαγιά του αὐτὰ τὰ ὄμορφα λουλούδια. Ὁ περίπατος, ποὺ εἶχε κάμει, θὰ ἦταν πολὺ εὐχάριστος, γιατὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του ἀπὸ χαρὰ καὶ μὲ ζωηρότητα καὶ γέλια διηγόταν τί εἶδε. Κάποτε γελοῦσε καὶ κάποτε χτυποῦσε τὰ χέρια του άπὸ τὴ μεγάλη εὐχαρίστηση.
Θαρρῶ , πὼς ἡ γιαγιά του ἦταν τυφλή, γιατὶ ὅταν ἐγὼ τὴ φώτισα ἴσια στὸ πρόσωπο, γιὰ νὰ ἰδῶ, ἂν ἦταν κι αὐτὴ χαρούμενη, δὲν ἔκλεισε τὰ μάτια της στὸ ζωηρό μου φῶς, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, οὔτε γύρισε καθόλου τὸ κεφάλι της. Κατάλαβα ὅμως, πὼς ἦταν πολὺ εὐχαριστημένη ἀπὸ τὸ κοριτσάκι, γιατὶ χαμογελοῦσε καὶ κινοῦσε ἐλαφρὰ τὸ κεφάλι της πρὸς τὰ κάτω σὰ νὰ ἔλεγε «ναί, ναί!»
« Ἄχ», ἔλεγε ἡ γιαγιά, «κι ἐγὼ θὰ ἐπιθυμοῦσα νὰ πήγαινα ἄλλη μιὰ φορὰ στὸ δάσος, γιὰ ν’ ἀναπνεύσω τὸν καθαρὸ ἀέρα, νὰ μαζέψω ἐκεἶ κι ἄλλα λουλούδια, νὰ μὲ ζεστάνη ὁ ἥλιος, ποὺ λάμπει καὶ ν’ ἀκούσω τὰ πουλάκια, ποὺ κελαηδοῦν.
Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἡ ῎Αννα μελαγχόλησε. Γιατὶ ἤξερε, ὅτι ἡ καημένη ἡ καλὴ γιαγιά της, ἦταν τόσο ἄρρωστη κι ἀδύνατη, ποὺ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ κινηθῆ καὶ νὰ πάη στὸ δάσος.
Σώπασε λιγάκι καὶ συλλογιζόταν.
« Γιαγιάκα μου! » Φώναξε ἔξαφνα καί, πλησιάζοντας τὴ γιαγιά της μ’ ἕνα πήδημα ἄρχισε νὰ τὴ χαϊδεύη καὶ νὰ τὴ φιλῆ. «Γιαγιάκα μου, ξέρεις ἕνα πράμα; Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ πάω στὸ δάσος, θὰ κόψω πάλι πολλὰ, πολλὰ κλαδιὰ ἀπὸ τὰ ἔλατα καὶ θὰ τὰ φέρω ἐδῶ. Θὰ τὰ βάλω μπροστά σου πυκνὰ πυκνά, γιὰ νὰ μυρίζεσαι καὶ νὰ φαντάζεσαι, πὼς εἶσαι μέσα στὸ δάσος. Ἔπειτα θὰ γυρίσω τὴν πολυθρόνα σου κατὰ τὸν ἥλιο καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι, ποὺ θὰ σ’ ἀρέση πολύ.»
Καὶ μὲ τὴ γλυκιὰ καὶ ζωηρὴ φωνή της ἄρχισε ἡ μικρὴ τὸ τραγουδάκι της, γιὰ νὰ εὐχαριστήση τὴ γιαγιά της.
Ὅταν κοίταξα πάλι τὰ μάτια τῆς γιαγιᾶς, ἤτανε βουρκωμένα καὶ εἶδα νὰ κυλοῦνε δυὸ μεγάλα δάκρυα. Θὰ ἦταν ὅμως δάκρυα ἀπὸ εὐχαρίστηση, γιατὶ ἡ γιαγιὰ εἶχε χαρούμενο πρόσωπο. Ἔγνεψε στὸ κοριτσάκι νὰ τὴν πλησιάση καὶ μὲ τὸ χέρι τῆς χάιδεψε τὰ ὄμορφα ξανθά της μαλλιὰ καὶ τῆς εἶπε:
«Σ’ εὐχαριστῶ, ᾽Αχτίνα μου!»
- Τώρα, τί λέτε σεῖς γι’ αὐτό; ρώτησε ἡ ἀχτίνα τοῦ Ἥλιου, ποὺ διηγόταν αὐτὴ τὴν ἱστορία στὶς ἄλλες ἀχτίνες. Τί λέτε σεῖς; Εἶναι ἀλήθεια, πὼς ὑπάρχουν καὶ ἀχτίνες ποὺ φαίνονται σὰν ἄνθρωποι; Τὸ ξέρατε σεῖς αὐτό;
- Ὄχι, εἶπαν οἱ ἄλλες ἀχτίνες κι ἔμειναν μ’ ἀνοιχτὸ το στόμα.
- Μήπως τὸ μικρὸ κοριτσάκι εἶναι ἀδερφή μας;
- Ἄς ρωτήσωμε τὸν πατέρα μας!
Καὶ ρώτησαν τὸν πατέρα τους, τὸν Ἥλιο. Καὶ ὁ Ἥλιος εἶπε:
- Ἀδερφή σας δὲν εἶναι βέβαια τὸ κοριτσάκι, γιατὶ δὲν εἶναι πραγματικὴ ἡλιακὴ ἀχτίνα, ἀλλὰ παιδὶ ἀνθρώπου. Θὰ σᾶς πῶ ὃμως, γιατὶ ἡ γιαγιά της τὴν εἶπε Ἀχτίνα.
Κοιτάξετε. Ἐσεῖς οἱ ἀχτίνες σὲ ὅ,τι πέσετε ἐπάνω τὸ φωτίζετε καὶ τὸ ζεσταίνετε. Δὲν εἶν’ ἔτσι; Παντοῦ, ὅπου λάμπει ὁ ἥλιος, τὸ μέρος ἐκεῖνο φαίνεται πιὸ εὐχἁριστο. Ἔτσι καὶ τὸ μικρὸ κοριτσάκι κάνει φωτεινὴ κι εὐχάριστη τὴ ζωὴ τῆς καημένης τῆς γιαγιᾶς, ποὺ εἶναι τυφλὴ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ γιαγιὰ εἶπε στὴν ἐγγονή της: «Ἀχτίνα μου!»
Κι ἀφοῦ ἡ Ἄννα εἶναι τόσο καλὴ σὰ μιὰ ἀχτίνα, γι’ αὐτὸ καὶ σεῖς ἔχετε χρέος νὰ τὴν ἀγαπᾶτε σὰν ἀδερφή σας.
- Αὐτὸ θέλομε κι ἐμεῖς! Αὐτὸ θέλομε κι ἐμεῖς! Εἶπαν μὲ μιὰ φωνὴ ὅλες οἱ ἀχτίνες.
- Αὔριο τὸ πρωί, μόλις ξυπνήση, θὰ τῆς δώσω ἕνα φιλί, εἶπε ἡ μιά.
- Κι ἐγὼ γιὰ χάρη της θὰ ὡριμάσω γρήγορα τὰ κεράσια.
- Ὤ! κι ἐγὼ ξέρω, τί θὰ κάμω! Στὸν κῆπο της κρέμονται τ’ ἀσπρόρουχα τῆς κούκλας της, ποὺ ἔχει ἁπλωμένα ἡ Ἄννα, γιὰ νὰ στεγνώσουν. Θὰ τὰ ζεστάνω καλὰ καλά, ὥσπου νὰ στεγνώσουν.
- Κι ἐγὼ αὔριο πολὺ πρωί, ἅμα ἡ Ἄννα κατεβῆ στὸν κῆπο, θὰ φωτίσω τὶς σταγόνες τῆς δροσιᾶς, ποὺ εἶναι ἐπάνω στὰ ρόδα καὶ στὴ χλόη τοῦ κήπου, γιὰ νὰ λάμψουν μὲ ὅλα τὰ χρώματα: κόκκινο, πράσινο, γαλάζιο, κίτρινο, μενεξεδένιο. Πιστεύω, πὼς αὐτὸ θὰ τὴν εὐχαριστήση. Καὶ πραγματικά, τὴν ἄλλη μέρα ἔκαμαν ὅλα, ὅσα εἶπαν.Θὰ θέλατε νὰ εἴχατε μιὰν ἀπὸ τὶς ἀχτίνες τοῦ Ἥλιου ἀδερφή σας;