Εκμοντερνισμένο Κλέος

γράφει η 
Αζαρία Νικολίτσα
Ανθρωπιστικές επιστήμες/Ελληνικός Πολιτισμός

FrancoisVillon



Άρρητα συνυφασμένο με την επική ποίηση το αρχαίο κλέος. Τιμή και δόξα στους ήρωες, συχνά μάλιστα, μετά θάνατον. Κατά την περίοδο του αναγεννησιακού ουμανισμού ο ποιητής ακόμα δαφνοστεφανώνεται, εικόνα δόξας και προσφοράς στη νεότερη εποχή. Το κλέος όμως είναι άμεσα εξαρτώμενο από την ευφυολογία. Εκεί παραμονεύει η απαρχή της κακοδοξίας: η χλεύη. Γιατί… όλοι αρέσκονται σε μια υπερτιμημένη εικόνα. 


"Καισαρίων" του Κ. Π. Καβάφη. Ανάλυση και Σχόλια

της Ιωάννας Π. Αρβανιτίδου


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Στον Δρόμο με την Απονιά



τοῦ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν




ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


ΣΟΝΕΤΟ


Αμέτρητες φορές πέθανα σε μιαν γωνιά, στη δική σου γειτονιά,

μιαν έρημο με θαμμέν’ ελπίδα, μάταια να ψάχν’ αγάπη,

να θυμίζης για μένα έστ’ από μακρυά κι όχι πως απάτη

ήταν όλα στη δική σου τη ματιά, μια πως είδα οπτασία φονιά.



H MNHMH ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ




Γράφει η 
Έλσα Κεραμιτζόγλου



                              ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ




  Μνήμη καλείται ο χώρος του εγκεφάλου μας στον οποίο κωδικοποιούνται, αποθηκεύονται και κατόπιν ανασύρονται, όταν απαιτείται, πληροφορίες που προσλαμβάνουμε από το περιβάλλον. Από το σύνολο της διεργασίας συνήθως ταυτίζουμε τη μνήμη με το τελικό της στάδιο- αποτέλεσμα, την ανάκληση, δηλαδή, των αποθηκευμένων πληροφοριών ή, απλούστερα, με την ανάμνηση βιωμάτων του παρελθόντος.



ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΟ



ΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑΣ


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



-Λες να βρέξει ;
-και τι ,μας νοιάζει ;
νερό είναι κι ας τρέξει.
Την ζάχαρη μας θεϊκό γλυκό
περγαμόντο... την κάναμε,
βάλαμε και λεμόνι,
να μη χρειαζόμαστε μαχαίρι.
Μα πως να σκοτώσεις ένα γλυκό
που εξαγνίζει τα πάθη τις πικρές νύχτες .



Ἀγάπη μου, Θὰ Μὲ ἰδῇς Μία Μέρα (ΜΕΡΟΣ Β')




ἐπιμελεία τοῦ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου. Ελαιογραφία του ιταλού ζωγράφου Γκαττέρι


Η Ευδοκία επιστρέφει στην νήσο Κρήτη ύστερα από 3 χρόνια όπου είχε καταφύγει πρόσφυγας στα Ιόνια νησιά έχοντας χάσει στην Κρητική επανάσταση όλα τα μέλη της οικογένειάς της. Μόνη της ελπίδα που την κράτησε ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια είναι να ξαναντικρύση τον αρραβωνιαστικό της τον Μάνθο, ο οποίος και την ανάγκασε να φύγη προκειμένου να είναι ασφαλής.



Είδαμε με πόση λαχτάρα έφτασε στην Κρήτη. Όμως η Μοίρα αλλοιώς τα είχε σχεδιάσει για την ορφανή Ευδοκία. Η ηρωίδα μας ευρίσκεται να τρέχη μέσα στην άγρια νύχτα προς άγνωστον προορισμό, σαν τρελή, αναμαλλιασμένη και με βλέμμα νεκρού. Καμιά λογική φωνή δεν ακούγεται εντός της…



Ἀγάπη μου, Θὰ Μὲ ἰδῇς Μία Μέρα (ΜΕΡΟΣ Α')


ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





Ο Όρκος του Μαρκορά αποτελεί μια επικολυρική σύνθεση εμπνευσμένη από την Κρητική επανάσταση του 1866. Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, την Ευδοκία και τον Μάνθο. Η Ευδοκία έχει φύγει από την Κρήτη με την έναρξη της επανάστασης, ενώ ο Μάνθος έχει μείνει πίσω προκειμένου όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του να πολεμήση. Μετά από τρία χρόνια απουσίας η Ευδοκία επιστρέφει στην Κρήτη για να βρει τον αγαπημένο της. Το απόσπασμα που παρατίθεται αναφέρεται στο ταξίδι επιστροφής στην Κρήτη της Ευδοκίας και στη λαχτάρα που αισθάνεται η κοπέλα να δει ξανά τον αρραβωνιαστικό της.


***



Η Ευδοκία μετά την Κρητική Επανάσταση[1] γυρνά στην Κρήτη. Πάνω στο πλεούμενο του γυρισμού σκέψεις από το παρελθόν την κατακλύζουν και η μαύρη της ψυχή δεν αντέχει στον πόνο


Ἐκεῖ, σὲ τόση ἀναισθησιά, ποῦ τοῦ θανάτου μοιάζει,
μία κόρη μόνη ἀντίπερα μ' ἀνησυχία κυτάζει·
τοῦ μάκρου τὸ κατάστρωμα γοργὰ συχνομετράει,
ἀναστενάζει, κάθεται, καὶ πάλε ὀρθὴ πηδάει·


Πρίν πάρει τότε το δρόμο της προσφυγιάς είχε μείνει παντελώς ορφανή από τους πάντες. Ο αδερφός της είχε πεθάνει. Ο πατέρας της σκοτώθηκε σε μάχη με τους τούρκους, παλληκαρίσια δεχόμενος τα βόλια αμέτρητα στο στήθος. Η μητέρα της δεν άντεξε στον καημό του θανάτου του παιδιού και τελικά του ανδρός της. Στον μήνα πάνω πεθαίνει κι αυτή από την λύπη της αφήνοντας την μοναχοκόρη της ορφανή. Ένα πλάσμα μόνο του στον κόσμο ήταν η όμορφη Ευδοκία


πρὶν φύγῃ ἐκεῖθε πέρα,
τῆς εἶχε ἁρπάξῃ ὁ Θάνατος καὶ μάννα καὶ πατέρα·
τοῦτος ἀτρόμητα, τυφλά, 'ς ἐχθροῦ μεγάλο πλῆθος
ὡσὰν τὰ βόλια ἐχύθηκε, ποῦ τ' ἄνοιξαν τὸ στῆθος·
ἕνα φεγγάρι μεταβιᾶς δυνήθη νὰ ὑπομείνῃ
τοῦ χωρισμοῦ του τὸν καϊμό, κ' ἐπῆε στὸν Ἅδη ἐκείνη.


Στην Κρήτη που γυρνά κανείς πιά δεν την περιμένει. Μα ίσως υπάρχει εκείνος. Εκείνος που την αγάπησε και τον αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο. Να ταν τάχα ζωντανός;


Ἀλοιά! καὶ ποιὸς θὰ σὲ δεχτῇ, καὶ ποιὸς θὰ σ' ἀγκαλιάσῃ,
στὰ γονικά σου φτάνοντας, διπλόρφανο κοράσι;
Ὁ νέος, ποῦ φλόγα σ' ἄναψε μὲς τὴν καρδιὰ μεγάλη,
ἐβγῆκε τάχα ζωντανὸς ἀπὸ τὴν ἄγρια πάλη;


Ναι. Θα ήταν ζωντανός. Δεν μπορεί να πέθανε κι εκείνος. Της το χε υποσχεθεί φεύγοντας. Της το είχε ορκισθεί. Και τα παλληκάρια σαν εκείνον –που μόνο την πίστη, την πατρίδα και την αγάπη τους είχαν σαν φυλακτό στην ψυχή τους – αυτά τα παλληκάρια τηρούν τους όρκους τους. το είχε προαίσθημα εξάλλου. Το ένιωθε σαν την κατευόδωνε στα ξένα για να είναι σίγουρος πως δεν θα πάθαινε κανένα κακό, πως κι ο θεός θα τον φυλούσε… και κείνη τον πίστεψε. Πώς μπορούσε να κάνει διαφορετικά;


«Μήν, Εὐδοκία μου, φοβηθῇς – τὴν ὥρα ποῦ τὰ ξένα
σ' ἀκαρτεροῦσαν, ἔλεγε – μὴ φοβηθῇς γιὰ μένα!
Ἐδῶ, βαθυὰ στὸ στῆθος μου, ποῦ τώρα, ἐνῷ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κ' Ἔρωτας κάθε του χτύπο ἁγιάζει,
λὲς κ' ἕνα κἄποιο αἰσθανομαι Πνεῦμα κρυφὸ τοῦ Ὑψίστου
ὁποῦ μοῦ στέρνει ἀπὸ ψηλὰ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του,
καὶ λέει, καθώς, ἀγάπη μου, σὲ ξεκινάω γιὰ πέρα,
πῶς ἔχω πάλε νὰ σὲ ἰδῶ, πῶς θὰ μὲ ἰδῇς μία μέρα.
Ἄν σὲ θωράω περίλυπος, ἀνίσως κλαίω καὶ βρέχω
μὲ δάκρυα τοῦτο τὸ φιλί, φόβους ἐγὼ δὲν ἔχω.
Θλιμμένα, ἰδές, τὰ βλέμματα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου γυρνοῦνε,
ἐνῷ ἡ στερναὶς ἀχτίναις του τὸν κόσμο χαιρετοῦνε,
δίχως ἀνθρώπου λογισμὸς τρόμου ὑποψία νὰ βάλῃ
πῶς αὔριο τ' ἄστρο τῆς ζωῆς δὲ θὲ νὰ φέξῃ πάλι.
Ἔχε καὶ σὺ τὸ θάρρος μου! Μήν, Εὐδοκιά, θελήσῃς
μὲ τέτοια μαύρη ἀπελπισιὰ νὰ φύγῃς, νὰ μ' ἀφήσῃς!
Τὸ Πνεῦμα, ποῦ κατάκαρδα προφητικὰ μοῦ κρένει,
σοῦ τάζει πῶς θὰ μείνωμε γιὰ λίγο χωρισμένοι.
Θὲ νὰ γυρίσῃς· θὰ σὲ ἰδῶ· τὸ λέω καὶ θ' ἀληθέψῃ·
ναί· σοῦ τ' ὀρκίζομαι στὸ φῶς, ποῦ πάει νὰ βασιλέψῃ!


Εκεί απάνω στο καράβι του γυρισμού θυμάται την ώρα που έμαθε πως η Κρήτη έπεσε. Πώς θα μπορούσε να ξεχάση την στιγμή που άκουσε το θλιβερό μαντάτο, τον κόσμο πως γκρεμίστηκε μέσα της τότε και πως μεμιάς εγίνηκε νεκρή αν και ζούσε ακόμη; Πώς να ξεχάση τις ώρες που κείτονταν νεκρή πάνω σε ένα κρεβάτι σε μια κάμαρα κρύα;


φωνή, τρομαχτικὰ συρμένη
ἀπὸ τὴ μαύρη Κόλαση, λὲς κ' εἶπε στὴ θλιμμένη:
Ἔπεσε ἡ Κρήτη! μὲ τὸ νοῦ πλατυὰ μὴν ἀρμενίσῃς·
ἐκεῖθε σκλάβα ἐμίσεψες καὶ σκλάβα θὰ γυρίσῃς!
Σὰν τὸ πουλάκι, ποῦ μὲ μιᾶς θανατερὸ μολύβι
τὴν ἁπλωτὴ φτεροῦγα του σκληρὰ κατασυντρίβει,
κεραυνωμένη στὰ ψηλὰ κ' ἡ ἐλεύθερη ψυχή της
ἔπεσε ξάφνου, ἀκούοντας τὴ συφορὰ τῆς Κρήτης.
Τότες, ἀχνὴ στὸ πρόσωπο, μὲ θαμπωμένο μάτι,
δίχως λαλιά, κατάκοιτη 'ς ἕνα φτωχὸ κρεββάτι,
πολλοὶ τὴν εἶδαν, καὶ κἀνεὶς νὰ πῇ δὲν ἐτολμοῦσε
πῶς ἦταν ἄψυχο κορμί, πῶς ἡ καϊμένη ἐζοῦσε.


Και θα πέθαινε τότε η νεαρά κόρη αν μέσα στον χαμό από την κακή είδηση δεν γεννιόταν η ελπίδα. Η ελπίδα πως εκείνος που την αγαπούσε την περίμενε. Έπρεπε να ζήση η Ευδοκία. Για εκείνον που την προσμονούσε. Έπρεπε να αντέξη. Να μην πεθάνη. Όχι θα ζούσε είπε μέσα της. Μόνον για εκείνον. Και έζησε η Ευδοκία. Δεν πέθανε…


καὶ πάλε μ' ἕνα δάκρυ
ἐγλυκοχάραξ' ὴ ζωὴ στ' ὡραίου ματιοῦ τὴν ἄκρη·
μὲ στεναγμοὺς πρωτάνοιξαν τὰ πικραμένα χείλη,
ὅπου τὸ ρόδο ἐφύτρονε κ' ἐσβυότουν τὸ γιοφύλλι,
καί, καθὼς ἔπεφτε τὸ φῶς ἀπὸ μία ράχη ὀπίσω,
εἶπε βραχνὰ ἡ πολύπαθη: Μ' ἀκαρτερεῖ – θὰ ζήσω!
Ξένη ἀπὸ τότες μέριμνα στὸ νοῦ της δὲ χωράει·
νὰ ἰδῇ γυρεύει μοναχὰ τ' ἀγῶρι π' ἀγαπάει,
ὁποῦ τῆς εἶναι, ὡς ἔχασε κάθε της ἄλλη ἐλπίδα,
μάννα, πατέρας, ἀδελφός, ὁλόκληρη πατρίδα.


Αυτά θυμάται η χαροκαμένη ορφανή πάνω στο πλοίο του γυρισμού. Και ενώ όλοι οι επιβάτες του πλεουμένου μέσα στην σιγαλιά της νύχτας αποκαμωμένοι έχουν γύρει και κοιμούνται, μονάχα αυτή ξάγρυπνη προσμένει να δεί τον γυαλό της γλυκιάς πατρίδας και μαζί εκείνον που την προσμένει.


Πλέει τὸ καράβι ἀδιάκοπα, κ' ἡ Πούλια ὡστόσο δείχτει,
στὸν οὐρανὸ ἀρμενίζοντας, πῶς εἶναι μεσανύχτι.
Ὅλα σιγοῦν. Στὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦντ' οἱ ἀνέμοι,
καί, κάθε ἀστέρι, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολάει καὶ τρέμει,
φαίνετ' ἀγγέλου σπλαχνικοῦ προσηλωμένο βλέμμα
στὸν κόσμο, ποῦ ποτίζεται πάντα μὲ δάκρυα κ' αἷμα.
Κἄποιο, στὰ βάθη τῆς νυκτός, Πνεῦμα καλὸ καὶ θεῖο
μ' ἐλεημοσύνη θἄγυρε τὰ μάτια καὶ στὸ πλοῖο,
ἂν ἕνα κούρασμα γλυκὸ κ' ὕπνος ἀγάλια ἐχύθη
σὲ τόσα ἐκεῖ, ποῦ λάχτιζαν, ἀπελπισμένα στήθη.
Ὅλοι κοιμοῦνται· μοναχὰ δὲν εἶναι σφαλισμένα
δύο μάτια οὐρανογάλαζα, δύο μάτια ἐρωτεμένα.
Ὁ στοχασμός, ποῦ γλήγορα θ' ἀράξῃ στ' ἀκρογιάλι,
ὅπου φαντάζεται νὰ ἰδῇ τὸν ἀκριβό της πάλι..


μα δεν αντέχει. Σιγα σιγά την παίρνει κι αυτήν ο ύπνος. Λίγο πριν αποκάμει ξύπνια ονειρεύεται του γυρισμού την ώρα… αυτήν την ώρα που τρία ολόκληρα χρόνια καρτερούσε


Ἂν στὸ ροδάτο μάγουλο σιγὰ σιγὰ τ' ἀέρι
μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ ξέπλεκα σγουρὰ μαλλιά της φέρῃ,
τ' ἀγαπημένου τὸ φιλὶ πῶς ἀγροικάει παντέχει,
καὶ νέα σὲ κάθε φλέβα της γλυκάδα οὐράνια τρέχει.
Θωράει λαγκάδια, καὶ βουνά, καὶ ξέφωτα, καὶ δάση,
τὴν ἐκκλησιά, τὸ σπίτι της, τὸ πατρικὸ λῃοστάσι·
ὅ,τι ποθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ τρεῖς χρόνους, ἡ καϊμένη,
ὡραία μορφὴ ὁλοφάνερη στὰ μάτια της λαβαίνει.
Ἀκούει πουλάκια ποῦ λαλοῦν, μελίσσια ποῦ βοΐζουν,
πλῆθος νερά, ποῦ ἀνάμεσα σταὶς πέτραις μουρμουρίζουν,
ἐδῶ τὸ κῦμα, ποῦ κουφὰ χτυπάει κατὰ ταὶς ξέραις,
τραγούδια ἐκεῖ, βελάσματα, κουδούνια καὶ φλογέραις.
Ἀπάνου, κάτου, ὁλόγυρα, στὴ μέση ἀπὸ τ' ἀμπέλια
ἀκούει τοῦ τρύγου ταὶς χαραίς, τοῦ τρύγου ἀκούει τὰ γέλια,
καί, μὲ τῆς κόρης τὸ σκοπό, τ' ἀγώρου μὲ τὸ στίχο,
ἄμετρους ἤχους, πὤκαναν ἁρμονικὰ ἕναν ἦχο,
ὡς κυματίζει ἀνάλαφρα στὸ φανταστὸ χορτάρι
ξένην αἰσθάνεται ἡδονὴ κ' ὕπνο ἀρχινάει νὰ πάρῃ,
μακρυά, σβυσμένη ἀκούοντας κάθε ὰρμονία τῆς Κρήτης,
ποῦ τὴ νανούριζε τερπνά, σὰ μάννα τὸ παιδί της.


Και στο όνειρό της πάλι τι άλλο; Εκείνος… ο δικός της Μάνθος τρελλός από την χαρά του τρέχει σαν παίρνει το χαμπέρι ότι γύρισε στο σπίτι της να την σφίξη στην αγκάλη του… πόσο την είχε ονειρευτεί αυτήν την ώρα! Πόσο θα χτυπούσε η καρδιά της σαν τον ξανααντίκρυζε…


«Ἔρχετ' ὁ Μάνθος, ἔρχεται!» στὸ νοῦ της λογαριάζει
τὰ χνάρια, ὁποῦ τὸ πόδι του 'ς ὅλο τὸ δρόμο ἀλλάζει:
θἆναι – στοχάζεται – κοντὰ στὸ πέρα μοναστῆρι!
Μὲς τ' ἀντικλάδι τοῦ χωριοῦ! στὴ βρύση! στὸ γιοφύρι!
Τὰ πρώτα σπίτια ὀγλήγορα τῆς γειτονιᾶς διαβαίνει!
Νάτος! ἐμπῆκε στὴν αὐλή· πετιέται καὶ ἀνεβαίνει!
Σπαρνοῦν τὰ φυλλοκάρδια της· χάμου γυρνάει τὸ βλέμμα·
πυρομαχοῦν τὰ μάγουλα καὶ ξεσταλάζουν αἷμα·
ἀλλὰ τ' ἁγνό της αἴσθημα τοῦ πόθου ἡ ὁρμὴ νικάει,
τὰ μάτια πάλε ἀπὸ τὴ γῆ σηκόνει – καὶ ξυπνάει.


Στο μεταξύ εχάραξε. Η Ευδοκία ανοίγει τα μάτια. Και σε λίγο η ματιά της αρχίζει να ξεχωρίζη από μακρυά τα βουνά της Κρήτης. Το μόνο που καταφέρνει τότε είναι να μπήξη μια φωνή που έκανε όλους τους επιβάτες να πεταχτούν όρθιοι… σηκώνοντας το χέρι της τους δείχνει εκείνο για το οποίο έμπηξε την φωνή της…


Ἡ Κρήτη! - δὲν ἐχύθηκε τέτοια φωνὴ τριγύρου;
Δὲν εἶν' ἀπάτη λογισμοῦ, δὲν εἶναι πλάσμα ὀνείρου·
ἀκόμα – νά! τῆς Εὐδοκιᾶς ἀχνολογάει τὸ στόμα·
ὁ μαγεμένος ἦχος του δὲν ἀποσβύστη ἀκόμα!
Ὤ! πῶς χουμᾶνε γιὰ νὰ ἰδοῦν τ' ἀγαπημένα μέρη,
ποῦ σημαδεύει ἀκίνητο τῆς κορασιᾶς τὸ χέρι!
Μὲ τὶ φωνή, ξανοίγοντας μακρυὰ τὸν Ψηλορίτη,
χίλιαις φωναὶς νὰ ξαναποῦν, ἡ Κρήτη! ἀκοῦς, ἡ Κρήτη!


Όλοι μα όλοι τότε στα χείλη τους δεν λέν τίποτα άλλο… μόνο μια λέξη «Κρήτη» φωνάζουν και γελούν και κλαίνε ένας συμφερτός δύσμοιρων πάνω σε ένα καράβι πόνου


Ἐκεῖ ποῦ κλαῖνε, καὶ γελοῦν, καὶ δυνατὰ φωνάζουν,
μ' ἀθώα τρομάρα τὰ μικρὰ στὰ μάτια ταὶς κυτάζουν
ψευδὰ τῆς Κρήτης τ' ὄνομα κατόπι ξαναλένε,
καί, σὰν τὴ μάννα τους καὶ αὐτά, χαμογελοῦν καὶ κλαῖνε.


Το καράβι σε λίγο πλησιάζει την ακτή. Οι ταξιδιώτες από τις βάρκες που τους πάνε στην ακτή ορμούν πηδώντας στην ακτή. Άλλοι τρέχουν και αγκαλιάζουν δικούς τους που τους αναμένουν, αλλοι φιλούν την γή κλαίοντας πέφτοντας στα γόνατα και με δάκρυα στα μάτια άλλοι υψώνουν τα χέρια στον ουρανό να ευχαριστήσουν τον δεσπότη Χριστό που τους ευλόγησε να ξαναδούν την μητρική γή τους.


Φωναίς, ἀντάραις, κλάϊματα, θερμῆς ἀγάπης λόγια,
μὲς τὴν πλημμύρα τοῦ καϊμοῦ πνιμένα μοιρολόγια,
ἄμετρα χέρια, ποῦ χτυποῦν μίαν ἀπαλάμη 'ς ἄλλη,
μύριους ξυπνοῦν ἀντίλαλους τριγύρου στ' ἀκρογιάλι.




(συνεχίζεται)





[1] Οι χριστιανικοί πληθυσμοί του νησιού, είχαν επαναστατήσει και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, όμως παρά τις σποραδικές επιτυχίες, η επανάσταση καταπνίγηκε. Το 1828 η Κρήτη πέρασε υπό τον έλεγχο του Αιγύπτιου ηγέτη, Μοχάμετ Άλη, αλλά το 1840 ξαναπέρασε υπό τον άμεσα έλεγχο της Υψηλής Πύλης. Το 1841 και το 1858 η Κρήτη επαναστάτησε και πάλι. Τελικά από το 1858 αναγνωρίστηκαν κάποια δικαιώματα στους Κρητικούς, όπως να οπλοφορούν, καθώς και σειρές κανονισμών σχετικά με το χριστιανικό δίκαιο και την απόλυτη ελευθερία της άσκησης της θρησκείας. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 θεωρείται το " δεύτερο '21". Οι συνθήκες για την έναρξη της Επανάστασης ήταν δυσμενείς κυρίως λόγω της πολιτικής κατάστασης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη. Από τη μια στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατεί διχασμένη πολιτική ατμόσφαιρα με την κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου σαφώς αντίθετη ενώ περισσότερο αποφασιστικός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της ρωσικής πολιτικής. Από τις μεγάλες Δυνάμεις, μόνο η Ρωσία που είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) έδειξε να ευνοεί και να υποκινεί μέσω του πρόξενου της στα Χανιά, Σπυρίδωνα Δενδρινό, και του υποπρόξενου Ιωάννη Μητσοτάκη στο Ηράκλειο.






Αχιλλέας Παράσχος: Ἀσμάτιον



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Φωτογραφία του Αχιλλέως Παράσχου, στο κάτω μέρος η υπογραφή του

Ο Αχιλλέας Παράσχος (πραγματικό όνομα Νασάκης ή Νασίκογλου· Ναύπλιο 1838 - Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1895) ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα, εκπρόσωπος της πρώτης Αθηναϊκής σχολής. Παράσχος ήταν το μικρό όνομα του πατέρα του.



Λορέντζος Μαβίλης: «Εις την Μίνναν»



ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Λορέντζος Μαβίλης



Ο Λορέντζος Μαβίλης γεννήθηκε το 1860 στην Ιθάκη έχοντας όμως Ισπανική καταγωγή. Ο παππούς του, εκ πατρός, ήταν πρόξενος της Ισπανίας στην Κέρκυρα, όπου η οικογένειά του είχε εγκατασταθεί. Μάλιστα εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.


Ἆσμα ἡρωικό και πένθιμο


Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
(1945)



ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ

  
                              1

Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος,
Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός,
Καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας,
Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες,



Τ’ ἀνείπωτα




Στίχοι – Μουσική – Πρώτη εκτέλεση:

Δημήτρης Ζερβουδάκης





Τα περασμένα καίγονται, στη λησμονιά πετάνε
Γίνονται αγιάτρευτες πληγές τις νύχτες και πονάνε
Στη λησμονιά σε πάνε…


Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Γλυκιά μου, μη χαθείς…


Και τα χαράματα σαν ’ρθει.. με μια λαχτάρα η προσμονή
Θα’ ναι μι’ αλλόκοτη χαρά, θα γίνει δίψα και φωτιά…
Θα’ ναι μι’ αλλόκοτη χαρά…


Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Γλυκιά μου, μη χαθείς…


Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί…
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στ’ ανείπωτα…
Απόψε, μη χαθείς…





Εἰρήνη στήν καρδιά




Ποιήμα του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακού ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





Εσύ που μόνον αυτήν αγάπησες και μίσησες μνηστήρες,
βρήκες τότε μόνον ειρήνη στην καρδιάν,
ωσάν τους χάλασες αντρίκια και φύκια
ξεβρασμένους τους ραίνουνε σε θάλασσες
και πήρες, εσύ είπες,
εκδίκηση να ποθούνε, να ζούνε για δύο χείλη ξένα
που μόνος δικαίωμα να φιλάς σύ είχες.



Μάνα πολλά μαλώνεις με


ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ


Μάνα, πολλά μαλώνεις με
κι εγώ μισέψω θέλει,
να πάω, μάνα, στην ξενιτιά,
να πάω, μάνα, στα ξένα,
να κάμεις μήνες, μάνα, να με ιδείς
καιρούς, μάνα, να μ’ ανταμώσεις,
να ‘ρθουν, μάνα μου, οι γιορτές
οι μεγαλοβδομάδες και να ‘μαι εγώ στην ξενιτιά.





Στο πλάι σου



Στίχοι: Παντελής Ροδοστόγλου
Μουσική: Διάφανα Κρίνα
Πρώτη εκτέλεση: Διάφανα Κρίνα



Στεκόμαστε γυμνοί απ' όνειρα
κάτω απ' τα μαύρα σύννεφα,
απόγονοι του τίποτα,
πελάτες της σιωπής.

Έχουμε τσέπες αδειανές
και στην καρδιά δυο μνήματα,
μια άδεια μποτίλια δίπλα στο κρεβάτι
είναι ο μόνος μας συγγενής.

Κορόνα γράμματα ποντάρουμε
το θάνατό μας,
την ίδια κλίση παίρνουμε
φλερτάροντας γκρεμούς
κι όταν δε θα 'χουμε πια τίποτα δικό μας
ο έρωτας θα μας τσακίσει
και θα μας κάνει αληθινούς.

Θα μ' αγαπάς, θα μ' αγαπάς
μα δε θα φτάνει,
άγονη βροχή θα πέφτει πάνω μου
το χάδι σου
και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι
και εγώ σαν γέρικο σκυλί μες το λιμάνι
θα πεθαίνω στο πλάι σου,
θα πεθαίνω στο πλάι σου,
θα πεθαίνω στο πλάι σου...


 
το τραγούδι:









«Κ.Π. Καβάφη, ‘‘Θερμοπύλες’’ (1903)»



μια διδακτική προσέγγιση για τη Β΄ Γυμνασίου

της
Αλεξάνδρας Μάλαμμα
Γυμνάσιο Αλιστράτης





Τιμή σ’ εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ’ ίσιοι σ’ όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ’ ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.

Και περισσότερη τιμή τούς πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ’ οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.


Περίληψη
Η εργασία που ακολουθεί αποτελεί μια πρόταση ανάγνωσης του ποιήματος «Θερμοπύλες» (1903) του Κ. Π. Καβάφη, στο πλαίσιο της διδακτικής της λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο. Συγκεκριμένα εφαρμόστηκε στην Β΄ τάξη του Γυμνασίου Αλιστράτης τον Μάρτιο του 2009.

Μεθοδολογία
Χωρίς να αποκλείουμε ούτε την ερμηνεία με βάση τις ιστορικο-κοινωνικές συνθήκες γέννησης του έργου (Γ. Βαλέτας50) ούτε την ψυχαναλυτική ή ψυχοκριτική μέθοδος (Τ. Μαλάνος51), στρεφόμαστε κυρίως στο ίδιο το κείμενο, επιλέγοντας κατά βάση την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση (close reading, Richards). Με βάση αυτήν την κειμενοκεντρική ερμηνευτική μέθοδο, ασκείται ο μαθητής-αναγνώστης να βρει «ό,τι υπάρχει μέσα στο κείμενο» και να αποκρυπτογραφήσει το νόημά του. Εξετάζουμε λοιπόν κάθε σημείο-σήμα και κάθε σύμβολο του ποιήματος, προσπαθώντας να «στραγγίσουμε» το νόημά του (T.S. Elliot, «τεχνική λεμονοστίφτη»). Ταυτόχρονα, λαμβάνουμε υπόψη παράλληλα κείμενα του ίδιου ποιητή αλλά και άλλων δημιουργών, τα οποία μέσα από ένα πλέγμα σχέσεων ομοιότητας και αντίθεσης με το εξεταζόμενο ποίημα, θα βοηθούσαν τα παιδιά στην καλύτερη κατανόησή του. (Τα κείμενα που προτείνω για συν-ανάγνωση με τις Θερμοπύλες είναι τα εξής:
α) «Che fait… il grand refuto», σε σχέση συνάφειας με τις «Θερμοπύλες» και «Οι Τρώες» σε σχέση αντίθεσης.
Η διδακτική αυτή προσέγγιση αποτελεί στα βασικά της σημεία το περιεχόμενο της εισήγησής μου στην «Ημερίδα των Φιλολόγων», που διοργανώθηκε από τις Σχολικές Συμβούλους του Ν. Σερρών στις 24 Ιούνιου 2009, εμπλουτισμένο με νέο υλικό.
β) το ευαγγελικό κείμενο του Λουκά για τη χήρα (Λουκά κα, 1-4) και γ) Οι Πύλες της φωτιάς (1998) του Σ. Πρέσσφιλντ (Steven Pressfield).
Αυτά για την αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων του ποιήματος. Παράλληλα και σε ό,τι αφορά τη μορφή (γλώσσα δηλαδή και στιχουργία), θα επέλεγα την επαγωγική μέθοδο, η οποία παρότι χρονοβόρα, φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματική∙ τα εξαγόμενα συμπεράσματα αφομοιώνονται και εμπεδώνονται καλύτερα.

Στοχοθεσία
Οι στόχοι της διδασκαλίας καθορίζονται από την ηλικία, την ικανότητα
πρόσληψης, αλλά και τις γνώσεις των μαθητών μας.
Επειδή είναι πολύ πιθανόν τα παιδιά στη Β΄ Γυμνασίου να μη γνωρίζουν τον Καβάφη (διότι λίγοι συνάδελφοι νομίζω επιλέγουν να διδάξουν το ποίημα «Δέησις» που εμπεριέχεται στα Κείμενα ΝΕΛ. Α΄ Γυμνασίου), ο πρώτος στόχος μας είναι κάπως γενικός: η γνωριμία των παιδιών με τον ποιητή. Θέλουμε να έρθουν οι μαθητές σε μια πρώτη επαφή με το έργο του Καβάφη και να υποψιαστούν την αξία του. Οι υπόλοιποι στόχοι είναι ειδικότεροι και σχετίζονται με το προς εξέταση ποίημα: να κατανοήσουν
τα παιδιά την πολυσημία του καβαφικού λόγου (μέσα από την αποκωδικοποίηση των συμβόλων που χρησιμοποιεί και μέσα από τη διπλή ή πολλαπλή ερμηνεία κάποιων στίχων) και τη διαχρονικότητα του κειμένου.

Διδακτικός σχεδιασμός
Εφόσον έχουμε επιλέξει τις διδακτικές μας μεθόδους και έχουμε θέσει τους στόχους μας, περνάμε στο σχεδιασμό της διδασκαλίας. Δίνω σε μορφή σχεδιαγράμματος την οργάνωση του μαθήματος και αναλύω κάθε κομμάτι της στη συνέχεια:
·        α. Αφόρμηση
·         β. Βιογραφικά στοιχεία του Καβάφη
·         γ. Τριμερής διαίρεση των έργων του Καβάφη
·         δ. Ανάγνωση του ποιήματος
·         ε. Ιστορικός σχολιασμός
·         στ. Συνεξέταση μορφής-περιεχομένου και κατά ενότητες σχολιασμός
·         ζ. Συνολική θεώρηση του ποιήματος
·         η. Αξιολόγηση της διδασκαλίας
α. Υπάρχει η άποψη ότι ένα ποίημα μπορεί να διδαχθεί χωρίς αφόρμηση, ώστε το στοιχείο της έκπληξης να αναδειχθεί εντονότερα. Προσωπικά επιλέγω πάντα την αφόρμηση, που στοχεύει αφενός μεν στην πρόκληση του ενδιαφέροντος των μαθητών, αφετέρου δε στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που θα εξασφαλίσει ή τουλάχιστον θα προετοιμάσει τη συνάντηση των μαθητών με τον ποιητή. Ειδικά για τις «Θερμοπύλες» φέτος επέλεξα το πιο εντυπωσιακό μέσο που είχα στη διάθεσή μου. Ένα βίντεο με τον Sean Connery να απαγγέλλει στα αγγλικά την «Ιθάκη» του Καβάφη, σε μουσική υπόκρουση Βαγγέλη Παπαθανασίου.
β. Όσον αφορά τα βιογραφικά, πιστεύω ότι για τη διδασκαλία των Θερμοπυλών στη Β΄ Γυμνασίου δε μας χρειάζονται οι βιογραφικές λεπτομέρειες (άλλωστε δε χρησιμοποιούμε στη μέθοδο ανάλυσης ούτε την ιστορική συγκυρία ούτε ούτε την ψυχολογία του συγγραφέα). Οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου, ο τόπος που έζησε, ένα σκίτσο ή μια φωτογραφία είναι ίσως αρκετά Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο σχολιασμός ενός χαρακτικού του Γ. Κεφαληνού για τον Καβάφη που μας δίνει ο Κώστας Βάρναλης:

«Κάποτες ο ξυλογράφος Γιάννης Κεφαληνός του έφκιασε το σκίτσο του με μελάνι.
Ο Καβάφης περίμενε πως ο φίλος του καλλιτέχνης θα τον κολάκευε, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι φωτογράφοι. Μα ο Κεφαληνός τον σκιτσάρισε όπως τον έβλεπε με την «καλλιτεχνική του όραση»: έναν εξηντάρη με πολύ πνευματική φυσιογνωμία, γεμάτον ειρωνική διάθεση, αλλά και καχυποψία, με μάτια που αλλού βλέπανε και αλλού κοιτάζανε. Ο Καβάφης άμα είδε τη φάτσα του θύμωσε. Τι διάολο καλλιτέχνης ήταν αφού δεν ήξερε ‘να ψεύδεται’! και ζήτησε από τον Κεφαληνό να σκίσει το χαρτί. Ο Κεφαληνός αρνήθηκε και τότες ο Καβάφης του απαγόρεψε να το δείξει πουθενά. Αυτό το σκίτσο δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του ποιητή στη Νέα Εστία(1933, τ.158)»

γ. Πριν περάσουμε στο ίδιο το προς εξέταση ποίημα, καλό θα ήταν να μιλήσουμε στα παιδιά για την τριμερή κατάταξη των έργων του Καβάφη και να τους μοιράσουμε φωτοτυπίες με αντιπροσωπευτικά έργα του, ζητώντας
α) να βρουν τις πηγές έμπνευσης του ποιητή
β) να εντοπίσουν την ιδιοτυπία του καβαφικού λόγου και
γ) να κατατάξουν τα έργα αυτά στις διάφορες κατηγορίες. Έτσι, με την αφόρμηση, τα λίγα βιογραφικά και τον εντοπισμό βασικών στοιχείων της ποιητικής του καβάφη εκπληρώνουμε τον πρώτο στόχο που θέσαμε.
δ. Τα παιδιά είναι τώρα έτοιμα να ακούσουν τις «Θερμοπύλες». Η ανάγνωση γίνεται από τον καθηγητή, εκτός αν επιλέξουμε να ακούσουν τα παιδιά την απόδοση του ποιήματος από κάποιον επώνυμο (πχ. από την ηθοποιό Κάτια Δανδουλάκη, τον καθηγητή Πανεπιστημίου Μίμη Σουλιώτη, κ.ά.). Αμέσως μετά την ανάγνωση ζητούμε από τα παιδιά να κατατάξουν το ποίημα σε μια από τις τρεις κατηγορίες της καβαφικής ποίησης. Το πιθανότερο είναι ότι στο σημείο αυτό τα παιδιά θα θεωρήσουν το ποίημα καθαρώς ιστορικό. Θα επανέλθουμε πάντως στο ζήτημα της κατάταξης μετά την ολοκλήρωση της ανάλυσης του ποιήματος, οπότε οι μαθητές μας πιθανόν να παρατηρήσουν ότι το ποίημα έχει ιστορικό ένδυμα αλλά φιλοσοφικό περιεχόμενο.
ε. Μετά την ανάγνωση ακολουθεί ο ιστορικός σχολιασμός. Εδώ ας μη
βιαστούμε θεωρώντας αυτονόητη τη γνώση των μαθητών για τη μάχη των Θερμοπυλών. Όσο καλύτερα αντιληφθούν τα παιδιά το ιστορικό περιστατικό, τόσο ευκολότερα θα αποκρυπτογραφήσουν και το ποίημα. Στο σημείο αυτό θα ήταν χρήσιμο να δείξουμε στα παιδιά την εικόνα του μνημείου για το Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, το επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου, καθώς επίσης μεταγενέστερες ή σύγχρονες αναπαραστάσεις της μάχης των Θερμοπυλών [π.χ. τον πίνακα «Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες»(1814) του Jacques Louis David ή σκηνές από την ταινία 300 (2007), μια κινηματογραφική μεταφορά του γραφικού μυθιστορήματος του Frank Miller, μυθοπλαστικής διασκευής για τη Μάχη των Θερμοπυλών (1998), σε σκηνοθεσία του Zack Snyder]
στ. Στη συνέχεια περνούμε στη συνεξέταση μορφής και περιεχομένου, αφού χωρίσουμε το ποίημα σε ενότητες. Εμείς – παρά το ότι το ποίημα είναι ήδη χωρισμένο από τον ποιητή μας σε δύο ενότητες – χωρίσαμε τρεις, έχοντας ως κριτήριο τη στίξη, αλλά και το νόημα (τρεις τελείες και άρα τρεις ενότητες).

Α΄ Ενότητα (στ. 1-2):
Στην πρώτη ενότητα, που αποτελείται από τους δύο πρώτους στίχους, δίνεται το θέμα του ποιήματος, που είναι η οφειλόμενη απόδοση τιμής σε όσους υπερασπίζονται «Θερμοπύλες».
Ερμηνευτικός σχολιασμός:
Θερμοπύλες: Οι Θερμοπύλες είναι ένα πασίγνωστο σύμβολο πολεμικής αρετής. Στους δύο πρώτους στίχους το σύμβολο υφίσταται κάποια διεύρυνση με τον προσδιορισμό ‘στη ζωή των’, που ανοίγει μπροστά μας ένα ευρύ χρονικό τόξο.
Οι Θερμοπύλες δεν μπορεί να είναι μόνο πολεμικές ή απαραίτητα πολεμικές.
ώρισαν: Αξίζει τιμή, σεβασμός σε κείνους που όρισαν, δηλαδή μόνοι τους, αυτοπροαίρετα, χωρίς ούτε πειθαναγκασμό ούτε ωφελιμιστικές επιδιώξεις αποφάσισαν να μένουν άκαμπτοι, αμετακίνητοι, όπως οι 300 του Λεωνίδα πάνω στις επάλξεις του χρέους.
και φυλάγουν (όχι να φυλάγουν, αλλά και φυλάγουν): Δε μένουν μόνο σε λόγια, διακηρύξεις και επιθυμίες, αλλά και στην πράξη υπηρετούν τους σκοπούς που θεωρητικά έθεσαν.
Γλωσσικός-αισθητικός σχολιασμός
Εντοπίζουμε ήδη από τον πρώτο στίχο την ιδιοτυπία του καβαφικού λόγου και τον υψηλό παρότι πεζολογικό τόνο του ποιήματος. Όσον αφορά τη μετρική, σημειώνουμε τη χρήση του ιαμβικού μέτρου και την ανυπαρξία ομοιοκαταληξίας.

Β΄ Ενότητα (στ. 3-10)
Στη δεύτερη ενότητα δίνεται το ήθος των Θερμοπυλομάχων, ο ηθικός κώδικας των ανθρώπων του χρέους ή αλλιώς οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ορίσουν και να φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ερμηνευτικός σχολιασμός
στ. 3: Ο στίχος ερμηνεύεται από όσους έχουν ασχοληθεί με το ποίημα ως εξής:
«χωρίς ποτέ να απομακρυνθούν από το χρέος». Με τη βοήθεια λεξικού εμείς  επιχειρήσαμε και μια άλλη ερμηνεία: «χωρίς ποτέ να παρακινηθούν από το χρέος»:
χωρίς δηλαδή ηθικές επιταγές που η παράδοση αναγκάζει κάποιον να τις ακολουθήσει αλλά αυτόβουλα, επειδή η αρετή είναι σύμφυτη με αυτού του μεγέθους τους ανθρώπους. Η ερμηνεία αυτή αναδεικνύει και την ειρωνεία του ποιήματος, εφόσον είναι πασίγνωστος ο ρόλος του χρέους για τους Σπαρτιάτες.
στ. 4-5: με αρετές όπως η δικαιοσύνη και η διάθεση ισότιμης συμπεριφοράς, αλλά χωρίς να χάσουν την ανθρωπιά τους με κατανόηση για τους «άλλους», όσοι αδυνατούν να πράξουν τα μεγάλα έργα (όμως οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σκληροί και ανελέητοι απέναντι σε όσους δείλιαζαν…). Δεν αποκόπτονται από την ανθρώπινη κοινωνία αυτοί οι μεγάλοι, οι ενάρετοι έχουν αισθήματα φιλαλληλίας και ευσπλαχνίας.
Ιδιαίτερα χρήσιμη εδώ είναι η συνεξέταση του ποιήματος με απόσπασμα από τις Πύλες της φωτιάς του Πρέσσφιλντ, όπου, σε μια πρώτη τουλάχιστον ανάγνωση, μπορεί κάποιος να διακρίνει τη μεγαλόψυχη στάση των αρχηγών των Σπαρτιατών σε τρεις Θηβαίους λιποτάκτες.
στ. 6-8: γενναίοι = γενναιόδωροι είτε είναι πλούσιοι είτε είναι φτωχοί.
Συνεξετάζουμε τους στίχους αυτούς με το ευαγγελικό χωρίο Κατά Λουκάν κα, 1-4 για το δίλεπτο της χήρας.
στ. 9-10: φιλαλήθεις, αλλά και μεγαλόψυχοι και συγχωρητικοί προς τους
ψευδομένους. Ο ενάρετος δεν θα ήταν ενάρετος, αν φθονούσε, μισούσε όσους ατομικιστικά επιζητούν το συμφέρον τους, χωρίς να πράττουν το κοινωνικό καθήκον τους. Ο ενάρετος είναι μεγαλόψυχος και η μεγαλοψυχία δεν καταδέχεται συγκρίσεις με τους άλλους και αρνητικά συναισθήματα.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης βέβαια θα μπορούσαμε να επισημάνουμε όχι μεγαλοψυχία αλλά βαθιά εκδικητική διάθεση που θα ταίριαζε με μια ειρωνική ανάγνωση του ποιήματός μας. Εννοούμε ότι το να αφήσει κανείς λιποτάκτες να επιζήσουν σε μια κοινωνία με αξιακό σύστημα σαν των Σπαρτιατών κάθε άλλο παρά ευσπλαχνία φανερώνει.
Γλωσσικός-αισθητικός σχολιασμός
Στην ενότητα αυτή παρατηρούμε ότι γίνεται συχνή χρήση επιθέτων (πράγμα που δε συνηθίζεται στην ποίηση του Καβάφη58) και μετοχών, ενώ παράλληλα υπάρχουν επαναλήψεις λέξεων και χρήση συνωνύμων για έμφαση.

Γ΄ Ενότητα (στ. 11-14)
Στην τρίτη ενότητα έχουμε το αποκορύφωμα της αρετής και την απονομή
μέγιστης τιμής σε αυτούς που προβλέπουν την ήττα αλλά συνεχίζουν τον αγώνα. Στην ενότητα αυτή ο Εφιάλτης και οι Μήδοι χρησιμοποιούνται ως σύμβολα. Ο Εφιάλτης μπορεί να είναι συνώνυμο του προδότη, να αντιπροσωπεύει τις δυσμενείς αντικειμενικές συνθήκες ή ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό σε κάποια δύσκολη στιγμή. Οι Μήδοι μπορεί να αντιπροσωπεύουν σε συλλογικό επίπεδο τον εθνικό εχθρό ή ακόμη και την πολιτισμική άλωση του έθνους ή σε ατομικό επίπεδο την αλλοτρίωση
του ανθρώπου. Εδώ ο Καβάφης τιμά και εξυψώνει τον άνθρωπο τον τοποθετεί στην υψηλότερη κλίμακα αρετής που μπορεί να φτάσει. Εδώ η τήρηση του χρέους γίνεται δράμα. Αλλωστε είναι «δραματικοί» οι ήρωες του Καβάφη. Η εμφάνιση του Εφιάλτη κάνει σύμβολο διαχρονικό τις Θερμοπύλες.
επί τέλους: Στο Λεξικό του Δημητράκου το «επί τέλους» εκφράζει ‘αδημονίαν ή αγανάκτησιν είτε και ικανοποίησιν διά τι γενόμενον μετά πολλήν καθυστέρησιν’. Με βάση αυτήν την ερμηνεία δεν μπορούμε παρά να κάνουμε μια ειρωνική ανάγνωση του στίχου, η οποία συνακολούθως υπονομεύει το σύμβολο των Θερμοπυλών και το μέχρι τώρα νοηματικό περιεχόμενο του ποιήματος. Μια τέτοια ανάγνωση επιχειρεί ο Ξ. Κοκόλης. Εξάλλου ο τρόπος με τον οποίο ο Καβάφης συνδυάζει τη δημοτική με την καθαρεύουσα (στην προκειμένη περίπτωση συνύπαρξη των συνωνύμων «στο τέλος»- «επιτέλους») αποτελεί μέσο λεκτικής ειρωνείας που εντείνει τη δραματική ειρωνεία.
Ωστόσο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει [στη Β΄ Γυμνασίου αυτό επιλέγουμε] ότι το «επί τέλους» αποτελεί έναν ‘αθώο’ χρονικό προσδιορισμό, που απλώς επαναλαμβάνει το «στο τέλος» του προηγούμενου στίχου. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι στίχοι αυτοί: «που έχουν κλασική ή και ρομαντική προέλευση (το χρέος για το χρέος ανεξάρτητα από συνέπειες) προσδίδουν στο ποίημα την τραγική κορύφωσή
του»
Γλωσσικός– αισθητικός σχολιασμός:
Στην Τρίτη ενότητα ο τόνος πέφτει, η γλώσσα γίνεται καθαρή δημοτική και οι επαναλήψεις των στίχων δε φαίνεται να αποσκοπούν στην έμφαση, αλλά (ίσως) στον προβληματισμό του αναγνώστη.
Γενικά ο τόνος του ποιήματος είναι μάλλον πεζολογικός: «στιχουργημένη πρόζα» λέει για την ποίηση του Καβάφη ο Τ. Μαλάνος. «Ο Καβάφης είναι ένα όριο, όπου η ποίηση απογυμνώνεται, προσεγγίζοντας την πρόζα» γράφει ο Σεφέρης στις Δοκιμές του. Χωρίς λοιπόν λυρική έξαρση, χωρίς πολλά σχήματα λόγου, χωρίς μουσικότητα, με λιτό λεξιλόγιο, με «ψεύτικη» κατά το Βάρναλη γλώσσα (κακή καθαρεύουσα ή κακή δημοτική) κ ι ό μ ω ς η ποίηση αυτή μας συγκινεί. Μας συγκινεί γιατί «στο βάθος της είναι δραματική. Έχει κίνηση, ηθοποιία, ζωντάνια, επιγραμματική λιτότητα, έχει πολλή σκέψη και πικρήν ειρωνεία, και ‘περαίνει δι’ ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν»
Με τη χρήση της καθοδηγούμενης αυτενέργειας και με εργαλεία τη Γλώσσα (λεξικό, στίξη, πολυσημία), την Ιστορία και την παράλληλη ανάγνωση άλλων κειμένων βοηθούμε τα παιδιά να οδηγηθούν σε επιμέρους συμπεράσματα και να ερμηνεύσουν το ποίημα.

ζ. Το επόμενο και τελευταίο στάδιο της διδασκαλίας μας είναι φυσικά η
συνολική θεώρηση. Εδώ ανακεφαλαιώνουμε, ολοκληρώνουμε το νόημα του ποιήματος και Εδώ μιλάει ο καθηγητής ανακεφαλαιώνοντας και ολοκληρώνοντας το νόημα του ποιήματος και το συνδέουμε με το εδώ και το τώρα των μαθητών μας. Άλλωστε πολλοί, μεταξύ των οποίων και ο Σεφέρης, κρίνουν τον Καβάφη «οξύτατα σύγχρονο».

η. Τέλος, μέσα από κατάλληλες ερωτήσεις ελέγχουμε αν επιτεύχθηκαν οι
στόχοι μας. Για την αξιολόγηση της διδασκαλίας μπορούμε να δώσουμε στους μαθητές μας ένα φύλλο εργασίας με ενδεικτικές ερωτήσεις του τύπου σωστό ή λάθος.
Μετά την ολοκλήρωση της διδασκαλίας θα ήταν χρήσιμο και ευχάριστο να ακούσουν οι μαθητές το ποίημα μελοποιημένο από το συνθέτη Γιάννη Πετρίτση και ερμηνευμένο από τον Αλέξανδρο Χατζή, από το CD «Αγαπητέ κύριε Καβάφη» (2007), παρακολουθώντας και σχετικό βιντεάκι.

Διδακτικές δυσκολίες:
α) Το ποίημα γενικά είναι δυσκολονόητο, ειδικά για μαθητές της Β΄ Γυμνασίου.
β) οι ελλιπείς ιστορικές γνώσεις των μαθητών.
γ) Η δυσκολία στην αποκωδικοποίηση του συμβολισμού των Θερμοπυλών. (Ευκολότερα βρίσκουν τα παιδιά το συμβολισμό του Εφιάλτη και των Μήδων).
δ) Ερμηνευτικά μας δυσκόλεψε ο στ. 3 (ίσως γιατί το κινώ είναι ρήμα ενεργητικής φωνής αλλά με μέση ή παθητική διάθεση ε) Κάποιες δυσκολίες παρουσιάστηκαν και στο στ. 5, που ξεπεράστηκαν όμως από την ανάγνωση ενός αποσπάσματος του Πρέσσφιλντ.


Βιβλιογραφία
 Βαγενάς, Νάσος. 1999. «Η ειρωνική γλώσσα», στο Πιερής Μιχάλης, Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων (επιμ.), Ηράκλειο Κρήτης, ΠΕΚ. σσ. 347-358.
 Βαλέτας, Γ. 1967. Αναλύσεις Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων. Αθήνα, Πέτρου.
 Κοκόλης, Ξ. Α. 1985. “Θερμοπύλες” και “Πάρθεν”. Ένα πλην και ένα συν στην ποίηση του Καβάφη. Θεσσαλονίκη. University Studio Press.
 Κοκόλης, Ξ. 2007. Τριάντα παρωδίες ποιημάτων του Κ. Π. Καβάφη. Αθήνα. Καστανιώτης.
 Μαλάνος, Τ. Καβάφης. Δίφρος.
 Μαρωνίτης Δημήτρης. 1999. «Υπεροψία και μέθη. Ο ποιητής και η ιστορία», στο Πιερής Μιχάλης, Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων (επιμ.), Ηράκλειο Κρήτης. ΠΕΚ, σσ. 269.
 Παπανούτσος, Ε. Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Αθήνα. Ίκαρος, χ.χ.
 Πιερής Μιχάλης. 1999. Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη. Επιλογή κριτικών κειμένων (επιμ.), Ηράκλειο Κρήτης. ΠΕΚ, σσ. 397-411.
 Πιερής Μιχάλης, «Καβάφης και Ιστορία».
 Σεφέρης, Γ. «Κ. Π. Καβάφης, Θ. Σ. Έλιοτ. Παράλληλοι» & «Ακόμη λίγα για τον Αλεξανδρινό», Δοκιμές, Α΄σσ. 324-363 & 364-457.
 Τζουβέλης Σπύρος. 1998. Ταξίδι στην ιστορία, Αθήνα, Καστανιώτης. σ.71.