Πολιτική Σκέψη στον Ξενοφώντα.





Η εικόνα του Ξενοφώντα ως διανοούμενου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ως συγγραφέας έμεινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά-βιογραφικά του έργα, επιχειρώντας να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη. Ωστόσο, προχώρησε και στη συγγραφή πονημάτων με βάση τα δικά του ενδιαφέροντα, τα οποία εμφανίζουν μια διδακτική-φιλοσοφική διάσταση. Παρακάτω θα εξετάσουμε ορισμένα από τα τελευταία (Ιέρων, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, ψευδοξενοφόντεια Αθηναίων Πολιτεία) αλλά και την υποδειγματική βιογραφία περί της Κύρου Παιδείας, εστιάζοντας στις πολιτικές απόψεις που απηχούνται σε αυτά.


Το "μικτό"πολίτευμα των πλατωνικών Νόμων ως εναλλακτική της "φιλοσοφικής" μοναρχίας.



Οι Νόμοι αποτελούν χωρίς αμφιβολία το ογκωδέστερο από τα πλατωνικά έργα κι ως ένα βαθμό λειτουργούν ως επιστέγασμα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Εκδόθηκαν πιθανόν μετά τον θάνατο του Πλάτωνα από τον μαθητή του Φίλιππο Οπούντιο, η σύλληψη του σχεδίου, ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από την 7η Επιστολή, είχε γίνει ήδη από το 361 π.Χ., οπότε και ο φιλόσοφος επιχείρησε μαζί με τον Διονύσιο τον νεότερο την σύνταξη προοιμίων, προκειμένου να επισυναφθούν σε νόμους. Αν και διατηρεί τη μορφή του διαλόγου, στην ουσία πρόκειται για μονόλογο του Αθηναίου Ξένου ενώπιον του Κρητικού Κλεινία και του Σπαρτιάτη Μέγιλλου. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τη σύνδεση των επιμέρους μερών του έργου, σίγουρα όμως καθώς προχωρά, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον καταλήγοντας στην έκθεση μιας μορφής «ποινικού» και «αστικού» κώδικα.


ΘΕΟΙ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΝ ΣΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ





Η αρχαία ελληνική θρησκεία από ομηρικής και ησιόδειας εποχής συνίστατο στη λατρεία κατά βάση του Ολυμπιακού Δωδεκάθεου και αλλά και άλλων θεών, όπως αυτοί που αντικατοπτρίζονταν στα έργα των ποιητών, που αποτελούσαν τη βάση της παιδείας. Σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους νέες λατρείες, αθεϊστικές και αγνωστικιστικές τάσεις, οι οποίες ενισχύθηκαν με τη δράση των σοφιστών και των εν γένει υλιστών της εποχής. Οι «γραφές ασεβείας» αυξήθηκαν αποτελώντας πολλές φορές την πρόφαση για την καταδίκη πολιτών, όπως για παράδειγμα του Σωκράτη, ενώ στην πραγματικότητα τα αίτια ήταν πολιτικής φύσεως. 



"Σωκρατικά Έργα" και Πολιτική.






Προτού ξεκινήσουμε τη συγκριτική προσέγγιση των σωκρατικών έργων του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα και ειδικότερα των σχετικών με την πολιτική ιδεών, που αποτυπώνονται σε αυτά, κρίνεται σκόπιμο να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις. Το λεγόμενο «σωκρατικό πρόβλημα» με την αδυναμία ακριβούς εντοπισμού των σωκρατικών θέσεων είναι η πρώτη από αυτές.[1] Το εγχείρημα διακρίβωσης των σωκρατικών θέσεων υπερβαίνει τους στόχους της παρούσας προσπάθειας. Κύριος σκοπός της έκθεσης των πολιτικών θέσεων των σωκρατικών έργων είναι η συγκριτική τους ανάγνωση, προκειμένου να εντοπιστεί ο τρόπος απόδοσης των σωκρατικών θέσεων για ζητήματα πολιτικής φύσεως από τους δύο μαθητές του, τον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα. Ανεξάρτητα, λοιπόν, από το αν οι απόψεις που παρατίθενται στα συγκεκριμένα έργα αποτελούν πραγματικά απόψεις του Σωκράτη, θα επικεντρωθούμε σε αυτές αντιμετωπίζοντάς τες ως τη βάση της πολιτικής σκέψης των συγγραφέων τους.



Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ "ΣΩΚΡΑΤΙΚΩΝ" ΕΡΓΩΝ




1.ΠΡΩΙΜΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ


Οι πρώιμοι πλατωνικοί διάλογοι, επονομαζόμενοι και ως σωκρατικοί, όπως μαρτυρεί και η ίδια η ονομασία τους, επικεντρώνονται στην προσωπικότητα του Σωκράτη και στη δράση του στην Αθηναϊκή κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο αποκαλύπτεται η προσπάθεια του Πλάτωνα να παρουσιάσει την άδικη καταδίκη του δασκάλου του, η οποία -αντίθετα με τις κατηγορίες που διατυπώθηκαν- είχε κυρίως πολιτικά αίτια. Οι κατήγοροι του Σωκράτη, Μέλητος, Άνυτος και Λύκων, εμφανίζονται να εκπροσωπούν τους παλαιότερους και πιο επικίνδυνους κατηγόρους του, τους ποιητές, τους τεχνίτες και τους ρήτορες, στους οποίους ο Σωκράτης άσκησε έλεγχο δεικνύοντας τη θεϊκή έμπνευση, την επίφαση γνώσης πέραν της τέχνης τους και την εν γένει επίφαση γνώσης αντίστοιχα (Απολ. 21b-22e, 23e-24a).



Ηρόδοτος: μεταξύ μύθου και πολιτικής φιλοσοφίας.



Στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό συγγράφει την ιστορία των επιχειρήσεων Ελλήνων και «βαρβάρων» ως μια ιστορία συνεχούς εναλλαγής ακμής και παρακμής των πόλεων στα πλαίσια σύγκρουσης Δύσης και Ανατολής. Ο ίδιος έζησε στο μεταίχμιο των δύο κόσμων, εμπλεκόμενος αρχικά στην προσπάθεια των Αλικανασσέων να ανατρέψουν την τυραννία του φιλοπέρση Λύγδαμη και πραγματοποιώντας στη συνέχεια ταξίδια στην Ανατολή, την Αθήνα και τη Δύση, όπου μετά το 444/3 π.Χ. εγκαταστάθηκε στην πανελλήνια αποικία των Θουρίων. Οι προσωπικές εμπειρίες των διαφορετικών πολιτισμών σε συνδυασμό με το ανθρωποκεντρικό ενδιαφέρον του τον οδήγησε στην ενδελεχή εξέταση των ηθών, των εθίμων και του τρόπου ζωής των λαών της Ανατολής και της Δύσης με σκοπό μέσα από τη μεταξύ τους αντιδιαστολή να μην μείνουν «ἀκλεᾶ» και ξεχαστούν με το πέρασμα του χρόνου «ἔργα μεγάλα τε καὶ θωμαστά». 



Τραγωδία, Κωμωδία και Πολιτική



Για τη γέννηση της δραματουργικής ποίησης διαθέτουμε πληροφορίες που μας μετατοπίζουν στη Σικελία του 6ου αι. π.Χ. Ωστόσο, αναμφισβήτητα η εδραίωση του αρχαίου δράματος πραγματοποιείται στην Αττική του 5ου αι .π.Χ. με τη δημοκρατία της Αθήνας να παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες για την πνευματική άνθηση. Η τραγωδία θεσμοθετείται από τον Πεισίστρατο το 535 π.Χ. εντασσόμενη στα πλαίσια των διονυσιακών εορτών πιθανόν με σκοπό την εξασφάλιση της λαϊκής συναίνεσης. Το 442 π.Χ. θεσπίζεται  ο κωμικός αγώνας στα πλαίσια των Ληναίων, επίσης θρησκευτικής εορτής. Ο επώνυμος άρχοντας διόριζε τους χορηγούς, που θα αναλάμβαναν τις δαπάνες των παραστάσεων, οι οποίοι σε περίπτωση νίκης απολάμβαναν το κύρος και τη δημόσια τιμή. Το κοινό των παραστάσεων περιλάμβανε όλους τους Αθηναίους πολίτες και τους παρεπιδημούντες, αποκλείοντας τις γυναίκες, συνέπιπτε, δηλαδή, όσον αφορά το αθηναϊκό πλήθος, με τους πολίτες που συμμετείχαν στην Εκκλησία του δήμου και την Ηλιαία. Ταυτόχρονα, τα Μεγάλα Διονύσια, εορτή της άνοιξης -οπότε λάμβαναν χώρα οι εμπορικές δραστηριότητες-, προσείλκυαν μη Αθηναίους θεατές προσφέροντας την ευκαιρία για «ιμπεριαλιστική προπαγάνδα». Ο πολιτικός χαρακτήρας του αρχαίου δράματος γίνεται αντιληπτός και από το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι αγώνες δεν σταμάτησαν, παρά μόνο μειώθηκαν. Στην τραγωδία, η πολιτική στόχευση πραγματοποιείται μέσω «συμβολικής γλώσσας», αφού το περιεχόμενό της είναι κατά κανόνα μυθολογικό, ενώ στην κωμωδία γίνονται καυστικές αναφορές σε πολιτικά πρόσωπα και καταστάσεις της εποχής.