Πολιτική Σκέψη στον Ξενοφώντα.





Η εικόνα του Ξενοφώντα ως διανοούμενου παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία. Ως συγγραφέας έμεινε γνωστός κυρίως για τα ιστορικά-βιογραφικά του έργα, επιχειρώντας να συνεχίσει το έργο του Θουκυδίδη. Ωστόσο, προχώρησε και στη συγγραφή πονημάτων με βάση τα δικά του ενδιαφέροντα, τα οποία εμφανίζουν μια διδακτική-φιλοσοφική διάσταση. Παρακάτω θα εξετάσουμε ορισμένα από τα τελευταία (Ιέρων, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, ψευδοξενοφόντεια Αθηναίων Πολιτεία) αλλά και την υποδειγματική βιογραφία περί της Κύρου Παιδείας, εστιάζοντας στις πολιτικές απόψεις που απηχούνται σε αυτά.


ΙΕΡΩΝ
Στο ομώνυμο διαλογικό έργο ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρων Α΄ διαλέγεται με τον Σιμωνίδη, τον πρώτο «επαγγελματία» ποιητή, που τριγυρνούσε στις αυλές των ισχυρών της εποχής τους «πουλώντας» τους στίχους του. Ο Ιέρων υπήρξε σκληρός στη διακυβέρνησή του εισάγοντας ωτακουστές, προκειμένου να διαφυλάξει το καθεστώς του, συνάμα όμως με πνευματικές ανησυχίες συγκεντρώνοντας στην αυλή του σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής, όπως τον Βακχυλίδη, τον Επίχαρμο, τον Ξενοφάνη, τον Αισχύλο και τον Σιμωνίδη. Στο πρώτο μισό του εν λόγω διαλόγου ο εξομολογητικός τόνος κυριαρχεί, με τον Ιέρωνα να τοποθετείται περί τυραννίας με τρόπο που αποκαλύπτει τις πνευματικές του ανησυχίες. Γίνεται μια «εκλογίκευση», θα μπορούσε να πει κανείς, των συνθηκών κάτω από τις οποίες ζει ένας τύραννος, συνθήκες οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές από τους πολλούς, που μένουν στα επιφανειακά κίνητρα και επακόλουθα του εν λόγω καθεστώτος. Το έργο ανήκει στο είδος εκείνο των έργων που αποσκοπούν στη θέσπιση κανόνων συμπεριφοράς σκιαγραφώντας την εικόνα ενός ιδανικού βασιλιά και πολιτικού.[1]

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μολονότι το έργο είναι διαλογικό, ο Σωκράτης που επανειλημμένα εμφανίζεται σε άλλα έργα του Ξενοφώντα, απουσιάζει. Έχει προταθεί η εξήγηση που θέλει την απουσία του Σωκράτη ως αποτέλεσμα του ίδιου του θέματος του διαλόγου, το οποίο κρίνεται ιδιαίτερα απόμακρο από τις αντιλήψεις του τελευταίου, όπως ακριβώς η ίδια εξήγηση δίνεται και για την απουσία του από τους πλατωνικούς Νόμους.[2] Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να ισχύει, αφού το ίδιο θέμα, το κατά πόσο δηλαδή ένας τύραννος είναι ευτυχισμένος ή όχι, απαντάται και στους πλατωνικούς διαλόγους με τον Σωκράτη να είναι παρών και να μετέχει στη συζήτηση. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η εκδοχή που ισχυρίζεται ότι ο κόσμος που αντικατοπτρίζεται στο εν λόγω έργο δεν είναι η Σικελία των αρχών του 5ου αι. π.Χ., αλλά η Αθήνα του 4ου αι.[3]

Σχετικά με την επιλογή των διαλεγόμενων προσώπων χαρακτηριστική κρίνεται αντίστοιχη αναφορά στη 2η Επιστολή του Πλάτωνα (2.310e5-311b6), όπου επισημαίνεται ότι οι άνθρωποι αρέσκονται να μιλούν για περιπτώσεις που η σοφία συναντά τη δύναμη κι έτσι πολλοί είναι εκείνοι, μεταξύ τους και ο Παυσανίας, που όταν αναφέρονται στον Ιέρωνα, αναφέρονται και στον Σιμωνίδη. Εφόσον, όμως, δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολόγηση της 2ης Επιστολής ούτε και την πατρότητά της με ασφάλεια, ενδέχεται η εν λόγω αναφορά να εμπερικλείεται από τον συγγραφέα της, έχοντας υπόψη του τον Ιέρωνα. Όπως και να έχει όμως, γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη μιας παράδοσης στον συσχετισμό δύο προσώπων από τα οποία το ένα είναι εκπρόσωπος της σοφίας και το άλλο της εξουσίας.[4] Κάτι αντίστοιχο είχε επιχειρήσει και ο Ηρόδοτος φέρνοντας στο προσκήνιο τη συζήτηση Σόλωνα- Κροίσου, μόνο που στην περίπτωση του Ξενοφώντα, τα ηνία της συζήτησης έχει ο μονάρχης και όχι ο εκπρόσωπος του πνεύματος.[5]

Εξετάζοντας το ίδιο το έργο, αυτό ξεκινά με τον Ιέρωνα να εξομολογείται τον τρόπο που ο ίδιος βιώνει την τυραννική εξουσία και από τα λεγόμενά του προκύπτει ότι οι τύραννοι, αν και επικρατεί η αντίθετη άποψη, στην πραγματικότητα δεν μπορούν να ευχαριστηθούν τις απολαύσεις των αισθήσεων. Δεν μπορούν να παρευρίσκονται σε θεάματα χωρίς να φοβούνται για τη ζωή τους, όλα τα ευχάριστα ακούσματα και οι έπαινοι προς το πρόσωπό τους από τους συμπολίτες τους είναι επιφανειακές κολακείες, τα πλουσιοπάροχα γεύματά τους επιφέρουν γρηγορότερα τον κορεσμό και μειώνουν τη διάρκεια της απόλαυσης και μολονότι τα υλικά είναι εκλεκτά, η τροφή δεν παύει να είναι απλώς μέσω συντήρησης και όχι ικανοποίησης. Δεν απολαμβάνουν τις ερωτικές σχέσεις, αφού αυτές είναι αποτέλεσμα φόβου κι όχι εκούσιου φιλικού δεσμού (Ιέρων 1).

Τα πλούτη και η δύναμη δεν είναι αρκετά για να καταστήσουν τους ίδιους τους τυράννους ευδαίμονες, αφού εντός της ψυχής τους ο φόβος επικρατεί και δεν τους αφήνει να μετέχουν στα μεγαλύτερα αγαθά, αλλά αντίθετα αναγκάζονται να επιδίδονται στα μεγαλύτερα κακά. Ζουν πάντοτε σε συνθήκες πολέμου, αφού όλοι είναι εχθροί τους, ακόμη και εντός της πόλης τους. Υποκινούμενοι από φόβο επιδίδονται σε πράξεις που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι δεν είναι προς όφελος της πόλης τους και δεν είναι περήφανοι που προβαίνουν σε αυτές (Ιέρων 2). Σκοτώνουν ακόμη και γονείς, παιδιά, αδέρφια, σκοτώνονται από συζύγους κι επιστήθιους συντρόφους, άτομα με τα οποία θα έπρεπε να διατηρούν τους πλέον στενούς δεσμούς αγάπης και αφοσίωσης (Ιέρων 3).

Ο τύραννος δεν έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν, αφού οι φονιάδες των τυράννων επαινούνται και δέχονται τις μέγιστες τιμές. Το ότι έχει περισσότερα αγαθά από τους υπόλοιπους δεν συνεπάγεται ότι είναι και πιο ευτυχισμένος, γιατί οι επιθυμίες του είναι μεγαλύτερες: επιθυμεί πόλεις, λιμάνια κ.ο.κ. Κι ακόμη, ο ίδιος δαπανά πολλά χρήματα για την ίδια του την ασφάλεια, πράγμα που τον οδηγεί σε ολοένα και περισσότερες αδικίες και αρπαγές (Ιέρων 4).Οι δίκαιοι, οι σοφοί και οι ανδρείοι άνθρωποι συνιστούν απειλή για έναν τύραννο με αποτέλεσμα ο ίδιος να προσεταιρίζεται άδικους και δουλοπρεπείς. Αγαπά την πόλη του, όμως το καθεστώς του τον αναγκάζει να την κακομεταχειρίζεται. Χρησιμοποιεί ξένους ως φρουρούς του κι επιθυμεί οι πολίτες του να είναι όσο φτωχότεροι γίνεται, ώστε να παραμένουν υποτακτικοί (Ιέρων 5). Κάνει τους ελεύθερους δούλους και τους δούλους ελεύθερους, προκειμένου να διαφυλάξει τη δική του ασφάλεια και ποτέ δεν είναι βέβαιος για την πίστη των φυλάκων του, αφού ακόμη κι εκείνοι λαμβάνοντας μισθό ενδέχεται, αφού πλουτίσουν, να επιχειρήσουν ακόμη και να τον σκοτώσουν. Έτσι, οι τύραννοι σκοτώνουν όσους φοβούνται, δεν γίνεται όμως να τους σκοτώσουν όλους (Ιέρων 6).

Όσον αφορά τις τιμές, επισημαίνεται ότι κι αυτές είναι αποτέλεσμα φόβου και όχι πηγαίας εκτίμησης. Το γεγονός ότι όλοι οι τύραννοι προσπαθούν να διατηρήσουν το καθεστώς τους όσο περισσότερο μπορούν, αιτιολογείται ως μια κατάσταση αναγκαστική, αφού κανείς τους δεν μπορεί να αναστρέψει όλα όσα προκάλεσε: φόνους, φυλακίσεις, αρπαγές κ.ο.κ. και το μόνο που του απομένει, για να αποδεσμευτεί, είναι η αυτοκτονία (Ιέρων 7). Με αφορμή το ζήτημα των τιμών γίνεται η μετάβαση στο δεύτερο μέρος του διαλόγου, όπου επικρατεί η συμβουλευτική-παραινετική διάσταση εκ μέρους του Σιμωνίδη προς τον Ιέρωνα σχετικά με τον τρόπο που ένας άρχοντας μπορεί να επιτύχει την πραγματική φιλία των συμπολιτών του. Το τμήμα αυτό του έργου αποτελεί το συνδετικό κρίκο με άλλα έργα του Ξενοφώντα εκφράζοντας το όραμά του για έναν «αναμορφωμένο τύραννο», η περιγραφή του οποίου βρίσκει αντιστοιχία σε μεγάλο βαθμό με τους ηγεμόνες της ελληνιστικής περιόδου.[6]

Ο ποιητής επισημαίνει ότι η απότιση τιμών και βραβείων σε όσους προβαίνουν σε καλές πράξεις, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ευημερία της πολιτείας, αφού όλοι θα επιδίωκαν την προσωπική τους επιβράβευση (Ιέρων 9). Επιπρόσθετα, χρήσιμη προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν η χρήση φυλάκων επί πληρωμή για όλη την πόλη αντί για την ιδιωτική του ασφάλεια (Ιέρων 10) και γενικότερα η πρόταξη της πόλης έναντι των προσωπικών του αναγκών. Κατά αυτό τον τρόπο ο ίδιος ανταγωνιζόμενος τους άρχοντες των άλλων πόλεων σε ό,τι αφορά την ευδαιμονία της πόλης του, θα γινόταν αγαπητός στους πολίτες, θα μπορούσε να τους εμπιστεύεται και να νιώθει ασφαλής, αφού κι εκείνοι εκούσια θα τον αγαπούσαν για τις αγαθοεργίες του. Τον συμβουλεύει να πλουτίζει τους φίλους του και την πολιτεία, γιατί έτσι θα πλουτίζει τον εαυτό του. Αντιμετωπίζοντας την πόλη του ως σπίτι του, τους συμπολίτες ως συντρόφους του, τους φίλους του ως παιδιά του και τα παιδιά του ως την ίδια του την ψυχή, κανείς δεν θα τον φθονεί για την ευδαιμονία του (Ιέρων 11).

ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Η πατρότητα του συγκεκριμένου έργου έχει αμφισβητηθεί, κυρίως επειδή ακολουθείται από την Αθηναίων Πολιτεία, στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Οι περισσότεροι, ωστόσο, από τους ερευνητές εξακολουθούν να το αποδίδουν στον Ξενοφώντα ως μαρτυρία του φιλολακωνισμού του και του θαυμασμού του για τη Σπάρτη. Γενικά, ο όρος «Πολιτεία» αποδίδεται σε έργα των οποίων οι συγγραφείς είτε καταθέτουν ιδέες σχετικές με την πολιτική οργάνωση (π.χ. Πολιτεία του Πλάτωνα) είτε εκθέτουν ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις μορφών διακυβέρνησης και θεσμών ενός κράτους, ακολουθούμενες συχνά από ιστορική αφήγηση της πολιτικής του εξέλιξης. Σε αυτό το δεύτερο είδος εντάσσεται το υπό εξέταση έργο με τους θεσμούς και τα έθιμα της Σπάρτης, έτσι όπως διαμορφώθηκαν με τον Λυκούργο, να εγκωμιάζονται και να υποστηρίζονται.[7] Η συγγραφή ενός έργου για την Πολιτεία της Σπάρτης δεν είναι πρωτοφανής. Πριν από τον Ξενοφώντα έχει προηγηθεί τόσο ο Παυσανίας, ενώ ήταν εξόριστος κατά τα τέλη του 390 π.Χ. (FGrH 70 F 118= Str. 8.5.5), όσο και ο Θίβρων, όπως πληροφορούμαστε από τον Αριστοτέλη (Πολιτ. I 333 b I 8).[8] Ο Ξενοφών συνδεόμενος στενά με τον Αγησίλαο, έζησε για κάποιο διάστημα στη Σπάρτη και κατά επέκταση είναι σε θέση να σκιαγραφήσει τον σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Ωστόσο, η ακριβής χρονολόγηση του έργου δεν είναι εφικτή, όπως και με τα υπόλοιπα έργα του Ξενοφώντα, με τους ερευνητές να το κατατάσσουν κατά κύριο λόγο μεταξύ της μάχης στα Λεύκτρα (371π.Χ.) και τη μάχη στη Μαντίνεια (362π.Χ.), περίοδο κατά την οποία ο Ξενοφών είχε καταφύγει στην Κόρινθο.[9]

Σχετικά με τις απόψεις του Ξενοφώντα για τη Σπάρτη έχουν διατυπωθεί τρεις εκδοχές. Η πρώτη τον αντιμετωπίζει ως άμεσο και συνεχή φιλοσπαρτιάτη σε σημείο που να προσπαθεί να παρουσιάσει τη Σπάρτη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πρόκειται για την παλαιότερη εκδοχή, η οποία καθιερώθηκε ήδη από τη δεκαετία του 1820 με τον B.G. Niebuhr.[10] Η δεύτερη εκδοχή εντοπίζει στη στάση του Ξενοφώντα κάποια εξέλιξη: ξεκίνησε ως ένθερμος φιλοσπαρτιάτης αλλά σταδιακά απογοητεύτηκε κατά τα χρόνια που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οπότε και η Σπάρτη δρούσε ως ηγεμόνας των περισσότερων ελληνικών πόλεων.[11] Η τρίτη εκδοχή, εκπεφρασμένη από ερευνητές επηρεασμένους από τον Leo Strauss, αντιμετωπίζει τον έπαινο της Σπάρτης ως κεκαλυμμένη σάτιρα και τον Ξενοφώντα ως έχοντα εξαρχής αρνητική εικόνα για τη Σπάρτη και τους αρχηγούς της, που επέλεξε έναν κρυπτικό τρόπο γραφής, προκειμένου να μην διωχθεί.[12]

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί το γεγονός ότι εξετάζοντας κανείς το σύνολο του έργου του Ξενοφώντα αντιλαμβάνεται ότι ως συγγραφέας δεν είναι ιδιαίτερα περίτεχνος. Ίσα ίσα ο στόχος του σε ορισμένες από τις πραγματείες του είναι να δώσει συμβουλές για πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητας. Επιπλέον, η αδυναμία ακριβούς χρονολόγησης των έργων του, δεν μας επιτρέπει να μιλήσουμε με ασφάλεια για εξέλιξη των απόψεων του απέναντι στη Σπάρτη, αν και σίγουρα θα υπήρχε. Έτσι, ως ασφαλέστερος τρόπος προσέγγισης των έργων του προκύπτει η εξέταση τους ως έργα συγχρονικά και κυριολεκτικά, προκειμένου να εξαχθούν κάποιοι βασικοί πυλώνες της στάσης του απέναντι στη Σπάρτη, οι οποίοι ακολούθως, θα μπορέσουν να φέρουν με ασφάλεια στην επιφάνεια οποιαδήποτε αποκλίνουσα από αυτές αναφορά.

Όσον αφορά το υπό εξέταση έργο κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί ότι στο επίκεντρο δεν βρίσκεται το σπαρτιατικό πολίτευμα αλλά οι νόμοι του Λυκούργου.[13] Το έργο έχει αντιμετωπιστεί ως έπαινος της Σπάρτης, αλλά στην πραγματικότητα είναι έπαινος των νόμων του Λυκούργου και αυτός από συγκεκριμένη οπτική στο πλαίσιο εντοπισμού του τρόπου με τον οποίο η Σπάρτη κατόρθωσε να γίνει «η πιο δυνατή και γνωστή πόλη στην Ελλάδα» (Λακ. Πολ. 1.1.). Ίσα ίσα το γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες δεν ακολουθούν πλέον αυτούς τους νόμους (Λακ. Πολ. 1.14) εμφανίζεται ως αναίρεση του επαίνου. Οι Σπαρτιάτες απέτυχαν, επειδή εγκατέλειψαν αυτούς τους νόμους, όπως και οι Πέρσες, όταν εγκατέλειψαν τους νόμους του Κύρου (Κύρου Παιδεία 8.8).

Ως γενικός στόχος του νόμου για τον Ξενοφώντα εμφανίζεται η διαμόρφωση καλής συμπεριφοράς μέσω του επαίνου και του ψόγου.[14] Ο Σωκράτης των έργων του ισχυρίζεται ότι «ο νόμος υποδεικνύει τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι» (Απομν. 4.4.13). Ο Ισχόμαχος επαινεί «τον νόμο του βασιλιά», που ο ίδιος εφαρμόζει στον οίκο του επιβραβεύοντας την αρετή και τιμωρώντας την κακία, ασκώντας ταυτόχρονα κριτική στους νόμους των Αθηναίων, επειδή η επικέντρωσή τους στην τιμωρία δεν ευνοεί την ενίσχυση της αρετής (Οικ. 14.4-14.10). Τόσο ο Κύρος όσο και ο Ισχόμαχος ορίζουν «τον νόμο του βασιλιά» ως «νόμο με μάτια» (Κύρου Παιδεία 8.1.21-22, Οικ. 12.20). Αυτός ο ζωντανός νόμος είναι πιο ευέλικτος από κάποιον γραπτό. Οι νόμοι του Λυκούργου δίνουν στους εφόρους αυτή την ευελιξία (Λακ. Πολ. 8.4).[15]

Ήδη από την αρχή του έργου επισημαίνεται ότι η Σπάρτη, αν και ολιγάνθρωπη, αποδείχτηκε η πιο δυνατή και η πιο ονομαστή στην Ελλάδα και κατά την κρίση του γράφοντος σε αυτό συνετέλεσε ουσιαστικά ο Λυκούργος που με τη νομοθεσία του έδειξε ότι η ευδαιμονία μιας πόλης συνίσταται όχι στη μίμηση άλλων πόλεων αλλά στη διαφοροποίησή τους από εκείνες. Ως προς την αναπαραγωγή (Λακ. Πολ. 1), στόχος στην Σπάρτη ήταν η γέννηση αξιοθαύμαστων παιδιών τόσο ως προς τις σωματικές όσο και προς της ηθικές αρετές. Οι νέες κοπέλες διήγαγαν ήρεμο βίο επιδιδόμενες σε οικιακές εργασίες, ενώ κατά την εγκυμοσύνη τους τρέφονταν με τα απολύτως αναγκαία. Ο Λυκούργος προχώρησε σε εξίσωση μεταξύ των δύο φύλων ορίζοντας και οι γυναίκες να εκτελούν σωματικές ασκήσεις, με το σκεπτικό ότι αν και τα δυο φύλα ισχυρά, οι απόγονοί τους θα ήταν περισσότερο ανδρείοι. Για τον ίδιο λόγο προχώρησε σε ρυθμίσεις που ευνοούσαν τη μονογαμία και μάλιστα όχι όποτε εκείνοι ήθελαν, αλλά αυστηρά στην ακμή της ηλικίας τους. Έδινε τη δυνατότητα σε κάποιον ηλικιωμένο να έχει νέα σύζυγο, για την απόκτηση όμως παιδιών σε ένα τέτοιου είδους ζευγάρι έθετε την προϋπόθεση ο πρώτος να έφερνε στο σπίτι τους κάποιον νέο που θα θαύμαζε για τα ψυχικά και σωματικά του χαρίσματα. Αντίστοιχα, σε περίπτωση που κάποιος δεν ήθελε να έχει σχέσεις με τη γυναίκα του, αλλά επιθυμούσε αξιόλογους απογόνους, θα μπορούσε να τα αποκτήσει με κάποια άλλη, που έκρινε αξιόλογη, αρκεί ο νόμιμος σύζυγός της να ήταν σύμφωνος. Εκτός από τα νόμιμα παιδιά, τα οποία αργότερα θα κληρονομούσαν την περιουσία του πατέρα τους, κάθε Σπαρτιάτης είχε το δικαίωμα να αποκτά και άλλα παιδιά, προκειμένου να αυξήσει την οικογένεια του και την επιρροή της.

Το έργο συνεχίζεται με εξέταση του εκπαιδευτικού συστήματος (Λακ. Πολ. 2). Αρχικά γίνεται μία «επίθεση» στα αλλότρια εκπαιδευτικά συστήματα, που με δούλους για παιδαγωγούς, εκθηλύνουν τους νέους και τους καθιστούν μαλθακούς. Ο Λυκούργος σε αντίθεση με όλα αυτά όρισε έναν συγκεκριμένο αξιωματούχο, τον παιδονόμο, υπεύθυνο για την εκπαίδευση των νέων. Ο παιδονόμος συγκέντρωνε τα παιδιά, όριζε τις ασκήσεις που επρόκειτο να εκτελέσουν, τα επέβλεπε και τα τιμωρούσε σε περίπτωση που παρέκκλιναν, έχοντας στη διάθεσή του ακόμη και μαστιγοφόρους, μέτρα που αποσκοπούσαν στην ανάπτυξη του αισθήματος της αιδούς αλλά και της υπακοής στους νέους. Σε περίπτωση μάλιστα απουσίας του παιδονόμου, προκειμένου τα παιδιά ποτέ να μη μένουν χωρίς ηγέτη, οποιοσδήποτε από τους πολίτες που ήταν παρόντες, μπορούσε αναλαμβάνοντας την ευθύνη να δίνει εντολές που θεωρούσε χρήσιμες, ακόμη και να τα τιμωρεί, ώστε να συνηθίσουν να υπακούν στους ανώτερους. Οι νέοι σκληραγωγούνταν ασκούμενοι δίχως υποδήματα, με ένα μόνο ένδυμα χειμώνα καλοκαίρι και ελάχιστο φαγητό, ώστε όντες ολιγαρκείς να είναι έτοιμοι να αντεπεξέλθουν σε δύσκολες συνθήκες. Ο Λυκούργος επέτρεψε ακόμη και να κλέβουν, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την πείνα, μολονότι ο ίδιος είχε να τους δώσει, επιδιώκοντας να τους κάνει ευρηματικούς, γρήγορους και ικανότερους στην πολεμική τέχνη. Η κλοπή για τους Σπαρτιάτες επιδεχόταν τιμωρία, όχι για την ίδια την πράξη, αλλά για την αποτυχία του πράττοντος να την εκτελέσει δίχως να γίνει αντιληπτός. Στο πλαίσιο της παιδείας ο ομόφυλος έρωτας μεταξύ ενός ώριμου άντρα και ενός νέου επιδοκιμαζόταν και θεωρούνταν η καλύτερη εκδοχή της παιδείας μόνο σε περίπτωση που ο εραστής ήταν ενάρετος και είχε θαυμάσει το ψυχικό κάλλος του νέου, ενώ απαγορευόταν θεσμικά σε περίπτωση που το κίνητρο ήταν αποκλειστικά η σωματική απόλαυση.

Συνεχίζοντας με την εκπαίδευση των Σπαρτιατών (Λακ. Πολ. 3), πληροφορούμαστε ότι μετά την ηλικία των 15 ετών και ενώ στις υπόλοιπες πόλεις πλέον οι νέοι ζουν δίχως την καθοδήγηση παιδαγωγών, ο Λυκούργος επέβαλε και πάλι ασχολίες παντός είδους και ασκήσεις υποχρεωτικού χαρακτήρα, στερώντας τη διεκδίκηση δημοσίων αξιωμάτων σε όποιον επιχειρούσε να τα αποφύγει. Επιδίωξε με κάθε τρόπο να τους εμφυσήσει το αίσθημα της αιδούς λαμβάνοντας μέτρα που ενίσχυαν την αυτοσυγκράτηση και την πειθαρχία, όπως για παράδειγμα τους επιτρεπόταν να μιλούν μόνο κατόπιν ερώτησης ή να προχωρούν σιωπηλοί κοιτάζοντας στο έδαφος και πουθενά γύρω τους. Για τους νέους ηλικίας 20-30 ετών (Λακ. Πολ. 4) κύρια επιδίωξη του Λυκούργου ήταν να τους καταστήσει ενάρετους χάριν της πόλης, κάτι που σε πρακτικό επίπεδο αντιλήφθηκε ότι μπορούσε να πραγματωθεί μέσα από την άμιλλα και τον συναγωνισμό τους στο πλαίσιο μουσικών και χορικών εκδηλώσεων αλλά και γυμναστικών αγώνων. Οι νέοι θα επιχειρούσαν να γίνονται ολοένα και καλύτεροι φροντίζοντας για την σωματική τους ευρωστία, πειθαρχώντας πάντοτε στους νόμους της πατρίδας τους. Τέλος, για τους άνδρες άνω των 30 από τους οποίους και εκλέγονταν εκείνοι που αναλάμβαναν τα μέγιστα αξιώματα, ο Λυκούργος σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Έλληνες που τους αποδέσμευαν από τη σωματική άσκηση όρισε υποχρεωτική την ενασχόλησή τους με το κυνήγι, ώστε να είναι σε θέση να υπομείνουν κι εκείνοι τις κακουχίες σε περίπτωση πολέμου, όχι λιγότερο από τους νέους.

ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

Το έργο Αθηναίων Πολιτεία, γραμμένο γύρω στις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, ήδη από πολύ νωρίς αποδόθηκε στον Ξενοφώντα ως συμπλήρωση του έργου του Λακεδαιμονίων Πολιτεία. Έχει χαρακτηριστεί ως «το πρώτο κρατικοπολιτικό και κοινωνιολογικό δοκίμιο της παγκόσμιας λογοτεχνίας» και σήμερα θεωρείται ψευδεπίγραφο.[16] Σίγουρα πάντως ο συγγραφέας του είναι διαποτισμένος με αριστοκρατικά-ολιγαρχικά φρονήματα, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές σε απόδοση του σε διακεκριμένα πρόσωπα τις εποχής, όπως τον Αντιφώντα από τον Ραμνούντα, τον Αλκιβιάδη, τον Κριτία, ακόμη και τον Θουκυδίδη. Το εν λόγω έργο μοιάζει με εγχειρίδιο ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, στο οποίο εκτίθενται εικασίες για τους βαθύτερους μηχανισμούς της αθηναϊκής δημοκρατίας και έχει συσχετισθεί ιδιαίτερα με τη σοφιστική κίνηση συνδυάζοντας τη νοσταλγία για την «πολιτεία των πατέρων» και την διάθεση για πολιτισμική ανανέωση.[17] Ανεξάρτητα από την πνευματική πατρότητα του έργου, κρίνεται σκόπιμη η εξέταση του στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας, δεδομένης της συμπερίληψής του στο Ξενοφώντειο corpus από πολύ νωρίς, γεγονός που καθιστά επιτακτική έστω και μια επιφανειακή συμπερίληψη του στο πλαίσιο της παρούσας εργασίας.

Προχωρώντας λοιπόν στο ίδιο το έργο, γίνεται αντιληπτό ότι το αθηναϊκό πολίτευμα περιγράφεται ως κυριαρχία των φτωχών και του δήμου, που ανδρώνουν τον αθηναϊκό στόλο. Όλοι μετέχουν στα αξιώματα είτε με κλήρωση είτε με ανάταση χειρών και οι περισσότεροι επιδιώκουν όσα μισθοδοτούνται, αποφεύγοντας εκείνα που θέτουν σε κίνδυνο την πόλη, επιφέρουν όμως τη σωτηρία, όπως για παράδειγμα το αξίωμα του στρατηγού. Η δημοκρατία διατηρείται με την παραχώρηση περισσότερων πραγμάτων στους ανάξιους και το δήμο, μεταξύ των οποίων όμως κυριαρχεί η αμάθεια, η αταξία και η κακότητα εξαιτίας της φτώχειας. Ο καθένας έχει λόγο στη λήψη αποφάσεων και στόχος τους δεν είναι η αρετή και η σοφία, αλλά η διατήρηση του πολιτεύματος που κατοχυρώνει την ελευθερία τους και τη συμμετοχή στην εξουσία, ανεξάρτητα από το αν η πόλη διοικείται καλά ή όχι. Η ασυδοσία δούλων και μετοίκων είναι πάντοτε παρούσα, αφού έχουν εξισωθεί με τους ελεύθερους και τους γηγενείς αντίστοιχα, εξαιτίας της ανάγκης της πόλης για το ναυτικό και τις τέχνες (Αθ. Πολ. 1.1-1.12).

Στα δικαστήρια δεν τους ενδιαφέρει τόσο το δίκαιο όσο το συμφέρον. Την ευθύνη για οποιαδήποτε συμφορά την αποδίδουν σε λίγους, ενώ όλοι διεκδικούν τα εύσημα για τις επιτυχίες. Οι δικαστικές υποθέσεις είναι πάρα πολλές και οι δωροδοκίες συνηθισμένο φαινόμενο. Τα χρήματα αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τη διευκόλυνση των πολιτών σε ποικίλους τομείς (Αθ. Πολ. 1.13,1.17, 3.2-8).

Όσον αφορά τους συμμάχους τους αφανίζουν τους άξιους κι ενισχύουν τους ανάξιους, προκειμένου να διατηρούν οι ίδιοι τη δύναμη τους. Στόχος τους στη σύναψη συμμαχιών είναι η οικονομική ωφέλεια, καθιστώντας τους συμμάχους τους δούλους. Το ισχυρό ναυτικό και η κυριαρχία των Αθηναίων στη θάλασσα αναγκάζει τους πάντες να υποκύπτουν από φόβο, καθώς αν δεν γίνονταν σύμμαχοι τους, θα αποκλείονταν από το εμπόριο. Ο αθηναϊκός δήμος βασίζεται στη θαλάσσια κυριαρχία. Κι όταν κάποια από τις συμμαχικές πόλεις στασιάζει και πάλι υποστηρίζουν τους χειρότερους, γιατί οι καλύτεροι, σύμφωνα με τον γράφοντα, δεν έχουν ίδιες απόψεις με τον δήμο (Αθ. Πολ. 1.14-1.18, 2.1-2.15, 3.10-3.12).

Για τη βελτίωση της πολιτικής ζωής απαραίτητος κρίνεται ο περιορισμός της δημοκρατίας, προσθήκες, αφαιρέσεις και εν γένει μεταβολές που θα οδηγήσουν σε αλλαγή του πολιτεύματος, κάτι που για να πραγματοποιηθεί απαιτεί μεγάλο αριθμό πολιτών και κατά επέκταση κρίνεται από τον γράφοντα ως ανέφικτο για την εποχή του (Αθ. Πολ. 3.8-9, 3.12-3.13).

ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ

Το έργο Κύρου Παιδεία του Ξενοφώντα αποτελεί ένα είδος μυθιστορίας, το οποίο ωστόσο περικλείει πολλές ιστορικές αλήθειες. Ο Κικέρωνας προσέγγισε το εν λόγω έργο όχι ως έργο ιστορικής πίστης αλλά ως εικόνα αληθινού βασιλέως, ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ως εικόνα βασιλέως αγαθού και ευδαίμονος, προσεγγίζοντας τον Ξενοφώντα όχι ως ιστορικό αλλά ως φιλόσοφο.[18] Παρά τις δυσκολίες της ειδολογικής του κατάταξης, φαίνεται να συνιστά μια υποδειγματική βιογραφία, που προτείνεται ως πρότυπο ζωής ή ορθότερα δίνει τροφή για σκέψη,[19] γεγονός που οδήγησε στη χρήση του κατά τον τελευταίο αιώνα της ρωμαϊκής respublica ως μέρους της εκπαίδευσης των υποψήφιων πολιτικών.[20] Υπάρχουν αναφορές της αρχαιότητας που κάνουν λόγο για το εν λόγω έργο ως απάντηση στην πλατωνική Πολιτεία,[21] ενώ και στη σύγχρονη εποχή άσκησε σημαντική επίδραση σε στοχαστές όπως τον Machiaveli και τον Montaigne.[22]

Ήδη από το προοίμιο παρουσιάζεται η ανωτερότητα του Κύρου έναντι κάθε άλλου άρχοντα. Ο ίδιος εξαίρεται ως ο βασιλιάς που ξεπέρασε κάθε άλλον στην τέχνη της κυβερνητικής, κατορθώνοντας να υποτάξει πληθώρα πόλεων και εθνών, αλλά και να διατηρήσει τις κτήσεις του, καθώς γνώριζε το σημαντικότερο: το πώς να εξουσιάζει. Η διαφοροποίηση του Κύρου σε σχέση με τους υπόλοιπους ηγέτες σκιαγραφείται ήδη από την αρχή: οι άνθρωποι δεν αγαπούν την υποταγή, στην περίπτωσή του Κύρου, ωστόσο, υποτάσσονταν εκούσια και επιθυμούσαν να τον ευχαριστούν με κάθε τρόπο (Κύρου Παιδεία 1.1).

Η επιλογή του Κύρου, ενός ηγέτη της Περσίας, ως παραδείγματος εγείρει ερωτηματικά. Οι απόψεις διίστανται με κάποιους από τους ερευνητές να υποστηρίζουν ότι ο Ξενοφών εμπνεύστηκε από τον Κύρο τον νεότερο, στην εκστρατεία του οποίου έλαβε μέρος[23] και κάποιους άλλους να εντοπίζουν ως πρόθεση του Ξενοφώντα να απαντήσει στον Αντισθένη, επίσης μαθητή του Σωκράτη που είχε γράψει βιογραφία του Κύρου.[24] Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι η επιλογή ενός Πέρση βασιλιά υπήρξε μονόδρομος για τον Ξενοφώντα, αφού δεν μπορούσε να βρει αντίστοιχο παράδειγμα ιδανικού ηγέτη μεταξύ των Ελλήνων,[25] ενώ δεν είναι λίγοι κι εκείνοι που εντοπίζουν σε αυτή του την επιλογή μια αποτρεπτική απόβλεψη προς τους σύγχρονούς του από το να διενεργήσουν κάποια εκστρατεία εναντίον της Περσίας. Πιο εύλογη φαίνεται η εκδοχή που εντοπίζει την επιλογή του Κύρου από τον Ξενοφώντα κυρίως επειδή ο ίδιος ενδιαφερόταν για παραδείγματα επιτυχημένων αυτοκρατοριών, τα οποία εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να βρει στην Ελλάδα, αλλά και χάρη σε συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που αποδίδονταν στον Πέρση βασιλιά, όπως η διάθεση ευεργεσίας και η εκούσια υπακοή των υπηκόων του.[26]

Εκκινώντας από την παιδεία που έλαβε ο Κύρος δίνεται ένα σχεδιάγραμμα της περσικής εκπαίδευσης, μέσα από το οποίο επισημαίνεται ότι στόχος της ήταν η αποφυγή της διαφθοράς των νέων, η αρετή και η δικαιοσύνη, η εγκράτεια, η πειθαρχία και η σωφροσύνη αλλά και η ανδρεία και η πολεμική ετοιμότητα των νέων με τη χρήση σαϊτας και κονταριού να διδάσκονται από τις μικρές ηλικίες και το κυνήγι, όταν πλέον ανδρωθούν (Κύρου Παιδεία 1.2).

Σε ηλικία 12 χρονών και με τον Κύρο να φαίνεται ανώτερος από τους συνομηλίκους του σε όλες τις δραστηριότητες, ο τελευταίος ακολουθεί τη μητέρα του Μανδάνη στον παππού του Αστυάγη, βασιλιά της Μηδίας. Η ευφυία, η ευσπλαχνία και η διάθεση να μοιράζεται τον χαρακτήριζαν ήδη από τη νεαρή αυτή ηλικία και ο παππούς του θέλησε να τον κρατήσει κοντά του. Παρά τις προσπάθειες της Μανδάνης να τον πάρει μαζί της, προκειμένου να συνεχίσει την περσική εκπαίδευση πίσω στην πατρίδα τους, ο Κύρος αποφάσισε να μείνει στη Μηδία επιδιώκοντας να γίνει καλός στην ιππική τέχνη, στην οποία υπολειπόταν συγκριτικά με τους συνομηλίκους του (Κύρου Παιδεία 1.3).

Κατά την παραμονή του στη Μηδία ο Κύρος υπήρξε φιλάνθρωπος και φιλότιμος, φιλομαθής και ανήσυχο πνεύμα, που επιδίωκε να βελτιώνεται σε ό,τι υστερούσε, μεταξύ των οποίων κυρίως στην ιππασία και το κυνήγι. Το δεύτερο απαγορευόταν για τους νέους της ηλικίας του ως παράτολμο εγχείρημα, ο ίδιος όμως κατόρθωσε με τις πράξεις του να μεταβάλλει την άποψη του Αστυάγη (Κύρου Παιδεία 1.4.1-15), ενώ καθόλη τη διάρκεια της εξουσίας του αποτέλεσε το κατεξοχήν γύμνασμα για όσους ήθελε να προετοιμάσει στις πολεμικές δραστηριότητες (Κύρου Παιδεία 8.1.34-39). Όσον αφορά την ιππασία αλλά και τη βαρύτητα που ο ίδιος έδινε αργότερα ως στρατηγός στο ιππικό και οι δύο υπήρξαν χαρακτηριστικές (Κύρου Παιδεία 4.3.1-22). Κατά την πρώτη του συμμετοχή σε πολεμική σύγκρουση ο Κύρος παρά το νεαρό της ηλικίας του έδειξε τόλμη, σύνεση, προσοχή και προνοητικότητα και χάρη στις υποδείξεις του, τις οποίες ο Αστυάγης ενστερνίστηκε, η μάχη απέβη νικηφόρα και από την επόμενη μέρα όλοι μιλούσαν για αυτόν (Κύρου Παιδεία 1.4.16-25).

Ο Καμβύσης περήφανος για τον γιο του ζήτησε να επιστρέψει, προκειμένου να ολοκληρώσει την περσική εκπαίδευση και ο Κύρος έκρινε σωστό να υπακούσει. Όλοι στη Μηδία τον αποχαιρέτησαν με δάκρυα και το ίδιο και ο Κύρος (Κύρου Παιδεία 1.4. 26-28). Ο Κύρος επέστρεψε στην Περσία και ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του ξεχωρίζοντας και πάλι από τους συνομηλίκους του, σεβόμενος πάντοτε τους μεγαλύτερους και υπακούοντας στις εντολές των αρχόντων (Κύρου Παιδεία 1.5.1). Όταν μετά από χρόνια ο Αστυάγης πεθαίνει, το θρόνο των Μηδών καταλαμβάνει ο θείος του Κύρου Κυαξάρης. Ο τελευταίος με αφορμή την εξωτερική απειλή των Ασσυρίων ζητά την αποστολή του Κύρου στη Μηδία ως στρατηγού με βοηθητικά περσικά στρατεύματα, όπως και πράγματι έγινε. Προτού αποχωρήσει από την Περσία δείχνει τη θεοσέβειά του, το σεβασμό του απέναντι στην αξία της φιλίας, η οποία κατά την άποψή του στερεώνεται με τις ευεργεσίες σε περίοδο ευδαιμονίας (Κύρου Παιδεία 1.6.3-6), και σε συζήτηση με τον πατέρα του Καμβύση εμφανίζεται υπέρμαχος της ισότητας των αρχόντων με τους υπηκόους ως προς τα υλικά αγαθά και τη διαφοροποίησή τους μόνο ως προς την προνοητικότητα, την φιλοπονία και την επιμέλεια, στα οποία οι άρχοντες πρέπει να υπερτερούν (Κύρου Παιδεία 1.6.8).

Ως χαρακτηριστικά ενός καλού στρατηγού εμφανίζεται να θεωρεί την ικανότητα του στη διοίκηση του οίκου (οικονομική τέχνη), τη συνεχή απόβλεψη στην αποτελεσματικότητα των συμμάχων, την υπακοή και το θάρρος όλων των στρατιωτών του, με την πολεμική τέχνη να συνιστά απλώς ένα μέρος της στρατηγικής. Θα πρέπει να είναι φρονιμότερος από τους υπηκόους του, να τους παρακινεί με επαίνους και να τους αποτρέπει με τιμωρίες και για όσα ο ίδιος δεν γνωρίζει να καταφεύγει στη μαντική. Κάθε καλός αρχηγός χαίρεται με τη χαρά όσων εξουσιάζει και λυπάται με τη λύπη τους, τους βοηθά στις δυστυχίες τους και συνιστά ο ίδιος παράδειγμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται, ώστε να τους εμπνέει σεβασμό (Κύρου Παιδεία 8.1.40-45). Ταυτόχρονα, πρέπει να είναι κρυψίνους, δόλιος, απατεώνας και κλέφτης σε σημείο ανώτερο από τους εχθρούς, ώστε επί της ουσίας καλείται να κάνει και καλό και κακό απέναντι στους ανθρώπους, ενώ πάντα θα έχει ως οδηγό του τους θεούς, τους οποίους θα συμβουλεύεται προσφέροντάς τους θυσίες (Κύρου Παιδεία 1.6.12-44).

Στην πράξη ο ίδιος ο Κύρος φαίνεται να υιοθετεί όλα τα εν λόγω χαρακτηριστικά (Κύρου Παιδεία 2.1.1-25) κι επιπρόσθετα να δίνει βαρύτητα στην τάξη και την ενότητα, τα οποία προκειμένου να επιτευχθούν φρόντιζε αρχηγοί και απλοί στρατιώτες να ζουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες, απολαμβάνοντας τα ίδια υλικά αγαθά, ασκούμενοι στις ίδιες ασκήσεις και ζώντας όλοι μαζί (Κύρου Παιδεία 2.1.26-31). Φρόντιζε επίσης για την ισότητα μεταξύ αρχηγών και στρατιωτών (Κύρου Παιδεία 2.2.1-5), αλλά και τη διατήρηση της υπακοής των τελευταίων απέναντι στους πρώτους, με στόχο τη διατήρηση τάξης (Κύρου Παιδεία 2.2.6-10). Σχετικά με τη δικαιοσύνη, ο ίδιος θεωρούσε πιο σωστό να απολαμβάνουν περισσότερα οι άξιοι από τους ανάξιους, με τις τιμές να αποτίονται ανάλογα με τα έργα του καθενός. Στην πράξη, ωστόσο, προκειμένου να θέσει σε ισχύ τέτοιου είδους πρακτικές προέβη σε ψήφισμα μεταξύ όλων των στρατιωτών, προκειμένου να έχει τη σύμφωνη γνώμη τους (Κύρου Παιδεία 2.2.17-25, 2.3.1-15). Εφεξής κύριο μέλημα του Κύρου ήταν να εξασφαλίζει πάντοτε τα απαραίτητα χρήματα, ώστε η επιβράβευση και οι τιμές απέναντι στους άξιους στρατιώτες του να μη λείπουν ποτέ (π.χ. Κύρου Παιδεία 2.4.7-11, 3.3.5-12), ενώ ο ίδιος αδιαφορούσε για την επαύξηση της προσωπικής του περιουσίας με δώρα και χρήματα, όπως και για τις μεγαλοπρεπείς εμφανίσεις με στολίδια και περίτεχνες ενδυμασίες (Κύρου Παιδεία 2.4.1-7, 3.3.1-4). Αντίθετα, γοητευόταν από ανήσυχα πνεύματα και φρόντιζε να προσεταιρίζεται σκεπτόμενους ανθρώπους, τους οποίους θεωρούσε ιδιαίτερα χρήσιμους (Κύρου Παιδεία 7.2.1-28).

Ειδικότερα όσον φορά το στράτευμα, έκρινε σκόπιμη την απομάκρυνση των οκνηρών και κερδοσκόπων στρατιωτών, προκειμένου να αποφύγει τη διαφθορά των υπολοίπων, αλλά ταυτόχρονα μέσα από την απομάκρυνση των κακών να επιτύχει και τον παραδειγματισμό των χρηστών στρατιωτών (Κύρου Παιδεία 2.2.26-27). Για τον Κύρο, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, σημαντική ήταν η προθυμία και η φρόνηση των στρατιωτών (Κύρου Παιδεία 2.2.28), ενώ όσον αφορά την πολεμική ετοιμότητά τους, ο ίδιος βρισκόταν πάντοτε πολύ κοντά τους, συμμετείχε στα γυμνάσματα, ήταν πρόθυμος να τους βοηθά και να τους οργανώνει και τους παρότρυνε να απέχουν από υπερβολές και σωματικές απολαύσεις, που θα στέκονταν εμπόδιο στην πολεμική τους εγρήγορση (Κύρου Παιδεία 4.2.38-45, 4.3.1-15, 5.1.1-20). Υπήρξε προνοητικός, ενθαρρυντικός, λάμβανε υπόψη του την παραμικρή λεπτομέρεια πριν από οποιαδήποτε επίθεση, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία και σχεδίαζε με πολύ προσοχή τις κινήσεις τους, σταθμίζοντας τα υπέρ και τα κατά κάθε εγχειρήματος με βάση όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν (Κύρου Παιδεία 2.3.17-24, 2.4.22-30, 4.1.8-18, 4.2.1-47, 6.1.1-30, 6.2.1-80, 6.3.1-40). Δεν ήταν απολυταρχικός εξαναγκάζοντας τα στρατεύματα να τον ακολουθούν, αλλά άφηνε στη δική τους θέληση την επιλογή (Κύρου Παιδεία 4.1.13-20, 6.2.24) κι ακόμη θεωρούσε σημαντικότερη τη φιλία των συμμάχων και τη συνακόλουθη προθυμία τους στα εκάστοτε δικά τους εγχειρήματα, παρά τον σφετερισμό του κοινού ταμείου (Κύρου Παιδεία 4.2.38-45), για αυτό και πάντοτε κύριο μέλημά του ήταν να είναι δίκαιος απέναντί τους (Κύρου Παιδεία 5.2.1-15). Κι αν κάποια φορά οι σύμμαχοι παραφέρονταν ή φέρονταν απερίσκεπτα, ο Κύρος έδειχνε κατανόηση θεωρώντας τα ανθρώπινα, αλλά και ως ευκαιρία διδαχής, ώστε να μην επαναληφθούν (Κύρου Παιδεία 5.4.19-23). Ταυτόχρονα, φρόντιζε να εξισορροπεί τις όποιες αδικίες και σφετερισμούς λάμβαναν χώρα μεταξύ των συμμάχων, ώστε πάντα να τιμώνται οι άξιοι και καθένας να λαμβάνει ό,τι του αναλογεί (Κύρου Παιδεία 7.2.5-7).

Ακόμη και προς τους εχθρούς ο Κύρος έκρινε σημαντικότερο τον σωφρονισμό από την τιμωρία, θεωρώντας ότι κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να τους αξιοποιήσει προς όφελός του. Οι ευεργεσίες και η ωφέλεια τίθενται σε ανώτερο επίπεδο από τις τιμωρίες και τους φόνους με στόχο την εκούσια ένταξή τους στην κυριαρχία του, ώστε από εχθροί να γίνουν φίλοι του (Κύρου Παιδεία 3.1.1-30). Ως οικεία τακτική του εμφανίζεται η «απελευθέρωση» των αιχμαλώτων πολέμου με προϋπόθεση την παράδοση των όπλων τους, με το σκεπτικό ότι δεν θα ξοδεύονταν χρήματα για τη φύλαξη και τη σίτισή τους κι επιπρόσθετα, επειδή με την κατάληψη όλης της πόλης τους αργότερα θα περιέρχονταν στην κυριαρχία του, θεωρούσε προτιμότερο να τους κάνει φίλους του και να διευκολύνει τα στρατηγικά του σχέδια (Κύρου Παιδεία 4.4.1-13).

Ο ίδιος, αν και νεότερος, κατόρθωσε να κερδίσει την εύνοια και τον σεβασμό των Μηδών σε μεγαλύτερο βαθμό από το θείο του Κυαξάρη, οι οποίοι τον αντιμετώπιζαν ως αρχηγό τους. Ταυτόχρονα, όμως, εμφανίζεται και σωφρονέστερος του Κυαξάρη διαχειριζόμενος με νηφαλιότητα και ψυχραιμία την έκρηξη φθόνου του τελευταίου, επιτυγχάνοντας τη διατήρηση φιλικών σχέσεων και σύμπνοιας μεταξύ τους (Κύρου Παιδεία 4.5.1-54, 5.5).

Με τη στρατηγική του και τον τρόπο που εξουσίαζε τα στρατεύματα και τους συμμάχους ο Κύρος κατόρθωσε να επεκταθεί μέχρι τη Βαβυλώνα, την πολυπληθέστερη και πολεμικότατη πόλη του κόσμου, την οποία και κατέκτησε (Κύρου Παιδεία 7.5.1-30). Θεωρώντας ότι έχει ολοκληρώσει το εγχείρημα που ανέλαβε και εκτιμώντας τα νέα δεδομένα ορίζει κάθε αρχηγός να λαμβάνει υπεύθυνα αποφάσεις για ζητήματα που προκύπτουν, προκειμένου και ο ίδιος να έχει χρόνο για ανάπαυση (Κύρου Παιδεία 7.5.33-57). Ακόμη, κρίνει σκόπιμο να εξασφαλίσει φύλακες για την ίδια του τη ζωή θεωρώντας δύσκολο έργο να αποκτήσει κανείς μεγάλο βασίλειο, ακόμη δυσκολότερο όμως το να το διατηρήσει. Για τον ίδιο λόγο παροτρύνει τους Πέρσες, οι οποίοι τον αντιμετώπιζαν ως πατέρα τους, να αποφύγουν την ηδονική ζωή και να διάγουν ενάρετο βίο, θεωρώντας τη φρόνηση, την εγκράτεια και την επιμέλεια ως συστατικά απαραίτητα για τη διατήρηση των κεκτημένων τους αγαθών (Κύρου Παιδεία 7.5.58-79), καθώς επίσης εγκαθιστά ως σατράπες στις νεοαποκτηθείσες επαρχίες τους αξιολογότερους από τους συντρόφους του. Έτσι, επιστρέφοντας στο παλάτι μοίρασε στους αρχηγούς τις αρμοδιότητές τους και υιοθέτησε στη διακυβέρνηση του βασιλείου του τον στρατιωτικό τρόπο διακυβέρνησης σύμφωνα με τον οποίο ο κατώτερος λογοδοτεί στον ανώτερο, φροντίζοντας να εφαρμόσουν την ίδια τακτική και όλοι οι αρχηγοί (Κύρου Παιδεία 8.1.1-20).

Για τον Κύρο, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, οι γραπτοί νόμοι συνιστούσαν καθοριστικό παράγοντα για την αρετή των πολιτών. Ωστόσο, θεωρούσε ότι ο άρχοντας είναι για τους ανθρώπους «νόμος με μάτια». Έτσι, επιδιώκοντας με το παράδειγμά του να παροτρύνει το πλήθος να τον μιμηθεί, φρόντιζε να είναι ευσεβής και στόχευε πάντοτε στην εγκράτεια αλλά και στη σωφροσύνη κι όχι απλώς στην αιδώ, αφού η πρώτη περιλαμβάνει την αποφυγή αισχρών πράξεων και στα κρυφά (Κύρου Παιδεία 8.1.21-33). Οι έπαινοι, οι τιμές και οι ευεργεσίες προς τους άξιους παρέμειναν η βάση της προσπάθειας του να κερδίζει φίλους και κατά επέκταση «μάτια και αυτιά» εντός της σφαίρας επιρροής του ακόμη και μετά την επέκταση του βασιλείου του. Μάλιστα, την άποψη ότι η εξουσία στερεώνεται όχι με βία αλλά με καλούς φίλους και ευεργεσίες τη διατήρησε ως το τέλος της ζωή του, όπως δεν έπαψε ποτέ να προτρέπει σε ευσέβεια (Κύρου Παιδεία 8.7.11-18). Αντιμετωπίστηκε όχι απλώς ως βασιλιάς, αλλά ως πατέρας και αγαθός βοσκός που νοιαζόταν για το ποίμνιό του (Κύρου Παιδεία 8.2.1-23), διαφέροντας από τους υπόλοιπους ανθρώπους όχι τόσο για τις στρατηγικές του ικανότητες αλλά για τη φιλανθρωπία του (Κύρου Παιδεία 8.4.1-27).

Το έργο κλείνει με την μεταστροφή της κατάστασης έπειτα από το θάνατο του Κύρου και τη διχόνοια που επικράτησε στα χρόνια των διαδόχων του: τιμές δέχονταν όχι οι άξιοι αλλά οι επίορκοι και οι ασεβείς, η πλεονεξία, η ασέβεια και η αδικία κυριάρχησαν, έγιναν τρυφηλοί, ηδονιστές και φιλοχρήματοι και παραμέλησαν το κυνήγι, την ιππική τέχνη και την εκπαίδευση των νέων, καταντώντας άνανδροι και ανίκανοι στα πολεμικά (Κύρου Παιδεία 8.8.1-27).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΣΤΟΝ ΞΕΝΟΦΩΝΤΑ

Έχοντας τον συγχρωτισμό του με τον Σωκράτη και την αθηναϊκή δημοκρατία στο ενεργητικό του, ο Ξενοφών ήδη από νεαρή ηλικία συμμετείχε σε συζητήσεις σχετικά με την ιδανική πολιτική ζωή. Φαίνεται να είχε πρόσβαση σε κάποια από τα έργα του Πλάτωνα, ωστόσο στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγει στη δική του εκδοχή για τις σωκρατικές ιδέες. Σίγουρα, είχε υπόψη του και κάποια από τα έργα του Ισοκράτη και στην πραγματικότητα μοιράζεται τις ίδιες ανησυχίες με αυτόν.[27] Σημαντικά ζητήματα της αθηναϊκής πολιτικής ζωής του 4ου αι. π.Χ., όπως η σχέση μεταξύ πολιτών και νόμου, η δυναμική διαφόρων πολιτευμάτων, η αποτελεσματικότητα του δημοκρατικού τρόπου λήψης αποφάσεων, ο εντοπισμός και η προώθηση κατάλληλων κοινωνικών και άλλων δομών υποστηρικτικών ενός επιτυχημένου κράτους, η φύση μιας αποτελεσματικής αρχηγίας, αλλά και η μορφή των διακρατικών σχέσεων, αποτελούν θέματα τα οποία μεταξύ άλλων απασχόλησαν τον Ξενοφώντα.

Το αξιοσημείωτο στη σκέψη του Ξενοφώντα, ωστόσο, είναι ότι παρά τα ποικίλα ενδιαφέροντά του, τα οποία αποτυπώνονται μέσα σε ποικίλα γραμματειακά είδη, παραμένει σταθερή.[28] Το συνεκτικό στοιχείο που διατρέχει το σύνολο των έργων του θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αποτελεί η καλή αρχηγία, η οποία ανταποκρίνεται όχι μόνο στο πεδίο της μάχης ή σε επίπεδο διακυβέρνησης, αλλά και σε επίπεδο οίκου και διαπροσωπικών σχέσεων, καλύπτοντας κατά αυτόν τον τρόπο όλο το φάσμα της ανθρώπινης ζωής.[29]

Ήδη από τα σωκρατικά έργα και συγκεκριμένα τα Απομνημονεύματα (4.4.13-19) έγινε φανερή η έμφαση που δίνεται στην υπακοή των νόμων, γεγονός που εξηγεί και την εξέταση του νομοθετικού συστήματος της Σπάρτης από τον Λυκούργο στο έργο Λακεδαιμονίων Πολιτεία. Ο στόχος της ευγονίας, το δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα που αποσκοπούσε στην αιδώ, την υπακοή των νέων και την αρετή μέσα από την σκληραγώγηση και την πειθαρχία περιγράφονται με ιδιαίτερο θαυμασμό. Πάντοτε όμως η υπακοή στον νόμο διατηρείται και οι νέοι στη Σπάρτη, ακόμη και όταν ανδρώνονται δεν σταματούν να ασκούνται, αλλά επιδίδονται υποχρεωτικά στο κυνήγι. Το σπαρτιατικό εκπαιδευτικό σύστημα εμφανίζεται πολύ κοντά –τουλάχιστον σε επίπεδο επιδιώξεων- με το περσικό, έτσι όπως αυτό περιγράφεται στην Κύρου Παιδεία. Ο νεαρός Κύρος, αν και φύσει χαρισματικός, ανατράφηκε στο πλαίσιο ενός τέτοιου συστήματος και ποτέ δεν ήρθε σε ρήξη με τους νόμους της πατρίδας του, αλλά αντίθετα υπήρξε υπάκουος στους ανώτερούς του και πρόθυμος να ακούει τα παράπονα αλλά και τις συμβουλές όσων βρίσκονταν στην εξουσία του. Επιπρόσθετα, και στη δική του περίπτωση, το κυνήγι αλλά και η ιππική τέχνη εμφανίζονται να διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στο πλαίσιο της εκπαίδευσής του.

Ωστόσο, το στοιχείο που έκανε τον Κύρο να ξεχωρίσει και να ονομαστεί όχι απλώς βασιλιάς ή αρχηγός από τους υπηκόους του, αλλά πατέρας, ήταν η φιλανθρωπία του. Οι ευεργεσίες και η απόδοση τιμών στους άξιους ανθρώπους εμφανίζεται ως το κλειδί της διακυβέρνησης του, ωθώντας τους υπηκόους του εκούσια στις υπηρεσίες του και κερδίζοντας την εύνοια των συμμάχων του. Το ότι η διαμόρφωση αυτού του είδους της φιλικής σχέσης με τους υπηκόους του υπήρξε σημαντική για τον Κύρο, όπως και για κάθε άρχοντα, γίνεται αντιληπτό μέσα από τον Ιέρωνα.[30] Ο Ιέρων μολονότι επίσης εμφανίζεται πνευματώδης και αναστοχαστικός και η εξουσία του είναι επίσης μοναρχική, βρίσκεται στον αντίποδα, αφού είναι τύραννος. Η διακυβέρνησή του δεν στηρίζεται στη φιλία, αλλά στον φόβο, τόσο εκείνων που εξουσιάζει όσο και του ίδιου, φόβος που έχει εμπερικλείσει τον ίδιο, όπως και κάθε άλλον τύραννο, σε ένα φαύλο κύκλο ανόσιων και άδικων πράξεων στερώντας του και την παραμικρή απόλαυση στη ζωή.[31] Ως διέξοδος για τον Ιέρωνα προτείνεται από τον Σιμωνίδη αυτό που στην ουσία ο Κύρος φαίνεται να πέτυχε: η απόδοση τιμών στους άξιους, ώστε μέσα από την επιδίωξη της προσωπικής ωφέλειας των πολιτών να επιτυγχάνεται και η συνολική, αλλά και η ανάγκη πρόταξης από τον μονάρχη της πόλης και των ευεργεσιών έναντι της προσωπικής ωφέλειας με σκοπό την εύνοια και την εκούσια υποταγή των υπηκόων. Η σημασία πρόταξης της αξίας και της επιβράβευσής της μεταξύ των πολιτών διατρέχει και την ψευδοξενοφώντεια Αθηναίων Πολιτεία, γεγονός που μας κάνει να αντιληφθούμε σε συνδυασμό με τα βιογραφικά στοιχεία που διαθέτουμε για τον ίδιο τον Ξενοφώντα τον λόγο για τον οποίο το εν λόγω έργο αποδιδόταν στον τελευταίο.

Ο Ξενοφών αντιμετωπίζει με θαυμασμό πολιτεύματα που προτάσσουν την τάξη, την οργάνωση και την πειθαρχία αποβλέποντας στο κοινό καλό είτε αυτό είναι προϊόν του νόμου είτε προσωποπαγούς εξουσίας. Αν κάτι θαύμαζε στη Σπάρτη αυτό ήταν η στρατιωτική άσκηση, η αφιέρωση στη σωματική ευρωστία, η πρόταξη της αιδούς και της εγκράτειας.[32] Απαραίτητη όμως κρίνεται από τον ίδιο και η εκούσια υποταγή στον άρχοντα, κάτι που δεν συνέβαινε στην περίπτωση της Σπάρτης, όπως επίσης ίσως και να θεωρούσε ότι της έλειπε η σωφροσύνη, ένας άλλος καθοριστικός για τον ίδιο παράγοντας για επιτυχημένη ηγεσία.[33] Δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην παιδαγωγική διάσταση του κυνηγιού και της ιππασίας, γεγονός που όπως ήδη έχει επισημανθεί προβάλλει και στα σωκρατικά του έργα χωρίς όμως να περιορίζεται σε αυτά αλλά προχωρά και σε εξέτασή τους σε επιμέρους πραγματείες (Ιππαρχικός, Κυνηγετικός, Περί ιππικής). Έχοντας εξοριστεί από την Αθήνα και λαμβάνοντας μέρος σε στρατιωτικές επιχειρήσεις ως στρατηγός, διαμορφώνει τις πολιτικές αντιλήψεις του σε ευθεία συνάρτηση με τη στρατιωτική οργάνωση και διοίκηση, πράγμα που αντικατοπτρίζεται και στα έργα του.

Ως ιδανικό πολίτευμα φαίνεται να αναγνωρίζει εκείνο του χαρισματικού μονάρχη.[34] Ο ιδανικός μονάρχης για τον Ξενοφώντα εμφανίζεται φρονιμότερος από τους υπηκόους του, κάνει χρήση επαίνων αλλά και τιμωριών, προκειμένου να σωφρονίσει αλλά και να παραδειγματίσει, χαίρεται με τη χαρά όσων εξουσιάζει και λυπάται με τη λύπη τους, τους βοηθά στις δυστυχίες τους και συνιστά ο ίδιος παράδειγμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται, ώστε να τους εμπνέει σεβασμό. Τιμά τα θεία, είναι ευσεβής προς τους θεούς και δίκαιος προς τους ανθρώπους. Αγαπά την τάξη και την ενότητα, είναι οργανωτικός, δραστήριος και προνοητικός, στόχος του δεν είναι η επαύξηση της προσωπικής περιουσίας, αλλά η επίτευξη του βέλτιστου δυνατού για την πατρίδα του. Για το λόγο αυτό είναι φίλος με τους υπηκόους του αλλά δόλιος με τους εχθρούς, επιτυγχάνει δηλαδή να κάνει και καλό και κακό απέναντι στους ανθρώπους, ανάλογα με το αν και εκείνοι είναι φίλοι ή εχθροί του.

Εκτός από το πρώτο βιβλίο της Κύρου Παιδείας (1.6) για την οποία έγινε ήδη αναφορά σε προηγούμενη υποενότητα και στο 6ο κεφάλαιο του Ιππαρχικού, μιας πραγματείας στην οποία προτείνονται αναμορφώσεις που πρέπει να λάβουν υπόψη τους οι Αθηναίοι αρχηγοί, προκειμένου να βελτιώσουν το ιππικό, ο Ξενοφών προσεγγίζει ευρύτερα τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για επιτυχημένη άσκηση οποιασδήποτε αρχηγίας.[35] Παραλληλίζει τον αρχηγό με έναν τεχνίτη, ο οποίος για να πραγματώσει το όραμά του χρησιμοποιεί υλικά, τα οποία θα διαμορφωθούν με βάση τις επιθυμίες του. Το υλικό για έναν αρχηγό του στρατού είναι οι άνδρες του και η διάπλασή τους με βάση τις επιδιώξεις του απαιτεί δύο πράγματα: να διάκεινται φιλικά απέναντι στον αρχηγό τους και να τον θεωρούν φρονιμότερο τόσο από τους ίδιους όσο και από τους εχθρούς τους (Ιππαρχ. 6.1.). Από την πλευρά του ο αρχηγός, προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτές τις προϋποθέσεις, καλείται να είναι ευσεβής, να φροντίζει για την ασφάλεια της πόλης και να είναι σε θέση να διαχειρίζεται τις κινήσεις των εχθρών στη μάχη. Ακόμη, πρέπει να μοιράζεται τους καρπούς της επιτυχίας με τους άνδρες του και ο ίδιος να προσπαθεί συνεχώς περισσότερο από εκείνους, ώστε να τους εμπνέει σεβασμό (6.4.). Καλείται λοιπόν, ενώ οι άνδρες είναι το υλικό που εκείνος χρησιμοποιεί, να τους δείξει ότι ο ίδιος είναι αυτός που προσπαθεί περισσότερο για το δικό τους συμφέρον.[36]

Όπως ήδη έχει γίνει φανερό, ο Ξενοφών αναφερόμενος κατά βάση στη στρατηγία, γενικεύει και κάνει λόγο για την αρχηγία εν γένει.[37] Επιστρέφοντας στα σωκρατικά έργα, βλέπουμε ότι ο Οικονομικός, ένας ολόκληρος διάλογος αφιερωμένος στην τέχνη της οικονομικής διαχείρισης ενός κατά βάση αγροτικού οίκου, μεταθέτει επίσης το ξενοφώντειο μοντέλο περί αρχηγίας σε κάθε εκδοχή που περιλαμβάνει τη διαχείριση άλλων ανθρώπων. Σε αυτό το έργο, ο Ισχόμαχος διαλεγόμενος με τον Σωκράτη ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια κοινή αρχή για όλες τις υποθέσεις, αγροτικές, πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές : το να εξουσιάζεις ανθρώπους που επιθυμούν να εξουσιάζονται από εσένα (Οικονομικός 21.2-12). Μάλιστα, προχωρά ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενος ότι η εκούσια υποταγή σε κάποιον αρχηγό, ως απότοκο των ευεργεσιών του είναι κάτι που εκ φύσεως συμβαίνει, όπως για παράδειγμα στις μέλισσες (Οικονομικός 7.38), την αναγάγει δηλαδή σε φυσική αρχή. Με τον ίδιο τρόπο ο Ξενοφώντας στην Κύρου Παιδεία υπογραμμίζει την εκ φύσεως υποταγή των ανθρώπων στον ευεργέτη τους χαρακτηρίζοντας τους άνδρες του Κύρου ως μέλισσες που εκούσια υπακούν τη βασίλισσά τους (5.1.24).

Συνολικά, η σκέψη του Ξενοφώντα για την αρχηγία αλλά και η διαρκής αναζήτηση στο σύνολο του έργου του του ιδανικού αρχηγού[38] αντανακλούν ένα σύνθετο συνδυασμό παραδοσιακών στοιχείων, επιδράσεων που δέχτηκε, αλλά και προσωπικών εμπειριών.[39] Έχει επίγνωση των παραδοσιακών αντιλήψεων περί αρχηγίας (π.χ. αναφορά στην Ιλιάδα, περί αρχηγίας του Αγαμέμνονα (Απομνημονεύματα 3.2.). Δίνει έμφαση στα πρακτικά πλεονεκτήματα της ηθικής συμπεριφοράς και βλέπει καθολικές αρχές διοίκησης μέσα από ετερόκλητες περιστάσεις, γεγονός που δεν μπορεί παρά να δηλώνει τη σωκρατική επίδραση στη σκέψη του. Τέλος, έχοντας διατελέσει στρατηγός και συμμετέχοντας για χρόνια σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, έχει διαμορφώσει σε μεγάλο βαθμό τις αντιλήψεις του στο πεδίο της μάχης, εκφράζοντας κατά αυτόν τον τρόπο στα έργα του τις προσωπικές εκτιμήσεις του από τη στρατιωτική ηγεσία ως παραμέτρους για μια αποτελεσματική αρχηγία.




[1] Montanari F. (2010): 568.

[2] Hirzel (1895): 1.170-1171, Aalders (1953): 213-214.

[3] Hatzfeld (1946): 57, Aalders (1953): 209.

[4] Gray (2007): 31.

[5] Tatum (1989): 149, Gera (1993): 265-269.

[6] Gray (2007): 36, Dillery (2015): 14.

[7] Montanari, F. (2010): 566-568.

[8] Dillery, J. (2017): 199.

[9] Ό.π.: 200.

[10] Niebuhr B.G. (1828): 1.464-82.

[11] Ollier (1933): 372-440, Riedinger (1991): 123-172, Schepens (2005): 43-62.

[12] Higgins (1977): 60-75, Proietti (1987): 44-79.

[13] Luccioni (1947): 139-174, Tigerstedt (1965): 161-169.

[14] Gray V.J. (2017): 152.

[15] Για τη σχέση ηγεμόνα-νόμων στον Ξενοφώντα, πρβλ. Gray, V.J. (2011): 13-38.

[16] Μαυρόπουλος Θ.Γ. (2007): 181.

[17] Montanari, F. (2010): 569-570.

[18] Βαρδαλάχος Κ. (1845): 58.

[19] Για την ερμηνευτική του πορτραίτου του Κύρου τρεις εκδοχές έχουν προταθεί: α) το έργο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κεκαλυμμένη μομφή προς τον Κύρο και μια κριτική προς την αυτοκρατορία ή/και την πολιτική ζωή, ερμηνευτική ερευνητών επηρεασμένων από τον Leo Strauss π.χ. Newell 1981, Nadon 2001, Whidden 2007, β) οι αντιφάσεις στη συμπεριφορά του Κύρου (ευεργεσίες-δεσποτισμός) είναι μόνο επιφανειακές۰ο Ξενοφών είχε ως πρόθεση να προσφέρει ένα συνολικά θετικό πορτραίτο του Κύρου πρβλ. Due 1989, Gray (2011): 246-290, γ) η σύζευξη των αντιφατικών στοιχείων αποσκοπούν στο να δείξουν ότι τόσο οι ευεργεσίες, όσο και ο δεσποτισμός είναι απαραίτητα για τη διοίκηση μιας αυτοκρατορίας πρβλ. Tatum 1989, Gera 1993, Danzig 2012.

[20] Montanari, F. (2010): 560. Περισσότερα για την ειδολογική κατάταξη του έργου βλ. Tamiolaki M. (2017): 180-189.

[21] Ο Διογένης Λαέρτιος (3.34) σχολιάζοντας τη «διαμάχη» μεταξύ Πλάτωνα και Ξενοφώντα αναφέρει ότι η Κύρου Παιδεία ερμηνεύεται ως απάντηση στην Πολιτεία, ενώ ο Πλάτων θεωρείται ότι απαντά ασκώντας κριτική στον Ξενοφώντα στους Νόμους (646c). Πρβλ. Danzing (2002).

[22] O’ Flannery (2003), Field (2012).

[23] Hirsch (1985): 73-75.

[24] Tuplin (1990): 28, Gera (1993): 8-10.

[25] Tuplin (2013): 73-74.

[26] Tamiolaki, M. (2017): 176.

[27] Wareh T. (2012): 140-149.

[28] Όχι με την έννοια της μη εξέλιξης απαραίτητα ή της μη αναθεώρησης επιμέρους πτυχών, αλλά με την έννοια της διατήρησης των βασικών πυλώνων της σκέψης του ως απαραίτητων συστατικών για τον ανθρώπινο βίο.

[29] Πρβλ. Brown-Ferrario S. (2017): 59-60.

[30] Πρβλ. Seager R. (2001): 385-387, Gray V.J. (2000): 146-148.

[31] Brown-Ferario S. (2017): 63-64.

[32] Christesen, P. (2017): 381-386.

[33] Ό.π.: 387-391.

[34] Gray V.J. (2000): 150.

[35] Η σημασία της πηγαίας ευεργεσίας των υπηκόων από την πλευρά ενός αρχηγού απαντάται και στα Απομνημονεύματα (3.2.), όπου ο Σωκράτης διαλεγόμενος με έναν νέο εκλεγέντα στρατηγό εξετάζει τις πλέον σημαντικές ποιότητες που πρέπει να διαθέτει ένας αρχηγός, μεταξύ των οποίων τονίζεται ιδιαίτερα η πρόταξη της ευδαιμονίας του συνόλου έναντι της ατομικής.

[36] Buxton, R.F. (2017): 325.

[37] Buxton, R. F. (2017): 330.

[38] Tamiolaki, M (2017): 189.

[39] Breitenbach (1950): 144, Wood (1964): 59-60.

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Ιωάννα Φάφκα - She graduated from the Classical Philology Department of the Aristotle University and she is a graduate student in the History of Philosophy at the Department of Philosophy and Pedagogy of the same university. She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the March of 2017. Read More