Το "μικτό"πολίτευμα των πλατωνικών Νόμων ως εναλλακτική της "φιλοσοφικής" μοναρχίας.



Οι Νόμοι αποτελούν χωρίς αμφιβολία το ογκωδέστερο από τα πλατωνικά έργα κι ως ένα βαθμό λειτουργούν ως επιστέγασμα της πλατωνικής φιλοσοφίας. Εκδόθηκαν πιθανόν μετά τον θάνατο του Πλάτωνα από τον μαθητή του Φίλιππο Οπούντιο, η σύλληψη του σχεδίου, ωστόσο, όπως πληροφορούμαστε από την 7η Επιστολή, είχε γίνει ήδη από το 361 π.Χ., οπότε και ο φιλόσοφος επιχείρησε μαζί με τον Διονύσιο τον νεότερο την σύνταξη προοιμίων, προκειμένου να επισυναφθούν σε νόμους. Αν και διατηρεί τη μορφή του διαλόγου, στην ουσία πρόκειται για μονόλογο του Αθηναίου Ξένου ενώπιον του Κρητικού Κλεινία και του Σπαρτιάτη Μέγιλλου. Είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τη σύνδεση των επιμέρους μερών του έργου, σίγουρα όμως καθώς προχωρά, αποκτά ολοένα και μεγαλύτερο ενδιαφέρον καταλήγοντας στην έκθεση μιας μορφής «ποινικού» και «αστικού» κώδικα.

Το πρώτο βιβλίο εκκινεί με την εξέταση από μέρους των συνομιλητών της στόχευσης που πρέπει να έχουν οι νόμοι αρχής γενομένης από την εξέταση των οικείων παραδειγμάτων της πατρίδας του καθενός. Κλεινίας και Μέγιλλος συμφωνούν ότι μια πόλη κυβερνάται καλά, όταν είναι διαρθρωμένη με τρόπο που της επιτρέπει να νικά στον πόλεμο οποιονδήποτε αντίπαλο, γεγονός που ισχυρίζονται μπορεί να επιτευχθεί όταν οι καλύτεροι από τους πολίτες νικούν το πλήθος και τους χειρότερους (627a-c). Με την καθοδήγηση του Αθηναίου Ξένου επισημαίνεται η ανάγκη πρωτίστως της εσωτερικής ομόνοιας και οι συνομιλητές συμφωνούν ότι στόχος του νομοθέτη δεν πρέπει να είναι μέρος της αρετής αλλά το σύνολό της: δικαιοσύνη, σωφροσύνη, φρόνηση και ανδρεία πρέπει να τίθενται στο επίκεντρο αποβλέποντας στην ευδαιμονία των πολιτών (630c-632d).

Εν συνεχεία διερευνάται το ζήτημα της αρετής και των χρηστών συνηθειών. Τονίζεται η ανάγκη προσέγγισης του ζητήματος με κριτήρια αντικειμενικά και με βάση αυτά υποστηρίζεται η άποψη ότι σε κάθε περίσταση-συνήθεια αυτό που προέχει είναι η ποιότητα του ίδιου του ανθρώπου που εμπλέκεται με αυτήν, το αν δηλαδή είναι ενάρετος ή όχι. Κι επειδή εκ φύσεως λίγοι είναι οι ενάρετοι και κάποιοι από αυτούς ενδέχεται στη ζωή τους να παρεκκλίνουν από την αρετή, η παιδεία είναι αυτή που αναλαμβάνει καθοριστικό ρόλο καθιστώντας τους πολίτες αγαθούς και τέλειους, ικανούς να κυβερνούν και να κυβερνώνται με στόχο τη δικαιοσύνη και όχι το χρήμα, ενώ παράλληλα είναι ικανή να επανορθώνει όσους παρεκτρέπονται από τους άριστους, από όσους δηλαδή επιβάλλονται στον εαυτό τους (641b-c, 644a-b).[1] Ως κύριο χαρακτηριστικό για την επιβολή του εαυτού προβάλλεται ο λόγος και επισημαίνεται ότι όταν αυτός τεθεί στο επίκεντρο της νομοθεσίας μιας πόλης, διασώζει την αρετή κάνοντας τους πολίτες να ρυθμίζουν εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις με βάση αυτόν.[2] Και για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο κρίνονται απαραίτητες οι συμβουλές, οι τιμωρίες, ο έπαινος και ο ψόγος, στοιχεία που εντάσσονται στο πλαίσιο της τέχνης «που γνωρίζει τις φύσεις και τις έξεις των ψυχών», της πολιτικής, η οποία με τη σειρά της αποτελεί το σημαντικότερο μεταξύ των χρήσιμων πραγμάτων (648c-650b).

Στο δεύτερο βιβλίο εξετάζεται αναλυτικότερα η παιδεία. Τονίζεται ήδη από την αρχή ότι η φρόνηση και οι σταθερές αληθινές γνώμες αποτελούν προϊόντα του λόγου και κατά συνέπεια δεν αποτελούν χαρακτηριστικά της νεότητας, η απόκτησή τους όμως βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από την εκπαίδευση που κάποιος λαμβάνει στα πρώτα ερεθίσματα αρετής και κακίας, με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος (663a-b). Γι’ αυτό οτιδήποτε μέσα στην πόλη έχει παιδευτικό χαρακτήρα (χοροί, τραγούδια, ποίηση, παιχνίδια κ.λ.π.) θα πρέπει να αποσκοπεί στην παροχή ωραίων προτύπων, δεικνύοντας ότι ευδαίμων και αξιομακάριστος είναι ο βίος του ενάρετου και ότι η δικαιότερη ζωή είναι ανώτερη της ηδονικότερης. Τίθεται συνεπώς απαραίτητος ο έλεγχος και η οριοθέτηση των ποιητών και εν γένει των καλλιτεχνών από τον νομοθέτη και προκειμένου μάλιστα οι νέοι να πειστούν και να εφαρμόζουν τα δίκαια, ο τελευταίος μπορεί να καταφύγει ακόμη και σε ψεύδη, τα οποία αν μη τι άλλο θα είναι ωφέλιμα, αποσκοπώντας στο μεγαλύτερο αγαθό για την πόλη (659d-660c).

Στο τρίτο βιβλίο η συζήτηση μετατοπίζεται στο κεντρικό ζήτημα που εξετάζουμε: τα είδη των πολιτευμάτων. Οι συνομιλητές αναζητούν την αρχική γένεση και μεταβολή των πολιτευμάτων και προκειμένου να απαντήσουν στο ερώτημα εξετάζουν την αιτία μεταβολής των πολιτευμάτων (676c). Εκκινούν από τη μυθολογική βάση ενός κατακλυσμού, που αφάνισε πόλεις και μεγάλο μέρος του πληθυσμού και σώθηκαν μόνο ποιμένες που ζούσαν σε ορεινά μέρη, απομονωμένοι από κακουργήματα και μηχανορραφίες πλεονεξίας και φιλοτιμίας. Κάθε σοφία και τέχνη εξαφανίστηκε, όπως και κάθε ανάμνηση πόλης, πολιτεύματος και νομοθεσίας. Οι άνθρωποι ζούσαν ειρηνικά χωρίς φιλονικίες και έριδες, έχοντας επαρκή αγαθά για τις βασικές τους ανάγκες και δίχως να είναι πλούσιοι ή φτωχοί. Οι συνθήκες αυτές ευνοούσαν τη διαμόρφωση ευγενικών χαρακτήρων με την αλαζονεία, την αδικία και τον φθόνο να εκλείπουν. Δεν υπήρχε γραφή, ούτε και νόμοι και οι άνθρωποι ζούσαν με βάση εθιμοτυπικό δίκαιο έχοντας ως αρχηγούς τους τους γεροντότερους. Το εν λόγω πολίτευμα, που χαρακτηρίζεται από τους συνομιλητές ως η δικαιότερη από όλες τις άλλες βασιλεία, είναι η δυναστεία (677b-680e).

Με τη διεύρυνση της κοινωνίας, την ανάπτυξη της γεωργίας και τη δημιουργία πόλεων και περιτειχισμάτων για την προστασία από τα θηρία, προέκυψε η ανάγκη νομοθεσίας, αφού σε επίπεδο οίκου οι γεροντότεροι εξακολουθούσαν να κατέχουν την αρχηγία και κάθε οίκος να έχει δικούς του νόμους, τους οποίους θεωρούσε καλύτερους από των υπολοίπων. Ως νομοθέτες έπρεπε να επιλεγούν αντιπρόσωποι των οίκων, οι οποίοι εξετάζοντας τα έθιμα όλων των οίκων, θα επέλεγαν για την πόλη εκείνα που εξυπηρετούσαν το κοινό συμφέρον. Κατά αυτόν τον τρόπο προέκυψε η μετάβαση από τη δυναστεία στην αριστοκρατία ή βασιλεία (680e-681d). Ο Αθηναίος Ξένος αναφέρεται και σε ένα τρίτο είδος πολιτεύματος, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα είδη, χωρίς ωστόσο να δίνονται λεπτομερείς περιγραφές. Πρόκειται για τη στροφή από τη φυλετική στην πολιτική κοινωνία. Για αυτό το είδος κάνει μνεία του Ομήρου και την περίπτωση της Τροίας, την οποία παρουσιάζει ως κατεξοχήν παράδειγμα (682a-e). Η αναφορά στην Τροία υπαινίσσεται την πολιορκία της και μας μεταφέρει στην περίοδο της ηρωικής Ελλάδας, από την οποία στη συνέχεια μεταβαίνει στην περίοδο των τριών δωρικών βασιλείων: της Σπάρτης, του Άργους και της Μεσσήνης.[3]

Πιο συγκεκριμένα, ο Αθηναίος Ξένος επισημαίνει την ανάγκη εξέτασης της πολιτειακής οργάνωσης στο χρόνο υπό το πρίσμα των νόμων ξεκινώντας με το παράδειγμα της Σπάρτης (683d-693e). Αρχικά συστάθηκαν τρεις μεγάλες πόλεις: Άργος, Μεσσήνη, Σπάρτη σε καθεμιά από τις οποίες την εξουσία κατείχε ένας βασιλιάς. Και οι τρεις ασκούσαν την εξουσία τους με βάση κοινούς νόμους και δεν ήταν ποτέ βίαιοι, ενώ οι αρχόμενοι καλούνταν να τους υπακούν. Η μοναδική περίπτωση χρήσης βίας ήταν η αδικία από μέρους μιας εκ των τριών πόλεων σε βάρος κάποιας άλλης, οπότε οι άλλες δυο συνασπίζονταν εναντίον της. Με την πάροδο του χρόνου επισημαίνεται ότι μολονότι ο συνασπισμός των τριών πόλεων υπήρξε πολύ σημαντικός, αφού χάρη στην κοινή συμμαχία των τριών πόλεων επιτεύχθηκε σταθερότητα στην οργάνωση τους και από κοινού αντιμετώπιση των εχθρών, οι άλλες δυο πόλεις καταστράφηκαν και η μόνη που διασώθηκε ήταν η Σπάρτη. Οι συνομιλητές συμφωνούν ότι αυτό που θα έπρεπε να διατηρηθεί είναι η σταθερότητα, την ώρα που οι περισσότεροι άνθρωποι κυριεύονται από τις επιθυμίες τους, τις οποίες επιδιώκουν να πραγματώσουν. Στόχος του ατόμου αλλά και της πόλης και ακόμη περισσότερο του πολιτικού και του νομοθέτη θα πρέπει να είναι η φρόνηση. Η εξουσία θα πρέπει να δίνεται στους σώφρονες, ακόμη κι αν δεν έχουν λάβει καμία εκπαίδευση, ενώ πολλοί από το πλήθος, ακόμη κι αν είναι εξασκημένοι στους λόγους, κρίνονται ανάξιοι ως αμαθείς με την έννοια ότι μολονότι γνωρίζουν το ωραίο και το καλό, αντί να το αγαπούν, πολλές φορές το μισούν και αγαπούν το κακό.

Ως προς τις σχέσεις αρχόντων-αρχομένων διακρίνονται επτά κατηγορίες: οι γονείς άρχουν τους απογόνους τους, οι ευγενείς τους μη ευγενείς, οι γεροντότεροι τους νεότερους, οι κύριοι τους δούλους, ο ισχυρός τον ανίσχυρο- όπως συμβαίνει μεταξύ των ζώων στη φύση-, ο σώφρων τον αμαθή και τέλος την εξουσία ασκεί όποιος κληρωθεί. Όσον αφορά το Άργος και τη Μεσσήνη επισημαίνεται ότι η καταστροφή τους προέκυψε από την «ασωτία» των βασιλέων τους, οι οποίοι αγνοώντας τους όρκους που είχαν δώσει, επιθύμησαν περισσότερα από όσα τους αναλογούσαν με βάση το μέτρο, κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση της Σπάρτης.

Στο σημείο αυτό κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί το γεγονός ότι ο αυτοέλεγχος τίθεται για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο. Οι βασιλείς του Άργους και της Μεσσήνης απουσία του αυτοελέγχου κατέστρεψαν τις πόλεις τους. Επιπλέον, όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο γίνεται αντιληπτή η πρόταξη ενός είδους μικτής εξουσίας, εν αντιθέσει με την άσκηση απόλυτης εξουσίας από έναν μονάρχη. Στη Σπάρτη η εξουσία εμφανίζεται μοιρασμένη μεταξύ δύο βασιλέων και με τους θεσμούς της Γερουσίας και των Εφόρων να λαμβάνουν ενεργό μέρος στη διακυβέρνηση. Αυτού του είδους το πολίτευμα διασώθηκε, ενώ τα άλλα δύο που δεν διέθεταν κάποια άλλη εξουσιαστική αρχή, που να ασκεί έλεγχο στους κυβερνώντες, καταστράφηκαν.[4]

Ακολούθως, ως στόχος κάθε νομοθέτη παρουσιάζεται ο συνδυασμός της φρόνησης και της ελευθερίας με τη φιλία, ενώ ως «μητέρες» όλων των πολιτευμάτων η μοναρχία και η δημοκρατία. Με βάση την εν λόγω τοποθέτηση το πολίτευμα τόσο της Περσίας όσο και της Αθήνας απορρίπτονται με το επιχείρημα ότι δεν τηρούσαν το μέτρο (693e). Η Περσία επί Κύρου διατηρούσε την ελευθερία, οι πολίτες ήταν σχεδόν ίσοι με τους άρχοντες και πολεμούσαν με θέρμη, ενώ και ο ίδιος ο βασιλιάς δεχόταν με προθυμία συμβουλές από συνετούς και ικανούς πολίτες. Ωστόσο, ο Κύρος δεν στάθηκε το ίδιο ικανός στις οικογενειακές του υποθέσεις, με αποτέλεσμα οι απόγονοι του λαμβάνοντας θηλυπρεπή μόρφωση να καταλήξουν σε αλληλοσφαγή. Ο Δαρείος επιχείρησε με νόμους να επιτύχει την ισότητα και να κερδίσει τη φιλία του λαού, η μαλθακή μόρφωση του Ξέρξη, ωστόσο, σύμφωνα με τους συνομιλητές, υπήρξε επίσης δεικτική του μη παραδειγματισμού του από την κατάληξη των απογόνων του Κύρου. Απορρίπτεται συλλήβδην η ύπαρξη κάποιου «Μεγάλου Βασιλέα» με το επιχείρημα ότι οι Πέρσες βασιλείς δεν στόχευαν στην ενάρετη ζωή, αλλά στα πλούτη, κάτι που δεν συνέβαινε με την περίπτωση της Σπάρτης, η οποία πάνω από όλα έθετε τον νόμο. Το περσικό πολίτευμα αύξανε ολοένα και περισσότερο το δεσποτισμό και αυτή υπήρξε η κύρια αιτία της παρακμής του, καθώς με την αφαίρεση των ελευθεριών οι πολίτες γίνονταν απρόθυμοι στον πόλεμο με αποτέλεσμα την αδυναμία αντιμετώπισης των εχθρών (694a-698a).

Όσον αφορά το αθηναϊκό πολίτευμα επισημαίνεται ότι κατά τους Περσικούς πολέμους η αιδώς βρισκόταν στο επίκεντρο. Η φιλία και η ελευθερία συνιστούσαν τις βασικές παραμέτρους του αθηναϊκού πολιτεύματος, οι οποίες τους όπλιζαν με θάρρος για την αντιμετώπιση των εχθρών και την υπεράσπιση της πατρίδας τους. Η παρακμή επήλθε σταδιακά με τη μεταβολή του πλήθους από σιωπηλούς υπηρέτες των νόμων σε φωνακλάδες αμαθείς που είχαν την πεποίθηση ότι ήταν σοφοί. Στην εν λόγω μεταβολή η ευθύνη εντοπίζεται στη δράση των ποιητών, οι οποίοι με τα έργα τους έστρεφαν τους θεατές στην ηδονή, κάνοντας τους να πιστεύουν ότι είναι ικανοί να κρίνουν τη μουσική, αν και όχι ειδικοί, με βάση αυτήν. Οι Αθηναίοι άρχισαν έτσι να θεωρούν ελευθερία την παρανομία όχι μόνο σε ζητήματα μουσικής αλλά και σε άλλα πεδία της καθημερινότητας με άμεσο επακόλουθο την απροθυμία τους να υπακούν σε άρχοντες, γονείς και ηλικιωμένους (698b-701d).

Με το παράδειγμα της Περσίας και της Αθήνας καθίσταται σαφής η σημασία τήρησης του μέτρου. Τα άκρα (απολυταρχία και άκρατη ελευθερία) αποκλίνουν από το μέτρο και μαζί από την ευημερία. Ο αυτοέλεγχος είναι η πρώτη προϋπόθεση της σοφίας, του θάρρους και της δικαιοσύνης (696), αποτελεί την ουσία της ελευθερίας του ατόμου (626e-628a, 733e-734b). Τα πολιτεύματα της Περσίας και της Αθήνας, τα οποία αποτελούν παραδείγματα των πρωτογενών τύπων πολιτευμάτων (μοναρχίας και δημοκρατίας αντίστοιχα) εμφανίζουν αρετές, η μεν μοναρχία την κυριαρχία της σοφίας του κυβερνήτη, η δε δημοκρατία την ελευθερία των κυβερνωμένων, εμφανίζουν όμως και ατέλειες, με σημαντικότερη την απουσία του αυτοελέγχου. Έτσι, στη συνέχεια οι συνομιλητές προχωρούν στην «ίδρυση» μιας πόλης εκ του μηδενός, ώστε να καταστεί σαφές το πώς θα μπορούσε να είναι άριστη, το πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν οι αρετές της μοναρχίας και της δημοκρατίας υπό συνθήκες αδελφοσύνης μεταξύ των πολιτών. Ο νομοθέτης επιδιώκοντας να εισαγάγει στην πόλη αυτή τον αυτοέλεγχο, θα επιτύχει να είναι ελεύθερη, με εσωτερική ενότητα και κατανόηση μεταξύ των πολιτών της (701d, 693b). Η διαίρεση του συνόλου της πόλης σε συγκεκριμένες λειτουργίες (Πολιτεία) αντικαθίσταται από την αρμονική συνένωση των διαφορετικών στοιχείων, ενότητα που προκύπτει από την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ των πολιτών, κατανόηση που με τη σειρά της αποτελεί προϊόν του αυτοελέγχου.[5] Σε αυτή την πόλη δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις λειτουργιών, κυβερνήτες και κυβερνώμενοι έχουν όλοι τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά δικαιώματα. Μια τέτοιου είδους πόλη εμφανίζεται πιο «ανθρώπινη», πιο κοντά στις πραγματικές πόλεις.

Για την οικοδόμηση μιας τέτοιας πολιτείας επιλέγεται ένας τόπος αρκετά ορεινός με επαρκή αγαθά και αρκετή απόσταση από τα λιμάνια, όπου βρίσκονται συγκεντρωμένοι κερδοσκόποι, ώστε η πόλη να μπορεί να είναι αυτάρκης σε μεγάλο βαθμό και να μην καταφεύγει συνεχώς σε εμπορικές συναλλαγές. Για τους αποίκους της επισημαίνεται ότι θα πρέπει να είναι οι πλέον ενάρετοι, ώστε να μπορέσουν να προσαρμοστούν με δεσμούς φιλίας μεταξύ τους υπακούοντας παράλληλα στους νόμους της νέας πατρίδας τους. Ως το καλύτερο πολίτευμα για αυτήν την πολιτεία δίνεται η αρχή ενός πεφωτισμένου τυράννου, ενός τυράννου νέου με καλή μνήμη και επιδεκτικού μαθήσεως, γενναίου και μεγαλοπρεπούς εκ φύσεως, που όντας ο ίδιος σώφρων με την έννοια της αυτοσυγκράτησης, στόχος του θα είναι η αρετή (710b-d). Ωστόσο, τονίζεται ότι η σύμπτωση ενός καλού νομοθέτη και ενός τέτοιου τυράννου στην ίδια εποχή είναι ζήτημα μεγάλης τύχης. Ως εναλλακτικές για το πολίτευμα της άριστης πολιτείας δίνεται η βασιλεία, η δημοκρατία[6] και με επιφύλαξη η ολιγαρχία, σίγουρα όμως δίνεται προβάδισμα σε μοναρχικά καθεστώτα με το επιχείρημα ότι στον νομοθέτη πρέπει να δοθεί ίδια δύναμη με τον εκάστοτε άρχοντα και αυτό είναι ευκολότερο, όταν ο άρχοντας είναι ένας (710e). Για την επίτευξη του άριστου πολιτεύματος σημαντικό κρίνεται το καλό παράδειγμα των ηγεμόνων: αν οι ίδιοι αποβλέπουν σε σώφρονες και δίκαιες πράξεις , τότε είναι ευκολότερη η εγκαθίδρυση των τελειότερων νόμων και του τελειότερου πολιτεύματος.

Ο Αθηναίος Ξένος αντιλαμβανόμενος ότι οι συνομιλητές του βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις νόρμες των υπαρχόντων πολιτευμάτων, επιχειρεί να διευρύνει τη σκέψη τους αναφερόμενος στη μυθολογική εποχή του Κρόνου (713a). Υποστηρίζει ότι κατά την εποχή εκείνη υπήρξε η καλύτερη διακυβέρνηση. Ο Κρόνος αντιλαμβανόμενος ότι οι άνθρωποι ρέπουν στην αδικία όρισε ως άρχοντες δαίμονες, που εξασφάλιζαν την ειρήνη, την αιδώ, την ευνομία και τη δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, οι οποίοι δεν χρειαζόταν να δουλεύουν και ζούσαν εν μέσω αφθονίας αγαθών. Ο εν λόγω μύθος, υποστηρίζει, χρησιμεύει ως παράδειγμα μίμησης για όλους τους ανθρώπους, ώστε να διοικούμε ακολουθώντας τον νόμο.

Προκειμένου να καταστεί σαφέστερη η τοποθέτησή του, ο Αθηναίος Ξένος προχωρά σε εξέταση των νόμων (714b κ.εξ.). Οι περισσότεροι θεωρούν για τους νόμους ότι είναι όσοι και τα είδη των πολιτευμάτων, αφού διαμορφώνονται με βάση τα συμφέροντα του εκάστοτε άρχοντα με τη δικαιοσύνη να εξισώνεται με το συμφέρον του ισχυρού. Ένα τέτοιου είδους δίκαιο απορρίπτεται ως στασιωτικό, αφού στόχος της πολιτικής επισημαίνεται ότι θα πρέπει να είναι το κοινό συμφέρον της πόλης. Οι άρχοντες θα πρέπει να είναι υπηρέτες των νόμων. Και όσοι είναι συνετοί και σώφρονες επιλέγουν ως οδηγό τον θεό, που είναι μέτρο όλων των πραγμάτων κι επιδιώκουν να ομοιωθούν με αυτόν υιοθετώντας ευσεβή και ενάρετο βίο. Σε αυτό το πλαίσιο ο νομοθέτης υποδεικνύει άλλοτε με πειθώ και άλλοτε με βία τα όρια για τις διαπροσωπικές σχέσεις θέτοντας πάντοτε στο επίκεντρο την αρετή. Και αυτός ακριβώς ο συνδυασμός πειθούς και βίας είναι που εξέλειπε ως τώρα από τις νομοθεσίες και κρίνεται απαραίτητο να υιοθετηθεί, με την πειθώ να εμφανίζεται στο πλαίσιο ενός προοιμίου, που θα προδιαθέτει φιλικά τον όχλο, προκειμένου να αποδεχτεί τον νόμο, και τον ίδιο τον νόμο που θα έχει τη μορφή τυραννικής προσταγής.

Στο πέμπτο βιβλίο τονίζεται η σημασία της ενάρετης ψυχής και η ανωτερότητά της σε σχέση με τον πλούτο και τα υλικά αγαθά. Το μέτρο, η αλήθεια και η δικαιοσύνη τίθενται στο επίκεντρο ενός ευδαίμονος βίου, ο οποίος κατά σειρά εντοπίζεται στον σώφρονα, φρόνιμο, ανδρείο και υγιεινό τρόπο ζωής, που παραμερίζει τις ηδονές.

Περνώντας από το προοίμιο στους ίδιους τους Νόμους, επισημαίνεται ότι για την εγκαθίδρυση του βέλτιστου πολιτεύματος κρίνεται απαραίτητος ο καθαρμός της πόλεως από τους πολίτες που συνιστούν ασθένεια για την ίδια, καθαρμός που συνεπάγεται τιμωρίες, θανάτους και καταδίκες που θα μπορούσαν να πραγματωθούν ευκολότερα υπό την ηγεσία ενός τυράννου-νομοθέτη (735c). Έτσι, τα μέλη μιας τέτοιας πολιτείας θα είναι όλα ενάρετα και θα αποσκοπούν αποκλειστικά στη δικαιοσύνη, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα υλικά αγαθά και τον πλούτο, ενώ ο νομοθέτης της θα έχει προνοήσει, ώστε η πατρίδα τους να προσφέρει γη και αγαθά επαρκή, για να τους συντηρεί.

Η συζήτηση συνεχίζεται με την αξιολογική έκθεση των πολιτευμάτων (739b κ.εξ). Το πρώτο είδος (739 κ.εξ.) εμφανίζει ως κύριο χαρακτηριστικό του την κοινοκτημοσύνη, ώστε όλοι οι πολίτες να χαίρονται και να λυπούνται με τα ίδια πράγματα και κατά αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίζεται η σταθερότητα των νόμων. Πρόκειται για ένα πολίτευμα «θεϊκό» που τίθεται στην πρώτη αξιολογικά θέση και που θα πρέπει οι θνητοί να μιμηθούν, προκειμένου να πραγματώσουν το δεύτερο αξιολογικά είδος, το οποίο αποτελεί και το πλησιέστερο στην αθανασία. Για να επιτευχθεί αυτό το είδος του πολιτεύματος η γη θα καλλιεργείται ως κοινό κτήμα όλων, ο πληθυσμός της πόλης θα παραμένει σταθερός, στόχος των πολιτών δεν θα είναι ο πλουτισμός και κατά επέκταση στόχος των πολιτικών δεν θα είναι η επαύξηση της πόλης αλλά η ευδαιμονία της, το πώς αυτή θα γίνει άριστη. Για να γίνει ευδαίμων η πόλη στο σύνολό της οι πολίτες της θα πρέπει να είναι ενάρετοι. Για το λόγο αυτό εκτός από την απόρριψη του πλουτισμού, κρίνεται αναγκαία η φιλία μεταξύ των πολιτών και συνεκδοχικά η μείωση των δικών μεταξύ των τελευταίων. Στο ορθό πολίτευμα θα εμφανίζονται ιεραρχικά η φροντίδα της ψυχής και η σωφροσύνη, η φροντίδα του σώματος και η υγεία, ο πλούτος και η περιουσία. Και επειδή δεν είναι δυνατό όλοι οι πολίτες να έχουν την ίδια περιουσία, θα επιβάλλονται άνισοι φόροι, ώστε κανένας να μην είναι υπερβολικά φτωχός ή υπερβολικά πλούσιος. Θα τεθεί κατώτερο όριο φτώχειας και οι πολίτες θα διακριθούν σε τέσσερις τάξεις ανάλογα με την περιουσία τους, ώστε με βάση αυτή να φορολογούνται. Επισημαίνεται ότι πολλοί θα αμφισβητήσουν την δυνατότητα ύπαρξης μιας τέτοιας πόλης, ο νομοθέτης, ωστόσο, είναι επιβεβλημένο να τονίζει ότι σε όλα αυτά υπάρχει δόση αλήθειας και περιγράφοντας το πολίτευμα-παράδειγμα (/υπόδειγμα) να μην παραλείπει τίποτε, ενώ σε περίπτωση που αδυνατεί, να περιορίζεται στα όμοιά του, καθώς όλα αυτά ενεργοποιούν και τον πιο νωθρό πολίτη και οδηγούν στην πρόοδο.

Σε αυτού του είδους το πολίτευμα θα εκλεγούν νομοφύλακες με αρμοδιότητά τους τη διαφύλαξη των νόμων και των περιουσιών αλλά και την εκλογή των στρατηγών της πόλεως. Οι νομοφύλακες δεν θα ξεπερνούν την ηλικία των 70 ετών , ούτε και θα κατέχουν την εξουσία για περισσότερο από 20 χρόνια. Ακόμη, προβλέπεται η ύπαρξη Βουλής, τα μέλη της οποίας θα εκλέγονται με τρόπο ταυτόχρονα μοναρχικό και δημοκρατικό, θα προέρχονται δηλαδή και από τις τρεις φορολογικές τάξεις και θα αναλαμβάνουν τα καθήκοντά τους κατόπιν εκλογής αλλά και κλήρωσης. Στόχος ενός τέτοιου πολιτεύματος είναι η μεσότητα. Η ισότητα, επισημαίνεται, ότι δεν είναι πάντοτε το κλειδί, καθώς υπάρχουν δύο είδη εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Η μία είναι «ποσοτική», σχετίζεται δηλαδή με αριθμούς και μεγέθη, η άλλη ωστόσο, αποδίδει στον καθένα ό,τι είναι ταιριαστό με τη φύση του, για παράδειγμα αποδίδει τιμές στους ενάρετους. Αυτό το δεύτερο είδος της ισότητας αποβλέπει στο δίκαιο, αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής. Με άλλα λόγια, δίκαιο είναι να αποδίδουμε την ισότητα στα άνισα σύμφωνα με τη φύση. Επειδή όμως κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στη δυσαρέσκεια του πλήθους, οι συνομιλητές συμφωνούν ότι κρίνεται επιτακτικός ο συνδυασμός και των δυο ισοτήτων. Το εν λόγω πολίτευμα προβλέπει την ύπαρξη επιμελητών και ιερέων για την προστασία, τη χρήση και τη διατήρηση δημοσίων κτηρίων και ναών, αλλά και ενός γενικού επιμελητή της εκπαίδευσης, υπεύθυνου για την ανατροφή των παιδιών. Προσεγγίζεται η στρατολόγηση των νέων και τονίζεται η ανάγκη λογοδοσίας από πλευράς δικαστών και αρχόντων. Εξετάζεται αναλυτικά η οργάνωση της πόλης με τα τείχη, τα δικαστήρια, τις κατοικίες, τους δούλους αλλά και τη σύναψη γάμων. Επίκεντρο της νομοθεσίας παραμένει η αρετή και η επιλογή του βέλτιστου έναντι του ήδιστου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη σύναψη γάμων με κριτήριο το τι είναι καλύτερο για την πόλη και όχι το τι είναι πιο ευχάριστο για τον εκάστοτε πολίτη.[7]

Στο έβδομο βιβλίο (788a-824a) οι συνομιλητές επανέρχονται στην ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών και για μια ακόμη φορά τονίζεται η σημασία της διευθέτησης των ιδιωτικών υποθέσεων: αφού πρώτα ρυθμιστούν αυτές, οι πολίτες θα είναι σε θέση να υιοθετήσουν τους νόμους και για τις υποθέσεις της πόλης. Από τα πρώτα έτη της ζωής κρίνονται αναγκαίες οι γυμναστικές ασκήσεις, ώστε να αναπτυχθεί σταδιακά η ανδρεία. Το ίδιο ισχύει και για την επιδίωξη της μεσότητας: δεν πρέπει να επιδιώκονται μόνο οι ηδονές, ούτε όμως και να αποφεύγονται πάντοτε οι λύπες. Αναγκαίες κρίνονται επίσης οι τιμωρίες, ο έπαινος και ο ψόγος, όπως όμως και η ψυχαγωγία και τα παιχνίδια που παίζονται με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους όρους ασκώντας τα παιδιά στην πειθαρχία, που θα πρέπει να επιδείξουν αργότερα απέναντι στους νόμους. Εκτός από το σώμα από μικρή ηλικία κρίνεται απαραίτητη και η άσκηση της ψυχής μέσω της μουσικής. Η απάντηση του νομοθέτη απέναντι στους ποιητές, τους οποίους θα οριοθετήσει, είναι ότι ο ίδιος είναι ποιητής της πιο ωραίας και καλύτερης τραγωδίας, αφού αντικείμενό του είναι η ίδια η πόλη, για την οποία αποσκοπεί να γίνει μίμημα του πιο ωραίου και ενάρετου βίου. Τονίζεται η προσοχή που θα πρέπει να δοθεί σε νεωτερισμούς και νέα ήθη, στα οποία οι νέοι είναι επιρρεπείς και κατά επέκταση η προσπάθεια που πρέπει να επιδείξει ο νομοθέτης, ώστε οι νόμοι του να είναι αμετάβλητοι. Προκειμένου να επιτευχθεί η ευδαιμονία της πόλης στο σύνολό της κρίνεται απαραίτητο άντρες και γυναίκες να λαμβάνουν την ίδια βασική εκπαίδευση με διαφοροποιήσεις μόνο σε πεδία που θα διευκολύνουν πρακτικά την καθημερινότητά τους. Αρχικά θα μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή κοντά σε έναν παιδαγωγό που θα τιθασεύει τα θηριώδη τους ένστικτα και εν συνεχεία θα διδάσκονται μαθηματικά και αστρονομία. Η εκπαίδευση καταλαμβάνει σημαντικό μέρος της νομοθεσίας, γιατί όπως επισημαίνεται «η λάθος εκπαίδευση είναι χειρότερη της αμάθειας».

Στο όγδοο βιβλίο (828a-852c) εξετάζονται ζητήματα της καθημερινότητας, όπως οι εορτές, ο έρωτας, τα συσσίτια και οι γεωργικοί νόμοι, ενώ στο ένατο οι δίκες. Χαρακτηριστική είναι η διάκριση ακούσιου και εκούσιου αδικήματος με το βάρος να εντοπίζεται στην πρόθεση του ενεργούντος προσώπου για την επιβολή της οποιασδήποτε τιμωρίας. Όσον αφορά τις αιτίες της αδικίας αυτές εντοπίζονται στα πάθη (λύπη, φόβο, θυμό, φθόνο), στην ηδονή και τις επιθυμίες, στην άγνοια και την αμάθεια[8]. Ο νομοθέτης οφείλει να εκτελέσει το χρέος του και να συντάξει τους νόμους της πατρίδας του, μολονότι η ανθρώπινη φύση πολλές φορές παρεκτρέπεται και οι άνθρωποι ζουν σαν άγρια θηρία. Αν υπήρχε άρχοντας που θα αντιστεκόταν σε όλα αυτά και θα ασκούσε την εξουσία του ακολουθώντας τον Νου και την Επιστήμη, δεν θα υπήρχε η ανάγκη των νόμων. Κάτι τέτοιο, όμως, αντιμετωπίζεται ως ανέφικτο και οι συνομιλητές συμφωνούν ότι οι νόμοι είναι η δεύτερη καλύτερη λύση. Οι νόμοι αν και δεν μπορούν να προνοήσουν για τα πάντα, σίγουρα καλύπτουν τις περισσότερες περιπτώσεις. Έτσι, για μια ακόμη φορά επισημαίνεται ότι στόχος του νομοθέτη θα πρέπει να είναι πάντοτε το κοινό συμφέρον και όχι το ατομικό, γιατί το πρώτο συσφίγγει την πόλη, ενώ το δεύτερο τη διασπά.

Στο δέκατο βιβλίο (884a-910d) στο πλαίσιο προσέγγισης των δικών ιεροσυλίας επιχειρείται η απόδειξη της ύπαρξης των θεών, της αδιάφθορης δράσης τους και του ενδιαφέροντος τους για τις ανθρώπινες υποθέσεις, εγχείρημα που εκκινεί από την προσπάθεια εκμηδενισμού της ασέβειας στην πόλη, ως η απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της ευδαιμονίας με αρωγό τη σωστή παιδεία. Στο ενδέκατο βιβλίο (88 εξετάζονται πρακτικότερα ζητήματα της καθημερινότητας, όπως οι εμπορικές συναλλαγές, οι διαθήκες, τα διαζύγια, οι καταδεσμοί και οι βλαστημίες. Τίθενται τα νομικά όρια της πολιτείας απέναντι στις εν λόγω δράσεις και ορίζονται οι τιμωρίες σε περιπτώσεις παραβάσεων με τη δικαιοσύνη να παραμένει στο επίκεντρο, την κωμωδία να ελέγχεται για το υβριστικό της λεξιλόγιο και τον μηχανισμό των «στρεβλών λόγων» να αποκλείεται από την πόλη.

Στο τελευταίο βιβλίο του έργου (941a-969d) τονίζεται η σημασία της πειθαρχίας και του στρατιωτικού βίου. Προβλέπονται τιμωρίες για λιποτάκτες και ριψάσπιδες κι επισημαίνεται ότι ενδέχεται κάποιες φορές οι άρχοντες να ευνοήσουν κάποιους από αυτούς. Οι άρχοντες έχουν κι αυτοί ατέλειες κι έτσι κρίνεται σκόπιμο να ελέγχονται και να λογοδοτούν και οι ίδιοι στους τιμητές. Ο τιμητής έχει ως καθήκον του να διατηρεί τη συνοχή της πόλης. Για το λόγο αυτό για το συγκεκριμένο αξίωμα προβλέπεται ότι θα εκλέγονταν οι δώδεκα πλέον ενάρετοι πολίτες, οι οποίοι θα διατηρούσαν το αξίωμα έως τα εβδομήντα πέντε τους έτη. Οι τιμητές ως άρχοντες των αρχόντων θα απολάμβαναν τις μέγιστες τιμές, όπως όμως και θα δέχονταν τις μέγιστες ποινές σε περίπτωση που αποδεικνύονταν ανάξιοι. Επιπρόσθετα, εξετάζονται οι σχέσεις με τις άλλες πόλεις, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πολίτες θα ταξίδευαν σε αυτές ή απεσταλμένοι άλλων πόλεων θα γίνονταν δεκτοί στη δική τους. Ο νόμος παράγεται από τη λέξη νους και η επιστήμη των νόμων συντείνει περισσότερο από κάθε άλλη στην ανάπτυξη του πνεύματος, αν αυτοί έχουν τεθεί σωστά και χρησιμοποιούνται για σαφή και σταθερό έλεγχο. Οι νόμοι διαφέρουν από πόλη σε πόλη, γιατί διαφέρουν και οι σκοποί που αυτές έχουν θέσει. Σκοπός της πόλης που περιγράφεται είναι η δικαιοσύνη και για την επίτευξη αυτής ο νομοθέτης είναι ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει για την αρετή και τα μέρη της: δικαιοσύνη, ανδρεία, φρόνηση, σωφροσύνη. Απαραίτητο κρίνεται να υπάρχουν φύλακες που με λόγια και έργα θα επιδείξουν αρετή πιο τέλεια από του πλήθους. Οι φύλακες αυτοί δεν είναι άλλοι από το συμβούλιο που θα συνεδριάζει καθημερινά τις πρωινές ώρες και θα αποτελείται από τους δέκα γεροντότερους πολίτες, όσους έχουν τιμηθεί με ανώτατες διακρίσεις και όσους έχουν επιστρέψει από ταξίδια σε άλλες πόλεις σωφρονέστεροι, καθένας από τους οποίους θα συνοδεύεται από έναν νέο που θα είναι εκ φύσεως χαρισματικός. Το συμβούλιο αυτό θα εποπτεύει την πόλη και στόχος του θα είναι η αρετή. Αναγκαία κρίνεται για κάθε καλό άρχοντα εκτός από την αρετή και η γνώση του καλού και του ωραίου, όχι μόνο σε επίπεδο πολλαπλότητας αλλά και σε επίπεδο ενός, η γνώση δηλαδή του κατεξοχήν ωραίου και του κατεξοχήν καλού, όπως όμως και της ύπαρξης των θεών, την οποία θα αποδεικνύει με την αυτοκίνηση της ψυχής και την τάξη της κίνησης των ουρανίων σωμάτων, τα οποία αφού κατανοήσει θα χρησιμοποιήσει στους νόμους και τις ηθικές πράξεις.

Συνεπώς, οι πολιτικοί θεσμοί του κράτους εμφανίζονται με τη μορφή δυο τύπων κυβερνητικής εξουσίας: τις συνελεύσεις (Εκκλησία, Βουλή, Νυχτερινό Συμβούλιο) και τους άρχοντες (37 νομοφύλακες, 3 στρατηγοί, 2 ίππαρχοι, 10 ταξίαρχοι και 10 φύλαρχοι, ιερείς, 60 αγρονόμοι, 3 αστυνόμοι, 5 αγορανόμοι, υπεύθυνος εκπαίδευσης, 12 τιμητές, δικαστές). Η ανάληψη των καθηκόντων προϋποθέτει την κάλυψη συγκεκριμένων απαιτήσεων, οι οποίες διαφοροποιούνται ανάλογα με το αξίωμα με το Νυχτερινό Συμβούλιο να αποτελεί την κορωνίδα. Η πλειονότητα των αρχόντων εκλέγεται από τη συνέλευση χωρίς άλλες προϋποθέσεις πέραν της ηλικίας. Ο υπέυθυνος της εκπαίδευσης εκλέγεται για μία πενταετία από τους ενεργεία νομοφύλακες με μυστική ψήφο (766b). Το σύνολο των αρχόντων μαζί με τα μέλη της Βουλής είναι υπεύθυνα για την εκλογή των μελών του ανώτατου δικαστηρίου (767c-e). Από τον τρόπο ανάδειξής τους φαίνεται ότι τόσο ο υπεύθυνος της εκπαίδευσης, όσο και το ανώτατο δικαστήριο καταλαμβάνουν θέσεις μεγαλύτερης ευθύνης, ο πρώτος αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση των παιδιών, που είναι το θεμέλιο για οτιδήποτε άλλο –συμπεριλαμβανομένης και ης υπακοής στον νόμο- και το δεύτερο λειτουργώντας συμπληρωματικά διορθώνει τα λάθη που προκύπτουν στην εφαρμογή του εκπαιδευτικού συστήματος.[9]

Το σημαντικότερο θεσμικό όργανο των Νόμων, ωστόσο, είναι το Νυχτερινό Συμβούλιο, το οποίο δεν παραπέμπει σε κάποιον από τους θεσμούς εκείνης της εποχής. Πολλοί υποστήριξαν ότι πρόκειται για μία «περιττή» προσθήκη σε ένα ήδη ολοκληρωμένο πολίτευμα, ενώ άλλοι το προσέγγισαν ως μορφή εξουσίας που τίθεται υπεράνω του νόμου. Παρόλα αυτά, το Νυχτερινό Συμβούλιο ως κατεξοχήν αρμόδιο για τη μελέτη του νόμου, δεν μπορεί παρά να εισαχθεί, όταν πλέον ο νόμος έχει διαμορφωθεί. Είναι ένας «ημι-φιλοσοφικός» θεσμός, παρόλο που οι ανησυχίες του είναι προσανατολισμένες περισσότερο προς την πολιτική και τον νόμο. Η μελέτη του νόμου απαιτεί συγκεκριμένες γνώσεις σχετιζόμενες σε μεγάλο βαθμό με την ευσέβεια και τα μαθηματικά και για αυτό η δύναμη του εν λόγω θεσμού εντοπίζεται όχι σε επίπεδο αρχής, αλλά σε επίπεδο διανοητικής και ηθικής εξουσίας.[10]

Με την εξέταση των Νόμων γίνεται αντιληπτή η μετάβαση από το ιδεώδες της φιλοσοφικής μοναρχίας ενός αποδεσμευμένου από τον νόμο φιλόσοφου-βασιλέα της Πολιτείας στην πρόταξη ενός είδους φιλοσοφικού νομικού κράτους, το οποίο ήδη από τον Πολιτικό εμφανιζεται ως εναλλακτική. Το ιδεώδες της Πολιτείας παραμένει απόλυτο, ενώ η διαμόρφωση ενός έννομου κράτους, στο οποίο ο νόμος έχοντας ως στόχο το κοινό συμφέρον προηγείται και η διακυβέρνηση διαμορφώνεται με βάση αυτόν αποτελεί μια εναλλακτική, που μπορεί να πραγματωθεί. Για να αποτελέσει, ωστόσο, αυτού του είδους το πολίτευμα τη δεύτερη καλύτερη επιλογή, κρίνεται απαραίτητος ο συνδυασμός της ακαμψίας του νόμου και της μορφής κυρίαρχης εντολής με την πειθώ και τη συναίνεση, ρόλο που στους Νόμους αναλαμβάνουν τα προοίμια.[11] Ο συνδυασμός τους εμφανίζεται ως η πιο κοντινή προσέγγιση της φιλοσοφικής μοναρχίας με τα προοίμια να αποσκοπούν στην επίτευξη αρμονίας μεταξύ λόγου και επιθυμιών, δηλαδή στον αυτοέλεγχο, οδηγώντας κατά αυτό τον τρόπο στη συναίνεση των πολιτών με όσα ο νόμος προτάσσει.[12] Ένα τέτοιου είδος πολίτευμα προτάσσεται ως συνδυαστικό των αρετών της μοναρχίας και της δημοκρατίας στοχεύοντας στην αδελφοσύνη μεταξύ των πολιτών.





[1] Οι εν λόγω πολίτες «επιβάλλονται στον εαυτό τους» ακολουθώντας τον λόγο και παραμένοντας σώφρονες απέναντι στις ηδονές, τις λύπες, τις ελπίδες, τους φόβους κι εν γένει τα πάθη τους.

[2] Η κυριαρχία του λόγου επί των επιθυμιών, που στην Πολιτεία συνιστά τον αυτοέλεγχο-εγκράτεια, στους Νόμους, όπως θα φανεί στη συνέχεια με την προσέγγιση των πολιτευμάτων της Σπάρτης, της Περσίας και της Αθήνας, συνιστά το επιστέγασμα όλων των αρετών, συμπεριλαμβανομένης και της δικαιοσύνης.

[3] Barker E. (2007): 649-650.

[4] Barker E. (2007): 650-651, The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (2000): 261-262.

[5] Barker E. (2007): 623-626, 655.

[6] Η δημοκρατία εμφανίζεται και πάλι υψηλότερα από την ολιγαρχία, όπως και στον Πολιτικό, εν αντιθέσει με την ταξινόμηση της Πολιτείας. Πρβλπ. Michels St. (2004): 517-528.

[7] Για παράδειγμα ένας πλούσιος θα προχωρήσει σε γάμο με μια φτωχή κι ένας ισχυρός με μια ανίσχυρη, ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία στο πλαίσιο της πόλης.

[8] Ως αμάθεια αντιμετωπίζεται η επίφαση γνώσης.

[9] The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (2000): 280-282.

[10] The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (2000): 283-284.

[11] Barker E. (2007): 633-645.

[12] Για την αλλαγή της στάσης του Πλάτωνα απέναντι στην αναγκαιότητα της λαϊκής συναίνεσης χαρακτηριστική είναι η αλλαγή χρήσης της αναλογίας του γιατρού: Στον Πολιτικό ο γιατρός εμφανίζεται να θεραπεύει χωρίς τη συναίνεση του ασθενή, ενώ στους Νόμους (720b-d), κρίνεται απαραίτητη για τους ελεύθερους ανθρώπους.


DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Ιωάννα Φάφκα - She graduated from the Classical Philology Department of the Aristotle University and she is a graduate student in the History of Philosophy at the Department of Philosophy and Pedagogy of the same university. She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the March of 2017. Read More