ΥΒΡΙΣ-ΑΤΙΣ-ΝΕΜΕΣΙΣ-ΤΙΣΙΣ: ΜΗ ΑΝΑΣΤΡΕΨΙΜΗ ΠΟΡΕΙΑ..



Ζιώγου Καλλιόπη



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Τι κι αν πρόκειται για έννοιες της αρχαιοελληνικής κοσμοθεωρίας για την τήρηση της τάξης και της ισορροπίας δυνάμεων στην κοινωνία; Ως συνήθως κάθε τι αρχαιοελληνικό είναι και επίκαιρο. Ως συνήθως θα θαυμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες αντιλαμβανόταν την τήρηση της ηθικής τάξης και τις συνέπειες που ακολουθούσαν σε κάθε απόπειρα διασάλευσής της.



Η Λογοτεχνία "κοιτάει" την αναπηρία...

της Μενελίας Τολόγλου
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
"Γούτου Γουπάτου", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης


Το περιεχόμενο και το νόημα της Παιδικής Λογοτεχνίας μεταβάλλεται από εποχή σε εποχή και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Ο καλύτερος τρόπος να οριστεί το τι είναι «Παιδική Λογοτεχνία» είναι με την εις άτοπον απαγωγή, επισημαίνοντας δηλαδή τι δεν ανήκει στο χώρο και στο χαρακτήρα της. Επίσης, ορίζεται συγκριτικά με τη λογοτεχνία των ενηλίκων. 

Η ποικιλία των ορισμών είναι μεγάλη, αλλά αντιπροσωπευτικότερος ορισμός μάλλον είναι εκείνος του Ηρακλή Καλλέργη, ο οποίος τονίζει ότι οι συγγραφείς των βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά και νέους, πρέπει να έχουν κατά νου τη δραστικότητα του ωραίου λόγου. Επίσης, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ψυχικές ανάγκες της παιδικής ηλικίας. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κειμένων «που πρώτιστα θα κάνουν τη συνείδηση του αναγνώστη να λειτουργήσει αισθητικά, θα περιέχουν όμως και κάποια ιδεολογικά μηνύματα» (Καλλέργης, 1992). Σύμφωνα με την Μένη Κανατσούλη (2007):

Ο συγγραφέας που γράφει για παιδιά συνειδητοποιεί την ευθύνη του και προσπαθεί να εκφράσει τον άγγελο και όχι το δαίμονα που κρύβει μέσα του.

Επιπλέον, τα κείμενα που απευθύνονται σε παιδιά διαφέρουν από εκείνα των ενηλίκων, καθώς τα πρώτα έχουν ένα διδακτικό περιεχόμενο και εμπεριέχουν ένα μήνυμα προς τον αναγνώστη. Ακόμα, το περιεχόμενο δεν ενοχλεί λογοτεχνικά και αισθητικά. Γενικά, από τη φύση τους «χωρούν» περισσότερο διδακτισμό στις λέξεις τους. Όσον αφορά τα κείμενα που απευθύνονται προς τους ενήλικες, δεν διακρίνονται από έναν εμφατικό διδακτισμό, αλλά μιλούν χρησιμοποιώντας έναν πιο πολιτικά ορθό λόγο για τα θέματα, όπως για παράδειγμα για τα άτομα με αναπηρία. 

Αυτό που πρέπει, πρωτίστως, να υπάρχει είναι μια ενδιαφέρουσα αφήγηση και πλοκή, η οποία να συγκινεί και να χαρακτηρίζεται από αληθοφάνεια. Δεν αποτελεί αυτοσκοπό η αντιπροσώπευση μιας ιδεολογίας, για παράδειγμα, σχετικά με τα άτομα που φέρουν μια αναπηρία. Το πιο σημαντικό από όλα, όμως, είναι ότι όλοι οι άνθρωποι (μικροί και μεγάλοι) μπορεί σε κάποια στιγμή της ζωής τους να πρέπει να χειρισθούν προβλήματα ανθρώπινα. Η λογοτεχνία μπορεί να τους δώσει διεξόδους, έτσι ώστε να αντιληφθούν τις ποικίλες όψεις της ζωής, να τους δείξει πώς κάποιοι χαρακτήρες έχουν αντιμετωπίσει τις προσωπικές τους κρίσεις, να τους βοηθήσει να ψάξουν και να βρουν απαντήσεις στο νόημα της ζωής. 

Συν τοις άλλοις, τα παιδιά-αναγνώστες προσλαμβάνουν διαφορετικά το λογοτεχνικό έργο με βάση ποικίλους παράγοντες, όπως είναι το φύλο, η ηλικία, η κοινωνική προέλευση, το επίπεδο αναγνωστικής ωριμότητας κ.λπ. Συνεπώς, η αναγνωστική πράξη μετουσιώνεται σε μια σύνθετη και δυναμική διαδικασία, όπου το παιδί βάζει τον εαυτό του στη θέση των λογοτεχνικών χαρακτήρων, ταυτίζεται με αυτούς, προβληματίζεται, αλλά και αποστασιοποιείται από αυτούς. 

Με άλλα λόγια, από τη μία εμπλέκεται στα γεγονότα, αλλά παράλληλα ενημερώνεται, ευαισθητοποιείται, κατανοεί και ίσως καταλήγει και να διεκδικεί. Αυτό είναι ένα σημαντικό κομμάτι, καθώς η λογοτεχνία ενημερώνει τα παιδιά για προβλήματα, αλλά και τρόπους αντιμετώπισης αυτών, πριν ακόμη προκύψουν στην πραγματική ζωή. Συμβάλλει, ακόμα, στην κοινωνικοποίηση,στην πολιτική ένταξή τους και εν γένει στο να τους μεταφέρει σύμβολα και μοντέλα ζωής, ειδικά σε σχέση με αξίες και διαπροσωπικές συμπεριφορές (Κανατσούλη, 2000). 
Τα βιβλία έχουν ένα διττό ρόλο. Αποτελούν «καθρέπτες» για τα παιδιά, αφού μπορούν να δουν στοιχεία του εαυτού τους, αλλά παράλληλα χρησιμεύουν ως «παράθυρα» ώστε να βλέπουν τον κόσμο έξω από το στενό τους οικογενειακό κύκλο (Rudman & Pierce 1988, Rudman, 1995). 

Η αναγνωστική πράξη αποτελεί αναμφισβήτητα μια σύνθετη και δυναμική διαδικασία, όπου το παιδί εμπλέκεται στα γεγονότα, βάζοντας τον εαυτό του στη θέση των λογοτεχνικών χαρακτήρων, ταυτίζεται ή αποστασιοποιείται από αυτούς, αλλά και προβληματίζεται. 

Η Παιδική Λογοτεχνία αδιαμφισβήτητα άρει τη συνήθεια (Shklovsky, 1924). Πέρα από αυτό, όμως, η λογοτεχνία είναι συνδυασμένη με την ιδεολογία. Δεν υπάρχει βιβλίο στο οποίο να απουσιάζει παντελώς κάποια ιδεολογική θέση μιας και συνιστά απόρροια των ιδεών του γράφοντος υποκειμένου και της εποχής μέσα στην οποία ζει και δημιουργεί (Γιαννικοπούλου, 2005). Η συγγραφή βιβλίων που απευθύνονται σε παιδιά έχει συνήθως συγκεκριμένες σκοπιμότητες, άλλοτε ξεκάθαρες και άλλοτε λιγότερο φανερές. Αυτές συγκλίνουν στο να καλλιεργηθεί στο παιδί-αναγνώστη μια θετική αποδοχή ορισμένων κοινωνικο-πολιτισμικών αξιών (Κανατσούλη, 2000). Επιπλέον, υπήρξε, ανέκαθεν, ένα μέσο που οδηγεί στην εδραίωση και την αναθεώρηση των κυρίαρχων κοινωνικών δομών, καθώς και στην κατηγοριοποίηση των ατόμων (Κάργα, 2008). Η λογοτεχνία αποτελεί μια κατ’ εξοχήν κοινωνική κατασκευή, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και την ίδια την κοινωνία. 

Η διαφορετικότητα, λοιπόν, ως μορφή προβληματισμού αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν θέμα της παιδικής λογοτεχνίας. Ωστόσο, πρόσφατα έχει αρχίσει να απασχολεί τους μελετητές της παιδικής λογοτεχνίας και η διαφορά ως αναπηρία. H λογοτεχνική απεικόνιση της αναπηρίας είναι, όμως, προβληματική. Γενικά, η λογοτεχνία στο πέρασμα των χρόνων δεν μπόρεσε να απαλλαχθεί από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα σχετικά με την παρουσίαση της αληθινής εικόνας του ανάπηρου ατόμου, συνιστώντας έτσι έναν τρόπο παραπληροφόρησης (Elliot, 1982). Τα άτομα με αναπηρία παρουσιάζονται έτσι ώστε να προκαλέσουν τον οίκτο έχοντας παθητική στάση. Στην άλλη άκρη της διελκυστίνδας συχνά εμφανίζονται ως «υπερήρωες». Με άλλα λόγια, ένα βιβλίο μπορεί να επικεντρωθεί σε αυτό που ένας χαρακτήρας καταφέρνει να πετύχει παρά την αναπηρία του, ή το άτομο με αναπηρία μπορεί να έχει κάποια εξαιρετική ποιότητα και δύναμη, σαν αντιστάθμισμα των δυσκολιών που αντιμετωπίζει (Strict, 2013). Η διαφορετικότητα, λοιπόν, αποτελεί ταυτόχρονα αιτία μειονεξίας, αλλά και υπεροχής. 

Οι ποικίλες όμως απεικονίσεις της αναπηρίας δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με τους Biklen και Bogdan (Rubin, 1987) υπάρχουν ακόμα 8 κοινά στερεότυπα εκτός από το “αξιολύπητο” και τον “υπερήρωα”. Το άτομο με αναπηρία απεικονίζεται, επίσης, ως αντικείμενο βίας, ως απαίσιο και σατανικό, ως εχθρός ή γελοιοποιείται. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιείται ως «ατμόσφαιρα». Ουσιαστικά, χωρίς να εξελίσσεται ως χαρακτήρες, είναι περιφερειακός στην κύρια δράση. Ακόμα, προβάλλονται ως επιβάρυνση. Τουτέστιν, ως ένα φορτίο από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε ως κοινωνία, «απανθρωποποιεί» αλλά και αρνείται τις αξίες και τη συνεισφορά των ατόμων με αναπηρία. 

Τα δύο εναπομείναντα στερεότυπα παρουσιάζουν τον ανάπηρο ως μη σεξουαλικό, καθώς και ανίκανο να συμμετέχει πλήρως στην καθημερινή ζωή. Μέχρι πρόσφατα, η ιδέα ότι μπορεί να συμβάλλει στην κοινωνική ζωή, είτε ως λειτουργικό μέλος στην εργασία ή μέσα στην οικογένεια, δεν ήταν διαδεδομένη. Είναι ξεκάθαρο ότι οι διαφορές, παρά τα κοινά με τους «φυσιολογικούς», μπορούν να κάνουν πιο «συναρπαστική» την πλοκή της ιστορίας. Ωστόσο, δεν σπάνε τα εμπόδια ή δεν συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση του αναγνωστικού κοινού. Τέλος, η Ellen Rubin (1987) προσθέτει στα παραπάνω και ένα ενδέκατο στερεότυπο. Το άτομο με αναπηρία είναι απομονωμένο τόσο από τους ανάπηρους, όσο και από τους φυσιολογικούς συνομήλικους του. Τόσο στην εικόνα, όσο και στο κείμενο, τα άτομα με αναπηρίες απεικονίζονται ως μόνοι ή / και μοναχικοί. Η λογοτεχνικότητα και η προσωπικότητα, λοιπόν, των ατόμων με αναπηρία δομείται πάνω σε αρνητικά στερεότυπα. Είναι αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι δεν αποδίδονται με φυσικότητα να συμμετέχουν στα συμβάντα της καθημερινότητας (Blaska, 2003: 6). 

Ιστορικά η αναπηρία έχει διαδραματίσει αρνητικό, κυρίως, ρόλο. Παραδοσιακά, οι χαρακτήρες ήταν συχνά κακοποιοί, όπως ο Κάπτεν Χουκ στον «Πήτερ Παν», ή εκείνος που προκαλεί τον φόβο και πρέπει να εξοστρακιστεί από την κοινωνία, όπως ο Κουασιμόδος στην «Παναγία των Παρισίων». Επίσης, στην αρχαιότητα – μέχρι και σήμερα- το άτομο με αναπηρία εμφανίζεται σαν να έχει μια υπερφυσική υπόσταση. Παραδείγματα αυτού αποτελούν ο Όμηρος και ο Τειρεσίας, όπου ως πρόσωπα τους περιτριγυρίζει η ιδέα του «δαιμονικού», όπου ο «δαίμων» στην αρχαιότητα ταυτιζόταν με την έννοια του «θεού».

Τέλος, σε άλλες περιπτώσεις η αναπηρία μπορεί να θεωρείται ως τιμωρία. Πιο πρόσφατα, η αναπηρία απεικονίζεται ως μια πρόκληση ή εμπόδιο που πρέπει να ξεπεραστεί. Ωστόσο, στις νεότερες ιστορίες για μικρά παιδιά τίθεται το ζήτημα της πολιτικής ορθότητας και μιας διαφορετικής ιδεολογικής στρατηγικής υποστήριξής τους, οπότε είναι εύλογο να προσδοκούμε μια άλλη αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία. 

Γενικά, το εικονογραφημένο βιβλίο είναι ιδιαίτερα ισχυρό και δημοφιλή όσον αφορά την εκπαίδευση των μικρών αναγνωστών. Πέρα από τις δεξιότητες ανάπτυξης, οι λέξεις και οι εικόνες στα παιδικά βιβλία μπορούν να χρησιμεύσουν ως μέσο για την ανάπτυξη της ταυτότητας του παιδιού και της αίσθησης του εαυτού του, καθώς και να συμβάλλουν εποικοδομητικά στην κατανόηση των άλλων και των διάφορων πολιτισμών (Cole & Valentine, 2000). Αυτό που συνιστά ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι το παιδικό λογοτεχνικό βιβλίο αλλάζει ανά εποχή και συνδέεται με τις εκάστοτε αντιλήψεις που επικρατούν. Βρίσκεται σε άμεση αλληλεπίδραση με τις κοινωνικές απαιτήσεις, αλλά και τα πολιτικά δρώμενα. Η λογοτεχνία, εν γένει, δεν είναι στρατευμένη, αλλά αποτελείται από καμπύλες, υποκειμενικότητες, συναίσθημα κλπ. 

Παρόλα αυτά, σκοπός της θα πρέπει να είναι μέσα από μια ενδιαφέρουσα αφήγηση να δίνει την ανθρώπινη εκδοχή και όχι να καλλιεργεί αρνητικές αντιλήψεις με στόχο να γίνει πιο δραματική, παραστατική και παντοδύναμη. «Η λογοτεχνία τις θέριεψε τις προκαταλήψεις μας. Ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα ό,τι διέφερε από το συνηθισμένο στο σώμα και το μυαλό, από την αρχαιότητα - βλέπε Οιδίποδα του Σοφοκλή - μέχρι τον εικοστό αιώνα - βλέπε ζητιάνο του Καρκαβίτσα» (Φτιάκα, 2001). 

Οι ανάπηροι χαρακτήρες συχνά απεικονίζονται από μια παθολογική οπτική θεωρώντας ότι έχουν ένα έλλειμμα, ή παρουσιάζεται το πώς η αναπηρία επηρεάζει αρνητικά το χαρακτήρα τους (π.χ. είναι θυμωμένοι, σε κίνδυνο, ή απομονωμένοι) (Golos, Moses, Wolbers, 2012). Εν κατακλείδι, είναι σημαντικό, όμως, η λογοτεχνία να ξεφύγει από αυτόν τον ιδιότυπο εξαναγκασμό της αρνητικής παρουσίασης ανάπηρων χαρακτήρων, ώστε να βοηθήσει στην εκμηδένιση των προκαταλήψεων και στην αποκατάσταση της θέσης των αναπήρων (Ψάλιου & Φτιάκα, 2010). 

Βιβλιογραφία
  •  Blaska, J. (2003). Using Children’s Literature to Learn about Disabilities and Illness. Troy, NY: Educator’s International Press.
  • Cole E. M. & Valentine D. P. (2000), "Multiethnic children portrayed in children’s picture books.", Child and Adolescent Social Work Journal, 17(4), σελ. 305–317.
  • Elliot (1982), στο κείμενο του Α. Σκορδίλη (επιμ.) (2006), «Δημοσιογραφικός Οδηγός: Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Αναπηρία», ημερομηνία ανάρτησης: 29/03/2011, http://www.disabled.gr/dimosiografikos-odigos-mesa-mazikis- enimerosis-anapiria/, πρόσβαση: 02/05/2015.
  • Golos D., Moses A., Wolbers K. (2012), «Culture or Disability? Examining Deaf Characters in Children’s Book Illustrations.», Early Childhood Education Journal, 40, σελ. 239-249. 
  • Rubin Ε. (1987), «Disability Bias in Children's Literature», The Lion and the Unicorn, 11 (1), pp. 60-67.
  • Rudman M.K. & Pierce A.M. (1988), Rudman M.K. (1995) στο J. Blaska (2004), «Children's literature that includes characters with disabilities or illnesses.», Disability Studies Quarterly, 24 (1).
  • Shklovsky V. (1924) στο Λογοτεχνικός Λόγος, Πολίτης Π. http://www.greek-language.gr/greekLang/studies/discourse/2_2_5/01.html (Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα), πρόσβαση: 27/1/2016.
  • Strick Α. (2013), «Disability in classic children's», http://www.booktrust.org.uk/news-and-blogs/blogs/booktrust/647, ημερομηνία πρόσβασης: 27/1/2016.
  • Γιαννικοπούλου Α. (2005), Πίσω από τις γραμμές και τα χρώματα, Έμμεσα ιδεολογικά μηνύματα στο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο, Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
  • Καλλέργης Η. (1992), «Το πρόβλημα της ιδεολογίας στα παιδικά λογοτεχνήματα», Nεοελληνική Παιδεία, (24). 
  • Κανατσούλη Μ. (2000), Ιδεολογικές διαστάσεις της παιδικής λογοτεχνίας, εκδ. Τυπωθήτω, Αθήνα. 
  • Κανατσούλη Μ. (2007), Εισαγωγή στη θεωρία και κριτική της παιδικής λογοτεχνίας. Σχολικής και Προσχολικής Ηλικίας, (Α’ Έκδοση: 1997, Β’ Αναθεωρημένη Έκδοση: 2002, Ανατύπωση: 2007), εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη. 
  • Κάργα Στ. (2008), Οι απεικονίσεις των ατόμων με αναπηρία στην παιδική λογοτεχνία, διπλωματική εργασία στα πλαίσια του ΠΜΣ «Διδακτική των Κοινωνικών Επιστημών. Διδακτική της Γλώσσας», Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη. 
  • Φτιάκα Ε. (2001) στο άρθρο των Ε. Χρίστου, Α. Πογιατζή, Ε. Φτιάκα (επιμ.) (2013), «Η αναπηρία στο έργο της Άντρης Πολυδώρου», Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών, (61).
  • Ψάλιου Π. & Φτιάκα Ε. (2010), «Η αναπηρία στο έργο της Αλκυόνης Παπαδάκη», στο Ν. Τσαγγαρίδου, Σ. Συμεωνίδου, Κ.Μαύρου, Ε. Φτιάκα, Λ. Κυριακίδης (επιμ.), Διαχείριση εκπαιδευτικής αλλαγής: έρευνα, πολιτική, πράξη, Πρακτικά 11ου Παγκύπριου Συνεδρίου, Παιδαγωγική Εταιρεία Κύπρου, Πανεπιστήμιο Κύπρου, 4-5 Ιουνίου 2010, Λευκωσία.


Διαγώνισμα Έκθεσης Β' Λυκείου: Ξενοφοβία.



Επιμέλεια: Μαριλένα Κουγιού

http://www.filologos-hermes.info/
 
                                                           Οι ρίζες του μίσους
[…]Πάντα φαινόταν σχεδόν αδύνατο οι ανθρώπινες ομάδες να αντιμετωπίζουν το διαφορετικό ως ακριβώς αυτό: απλώς διαφορετικό. Επίσης, ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίζουν τους θεσμούς των άλλων ως ούτε κατώτερους ούτε ανώτερους αλλά απλώς ως διαφορετικούς. Η συνάντηση μίας κοινωνίας με άλλες συνήθως ανοίγει τον δρόμο για τρεις πιθανές εκτιμήσεις: οι άλλοι είναι ανώτεροι από εμάς είναι ίσοι ή είναι κατώτεροι. Αν δεχτούμε ότι είναι ανώτεροι, οφείλουμε να απαρνηθούμε τους θεσμούς μας και να υιοθετήσουμε τους δικούς τους. Αν είναι ίσοι θα μας ήταν αδιάφορο αν οι άλλοι είναι χριστιανοί ή ειδωλολάτρες. Οι δύο αυτές πιθανότητες είναι απαράδεκτες. Διότι αμφότερες προϋποθέτουν ότι το άτομο πρέπει να εγκαταλείψει τα σημεία αναφοράς του ή τουλάχιστον να τα θέσει υπό αμφισβήτηση.


Η δημιουργική ελευθερία είναι ένα δώρο οδυνηρό.


Η δημιουργική ελευθερία είναι ένα δώρο οδυνηρό.
Νικόλαος Ματσούκας καθηγητής Δογματικής στο Α.Π.Θ.
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Η καλή πράξη πρέπει να γίνεται δίχως ωφελιμιστικό υπολογισμό και δίχως φόβο, αλλά μόνο και μόνο γιατί είναι καλή. Και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά δημιουργικότητα, και επομένως πνευματική ζωή.


ΝΕΑ ΠΡ. ΣΠΟΥΔΩΝ:ΙΔΕΟΘΥΕΛΛΑ-ΙΣΤΟΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ-ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ-ARTFULLTHINKING



Ζιώγου Καλλιόπη



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Στα Νέα Προγράμματα Σπουδών των μαθημάτων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης προτείνονται μια σειρά από καινοτόμες Ομαδικές/Διερευνητικές & Βιωματικές Δραστηριότητες που σκοπό έχουν να δώσουν μια δυναμική ώθηση στο έργο του εκπαιδευτικού και να τον απεγκλωβίσουν από εκπαιδευτικά στεγανά και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Κάποιες από αυτές τις νέες προτάσεις είναι και οι μέθοδοι artfullthinking, το παιχνίδι αποκλεισμού, η ιδεοθύελλα, και η ιστοεξερεύνηση. Τί είναι αυτές οι νέες μέθοδοι και πώς μπορούν να εφαρμοστούν στην τάξη;


Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΓΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
 
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
 
 
 
Ο εγγραμματισμός αποτελεί μια κοινωνική δραστηριότητα και μπορεί να περιγραφεί μέσα από εγγράμματες πρακτικές και γεγονότα, που αναπτύσσονται μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Τα τελευταία αποτελούν τη βάση για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αναπαρίσταται ο κόσμος, καθιστώντας έτσι τη διαδικασία του εγγραμματισμού σημαίνουσα για αυτή.
Οι εγγράμματες πρακτικές είναι το αποτέλεσμα των πολιτισμικών τρόπων αξιοποίησης  του εγγραμματισμού  από τον οποίο οι άνθρωποι εξάγουν ένα εγγράμματο γεγονός. Το εγγράμματο γεγονός με τη σειρά του αποτελεί τις σταθερές επιμέρους δραστηριότητες του εγγραμματισμού. Για παράδειγμα, όταν δυο άνθρωποι διαβάζουν μια εφημερίδα και θέλουν να γράψουν μια επιστολή προς έναν από τους αρθρογράφους αυτής. Η επιστολή λαμβάνει το ρόλο του εγγράμματου γεγονότος. Όταν οι δυο τους συζητούν για τα επιμέρους ζητήματα, όπως για παράδειγμα τι θα κάνει ο κάθε ένας τους γράφοντας και διαβάζοντας τότε συμμετέχουν σε μια εγγράμματη πρακτική.
Οι άνθρωποι γενικά είναι κοινωνικά υποκείμενα, γεγονός το οποίο έχει ως  αποτέλεσμα την ανάπτυξη αλληλεπίδρασης ανάμεσα σε αυτούς και τις διάφορες μορφές έκφρασης που εξαρτώνται από αυτά. Η κοινωνική διάσταση του λόγου με τη σειρά του επεκτείνεται και στην διάκριση προφορικού και γραπτού λόγου.
Ο προφορικός και ο γραπτός λόγος εκδηλώνονται σε διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους. Δεν διαφέρουν μόνο ως γραμματικό φαινόμενο  ή ως κείμενο αλλά και κοινωνικά.
Ο προφορικός λόγος αποτελεί ηχητικό και ακουστικό γεγονός. Είναι συνεχόμενος  και συνυπάρχει με μια πληθώρα μη λεκτικών, αλλά και παραγλωσσικών χαρακτηριστικών της επικοινωνίας, όπως για παράδειγμα λάθη, παύσεις, δισταγμοί, ποιότητα φωνής και κινητικά χαρακτηριστικά. Η κατανόηση και η απομνημόνευση πρέπει να γίνει άμεσα και υπάρχει η δυνατότητα διακοπής, ανατροφοδότησης, επεξήγησης σε ένα πλαίσιο ομιλητή και ακροατή.
Ο γραπτός λόγος αποτελεί γραπτό γεγονός. Υπάρχει οπτικά και χαρακτηρίζεται από την μονιμότητά του. Προσφέρεται για ανάλυση και γενίκευση. Ωστόσο, υστερεί από τον προφορικό στο γεγονός της έλλειψης ανατροφοδότησης και επεξήγησης.
Σε επίπεδο προφορικού λόγου οι εγγράμματοι χαρακτηρίζονται από το ότι προσαρμόζουν το πως μιλούν ανάλογα με τον χώρο που βρίσκονται. Έχουν αυτοπεποίθηση στις κοινωνικές πρακτικές. Ο γραπτός λόγος συνδέεται με την ικανότητα κατανόησης του νοήματος των λέξεων, αντίδρασης στα νοήματα και παραγωγής κειμένου.
Στο πλαίσιο της σχολικής τάξης, έτσι, και μέχρι τα παιδιά να αποκωδικοποιήσουν το γραπτό κώδικα, αυτός που μεσολαβεί ανάμεσα στα δύο παραπάνω είδη λόγου είναι ο εκπαιδευτικός, η συμβολή του οποίου είναι καθοριστική στη διαδικασία διάκρισης των ειδών.
 
 


ΟΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΙ ΕΡΕΥΝΟΥΝ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥΣ

Της Τολόγλου Μενελίας
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Στο βιβλίο τους «Οι εκπαιδευτικοί ερευνούν το έργο τους. Μια εισαγωγή στις μεθόδους της έρευνας δράσης», οι H. Altrichter, P. Posch και Β. Somekh θεωρούν την παρατήρηση ως φυσιολογική διαδικασία, που είναι όμως, κυρίως διαισθητική, χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Η επαγγελματική πρακτική του εκπαιδευτικού προϋποθέτει «συνολική εποπτεία της κατάστασης». Με άλλα λόγια, να παρατηρούνται τα τεκταινόμενα στο σύνολο τους και όχι να επικεντρώνονται οι εκπαιδευτικοί μόνο στα πασιφανή γεγονότα.

Ωστόσο, αυτή η συνολική εποπτεία, είναι φυσικό να έχει μειονεκτήματα. Πρωτίστως, η διαισθητική αυτή «ματιά», όπως την αποκαλούν οι συγγραφείς, είναι διάχυτη και καθώς καλύπτει μεγάλος εύρος μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των λεπτομερειών. Επιπλέον, είναι προκατειλημμένη, υπάρχει, δηλαδή, η πιθανότητα να δούμε «αυτά που θέλουμε να δούμε» και όχι αυτά που πραγματικά συμβαίνουν. Τέλος, είναι εφήμερη, αφού οι παρατηρήσεις διατηρούνται στην μνήμη για πολύ μικρό διάστημα. Παρ’ όλα αυτά, όμως, φρονούν ότι οι αδυναμίες αυτές μπορούν να ελαχιστοποιηθούν ή ακόμα και να εξαλειφθούν, με τη χρήση από τους εκπαιδευτικούς συστηματικών μεθόδων παρατήρησης, που να ενισχύουν τη διαισθητική «ματιά».

Υπάρχουν ποικίλοι τρόποι παρατήρησης και καταγραφής μιας κατάστασης, όπως η άμεση παρατήρηση, η μαγνητοφώνηση, η φωτογράφιση και η μαγνητοσκόπηση. Ο πρώτος εξ’ αυτών περιλαμβάνει τα επίπεδα της προετοιμασίας και της καταγραφής, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις χρησιμοποιούνται τρίτοι παρατηρητές, που διαθέτουν τη λεγόμενη «ματιά του ξένου»

Γενικά, η άμεση παρατήρηση χρειάζεται τον απλούστερο τεχνικό εξοπλισμό, ένα χαρτί και ένα μολύβι. Θεωρείται μορφή της συμμετοχικής παρατήρησης, όπου οι συμμετέχοντες παρατηρητές είναι επαγγελματίες ερευνητές που μετέχουν σε κοινωνικές καταστάσεις, κρατούν τεκμήρια και καταγράφουν όσα συμβαίνουν για τους σκοπούς της έρευνας. 

Ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί – ερευνητές που επικεντρώνονται κατά κανόνα στην διδασκαλία και όχι στην έρευνα, όταν παρακολουθούν συστηματικά κάποια μαθήματα, είναι λογικό, επειδή αναλαμβάνουν ένα δεύτερο έργο, αυτό άλλες φορές να συμπορεύεται με την διδασκαλία και άλλες να είναι αντιμέτωπο μ’ αυτή. Ένα παράδειγμα είναι ότι, η διδασκαλία απαιτεί την συνολική προσοχή και την συναισθηματική εμπλοκή του εκπαιδευτικού, ενώ η συστηματική έρευνα προϋποθέτει την «απόσταση».

Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, είναι ότι οι παρατηρητές θα πρέπει να είναι «ευαίσθητοι» απέναντι σε αυτό που παρατηρούν, να αντιλαμβάνονται τις προσδοκίες τους που προϋπάρχουν της ερευνητικής διαδικασίας, αλλά και να αντιμετωπίζουν κάθε κατάσταση που λαμβάνει χώρα σαν πρωτόγνωρη.

Γενικά, όμως, οι συγγραφείς θεωρούν ότι η μέθοδος της άμεσης παρατήρησης έχει πλεονεκτήματα. Χωρίζεται σε δύο στάδια, την προετοιμασία και την καταγραφή. Η παρατήρηση αφορά τη μη τυχαία επιλογή συμβάντων από ένα σύνολο. Συνεπώς, οι ερευνητές στο στάδιο της προετοιμασίας θα πρέπει να έχουν σκεφτεί τι θα παρατηρήσουν και για ποιο λόγο, πότε θα πραγματοποιηθεί και πόσο θα διαρκέσει, έτσι ώστε να σχεδιάσουν κατάλληλα τις ενέργειες τους.

Το δεύτερο μέρος της παρατήρησης αφορά την καταγραφή των ευρημάτων, είτε κατά την διάρκειά της, είτε μετά απ’ αυτή. Ο πρώτος τρόπος έχει δυσκολίες, επειδή ο χρόνος είναι περιορισμένος την ώρα του μαθήματος και οι εκπαιδευτικοί δυσκολεύονται στην άμεση καταγραφή της πληθώρας των πληροφοριών που λαμβάνουν. Μπορούν, όμως, να κερδίσουν κάποιο χρόνο χρησιμοποιώντας προσχεδιασμένο πλάνο παρατήρησης. Έτσι, κατά την διάρκεια του μαθήματος, κάθε συμβάν που χρήζει καταγραφής κατηγοριοποιείται και σημειώνεται.

Τέλος, σχετικά με την καταγραφή μετά την παρατήρηση, αν και μπορεί να χαθούν πληροφορίες και ο εκπαιδευτικός να μην έχει κάνει ολοκληρωμένη καταγραφή, συνιστά απλούστερη διαδικασία. Το πρόβλημα, όμως, της απώλειας ερευνητικών δεδομένων μπορεί να επιλυθεί ως ένα βαθμό, αν οι σημαντικότερες παρατηρήσεις καταγράφονται το ταχύτερο δυνατόν, έτσι ώστε στη συνέχεια να αποτελέσουν τη βάση μιας πληρέστερης καταγραφής.