Τα ρήματα εις «-άζομαι»



τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


«Προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ.» Η Κραυγή αγωνίας του πατρός προς τον Ιησού είναι αύτη: «Κύριε, λυπήσου καί σπλαχνίσου τό παιδί μου, διότι σεληνιάζεται καί ὑποφέρει ἄσχημα, ἀλλά καί κινδυνεύει τόν ἔσχατο κίνδυνο. Διότι πολλές φορές πέφτει στή φωτιά, καί πολλές φορές στό νερό, καί κινδυνεύει ἔτσι νά καεῖ ἤ νά πνιγεῖ.»


Το δένδρον ὡς καθρέπτης τοῦ ἑαυτοῦ μας




ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



φωτό απο την "προσχολική παρεούλα"

Εις πάμπολλα πράγματα το παιδί είναι όμοιον με το μικρόν καρποφόρον δένδρον.

Όπως τούτο έχει ανάγκην της επιμελείας του κηπουρού, τοιουτοτρόπως και οι γονείς πρέπει με μεγάλην προσοχήν να επιμελώνται το παιδί.


Ο ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ: ΕΡΕΥΝΑ ΔΡΑΣΗΣ

ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
 
 
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Η εκπαιδευτική διαδικασία επιτελεί παιδαγωγικές και κοινωνικές λειτουργίες, ενώ φέρνει τους μαθητές σε επαφή με διάφορες διαστάσεις της, ηθικές, κοινωνικές, πολιτισμικές, επιστημονικές, τεχνολογικές, οικονομικές. Φορέας αυτών είναι ο εκπαιδευτικός μέσω της μετάδοσης γνώσεων, αρχών, ρόλων που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τις γενικότερες εξελίξεις της κοινωνίας μέσα στην οποία δρα και διδάσκει. Το ίδιο το εκπαιδευτικό έργο είναι μια πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη διαδικασία, που διαφοροποιείται και εξελίσσεται με βάση τα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα καθώς και την ίδια τη σύνθεση της σύγχρονης κοινωνίας. Έτσι, ο ρόλος του εκπαιδευτικού απαιτείται να είναι πιο συγκροτημένος ώστε να μπορεί να συνάδει με τις εξελίξεις.

Οι πολλαπλές ανάγκες, επομένως, που αναδύονται στο πεδίο της εκπαιδευτικής έρευνας όσο και σε εκείνο της επαγγελματικής ανάπτυξης καθιστούν αναγκαία την εφαρμογή ενός απλού αλλά και επιστημονικού τρόπου ώστε να είναι δυνατή η εξέταση και αξιολόγηση των πρακτικών που ακολουθούνται κάθε φορά. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερο τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στη χώρα μας γίνεται λόγος για την Έρευνα Δράσης.

Η έρευνα δράσης («action research») εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο παραγωγής σχεδίων δράσης για τη βελτίωση της ποιότητας του εκπαιδευτικού έργου, της σχολικής τάξης, της σχολικής μονάδας εν γένει. «Είναι η μελέτη μιας κοινωνικής κατάστασης με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας της δράσης μέσα σε αυτήν» (Elliott, 1991: 69). Οι εκπαιδευτικοί ερευνητές, όπως αποκαλούνται οι εκπαιδευτικοί που διενεργούν έρευνα δράσης, συμμετέχουν σε όλες τις φάσεις της ερευνητικής διαδικασίας, από τον αρχικό σχεδιασμό ως την αξιολόγηση και τον επανασχεδιασμό σε μια πορεία συνεχών επάλληλων ερευνητικών κύκλων. Στόχος τους είναι να κατανοήσουν την εκπαιδευτική πραγματικότητα στην οποία συμμετέχουν, να ερμηνεύσουν τις δυσλειτουργίες της, να διαγνώσουν προβλήματα και να διερευνήσουν τις προοπτικές επίλυσής τους, (Altrichter H., et al, 2001). Ουσιαστικά με την έρευνά τους παρεμβαίνουν για να βελτιώσουν όχι μόνο την πρακτική τους αλλά και τις συνθήκες μέσα στις οποίες δρουν ως εκπαιδευτικοί. Στο πλαίσιο της πολυπρισματικής προσέγγισης της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε μια εκπαιδευτική έρευνα δράσης δεν εμπλέκονται μόνο διδάσκοντες ή μαθητές αλλά ακόμη και γονείς ή άλλοι κοινωνικοί παράγοντες που συνδέονται άμεσα με το σχολείο, όπως οι Σχολικοί Σύμβουλοι ή εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Με άλλα λόγια «η έρευνα δράσης είναι ένα πρακτικός τρόπος να εξετάσει κάποιος την πρακτική του με στόχο να ελέγξει αν είναι όπως θα ήθελε και στη συνέχεια να τη βελτιώσει» (McNiff 1995: 3). Θέτει στο επίκεντρο την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία και τον εκπαιδευτικό, ενώ επιτρέπει μια ερευνητική προσέγγιση του εκπαιδευτικού έργου ενισχύοντας έτσι την καινοτόμο σκέψη και δράση στο σχολικό χώρο. Διεθνώς τεκμηριώνεται η σημασία της για την ενίσχυση της αυτορυθμιζόμενης μάθησης (αυτο-επιμόρφωσης) των εκπαιδευτικών (Whitehead 1987). Πρώτος ο Dewey (1997) υποστηρίζοντας ότι η επαγγελματική εμπειρία των εκπαιδευτικών θα πρέπει να αποτελεί οδηγό για την επαγγελματική τους εξέλιξη. Η εκπαιδευτική έρευνα δράσης είναι ένας εναλλακτικός τύπος εκπαιδευτικής έρευνας, που οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί διενεργούν, είτε μόνοι τους είτε σε συνεργασία με άλλους στο πλαίσιο μιας ερευνητικής ομάδας, (Αυγητίδου, 2005).

Για να γίνει κατανοητή ως μεθοδολογία αρκεί να ληφθούν υπόψη οι δύο λέξεις που την απαρτίζουν (McNiff, Lomax και Whitehead, 1996: 9). Έρευνα σημαίνει εν συντομία ερευνώ, αναθεωρώ, αποδεικνύω, είμαι προσεκτικός, είμαι πειθαρχημένος, δρω με συστηματικότητα, αναλύω, παρατηρώ. Δράση σημαίνει πράττω, παρεμβαίνω, στοχεύω, είμαι αποφασισμένος, έχω κίνητρα, έχω πάθος, έχω επιμονή. Η έρευνα δράσης ουσιαστικά βασίζεται και απορρέει από τα προσωπικά κίνητρα και τις ανάγκες του κάθε εκπαιδευτικού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Altrichter (1993: 28-29) «καθένας που επιχειρεί έρευνα δράσης πρέπει να βρει το μονοπάτι του, βασιζόμενος στα ιδιαίτερα ερευνητικά ερωτήματα και τις ιδιαίτερες συνθήκες της εργασίας».

Τα στάδια για την εφαρμογή μιας τέτοιου είδους έρευνας μπορούν να διακριθούν στα εξής: αναγνώριση προβληματικής κατάστασης, σχεδιασμός δράσης, συλλογή δεδομένων, στοχασμός, επανασχεδιασμός. Ο εκπαιδευτικός αφού εντοπίζει αυτό το οποίο τον απασχολεί, προχωρά στο σχεδιασμό δραστηριοτήτων θέτοντας στόχους και κριτήρια σχετικά με την προβληματική του. Εν συνεχεία, εφαρμόζει το σχεδιασμό του, τον οποίο αξιολογεί με βάση το βαθμό επίτευξης των στόχων του. Με βάση τα δεδομένα της αξιολόγησης στοχάζεται και αναστοχάζεται πάνω στα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δράσης του και επανασχεδιάζει ακολουθώντας ξανά την ίδια διαδικασία. Μέσα σε μια κυκλική-σπειροειδή διαδικασία πραγματοποιεί επάλληλους κύκλους βημάτων σύνθεσης και ανασύνθεσης δράσεων.

Όσον αφορά τον τρόπο συλλογής δεδομένων ώστε να είναι εφικτή η αξιολόγηση των δράσεων ο εκπαιδευτικός μπορεί να εφαρμόσει τόσο ανοικτές/ ποιοτικές τεχνικές (ημερολόγιο εκπαιδευτικών/μαθητών, ηχογραφήσεις, βιντεοσκοπήσεις εκπαιδευτικών πράξεων, συμμετοχική παρατήρηση) όσο και κλειστές/ ποσοτικές (δομημένο ερωτηματολόγιο, κλείδες παρατήρησης, δομημένη συνέντευξη). Συνήθως προτιμάται η μέθοδος της Τριγωνοποίησης, η τριπλή δηλαδή διασταύρωση των στοιχείων είτε με τη χρήση τριών διαφορετικών μεθόδων συλλογής δεδομένων είτε με την άντληση των δεδομένων από τρεις διαφορετικές πηγές (πχ συνάδελφος εκπαιδευτικός, γονείς, μαθητές).

Η εκπαιδευτική έρευνα δράσης, γενικότερα, επιτρέπει στον εκπαιδευτικό ερευνητή να ασχοληθεί με πολλά και ποικίλα εκπαιδευτικά θέματα και να αποκτήσει μια πιο συνολική αντίληψη για την εκπαιδευτική πραγματικότητα και το ρόλο του μέσα σε αυτή. Είναι λοιπόν φυσικό η εκπαιδευτική έρευνα δράσης να αξιοποιείται σε ποικίλους εκπαιδευτικούς τομείς, όπως η ανάπτυξη, η αναμόρφωση και η αξιολόγηση του Αναλυτικού Προγράμματος, η εισαγωγή καινοτομιών στο σχολείο, οι θεσμικές αλλαγές, η αρχική εκπαίδευση ή η επιμόρφωση και η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, (Κατσαρού και Τσάφος 2003).

Παρατηρείται, επομένως, ότι τα πλεονέκτηματα μέσα από την εφαρμογή ερευνών-δράσης είναι πολυποίκιλα για την εκπαιδευτική πραγματικότητα, αλλά και για τον ίδιο τον εκπαιδευτικό. Αποτελεί μια μορφή αυτό-στοχαστικής διερεύνησης του εκπαιδευτικού έργου, ενώ βελτιώνει τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές πρακτικές αφού οδηγεί σε καλύτερη κατανόησή τους, (Hopkins, 1985: 32). Μέσα από αυτή ο εκπαιδευτικός έχει τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με ποικίλες διαστάσεις της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, αλλά και να δράσει αλλάζοντας τες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αυγητίδου, Σ. (2005). Η έρευνα δράσης ως μέθοδος επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών στην έρευνα: ένα παράδειγμα. Παιδαγωγική Επιθεώρηση, 39, 39-56.

Altricher, H. (1993) Teachers investigate their work: An introduction to methods of action research. New York: Routledge.

Altrichter H., Posch P., Somekh B., (2001), Οι εκπαιδευτικοί ερευνούν το έργο τους. Μια εισαγωγή στις μεθόδους της έρευνας δράσης, Αθήνα: Μεταίχμιο

Dewey, J. (1997) Experience and Education, New York: Touchstone.

Elliott, J. (1991), Action Research for Educational Change, Milton Keynes: Open University Press.
 
Hopkins, D. (1985). A Teacher’s Guide to Classroom Research. Milton Keynes: Open University Press.

Κατσαρού, Ε. και Τσάφος, Β. (2003) Από την έρευνα στη διδασκαλία. Η εκπαιδευτική έρευνα δράσης, Αθήνα: Σαββάλας.

McNiff, J., Lomax, P. & Whitehead, J. (1996). You and Your Action Research Project, London: Routledge.

McNiff, J. (1995). Teaching as Learning: an Action Research Approach. London: Routledge.
Whitehead, J.E. (1987). “In-Service Education as Collaborative Action Research”, British Journal of In-Service Education, 13(3), 142-148.







































Ποιά είναι η αξία και ο ρόλος της Λογοτεχνίας


τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ελληνική και ξένη λογοτεχνία, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, έχει προσφέρει στην ανθρωπότητα έργα μεγάλης και ανεκτίμητης αξίας από άποψιν μορφής και περιεχομένου. Ποια είναι όμως τα στοιχεία εκείνα που προσδίδουν αξία στο λογοτεχνικόν έργον και ποιος ο ρόλος της λογοτεχνίας εις την μόρφωσιν και διαμόρφωσιν της προσωπικότητος του ανθρώπου;


ΒΙΚΥ ΣΙΑΜΑΝΤΑ




ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Η Σιαμαντά Βασιλική κατάγεται από την Κορινθία, ενώ ζει και εργάζεται τα τελευταία χρόνια στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Τμήμα Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με βαθμό ΑΡΙΣΤΑ 9,46, ενώ είναι απόφοιτη του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Ειδικής Αγωγής» του ίδιου τμήματος με βαθμό ΑΡΙΣΤΑ 9,92, έχοντας λάβει και υποτροφία από το Ίδρυμα Λάτση.


ΕΘΝΟΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ

ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
 
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ




Ένα είδος ποιοτικής έρευνας, που δίνει έμφαση στο υποκειμενικό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων είναι η εθνομεθοδολογία. Η λέξη αυτή έχει ως συνθετικά της το «έθνος» και τη «μεθοδολογία». Οι έννοιες αυτές ουσιαστικά αναφέρονται και στο περιεχόμενο αυτού του είδους έρευνας: μελετά τους μεθοδικούς τρόπους δόμησης, οργάνωσης και κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας (μεθοδολογία) από τα «μέλη» μιας κοινωνίας (έθνος), (Βασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Μπορεί να οριστεί, όπως αναφέρει ο Patton (2002), ως «η ερευνητική μέθοδος που έχει σχεδιαστεί για να περιγράψει και να αναλύσει πρακτικές και πεποιθήσεις πολιτισμών και κοινοτήτων». Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα υποκείμενα δράσης σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Εστιάζει στο πώς συγκεκριμένα άτομα στο επίπεδο μιας κουλτούρας διαμορφώνουν μορφές κατανόησης των κοινωνικών δομών στις οποίες ανήκουν και της κοινωνικής πραγματικότητας την οποία βιώνουν, (Willis, 2012). Οι μελετητές που ασχολούνται με την εθνομεθοδολογία στρέφουν την προσοχή τους προς τους μηχανισμούς μέσω των οποίων οι άνθρωποι επιτυγχάνουν και διατηρούν την αλληλεπίδραση σε μια κοινωνική συναναστροφή. Ακόμα μελετούν τις παραδοχές που κάνουν τα κοινωνικά όντα, τις συμβάσεις που αξιοποιούν, τις πρακτικές που υιοθετούν, (Cohen L., etc, 2007).

Ως χρονική αφετηρία αυτής της ερμηνευτικής κοινωνιολογικής προσέγγισης ορίζονται τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και οι αρχές της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή η εθνομεθοδολογία ουσιαστικά έρχεται να ανατρέψει τις κοινωνικές θεωρίες που επικρατούσαν. Ασκεί έντονη κριτική στις δομολειτουργιστικές κοινωνιολογικές θεωρίες, οι οποίες έχοντας ως κύριο εκπρόσωπο τον Parsons υποστηρίζουν την κανονιστική ευθυγράμμιση των ατόμων στην κοινωνία. Όπως αναφέρει ο Garfinkel, έμφαση πρέπει να δίνεται στο πώς τα κοινωνικά υποκείμενα ως θεωρητικά ελεύθερα όντα δομούν την πραγματικότητα μέσα από τις κρίσεις καθοριστικής σημασίας που διαμορφώνουν, (Ritzer, G., 1998). Ο τελευταίος ορίζει τα άτομα όχι ως παθητικές μαριονέτες που «κινούνται» με βάση κάποιους παγιωμένους κανόνες ούτε ως «ναρκωμένες» υπάρξεις που ευθυγραμμίζονται οικειοθελώς. Αλλά περισσότερο ως μέλη μιας κοινής πολιτισμικής κουλτούρας που μοιράζονται κοινούς κώδικες κατανόησης του κόσμου και συμπεριφορές, (Bασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Αυτοί οι κοινοί κώδικες, που ουσιαστικά αποτελούν θέματα κοινής γνώσης για τα άτομα του ίδιου κοινωνικού πλαισίου, είναι κατά κάποιο τρόπο τετριμμένοι και ακριβώς για αυτό αποτελούν αντικείμενο μελέτης.

Η δράση, λοιπόν, των κοινωνικών μελών με βάση συστηματικούς κώδικες παράγει συγκεκριμένα νοήματα κάθε φορά. Αυτά τα νοήματα πρακτικής δράσης συγχρόνως σχετίζονται με το πλαίσιο (ειδικές συνθήκες) –για παράδειγμα δημοσιογραφικός λόγος, αλληλεπιδράσεις σε θεσμικό επίπεδο, όπως δικαστήριο-, αλλά είναι και ελεύθερα από αυτό (ευρεία ποικιλία δομών) –όπως η αλληλεπίδραση με ερωταποκρίσεις, (Βασιλοπούλου Αλ., 2010). Για να γίνουν κατανοητές οι δομές των δρώντων υποκειμένων σημαντικό εργαλείο αποτελεί η γλώσσα. Το νόημα μιας δράσης συγκροτείται μέσα από την παραγωγή της συνομιλίας. Φυσικά, όμως, δεν είναι μόνο η γλώσσα που φέρει νοήματα, αλλά η κατανόηση του κόσμου και της υποκειμενικής δράσης προέρχεται γενικότερα από αυτά που βλέπουμε, ακούμε, νιώθουμε.

Χωρίς την αποκωδικοποίηση των νοημάτων που παράγονται και προκύπτουν μέσα από τη δράση και αλληλεπίδραση των ατόμων δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με το Garfinkel, η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ορίζεται λίγα χρόνια αργότερα ως «ευταξία στην αλληλεπίδραση» (interaction order) από τον Goffman, (Βασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Στα έργα του αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους πλαισιώνουμε την εμπειρία μας και αλληλεπιδρούμε μέσω της ομιλίας, καθώς και για το πώς αλληλεπιδρούμε σε πλαίσια κοινωνικά. Η ευταξία του κοινωνικού κόσμου γενικά, για το Goffman, παρουσιάζεται συνεχώς μέσω της καθημερινής συμπεριφοράς των μελών, καθώς δείχνουν να αναγνωρίζουν τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, (Payne, G. C. F., 1997). Έτσι, και οι συνομιλιακές καταστάσεις των μελών σχετίζονται άμεσα με τις καταστάσεις από τις οποίες προκύπτουν και αναδεικνύουν αυτά τα κανονιστικά πλαίσια ή τις αποκλίσεις από αυτά.
Οι εθνομεθοδολογικές μελέτες των Garfinkel και Goffman σχετικά με το πώς τα άτομα δρουν και αλληλεπιδρούν επηρέασαν τον Sacks και τους συνεργάτες του, οι οποίοι εστίασαν στην ευταξία που παράγεται μέσω της συνομιλίας. Ουσιαστικά, κάνουν λόγο για την ανάλυση συνομιλίας (conversation analysis). Αυτή αποτελεί ένα μικροσκοπικό κοινωνιολογικό είδος ανάλυσης του λόγου, που μελετά την ομιλία με μεγάλη λεπτομέρεια. Ορίζεται ως «η συστηματική ανάλυση της ομιλίας μέσα στην αλληλεπίδραση, ανάλυση δηλαδή φυσικού συνομιλιακού υλικού και των κοινωνικών διαδραστικών και πρακτικών πραγματώσεων των μετεχόντων», (Βασιλοπούλου Αλ., 26.10.2012). Η εποχή στην οποία άνθισε είναι η δεκαετία του 1970 και ως μορφή μικροκοινωνιολογίας μελετά χειροπιαστά κοινωνικά φαινόμενα που σχετίζονται με τη ψυχική υγεία, την ανθρώπινη δράση, την καθημερινή ομιλία, (ό.π.).
 
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση συνομιλίας μελετά τις ενέργειες που πραγματοποιούνται μέσα από το λόγο, την αλληλουχία αυτών, τις πρακτικές των μετεχόντων που σχετίζονται με το ξεκίνημα, τη διατήρηση και το κλείσιμο μιας συζήτησης, (Donna M. Mertens, 2005). Το γεγονός ότι βασίζεται σε πραγματικές συνθήκες συνομιλίας και εστιάζει σε πρωτογενές υλικό, δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να διερευνήσει τους προσανατολισμούς των ίδιων των συμμετεχόντων, χωρίς να ενσωματώνεται η δική του οπτική στην ανάλυση. Κάθε συνομιλία έχει τη δική της δυναμική και ο κάθε συνομιλητής έχει διαφορετικές κατευθύνσεις που ενεργοποιούνται κάθε φορά κατά τη διάρκειά της, και τις οποίες καλείται ο αναλυτής να εντοπίσει.
Οι κοινωνιολόγοι (Sacks, Schegloff, Jefferson), που ασχολούνται με την ανάλυση συνομιλίας, διακρίνουν την τελευταία σε καθημερινή και επίσημη σε θεσμικά περιβάλλοντα. Σε κάθε ένα από αυτά τα είδη υπάρχει συστηματικότητα στις πρακτικές του λόγου που παρουσιάζονται κάθε φορά ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Αυτή η συστηματικότητα εσωκλείει τη βασική αρχή του Sacks: “ευταξία σε όλα τα σημεία», (Βασιλοπούλου Αλ., 26.10.2012). Ως μονάδα ανάλυσης ο Sacks αναφέρει τη συνεισφορά (turn). Η συνεισφορά μπορεί να ποικίλλει σε έκταση –από μια ή περισσότερες λέξεις μέχρι μια ολόκληρη πρόταση ή περισσότερες-, (ό.π.). Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους αναλυτές συνομιλίας είναι η χρονική στιγμή εμφάνισης της κάθε συνεισφοράς («Why that now?»), γιατί αυτή συνοδεύεται από συγκεκριμένα νοήματα.

Στόχος τους, λοιπόν, είναι να εντοπίσουν τις αποκλίσεις των συμμετεχόντων σε αλληλεπιδράσεις από τους κανονιστικούς κανόνες συνομιλίας που ακολουθούν διαισθητικά στο κοινωνικό πλαίσιο που βρίσκονται. Οι συνεισφορές αυτές πραγματοποιούν συγκεκριμένες ενέργειες ανάλογα με τη θέση στην οποία βρίσκονται. Εξηγούνται ουσιαστικά μέσα από αυτά που προηγούνται και αυτά που έπονται, χωρίς να δίνεται έμφαση στα κίνητρα του ομιλητή.

Η συνομιλία ερμηνεύεται κάθε φορά ανάλογα με τη σημασία που δίνει ο ομιλητής στις συνεισφορές του. Παράγεται μια ενέργεια η οποία ακολουθείται από μια άλλη κ.ο.κ. Έτσι, η συνομιλία αποτελείται από αλληλουχίες ενεργειών, τα γειτνιαστικά ζεύγη: ερώτηση-απάντηση ή απουσία απάντησης, χαιρετισμός-ανταπόδοση χαιρετισμού, κλήση-αναγνώριση κλήσης, αίτημα- άλλες πληροφορίες-συμμόρφωση στο αίτημα, (Βασιλοπούλου Αλ, 02.11.2012). Το γεγονός ότι το πρώτο μέρος του ζεύγους ακολουθείται από ένα δεύτερο λέγεται «υπό προϋποθέσεις συνάφεια». Οι συνομιλητές, δηλαδή, προσανατολίζονται με βάση την κοινωνική προσδοκία που αναπτύσσουν από το ότι ένα πρώτο μέρος ακολουθείται από ένα δεύτερο. Αν δεν τηρηθεί αυτό, τότε οτιδήποτε άλλο θεωρείται «μη προτιμητέο». Η έννοια της προτίμησης με όρους συνομιλίας συνδέεται περισσότερο με το πώς ξεκίνησε μια ενέργεια και όχι τόσο με ψυχολογικά κίνητρα, που μπορούν μάλιστα να αντιτίθενται στο πρώτο μέρος, (ό.π.). Τα μέλη μιας συνομιλίας, λοιπόν, συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και με ευρύτερες δομές, γεγονός το οποίο αποτελεί στοιχείο ανάλυσης.

Σε μια τέτοια ποιοτική μέθοδος έρευνας, εμπειρικά δεδομένα οικοδομούν σταδιακά μια θεωρία. Δεν επιδιώκεται η επιβεβαίωση προϋπάρχουσας θεωρίας, αλλά η εξήγηση της δράσης, «ως δημόσια ερμηνεύσιμη δραστηριότητα», που συνδέεται με την πραγματικότητα των μετεχόντων, (Βασιλοπούλου Αλ.,2010). Για τη συλλογή δεδομένων, λοιπόν, ακολουθούνται ορισμένα βήματα, στα οποία θα αναφερθώ συνοπτικά παρακάτω. Αρχικά, συλλέγει ο μελετητής μαγνητοφωνημένο ή βιντεοσκοπημένο υλικό, το οποίο και απομαγνητοφωνεί. Στη συνέχεια πραγματοποιεί αναλυτική επαγωγή: μελετά ειδικές περιπτώσεις, εντοπίζει τις ομοιότητες τους, καθώς και τις αποκλίσεις τους και εξάγει συμπεράσματα ειδικά και γενικά, (Βασιλοπούλου Αλ., 09.11.2012). Προχωρά με τη «μη κατευθυνόμενη ακρόαση», χωρίς να διατυπώσει υποθέσεις και ερμηνείες. Συγκεντρώνει όλες τις περιπτώσεις που μοιάζουν μεταξύ τους ή τείνουν να επαναλαμβάνονται και κατανοεί τι συμβαίνει σε αυτές δίνοντας βάση σε προηγούμενες και επόμενες συνεισφορές. Εξάλλου, το μεθοδολογικό πλεονέκτημα στη μελέτη συνομιλίας είναι το γεγονός ότι οι ομιλητές αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα προλεχθέντα από τους συνομιλητές τους, (Μπερερής, Τρούκη, 2009). Έτσι, ο ερευνητής καταλήγει σε μια «πιθανή λύση» σχετικά με το φαινόμενο που προκύπτει, (ό.π.) Η ανάλυση αυτή οδηγεί στη δημιουργία κανονικοτήτων και μοτίβων σχετικά με τις στρατηγικές διάδρασης που χρησιμοποιούνται. Μόλις εντοπίσει τα κανονιστικά μοτίβα, εστιάζει στις αποκλίσεις από αυτά. Η ανάλυση αποκλίνουσας περίπτωσης μπορεί να οδηγήσει στην επιβεβαίωση του τυπικού μοτίβου, στην αναθεώρηση αυτού ή στη διερεύνηση της περίπτωσης αυτής με ξεχωριστή ανάλυση, (ό.π.). Πρέπει να επισημανθεί ότι κάποιες περιπτώσεις είναι οριακές, δηλαδή ούτε αποτελούν παράβαση ούτε απόκλιση από τα κανονιστικά πρότυπα,(ό.π.).

Τα επίπεδα τα οποία τίθενται υπό την παραπάνω διαδικασία ανάλυσης ποικίλλουν από τη μελέτη μικρότερων μονάδων μέχρι ζητήματα πρακτικής γνώσης που συνδέονται άμεσα με συνομιλιακές πρακτικές. Οι διαστάσεις στις οποίες μπορούν να μελετηθούν περιλαμβάνουν: τη διερεύνηση της εναλλαγής συνεισφορών (ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις παραβιάσεις που εντοπίζονται), τη συνολική δομική οργάνωση της συνομιλίας (στάδια στα οποία χωρίζεται ο λόγος), την οργάνωση της αλληλουχίας (τρόπος εξέλιξης της συνομιλιακής διαδικασίας), το σχεδιασμό της συνεισφοράς (τρόπος δόμησης και έκφρασης συνεισφοράς), το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται, την «πρακτική επιστημολογία», τις κοινωνικές σχέσεις και τους διαφορετικούς τύπους ασυμμετριών (τρόπος με τον οποίο ένα άτομο μέσα από το λόγο εμφανίζεται να γνωρίζει κάτι), (Βασιλοπούλου Αλ., 09.11.2012).

Γενικότερα, η ανάλυση συνομιλίας έχει χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και σε διάφορους τομείς σε επίπεδο Γλωσσολογίας, Κοινωνιολογίας και Παιδαγωγικής. Η μελέτη της αλληλεπίδρασης στην τάξη και η κατανόηση για το πώς οι δομές, όπως η μάθηση πραγματοποιούνται μέσα από αυτήν αποτελούν ένα σημαντικό τομέα με τον οποίο ασχολείται, (Seedhouse- Sert, 2011). Μέσω της ανάλυσης του σχολικού λόγου ευρήματα σημαίνοντα για την πορεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αναδύονται, φέρνοντας στο φως τα πολλαπλά δίκτυα επικοινωνίας που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή αλλά και τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους. Ακολουθώντας τις αρχές της μεθοδολογίας αυτής ο εκπαιδευτικός μπορεί να κατανοήσει πολλές πτυχές που προηγουμένως αγνοούσε για τον τρόπο που επιλέγει λεκτικά να δρα μέσα στην τάξη του, αλλά και για τις σχέσεις που συνάπτει με τους μαθητές του κατά αυτόν τον τρόπο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ:


ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Εισαγωγή: Ανάλυση Σχολικού Λόγου- Θεωρητικές αφετηρίες- Εθνομεθοδολογία», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 19.10.2012
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Εισαγωγή στην ανάλυση συνομιλίας», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 26.10.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Ανάλυση Συνομιλίας- Γειτνιατικά Ζεύγη», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 02.11.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Συλλογή υλικού- Διαστάσεις ανάλυσης συνομιλίας», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 09.11.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Βασικές έννοιες και μέθοδος ανάλυσης της η ανάλυσης συνομιλίας: η περίπτωση της σχολικής τάξης» στο Πουρκός Μ. και Δαφέρμος Μ. (επιμ.) Ποιοτική Έρευνα στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση, Αθήνα: εκδ. Τόπος, 2010

ΜΠΕΡΕΡΗΣ Π., ΤΡΟΥΚΗ, Λόγος και επικοινωνία στην εκπαιδευτική πράξη: Ρητά και άρρητα μηνύματα κατά τη διαμόρφωση του επικοινωνιακού κλίματος στη σχολική τάξη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2009


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Ή ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

COLLEN L., etc, Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007

MERTENS M. DONNA, Έρευνα και αξιολόγηση στην εκπαίδευση και τη ψυχολογία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005

PATTON M., Qualitative research and evaluation methods. Thousand oaks, CA: sage, 2002

PAYNE, G. C. F., «Κάνοντας ένα μάθημα να συμβεί: μια εθνομεθοδολογική ανάλυση», στο Γ.Σ. Μιχαλακόπουλος (επιμ.) Το σχολείο και η σχολική τάξη, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1997

RITZER, G., «Φαινομενολογική κοινωνιολογία και εθνομεθοδολογία», στο Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τ. 1, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998

SEEDHOUSE P.-SERT OL., Conversation analysis in Applied Linguistics, Research on Youth and Language, 2011
  
WILLIS P., Μαθαίνοντας να δουλεύεις: πώς τα παιδιά εργατικής προέλευσης επιλέγουν δουλειές της εργατικής τάξης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2012







Η ΑΝΑΠΗΡΙΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


τῆς
Βίκυς Σιαμαντά

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Ο όρος «παιδική λογοτεχνία» δηλώνει περιεκτικά τη λογοτεχνία που απευθύνεται σε παιδιά και νέους και περιλαμβάνει έργα (παραμύθια, ποίηση, πεζογραφία, βιβλία γνώσεων) που γράφονται ειδικά για το συγκεκριμένο κοινό και δε χαρακτηρίζονται πάντα από τα αυστηρά κριτήρια της λογοτεχνικής γραφής, (Παπαβασιλείου- Χαραλαμπάκη Ι., 2002).

Ο λόγος της παιδικής λογοτεχνίας -σε ένα πρώτο επίπεδο- είναι κυρίως προγραμματικός, δηλαδή προσαρμόζεται στα δεδομένα του παιδιού, κάτι που έρχεται φαινομενικά σε αντίθεση με τη λογοτεχνία των ενηλίκων όπου ο λόγος είναι περισσότερο ελεύθερος και αφηρημένος. Βέβαια, αυτό συνδέεται και με την άποψη ότι μέσα από τη λογοτεχνία βοηθάμε το παιδί να γίνει μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα, άρα μεταφέρουμε μέσα από αυτή μηνύματα και κοινωνικές αξίες που άπτονται από την καθημερινότητα, ξεκάθαρα και άμεσα δοσμένες, (Καλλέργης Ηρ., 1995).

Έτσι, παρατηρείται η αυξητική παραγωγή βιβλίων που να έχουν ως βασικούς ήρωες χαρακτήρες που πριν παρουσιάζονταν αρνητικά και κατείχαν δευτερεύοντα ρόλο. Δόθηκε ώθηση στη συγγραφή βιβλίων που προβάλλουν την οπτική του φύλου, των διαφορετικών φυλών, της αναπηρίας. Η ανάγκη για πολιτική ορθότητα στον τρόπο γραφής παιδικών βιβλίων έχει επικριθεί και κατακριθεί από πολλούς σχετικούς με τον κλάδο και διάλογος γύρω από αυτή συνοδεύει την ανάλυση τους ακόμα και σήμερα. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι χάρη σε αυτή, ο χώρος της παιδικής λογοτεχνίας εμπλουτίστηκε και εμπλουτίζεται με νέες ψυχολογικές, κοινωνικές, πολιτισμικές οπτικές, διευρύνει τη θεματολογία και τα ερευνητικά της πεδία.

Ο διδακτικός αυτός χαρακτήρας, λοιπόν, σε συνδυασμό με την αληθοφάνεια και με μια ενδιαφέρουσα πλοκή αποτελούν βασικά κριτήρια για τη συγγραφή ενός λογοτεχνικού βιβλίου, του οποίου το κοινό είναι τα παιδιά. Η ανάγνωση λογοτεχνικών κυρίως βιβλίων θεωρείται ότι προβάλλει μηνύματα και κοινωνικές αξίες στα παιδιά, με αποτέλεσμα από τη στιγμή που τη σημερινή εποχή η διαφορετικότητα γίνεται ολοένα και πιο έντονα εμφανής στην κοινωνία, να γίνεται και πιο εμφανής και στη λογοτεχνία. Έτσι, η παρουσίαση των παρεκκλινόντων ομάδων από τη μια πλευρά παρέχει τη δυνατότητα στα παιδιά που ανήκουν σε αυτές τις ομάδες, -από τη στιγμή που αποτελούν πλέον κομμάτι της κοινωνίας-, να ταυτιστούν και συναισθηματικά να συνδεθούν με κάποιους από τους ήρωες. Όπως αναφέρει και ο John K. Blaska (2004) «τα βιβλία παίζουν το ρόλο καθρεπτών για τα παιδιά για να δουν χαρακτήρες που μοιάζουν σαν αυτούς και έχουν αισθήματα και εμπειρίες παρόμοια με τα δικά τους».

Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζουν τη διαφορετικότητα εξαρτάται και από τον τρόπο που την αφηγούμαστε, (Καρακίτσιος Ανδ., 2014). Η παρουσίαση, λοιπόν, του διαφορετικού στα παιδικά βιβλία δημιουργεί τις βάσεις ώστε παιδιά που δεν ανήκουν σε αυτές τις ομάδες να μάθουν για αυτές, να σέβονται τις άλλες κουλτούρες και συμπεριφορές ανθρώπων που είναι διαφορετικοί. Έτσι, αποφεύγεται η ανάπτυξη ως ένα βαθμό της ελιτίστικης συμπεριφοράς και της απαξίωσης ατόμων που δε μοιάζουν και δε δρουν όπως εμείς, (Pirofski, 2001).

Εξάλλου, διαφορετικοί είμαστε όλοι μεταξύ μας. Ο στιγματισμός των ατόμων των οποίων η διαφορετικότητα είναι πιο εμφανής έρχεται με βάση τα κοινωνικά κριτήρια που οι λεγόμενοι «φυσιολογικοί» ορίζουν κάθε φορά, χωρίς να αναλογίζονται το γεγονός ότι «όλα τα μέλη της κοινωνίας είναι παίχτες στο παιχνίδι του στίγματος», (Goffman, 2001). Οι στιγματισμένοι και οι μη δεν αποτελούν δύο ξεχωριστές και πολύ απομακρυσμένες κατηγορίες. Αλλά, όλοι ρέπουν προς τις ίδιες τάσεις σε συγκεκριμένες κοινωνικές περιστάσεις. Τα όρια, λοιπόν, είναι λεπτά και η παιδική λογοτεχνία μέσα από την αληθοφάνεια που τη χαρακτηρίζει προσπαθεί να τα αναδείξει ή και να τα αμφισβητήσει.

Το άνοιγμα της κοινωνίας, αλλά και της λογοτεχνίας στη διαφορετικότητα φέρνει στην επιφάνεια και στο κέντρο των συζητήσεων πλήθος διαφορετικών ειδών αναπηρίας (συναισθηματικές διαταραχές, αυτισμός, επιληψία, ανορεξία, μαθησιακές δυσκολίες κλπ), ενώ ήρωες που φέρουν αυτές έχουν πρωταρχικό ή δευτερεύοντα ρόλο, (Gervay, 2004). Ωστόσο, παρατηρούνται έντονες διαφορές στον τρόπο παρουσίασης τους στα παιδικά βιβλία. Οι απεικονίσεις της αναπηρίας είναι παράδοξες και αντιφατικές πολλές φορές, και η λογοτεχνία μοιάζει με ένα κυκεώνα αντιφάσεων, συγκρούσεων, πολλών προσεγγίσεων. Αυτό μπορεί να δικαιολογηθεί σε δύο επίπεδα. Αρχικά, μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός, όπως αναφέρουν και οι Baskin & Harris (στο Keith 2004), ότι η αντίληψη που επικρατεί για την αναπηρία ως έννοια είναι διφορούμενη και μπορεί να κυμανθεί ανάμεσα σε δυο πόλους κάθε φορά: συμπόνια-εχθρότητα, περιέργεια- απέχθεια, κατανόηση-παρεξήγηση, αποδοχή-αποκλεισμό. Από την άλλη πλευρά, αν λάβουμε υπόψη ότι η παρουσίαση της γίνεται σε παιδιά, οι συγγραφείς έρχονται αντιμέτωποι με το δίλημμα της διασφάλισης της αθωότητας τους αφενός και της αληθοφανής και ρεαλιστικής απεικόνισης της πραγματικότητας αφετέρου.

Στα περισσότερα από τα βιβλία που κυκλοφορούν εφαρμόζεται η συγγραφική τεχνική «επίλυση προβλήματος», που χαρακτηρίζει κυρίως τα παιδικά βιβλία στα οποία πρωταγωνιστούν ήρωες /άνθρωποι με αναπηρίες. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή ο πρωταγωνιστής, ο άνθρωπος με αναπηρία, προκαλεί συνήθως προβλήματα στο στενότερο και ευρύτερο περιβάλλον, δε γίνεται αποδεκτός λόγω της αναπηρίας του και βιώνει αρχικά μια οδυνηρή απόρριψη. Στη συνέχεια, όμως, ο ήρωας χάρη σε κάποια κρυμμένη ικανότητα αληθοφανή ή και υπερβολική (μια κλίση στη μουσική ή μια έκτη αίσθηση ή μια ασυνήθιστη δύναμη) υπερβαίνει τον εαυτό του, παρεμβαίνει και διαπράττει ένα μεγάλο κατόρθωμα που επηρεάζει καταλυτικά τη λειτουργία του συνόλου. Στο τέλος, ύστερα από αυτό επιτυγχάνει την αποδοχή του από το κοινωνικό σύνολο. Επίσης, με αυτήν την τεχνική το άτομο με αναπηρία μπορεί να παρουσιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνεται ότι η αναπηρία του δεν τον εμποδίζει πραγματικά στην καθημερινότητα του. Αυτή είναι μια τυπική τεχνική σύνθεσης, γραφής και παρουσίασης που χαρακτηρίζει τα βιβλία με ήρωες άτομα με αναπηρία, όπου οι τελευταίοι γίνονται αποδεκτοί από το περιβάλλον τους χάρη της δεξιότητας που αναπτύσσουν. Αυτό έχει ήδη επισημανθεί τόσο σε λογοτεχνήματα στο εξωτερικό όσο και στην Ελλάδα (Γιαννικοπούλου Α., 2009). Για παράδειγμα, μπορούμε να ανατρέξουμε στο βιβλίο της Ειρ. Μάρρας Το μυστικό τραγούδι της Μάτας, όπου η Μάτα που μιλάει στη Νοηματική Γλώσσα, ούσα κωφή, καταφέρνει να αναστήσει το φυτό της χάρη στη διαισθητική της ικανότητα. Οι υπερβολικές δυνατότητες που προκύπτουν κάθε φορά φέρουν τη λύση στην ιστορία.

Επίσης, συχνά την εμφάνισή της σε παιδικά λογοτεχνικά βιβλία κάνει και η «τεχνική της ανατροπής». Πιο συγκεκριμένα, κάνοντας ανάγνωση μιας ιστορίας ο εκάστοτε αναγνώστης διαμορφώνει μια σχετική οπτική για το πώς θα εξελιχθεί αυτή. Ωστόσο, μέσω της ανατροπής η προσδοκώμενη εξέλιξη τροποποιείται σε κάποιο σημείο και κρατά τον αναγνώστη σε εγρήγορση για να μάθει αυτό το απροσδόκητο τέλος.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα όπου εμφανίζεται η τεχνική της ανατροπής είναι η ιστορία της Ρίκι, της Λένας Χατζοπούλου- Καραβία στο ομώνυμο βιβλίο «Η Ρίκι δεν είναι πια πιτσιρίκι». Η ιστορία μιλάει για μια οικογένεια τυφλοπόντικων που γέννησαν ένα παιδί που βλέπει, τη Ρίκι. Η ανατροπή διαφαίνεται στο γεγονός ότι γεννιέται ένας βλέποντας τυφλοπόντικας, ενώ ο αναγνώστης καλείται να μπει στη θέση του διαφορετικού άλλου. Η Ρίκι φυσικά δέχεται το ρατσισμό από τους άλλους τυφλοπόντικες, ενώ παρουσιάζεται και η προσπάθεια της οικογένειας να την προστατεύσουν. Το τελευταίο είναι ένα φαινόμενο που παρατηρείται έντονα στην καθημερινότητα όσον αφορά οικογένειες παιδιών με αναπηρία.

Επίσης, στο βιβλίο του Τζιν Γουίλις και Τόνυ Ρος, η Αργυρώ γελάει, παρουσιάζεται η «τεχνική της ανατροπής», αφού ο αναγνώστης δεν προϊδεάζεται για τη διαφορετικότητα της ηρωίδας, η οποία και του αποκαλύπτεται στο τέλος. Η Αργυρώ, ένα παιδί με κινητική αναπηρία, απεικονίζεται να συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής (σχολείο, παιδική χαρά, μουσείο, βόλτες, ζωγραφική κλπ) χωρίς να την περιορίζει η αναπηρία της. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, αξίζει ακόμα να αναφερθεί η έμφαση που δίνεται στην ομοιότητα της ηρωίδας με όλα τα άλλα παιδιά της ηλικίας της και όχι στη διαφορά της. Μπορεί να κάνει ό,τι κάνουν και αυτά, με το δικό της όμως τρόπο. Η ανατροπή, στο συγκεκριμένο βιβλίο, προκύπτει ακριβώς από το γεγονός ότι σε κανένα σημείο, είτε λεκτικό είτε οπτικό, δηλώνεται η αναπηρία της ηρωίδας, εκτός από το τέλος, όπου πια απεικονίζεται η ίδια καθισμένη στο αναπηρικό της αμαξίδιο.

Η τεχνική της ρεαλιστικής απεικόνισης, συνεχίζοντας, εμπεριέχεται στα παιδικά βιβλία τόσο σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες όσο και αυτόνομα. Παραδείγματα ρεαλιστικών απεικονίσεων μπορούν να εντοπιστούν σε όλα τα βιβλία, επομένως η αναφορά μας σε αυτές θα γίνεται σε σύνδεση με κάποιο ευρύτερο άξονα ανάλυσης κάθε φορά. Έτσι, έχοντας ως αφορμή την ιστορία της Ρίκι και κάνοντας λόγο για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι οικογένειες ατόμων που φέρουν αναπηρία στην καθημερινότητά τους, μπορούμε να περιγράψουμε και το βιβλίο της Μαρίας Αβραμίδου, Γράμμα στο μοναχικό αδερφό μου, (1987). Το συγκεκριμένο βιβλίο αποτελεί την αποτύπωση του πώς είναι η ζωή με ένα παιδί με νοητική αναπηρία (ο γιος της) και μάλιστα σε μια δύσκολη ιστορική στιγμή, αυτής της εισβολής των Τούρκων στην Κύπρο. Η ίδια στέλνει γράμμα στον αδερφό της με τη νοητική αναπηρία σε μια προσπάθεια να εξηγήσει αφενός πώς εισπράττεται ένα τέτοιο ιστορικό γεγονός από ένα παιδί με νοητική αναπηρία και αφετέρου πώς συνδέεται αυτό με τη νεότερη ιστορία. Εδώ, για ακόμα μια φορά σε ένα έργο της σύγχρονης λογοτεχνίας παρατηρούμε την προσπάθεια να αποδοθούν οι ήρωες με ρεαλισμό και αληθοφάνεια: ένα άτομο με νοητική αναπηρία είναι δύσκολο να παρουσιάσει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και να γίνει ο λόγος του πειστικός για τους αναγνώστες. Έτσι, επιλέγεται η ίδια η συγγραφέας ως αυτή που μεταβιβάζει τις εμπειρίες και την καθημερινότητα του ατόμου με αναπηρία σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Η τελευταία δίνει τη δυνατότητα ταύτισης του αναγνώστη με τον ήρωα, αφού ο τελευταίος μιλά με υποκειμενικότητα και με μεγαλύτερη προσήλωση στον εαυτό του και τον εσωτερικό του κόσμο.

Η αποδοχή, επιπλέον, του ατόμου με αναπηρία από ένα άτομο που ανήκει σε παρεκκλίνουσα με βάση την εκάστοτε κοινωνία ομάδα μπορεί να γίνει αντιληπτή μέσα από το βιβλίο Ο νάνος και η Γαριδούλα, του Σεβουαζά Ρεμπενά. Ο Μαξίμ, 11 ετών, ένα παιδί που φέρει νανισμό μιλά για το πώς αντιλαμβάνεται το ίδιο και την αναπηρία του, εκφράζοντας και αυτό την προσωπική του ιστορία σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Καταγράφεται η ανάγκη του για φιλία και συντροφικότητα, οι προσπάθειες που κάνει για να το πετύχει, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει και τελικά η λύση που δίνεται. Βρίσκει τη συντροφικότητα στη Γαριδούλα, που επίσης διαφέρει όπως και αυτός. Επομένως, σε ένα περιορισμένο πλαίσιο γίνεται αποδεκτός, γεγονός που συνδέεται με την αληθοφάνεια της παρουσίασης της αναπηρίας για ακόμη μια φορά. Δεν ωραιοποιείται η πραγματικότητα που βιώνει ο Μαξίμ, αλλά ξετυλίγεται ξεκάθαρα στα μάτια του αναγνώστη.

Η ανάγκη για την προβολή στοιχείων που αναφέρονται άμεσα και μπορούν να ειδωθούν ξεκάθαρα υπό το πρίσμα της πραγματικότητας είναι έκδηλη και στη λογοτεχνία για ενήλικες. Ίσως, αυτό αντανακλά το γεγονός ότι ακόμα και στο πλαίσιο του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου η διαχείριση της διαφορετικότητας πετυχαίνεται πιο ομαλά όταν έρχεσαι σε πραγματική επαφή μαζί της και τη γνωρίζεις. Εξάλλου, η άγνοια γύρω από αυτή αποτελεί μια σημαντική παράμετρο, που οδηγεί στο στιγματισμό, τον αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση της, (Ζώνιου-Σιδέρη & Ντεροπούλου-Ντέρου, 2012).

Αναλύοντας τα λογοτεχνήματα παρατηρείται, πέρα από τις τεχνικές απεικόνισης της αναπηρίας σε αυτά και τις αντιλήψεις που απορρέουν από αυτά, ότι σε μεγάλο βαθμό κυριαρχεί το ιατρικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας. Σύμφωνα με αυτό, η έμφαση δίνεται στην αναπηρία ως έλλειμμα, ενώ την πλήρη ευθύνη τη φέρει το ίδιο το άτομο και η οικογένειά του. Η κλινική/ διαγνωστική εικόνα αποτελεί το μοναδικό εκείνο παράγοντα που καθορίζει το άτομο με αναπηρία, ενώ εξαλείφονται όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά του. Σε αντίθεση το κοινωνικό μοντέλο μεταφέρει τις ευθύνες στην κοινωνία και στην έλλειψη δημιουργίας κατάλληλου περιβάλλοντος για όλους τους πολίτες. Το άτομο προσεγγίζεται ολιστικά, η αναπηρία αποτελεί ένα χαρακτηριστικό του, αλλά όχι αυτό που τον καθορίζει.

Στην πλειοψηφία τους τα λογοτεχνήματα, παιδικά ή εφηβικά, περιγράφουν τους ήρωες με αναπηρία με «ελλειμματικούς» τρόπους. Η αναπηρία αποτελεί «βαρύ» φορτίο για τους ίδιους ή τις οικογένειές τους, αντισταθμίζεται μάλιστα κάποιες φορές με άλλες δυνατότητες ή εργαλεία (για παράδειγμα «Στο μυστικό τραγούδι της Μάτας» η κώφωση αντισταθμίζεται με τη διαίσθησή της), ενώ κάποιες άλλες μέσω της ρεαλιστικής απεικόνισης αναδύονται όλες οι δυσκολίες που τη συνοδεύουν (για παράδειγμα στο «Θωμά» φαίνεται ο αγώνας της οικογένειας και τα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπη λόγω της αναπηρίας του παιδιού της). Από την άλλη πλευρά, το κοινωνικό μοντέλο εντοπίζεται σε αρκετά μικρότερο ποσοστό.

Για παράδειγμα, στο βιβλίο «Μια αδερφούλα με ειδικές ανάγκες» η αναπηρία εξετάζεται κυρίως ως κοινωνικό περισσότερο ζήτημα, παρά την ύπαρξη στερεότυπης γλώσσας. Φαίνεται καθαρά πώς η ύπαρξη ειδικών σχολείων, οργανώσεων στήριξης των γονέων, η κατάλληλη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών και του γιατρού, καθώς και η κοινωνική πρόνοια διευκολύνουν την αυτονόμηση της Νέλλης. Γίνεται λόγος για τα προβλήματα που κυρίως απασχολούν τα άτομα με αναπηρίες: κοινωνικό περιβάλλον, στέγαση, εργασία μέσα από τη ρεαλιστική αφήγηση.

Παρατηρούμε, λοιπόν, τα διάφορα στάδια και τις διάφορες τεχνικές που εντοπίζονται στις απεικονίσεις ατόμων με αναπηρία στη λογοτεχνία. Αυτό που αξίζει να έχουμε στο νου μας, συνοψίζοντας, είναι ότι τα άτομα με αναπηρία έχουν φωνή και προσωπικότητα που ξεπερνά την αναπηρία τους, και αυτό το μήνυμα αξίζει να περνά μέσα από κάθε βιβλίο που απευθύνεται είτε σε παιδιά είτε σε ενήλικες. Αρκεί να μπορούμε να αμφισβητούμε όταν χρειάζεται τα κυρίαρχα πρότυπα που μας οδηγούν τις περισσότερες φορές σε μια μονοδιάστατη αντίληψη του κόσμου γύρω μας.

Η λογοτεχνία δεν είναι στρατευμένη. Έχει το δικό της λόγο, τους δικούς της κανόνες, τη δική της προσωπικότητα. Επηρεάζεται, ωστόσο, σε μεγάλο βαθμό από τις κοινωνικο-οικονομικο-ιστορικές στιγμές στις οποίες γεννάται, γιατί παράγεται από υποκείμενα τα οποία φέρουν τις δικές τους υποκειμενικές αντιλήψεις. Έτσι, ο εκάστοτε αναγνώστης είναι αυτός που μπορεί να εντάξει στο λογοτεχνικό κείμενο τις δικές του ερμηνευτικές προσεγγίσεις, (Rosenblatt, 1994). O ρόλος του αναγνώστη, λοιπόν, θεωρείται κυρίαρχος αφού μεταφέρει μαζί του ένα συνολικό σώμα πολιτισμικών απόψεων, αντιλήψεων και πρακτικών γνώσεων με βάση το οποίο κατανοεί το λογοτεχνικό νόημα και τις συμβάσεις που αυτό εμπεριέχει, (Πολίτης Δ., 1996).

Η αναπαράσταση της διαφορετικότητας, και πιο συγκεκριμένα της αναπηρίας, στη λογοτεχνία γενικά, αλλά και στην παιδική λογοτεχνία διαφέρει, έτσι, ανάλογα με την εποχή συγγραφής των διαφόρων βιβλίων. Αρχικά, η αναπηρία συνδέεται με το δαιμονικό, το επικίνδυνο, το απειλητικό, και αποτελεί αντικείμενο διακωμώδησης. Στη συνέχεια, τα άτομα με αναπηρία απεικονίζονται με υπερφυσικές δυνάμεις, ενώ παρατηρούνται και έργα στα οποία παρουσιάζονται ως θύματα αυτής της αναπηρίας και τυγχάνουν ρατσισμό και περιθωριοποίηση. Ωστόσο, η έννοια της αποδοχής και κατανόησης του διαφορετικού κάνει την εμφάνιση της σε διάφορα έργα παιδικής αλλά και ενήλικης λογοτεχνίας. Το διαφορετικό εμπλουτίζει την καθημερινότητα μας και τη ζωή μας, δεν την καθιστά επισφαλή. Έτσι, εμπλουτίζεται και η λογοτεχνία μέσα από την αναπαράσταση αυτού.

Βιβλιογραφία
Ξενόγλωσση:

Baskin, B.H. & Harris K. H. (1977), Notes From a Different Drummer, a Guide to Juvenile Fiction Portraying the Handicapped, New Jersey: Bowker, στο Keith, L. (2004). What Writers Did Next: Disability, Illness and Cure in books in the Second Half of the 20th Century. Disability Studies Quarterly, Vol. 24, No 1.

Blaska, J. (2004). Children’s Literature that Includes Characters With Disabilities or Illnesses, Disability Studies Quarterly, Vol. 24, No 1.

Gervay, S. (2004). Butterflies: Youth Literature as a Powerful Tool in Understanding Disability, Disability Studies Quarterly, Vol. 24, No 1.

Pirofski, K. (2001). Race, Gender, and Disability in Today's Children's Literature. Research room, EdChange, multicultural pavilion.

Rosenblatt L. (1994), The Reader, the Text and the Poem. The Transactional Theory of the Literary Work, Southern Illinois University Press, στο Collins J. & Blot K. R. (2003), Literacy and Literacies: Texts, Power, and Identity, Cambridge University Press, UK

Ελληνόγλωσση ή από μετάφραση:

Goffman, E. (2001). Στίγμα: Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

 Ζώνιου-Σιδέρη Α. & Ντεροπούλου-Ντέρου Ε. (2012), «Αναζητώντας την εκπαιδευτική πολιτική της ένταξης» στο Α. Ζώνιου-Σιδέρη, Ε. Ντεροπούλου-Ντέρου, Α. Βλάχου-Μπαλαφούτη (επιμ.), Αναπηρία και εκπαιδευτική πολιτική. Κριτική προσέγγιση της ειδικής και ενταξιακής προσέγγισης, εκδ. Πεδίο, Αθήνα, σ. 11-27.

Καλλέργης Ηρ., (1995), Προσεγγίσεις στην παιδική λογοτεχνία, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα

Παπαβασιλείου- Χαραλαμπάκη Ι. (2002), Τάσεις της Παιδικής Λογοτεχνίας (1900-1920). Ποίηση- Παιδαγωγικές και Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

Πολίτης Δ., (1996) «Ο ρόλος του αναγνώστη και η “η συναλλακτική θεωρία” της L.M. Rosenblatt», Επιθεώρηση Παιδικής Λογοτεχνίας 11, εκδ. Πατάκης, Αθήνα

Άρθρα:

Γιαννικοπούλου Αγγ., (2009). « Άμεσα και Έμμεσα Ιδεολογικά Μηνύματα στο Διαπολιτισμικό Εικονογραφημένο Παιδικό Βιβλίο». Περ. Κeimena Τεύχος 9.

Καρακίτσιος Ανδ. (2014) «Διαπολιτισμικές αναγνώσεις παιδικών βιβλίων πολιτισμικής διαφορετικότητας», περ. Κείμενα, τχ. 19