ΕΘΝΟΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΣΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ

ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ
 
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ




Ένα είδος ποιοτικής έρευνας, που δίνει έμφαση στο υποκειμενικό επίπεδο των κοινωνικών σχέσεων είναι η εθνομεθοδολογία. Η λέξη αυτή έχει ως συνθετικά της το «έθνος» και τη «μεθοδολογία». Οι έννοιες αυτές ουσιαστικά αναφέρονται και στο περιεχόμενο αυτού του είδους έρευνας: μελετά τους μεθοδικούς τρόπους δόμησης, οργάνωσης και κατανόησης της κοινωνικής πραγματικότητας (μεθοδολογία) από τα «μέλη» μιας κοινωνίας (έθνος), (Βασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Μπορεί να οριστεί, όπως αναφέρει ο Patton (2002), ως «η ερευνητική μέθοδος που έχει σχεδιαστεί για να περιγράψει και να αναλύσει πρακτικές και πεποιθήσεις πολιτισμών και κοινοτήτων». Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα υποκείμενα δράσης σε ένα κοινωνικό πλαίσιο. Εστιάζει στο πώς συγκεκριμένα άτομα στο επίπεδο μιας κουλτούρας διαμορφώνουν μορφές κατανόησης των κοινωνικών δομών στις οποίες ανήκουν και της κοινωνικής πραγματικότητας την οποία βιώνουν, (Willis, 2012). Οι μελετητές που ασχολούνται με την εθνομεθοδολογία στρέφουν την προσοχή τους προς τους μηχανισμούς μέσω των οποίων οι άνθρωποι επιτυγχάνουν και διατηρούν την αλληλεπίδραση σε μια κοινωνική συναναστροφή. Ακόμα μελετούν τις παραδοχές που κάνουν τα κοινωνικά όντα, τις συμβάσεις που αξιοποιούν, τις πρακτικές που υιοθετούν, (Cohen L., etc, 2007).

Ως χρονική αφετηρία αυτής της ερμηνευτικής κοινωνιολογικής προσέγγισης ορίζονται τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και οι αρχές της δεκαετίας του 1970. Εκείνη την εποχή η εθνομεθοδολογία ουσιαστικά έρχεται να ανατρέψει τις κοινωνικές θεωρίες που επικρατούσαν. Ασκεί έντονη κριτική στις δομολειτουργιστικές κοινωνιολογικές θεωρίες, οι οποίες έχοντας ως κύριο εκπρόσωπο τον Parsons υποστηρίζουν την κανονιστική ευθυγράμμιση των ατόμων στην κοινωνία. Όπως αναφέρει ο Garfinkel, έμφαση πρέπει να δίνεται στο πώς τα κοινωνικά υποκείμενα ως θεωρητικά ελεύθερα όντα δομούν την πραγματικότητα μέσα από τις κρίσεις καθοριστικής σημασίας που διαμορφώνουν, (Ritzer, G., 1998). Ο τελευταίος ορίζει τα άτομα όχι ως παθητικές μαριονέτες που «κινούνται» με βάση κάποιους παγιωμένους κανόνες ούτε ως «ναρκωμένες» υπάρξεις που ευθυγραμμίζονται οικειοθελώς. Αλλά περισσότερο ως μέλη μιας κοινής πολιτισμικής κουλτούρας που μοιράζονται κοινούς κώδικες κατανόησης του κόσμου και συμπεριφορές, (Bασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Αυτοί οι κοινοί κώδικες, που ουσιαστικά αποτελούν θέματα κοινής γνώσης για τα άτομα του ίδιου κοινωνικού πλαισίου, είναι κατά κάποιο τρόπο τετριμμένοι και ακριβώς για αυτό αποτελούν αντικείμενο μελέτης.

Η δράση, λοιπόν, των κοινωνικών μελών με βάση συστηματικούς κώδικες παράγει συγκεκριμένα νοήματα κάθε φορά. Αυτά τα νοήματα πρακτικής δράσης συγχρόνως σχετίζονται με το πλαίσιο (ειδικές συνθήκες) –για παράδειγμα δημοσιογραφικός λόγος, αλληλεπιδράσεις σε θεσμικό επίπεδο, όπως δικαστήριο-, αλλά είναι και ελεύθερα από αυτό (ευρεία ποικιλία δομών) –όπως η αλληλεπίδραση με ερωταποκρίσεις, (Βασιλοπούλου Αλ., 2010). Για να γίνουν κατανοητές οι δομές των δρώντων υποκειμένων σημαντικό εργαλείο αποτελεί η γλώσσα. Το νόημα μιας δράσης συγκροτείται μέσα από την παραγωγή της συνομιλίας. Φυσικά, όμως, δεν είναι μόνο η γλώσσα που φέρει νοήματα, αλλά η κατανόηση του κόσμου και της υποκειμενικής δράσης προέρχεται γενικότερα από αυτά που βλέπουμε, ακούμε, νιώθουμε.

Χωρίς την αποκωδικοποίηση των νοημάτων που παράγονται και προκύπτουν μέσα από τη δράση και αλληλεπίδραση των ατόμων δεν είναι δυνατή, σύμφωνα με το Garfinkel, η κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ορίζεται λίγα χρόνια αργότερα ως «ευταξία στην αλληλεπίδραση» (interaction order) από τον Goffman, (Βασιλοπούλου Αλ., 19.10.2012). Στα έργα του αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους πλαισιώνουμε την εμπειρία μας και αλληλεπιδρούμε μέσω της ομιλίας, καθώς και για το πώς αλληλεπιδρούμε σε πλαίσια κοινωνικά. Η ευταξία του κοινωνικού κόσμου γενικά, για το Goffman, παρουσιάζεται συνεχώς μέσω της καθημερινής συμπεριφοράς των μελών, καθώς δείχνουν να αναγνωρίζουν τους κοινά αποδεκτούς κανόνες, (Payne, G. C. F., 1997). Έτσι, και οι συνομιλιακές καταστάσεις των μελών σχετίζονται άμεσα με τις καταστάσεις από τις οποίες προκύπτουν και αναδεικνύουν αυτά τα κανονιστικά πλαίσια ή τις αποκλίσεις από αυτά.
Οι εθνομεθοδολογικές μελέτες των Garfinkel και Goffman σχετικά με το πώς τα άτομα δρουν και αλληλεπιδρούν επηρέασαν τον Sacks και τους συνεργάτες του, οι οποίοι εστίασαν στην ευταξία που παράγεται μέσω της συνομιλίας. Ουσιαστικά, κάνουν λόγο για την ανάλυση συνομιλίας (conversation analysis). Αυτή αποτελεί ένα μικροσκοπικό κοινωνιολογικό είδος ανάλυσης του λόγου, που μελετά την ομιλία με μεγάλη λεπτομέρεια. Ορίζεται ως «η συστηματική ανάλυση της ομιλίας μέσα στην αλληλεπίδραση, ανάλυση δηλαδή φυσικού συνομιλιακού υλικού και των κοινωνικών διαδραστικών και πρακτικών πραγματώσεων των μετεχόντων», (Βασιλοπούλου Αλ., 26.10.2012). Η εποχή στην οποία άνθισε είναι η δεκαετία του 1970 και ως μορφή μικροκοινωνιολογίας μελετά χειροπιαστά κοινωνικά φαινόμενα που σχετίζονται με τη ψυχική υγεία, την ανθρώπινη δράση, την καθημερινή ομιλία, (ό.π.).
 
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση συνομιλίας μελετά τις ενέργειες που πραγματοποιούνται μέσα από το λόγο, την αλληλουχία αυτών, τις πρακτικές των μετεχόντων που σχετίζονται με το ξεκίνημα, τη διατήρηση και το κλείσιμο μιας συζήτησης, (Donna M. Mertens, 2005). Το γεγονός ότι βασίζεται σε πραγματικές συνθήκες συνομιλίας και εστιάζει σε πρωτογενές υλικό, δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να διερευνήσει τους προσανατολισμούς των ίδιων των συμμετεχόντων, χωρίς να ενσωματώνεται η δική του οπτική στην ανάλυση. Κάθε συνομιλία έχει τη δική της δυναμική και ο κάθε συνομιλητής έχει διαφορετικές κατευθύνσεις που ενεργοποιούνται κάθε φορά κατά τη διάρκειά της, και τις οποίες καλείται ο αναλυτής να εντοπίσει.
Οι κοινωνιολόγοι (Sacks, Schegloff, Jefferson), που ασχολούνται με την ανάλυση συνομιλίας, διακρίνουν την τελευταία σε καθημερινή και επίσημη σε θεσμικά περιβάλλοντα. Σε κάθε ένα από αυτά τα είδη υπάρχει συστηματικότητα στις πρακτικές του λόγου που παρουσιάζονται κάθε φορά ανάμεσα στους συμμετέχοντες. Αυτή η συστηματικότητα εσωκλείει τη βασική αρχή του Sacks: “ευταξία σε όλα τα σημεία», (Βασιλοπούλου Αλ., 26.10.2012). Ως μονάδα ανάλυσης ο Sacks αναφέρει τη συνεισφορά (turn). Η συνεισφορά μπορεί να ποικίλλει σε έκταση –από μια ή περισσότερες λέξεις μέχρι μια ολόκληρη πρόταση ή περισσότερες-, (ό.π.). Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία για τους αναλυτές συνομιλίας είναι η χρονική στιγμή εμφάνισης της κάθε συνεισφοράς («Why that now?»), γιατί αυτή συνοδεύεται από συγκεκριμένα νοήματα.

Στόχος τους, λοιπόν, είναι να εντοπίσουν τις αποκλίσεις των συμμετεχόντων σε αλληλεπιδράσεις από τους κανονιστικούς κανόνες συνομιλίας που ακολουθούν διαισθητικά στο κοινωνικό πλαίσιο που βρίσκονται. Οι συνεισφορές αυτές πραγματοποιούν συγκεκριμένες ενέργειες ανάλογα με τη θέση στην οποία βρίσκονται. Εξηγούνται ουσιαστικά μέσα από αυτά που προηγούνται και αυτά που έπονται, χωρίς να δίνεται έμφαση στα κίνητρα του ομιλητή.

Η συνομιλία ερμηνεύεται κάθε φορά ανάλογα με τη σημασία που δίνει ο ομιλητής στις συνεισφορές του. Παράγεται μια ενέργεια η οποία ακολουθείται από μια άλλη κ.ο.κ. Έτσι, η συνομιλία αποτελείται από αλληλουχίες ενεργειών, τα γειτνιαστικά ζεύγη: ερώτηση-απάντηση ή απουσία απάντησης, χαιρετισμός-ανταπόδοση χαιρετισμού, κλήση-αναγνώριση κλήσης, αίτημα- άλλες πληροφορίες-συμμόρφωση στο αίτημα, (Βασιλοπούλου Αλ, 02.11.2012). Το γεγονός ότι το πρώτο μέρος του ζεύγους ακολουθείται από ένα δεύτερο λέγεται «υπό προϋποθέσεις συνάφεια». Οι συνομιλητές, δηλαδή, προσανατολίζονται με βάση την κοινωνική προσδοκία που αναπτύσσουν από το ότι ένα πρώτο μέρος ακολουθείται από ένα δεύτερο. Αν δεν τηρηθεί αυτό, τότε οτιδήποτε άλλο θεωρείται «μη προτιμητέο». Η έννοια της προτίμησης με όρους συνομιλίας συνδέεται περισσότερο με το πώς ξεκίνησε μια ενέργεια και όχι τόσο με ψυχολογικά κίνητρα, που μπορούν μάλιστα να αντιτίθενται στο πρώτο μέρος, (ό.π.). Τα μέλη μιας συνομιλίας, λοιπόν, συνδέονται μεταξύ τους, αλλά και με ευρύτερες δομές, γεγονός το οποίο αποτελεί στοιχείο ανάλυσης.

Σε μια τέτοια ποιοτική μέθοδος έρευνας, εμπειρικά δεδομένα οικοδομούν σταδιακά μια θεωρία. Δεν επιδιώκεται η επιβεβαίωση προϋπάρχουσας θεωρίας, αλλά η εξήγηση της δράσης, «ως δημόσια ερμηνεύσιμη δραστηριότητα», που συνδέεται με την πραγματικότητα των μετεχόντων, (Βασιλοπούλου Αλ.,2010). Για τη συλλογή δεδομένων, λοιπόν, ακολουθούνται ορισμένα βήματα, στα οποία θα αναφερθώ συνοπτικά παρακάτω. Αρχικά, συλλέγει ο μελετητής μαγνητοφωνημένο ή βιντεοσκοπημένο υλικό, το οποίο και απομαγνητοφωνεί. Στη συνέχεια πραγματοποιεί αναλυτική επαγωγή: μελετά ειδικές περιπτώσεις, εντοπίζει τις ομοιότητες τους, καθώς και τις αποκλίσεις τους και εξάγει συμπεράσματα ειδικά και γενικά, (Βασιλοπούλου Αλ., 09.11.2012). Προχωρά με τη «μη κατευθυνόμενη ακρόαση», χωρίς να διατυπώσει υποθέσεις και ερμηνείες. Συγκεντρώνει όλες τις περιπτώσεις που μοιάζουν μεταξύ τους ή τείνουν να επαναλαμβάνονται και κατανοεί τι συμβαίνει σε αυτές δίνοντας βάση σε προηγούμενες και επόμενες συνεισφορές. Εξάλλου, το μεθοδολογικό πλεονέκτημα στη μελέτη συνομιλίας είναι το γεγονός ότι οι ομιλητές αποκαλύπτουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τα προλεχθέντα από τους συνομιλητές τους, (Μπερερής, Τρούκη, 2009). Έτσι, ο ερευνητής καταλήγει σε μια «πιθανή λύση» σχετικά με το φαινόμενο που προκύπτει, (ό.π.) Η ανάλυση αυτή οδηγεί στη δημιουργία κανονικοτήτων και μοτίβων σχετικά με τις στρατηγικές διάδρασης που χρησιμοποιούνται. Μόλις εντοπίσει τα κανονιστικά μοτίβα, εστιάζει στις αποκλίσεις από αυτά. Η ανάλυση αποκλίνουσας περίπτωσης μπορεί να οδηγήσει στην επιβεβαίωση του τυπικού μοτίβου, στην αναθεώρηση αυτού ή στη διερεύνηση της περίπτωσης αυτής με ξεχωριστή ανάλυση, (ό.π.). Πρέπει να επισημανθεί ότι κάποιες περιπτώσεις είναι οριακές, δηλαδή ούτε αποτελούν παράβαση ούτε απόκλιση από τα κανονιστικά πρότυπα,(ό.π.).

Τα επίπεδα τα οποία τίθενται υπό την παραπάνω διαδικασία ανάλυσης ποικίλλουν από τη μελέτη μικρότερων μονάδων μέχρι ζητήματα πρακτικής γνώσης που συνδέονται άμεσα με συνομιλιακές πρακτικές. Οι διαστάσεις στις οποίες μπορούν να μελετηθούν περιλαμβάνουν: τη διερεύνηση της εναλλαγής συνεισφορών (ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις παραβιάσεις που εντοπίζονται), τη συνολική δομική οργάνωση της συνομιλίας (στάδια στα οποία χωρίζεται ο λόγος), την οργάνωση της αλληλουχίας (τρόπος εξέλιξης της συνομιλιακής διαδικασίας), το σχεδιασμό της συνεισφοράς (τρόπος δόμησης και έκφρασης συνεισφοράς), το λεξιλόγιο που χρησιμοποιείται, την «πρακτική επιστημολογία», τις κοινωνικές σχέσεις και τους διαφορετικούς τύπους ασυμμετριών (τρόπος με τον οποίο ένα άτομο μέσα από το λόγο εμφανίζεται να γνωρίζει κάτι), (Βασιλοπούλου Αλ., 09.11.2012).

Γενικότερα, η ανάλυση συνομιλίας έχει χρησιμοποιηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και σε διάφορους τομείς σε επίπεδο Γλωσσολογίας, Κοινωνιολογίας και Παιδαγωγικής. Η μελέτη της αλληλεπίδρασης στην τάξη και η κατανόηση για το πώς οι δομές, όπως η μάθηση πραγματοποιούνται μέσα από αυτήν αποτελούν ένα σημαντικό τομέα με τον οποίο ασχολείται, (Seedhouse- Sert, 2011). Μέσω της ανάλυσης του σχολικού λόγου ευρήματα σημαίνοντα για την πορεία της εκπαιδευτικής διαδικασίας αναδύονται, φέρνοντας στο φως τα πολλαπλά δίκτυα επικοινωνίας που αναπτύσσονται μέσα σε αυτή αλλά και τον τρόπο αλληλεπίδρασής τους. Ακολουθώντας τις αρχές της μεθοδολογίας αυτής ο εκπαιδευτικός μπορεί να κατανοήσει πολλές πτυχές που προηγουμένως αγνοούσε για τον τρόπο που επιλέγει λεκτικά να δρα μέσα στην τάξη του, αλλά και για τις σχέσεις που συνάπτει με τους μαθητές του κατά αυτόν τον τρόπο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ:


ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Εισαγωγή: Ανάλυση Σχολικού Λόγου- Θεωρητικές αφετηρίες- Εθνομεθοδολογία», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 19.10.2012
ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Εισαγωγή στην ανάλυση συνομιλίας», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 26.10.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Ανάλυση Συνομιλίας- Γειτνιατικά Ζεύγη», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 02.11.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Συλλογή υλικού- Διαστάσεις ανάλυσης συνομιλίας», Εισήγηση στο πλαίσιο του μαθήματος Ανάλυση Σχολικού Λόγου, 09.11.2012

ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛ., «Βασικές έννοιες και μέθοδος ανάλυσης της η ανάλυσης συνομιλίας: η περίπτωση της σχολικής τάξης» στο Πουρκός Μ. και Δαφέρμος Μ. (επιμ.) Ποιοτική Έρευνα στην Ψυχολογία και την Εκπαίδευση, Αθήνα: εκδ. Τόπος, 2010

ΜΠΕΡΕΡΗΣ Π., ΤΡΟΥΚΗ, Λόγος και επικοινωνία στην εκπαιδευτική πράξη: Ρητά και άρρητα μηνύματα κατά τη διαμόρφωση του επικοινωνιακού κλίματος στη σχολική τάξη, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2009


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ Ή ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:

COLLEN L., etc, Μεθοδολογία εκπαιδευτικής έρευνας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2007

MERTENS M. DONNA, Έρευνα και αξιολόγηση στην εκπαίδευση και τη ψυχολογία, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005

PATTON M., Qualitative research and evaluation methods. Thousand oaks, CA: sage, 2002

PAYNE, G. C. F., «Κάνοντας ένα μάθημα να συμβεί: μια εθνομεθοδολογική ανάλυση», στο Γ.Σ. Μιχαλακόπουλος (επιμ.) Το σχολείο και η σχολική τάξη, Θεσσαλονίκη: Αφοί Κυριακίδη, 1997

RITZER, G., «Φαινομενολογική κοινωνιολογία και εθνομεθοδολογία», στο Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τ. 1, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1998

SEEDHOUSE P.-SERT OL., Conversation analysis in Applied Linguistics, Research on Youth and Language, 2011
  
WILLIS P., Μαθαίνοντας να δουλεύεις: πώς τα παιδιά εργατικής προέλευσης επιλέγουν δουλειές της εργατικής τάξης, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2012





DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Vicky Siamanta - She graduated from the Training and Education Department of Early Childhood Education of the National University of Athens with a degree EXCELLENT while she is also an undergraduate at the Graduate Program "Special Education" of the same department... She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the August of 2016. Read More