Το δαιμόνιο του Σωκράτη

Περιοδικό 
«Νέα Ακρόπολη», 
Τεύχη 8, 31,61


Ένα «παραψυχολογικό» φαινόμενο στην Αρχαία Ελλάδα
«… αντιλαμβάνομαι μέσα μου κάτι σαν σημείον θείον και υπερφυσικόν… Τούτο δε, το οποίον ήρχισεν από την παιδικήν μου ηλικίαν, είναι έν είδος φωνής, η οποία ομιλεί και πάντοτε μεν με αποτρέπει, από τούτο το οποίον μέλλω να πράξω, ουδέποτε δε με προτρέπει …»

Πλάτωνος Απολογία του Σωκράτους 31cd

Το «δαιμόνιο» του Σωκράτη είναι το θέμα που θα μας απασχολήσει σε αυτό το άρθρο. Ένα αίνιγμα της αρχαιότητας, που συνυφαίνεται μαζί με την φιλοσοφία στη ζωή αυτού του παράξενου ανθρώπου, ο οποίος άσκησε τεράστια επίδραση στη φιλοσοφική σκέψη.
Η ζωή του Σωκράτη είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας όσο και ο τραγικός θάνατός του. Δεν απομακρύνθηκε ποτέ από την Αθήνα. Δεν θέλησε να απομακρυνθεί ούτε από τη φιλοσοφία και να αρνηθεί τα όσα δίδαξε. Έτσι ήπιε ήρεμα το κώνειο συζητώντας τις τελευταίες ώρες της ζωής του μαζί με τους μαθητές του για τη φύση και τον προορισμό της ανθρώπινης ψυχής στην πορεία της μετά το θάνατο. Με το θάνατό του επιβεβαίωσε τη φιλοσοφία του και φόρεσε το στεφάνι του μάρτυρα της «ελεύθερης σκέψης» (1).
Τι ήταν όμως το δαιμόνιο του Σωκράτη; Πώς μπορούμε να το προσεγγίσουμε; Και πώς συμβιβαζόταν η επίδρασή του στον Σωκράτη, αφού όπως είναι γνωστό ο φιλόσοφός μας ήταν και ένας δάσκαλος της διαλεκτικής και έψαχνε την αλήθεια με λογική, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο πασίγνωστο βιβλίο του περί του Σωκράτους Δαιμονίου;
Πάμπολλες είναι οι αναφορές στο δαιμόνιο του Σωκράτη. Ήδη έχουμε βάλει κάτω από τον τίτλο του άρθρου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την Απολογία του Σωκράτους του Πλάτωνα. Απολογία ως γνωστόν έγραψε και ο Ξενοφώντας, ο οποίος αναφέρει επίσης το δαιμόνιο. Μάλιστα ενώ γενικά επικρατεί στους διάφορους συγγραφείς η πιο παραδεκτή αντίληψη ότι το Δαιμόνιο «απέτρεπε» το Σωκράτη από το να προβεί σε κάποια ενέργεια, κατά τον Ξενοφώντα, και τον προέτρεπε. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Απολογία του -επίσης κατά τον Ξενοφώντα- ο Σωκράτης εμφανίζεται να λέει στους δικαστές «εξαγγείλας εις πολλούς εκ των φίλων μου τας συμβουλάς του θεού, ουδέποτε απεδείχθην ψευδόμενος» (Ξενοφώντος Απολογία Σωκράτους ΙΙ,13).
Έτσι υπήρχε λοιπόν ένα πρόβλημα αρκετά έντονο για τους αρνητές ή επικριτές του δαιμονίου του Σωκράτη. Από τη μία το κατέκριναν από την άλλη όμως δεν είχε αποδειχθεί ποτέ ότι έλεγε ψέματα. Ο Πλούταρχος μάλιστα αναφέρει την περίπτωση μιας μάχης στην Πάρνηθα: μια ομάδα ιππέων σκοτώθηκαν, γιατί δεν ακολούθησαν το δρόμο που τους οδηγούσε ο Σωκράτης. Το δαιμόνιο τον απέτρεπε να πάει από το δρόμο όπου φαίνεται ότι τους περίμεναν οι εχθροί. Όσοι δεν τον άκουσαν πήγαν από αυτόν το δρόμο και σκοτώθηκαν. Τότε, σημειώνει ο Πλούταρχος, έγινε πολύς θόρυβος στην Αθήνα για το δαιμόνιο  του Σωκράτη. Επίσης ο Σωκράτης είχε προαναγγείλει τη μεγάλη καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία. Εδώ παρεμπιπτόντως να σημειώσουμε την υποκρισία που επικρατεί και στην «ορθολογιστική» εποχή μας. Όλοι κατακρίνουν, και δήθεν απορρίπτουν, τη δυνατότητα πρόγνωσης του μέλλοντος, αλλά ταυτόχρονα βλέπουμε συνεχώς διαφημίσεις για αστρολογία, μέντιουμ και πολλά άλλα που δείχνουν ότι ο πολύς κόσμος ασχολείται, άσχετα με τις επικρίσεις οι οποίες συνυπάρχουν με … τις διαφημίσεις.
Όμως ας επανέλθουμε στις αναφορές για το θέμα μας. Ο Ξενοφώντας εμφανίζει το δαιμόνιο του Σωκράτη ως έναν τρόπο μαντικής, με τον οποίο ήταν προικισμένος ο γέρο σειληνός φιλόσοφος. Το χάρισμα αυτό του το έδωσαν οι θεοί και -κατά τον Ξενοφώντα- πρέπει να το παραδεχθεί όποιος παραδέχεται και άλλους τρόπους μαντικής.
Όμως δεν αναφέρονται μόνο ο Ξενοφών και ο Πλούταρχος στο δαιμόνιο του Σωκράτη. Πάρα πολλές φορές αναφέρεται σ’ αυτό και ο θείος φιλόσοφος Πλάτωνας. Σαν άμεσος μαθητής του Σωκράτη δίνει αρκετές πληροφορίες για το θέμα από «πρώτο χέρι» όπως θα λέγαμε σήμερα. Μερικές είναι απλές αναφορές στο δαιμόνιο, το οποίο, ως συνήθως, δεν αφήνει το Σωκράτη να κάνει κάτι όπως: στον Ευθύδημο (272 Ε). Παρόμοια στον Φαίδρο (242 Β). Στο Θεαίτητο (151 Α) το δαιμόνιο εμφανίζεται σαν θεία φωνή που αποτρέπει το Σωκράτη σε κάποιες συναναστροφές. Στην Πολιτεία (βιβλίο ΣΤ 496c) ο Σωκράτης εμφανίζεται να λέει ότι το φαινόμενο που εμφανίζεται σ’ αυτόν δεν έχει τύχει σε κανέναν άλλο.
Όμως και στον Κρατύλο ασχολείται ο Πλάτωνας προσπαθώντας να δώσει την ετυμολογία της λέξης δαίμων. Θεωρεί ότι έχει σχέση με τη γνώση, τη σοφία και τη φρόνηση. Έτσι λέει ότι οι άνθρωποι του «χρυσού γένους», του Ησίοδου, ονομάζονται από τον ποιητή δαίμονες -πνεύματα αγνά- γιατί ήταν συνετοί και σοφοί (δαήμονες).
Εδώ να σημειώσουμε ότι για την προσέγγιση του φαινόμενου του δαιμόνιου του Σωκράτη έχει σημασία και η εννοιολογική προσέγγιση της λέξης. Στην αρχαία εποχή η λέξη δαίμων και δαιμόνιο δεν είχε τη σημερινή σημασία. Περισσότερο χαρακτήριζε ένα πνεύμα της φύσης, μια οντότητα μεταξύ θεών και ανθρώπων. Πολλές φορές σήμαινε ένα προστατευτικό πνεύμα. Στον Μύθο του Ηρός στο δέκατο κεφάλαιο της Πολιτείας, ο Πλάτωνας εμφανίζει τις ανθρώπινες ψυχές να διαλέγουν το «δαίμονα», ο οποίος θα τις συνοδεύει στην επόμενη ζωή τους. Σήμερα θα λέγαμε το «φύλακα άγγελό» τους, μια και αυτό το ον θα συνοδεύει την κάθε ψυχή στην ενσάρκωσή της.
Με την επικράτηση του χριστιανισμού η λέξη δαίμων και δαιμόνιο αποκτούν τη σημερινή σημασία που είναι φορτισμένη αρνητικά. Αυτό έγινε, επειδή οι θεοί των αρχαίων, και γενικότερα όλα τα αόρατα όντα ανώτερα και κατώτερα στα οποία αναφέρονταν, θεωρήθηκαν κακοί και κακά. Όμως δεν υπάρχει καμία αναφορά που να δείχνει ότι ήταν έτσι. Θα είμαστε πιο κοντά στην αλήθεια αν διακρίναμε ότι για τους αρχαίους το καλό και το κακό συνυπάρχουν και πιο πολύ έγκειται στον άνθρωπο να διαλέξει το καλό παρά το ότι για τα λάθη του ευθύνονται κακοποιοί δαίμονες. Πολύ περισσότερο μάλιστα στην περίπτωση του Σωκράτη όπου έχουμε έναν φιλόσοφο μεγάλου ύψους, με τεράστια διαλεκτική ικανότητα και παράδειγμα τρόπου ζωής και θανάτου. Κάτι άλλο λοιπόν συνέβαινε με το δαιμόνιο του Σωκράτη. Θα προσπαθήσουμε να το εξετάσουμε με βάση αυτά που γράφει ο Πλούταρχος στο βιβλίο που έχουμε ήδη αναφέρει, το «Περί Σωκράτους Δαιμονίου». Και μάλιστα έχοντας υπόψη ότι η τοποθέτηση του Πλούταρχου βρίσκεται πολύ κοντά στην εσωτερική άποψη της διαχρονικής εσωτερικής φιλοσοφίας (εσωτερισμού).
«Τι πρέπει να παραδεχθώμεν, φίλτατέ μου, περί του δαιμονίου του Σωκράτους; Πρόκειται περί ψεύδους ή τι πρέπει να υποθέσωμεν; Διότι εκ των περί Πυθαγόρου λεγομένων περί μαντικών δυνάμεων, ουδέν μου εφάνη τόσο μέγα και θείον, (όσον τα περί Σωκράτην). Διότι απαράλλακτα όπως ο Όμηρος έχει ποιήσει την Αθηνάν, παρισταμένην παρά τον Οδυσσέα κατά τας παντοειδείς δυσκόλους περιστάσεις του βίου του, κατά τον αυτόν τρόπον φαίνεται ότι το δαιμόνιον επισυνήψεν εις τον Σωκράτην, εξ αρχής του βίου του, ως προηγεμόνα της οδού του βίου του, κάποιαν οπτασίαν, «η οποία  μόνη προπορευομένη ρίπτει φως» επί των αδήλων πραγμάτων και καθ’ ας περιστάσεις η ανθρώπινη φρόνησις δεν είναι επαρκής, ώστε δια του συλλογισμού να αποφανθή».
Με αυτό το απόσπασμα αρχίζουν σε αυτό το έργο του Πλουτάρχου οι συζητητές τον διάλογο προκειμένου να συμπεράνουν τι ήταν το δαιμόνιο του Σωκράτη. Ένας από τους συνομιλητές προσπαθεί να το τοποθετήσει στα μαντικά «σημεία» τα οποία δέχονταν οι αρχαίοι. Έτσι λέει ότι πρέπει να ήταν ή πταρμός ή «κληδών». Ο πταρμός ανάλογα με τον τρόπο και το χρόνο που γινόταν είχε κάποια σημασία για τους αρχαίους. Αυτό επέζησε μέχρι τις μέρες μας και στον απλό λαό κι έτσι όταν κάποιος πταρνίζεται του λένε ότι κάποιοι θα τον συζητούν. Ακόμα οι διάφορες «γητιές» που γίνονται για το «κακό μάτι» όταν συνοδεύονται από πταρμό θεωρείται ότι «πιάνουν». Στον Όμηρο (Οδύσσεια Ρ 545-550) διαβάζουμε:
Έτσι είπε κι ο Τηλέμαχος φταρνίστηκε με κρότο, που όλο το σπίτι αντήχησε.
Γέλασε η Πηνελόπη κι έτσι είπε ευτύς στον Εύμαιο με πεταχτά της λόγια «τρέχα, τον ξένο φώναξε και φερ’ τονε μπροστά μου.
Δεν είδες πώς φταρνίστηκε στα λόγια που είπα ο γιός μου;
Δοιλεί πώς χάρος άσφαλτος θα λάχει στους μνηστήρες!
Οι κληδόνες ήταν πάλι ήχοι,  λέξεις, φωνές ή φράσεις που θεωρούνταν σαν οιωνοί-προμηνύματα.* Όμως δεν γίνεται δεκτό ότι ο Σωκράτης θα καθοδηγούνταν από ένα τέτοιο κατώτερο είδος μαντείας. Γίνεται μια σκιαγράφηση του χαρακτήρα του από έναν από τους συζητητές: Είχε βεβαιότητα και άκαμπτη δύναμη που πήγαζαν από μια πολλή δυνατή κρίση, παρέμεινε πτωχός με τη θέλησή του σ’ όλη του τη ζωή, δεν απομακρύνθηκε από τη φιλοσοφία παρά τα όσα εμπόδια και όταν έφθασε η στιγμή του τέλους, ενώ μπορούσε να διαφύγει δεν το έκανε. Έτσι δεν μπορεί ένας τέτοιος άνθρωπος να αλλάζει τη γνώμη του από «κληδόνες και πταρμούς».
Έτσι οι συζητητές του Πλουτάρχου προσπαθούν να βρουν κάποια άλλη λύση. Με τέχνη ο Πλούταρχος βάζει έναν πυθαγόρειο, το Θεάνορα, μέσα στο διάλογο. Είχε πάει στη Θήβα -όπου γίνεται η συζήτηση για το δαιμόνιο του Σωκράτη- για να αποδώσει τις νεκρικές τελετές που άρμοζαν σε έναν άλλο πυθαγόρειο -το Λύσι- ο οποίος είχε πεθάνει εκεί. Ο συγγραφέας τον εμφανίζει να επικοινωνεί με το «δαιμόνιο» του Λύσιδος. Φαίνεται ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν αρκετές γνώσεις των αόρατων κόσμων. Αποκαλύπτει ο Πλούταρχος ότι μπορούσαν να επικοινωνήσουν με την «ψυχή» ενός συντρόφου τους που είχε πεθάνει μέσω των ονείρων. Ο Πυθαγόρειος λοιπόν κάνει μια ανάπτυξη και τονίζει τα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου, ο οποίος επικοινωνεί με τις λεπτές διαστάσεις. Είναι αυτός, ο οποίος αντιμετωπίζει όλα αυτά που τραβούν την ψυχή προς όλες τις κατευθύνσεις (εδώ κι εκεί), έχει αυτοέλεγχο, ο νους του είναι καθαρός και απαθής και έτσι έχει τη δυνατότητα να ακούει κάποιες άλλες «φωνές» εκτός από αυτές του θορύβου της καθημερινής ζωής. Ο Σωκράτης εμφανίζεται σαν ένας από αυτούς. Μάλιστα τονίζεται ότι «μόλις ανεμίγνυεν εαυτόν με το σώμα προς συμμετοχήν των αναγκαιούντων δια την διατήρησιν του εν τη ζωή, ήτο εξαίρετος δέκτης των θείων ενδείξεων …»
Ακόμη αναφέρεται ότι ο Σωκράτης, όταν κάποιοι ισχυρίζονταν κάτι σχετικά με οράματα, δεν έδινε μεγάλη σημασία. Όταν όμως κάποιος έλεγε ότι άκουσε κάποια «φωνή», τότε τον άκουε προσεκτικά και προσπαθούσε να μάθει όσο το δυνατόν περισσότερα. Φαίνεται ότι διέκρινε την ομοιότητα με τη δική του περίπτωση. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη συζήτηση αναλαμβάνει ο Σιμμίας ο οποίος είχε ζήσει αρκετά χρόνια δίπλα στον Σωκράτη και είχε ακούσει πολλές διδασκαλίες απ’ αυτόν.
Μπορούμε να χωρίσουμε το υπόλοιπο του διαλόγου σε δύο μέρη. Στο ένα θίγεται το θέμα της ύπαρξης των αόρατων οντοτήτων, οι οποίες επικοινωνούν με τον άνθρωπο με μια λάμψη του νου ή με σύμβολα. Αλλά αυτές οι άηχες «νοητικές φωνές» δεν βρίσκουν απήχηση σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μόνο σε όσους έχουν «το ήθος αθόρυβον και ήσυχον την ψυχήν». Αυτούς τους ανθρώπους αποκαλούμε άγιους ή θείους.
Στο δεύτερο μέρος αναφέρεται ο μύθος του Τιμάρχου του Χαιρωνέως, ο οποίος πέρασε μέσω του μαντείου Τροφωνίου «στον άλλο κόσμο» και επέστρεψε. Διηγήθηκε δε όλα όσα είδε. Αυτός ο μύθος παρόμοιος με αυτούς που έχει τοποθετήσει ο Πλάτωνας στο Γοργία, στο Φαίδωνα και στο μύθο του Ηρός, που εκθέτει στο τελευταίο κεφάλαιο της Πολιτείας, περιέχει πολλές γνώσεις σχετικά με τους αόρατους κόσμους. Αλλά περιέχει και σημαντικές διδασκαλίες και γνώσεις για τα αόρατα σώματα του ανθρώπου. Έτσι μεταξύ άλλων ο Τίμαρχος εμφανίζεται να λέει ότι το ανώτερο μέρος του ανθρώπου βρίσκεται έξω και πάνω από τον άνθρωπο. Λίγοι κατορθώνουν να επικοινωνούν με αυτό. Όσοι επικοινωνούν σωστά το αποκαλούν δαίμονα. Είναι δε αυτό το μέρος που καθορίζει την τύχη των ψυχών των ανθρώπων. Έτσι ακολουθώντας το παράδειγμα του Πλάτωνα ο Πλούταρχος τοποθετεί στο κατάλληλο σημείο ένα μύθο για να δώσει λύση στο θέμα (2).
Θα προσπαθήσουμε τώρα να προσεγγίσουμε το θέμα του δαιμονίου του Σωκράτη με βάση τον εσωτερισμό.

Σύμφωνα με τις διδασκαλίες του παγκόσμιου εσωτερισμού ο κόσμος μας αποτελείται από τα λεγόμενα τέσσερα στοιχεία: γη, νερό, αέρα και φωτιά (3). Κάθε ένα από αυτά αποτελεί μια σφαίρα και έτσι μπορούμε να πούμε ότι ο κόσμος μας αποτελείται από τέσσερις σφαίρες γης - νερού - αέρα - φωτιάς που διασταυρώνονται. Ανάπτυξη αυτής της γνώσης συναντάμε στον Τίμαιο του Πλάτωνα. Το σημαντικό για το θέμα μας είναι ότι σε αυτήν τη θεώρηση του κόσμου για κάθε σφαίρα ή επίπεδο της φύσης υπάρχουν και οι αντίστοιχοι κάτοικοι. Πρόκειται για τα λεγόμενα πνεύματα της φύσης ή στοιχειακά (4). Δεν αποκλείεται λοιπόν ένα τέτοιο ον να ήταν το δαιμόνιο του Σωκράτη. Η επαφή ανάμεσα στα επίπεδα και τους κατοίκους τους σε γενικές γραμμές είναι αδύνατη, αλλά δεν αποκλείεται εντελώς. Φαίνεται ότι ο Σωκράτης, πιθανόν λόγω κάποιας σπάνιας ευαισθησίας, μπορούσε να έχει επαφή με κάποιο τέτοιο ον των αόρατων κόσμων και μπορούσε να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα που του έστελνε. Ο κόσμος μας λοιπόν δεν κατοικείται μόνο από τα γνωστά βασίλεια της φύσης που μας μαθαίνει η κατεστημένη παιδεία και επικοινωνούμε με τις αισθήσεις. Υπάρχουν και άλλα αόρατα όντα -ανώτερα και κατώτερα- τα οποία αναφέρονται σε όλες τις χώρες του κόσμου με διάφορα ονόματα: νάνοι, νεράιδες, νύμφες, δέβα, κάμι, ξωτικά κ.α. (5)  Πίσω από αυτά τα γενικά ονόματα κρύβονται αλήθειες για όσους ενδιαφέρονται να ψάξουν.

Ας έλθουμε τώρα στον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος ως ον αποτελείται από τα τέσσερα στοιχεία, τα οποία συνθέτουν μια τετραπλή προσωπικότητα. Και πιο πάνω από αυτήν υπάρχει το Εγώ το οποίο είναι τριπλό και ενιαίο ταυτόχρονα (6). Το Άτμα των Ινδών, το Ατμού των Αιγυπτίων, το Άτομο των Αρχαίων Ελλήνων. Αυτή είναι μια δυική προσέγγιση. Εγώ και προσωπικότητα, ανώτερος και κατώτερος άνθρωπος. Γενικά ο άνθρωπος λειτουργεί με τη συνείδηση της τετράδας, που την εκπροσωπεί ο νους και εκφράζεται με το φυσικό εγκέφαλο. Όμως υπάρχει και η «φωνή» του Εγώ την οποία πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να ακούσουν. Πρόκειται γι’ αυτούς που μέσω της απάρνησης των εγκοσμίων και της ανάπτυξης της ανιδιοτελούς συνείδησης μπόρεσαν να ανυψωθούν πιο πάνω από τον κοινό άνθρωπο. Παράλληλα βάδισαν ένα δρόμο άσκησης του εαυτού τους και προσφοράς στο σύνολο. Σ’ αυτούς τους ανθρώπους αρχίζουν σιγά σιγά να αναπτύσσονται ανώτερες αισθήσεις, οι οποίες συλλαμβάνουν μηνύματα από λεπτότερες σφαίρες και την ίδια τη φωνή του Εγώ της ανώτερης πνευματικής συνείδησης. Ο νους τους λειτουργεί σαν δέκτης και αισθάνονται σαν να «ακούν φωνές» που τους μεταδίδουν κάτι. Μια τέτοια περίπτωση φαίνεται ότι πιθανόν να ήταν ο Σωκράτης. Αυτά που διαβάσαμε στην αρχή του άρθρου συνηγορούν σ’ αυτό. Ας προσθέσουμε εδώ και την  περίπτωση των μαντείων όπου οι Πυθίες έπρεπε να είναι αγνές και να μπορούν να ανυψώσουν τη συνείδησή τους σε ψηλότερες σφαίρες.
Το «δαιμόνιό» του δηλαδή δεν αποκλείεται να ήταν τίποτε άλλο από το ίδιο το ανώτερο Εγώ του με το οποίο κατόρθωνε να έρθει σε μια μορφή επαφής.
Τέλος να σημειώσουμε ότι σήμερα στην ιατρική γίνεται δεκτό ότι κάποιοι άνθρωποι αισθάνονται σαν να «ακούν φωνές» και πρόκειται για παθολογικές καταστάσεις. Αυτοί οι άνθρωποι, για κάποιους λόγους και μια ιδιαίτερη ανεξέλεγκτη ευαισθησία -χρήση ναρκωτικών, μέθη, ψυχικές αρρώστιες- έχουν επαφή με τους αόρατους κόσμους συνήθως με τους κατώτερους, γιατί γενικά οι κόσμοι χωρίζονται σε κατώτερα και ανώτερα επίπεδα. Αυτού του είδους η επαφή είναι ανεξέλεγκτη και συνήθως προκαλεί προβλήματα σε όσους εμφανίζεται. Αυτό είναι ένα φαινόμενο, το οποίο σήμερα το αντιμετωπίζει η ψυχιατρική. Στο μεσαίωνα όποιους παρουσίαζαν κάτι τέτοιο τους έκαιγαν. Στην περίπτωση του Σωκράτη συνέβαινε μεν κάτι ανάλογο, αλλά δεν του δημιουργούσε πρόβλημα. Σίγουρα δεν θα ήταν μια παθολογική κατάσταση. Εδώ ας θυμηθούμε και τους διάφορους προφήτες της Βίβλου και τους «αγίους» διαφόρων θρησκειών, οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο άκουσαν τη φωνή του Θεού τους και δεν καταδικάστηκαν, αλλά αγιοποιήθηκαν.
Με αυτά τα λίγα πράγματα θίξαμε απλώς  το θέμα του δαιμονίου του Σωκράτη. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται θα ψάξει και θα βρει πολλά και ενδιαφέροντα σχετικά με αυτό. Αλλά την καλύτερη εξήγηση την έδωσε ο ίδιος ο Σωκράτης. Γιατί με τη ζωή και το παράδειγμά του δεν μας αφήνει να έχουμε προκαταλήψεις ως προς το «παραψυχολογικό φαινόμενο» που τον συνόδευε σ’ όλη του τη ζωή. Σίγουρα ήταν ένα ανώτερο πνεύμα ή η ίδια η φωνή του ανώτερου Εγώ του. Και ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος φιλόσοφος και ένας μάρτυρας της ελεύθερης σκέψης με παγκόσμια αναγνώριση.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
* «κληδών» σημαίνει λέξεις η φράσεις τυχαίες που ακούγονται κατά τη διάρκεια μαντικών τελετών και στις οποίες δίνεται έπειτα προφητική σημασία» Βλέπε Άλκη Κυριακίδου Νέστορος «Οι 12 μήνες τα Λαογραφικά», σελ. 81., εκδ. Μάλλιαρη παιδεία.
Επίσης Βλ. Μέγα λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. Henry G. liddell- Robert Skott ,σελ. 728, εκδ.  Ιωάννης  Σιδέρης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Βλέπε άρθρο στο περιοδικό Νέα Ακρόπολη Τεύχος 61, «Οι διωγμοί κατά των φιλοσόφων».
(2) Δύο παρόμοιους εσχατολογικούς μύθους συναντάμε και σε άλλα δύο έργα του Πλουτάρχου. Στο «Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης» και «Στον Παραμυθητικό προς Απολλώνιο».
(3) Βλ. άρθρο στο περιοδικό ΝΑ. «Τα 4 στοιχεία», τεύχος 31
(4) Βλ. βιβλίο Τα Πνεύματα της Φύσης, εκδ. ΝΑ
(5) Περιοδικό Ν. Ακρόπολη, τεύχος 8ο.
(6) Το 4 με το 3 μας δίνουν το 7 και έτσι έχουμε την επταπλή δομή του ανθρώπου. Βλ. Θεμελιώσεις του εσωτερισμού τ. 1 εκδ. Νέα Ακρόπολη
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πλουτάρχου «Περί Σωκράτους Δαιμονίου»
Πλάτωνος «Απολογία Σωκράτους»
Πλάτωνος «Κρατύλος»
Πλάτωνος «Θεαίτητος»
Πλάτωνος «Φαίδρος»
Πλάτωνος «Ευθύδημος»
Πλάτωνος «Πολιτεία»
Ξενοφώντος «Απολογία Σωκράτους»
Ξενοφώντος «Απομνημονεύματα»
Πλουτάρχου «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»
Για τη σημασία της λέξης δαίμων βλ. στη δίγλωσση έκδοση του Ινστιτούτου Θερβάντες Τόμος ΙΙ-ΙΙΙ (1987-1988) σελ. 194 σημ. 2
Περιοδικό «Νέα Ακρόπολη», Τεύχη 8, 31,61.



Το ταξίδι των ελληνικών λέξεων


  ιστορικές & ετυμολογικές αναφορές

της 
'Aννας Tζιροπούλου 
- Eυσταθίου*



'Ολοι γνωρίζουμε ότι η ελληνική γλώσσα είναι η παλαιότερη από όλες τις σημερινές ευρωπαϊκές γλώσσες. Παρ' όλα αυτά δεν είναι δυνατόν να καθορίσουμε την ακριβή της ηλικία, είναι πάντως πολύ αρχαιότερη απ' ότι μας εδίδαξαν στο σχολείο. Αυτό μπορεί να επιβεβαιωθεί από τους πίνακες που για χιλιάδες χρόνια ήταν θαμμένοι στην ελληνική γη και αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα (ο τελευταίος πίνακας βρέθηκε στο Δισπηλιό της Καστοριάς και χρονολογήθηκε τουλάχιστον στο 5000 π.Χ). Αυτό το στοιχείο μάς έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα για την απαρχή της ελληνικής γλώσσας. 'Οπως έλεγαν και οι αρχαίοι 'Ελληνες «άγει εις φως την αλήθεια ο χρόνος», είναι βέβαιον ότι οι πολλές και διάφορες παραποιήσεις ή λανθασμένες θεωρίες συντελούν στην αλλοίωση της ελληνικής γλώσσας και ήδη αυτό έχει αρχίσει να επαληθεύεται.
Δεν είναι μόνο γνωστό αλλά και προφανές ότι όλες οι τέχνες και οι επιστήμες γεννήθηκαν, αναπτύχθηκαν και ακόμα διευθύνονται απ' το αγνό ελληνικό λεξιλόγιο. Η ελληνική γλώσσα τροφοδοτεί όλες εκείνες τις υψηλής πνευματικότητας λέξεις που μπορούν να εκφράσουν όλες τις αφηρημένες έννοιες. Χωρίς καμμία εξαίρεση σε όλες τις ευρωπαϊκές (και όχι μόνο) γλώσσες η συντριπτική πλειοψηφία της καθημερινής ομιλίας εμπεριέχει ελληνικής προελεύσεως λέξεις. Αναφέρομαι σε χιλιάδες λέξεων που στο πρώτο άκουσμα δεν μπορούν να αναγνωριστούν ως ελληνικές λόγω της αλλοίωσης που έχουν υποστεί στο χρόνο ή λόγω του ότι προέρχονται από αρχαιοελληνικές λέξεις ή ονόματα που οι σύγχρονοι 'Ελληνες αδυνατούν να αναγνωρίσουν.
Η "λεξιλογική ανάλυση", που είναι η ετυμολογική και ιστορική ανάλυση μιας λέξεως, φανερώνει τον αρχαίο αλλά οικείο ελληνικό λόγο. Πολλές φορές, αυτές οι ελληνικές "Πρωτολέξεις", αυθεντικές δηλαδή λέξεις, επιστρέφουν στην ομιλούμενη ελληνική γλώσσα ως ξένες. Είναι τα λεγόμενα αναδάνεια. Υπάρχει μία μεγάλη κατηγορία λέξεων, που διά της δικής τους ιστορίας, αποκάλυψαν την άγνωστη προϊστορία. Αυτή είναι η ιστορία που δεν έχει επίσημα καταγραφεί ως τώρα και που συνήθως είναι συγκεχυμένη με την μυθολογία. Η τελευταία δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συμβολική και συνεπώς η πιό αγνή ιστορική αλήθεια. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι όχι μόνο οι ελληνικές λέξεις αλλά και η ελληνική μυθολογία - ιστορία έχουν εμπλουτίσει τις δυτικές γλώσσες με όρους και νοήματα, των οποίων, τις περισσότερες φορές αγνοούμε την ελληνική τους προέλευση. Ονόματα όπως Ιβηρία, Ιταλία, Αίγυπτος, Αιθιοπία, Ισπανία, Κέλτες, Λισαβώνα, Ρώμη, Ιρλανδία έχουν ελληνική προέλευση. Λέξεις όπως "zante-ζάντες" που προέρχεται από την λέξη "άντυγες", τις ρόδες των αρχαιοελληνικών αρμάτων. Από το ρήμα "κορέω = καθαρίζω" προέρχονται οι λέξεις "cure", "sheriff", ο αρχαίος "τόρνος = κύκλος, περοφέρεια" έδωσε το όνομά του στον "τουρισμό", "tournament", "tourney". Σε λέξεις όπως "palace", "gondola", "dollar" η διήθηση των μελωδικών ελληνικών ήχων προκαλεί κατάπληξη και συνάρπαση. Πως η ελληνική λέξη "ναύκληρος", που στα Λατινικά προφερόταν "nauclerus" κατέληξε "nocher" στα Γαλλικά; Πως ο χαρακτηρισμός "βάρβαρος" κατέληξε "brave" στα αγγλικά και "bravo" στα Ιταλικά; Πως η λέξη "ελεημοσύνη", κατέληξε "alms" στα αγγλικά; Πως η λέξη "βαλάνειον", κατέληξε στα Γερμανικά "bad" και ονόμασε την, διάσημη για τα ιαματικά της λουτρά, πόλη baden baden;
Η ανθρωπογεωγραφία μάς βοηθά να εξηγούμε πώς οι διαφορετικές εκφράσεις ήχων εξαρτώνται από την στοματική κοιλότητα, τις φωνητικές δομές και την αναπνοή, που είναι εξαρτημένες απ' το κλίμα. Ψάχνοντας βαθύτερα, θα βρούμε ότι οι πρόγονοί μας, απο πολύ παλαιά έδιναν πλήρεις εξηγήσεις γιά το φαινόμενο αυτό. Ο Πλούταρχος, ο Διογένης, ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, ο Πλάτωνας είχαν όλοι τους γράψει περί αυτού. Εδώ, θα αναφέρω μόνο μία ενδεικτική αξιοπρόσεκτη αναφορά από τον "Κρατύλο". Σωκράτης: «Τα μικρά ονόματα έχουν μεταβληθεί. Χάριν ευφωνίας προστίθωνται ή αφαιρούνται μερικά γράμματα ... αξιώνουν τη μετατροπή γιά να τα κάνουν ομορφότερα ... αλλάζουν στον χρόνο ...».
Δεν πρέπει να αγνοούμε το γεγονός ότι παλαιότερα, η ελληνική γλώσσα εκφράζονταν προφορικά. Οι 'Ελληνες, ως ναυτικός λαός «πολλαχή κατά θάλλατταν πλανώμενοι, γλώτταν την ελληνικήν επέβαλον». Είναι γνωστό ότι, με τον καιρό, οι ακουστικοί ήχοι έτειναν να γίνουν σύντομοι και οξείς. Η ίδια μετατροπή έλαβε χώρα και στα ελληνικά τοπωνύμια: Taormina αντί Ταυρομένιον, Yalta αντί Αιγιαλός, Agd αντί Αγάθη, Durazzo αντί τού Δυρράχιον, Ambourias αντί Εμπόρειον. H Νεάπολη έγινε Napoli στην Ιταλία, Napoul στην Γαλλία και Nabel στην Τυννησία. Γι' αυτό οι ιστορικοί, πολύ συχνά, αναγνωρίζουν τους ανθρώπους που ζούσαν σ' ένα μέρος μελετώντας γλωσσολογικά τα ονόματα των περιοχών. Το ταξίδι στις ελληνικές λέξεις έγινε συναρπαστικό όπως η γλώσσα περνά από τη μιά χώρα στην άλλη, από τη μία γενιά στην άλλη, η προφορά αλλάζει και μερικές φορές το ίδιο κάνει και το νόημα των λέξεων. Γιά παράδειγμα "πυρρός μανδύας" έγινε στα Λατινικά "birrum mantellum" και στα Ιταλικά κατέληξε να εκφράζει τον αστυνομικό, "sbirro", λόγω της κόκκινης στολής. Οταν το καπέλο προσαρτήθηκε στον "μανδύα", στα Γαλλικά έγινε "beret". Η αναπαραγωγή των ισχυρών ελληνικών "πρωτολέξεων" απ' τον Ευρωπαϊκό λόγο, έλαβε χώρα σταδιακά διαμέσω ποικίλων φάσεων και σταθμών στην Λατινική γλώσσα και σε άλλες γλώσσες εξίσου. Η κορύφωση όλων των εποχών ήταν η εποχή του Αυγούστου όταν χιλιάδες ελληνικών λέξεων διείσδυσαν στο Λατινικό λεξιλόγιο. Πολύ υλικό απ' το ελληνικό λεξιλόγιο εξόρμησε γιά μιά ακόμα φορά στην δύση όταν το Ευαγγέλιο και άλλα θρησκευτικά κείμενα μεταφράστηκαν στα Λατινικά, Γερμανικά, Αγγλικά, κατ' ευθείαν από το ελληνικό πρωτότυπο. Είναι αυτό που αποκαλείται εκκλησιαστικό λεξιλόγιο απ' το οποίο πολύς, απ' τον επίσημο και καθημερινό, λόγο διείσδυσε στις δυτικές γλώσσες.
Η απαρχή όλων αυτών των εισροών χάνεται στα βάθη της ιστορίας, όταν οι 'Ελληνες, σαν εφευρέτες και πρωτοπόροι, πλημμύρησαν με την διαλεκτική τους ποικιλία, τις πτωχές γειτονικές γλώσσες της εσπερίας, του υπερβορέα, της ανατολής και του νότου. Αυτό το συμπέρασμα, πηγάζει από τα τελευταία αποδεικτικά στοιχεία που πολλαπλασιάζονται χρόνο με το χρόνο. Με την χρήση υπολογιστών, οι τελευταίες ανακαλύψεις της αρχαιολογίας, γλωσσολογίας και της χειρογραφολογίας, πείθει την σύγχρονη επιστήμη γιά το τί ήταν γνωστό, όχι μόνο στους 'Ελληνες συγγραφείς αλλά και στους Λατίνους. Συγγραφείς σαν τον Κικέρωνα, τον Τάκιτο, τον Κοϊντιλιανό και τον Τυραννίωνα, στα έγγραφά τους αναφέρουν σαφώς περί της Ρωμαϊκής Διαλέκτου «ότι εστίν εκ της Ελληνικής» ή «Aeolica ratione est sermo noster simillibus» (η γλώσσα μας είναι πολύ κοντινή με την Αιολική διάλεκτο). Παλαιότεροι και σύγχρονοι επιστήμονες, συγγραφείς και ερευνητές γνωρίζουν ότι η μητέρα γλώσσα όλων των δυτικών γλωσσών (και όχο μόνο) είναι η ελληνική. Αλλά αυτό είναι μιά άλλη ιστορία ...!
Ο Ινδός καθηγητής γλωσσολογίας, πρόεδρος του "Ελληνικού Κύκλου" και διευθυντής του Ινδικού Υπουργείου Παιδείας κ. Sacramborty (ομιλεί 22 γλώσσες), ανεκοίνωσε χωρίς επιφύλαξη ότι η ελληνική γλώσσα δεν προέρχεται από τα Σανσκριτικά, αλλά το εντελώς αντίθετον. Το επίσημο περιοδικό του Ελληνοϊνδικού Ομίλου, ονομάζεται "Πελασγία" και η εφημερίδα τους "Samelan" που σημαίνει "Σελήνη" από τη "Σεμέλη", την μητέρα του Διονύσου. Ο Διόνυσος ήταν ο πρώτος που τα αρχαία χρόνια κατοίκησε την Ινδία. Από την "Ελληνική Ακαδημία της Βασκονίας", τα συμπεράσματα των επιστημονικών τους ερευνών, έρχονται το ένα μετά το άλλο. Πρόεδρος της επιστημονικής κοινότητας είναι ο Βάσκος ελληνιστής και καθηγητής των ανατολικών γλωσσών, Frederico Sagredo (Βραβείο Ομήρου το 1989 από το ίδρυμα Ωνάση). 'Εχουν συμπεράνει ότι η καλούμενη Βασκική γλώσσα έχει ελληνική προέλευση. Συμπεριλαμβάνει, όχι μόνο ρίζες, αλλά και ολόκληρες Πρωτοελληνικές, Πελασγικές λέξεις. Μετά από προσωπικές, επίμονες, εργαστηριακές και χρονοβόρες μελέτες στη σύγκριση των ελληνικών με τις 5 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές γλώσσες, μία ελληνικά ομιλούσα Ευρώπη μου αποκαλύφθηκε, «Ελλάδος φθόγγον χέουσα», Αισχύλος.
Από τα απλά κύτταρα των ελληνικών πρωτοτύπων μέχρι τους πολυκυτταρικούς οργανισμούς των συγχρόνων λεξιλογίων, σχεδόν όλοι οι σύνδεσμοι, οι προθέσεις και οι καταλήξεις είναι ελληνικές. Οι σύνθετες και οι παράγωγες λέξεις είναι οι στρόφυγγες που πλημμυρίζουν τις δεξαμενές όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών. Τελικά, έχουμε βγάλει το συμπέρασμα ότι πίσω από κάθε ελληνική λέξη βρίσκεται μιά άλλη παλαιότερη! Γιά τον επιστημονικό ερευνητή, η πίστη ότι η ελληνική γλώσσα είναι πάντα παρούσα «ουκ ην καιρός ότε ουκ ήν», δυναμώνει μέρα με τη μέρα.
Ο δανεισμός απ' τον αστείρευτο θησαυρό της ελληνικής γλώσσας δεν έχει ποτέ σταματήσει και ούτε πρόκειται διότι νέες ιδέες, νοήματα, αντικείμενα και καταστάσεις γεννιούνται συνεχώς. Παραθέτω σαν παράδειγμα δύο νέες λέξεις: Ευβίωση = Καλή ζωή, Τανατόνωση= ο ασθενής που γιά σύντομο χρονικό διάστημα πεθαίνει και επανέρχεται στην ζωή. Η ελληνική γλώσσα, λόγω της ελαστικότητάς της και της μαθηματικής της φύσεως, έχει το μοναδικό χαρακτηριστικό γνώρισμα να περιγράφει αναλυτικά ή συνθετικά όλα τα επουσιώδη νοήματα, λεπτομέρειες και συμπλέγματα. Τα φρούτα της πλαστικότητας της ελληνικής γλώσσας είναι το λεξιλόγιο και τα κύρια ονόματα. Από τα πιό γνωστά και σπουδαία ονόματα στα πιό διακεκριμένα και σπάνια, όπως αναφέρονται στα αρχαία κείμενα.
Για να πειστεί κάποιος μπορεί να ρίξει μιά ματιά σε δύο valumes της "Ιστορικής Βιβλιοθήκης" του Απολλοδώρου, στην απόκρυφη Ελληνική Γενεαλογία. Δεν είμαι πρόθυμη να εκφράσω ευχολογίες αλλά είναι απολύτως αναγκαίον να απαριθμήσω, όσο το δυνατόν πιό γρήγορα, αυτόν τον άγνωστο και παραμελημένο θησαυρό της ελληνικής Ονοματολογίας. Αυτό πρέπει να γίνει, όχι μόνο γιά να θαυμάσουμε τη μοναδική ποικιλία αλλά και τη σοφία των αρχαίων ελληνικών ονομάτων. Παρατηρώντας την αναγνώριση ενός προσώπου με το όνομά του, την προβολή της προσωπικότητάς του εξ ονόματος, καταλαβαίνουμε τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες που ισχυρίζονται ότι ο ήχος τού ονόματος ενός ατόμου «το εφ' ώ τις καλείται», επηρεάζει την προσωπικότητα κάποιου, ανακινώντας κυτταρικές μνήμες. Μιά περίπτωση που αποδεικνύει την ιστορική αξία των ελληνικών ονομάτων είναι η εξής: Είναι γνωστό ότι οι Kalash κάτοικοι του Αφγανιστάν ισχυρίζονται ότι κατάγονται από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ελληνικές τους ρίζες μπορούν να βρεθούν στο λεξιλόγιό τους, στα έπιπλά τους, στην ζωγραφική τους, στη μουσική τους ή και στο ρουχισμό τους. Παρ' όλα αυτά, έχουμε παραμελήσει το πιό σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο, το όνομά τους (Κάλας) που ως τώρα θεωρούνταν Ινδικό. Αυτό συνέβει διότι δεν έχουμε διαιωνίσει ως τις μέρες μας το αρχαίο Μακεδονικό όνομα. Μπορεί να βρεθεί μόνο στο βιβλίο Ε/44,5/Πολυαίνου Στρατηγήματα: «... Οταν ο Μέμνων επετέθει στους Κυζικηνούς, φόραγε στο κεφάλι του την Μακεδονική περικεφαλαία. Βλέποντάς τον από τα τείχη της πόλεως, οι Κυζικηνοί τον πέρασαν γιά Κάλας, φίλο τους και σύμμαχο ...». Τό Κάλας είναι ελληνικό όνομα και όχι Ινδικό όπως νομίζαμε. Τα ελληνικά ονόματα συνθέτουν την εικόνα, την ψυχή, την ταυτότητα και την ιστορία του έθνους μας. 
 
 *η 'Αννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου είναι φιλόλογος και τακτικό μέλος της Ελληνικής Ακαδημίας του Μπιλμπάο


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ: ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ






της 
Ελένης-Παρασκευής Μιχαηλίδου




Ο σύγχρονος κόσμος αποτέλεσε για το Σαχτούρη μια ετερότητα, με την οποία ουδέποτε συμβιβάστηκε. Η ετερότητα αυτή, που προέκυψε μέσα από ενδοσκόπηση και αυτοσυνειδησία του ποιητή, σηματοδότησε και επιβεβαίωσε τη δική του εντελώς ιδιαίτερη ταυτότητα.
Για τον ποιητή ο μεταπολεμικός τεχνολογικός πολιτισμός προξένησε στον άνθρωπο ψυχική και πνευματική αλλοτρίωση, προκαλώντας κρίση και παρακμή των ουσιαστικών αξιών και νοημάτων της ανθρώπινης ζωής. Ο Σαχτούρης δεν μπόρεσε ποτέ να ανεχθεί τις κατεστημένες λογικές συμβάσεις, τα ευδαιμονικά μοντέλα προόδου και τις υποκριτικές ηθικές επιταγές που συνόδευσαν το μοντέρνο πολιτισμό. Αντιμετώπισε τον πολιτισμό της εποχής του ως ένα εφιαλτικό, σκοτεινό, απειλητικό και καταπιεστικό για τις πνευματικές αξίες της ανθρώπινης ζωής περιβάλλον, που του προκαλούσε οδύνη, δέος, ανησυχία, άγχος και αγωνία. Η συγκεκριμένη στάση του Σαχτούρη αναδείχθηκε, καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του, με τη γνωστή απαράμιλλη συνέπεια που διέκρινε τον ποιητικό του λόγο και την ίδια του την ζωή, αφού, στην περίπτωσή του, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ούτε μια στιγμή τον άνθρωπο από τον ποιητή.
Η στάση του Σαχτούρη απέναντι στον κόσμο της εποχής του δίνεται μέσα από την ποίησή του και τα σταθερά χαρακτηριστικά της, δηλαδή τις αυτοδύναμες σημασιολογικές εικόνες και τους συμβολισμούς, τις σχέσεις αναστροφής και μεταμόρφωσης, τη λιτότητα και την επιγραμματικότητα του λόγου. Στην προσπάθειά του αυτή συνδυάζει όλες τις επιρροές του. Έτσι, ακολουθεί τις οικείες υπερρεαλιστικές φόρμες για να δώσει διέξοδο σε υπαρξιακούς προβληματισμούς, καθοδηγούμενος κυρίαρχα από το συναισθηματισμό του εξπρεσιονιστικού ρεύματος*1.
Στον αντικειμενικό εξωτερικό αυτό κόσμο, ο ποιητής προβάλλει το δικό του εσωτερικό κόσμο, που καταργεί τα σύνορα της τάξης και της λογικής του πραγματικού, δημιουργώντας έτσι μια νέα υπερ-πραγματικότητα. Είναι ένας παραμορφωτικός κόσμος του παραλόγου, που στέκεται απέναντι σε ένα παραμορφωμένο παράλογο κόσμο.
Ο Σαχτούρης, αν και βρίσκεται στον αντίποδα του πραγματικού σύγχρονου κόσμου του, δεν επιδιώκει την ανατροπή του, ούτε χρησιμοποιεί μια ενεργή επιθετικότητα*2. Ο αμυντικός του λόγος δεν ενδίδει στην ευκολία των κραυγαλέων καταγγελιών. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να βγάλει το σπαραγμό μπροστά στην κρίση του μοντέρνου πολιτισμού. Στην ποίηση του Σαχτούρη οι δύο κόσμοι δε διαλέγονται, αλλά ούτε συγκρούονται. Μένουν χωριστοί και ακέραιοι ως δύο διαφορετικά συστήματα ζωής, συγκροτώντας ένα ενιαίο ποιητικό κοσμικό σύνολο για τον ποιητή.
Η σχέση της ετερότητας μέσα από τα ποιήματα: Ο ποιητής απορεί και βασανίζεται για την ασφυκτική κατάσταση που έχει δημιουργήσει η τεχνολογία του σύγχρονου πολιτισμού: «/πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά/ δίχως μια χαραμάδα φως/ δίχως μια αναπνοή οξυγόνου/» («Ο Σωτήρας», «Η Λησμονημένη»).
Χρησιμοποιεί τα σύμβολά του για να φωνάξει για τη μανία της βιομηχανικής ανάπτυξης: «/εργοστάσιο εργοστάσιο/ φρίκης και φωτιάς» («Το Εργοστάσιο», «Παραλογαίς»), «/έχουν κάτι τεράστια κεφάλια/ γεμάτα πετρέλαιο/ και τα χέρια τους λιγδωμένα/ με λίπος/»» («Σάββατο», «Με το Πρόσωπο στον Τοίχο»).
Εκφράζει εμφατικά τη δυσφορία και την απογοήτευσή του για το διαρκές κυνήγι των υλικών αγαθών, που χαρακτηρίζει την εποχή του: «Κι ύστερα χρήματα, χρήματα χρήματα πολλά/ Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου! / Τι θλιβερός χειμώνας» («Πορτοκαλιά», «Όταν σας Μιλώ»), « ..σάπια κεφάλια γεμάτα χαρτονομίσματα» («Κεφάλια», «Χρωμοτραύματα»). Διαπιστώνει με ανησυχία και απέχθεια τις τεχνολογικές παρεμβάσεις: «/…στην άσφαλτο τρυπούσαν το λουλούδι/» («Σημάδια», «Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη»), «/σκοτεινοί βρόχοι/ βράχοι από γυαλί/» («Τραγούδι», «Τα Στίγματα»), «/μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα/»
( «Η Φεγγαράδα», «Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη»), «/Έντομα σιδερένια τρύπαγαν τα πτώματα/ …./διάβολοι με πιρούνες παραμέριζαν τα πτώματα/», («Θα Ερχόταν Εποχή», «Χρωμοτραύματα»). Εκδηλώνει την πεποίθηση του πως η σύγχρονη τεχνολογία δεν αποτελεί μέσο για την πνευματική και ηθική ανύψωση του ανθρώπου: «/Δεν αγαπώ το αεροπλάνο/ πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό/» («Το Αεροπλάνο», «Τα Φάσματα ή η Χαρά στον Άλλο Δρόμο»).
Η απώλεια του αληθινού ουσιαστικού νοήματος της ζωής από τον τεχνολογικά και επιστημονικά καταρτισμένο άνθρωπο της εποχής δίνεται παραστατικά στους στίχους: «Διαρρήχτες του ήλιου/ δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι/…/ δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός/ Στα σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι … παραμονεύουν/ με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια /… παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως» («Αστεροσκοπείο», «Παραλογαίς»).
Κάποιες φορές οι αναφορές του ποιητή είναι χαρακτηριστικά έκδηλες, όπως στους υψηλής εικαστικής σύλληψης και παράστασης στίχους του ποιήματος «Ο Άγγλος Ζωγράφος Dante Gabrielle Rosseti γράφει με το Χέρι μου ένα Ποίημα», «Χρωμοτραύματα»): «/αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο /που ρίχνουν κάθε μέρα με κρότο /πάνω του πρόκες /κι επιμένουνε /να τ’ ονομάζουν/ ΓΗ», ή κάποιες άλλες όπως π.χ. «…έχεις ακόμα καιρό/ για να ταλαιπωρηθείς πάνω/ σ’ αυτή την απαίσια γη» («Η Συνάντηση», «Ανάποδα Γυρίσαν τα Ρολόγια»), « /ό,τι το καλό /σ’ αυτό τον άγριο κόσμο κινδυνεύει/» («Ο Συλλέκτης», «Το Σκεύος»)
Επίσης, καθαρές είναι και κάποιες χρονικές αναφορές του ποιητή στη μοντέρνα εποχή και την ατμόσφαιρα της: «… στους στυγερούς καιρούς/ που και οι κούκλες των μικρών παιδιών/ μαυρίζουν από τρόμο» («Σπουργίτια», «Το Σκεύος»), «..κι εγώ/ με την καρδιά βαριά…/ …σε δύσκολους καιρούς/ μηδενισμένος /» («Πεντάγραμμο», «Ο Περίπατος»), ενώ ορισμένες άλλες αναφορές, ενδεικτικές των αλλαγών που έχουν επέλθει με τις εξελίξεις, εμφανίζονται πιο κωδικοποιημένες «… εμείς μαζεύουμε βελόνες, όπως παλιά μάζευαν λουλούδια» («Μια Μέρα», «Ο Περίπατος»).
Η πεποίθηση του ποιητή για την έκπτωση των αξιών στο μοντέρνο πολιτισμό είναι χαρακτηριστική και στο ποίημα «Ο Μότσαρτ («Το Σκεύος») στο οποίο ο Σαχτούρης μεταφέρει το μεγάλο μουσουργό, ως σύμβολο των αιώνιων πολιτισμικών αξιών, στη σύγχρονη εποχή, όπου, μέσα στις φωτιές, «στα καμένα σπίτια» «στην καυτή τέφρα και την καρβουνίλα», αντιλαμβάνεται με απορία ότι πουθενά δεν ακούγεται πια η αθάνατη μουσική του.
Στην ποίηση του Σαχτούρη αντιστρέφεται επίσης και η ιδανική σχέση πολιτισμού-φύσης και γίνεται μέρος της αντιπαράθεσης προς το σύγχρονο κόσμο.. Μέσα από μια υπερρεαλιστική εικονοπλασία, τα στοιχεία της φύσης μεταμορφώνονται και αποκτούν ιδιότητες αντιφατικές ή παράλογες. Έτσι εμφανίζονται: «το άσπρο περιστέρι με τα άγρια δόντια» («Το Περιστέρι», «Όταν σας Μιλώ»), «τα πονηρά πρόβατα» (Τρία Δάκρυα του Θεού», «Η Λησμονημένη») «η κόκκινη σελήνη, που βγάζει το μαχαίρι της και αρχίζει να σφάζει» («Ένας Κόσμος Νεκρός»,
«Εκτοπλάσματα»), «το ήμερο πουλί, που κατασπαράζει με τα δόντια του» («Ξένε», «Τα Φάσματα»). Πολλά ποιήματα όπως π.χ. «Το Εργοστάσιο» και «Τα Ψάρια της Φρίκης» («Παραλογαίς»), «Σημάδια» («Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη») και «Η Κακή εικόνα» («Ο Περίπατος»), «Τρία Δάκρυα του Θεού» («Η Λησμονημένη») και «Ο Καθρέφτης» («Τα Στίγματα») χαρακτηρίζονται από τον έντονο ρόλο της φύσης στην προαναφερόμενη συνάρτηση.
Ο Σαχτούρης δεν παραλείπει να αποδώσει την εικόνα του δόλιου σύγχρονου κόσμου, που επιχειρεί με κάθε μέσο να δαμάσει τα υποψήφια θύματα του, να νικήσει τις αντιστάσεις τους και να τα κάνει να ταυτιστούν μαζί του. Στο ποίημα «Ξένε» ο ποιητής δεν ξεγελιέται και καλεί τον επισκέπτη του- που προσπαθεί να τον δελεάσει με απατηλά μέσα- να αποκαλύψει τις πραγματικές του προθέσεις: « /Ξένε…/ πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;»/ πού έχεις κρύψει το μαχαίρι σου;»/… θέλεις τα χρήματα/ τα χρήματα που σμίξαν με το αίμα και χάθηκαν/..».
Στην «Ξυμφορά» («Έκτοτε») ο ποιητής προβαίνει σε έναν απολογισμό των μέσων που είδε να χρησιμοποιούνται εναντίον του: «Πόσα σίδερα/ και σιδεριές/ πόσες κατάρες και πόσες σφήνες/ πόσες αράχνες και καρφιά/ πόσες πλεκτάνες/ έως τώρα / μου έχουν στήσει/». Νωρίτερα στα «Ψάρια της Φρίκης» είχε γράψει: «κι άλλοι γύρω τους ρίχτουν/ δίχτυα κι αγκίστρια/ με λάδι και φώτα/ για να τα πιάσουν». Σε άλλα ποιήματα εκφράζεται η διάψευση των ελπίδων που απατηλά καλλιεργήθηκαν: «κι ήταν αυτές οι «ωραίες μέρες» που μας έταζαν»(«Θα Ερχόταν Εποχή»).
Στην αντιπαράθεση των δύο κόσμων της ποίησης του Σαχτούρη ο εσωτερικός κόσμος παρουσιάζεται ως ένας θετικά σημασιοδοτημένος κόσμος ονειρικός, φανταστικός, πνευματικός και επουράνιος: /Πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό/» («Το Αεροπλάνο») «Ας μη το κρύβουμε /Διψάμε για ουρανό/» («Το Ψωμί», «Τα Φάσματα»). Στον αρνητικά σημασιοδοτημένο επίγειο κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας το ανθρώπινο πνεύμα συναντά την πίκρα και την τραγωδία. Αντίθετα, στον επουράνιο κόσμο βρίσκει τη λύτρωση και τη δικαίωση, την πνευματική ανύψωση, δηλαδή όλα αυτά τα οποία στερείται στον γήινο κόσμο. Η αντιπαραβολή είναι σαφής: «/Τ’ Αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον/ κόσμο/ είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα-ένα /στον ουρανό/» («Τ’ Αδέρφια μου», «Τα Φάσματα»). Ό,τι κακό συμβαίνει γίνεται στο γήινο επίπεδο: «/Οι μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι κάτω/ τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν/» («Έμεινε», «Το Σκεύος»), «/.. ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο/ και μέσα φαίνονταν/ τα σφυριά και τα μαχαίρια/» («Το Μαρτύριο», «Τα Φάσματα»).
Το Σαχτούρη απασχολεί και η απομόνωση του ανθρώπου, που προκαλεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Σε μια πρώτη ματιά φαίνεται παράδοξο να βασανίζεται για την ανθρώπινη μοναξιά ένας κατεξοχήν μοναχικός άνθρωπος, όπως ο ίδιος. Εδώ όμως δεν πρόκειται για την προσωπική απομόνωση του ίδιου, στην οποία ανέκαθεν πίστευε ο ποιητής, ως αναγκαία συνειδητή αυτόβουλη επιλογή, αλλά για την πνευματική και συναισθηματική αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου κάτω από την επίδραση της εποχής. Πρόκειται για μια αποξένωση από τις αξίες και την ουσία της ζωής, στην οποία έχουν υποκύψει οι περισσότεροι.
Με αγωνία και ανησυχία ο ποιητής βλέπει τον αριθμό των ανθρώπων όπως ο ίδιος, δηλαδή ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τις πνευματικές αξίες να ελαττώνεται: « Όμως υπάρχουν ακόμα/ λίγοι άνθρωποι/ που δεν είναι κόλαση/ η ζωή τους/…./ του ήλιου οι απομείναντες/ οι ερωτευμένοι με ήλιο και με φεγγάρι/ ψάξε καλά/ βρες τους, Ποιητή, κατάγραψε τους προσεχτικά/ γιατί όσο παν και λιγοστεύουν/ λιγοστεύουν» («Οι Απομείναντες», «Χρωμοτραύματα»).
Σε ένα άλλο παλαιότερο ποίημά του ο ποιητής στέκεται, επίσης, στην επίδραση του μοντέρνου τεχνολογικού πολιτισμού στην ανθρώπινη συναισθηματική αποξένωση «…/…ξεριζώνω/…../τους στύλους τους ηλεχτρικούς/ αυτά τα πονεμένα δόντια/ μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής/ και λίγο παρακάτω «Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα/ χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους/ απορούν κι ούτε ξέρουνε να κλάψουν/ («Τρία Δάκρυα του Θεού», «Η Λησμονημένη»).
Αλλά, ακόμη και σε ποιήματα όπου σε μια πρώτη ματιά φαίνεται να γίνεται λόγος για τη προσωπική απομόνωση του Σαχτούρη, στην πραγματικότητα πρόκειται για την μοναξιά του ως ποιητή, δηλαδή ως πνευματικού ανθρώπου, που με θλίψη συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι που συμμερίζονται τις ανησυχίες του συνεχώς λιγοστεύουν: «/δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι /κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά» («Η Δύσκολη Κυριακή», «Η Λησμονημένη»). Η μοναχικότητα του ποιητή γίνεται ακόμη πιο φανερή στο ποίημα «Το Ποντίκι» («Το Σκεύος»), το οποίο μιλά για τις δυσκολίες που συναντά ο λόγος του πνευματικού ανθρώπου στην προσπάθειά του να βρει απήχηση μέσα στο αντιφατικό, χαώδες και ασυνάρτητο περιβάλλον των άλλων, δηλ. το περιβάλλον της σύγχρονης αλλοτρίωσης: «/και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα/ είδα τον ποιητή ολομόναχο/ και γύρω του να λάμπει το κενό/». Για την έλλειψη αναγνώρισης και κατανόησης της σημασίας της αποστολής του ποιητή στη μοντέρνα εποχή μιλάει στην «Παρουσία» («Εκτοπλάσματα») μέσα από τα λόγια του Ντύλαν Τόμας προς τον ποιητή: «/σάπισες εδώ πέρα/…/εδώ ζεις σ’ ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν».
Η αντίσταση του Σαχτούρη απέναντι στο σύγχρονο κόσμο και η αποστασιοποίηση του ως πνευματικού ανθρώπου απ’ αυτόν δηλώνεται σε πολλά ποιήματά του. Στα «Γράμματα» («Χρωμοτραύματα») ο ποιητής ξεκαθαρίζει πως θα γράφει πάντα ποιήματα, ακόμη και όταν θα φαίνεται ότι απαρνείται το ρόλο του ποιητή. Στο «Ξένε» ο ποιητής διώχνει τον Ξένο, απειλώντας τον με τα δόντια του ήρεμου πουλιού που κρύβει στην καρδιά του. Εκτός από τη χρήση της γνώριμης μορφής της αντεστραμμένης φύσης που είναι βασικό γνώρισμα της ποίησης του, επιλέγεται για απόδοση της ετερότητας η λέξη «Ξένος» που είναι πιο έντονη από την λέξη «Άλλος».
Η στάση του ως ποιητή απέναντι στον τεχνολογικό πολιτισμό και τις επιπτώσεις του γίνεται φανερή και στην «Αστραπή» («Καταβύθιση»), όπου διακηρύσσεται η ηθική ανωτερότητα του πνευματικού ανθρώπου: «… ανάμεσα σε πυραύλους μέσου βεληνεκούς/ η λαμπερή αστραπή/ θα’ ναι η ψυχή μου». Το ίδιο και «στο «Συλλέκτη»: «..αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα/ αυτά δε με αγγίζουν/». Στο «Ανέβασμα» («Το Σκεύος») ο ποιητής αρχικά βασανίζεται από το ρυθμό του μοντέρνου μηχανολογικού πολιτισμού (« Στριφογυρίζει ο ποιητής επάνω στον τροχό του»), όμως η περιδίνηση και τα θραύσματα του κατακερματισμένου («/ένα κεφάλι αλόγου σπασμένο…/χάμω κυλάνε κέρματα/ καύκαλα τσακισμένα…/») σύγχρονου κόσμου δεν μπορούν τελικά να τον εκτρέψουν από την πορεία της υψηλής αποστολής του («καθώς στριφογυρνάει ο ποιητής/ αρχίζει ν’ ανεβαίνει/»).
Την χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση αποτελεί το ποίημα «Τα Δώρα» («Παραλογαίς»), στο οποίο ο ποιητής καρφώνει στις πλάκες τα πόδια των ανθρώπων, προκειμένου να ανακόψει την άκριτη βλαβερή πορεία τους στο δρόμο του σύγχρονου πολιτισμού και της τεχνολογικής προόδου. Με τη στάση του αυτή, ο ποιητής εκπληρώνει υπεύθυνα το χρέος του, για το οποίο μιλά ο στίχος: «την καρδιά μας καρφώνει / ώστε λοιπόν είναι ποιητής/».
Το ίδιο ποίημα («Τα Δώρα») αποτελεί μια εκδήλωση κοινωνικής ευθύνης*3 του ποιητή, στοιχείου που έχει υποτιμηθεί λόγω των υπαρξιακών αναζητήσεων της ποίησης του, αλλά και του τρόπου γραφής του.
Εδώ ο Σαχτούρης φανερώνει, επίσης, πόσο επιθυμεί την αγάπη των ανθρώπων αποδεχόμενος με χαρά τα συμβολικά δώρα τους (το χαμόγελο της γυναίκας, το κοχύλι του κοριτσιού, το σφυρί του παιδιού) και προσφέροντας το δικό του («το κάρφωμα») δηλαδή τη συμβολή του στην ψυχική και πνευματική τους ανάταση. Η ίδια αγάπη για την ανθρώπινη κοινωνία, η αγωνία για την τύχη της και η αναζήτηση διεξόδου στα προβλήματα της εκφράζεται και στο «Σωτήρα» («/με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)/ ένα γαλανό παράθυρο/». Κάτι ανάλογο σε πιο εστιασμένη μορφή παρουσιάζεται και «στους Απομείναντες» (στίχοι που προαναφέρθηκαν), στους οποίους ο ποιητής εναποθέτει και τις ελπίδες του.
Στα τελευταία του ποιήματα ( «Ξυμφορά», «Η Συνάντηση» κ.α.) η απογοήτευση του Σαχτούρη μεγαλώνει. Ο ποιητής συνειδητοποιεί με έντονο συναισθηματικό πόνο πως η αλλοτρίωση του σύγχρονου κόσμου έχει παγιωθεί οριστικά και αμετάκλητα: «/Δαίμονες και δαιμόνισσες/ δαιμονίζονται στην ακτή/…./ετοιμάζουν τα νέα δαιμονάκια/ που θα βασιλέψουν/ σ’ αυτή τη γη/ που είναι πια δική τους/» («Δαιμονολόγιο», «Έκτοτε»).
Ελένη-Παρασκευή Μιχαηλίδου
*1. Κατά τον Θ. Τριαρίδη («Ο πυρετός επιμένει», «Βραδυνή», 14-2-2004) η ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί, πάνω απ’ όλα, μια μοναδική και ανεπανάληπτη εμπύρετη εξπρεσιονιστική ποίηση.
*2. Κατά τον Ηλ. Μαγκλίνη («Το τρενάκι του τρόμου», «Καθημερινή», 3-4-2005) ο Σαχτούρης αφήνει παθητικά την πραγματικότητα να πέσει σαν οδοστρωτήρας πάνω του, προκειμένου να αναδυθεί στην επιφάνεια το αίσθημα της συντριβής που τον διακατέχει.
*3. Όπως τονίζει η Νόρα Αναγνωστάκη («Οι δύσκολοι καιροί μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», «Κριτική» (Θεσ/νίκης) 10, Ιούλιος-Αύγουστος 1960, σελ. 21-43) ο Σαχτούρης, αν και μοναχικό άτομο, είχε αναπτυγμένη κοινωνική συνείδηση η οποία δεν εκφράζεται κραυγαλέα, αλλά τόσο «με υποβλητική σεμνότητα» όσο και με «οξύ και διαβρωτικό πόνο». Η Αναγνωστάκη υποστηρίζει πως στον κλειστό κόσμο του ποιητή υπήρχε πάντα ένα «ευαίσθητο αυτί», που αφουγκραζόταν, αλλά και ένα «άγρυπνο μάτι», που έβλεπε ό,τι συνέβαινε στην κοινωνία.







Ο Ιερός Λόχος των Θηβών

7pyles
Ο Ιερός Λόχος των Θηβών ήταν μια από τις κορυφαίες πολεμικές μονάδες που έδρασαν στην Αρχαία Ελλάδα. Ιδρύθηκε το 379 π.Χ. από τον Γοργίδα και τον απάρτιζαν 300 άνδρες στον αριθμό,από τους πιο εξέχοντες νέους στα αθλητικά και ειδικά στην πάλη. Ήταν όλοι από αριστοκρατικές οικογένειες και ήταν διαλεγμένοι σε ζευγάρια επιστήθιων φίλων, για να κρατούν τις γραμμές του Λόχου αδιάσπαστες. Ήταν συνεχώς κάτω από εντατική εκπαίδευση και μονίμως υπό τα όπλα, με δημόσια δαπάνη. 


Κατέστησαν ἀνάπηρον τήν ἑλληνικήν γλῶσσαν


ερανισμένον


Μία πολὺ ἐνδιαφέρουσα ἐπιστολή, ὑπὸ τοῦ κ. Εὐαγγέλου Ἀνδριανοῦ, Ἐπιτίμου Ἀρεοπαγίτου, διὰ τὴν καταστροφὴν τῆς γλώσσης μας, ἐδημοσιεύθη τὴν 23ην Ὀκτωβρίου, εἰς τὴν ἐφημερίδα «ΕΣΤΙΑ». Αὕτη ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἡ Ἑλληνικὴ Γλώσσα ἔχει ἱστορία τεσσάρων χιλιάδων ἐτῶν καὶ πλέον, ἐξελίσσεται ὅπως συμβαίνει μὲ κάθε γλώσσα καὶ εἶναι ὁλοζώντανη καὶ σήμερα, γιατί ὁ λαός μας τὴ μιλάει, ὅπως εὑρίσκεται στὴ σημερινὴ φάση τῆς ἐξελίξεώς της, γιατί ἡ ἐκκλησία μας χρησιμοποιεῖ στὴ λειτουργικὴ ζωὴ τὴν «κοινὴ» τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ποὺ εἶναι ἄλλη φάση τῆς ἐξελίξεως αὐτῆς καὶ γιατὶ εἶναι μία ζωντανὴ δεξαμενή, ἀπὸ τὴν ὁποία παίρνουν διαρκῶς στοιχεῖα καὶ ἡ σύγχρονη ἑλληνική, ἀλλὰ καὶ ἡ παγκόσμια διανόηση καὶ ἐπιστημονικὴ δημιουργία.
Ὁ Λαός μας παρακολουθεῖ καὶ κατανοεῖ τὴ θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ στάση τῶν πιστῶν, ποὺ κάθονται, σηκώνονται, γονατίζουν, κάνουν τὸν σταυρό τους, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ ἀκούουν, καὶ χρησιμοποιεῖ στὴν καθημερινὴ ὁμιλία του λέξεις, ἀκόμη καὶ αὐτούσιες φράσεις, ἀπὸ τὰ Ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ τὶς Ἱερὲς Ἀκολουθίες. Εἶναι γνωστὲς οἱ ἐκφράσεις τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ποὺ προέρχονται ἀπὸ ὅσα ἀκούγονται στὴν Ἐκκλησία: «Ἄστρον λαμπρὸν τοὺς ὁδηγεῖ», «Θρῆνος καὶ κλαυθμός», «Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ», «Ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ», «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι», «Βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». «Τὰ ἅγια τοῖς κυσί». «Κτίζει στὴν ἄμμο», «Πρὸς τὸ θεαθῆναι», «Διυλίζουν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνουν τὴν κάμηλον», «Δὲν ξέρει ἡ ἀριστερά του τί ποιεῖ ἡ δεξιά του», «Ἀγωνίζεται γιὰ τὸν ἐπιούσιο», «Δὲν ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνη», «Δὲν ἔμεινε λίθος ἐπὶ λίθου», «Πούλησε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια», «Πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι», «Μάχαιραν ἔδωκες, μάχαιραν θὰ λάβης», «Νὰ ὄψης», «Κρανίου τόπος», «Τοῦ ἔδωσαν χολὴν καὶ ὄξος», «Ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης», «Ζεῖ μὲ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον», «Τὴν κεφαλήν του ἐπὶ πίνακι», «Τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι», «Τὸ πνεῦμα πρόθυμον, ἀλλὰ ἡ σὰρξ ἀσθενής», «Μεριμνᾶ καὶ τυρβάζει περὶ πολλά», «Ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς», «Ἀγρὸν ἠγόρασε», «Οἱ παροικοῦντες τὴν Ἱερουσαλήμ», «Κανεὶς προφήτης στὸν τόπο
του», «Ὁἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω», «Ἆρον ἆρον», «Μνήσθητί μου Κύριε», «Τετέλεσται», «Διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων», «Ὁ ἀποθανὼν δεδικαίωται», «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος», «Ὅποιον ἀγαπᾶ ὁ Κύριος τὸν παιδεύει».
Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία χρησιμοποιοῦνται λέξεις καὶ φράσεις στὴν καθημερινὴ σημερινὴ ὁμιλία. Δήλωση ἄγνοιας = «Μὴ γὰρ ξέρω;», ἄνθρωπος χωρὶς μοῖρα = «εἶναι ἄμορος», τέλος συνομιλίας = «ἀπόφαση», καταδίκη = «ἤπιε τὸ κώνειον».
Ἡ γλώσσα μας δέχεται συνέχεια καὶ μὲ ἐπιμονὴ ἐπίθεση. Ἀπέτυχαν νὰ καθιερώσουν τὴ λατινικὴ γραφὴ καὶ δὲν ἔχει συνέχεια, πρὸς τὸ παρόν, ἡ προσπάθεια νὰ ἀνακηρυχθεῖ ἡ ἀγγλικὴ ὡς δεύτερη ἐπίσημη γλώσσα τοῦ κράτους, ἀλλὰ ἐπέτυχαν νὰ κάνουν τὴ γλώσσα ἀνάπηρη μὲ τὸ μονοτονικὸ καὶ νὰ περιορίσουν σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων καὶ προσπαθοῦν νὰ καταργήσουν τελείως τὴ διδασκαλία αὐτὴ καὶ τὴ διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν μὲ σκοπὸ νὰ καταφέρουν πλήγματα καὶ κατὰ τῆς Πίστεώς μας, ἀλλὰ καὶ κατὰ τῆς γλώσσας μας, ποὺ διαποτίζει τὴ ζωή μας ὡς ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ προπαγανδίζουν τὴν ἰδέα ὅτι τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ εἶναι νεκρὴ γλώσσα.
Ἀμφισβητεῖται ἂν ὁ Κίσινγκερ εἶπε ὅτι ὁ Ἑλληνισμὸς πρέπει νὰ χτυπηθεῖ στὴ γλώσσα καὶ στὴν πίστη του, ἀλλὰ ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἀμφισβητεῖται, εἶναι τὸ ὅτι εἶναι Ἕλληνες αὐτοί, ποὺ χτυποῦν τὸν Ἑλληνισμὸ ἀκριβῶς στὴ γλώσσα καὶ τὴν πίστη του».




Ὁ ἔλεγχος τῶν ἱστορικῶν πηγών καί ἡ ἀνάγκη ἀναθεώρησής των



του
ΧΑΡΗ ΚΟΥΤΕΛΑΚΗ
Δρ Αρχαιολογίας – Ιστορικού, 
Σχολικού Συμβούλου ΠΕ2




ΚΥΚΛΑΔΕΣ : ΟΙΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΣ ΣΕ ΑΣΚΟΥΣ ΝΕΟΥΣ

Το άρθρο αποτελεί αναθεώρηση και βελτίωση κεφαλαίου σχετικού με την Τήνο και τον γεωγραφικό όρο «Κυκλάδες» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Τήνος αρχαία και χριστιανική», Αθήνα 2001 με το οποίο για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα του ελέγχου των αρχαίων πηγών για ένα τόσο σημαντικό όρο και προτάθηκε νέα ερμηνεία. Τέσσερα χρόνια μετά, κι αφού η ερευνητική  προσπάθεια συνεχίστηκε ώστε να βελτιστοποιηθούν τα πρώτα εκείνα επιχειρήματα, είμαι σε θέση να ομιλώ με περισσότερη ασφάλεια και να  απευθύνομαι όχι μόνο σε συναδέλφους της προϊστορικής αρχαιολογίας και σε γλωσσολόγους ή ιστορικούς, αλλά και σε καθηγητές , με την ιδιότητά μου ως Σχολικού Συμβούλου, αφού  πρόκειται να διδάξουν το κεφάλαιο του Κυκλαδικού πολιτισμού στο μάθημα της Ιστορίας της Γ΄ Γυμνασίου όσο και στο αντίστοιχο της Α΄ Λυκείου (σελ. 58 – 59), ενώ συνεξετάζεται παράπλευρα σε άλλα μαθήματα και αντίστοιχα βιβλία του Γυμνασίου, όπως «Η Ιστορία από τις πηγές» και «Ο τόπος και οι άνθρωποι», αποσκοπώντας να ενημερωθούν για τις νέες έρευνες επί ορισμένων θεμάτων που σχετίζονται με την παρεχόμενη γνώση, αλλά και να τους προτρέψω να αντιμετωπίζουν τις ιστορικές πηγές με στάση κριτική, κάτι για το οποίο οι αναφορές στα Αναλυτικά Προγράμματα είναι συχνές («Οδηγίες για τη διδασκαλία των Φιλολογικών μαθημάτων στο Γυμνάσιο» (και αντίστοιχα στο Λύκειο) για το Σχολικό έτος 2004 – 2005, 54, 224, 226, Κεφ. 3, 237).


7 Νοεμβρίου 1926: Οι Βουλευτικές Εκλογές που έμειναν στην Ιστορία

site-icondefencenet.gr


Οι Βουλευτικές Εκλογές του 1926: Προκηρύχθηκαν στις 22 Σεπτεμβρίου από τον Γεώργιο Κονδύλη για τις 24 Οκτωβρίου και τελικά έγιναν στις 7 Νοεμβρίου. Έμειναν στην Ιστορία για τρεις λόγους: Ήταν οι πρώτες εκλογές μετά το 1862 που έγιναν με ψηφοδέλτιο, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η απλή αναλογική, ενώ το ΚΚΕ έκανε την παρθενική του εμφάνιση στη Βουλή.