της
Ελένης-Παρασκευής Μιχαηλίδου
Ο σύγχρονος κόσμος αποτέλεσε για το Σαχτούρη μια ετερότητα, με την οποία ουδέποτε συμβιβάστηκε. Η ετερότητα αυτή, που προέκυψε μέσα από ενδοσκόπηση και αυτοσυνειδησία του ποιητή, σηματοδότησε και επιβεβαίωσε τη δική του εντελώς ιδιαίτερη ταυτότητα.
Για τον ποιητή ο μεταπολεμικός τεχνολογικός πολιτισμός προξένησε στον άνθρωπο ψυχική και πνευματική αλλοτρίωση, προκαλώντας κρίση και παρακμή των ουσιαστικών αξιών και νοημάτων της ανθρώπινης ζωής. Ο Σαχτούρης δεν μπόρεσε ποτέ να ανεχθεί τις κατεστημένες λογικές συμβάσεις, τα ευδαιμονικά μοντέλα προόδου και τις υποκριτικές ηθικές επιταγές που συνόδευσαν το μοντέρνο πολιτισμό. Αντιμετώπισε τον πολιτισμό της εποχής του ως ένα εφιαλτικό, σκοτεινό, απειλητικό και καταπιεστικό για τις πνευματικές αξίες της ανθρώπινης ζωής περιβάλλον, που του προκαλούσε οδύνη, δέος, ανησυχία, άγχος και αγωνία. Η συγκεκριμένη στάση του Σαχτούρη αναδείχθηκε, καθ’ όλη τη διάρκεια της πορείας του, με τη γνωστή απαράμιλλη συνέπεια που διέκρινε τον ποιητικό του λόγο και την ίδια του την ζωή, αφού, στην περίπτωσή του, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ούτε μια στιγμή τον άνθρωπο από τον ποιητή.
Η στάση του Σαχτούρη απέναντι στον κόσμο της εποχής του δίνεται μέσα από την ποίησή του και τα σταθερά χαρακτηριστικά της, δηλαδή τις αυτοδύναμες σημασιολογικές εικόνες και τους συμβολισμούς, τις σχέσεις αναστροφής και μεταμόρφωσης, τη λιτότητα και την επιγραμματικότητα του λόγου. Στην προσπάθειά του αυτή συνδυάζει όλες τις επιρροές του. Έτσι, ακολουθεί τις οικείες υπερρεαλιστικές φόρμες για να δώσει διέξοδο σε υπαρξιακούς προβληματισμούς, καθοδηγούμενος κυρίαρχα από το συναισθηματισμό του εξπρεσιονιστικού ρεύματος*1.
Στον αντικειμενικό εξωτερικό αυτό κόσμο, ο ποιητής προβάλλει το δικό του εσωτερικό κόσμο, που καταργεί τα σύνορα της τάξης και της λογικής του πραγματικού, δημιουργώντας έτσι μια νέα υπερ-πραγματικότητα. Είναι ένας παραμορφωτικός κόσμος του παραλόγου, που στέκεται απέναντι σε ένα παραμορφωμένο παράλογο κόσμο.
Ο Σαχτούρης, αν και βρίσκεται στον αντίποδα του πραγματικού σύγχρονου κόσμου του, δεν επιδιώκει την ανατροπή του, ούτε χρησιμοποιεί μια ενεργή επιθετικότητα*2. Ο αμυντικός του λόγος δεν ενδίδει στην ευκολία των κραυγαλέων καταγγελιών. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να βγάλει το σπαραγμό μπροστά στην κρίση του μοντέρνου πολιτισμού. Στην ποίηση του Σαχτούρη οι δύο κόσμοι δε διαλέγονται, αλλά ούτε συγκρούονται. Μένουν χωριστοί και ακέραιοι ως δύο διαφορετικά συστήματα ζωής, συγκροτώντας ένα ενιαίο ποιητικό κοσμικό σύνολο για τον ποιητή.
Η σχέση της ετερότητας μέσα από τα ποιήματα: Ο ποιητής απορεί και βασανίζεται για την ασφυκτική κατάσταση που έχει δημιουργήσει η τεχνολογία του σύγχρονου πολιτισμού: «/πώς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικά/ δίχως μια χαραμάδα φως/ δίχως μια αναπνοή οξυγόνου/» («Ο Σωτήρας», «Η Λησμονημένη»).
Χρησιμοποιεί τα σύμβολά του για να φωνάξει για τη μανία της βιομηχανικής ανάπτυξης: «/εργοστάσιο εργοστάσιο/ φρίκης και φωτιάς» («Το Εργοστάσιο», «Παραλογαίς»), «/έχουν κάτι τεράστια κεφάλια/ γεμάτα πετρέλαιο/ και τα χέρια τους λιγδωμένα/ με λίπος/»» («Σάββατο», «Με το Πρόσωπο στον Τοίχο»).
Εκφράζει εμφατικά τη δυσφορία και την απογοήτευσή του για το διαρκές κυνήγι των υλικών αγαθών, που χαρακτηρίζει την εποχή του: «Κι ύστερα χρήματα, χρήματα χρήματα πολλά/ Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου! Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου! / Τι θλιβερός χειμώνας» («Πορτοκαλιά», «Όταν σας Μιλώ»), « ..σάπια κεφάλια γεμάτα χαρτονομίσματα» («Κεφάλια», «Χρωμοτραύματα»). Διαπιστώνει με ανησυχία και απέχθεια τις τεχνολογικές παρεμβάσεις: «/…στην άσφαλτο τρυπούσαν το λουλούδι/» («Σημάδια», «Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη»), «/σκοτεινοί βρόχοι/ βράχοι από γυαλί/» («Τραγούδι», «Τα Στίγματα»), «/μυρωδιά από θειάφι φράζει το χειμώνα/»
( «Η Φεγγαράδα», «Σφραγίδα ή η όγδοη σελήνη»), «/Έντομα σιδερένια τρύπαγαν τα πτώματα/ …./διάβολοι με πιρούνες παραμέριζαν τα πτώματα/», («Θα Ερχόταν Εποχή», «Χρωμοτραύματα»). Εκδηλώνει την πεποίθηση του πως η σύγχρονη τεχνολογία δεν αποτελεί μέσο για την πνευματική και ηθική ανύψωση του ανθρώπου: «/Δεν αγαπώ το αεροπλάνο/ πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό/» («Το Αεροπλάνο», «Τα Φάσματα ή η Χαρά στον Άλλο Δρόμο»).
Η απώλεια του αληθινού ουσιαστικού νοήματος της ζωής από τον τεχνολογικά και επιστημονικά καταρτισμένο άνθρωπο της εποχής δίνεται παραστατικά στους στίχους: «Διαρρήχτες του ήλιου/ δεν είδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι/…/ δεν ξέρουν τι χρώμα έχει ο ουρανός/ Στα σκοτεινά δωμάτια κλεισμένοι … παραμονεύουν/ με μαύρες μάσκες και βαριά τηλεσκόπια /… παραμονεύουν σ’ άλλους πλανήτες το φως» («Αστεροσκοπείο», «Παραλογαίς»).
Κάποιες φορές οι αναφορές του ποιητή είναι χαρακτηριστικά έκδηλες, όπως στους υψηλής εικαστικής σύλληψης και παράστασης στίχους του ποιήματος «Ο Άγγλος Ζωγράφος Dante Gabrielle Rosseti γράφει με το Χέρι μου ένα Ποίημα», «Χρωμοτραύματα»): «/αυτό το μεγάλο χιονισμένο φέρετρο /που ρίχνουν κάθε μέρα με κρότο /πάνω του πρόκες /κι επιμένουνε /να τ’ ονομάζουν/ ΓΗ», ή κάποιες άλλες όπως π.χ. «…έχεις ακόμα καιρό/ για να ταλαιπωρηθείς πάνω/ σ’ αυτή την απαίσια γη» («Η Συνάντηση», «Ανάποδα Γυρίσαν τα Ρολόγια»), « /ό,τι το καλό /σ’ αυτό τον άγριο κόσμο κινδυνεύει/» («Ο Συλλέκτης», «Το Σκεύος»)
Επίσης, καθαρές είναι και κάποιες χρονικές αναφορές του ποιητή στη μοντέρνα εποχή και την ατμόσφαιρα της: «… στους στυγερούς καιρούς/ που και οι κούκλες των μικρών παιδιών/ μαυρίζουν από τρόμο» («Σπουργίτια», «Το Σκεύος»), «..κι εγώ/ με την καρδιά βαριά…/ …σε δύσκολους καιρούς/ μηδενισμένος /» («Πεντάγραμμο», «Ο Περίπατος»), ενώ ορισμένες άλλες αναφορές, ενδεικτικές των αλλαγών που έχουν επέλθει με τις εξελίξεις, εμφανίζονται πιο κωδικοποιημένες «… εμείς μαζεύουμε βελόνες, όπως παλιά μάζευαν λουλούδια» («Μια Μέρα», «Ο Περίπατος»).
Η πεποίθηση του ποιητή για την έκπτωση των αξιών στο μοντέρνο πολιτισμό είναι χαρακτηριστική και στο ποίημα «Ο Μότσαρτ («Το Σκεύος») στο οποίο ο Σαχτούρης μεταφέρει το μεγάλο μουσουργό, ως σύμβολο των αιώνιων πολιτισμικών αξιών, στη σύγχρονη εποχή, όπου, μέσα στις φωτιές, «στα καμένα σπίτια» «στην καυτή τέφρα και την καρβουνίλα», αντιλαμβάνεται με απορία ότι πουθενά δεν ακούγεται πια η αθάνατη μουσική του.
Στην ποίηση του Σαχτούρη αντιστρέφεται επίσης και η ιδανική σχέση πολιτισμού-φύσης και γίνεται μέρος της αντιπαράθεσης προς το σύγχρονο κόσμο.. Μέσα από μια υπερρεαλιστική εικονοπλασία, τα στοιχεία της φύσης μεταμορφώνονται και αποκτούν ιδιότητες αντιφατικές ή παράλογες. Έτσι εμφανίζονται: «το άσπρο περιστέρι με τα άγρια δόντια» («Το Περιστέρι», «Όταν σας Μιλώ»), «τα πονηρά πρόβατα» (Τρία Δάκρυα του Θεού», «Η Λησμονημένη») «η κόκκινη σελήνη, που βγάζει το μαχαίρι της και αρχίζει να σφάζει» («Ένας Κόσμος Νεκρός»,
«Εκτοπλάσματα»), «το ήμερο πουλί, που κατασπαράζει με τα δόντια του» («Ξένε», «Τα Φάσματα»). Πολλά ποιήματα όπως π.χ. «Το Εργοστάσιο» και «Τα Ψάρια της Φρίκης» («Παραλογαίς»), «Σημάδια» («Σφραγίδα ή η Όγδοη Σελήνη») και «Η Κακή εικόνα» («Ο Περίπατος»), «Τρία Δάκρυα του Θεού» («Η Λησμονημένη») και «Ο Καθρέφτης» («Τα Στίγματα») χαρακτηρίζονται από τον έντονο ρόλο της φύσης στην προαναφερόμενη συνάρτηση.
Ο Σαχτούρης δεν παραλείπει να αποδώσει την εικόνα του δόλιου σύγχρονου κόσμου, που επιχειρεί με κάθε μέσο να δαμάσει τα υποψήφια θύματα του, να νικήσει τις αντιστάσεις τους και να τα κάνει να ταυτιστούν μαζί του. Στο ποίημα «Ξένε» ο ποιητής δεν ξεγελιέται και καλεί τον επισκέπτη του- που προσπαθεί να τον δελεάσει με απατηλά μέσα- να αποκαλύψει τις πραγματικές του προθέσεις: « /Ξένε…/ πού έχεις κρύψει το πιστόλι σου;»/ πού έχεις κρύψει το μαχαίρι σου;»/… θέλεις τα χρήματα/ τα χρήματα που σμίξαν με το αίμα και χάθηκαν/..».
Στην «Ξυμφορά» («Έκτοτε») ο ποιητής προβαίνει σε έναν απολογισμό των μέσων που είδε να χρησιμοποιούνται εναντίον του: «Πόσα σίδερα/ και σιδεριές/ πόσες κατάρες και πόσες σφήνες/ πόσες αράχνες και καρφιά/ πόσες πλεκτάνες/ έως τώρα / μου έχουν στήσει/». Νωρίτερα στα «Ψάρια της Φρίκης» είχε γράψει: «κι άλλοι γύρω τους ρίχτουν/ δίχτυα κι αγκίστρια/ με λάδι και φώτα/ για να τα πιάσουν». Σε άλλα ποιήματα εκφράζεται η διάψευση των ελπίδων που απατηλά καλλιεργήθηκαν: «κι ήταν αυτές οι «ωραίες μέρες» που μας έταζαν»(«Θα Ερχόταν Εποχή»).
Στην αντιπαράθεση των δύο κόσμων της ποίησης του Σαχτούρη ο εσωτερικός κόσμος παρουσιάζεται ως ένας θετικά σημασιοδοτημένος κόσμος ονειρικός, φανταστικός, πνευματικός και επουράνιος: /Πάντα θα’ χουμε ανάγκη από ουρανό/» («Το Αεροπλάνο») «Ας μη το κρύβουμε /Διψάμε για ουρανό/» («Το Ψωμί», «Τα Φάσματα»). Στον αρνητικά σημασιοδοτημένο επίγειο κόσμο της εξωτερικής πραγματικότητας το ανθρώπινο πνεύμα συναντά την πίκρα και την τραγωδία. Αντίθετα, στον επουράνιο κόσμο βρίσκει τη λύτρωση και τη δικαίωση, την πνευματική ανύψωση, δηλαδή όλα αυτά τα οποία στερείται στον γήινο κόσμο. Η αντιπαραβολή είναι σαφής: «/Τ’ Αδέρφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον/ κόσμο/ είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα-ένα /στον ουρανό/» («Τ’ Αδέρφια μου», «Τα Φάσματα»). Ό,τι κακό συμβαίνει γίνεται στο γήινο επίπεδο: «/Οι μεγάλοι σιδερένιοι δρόμοι κάτω/ τόσο πολύ πίκρα μας πότισαν/» («Έμεινε», «Το Σκεύος»), «/.. ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο/ και μέσα φαίνονταν/ τα σφυριά και τα μαχαίρια/» («Το Μαρτύριο», «Τα Φάσματα»).
Το Σαχτούρη απασχολεί και η απομόνωση του ανθρώπου, που προκαλεί ο σύγχρονος πολιτισμός. Σε μια πρώτη ματιά φαίνεται παράδοξο να βασανίζεται για την ανθρώπινη μοναξιά ένας κατεξοχήν μοναχικός άνθρωπος, όπως ο ίδιος. Εδώ όμως δεν πρόκειται για την προσωπική απομόνωση του ίδιου, στην οποία ανέκαθεν πίστευε ο ποιητής, ως αναγκαία συνειδητή αυτόβουλη επιλογή, αλλά για την πνευματική και συναισθηματική αποξένωση του σύγχρονου ανθρώπου κάτω από την επίδραση της εποχής. Πρόκειται για μια αποξένωση από τις αξίες και την ουσία της ζωής, στην οποία έχουν υποκύψει οι περισσότεροι.
Με αγωνία και ανησυχία ο ποιητής βλέπει τον αριθμό των ανθρώπων όπως ο ίδιος, δηλαδή ανθρώπων που ενδιαφέρονται για τις πνευματικές αξίες να ελαττώνεται: « Όμως υπάρχουν ακόμα/ λίγοι άνθρωποι/ που δεν είναι κόλαση/ η ζωή τους/…./ του ήλιου οι απομείναντες/ οι ερωτευμένοι με ήλιο και με φεγγάρι/ ψάξε καλά/ βρες τους, Ποιητή, κατάγραψε τους προσεχτικά/ γιατί όσο παν και λιγοστεύουν/ λιγοστεύουν» («Οι Απομείναντες», «Χρωμοτραύματα»).
Σε ένα άλλο παλαιότερο ποίημά του ο ποιητής στέκεται, επίσης, στην επίδραση του μοντέρνου τεχνολογικού πολιτισμού στην ανθρώπινη συναισθηματική αποξένωση «…/…ξεριζώνω/…../τους στύλους τους ηλεχτρικούς/ αυτά τα πονεμένα δόντια/ μιας απελπιστικά μοναχικής ζωής/ και λίγο παρακάτω «Οι άνθρωποι εδώ γενήκαν ένα με την πέτρα/ χτυπούν την πέτρα και σκίζουνε τα σπλάχνα τους/ απορούν κι ούτε ξέρουνε να κλάψουν/ («Τρία Δάκρυα του Θεού», «Η Λησμονημένη»).
Αλλά, ακόμη και σε ποιήματα όπου σε μια πρώτη ματιά φαίνεται να γίνεται λόγος για τη προσωπική απομόνωση του Σαχτούρη, στην πραγματικότητα πρόκειται για την μοναξιά του ως ποιητή, δηλαδή ως πνευματικού ανθρώπου, που με θλίψη συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι που συμμερίζονται τις ανησυχίες του συνεχώς λιγοστεύουν: «/δεν ξέρω πια την ώρα που πέθαναν όλοι /κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο/ και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά» («Η Δύσκολη Κυριακή», «Η Λησμονημένη»). Η μοναχικότητα του ποιητή γίνεται ακόμη πιο φανερή στο ποίημα «Το Ποντίκι» («Το Σκεύος»), το οποίο μιλά για τις δυσκολίες που συναντά ο λόγος του πνευματικού ανθρώπου στην προσπάθειά του να βρει απήχηση μέσα στο αντιφατικό, χαώδες και ασυνάρτητο περιβάλλον των άλλων, δηλ. το περιβάλλον της σύγχρονης αλλοτρίωσης: «/και είναι τότε που μέσα στη μαυρίλα/ είδα τον ποιητή ολομόναχο/ και γύρω του να λάμπει το κενό/». Για την έλλειψη αναγνώρισης και κατανόησης της σημασίας της αποστολής του ποιητή στη μοντέρνα εποχή μιλάει στην «Παρουσία» («Εκτοπλάσματα») μέσα από τα λόγια του Ντύλαν Τόμας προς τον ποιητή: «/σάπισες εδώ πέρα/…/εδώ ζεις σ’ ένα σάπιο τόπο που σε κοροϊδεύουν».
Η αντίσταση του Σαχτούρη απέναντι στο σύγχρονο κόσμο και η αποστασιοποίηση του ως πνευματικού ανθρώπου απ’ αυτόν δηλώνεται σε πολλά ποιήματά του. Στα «Γράμματα» («Χρωμοτραύματα») ο ποιητής ξεκαθαρίζει πως θα γράφει πάντα ποιήματα, ακόμη και όταν θα φαίνεται ότι απαρνείται το ρόλο του ποιητή. Στο «Ξένε» ο ποιητής διώχνει τον Ξένο, απειλώντας τον με τα δόντια του ήρεμου πουλιού που κρύβει στην καρδιά του. Εκτός από τη χρήση της γνώριμης μορφής της αντεστραμμένης φύσης που είναι βασικό γνώρισμα της ποίησης του, επιλέγεται για απόδοση της ετερότητας η λέξη «Ξένος» που είναι πιο έντονη από την λέξη «Άλλος».
Η στάση του ως ποιητή απέναντι στον τεχνολογικό πολιτισμό και τις επιπτώσεις του γίνεται φανερή και στην «Αστραπή» («Καταβύθιση»), όπου διακηρύσσεται η ηθική ανωτερότητα του πνευματικού ανθρώπου: «… ανάμεσα σε πυραύλους μέσου βεληνεκούς/ η λαμπερή αστραπή/ θα’ ναι η ψυχή μου». Το ίδιο και «στο «Συλλέκτη»: «..αγγίζω δίχως φόβο ηλεκτροφόρα σύρματα/ αυτά δε με αγγίζουν/». Στο «Ανέβασμα» («Το Σκεύος») ο ποιητής αρχικά βασανίζεται από το ρυθμό του μοντέρνου μηχανολογικού πολιτισμού (« Στριφογυρίζει ο ποιητής επάνω στον τροχό του»), όμως η περιδίνηση και τα θραύσματα του κατακερματισμένου («/ένα κεφάλι αλόγου σπασμένο…/χάμω κυλάνε κέρματα/ καύκαλα τσακισμένα…/») σύγχρονου κόσμου δεν μπορούν τελικά να τον εκτρέψουν από την πορεία της υψηλής αποστολής του («καθώς στριφογυρνάει ο ποιητής/ αρχίζει ν’ ανεβαίνει/»).
Την χαρακτηριστικότερη ίσως περίπτωση αποτελεί το ποίημα «Τα Δώρα» («Παραλογαίς»), στο οποίο ο ποιητής καρφώνει στις πλάκες τα πόδια των ανθρώπων, προκειμένου να ανακόψει την άκριτη βλαβερή πορεία τους στο δρόμο του σύγχρονου πολιτισμού και της τεχνολογικής προόδου. Με τη στάση του αυτή, ο ποιητής εκπληρώνει υπεύθυνα το χρέος του, για το οποίο μιλά ο στίχος: «την καρδιά μας καρφώνει / ώστε λοιπόν είναι ποιητής/».
Το ίδιο ποίημα («Τα Δώρα») αποτελεί μια εκδήλωση κοινωνικής ευθύνης*3 του ποιητή, στοιχείου που έχει υποτιμηθεί λόγω των υπαρξιακών αναζητήσεων της ποίησης του, αλλά και του τρόπου γραφής του.
Εδώ ο Σαχτούρης φανερώνει, επίσης, πόσο επιθυμεί την αγάπη των ανθρώπων αποδεχόμενος με χαρά τα συμβολικά δώρα τους (το χαμόγελο της γυναίκας, το κοχύλι του κοριτσιού, το σφυρί του παιδιού) και προσφέροντας το δικό του («το κάρφωμα») δηλαδή τη συμβολή του στην ψυχική και πνευματική τους ανάταση. Η ίδια αγάπη για την ανθρώπινη κοινωνία, η αγωνία για την τύχη της και η αναζήτηση διεξόδου στα προβλήματα της εκφράζεται και στο «Σωτήρα» («/με τη γυμνή καρδιά μου αναζητώ (όχι για μένα)/ ένα γαλανό παράθυρο/». Κάτι ανάλογο σε πιο εστιασμένη μορφή παρουσιάζεται και «στους Απομείναντες» (στίχοι που προαναφέρθηκαν), στους οποίους ο ποιητής εναποθέτει και τις ελπίδες του.
Στα τελευταία του ποιήματα ( «Ξυμφορά», «Η Συνάντηση» κ.α.) η απογοήτευση του Σαχτούρη μεγαλώνει. Ο ποιητής συνειδητοποιεί με έντονο συναισθηματικό πόνο πως η αλλοτρίωση του σύγχρονου κόσμου έχει παγιωθεί οριστικά και αμετάκλητα: «/Δαίμονες και δαιμόνισσες/ δαιμονίζονται στην ακτή/…./ετοιμάζουν τα νέα δαιμονάκια/ που θα βασιλέψουν/ σ’ αυτή τη γη/ που είναι πια δική τους/» («Δαιμονολόγιο», «Έκτοτε»).
Ελένη-Παρασκευή Μιχαηλίδου
*1. Κατά τον Θ. Τριαρίδη («Ο πυρετός επιμένει», «Βραδυνή», 14-2-2004) η ποίηση του Σαχτούρη αποτελεί, πάνω απ’ όλα, μια μοναδική και ανεπανάληπτη εμπύρετη εξπρεσιονιστική ποίηση.
*2. Κατά τον Ηλ. Μαγκλίνη («Το τρενάκι του τρόμου», «Καθημερινή», 3-4-2005) ο Σαχτούρης αφήνει παθητικά την πραγματικότητα να πέσει σαν οδοστρωτήρας πάνω του, προκειμένου να αναδυθεί στην επιφάνεια το αίσθημα της συντριβής που τον διακατέχει.
*3. Όπως τονίζει η Νόρα Αναγνωστάκη («Οι δύσκολοι καιροί μέσα από την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη», «Κριτική» (Θεσ/νίκης) 10, Ιούλιος-Αύγουστος 1960, σελ. 21-43) ο Σαχτούρης, αν και μοναχικό άτομο, είχε αναπτυγμένη κοινωνική συνείδηση η οποία δεν εκφράζεται κραυγαλέα, αλλά τόσο «με υποβλητική σεμνότητα» όσο και με «οξύ και διαβρωτικό πόνο». Η Αναγνωστάκη υποστηρίζει πως στον κλειστό κόσμο του ποιητή υπήρχε πάντα ένα «ευαίσθητο αυτί», που αφουγκραζόταν, αλλά και ένα «άγρυπνο μάτι», που έβλεπε ό,τι συνέβαινε στην κοινωνία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου