Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων





Του Νάσου Θεοδωρίδη *

Δεν είναι τυχαίο ότι το πολύκροτο έργο του διάσημου Γερμανού ιστορικού Ιάκωβου Φίλιππου Φαλμεράυερ (Jakob Philip Fallmerayer, 1790-1861) "Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων" που τυπώθηκε στην Γερμανία το 1835 και προ ετών κυκλοφόρησε δειλά στην Ελλάδα, δεν είχε εμφανιστεί επί 150 χρόνια στις προθήκες των ελληνικών βιβλιοπωλείων. Aιτία η ενοχλητική για το κατεστημένο αλλά πλήρως τεκμηριωμένη επιστημονικά άποψη του Φαλμεράυερ πως οι σημερινοί κάτοικοι της Ελλάδος δεν έχουν καμία σχέση με τους αρχαίους. Ωστόσο το σημαντικό αυτό έργο, που οι Έλληνες εθνικιστές το αποκήρυξαν με βαρύτατες ύβρεις, έγινε ιδιαίτερα γνωστό στο εξωτερικό όταν παρουσιάσθηκε στη Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών.
Ο Φαλμεράυερ κατέδειξε πως το πάλαι ποτέ ένδοξο αρχαίο ελληνικό έθνος εκμηδενίσθηκε οριστικά το 589 μ.Χ. στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Μαυρικίου (582-602). Το τελειωτικό χτύπημα που εξολόθρευσε τον ελληνικό πληθυσμό ήλθε το 746 μ.Χ. με τη σαρωτική επιδημία της πανούκλας που θέρισε τους ελάχιστους εναπομείναντες Έλληνες. Το τελευταίο επιβεβαιώνεται από τον Βυζαντινό αυτοκράτορα Κων/νο Πορφυρογένητο (905-969 μ.Χ.) που εξιστορεί στα "Θεματικά". Εξάλλου όλα τα τοπωνύμια της Πελοποννήσου ήσαν σλαβικά μέχρι και τον 19ο αιώνα. Το 1840, λίγα χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κρατιδίου, μεταλλάχθηκαν σε ελληνικά.
Τον 6ο αι. μ.Χ. πολυάριθμα σλαβικά φύλα κατέκλυσαν ειρηνικά το Βυζάντιο. Οι σλαβικοί εποικισμοί έφθασαν μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Σμολιάνοι, Ριγχίνοι, Σαγουδάτες, Βελεζίτες, Εζερίτες και Μιλιγγοί ήσαν μερικά από τα σλαβικά φύλα που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Βυζαντινή τότε Ελλάδα. «Ούτε μία απλή σταγόνα αίματος, γνησίου ελληνικού αίματος, δεν τρέχει στις φλέβες των χριστιανών κατοίκων της σημερινής Ελλάδας. Μια τρομερή καταιγίδα διασκόρπισε ώς την πιο απόμακρη γωνιά της Πελοποννήσου μια νέα φυλή συγγενή προς τη μεγάλη φυλή των Σλάβων. Οι Σκύθες - Σλάβοι, οι Ιλλυριοί - Αρβανίτες, οι συγγενικοί με τους Σέρβους και τους Βουλγάρους λαοί είναι ουσιαστικά εκείνοι που τώρα ονομάζουμε Έλληνες».
Το 540 μ.Χ. μία μαζική κάθοδος των Σλάβων τούς έφερε μέχρι τον Ισθμό της Κορίνθου. Το 558 μ.Χ. σε συμμαχία με τον ηγεμόνα των Κοτρογούρων Zaberga απείλησαν την ίδια την Κωνσταντινούπολη όπου αποκρούσθηκαν από τον στρατηγό Βελισάριο.
Το 578 υποτάσσονται στους Αβάρους και αρχίζουν μεθοδευμένες εισβολές στα ρωμαϊκά εδάφη κατακτώντας πολλές πόλεις της Θράκης και Ιλλυρίας. Ακολούθησαν νέα κύματα, ειρηνικών αυτή τη φορά σλαβικών εποικίσεων σε Ελλάδα και Πελοπόννησο που συνεχίσθηκαν μέχρι και το έτος 746 μ.Χ. οπότε διεκόπησαν οριστικά λόγω του φοβερού λοιμού εκείνης της χρονιάς.
Μάλιστα, το «χρονικό της Μονεμβασίας» είναι πολύτιμη ιστορική πηγή καθώς βασίζεται στην ιστορία του Ευάγριου Σχολαστικού, του Μένανδρου και στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου (6ος αι. μ.Χ.). Εξιστορεί με παραστατικό τρόπο την μαζική Αβαροσλαβική εποίκηση του Ελληνικού χώρου, κυρίως της Πελοποννήσου, κατά τον 6ο μ.Χ. αι. καθώς και τα μετέπειτα γεγονότα κυριαρχίας του σλαβικού έθνους στα βυζαντινά εδάφη της Πελοποννήσου επί 218 χρόνια. Το σπάνιο Χρονικό ανακαλύφθηκε σε μορφή χειρογράφου στη γεωργιανή Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους και πρωτοδημοσιεύθηκε το 1909 από τον καθηγητή Βυζαντινολογίας Σπυρίδωνα Λάμπρου (1851-1919) με τίτλο “Ιβηριτικό απόγραφο του Χρονικού της Μονεμβασίας”. Προηγήθηκε η ανακάλυψη δύο ακόμα αντιγράφων (απόγραφα) του χρονικού που βρέθηκαν το πρώτο στη Μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους από τον ίδιο καθηγητή και δημοσιεύθηκε με τίτλο “Τον καιρό όπου οίκισεν η Μονεμβασία και πώς", το δεύτερο στη Βασιλική Βιβλιοθήκη του Τορίνου από τον Giouseppe Pasini που το δημοσίευσε το 1749 με τίτλο “Περί κτίσεως Μονεμβασία”.

* Ο Νάσος Θεοδωρίδης είναι μέλος της Π.Κ. του ΣΥΝ Αμπελοκήπων.



Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων 





Βασικόν Λεξιλόγιον της Αρχαίας Ελληνικής (ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ)




συχνώς χρησιμοποιουμένων
Λέξεων και Όρων
χρησίμων δια την ανάλυσιν του
αδιδάκτου κειμένου
των πανελληνίων εξετάσεων


ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 



Ο Ευθύς και Πλάγιος Λόγος της αρχαίας ελληνικής





Ι.    Περιπτώσεις πλάγιου λόγου
ΙΙ.  Μετατροπή πλάγιου λόγου σε ευθύ
·        Μετατροπή του πλάγιου λόγου σε ευθύ
·        Το πρόσωπο του υποκειμένου 
ΙΙΙ. Μετατροπή ευθέος λόγου σε πλάγιο
·        Α. Οι κύριες προτάσεις στον πλάγιο λόγο
·        Β. Οι δευτερεύουσες προτάσεις στον πλάγιο λόγο
IV.  ΑΣΚΗΣΕΙΣ



Οι Ρωμαιοκαθολικοί του Αιγαίου κατά τη διάρκεια της Επανάστασης




του
Ποθητού Βαρβαρήγου*



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου


 

Η παρουσία του ρωμαιοκαθολικού δόγματος στον Αιγαιοπελαγίτικο χώρο σχετίζεται με τις διάσπαρτες καθολικές κοινότητες των νησιών, υπολείμματα της τέταρτης σταυροφορίας και των λατινικών κρατιδίων που ιδρύθηκαν στα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Για τη διείσδυση της Καθολικής Εκκλησίας στα νησιά του Αιγαίου και για τις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών στη διάρκεια της τουρκοκρατίας έχουν γραφεί διάφορες μελέτες, από Έλληνες και ξένους.Στο παρόν υποκεφάλαιο όμως είναι απαραίτητη μια σύντομη αναφορά στα κυριότερα χαρακτηριστικά της συνύπαρξης των δυο ετερόδοξων κοινοτήτων και στο ιδιαίτερο καθεστώς προστασίας που απολάμβαναν οι καθολικοί του Αιγαίου, προκειμένου να ερμηνεύσουμε τις σχέσεις των ρωμαιοκαθολικών εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών έναντι των ορθοδόξων συμπατριωτών τους στην περίοδο του Αγώνα.
Οι δογματικές συγκρούσεις ανάμεσα σε Καθολικούς και Ορθοδόξους στο Αιγαίο ήταν σπάνιες. Η μοναδική δογματική διαφορά, η οποία ήταν βαθιά ριζωμένη στη συλλογική συνείδηση και γινόταν κατανοητή από όλους, ήταν ότι στη μια θρησκευτική ομάδα επικεφαλής ήταν ο πατριάρχης ενώ στην άλλη ο πάπας. Οι υπόλοιπες μακραίωνες και σοβαρές δογματικές διαφορές, μεταξύ των δύο αντίπαλων εκκλησιών, δεν ήταν γνωστές όχι μόνο στον απλό λαό αλλά και σε ένα μεγάλο αριθμό μορφωμένων κληρικών. Τις περισσότερες συγκρούσεις γεννούσε η χαμηλή οικονομική και κοινωνική θέση των Ορθοδόξων. Οι κυρίαρχοι Βενετοί αρκετές φορές απάλλασσαν τους ομοδόξους τους από την υποχρέωση των φόρων, δυσαρεστώντας τους ορθοδόξους, οι οποίοι, καθώς δεν μπορούσαν να εναντιωθούν στους Βενετούς, συγκρούονταν με τους καθολικούς συμπατριώτες τους.
Τέλος, συχνές προστριβές προκαλούσαν και οι ισχυροί ανταγωνισμοί των εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών και των δυο δογμάτων για την αύξηση της δύναμης και των προνομίων τους στους χώρους όπου συμβίωναν. Ενδεικτικά, αρκεί να αναφερθεί η βίαιη σύγκρουση που ξέσπασε στην Τήνο το 1806, ανάμεσα στις δυο κοινότητες με αφορμή την εκλογική διαμάχη δυο πολιτικών αντιπάλων για το αξίωμα του επάρχου της Τήνου.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι χάρη στις γνωστές διομολογήσεις που είχε συνάψει η Πύλη με τη Γαλλία, η τελευταία πέτυχε την προστασία του Ρωμαιοκαθολικισμού εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Γαλλία, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στην προστασία των μισσιοναρίων (κυρίως Ιησουϊτών και Καπουκίνων) και του εντόπιου ρωμαιοκαθολικού κλήρου, αλλά ουσιαστικά απέβλεπε στην ενίσχυση της διοικητικής αυτονομίας των καθολικών κοινοτήτων έναντι της οθωμανικής διοίκησης και στη μεγαλύτερη εξάρτησή τους από τη γαλλική πολιτική.
Ιδιαίτερα αυξημένο υπήρξε το ενδιαφέρον της γαλλικής διπλωματίας για τις ρωμαιοκαθολικές κοινότητες του Αιγαίου και τούτο διότι, η συγκεκριμένη περιοχή βρισκόταν στο στρατηγικά ευαίσθητο σημείο της Ανατολικής Μεσογείου. Συνεπώς, οι επεμβάσεις των γάλλων πρεσβευτών στην Πύλη, προς υπεράσπιση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου, ήταν αρκετά συχνές. Ωστόσο η ισχυρή γαλλική παρουσία στο νησιωτικό χώρο του Αιγαίου θα ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί χωρίς την αποδοχή των ρωμαιοκαθολικών κατοίκων και των εκκλησιαστικών αρχών τους, οι οποίοι σε κάθε περίπτωση κατέφευγαν στη βοήθεια των γαλλικών διπλωματικών υπηρεσιών και στις ναυτικές δυνάμεις της Γαλλίας που βρίσκονταν στο Αιγαίο.
Όσον αφορά το ζήτημα της στάσεως των Ρωμαιοκαθολικών απέναντι στην Επανάσταση, όλες οι σχετικές πηγές καταλήγουν στο κοινό συμπέρασμα ότι η ετερόδοξη κοινότητα του Αιγαίου όχι μόνο δε συμμετείχε στις στρατιωτικές και πολιτικές δραστηριότητες των ομοεθνών τους ορθόδοξων Ελλήνων, αλλά και έδρασε εχθρικά κατά της Επανάστασης. Χρήσιμες πληροφορίες σχετικά με το θέμα παρέχονται στα έργα τόσο των Ελλήνων απομνημονευματογράφων και πρώτων ιστορικών του Αγώνα, όσο και των νεότερων Ελλήνων και ξένων ιστορικών ερευνητών.
Όμως η παρουσίαση του συγκεκριμένου ζητήματος, μέσα από τα γεγονότα που προβάλλουν οι σχετικές ιστορικές πηγές απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, διότι σε αυτές αποτυπώνεται ο δογματικός φανατισμός, κατάλοιπο της ταραγμένης ιστορικής πορείας των σχέσεων Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού.
Οι Καθολικοί των Κυκλάδων, εξεδήλωσαν ήδη από τα αρχικά στάδια του πολέμου την απροθυμία τους απέναντι στις επαναστατικές κινήσεις των ορθόδοξων Ελλήνων. Πρέπει να τονιστεί ότι οι πρώτες αποφάσεις των εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών των Ρωμαιοκαθολικών για μη συμμετοχή στον Αγώνα, πάρθηκαν ευθύς αμέσως μετά την επίδοση της επίσημης προκήρυξης των Υδραίων προς αυτούς. Στη συγκεκριμένη αυτή προκήρυξη, διαφαινόταν το πνεύμα ανεξιθρησκίας και εθνικής σύμπνοιας, με σκοπό την ευαισθητοποίηση των ρωμαιοκαθολικών κατοίκων των νησιών του Αιγαίου και τη συμμετοχή τους στην Επανάσταση.
Οι «Χριστιανοί της Δυτικής Εκκλησίας» χαρακτηρίζονταν «αδελφοί χριστιανοί και ομογενείς» και συνδέονταν με τους Ορθοδόξους «με τα αυτά συμφέροντα, από τα οποία κρέμανται και τα μερικά, συνδεδεμένους εις αγάπην από το αυτό γένος, από την αυτήν πατρίδαν [...] και με τον αυτόν πανάγιον Σταυρόν, επάνω εις τον οποίον ήπλωσε τας αχράντους χειράς του ο θεάνθρωπος ημών Κύριος». Τέλος, τους ζητούσαν να συνταχθούν όλοι μαζί στον αγώνα «υπό την αυτήν σημαίαν με το αυτό πνεύμα», αφού είναι «κοινή η ελευθερία, κοινά καιτα εκ της ελευθερίας αγαθά».
Τα κύρια στοιχεία της στάσης των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου, ήταν αφενός οι αποφάσεις των κοινοτικών και εκκλησιαστικών αρχών περί ουδετερότητας, οι οποίες επιβλήθηκαν στην πλειονότητα των κατοίκων, αφετέρου μια σειρά από ενέργειες, είτε μυστικές είτε φανερές, που φανέρωναν την εκδήλωση της πίστης τους στο Σουλτάνο και που στρέφονταν κατά της Επανάστασης. Η επίδειξη παθητικής στάσης εκ μέρους των ρωμαιοκαθολικών εκκλησιαστικών και κοινοτικών αρχών, συνδέθηκε αρχικά με τις προβλέψεις και τους υπολογισμούς τους για την τελική αποτυχία της Επανάστασης και με την απόφασή τους να πληρώσουν κανονικά τους φόρους στην Πύλη. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του Raybaud, σχετικά με τις απόψεις των Ελλήνων Καθολικών, οι οποίοι έλεγαν στους ορθόδοξους συμπατριώτες τους τα εξής: «Εμείς δεν σας κατηγορούμε που ξεσηκωθήκατε. Γιατί όμως θέλετε να μας αναγκάσετε να εμπλακούμε σε μια υπόθεση, που θα μας οδηγήσει σίγουρα σε καταστροφή; Όσο θα διαρκέσει ο αγώνας σας εναντίον των Τούρκων, εμείς αποφασίσαμε να πληρώνουμε κανονικά το χαράτσι».
Ωστόσο, η αντεπαναστατική πολιτική των Ρωμαιοκαθολικών, όπως ισχυρίζονταν οι ίδιοι, επιβαλλόταν από το καθεστώς της γαλλικής προστασίας, το οποίο ίσχυε από την περίοδο της τουρκοκρατίας. Σε αυτό το πλαίσιο εντασσόταν και η άρνηση της πληρωμής των φόρων που επέβαλλε η επαναστατική κυβέρνηση σε αυτούς, καθώς τη θεωρούσαν ξένη δύναμη. Έτσι οι επίσημες αρχές των Ρωμαιοκαθολικών, προκειμένου να αποτρέψουν τις έντονες αντιδράσεις που θα προξενούσε η αγνόηση των διαδοχικών προσκλήσεων των επαναστατών, αποζήτησαν την προστασία των γαλλικών προξενικών αρχών της Σμύρνης και του στόλου της Γαλλίας που στάθμευε στο Αιγαίο.
Η ανταπόκριση της γαλλικής κυβέρνησης ήταν άμεση. Ο γάλλος πρόξενος στη Σμύρνη Pierre David εξέδωσε αρκετά έγγραφα προστασίας, ικανοποιώντας τα αιτήματα των ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων. Σʼ ένα από αυτά, το οποίοαναφερόταν στην προστασία των Ρωμαιοκαθολικών της Νάξου, καλούνταν οι οθωμανικές δυνάμεις να «μεταχειρίζονται την Καθολικήν Κοινότητα, ως πιστούς υπηκόους προστατευομένους υπό του πλέον παλαιού φίλου της Υψηλής Πύλης» και «τα άλλα Έθνη τα εισπλέοντα εις την Ναξίαν, να σέβωνται την ουδετερότητα της Κοινοτήτος ταύτης και την υψηλήν προστασίαν του Βασιλέως της Γαλλίας». Στη συνέχεια, ενισχύοντας τον πολιτικό χαρακτήρα της προστασίας, διατασσόταν ο προξενικός πράκτορας του νησιού «να μεταχειρίζηται πάντα τα  νόμιμα μέσα διά την πιστήν εφαρμογήν της παρούσης και τον εξουσιοδοτούμεν να υψοί την γαλλικήν σημαίαν επί της Καθολικής Εκκλησίας και άλλων θρησκευτικών Ιδρυμάτων, εάν τούτο νομίζη αναγκαίον διά να καταστήση την προστασίαν ταύτην αισθητήν είς τα όμματα πάντων».
Επιπλέον, οι ναυτικές δυνάμεις της Γαλλίας και της Αυστρίας παρείχαν την προστασία τους, σε διάφορες περιπτώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελέσαν οι επιδρομές του σώματος του Ζακυνθινού οπλαρχηγού Νέστορ Φαζιόλη εναντίον της Σύρου (Δεκέμβριος 1822-Φεβρουάριος 1823). Η πρώτη αποκρούστηκε με τη συνδρομή ενός αυστριακού πλοίου που βρισκόταν στο λιμάνι, ενώ η δεύτερη με την παρέμβαση μοίρας του γαλλικού στόλου. Ταυτοχρόνως, η Αγία Έδρα εξέφρασε ζωηρό ενδιαφέρον για τους Καθολικούς του Αιγαίου, αφού αποφάσισε, με μια σειρά από ενέργειες, να στηρίξει και να προστατεύσει το καθεστώς ουδετερότητας καθώς έκρινε ότι ο πόλεμος «θα εξέθετεν εις θανάσιμον κίνδυνον τους καθολικούς υπηκόους της Τουρκίας» και θα επέφερε σημαντικά προβλήματα «διά την υπάρχουσα ισορροπίαν».
Όπως είπαμε και παραπάνω, η στάση που τηρήθηκε από τις κοινοτικές και εκκλησιαστικές αρχές των Ρωμαιοκαθολικών, δεν περιορίστηκε μόνο στην απόφασή τους για επίδειξη ουδετερότητας. Συγχρόνως παρουσιάστηκαν εκδηλώσεις φιλοτουρκισμού και πίστης στην Πύλη αλλά και πράξεων που στρέφονταν ευθέως κατά της Ελληνικής Επανάστασης. Μια από τις πλέον αξιοσημείωτες ενέργειες φιλοτουρκισμού αποτέλεσε η έμπρακτη νομιμοφροσύνη που παρείχαν οι κοινοτικές αρχές των Ρωμαιοκαθολικών, μέσω των συχνών επισκέψεων τους στους αρχηγούς του οθωμανικού στόλου, κάθε φορά που εξορμούσαν κατά των νησιών του Αιγαίου. Άλλωστε, στο ουδέτερο λιμάνι της Σύρου κατέφταναν συνεχώς πληροφορίες για τις κινήσεις των Οθωμανών στο Αιγαίο, από τους τοπικούς προξενικούς πράκτορες και τους αντιπροσώπους των Ρωμαιοκαθολικών στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, όταν η οθωμανική αρμάδα κατέπλευσε στο λιμάνι της Σύρου τον Οκτώβριο του 1822, οι πρόκριτοι του νησιού επισκέφτηκαν τον Καπιτάν
-Πασά  (ναύαρχο) «διά να του προσφέρουν τα συμβολικά δώρα υποταγής, άτινα παρεδίδοντο εις αυτόν ανά πάσαν έξοδόν του είς το Αιγαίον». Σύμφωνα μάλιστα με τον Raybaud, ο Καπιτάν-Πασάς έμεινε τόσο ικανοποιημένος από τις εκδηλώσεις υπακοής των Συριανών προκρίτων, ώστε πρόσφερε στον καθένα από ένα καφτάνι.
Ωστόσο, η μοναδική πληροφορία που διασώθηκε από τις συζητήσεις και η οποία χαρακτηρίζει τις φιλοτουρκικές προθέσεις των ρωμαιοκαθολικών αρχών της Σύρου, αφορούσε ένα αίτημα τους σχετικά με την «χρησιμοποίησιν κατασκευασθείσης σφραγίδος, προς σφράγισιν των διαβατηρίων» και η οποία «έφερεν εις το κέντρον δύο ημισελήνους , της μιας έναντι της άλλης και πέριξ τας λέξεις “Sigilio per passaporti di Sira”». Στις επισκέψεις των κοινοτικών αρχών των Ρωμαιοκαθολικών στον διοικητή του οθωμανικού στόλου, οι οποίες συνεχίστηκαν μέχρι το 1824, συμμετείχαν και οι ευρωπαίοι πρόξενοι. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι τον Αύγουστο του 1823, οι «εν Σύρα Πρόξενοι των ξένων Κρατών, ως και ο Επίτροπος και οι Προεστοί της Κοινότητος της Άνω Σύρας» επισκέφτηκαν την οθωμανική ναυαρχίδα προκειμένου να ανανεώσουν την πίστη τους στην Πύλη.
Την ίδια εικόνα περιέγραφε και ο εκπρόσωπος της επαναστατικής κυβέρνησης στα νησιά του Αιγαίου, Κωνσταντίνος Μεταξάς, όταν ο οθωμανικός στόλος κατέφτασε στη Σαντορίνη τον Ιούλιο του 1822: «οι Δυτικοί υποπρόξενοι των ξένων Δυνάμεων, επεσκέφθησαν τον Ναύαρχον Μεχμεταλή, κομίσαντες αυτώ πλούσια δώρα».
Η δυσπιστία απέναντι στην Επανάσταση, οδήγησε τους Ρωμαιοκαθολικούς του Αιγαίου και σε μια άλλη σειρά έμπρακτων ενεργειών νομιμοφροσύνης προς την Πύλη, που ήταν η παροχή περίθαλψης και φροντίδας σε καταδιωκόμενους Οθωμανών και η εξαγορά μουσουλμάνων αιχμαλώτων με σκοπό την παράδοσή τους στην οθωμανική κυβέρνηση. Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι ένα μεγάλο ποσό από το ταμείο της κοινότητας Σύρου (για την περίοδο από τον Νοέμβριο 1821 μέχρι τον Νοέμβριο 1822) διατέθηκε για τη φροντίδα διαφόρων Οθωμανών που κατέφευγαν στο νησί από τις εμπόλεμες περιοχές. Σύμφωνα μάλιστα με το Δρακάκη: «Τούρκοι, Τούρκισσαι, Τουρκάκια, Τζαούσηδες, Αγάδες, ο Καδής των Αθηνών, Τουρκικαί φρεγάδες, τυγχάνουν υποδοχής και περιθάλψεως εις την Σύραν, δαπάναις της Κοινότητος».
Ενώ από την άλλη, σημαντικά κονδύλια διατέθηκαν για την εξαγορά οθωμανών αιχμαλώτων με σκοπό την απελευθέρωσή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε οικονομικό απολογισμό του επιτρόπου της κοινότητας της Σύρου Γ. Στεφάνου, αναφέρεται το εξής: «Έδωσα διά να ξαγοράσω τα Τουρκάκια γρόσια 320». Η εκδήλωση της νομιμοφροσύνης προς την οθωμανική κυβέρνηση των Ρωμαιοκαθολικών της Σύρου δια μέσου της εξαγοράς οθωμανών αιχμαλώτων οδήγησε στην εμφάνιση ανθρώπινου δουλεμπορίου στο λιμάνι της Σύρου. Μάλιστα, το θέμα έλαβε σοβαρές διαστάσεις, καθώς η ελληνική κυβέρνηση «πληροφορηθείσα ότι τι νές ασυνείδητοι μετεκόμιζον εις την Σύρον Τούρκους αιχμαλώτους τους οποίους επώλουν εκεί ως σκλάβους», εξέδωσε διαταγή «πρός όλους τους Επάρχους να εμποδίζουσι την πώλησιν των Τούρκων, και όσους ευρίσκουσι χωρίς άδειαν της Διοικήσεως και διαβατήριον να τους πέμπωσιν οπίσω...».
Τέλος, παρουσιάστηκαν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι Ρωμαιοκαθολικοί, σε συνεργασία με τους προξενικούς πράκτορες των νησιών, επιδίωκαν την απόσπαση μουσουλμάνωναιχμαλώτων από τους επαναστάτες και τη φυγάδευσή τους με τη βοήθεια της γαλλικής μοίρας της Ανατολής. Πιο συγκεκριμένα, την άνοιξη του 1821 δυο γαλλικά πολεμικά πλοία παρέλαβαν αιχμαλώτους από την Τήνο και τη Νάξο, που φυλάσσονταν από τους Ρωμαιοκαθολικούς στα γαλλικά προξενεία των νησιών, και τους μετέφεραν «εις τους  ομοπίστους αυτών εν Μαρμορική (Φύσκω) και εν Ρόδω».
Η στάση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου έναντι της Επανάστασης, δεν περιορίσθηκε στην τήρηση μιας παθητικής στάσης και στην εκδήλωση πράξεων υπακοής στο σουλτάνο αλλά συγχρόνως προέβησαν σε μια σειρά από ενέργειες, οι οποίες στρέφονταν ευθέως κατά του Αγώνα. Η αντεπαναστατική δράση των Ρωμαιοκαθολικών, ιδιαίτερα όταν ο οθωμανικός στόλος περιέπλεε το Αιγαίο, εμφανιζόταν με τη μορφή διαδόσεων ανυπόστατων φημών και ειδήσεων που είχαν ως σκοπό να προκαλέσουν τον πανικό και να ανακόψουν την επαναστατική ορμή των νησιωτικών πληθυσμών, με τελική κατάληξη την ανταπόκριση στα καλέσματα υποταγής που απηύθυναν οι οθωμανοί ναύαρχοι. Για παράδειγμα, όταν τον Ιούλιο του 1822 έφτασαν στη Σαντορίνη τα νέα για την εισβολή του Δράμαλη στη νότια Ελλάδα, όπως ανέφερε ο Μεταξάς: «απαίσιαι φήμαι διεσπείροντο υπό των Δυτικών [...] ότι η Πελοπόννησος εκυριεύθη υπό των Τούρκων, ότι η Διοίκησις διελύθη». Στη συνέχεια εμφανίστηκε ο αιγυπτιακός στόλος πλησίον της Σαντορίνης και οι κάτοικοι της απελπίσθηκαν, «και εκ τούτου λαβόντες αφορμήν οι Δυτικοί τους ηρέθισαν και απεφάσισαν να καταβιβάσωσι την Ελληνικήν σημαίαν και νʼ ανυψώσωσι την Οθωμανικήν». Τέλος, οι Ρωμαιοκαθολικοί του νησιού σε συνεργασία με το Λογοθέτη, ο οποίος ήταν αρχηγός των προκρίτων, πέτυχαν τη σύλληψη του Μεταξά προκειμένου να τον παραδώσουν στους Οθωμανούς. Έτσι, όπως έγραφαν οι ίδιοι στις επιστολές στους: «παραδίδοντες τον Μεταξά εις τους Τούρκους δύναται να σωθή η πατρίς μας και ημείς να φανώμεν πιστοί ραγιάδες». Ανάλογη κατάσταση επικρατούσε και στη Νάξο, τον Αύγουστο του 1823, στις παραμονές της εμφάνισης του οθωμανικού στόλου και από εκεί. Σύμφωνα με τον έπαρχο του νησιού, για την ταραχή και το φόβο των κατοίκων «πολύ συνήργησαν και Λατίνοι και άλλοι Γραικοί τουρκολάτραι».
Οι προσπάθειες των Ρωμαιοκαθολικών να υπονομεύσουν την Επανάσταση μέσω των δηλώσεων υποταγής στο Σουλτάνο και της τελικής αποκήρυξης των αρχών της ελληνικής Διοίκησης, υποστηρίζονταν και από τους κατά τόπους προξενικούς πράκτορες. Μάλιστα, σε περιόδους στη διάρκεια των οποίων ο κίνδυνος αποτυχίας όσον αφορά την εξέλιξη του Αγώνα διαγραφόταν άμεσος, η αντεπαναστατική αυτή συμμαχία ενθάρρυνε τους ορθόδοξους νησιώτες να υποκύψουν στις υποσχέσεις «περί χορηγήσεως αμνηστίας εις όσους θα κατέθετον τα όπλα» που παρείχαν αφειδώς οι επικεφαλής των οθωμανικών στόλων.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Νικόλαου Χρυσόγελου, σχετικά με τις δραστηριότητες του γάλλου υποπρόξενου στη Μήλο Louis Brest, όταν οι οθωμανικές φρεγάτες εμφανίστηκαν στο λιμάνι του νησιού, τον Ιούνιο του 1823: «είδον ένα Μπρέστ πνέοντα μίσος εναντίον των Γραικών. Έπεισε τους Μηλίους να υποκύψωσι προθύμως τον αυχένα, άν ήθελε φανή ο Τουρκικός στόλος». Τέλος, παρόμοιο κλίμα αποδίδεται και στις αναφορές του επάρχου της Νάξου προς τους προκρίτους της Ύδρας το καλοκαίρι του 1824. Σύμφωνα με αυτές αρκετοί πρόκριτοι του νησιού υπέγραψαν τη δήλωση υποταγής, την οποία παρέδωσαν στον υποπρόξενο της Αγγλίας Ν. Φραγκόπουλο «δια να την στείλη εις τον καπιτάν πασά δια μέσου του εν Σμύρνη Αγγλικού προξένου», ενώ την ίδια περίοδο υπάρχουν μαρτυρίες για «αποστόλους Λατίνους και Γραικούς περιφερόμενους και κατηχούντας τον ανόητον λαόν, τους μεν εκ μέρους του ενός αντιπροξένου, τους δε εκ μέρους του ετέρου».
Επιπλέον, οι “Δυτικοί” του Αιγαίου ανέπτυξαν δραστηριότητες, οι οποίες αποσκοπούσαν στη δημιουργία κάθε είδους εμποδίων στην ομαλή εξέλιξη της Επανάστασης, με απώτερο στόχο την αποτυχία της. Ο ανεφοδιασμός πολιορκούμενων οθωμανικών φρουρίων, από τη μία πλευρά, και η κατασκοπία του ελληνικού κινήματος από την άλλη, ήταν οι κύριες ενέργειες των Ρωμαιοκαθολικών που φανέρωναν την απροκάλυπτη εχθρότητα τους προς την Επανάσταση.
Οι μαρτυρίες, σχετικά με τις εχθρικές ενέργειες και δράσεις των Ρωμαιοκαθολικών, είναι πολλές και προέρχονται από ανθρώπους που βίωσαν από κοντά τα συγκεκριμένα γεγονότα. Ένας από αυτούς, ο Ν. Σπηλιάδης προβαίνει στην εξής παρατήρηση: «μόνοι οι πρεσβεύοντες το δυτικόν δόγμα, από το πολιτικόν πνεύμα της Γαλλικής Κυβερνήσεως εμπνεόμενοι, βλέπουσι με βάσκανον όμμα την ελληνικήν επανάσταση, μή θέλοντες να έχωσι πατρίδα την Ελλάδα, όπου εγεννήθησαν, ουδέ χρέη και δικαιώματα, ως πολίται Έλληνες» και αναφερόμενος στους Συριανούς αναφέρει ότι: Αυτοί έστειλαν και εις τους Τούρκους του Ναυπλίου τροφάς με το πλοίον του Σαλάχα, καθώς έστειλαν και εις τους Τούρκους της Καρύστου, με τους οποίους συνεννοούντο διά σημείων συντεθειμένων αναμεταξύ των και τους επληροφόρουν περί του στόλου και περί άλλων αντικειμένων αφορώντων τα του πολέμου. Την κατασκοπευτική δράση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου έρχεται να επιβεβαιώσει και η εξής μαρτυρία του Κ. Κούμα: «Ο Καπουδάν Χουσρέτ Πασάς εμεταχειρίσθη κατασκόπους πολλούς νησιώτας, ακολούθους της Καθολικής εκκλησίας, οίτινες εκ θρησκευτικού μίσους επεβούλευαν τους Έλληνας· έμαθε την εσωτερικήν κατάστασιν των Ψαρών, και ποιά μέρη της νήσου είναι τα ασθενέστερα».
Τέλος, από αναφορά του Αντεπάρχου Ίου Ι. Δημητρακόπουλου προς τον Αρμοστή των Κυκλάδων, πληροφορούμαστε ότι ο Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου έπαιρνε πληροφορίες για τη στρατιωτική κατάσταση της επαναστατημένης Ελλάδας, από ρωμαιοκαθολικό κατάσκοπο.
Οι πρώτες αποφάσεις των Ρωμαιοκαθολικών για μη συμμετοχή στην Επανάσταση, προκάλεσαν τις άμεσες αντιδράσεις των ορθοδόξων συμπατριωτών τους, οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις έλαβαν τη μορφή απειλών για οργανωμένες επιθέσεις βίας. Ωστόσο, οι επεμβάσεις των επαναστατικών κυβερνήσεων και η γαλλική προστασία που απολάμβαναν οι Ρωμαιοκαθολικοί στάθηκαν εμπόδια στις εχθρικές διαθέσεις των ετερόδοξων συμπατριωτών τους. Αξίζει να σημειωθεί, για παράδειγμα, η έγκαιρη επέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης στις αρχές του 1823, ώστε να ματαιωθεί η σχεδιαζόμενη εκστρατεία 500 Τηνίων κατά τις Σύρου, «γιατί θα ήτο επιζήμια για το Έθνος». Έτσι, η αγανάκτηση των ορθοδόξων νησιωτών απέναντι στην παθητική στάση των ρωμαιοκαθολικών, εκδηλώθηκε κυρίως με ύβρεις και απειλές για τη ζωή τους από μικρές ομάδες φανατικών, οι οποίες ενίοτε συνοδεύονταν από εκδηλώσεις βίας. Η παραπάνω εικόνα αποτυπώνεται σε αναφορά του καθολικού επισκόπου Τήνου προς την καθολική Αρχιεπισκοπή  Σμύρνης, σύμφωνα με την οποία μικρές ομάδες θερμόαιμων ορθοδόξων χωρικών λεηλάτησαν καθολικό εκκλησάκι με πρωτοφανή αγριότητα και στη συνέχεια με κραυγές χαράς πέρασαν μέσα από τη συνοικία των Ρωμαιοκαθολικών εκστομίζοντας βαριές ύβρεις και απειλές.
Πάντως η απουσία οργανωμένων φαινομένων βίας κατά των Ρωμαιοκαθολικών, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα αρχή της θρησκευτικής ελευθερίας που χαρακτήριζε τις εκκλήσεις για συμμετοχή στην Επανάσταση, φανέρωναν την ευνοϊκή στάση που κράτησαν εξ αρχής οι επαναστατικές κυβερνήσεις απέναντι στους Ρωμαιοκαθολικούς του Αιγαίου. Η επιλογή αυτή εξέφραζε την ανάγκη δημιουργίας καλών σχέσεων με τις μη ορθόδοξες χριστιανικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, σε μια περίοδο ιδιαιτέρως κρίσιμη για την απρόσκοπτη άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της επαναστατημένης χώρας αλλά και τη σταθερή επιθυμία της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να διασφαλίσει καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας στις ετερόδοξες κοινότητες των νησιών του Αιγαίου, πλήρως εναρμονισμένο με τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Παρά ταύτα, οι επαναστατικές αρχές ουδέποτε σταμάτησαν να θεωρούν παράνομη την άρνηση της καταβολής των φόρων και την καταφυγή σε ξένη προστασία των ρωμαιοκαθολικών κοινοτήτων - παράνομη, σύμφωνα με τη Βόγλη, «με την έννοια ότι ήταν αντίθετη προς τους ελληνικούς νόμους» -, ωστόσο οι αντεπαναστατικές ενέργειες δεν συνδέθηκαν, από την πολιτική ηγεσία της Επανάστασης, με τη σταθερή «προσήλωση σε άλλη χριστιανική Εκκλησία από την Ανατολική». Αντίθετα, σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα επεδίωξαν να πείσουν τους Ρωμαιοκαθολικούς να ενσωματωθούν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, έχοντας όλα τα δικαιώματα του έλληνα πολίτη.
Όμως, η αντεπαναστατική και προδοτική στάση χριστιανών αυτοχθόνων αναιρούσε το βασικό κριτήριο της ελληνικής ιθαγένειας, που ήταν η χριστιανική πίστη. Ωστόσο το πρόβλημα φαίνεται ότι ξεπεράστηκε μέσω της έκκλησης του υπουργείου των Εσωτερικών, το καλοκαίρι του 1823, προς τους “Λατίνους”, η οποία ανέφερε ότι το ελληνικό κράτος στηριζόταν στην αρχή της εθνικότητας και όχι στη θρησκεία. Επιπλέον, τονιζόταν ότι «Μόνο βάρβαρα έθνη συνδέουν τη θρησκεία με την εθνικότητα, έτσι ώστε μικρές θρησκευτικές διαφωνίες να τα κρατούν διηρημένα». Άλλωστε, σύμφωνα με το υπουργείο η εθνική συνείδηση δεν στηριζόταν στη χριστιανική πίστη και γιʼ αυτό το λόγο «δεν μπορεί πλέον ο καθένας που ομιλεί ελληνικά και ζει στο ελληνικό χώμα, να νομίζει ότι είναι μέλος του γαλλικού ή του αυστριακού έθνους επειδή συμβαίνει να είναι Δυτικός Χριστιανός, γιατί νέα κατάσταση έχει έρθει».
Μέσα λοιπόν από την ανάδειξη των παραπάνω ιστορικών μαρτυριών, οδηγούμαστε αβίαστα στα εξής συμπεράσματα. Η αντεπαναστατική δράση των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου δεν οφειλόταν στην επίγνωση των θεολογικών και δογματικών διαφορών ανάμεσα στις δυο ετερόδοξες κοινότητες, όπως προκύπτει από τη μελέτη της ιστοριογραφίας του Αγώνα, αλλά στις παροτρύνσεις των εντολοδόχων της ομόδοξης ευρωπαϊκής προστασίας και στη διατήρηση της προεπαναστατικής τάξης πραγμάτων για τις εκκλησιαστικές και κοινοτικές αρχές των Ρωμαιοκαθολικών που εξασφάλιζε η νομιμοφροσύνη στην Πύλη.
Τέλος, η χαραχθείσα πολιτική των επαναστατικών κυβερνήσεων έναντι των Ρωμαιοκαθολικών του Αιγαίου, αποτέλεσε την αφορμή για αμφισβήτηση της διαχρονικής ενότητας της ελληνικότητας με την Ορθοδοξία, μέσω της διάκρισης μεταξύ εθνικής ταυτότητας και θρησκευτικής συνείδησης, όπως αυτή υιοθετήθηκε στις κυβερνητικές εκκλήσεις προς τους Ρωμαιοκαθολικούς. Έτσι οι σχέσεις Ορθοδοξίας και Καθολικισμού στον ελλαδικό χώρο επαναπροσδιορίστηκαν με γνώμονα τον προσανατολισμό, των υπευθύνων της πολιτικής συγκρότησης του υπό σύσταση ελληνικού κράτους, προς τη δυτική Ευρώπη, η οποία αντιπροσώπευε «το κατʼ εξοχήν πρότυπο κρατικής συγκροτήσεως για την επαναστατημένη χώρα».



*εκ της εργασίας του
«Θρησκεία και θρησκευτική ζωή κατά τον πόλεμο της ανεξαρτησίας»
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Φιλοσοφική Σχολή,
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας



Η δημοσκόπηση του «ΦΙΛΟΛΟΓΟΥ ΕΡΜΗ»







Στις 6/9/2012 ο ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ έκλεισε ένα έτος λειτουργίας. Τότε είχαμε ειπεί ότι καθ’ όλον το διάστημα της υπάρξεώς του «προσπάθησε μέσα από πρωτότυπα κείμενα, κείμενα με αξιώσεις ή και με την δική του γλώσσα και με άρθρα να παρέμβη στην καθημερινή αγωνία όλων μας, είτε στον κοινωνικό στίβο, είτε στην μαθητική αδήριτη και επίπονη δραστηριότητα που έχει τελικό στάδιο την είσοδο στην πανεπιστημιακή κοινότητα.» (ιδέ κι ΕΔΩ).

Πιστός εις τας πεποιθήσεις του, από το διάστημα 20/2/2013 έως 25/3/2013 διεξήγαγε δημοσκόπηση εις τους επισκέπτες του, προκειμένου να μετρήση την απήχηση και τα συναισθήματα που προκαλεί εις εσάς. Όλον τον μήνα περίπου αυτόν λοιπόν:

1.     41.136 άτομα τον επισκέφθησαν
2.     οι εισροές του παγκοσμίως – οι επισκέπτες από κάθε χώρα- (οι δέκα πρώτες) αναλύονται ως εξής:

Ελλάδα
37793
Κύπρος
1619
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
501
Γερμανία
362
Ρωσία
112
Ηνωμένο Βασίλειο
78
Βέλγιο
26
Πολωνία
24
Σουηδία
20
Βουλγαρία
17

3.Οι δέκα πρώτες αναρτήσεις του σε επισκεψιμότητα είχαν ως εξής:

6 Νοε 2012, 2 σχόλια
2134








6 Νοε 2012, 15 σχόλια
1841








14 Ιουλ 2012
1611








6 Νοε 2012, 8 σχόλια
1113








6 Νοε 2012, 1 σχόλιο
692








6 Νοε 2012, 2 σχόλια
579








6 Νοε 2012, 2 σχόλια
445








6 Νοε 2012, 3 σχόλια
371








15 Ιαν 2013
315








6 Νοε 2012
285


Και εις την ερώτηση αν αρέσει απάντησαν μόλις 26 άτομα, δείγμα πολύ μικρό και μόνον ως ενδεικτικό δύναται να το εκλάβη κανείς, ωστόσο υπαρκτόν και αληθινό, το οποίο δεν μπορούμε και να το αγνοήσουμε. Συγκεκριμένα έδωσαν την εξής απάντηση:

πάρα πολύ
  16 (61%)

πολύ
  4 (15%)

λίγο
  1 (3%)

πολύ λίγο / καθόλου
  5 (19%)

Οι θετικές γνώμεις συμπληρώνουν το 76%, ενώ οι αρνητικές το υπόλοιπο 24%. Και ναι μεν και οι τελευταίες δέον να ληφθούν υπόψη και να προσπαθήσουμε να βελτιωθούμε, αλλά και το γεγονός ότι τα ¾ των επικεπτών έχουν θετικότατη άποψη για τον ιστότοπο μας γεμίζει χαρά και ηθική ικανοποίηση ότι κάτι προσφέρουμε και εμείς εις όσα παραπάνω διακηρύξαμε ότι επιχειρούμε να κάνουμε.
Σας ευχαριστούμε και συνεχίζουμε…

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


***





Ύψωσεν την σημαία της επαναστάσεως, την 25ην Μαρτίου εις την Αγίαν Λαύραν ο Παλαιών Πατρών Γερμανός; (ΜΕΡΟΣ Α’)





τοῦ
κ. Νικ. Β. Χρονοπούλου,
Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου





Ἐπὶ μακρὸν χρόνον ἦταν κοινὴ πεποίθηση ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση στὴν Πελοπόννησο ἄρχισε στὶς 25 Μαρτίου τοῦ 1821
στὴν Ἁγία Λαύρα, ὅπου ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ὕψωσε τὴ σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως καὶ ὅρκισε τὰ παλληκάρια, ποὺ εἶχαν συναχθεῖ ἐκεῖ. Ἡ σημαία αὐτὴ μάλιστα ἦταν τὸ χρυσοκέντητο παραπέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱ. Ναοῦ τῆς Μονῆς μὲ τὴν εἰκόνα τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
Ἡ κοινὴ αὐτὴ πεποίθηση ὅμως ἀμφισβητεῖται ἔντονα τελευταίως ἀπὸ πολλούς, εἰδικοὺς καὶ μή, ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι ἕνα τέτοιο γεγονὸς δὲν συνέβη ποτὲ στὴν Ἁγία Λαύρα, ἀφοῦ, ἄλλωστε, εἶναι εὐρύτερα γνωστὸ ὅτι στὶς 25 Μαρτίου ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ὅρκισε ἐπαναστάτες ὄχι στὴν Ἁγία Λαύρα ἀλλὰ στὴν πλατεῖα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τῶν Πατρῶν. Συνεπῶς, καταλήγουν οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἄποψης αὐτῆς, στὴν προκειμένη περίπτωση δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ἀλλὰ μὲ ἕνα μύθο ἤ, στὴν καλλίτερη περίπτωση, μὲ ἕνα θρύλο.
Ἐδῶ ὅμως τίθεται τὸ ἐρώτημα: Ἔχουν ἀκριβῶς ἔτσι τὰ πράγματα; Εἶναι αὐτὴ ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια γιὰ τὴν 25η Μαρτίου τοῦ 1821; Γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση στὸ κρίσιμο αὐτὸ ἐρώτημα, θὰ πρέπει νὰ θυμηθοῦμε τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο καὶ ὁδήγησαν στὴν καθιέρωση τῆς 25ης Μαρτίου ὡς ἐθνικῆς ἐπετείου μὲ διάταγμα τοῦ
Ὄθωνα τῆς 15ης Μαρτίου τοῦ 1838.

Α´

Τὰ γεγονότα αὐτὰ εἶναι, μὲ μεγάλη συντομία, τὰ ἑξῆς: Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1820 ἔφθασε στὴν Πελοπόννησο ὡς πατριαρχικὸς ἔξαρχος, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Ὑψηλάντη, γιὰ τὴν ὀργάνωση τῆς Ἐπαναστάσεως, ὁ Γρηγόριος Δικαῖος ἢ Παπαφλέσσας. Στὶς 6 Ἰανουαρίου τοῦ 1821 ἔφθασε στὴ Μάνη, καὶ συγκεκριμένα στὴν Καρδαμύλη, ὁ Θ. Κολοκοτρώνης ἀπὸ τὴ Ζάκυνθο μὲ ἐντολὴ ἐπίσης τοῦ Ὑψηλάντη. Ὁ Κολοκοτρώνης ἦλθε ἀμέσως σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς προκρίτους καὶ τοὺς καπετάνιους τῆς εὐρύτερης περιοχῆς καὶ τοὺς ἔκανε γνωστό, ὅτι ἡ Ἐπανάσταση θὰ ἄρχιζε στὶς 25 Μαρτίου, ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου.
Ἀπὸ 26 μέχρι 29 Ἰανουαρίου τοῦ 1821 ἔγινε μυστικὴ σύσκεψη στὴ Βοστίτσα (Αἴγιο). Σʼ αὐτὴν πῆραν μέρος, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Παπαφλέσσα ποὺ ἐκπροσωποῦσε τὸν Ὑψηλάντη, καὶ οἱ Πελοποννήσιοι Φιλικοὶ καὶ ἡγέτες. Ἐκεῖ ὁ ὁρμητικὸς καὶ ἐνθουσιώδης Παπαφλέσσας ἀποκάλυψε, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ὡς ἡμερομηνία ἔναρξης τῆς Ἐπανάστασης εἶχε ὁρισθεῖ ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δηλαδὴ ἡ 25η Μαρτίου.
Τέλος, ἀνάλογη σύσκεψη πραγματοποιήθηκε καὶ στὴν τότε ἀγγλοκρατούμενη Ἁγία Μαύρα, δηλαδὴ τὴ Λευκάδα. Στὴ σύσκεψη αὐτή, ἡ ὁποία κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔγινε στὶς 30 Ἰανουαρίου τοῦ 1821 καὶ στὴν ὁποία πῆρε μέρος ἡ ἡγεσία τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος, ἔγινε ἐπίσης γνωστὸ ὅτι εἶχε ὁρισθεῖ ἀπὸ τὸν Ὑψηλάντη ὡς ἡμέρα ἔναρξης τοῦ Ἀγώνα ἡ 25η Μαρτίου.
Ἀπὸ τὰ ἀναμφισβήτητα αὐτὰ ἱστορικὰ δεδομένα προκύπτει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἀρχή, δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἡγεσία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, εἶχε προκαθορισθεῖ ὡς ἡμερομηνία ἐνάρξεως τῆς Ἐπαναστάσεως ἡ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, ἤτοι ἡ 25η Μαρτίου.

Β´

Ὅμως ἡ Ἐπανάσταση δὲν ἄρχισε παντοῦ στὶς 25 Μαρτίου. Προηγήθηκαν τῆς προκαθορισμένης αὐτῆς ἡμερομηνίας ὁρισμένα ἐπαναστατικὰ γεγονότα ἢ καλλίτερα προεπαναστατικὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα ἀξίζει ἐπίσης νὰ θυμηθοῦμε.
Καὶ ἀρχίζουμε ὑπενθυμίζοντας ὅτι οἱ Τοῦρκοι γνώριζαν πολὺ καλὰ τὰ σχέδια τῶν Ἑλλήνων γιὰ ἐξέγερση ἀρκετοὺς μῆνες πρίν. Γιʼ αὐτὸ καὶ ἔστειλαν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ Μαρτίου προσκλήσεις στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς προκρίτους τῆς Πελοποννήσου νὰ πᾶνε στὴν Τρίπολη, προκειμένου νὰ πάρουν μέρος, ὅπως ἔλεγαν, σὲ ἔκτακτη σύσκεψη. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἐπρόκειτο νὰ τοὺς κρατήσουν ὡς ὁμήρους, γιὰ νὰ ἀποτρέψουν ἔτσι τὴν ἐξέγερση στὴν Πελοπόννησο.
Στὴν πρόσκληση ἀνταποκρίθηκαν πολλοὶ προύχοντες, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνους τῶν ἐπαρχιῶν τῆς Βοστίτσας καὶ τῶν Καλαβρύτων. Τὸ ἴδιο ἔγινε καὶ μὲ τοὺς ἀρχιερεῖς. Ἀνταποκρίθηκαν οἱ περισσότεροι. Μεταξὺ αὐτῶν ποὺ δὲν πῆγαν ἦταν βέβαια ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ ὁποῖος προσποιήθηκε ὅτι ὑπέφερε ἀπὸ ρευματισμοὺς τῶν ποδῶν του καὶ συνεπῶς ἀδυνατοῦσε, ὅπως ἰσχυρίστηκε, νὰ μεταβεῖ στὴν Τρίπολη. Οἱ ἀρχιερεῖς ποὺ ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκληση ἦσαν: Ὁ Κορίνθου Κύριλλος, ὁ Ναυπλίου Γρηγόριος, ὁ Τριπόλεως Δανιήλ, ὁ Δημητσάνης Φιλόθεος, ὁ Μονεμβασίας Χρύσανθος, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσὴφ καὶ ὁ Ὀλενῶν Φιλάρετος.
Ὅλοι τους φυλακίστηκαν. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς οἱ πέντε πέθαναν στὴ φυλακή, ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς: τὸν Κορίνθου Κύριλλο, τὸν Ἀνδρούσης Ἰωσὴφ καὶ τὸν Τριπόλεως Δανιήλ, ποὺ ἐπέζησαν καὶ ἀπελευθερώθηκαν, ὅταν τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 1821 ἡ Τρίπολη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων.
Μέσα σʼ αὐτὸ τὸ κλίμα οἱ προεστοὶ τῆς Ἀχαΐας καὶ ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ποὺ μὲ διάφορες προφάσεις ἀρνήθηκαν νὰ πᾶνε στὴν Τρίπολη, στὶς 13 Μαρτίου συναντήθηκαν στὴν Ἁγία Λαύρα, προκειμένου νὰ συσκεφθοῦν ἐπὶ τοῦ πρακτέου. Ἐκεῖ ἔγινε μια σειρὰ συσκέψεων, στὶς ὁποῖες διατυπώθηκαν διάφορες ἀπόψεις. Τελικὰ ἐπικράτησε ἡ γνώμη τοῦ Ἀσημάκη Φωτήλα, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τόνισε στοὺς συσκεπτομένους ὅτι ἔτσι κι ἀλλιῶς ἦσαν ἐκτεθειμένοι ἀπέναντι στοὺς Τούρκους λόγῳ τῆς ἄρνησής τους νὰ πᾶνε στὴν Τρίπολη, τοὺς πρότεινε νὰ κηρύξουν ἀμέσως τὴν Ἐπανάσταση. Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ καὶ ἔτσι στὶς 16 πρὸς 17 Μαρτίου ἀποφασίστηκε ἡ κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης γιὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ.
Ὡστόσο οἱ ἱστορικοὶ διαφωνοῦν γιὰ τὸ ἐὰν στὴ σύσκεψη αὐτὴ ἐλήφθη ἢ ὄχι ἀπόφαση νὰ κηρυχθεῖ ἄμεσα ἡ Ἐπανάσταση. Ἡ ἱστορικὸς Ἔφη Ἀλλαμανῆ γράφει σχετικῶς: «Οἱ περισσότεροι ἱστορικοί, βασιζόμενοι στὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, ὅπου γράφει: “οἱ δὲ συσκεφθέντες ἀπεφάσισαν νὰ μὴ δώσουν αἰτίαν τινά, ἀλλὰ ὡς πεφοβισμένοι νὰ παραμερίσωσι εἰς ἀσφαλῆ μέρη”, ὑποστηρίζουν πὼς καμμιὰ ἀπόφαση δὲν πάρθηκε σʼ αὐτὴ τὴ σύσκεψη. Ἄλλοι δέχονται τὸ ἀντίθετο, στηριζόμενοι σὲ μαρτυρίες ἀπὸ οἰκογενειακὰ ἀρχεῖα ἀγωνιστῶν, ποὺ ἀναφέρουν ὅτι ὄχι μόνο ἀποφασίστηκε τότε στὴν Ἁγία Λαύρα ἡ ἔναρξη τῆς Ἐπαναστάσεως ἀλλὰ πὼς ἔγινε εἰδικὴ δοξολογία στὶς 17 Μαρτίου, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ τιμωμένου ἐκεῖ Ἁγίου Ἀλεξίου, καὶ ἐπακολούθησε ὅρκωμοσία»
Κατόπιν αὐτοῦ τίθεται τὸ ἐρώτημα: σὲ ποιὰ ἀπὸ τὶς δύο ἀντίθετες ἀπόψεις βρίσκεται ἡ ἀλήθεια;

Γ´

Γιὰ νὰ δώσουμε ἀπάντηση στὸ σημαντικὸ αὐτὸ ἐρώτημα, θὰ πρέπει νὰ παρακολουθήσομε ἀπὸ κοντὰ τὶς κινήσεις τόσο τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, ὅσο καὶ τῶν προυχόντων τῆς Ἀχαΐας μετὰ τὴν ἀπόφασή τους νὰ μὴ πᾶνε στὴν Τρίπολη. Καὶ ἡ ἀπόφαση αὐτὴ εἶχε ληφθεῖ ἤδη στὴ συνέλευση τῆς Βοστίτσας.
Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν Πάτρα τὴν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, ἤτοι στὶς 27 Φεβρουαρίου 1821, γιὰ τὰ Καλάβρυτα, ὅπου συνάντησε καὶ τοὺς προύχοντες ποὺ εἶχαν προσκληθεῖ στὴν Τρίπολη. Ἐκεῖ ὁ Γερμανὸς προσποιήθηκε ὅτι ὑπέφερε ἀπὸ ρευματισμοὺς τῶν ποδῶν του καὶ ἔμεινε στὸ κρεββάτι. Ἡ ὑποκριτικὴ αὐτὴ δήλωση ἀσθένειας σκοπὸ εἶχε νὰ κερδιθεῖ χρόνος, ὥστε νὰ φθάσουν ἐκεῖ ὅλοι οἱ προύχοντες, προκειμένου νὰ συνεννοηθοῦν γιὰ τὴν πρόσκληση, ποὺ εἶχαν πάρει νὰ μεταβοῦν στὴν Τρίπολη. Στὶς 9 Μαρτίου ξεκίνησαν γιὰ τὴν Τρίπολη, ἔχοντας μαζί τους καὶ ἀντιπρόσωπο τοῦ Βοεβόδα (διοικητῆ) τῶν Καλαβρύτων. Τὸ βράδυ τῆς ἴδιας μέρας ἔφθασαν στὰ Μαζαίϊκα Καλύβια καὶ κατέλυσαν στὸ καλύβι τοῦ Νταφαλιᾶ. Ἐκεῖ ἔγινε ἔντονη συζήτηση γιὰ τὸ ἐὰν ἔπρεπε νὰ πᾶνε ἢ νὰ μὴ πᾶνε στὴν Τρίπολη. Κατὰ τὴ συζήτηση ἐπενέβη ὁ Φωτήλας καὶ εἶπε: «Νὰ βροῦμε κάποια αἰτία κάπως εὐλογοφανῆ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν μὴ μετάβασίν μας καὶ κατόπιν θὰ σκεφθῶμεν πάλι τί θὰ κάμωμεν». Ἡ πρόταση ἔγινε δεκτὴ καὶ ὁ Γερμανὸς μηχανεύθηκε τὸ ἑξῆς τέχνασμα: Νὰ λάβουν καθʼ ὁδὸν ἐπιστολὴ ἀπὸ κάποιο φίλο τους ἀπὸ τὴν Τρίπολη, στὴν ὁποία νὰ τοὺς γράφει νὰ μὴ πᾶνε ἐκεῖ, γιατί θὰ τοὺς σκοτώσουν.
Τὴν ἐκτέλεση τοῦ τεχνάσματος ἀνέθεσαν σὲ φίλο τοῦ Φωτήλα ἀπὸ τὸ Σούβαρδο, ὁ ὁποῖος πῆρε τὴν ἐπιστολὴ καὶ βαδίζοντας πρὸς Τρίπολη περίμενε τοὺς ἄρχοντες σὲ προκαθορισμένο σημεῖο. Ὅταν οἱ τελευταῖοι ἔφθασαν ἐκεῖ, ἐμφανίστηκε ὁ Σουβαρδίτης καὶ τοὺς ἔδωσε τὴν ἐπιστολή, τὴν ὁποία ὑποτίθεται ὅτι τοὺς ἔστελνε φίλος τους Τοῦρκος ἀπὸ τὴν Τρίπολη. Ἡ ἐπιστολὴ ἔγραφε νὰ μὴ πᾶνε στὴν Τρίπολη, γιατί θὰ τοὺς σκοτώσουν. Οἱ ἄρχοντες, ὅταν τὴ διάβασαν, ἔδειξαν ὅτι ταράχτηκαν. Στὴ συνέχεια τὴν ἔδωσαν στὸ συνοδὸ τους Τοῦρκο νὰ τὴν δώσει στὸν διοικητὴ τῶν Καλαβρύτων, λέγοντάς του ὅτι κατόπιν αὐτοῦ δὲν μποροῦν νὰ πᾶνε στὴν Τρίπολη καὶ ὅτι θὰ ἀποσυρθοῦν σὲ κάποιο μέρος νὰ σκεφθοῦν πῶς θὰ ἀντιμετωπίσουν τὸ ζήτημα.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἄλλαξαν πορεία καὶ πῆραν τὸ δρόμο πρὸς τὴ Ἱ. Μονὴ τῆς Ἁγίας Λαύρας, ὅπου ἔφθασαν τὸ βράδυ τῆς 11ης ἢ 12ης Μαρτίου. Ἐκεῖ ἔγιναν τρεῖς συσκέψεις γύρω ἀπὸ τὸ δίλημμα: Νὰ πᾶνε στὴν Τρίπολη ἢ νὰ κηρύξουν ἄμεσα τὴν ἐπανάσταση; Τελικὰ στὴν τρίτη σύσκεψη ποὺ ἔγινε τὴ νύκτα τῆς 16ης πρὸς 17η Μαρτίου, ἑορτὴν τοῦ Ἁγίου Ἀλεξίου, ποὺ ἑορταζόταν μὲ πανηγυρικὸ τρόπο στὴ Ἱ. Μονή, ἐλήφθη, μετὰ ἀπὸ πρόταση τοῦ Ἀσημάκη Φωτήλα, ἀπόφαση γιὰ ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Ἔγινε δοξολογία καὶ ἀκολούθησε ὁρκωμοσία ἀπὸ τῶν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό. Στὴ συνέχεια οἱ πρού χοντες ἔφυγαν πρὸς τὶς περιοχές τους καὶ ὁ Π. Πατρῶν Γερμανὸς γιὰ τὰ Νεζερά.
Στὶς 16 πρὸς 17 Μαρτίου, λοιπόν, στὴν Ἁγία Λαύρα ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση γιὰ ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Τὸ γραφόμενο δὲ ἀπὸ τὸν Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανό, ὅτι «οἱ συσκεφθέντες ἀπεφάσισαν νὰ μὴ δώσουν αἰτίαν τινά, ἀλλὰ ὡς πεφοβισμένοι νὰ παραμερίσωσι εἰς ἀσφαλῆ μέρη», τὸ ὁποῖο ἐπικαλοῦνται πολλοὶ ἱστορικοὶ γιὰ νὰ ὑποστηρίξουν ὅτι στὴν παραπάνω σύσκεψη δὲν ἐλήφθη ἀπόφαση γιὰ ἐπανάσταση, δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν ἔννοια. Ἡ διατύπωση αὐτὴ σημαίνει ἁπλά ὅτι οἱ μετέχοντες στὴν σύσκεψη ἔπρεπε νὰ ἐπιτελέσουν τὴν ἐπαναστατική τους ἀποστολὴ μὲ κάθε προφύλαξη.
Ἀλλὰ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἔννοια ποὺ ἔχουν οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ, τὰ ἴδια τὰ γεγονότα ἀποδεικνύουν ὅτι στὴν παραπάνω σύσκεψη ἐλήφθη ὄντως ἀπόφαση νὰ κηρυχθεῖ ἄμεσα ἡ Ἐπανάσταση. Καὶ ἰδοὺ τὰ γεγονότα.
Τὸ πρῶτο γεγονός, ποὺ καὶ μόνο του καταδεικνύει τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, εἶναι ἡ κατάληψη τῶν Καλαβρύτων, ποὺ ἔγινε ἐλάχιστες μέρες μετὰ τὴν ἀπόφαση ποὺ ἐλήφθη στὴν Ἁγία Λαύρα στὶς 17 Μαρτίου. Συγκεκριμένα, στὶς 21 Μαρτίου συγκεντρώθηκαν στὴν Ἁγία Λαύρα 600 περίπου ἀγωνιστὲς μὲ ἄμεσο στόχο νὰ καταλάβουν τὰ Καλάβρυτα. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀρχηγῶν, ποὺ ἦσαν παρόντες στὴ συγκέντρωση αὐτή, ἦσαν ὁ Σωτήρης Χαραλάμπης, ὁ Παναγ. Φωτήλας, ὁ Σωτ. Θεοχαρόπουλος, ὁ Νικ. Σολιώτης, ὁ Ἰ. Παπαδόπουλος ἢ Μουρτογιάννης καὶ οἱ Βασίλειος καὶ Νικόλαος Πετμεζᾶς. Πρὶν οἱ ἀγωνιστὲς ξεκινήσουν γιὰ τὰ Καλάβρυτα, παρακολούθησαν δοξολογία στὴ Μονὴ καὶ ὕψωσαν τὴ σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Καὶ ἡ σημαία αὐτὴ ἦταν τὸ παραπέτασμα τῆς Ὡραίας Πύλης μὲ τὴ χρυσοκέντητη παράσταση τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Ἀναφέρεται μάλιστα ὅτι σημαιοφόρος ἦταν ὁ Ἱερομόναχος Γρηγόριος Ντόκος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε τὴ σημαία καὶ κατὰ τὴν πορεία τῶν ἀγωνιστῶν ἀπὸ τὴν Ἁγία Λαύρα πρὸς τὰ Καλάβρυτα καὶ κατὰ τὴν πολιορκία ποὺ ἀκολούθησε.
Ἡ πολιορκία τῶν Καλαβρύτων ἀπὸ τοὺς ἀγωνιστὲς ἦταν ἀσφυκτική. Τελικὰ ὁ Βοεβόδας (διοικητὴς) Ἀρναούτογλου, ποὺ μὲ ὅλους τούς Τούρκους εἶχε καταφύγει στοὺς τρεῖς πύργους τῆς πόλης, ἀναγκάστηκε νὰ παραδοθεῖ. Ἡ πολεμικὴ αὐτὴ ἐπιχείρηση εἶναι ἡ πρώτη ἐπαναστατικὴ ἐπιχείρηση στὴν Πελοπόννησο. Ἀποδεικνύει δὲ περίτρανα ὅτι στὴ σύσκεψη τῆς 17ης Μαρτίου στὴν Ἁγία Λαύρα ἐλήφθη ὄντως ἀπόφαση γιὰ ἄμεση κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης. Ἀλλιῶς δὲν ἐξηγεῖται πῶς σὲ 3 μέρες μετὰ ἔγινε ἡ στρατολόγηση τῶν ἀγωνιστῶν, ἡ συγκέντρωση στὴν Ἁγία Λαύρα στὶς 21 Μαρτίου καὶ ἡ πολιορκία τῶν Καλαβρύτων τὴν ἴδια μέρα (ἡ ἀπόσταση τῶν Καλαβρύτων ἀπὸ τὴν Ἁγία Λαύρα εἶναι μόλις 6 χλμ.).
Ἡ σημαντικὴ αὐτὴ ἐπαναστατικὴ ἐπιχείρηση δὲν ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Εἶναι ἡ ὑλοποίηση τῆς ἀπόφασης ποὺ πάρθηκε στὶς 17 Μαρτίου γιὰ ἄμεση ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης στὴν Πελοπόννησο. Ὑπὲρ τῆς ἄποψης ὅτι στὶς 17 Μαρτίου στὴν Ἁγία Λαύρα ἐλήφθη ἡ ἀπόφαση γιὰ ἄμεση ἔναρξη τῆς Ἐπανάστασης συνηγορεῖ καὶ τὸ ἑξῆς δεδομένο. Ὑπάρχει μήνυμα, ποὺ ἐστάλη ἀπὸ τὰ Καλάβρυτα στὶς 19 Μαρτίου 1821 στὸν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη καὶ ἀναφέρει: Ἐξοχώτατε Α.Μ. Χθὲς ἐτελέσθη τὸ στεφάνωμα καὶ ἔστω εἰς γνῶσιν Σας. Καλάβρυτα τῇ 19 Μαρτίου 1821. Ὑπογραφαί: Νικόλαος Χριστοδούλου Σολιώτης, Ἀ. Σκαλτσᾶς». Ἐδῶ εἶναι σαφές, ὅτι ἡ λέξη «στεφάνωμα» ἔχει συμβολικὸ νόημα. Καὶ τί σημαίνει; Προφανῶς ὅτι κηρύχτηκε ἡ Ἐπανάσταση. Αὐτὸ τὸ συμβολικὸ ἀλλὰ
σαφὲς μήνυμα δὲν μπορεῖ νὰ ἐστάλη παρὰ μόνο ἀπὸ τοὺς προύχοντες ποὺ πῆραν μέρος στὴ σύσκεψη τῆς 17ης Μαρτίου καὶ ἀποφάσισαν νὰ κηρυχθεῖ ἡ Ἐπανάσταση.



Όνειρο στο κύμα (Μία σημειωτική ανάγνωσις)





του
Αποστόλου Μπενάτση




ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ (ΜΙΑ ΣΗΜΕΙΩΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΙΣ) by ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ