ΣΥΝΕΙΔΗΣΙΣ (η φωνή του θεού) (ΜΕΡΟΣ Α’)

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«Νομοθέτησον με Κύριε, εν τη οδώ σου
Και οδήγησόν με εν τρίβω ευθεία»
(ψαλμός ΚΣΤ)


Είναι νύχτα. Ένα αμάξι τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα κάπου σ’ ένα απόμερο μέρος μιας κάποιας επαρχίας. Αίφνης, σαν από το πουθενά, μια γυναίκα προβάλλει καταμεσίς του δρόμου, επιστρέφουσα απ’ την δουλειά της, φέρουσα και μερικά αγαθά για τα παιδιά της. Βλέπεις, από τότε που πέθανε ο άντρας της, αυτή ανέλαβε να ζήση και να θρέψη δυο θυγατέρες, μικρά παιδιά. Ο οδηγός δεν πρόλαβε να πατήση τα φρένα. Το σώμα της άτυχης γυναίκας εκσφενδονίσθη μέτρα μακρυά. Τα ψώνια διεσκορπίσθησαν στον δρόμο. Σταματά. Κατεβαίνει απ’ το αμάξι και τρέχει κοντά. Ένα ρυάκι αίματος σχηματίζεται πλησίον της κεφαλής της άτυχης γυναίκας. Ωστόσο ανασαίνει. Αλλά φαίνεται σαν νεκρή. Να την βάλη γρήγορα στο αμάξι. Μα τα καθίσματα είναι καινούργια. Θα λερωθουν. Πώς να την σύρη ως εκεί; Να φέρη το αμάξι κοντά και ίσως στον χώρον των αποσκευών να είναι εντάξει. Μα πάλι για να πάη στην πόλη, στο νοσοκομείο είναι πολλά τα χιλιόμετρα. Θα αργήση. Κι αν στο μεταξύ ξεψυχήση; Ανακρίσεις, δικαστήρια, αυτόφωρα… Πωπω!!! Θα μπλέξη. Και η δικιά του οικογένεια τον περιμένει. Είναι Σάββατο βράδυ. Θα φάνε όλοι μαζύ. Και φεύγει… Να μην μπλέξη. Μακρυά. Ξαναμπαίνει στο αμάξι. Αναπτύσσει ταχύτητα και φεύγει. Ήταν ατύχημα… Και μια ψυχή μένει εκεί στην άσφαλτο. Νύχτα. Ο ασυνείδητος!!! Έφυγε.


Τι είναι η συνείδησις


Ως λέγει και το αληθές της λέξεως, συνείδησις δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια συνεπίγνωσις (συν + οίδα = γνώσις, γνωρίζω). Αυτό δηλαδή που από κοινού, όλοι εμείς οι άνθρωποι γνωρίζουμε. Η γνώσις που έχουμε όλοι μας. Ναι αλλά τι γνωρίζομε και από πού; Ο Πλάτων νομίζω λέγει την αλήθεια. Η ψυχή των ανθρώπων, πρίν πετάξη δια τα εγκόσμια, ζεί στην αλήθεια. Στο φώς, στον κόσμο των Ιδεών, στην νήσον των Μακάρων, στην Παράδεισο, όλες οι ψυχές βλέπουν, ζούν και αναπνέουν τον κόσμον της αληθείας, τον κόσμον των Ιδεών, των αληθινών όντων, των υπαρχόντων, έτσι όπως ακριβώς είναι. Ο Κύριος είπεν: 

«εγώ ειμί το φώς του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί, ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φώς της ζωής» (Ιωάνν., Η, 12). Ο Ησίοδος πάλι λέγει τα εξής: «Ο θεός τους ώρισεν να ζούν και να κατοικούν, στα πέρατα της γής… και αυτοί μεν κατοικούν έχοντας ξέγνοιαστη καρδιά στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον πολυκύμαντο Ωκεανό, ευτυχισμένοι ήρωες που η πολύκαρπη γή τους χαρίζει γλυκόν καρπόν που ωριμάζει τρείς φορές τον χρόνο» (Έργα και ημέραι, 168-173).

Εκεί στο φώς και στην αληθινώς ευτυχισμένη ζωήν, η ψυχή έλαβεν πνοή και εκεί επιθυμεί να γυρίση. Εκεί στον κόσμον των ιδεών είδε τα πράγματα με το όνομά τους, την αληθινήν υπόστασί των και άρα σαν ήλθε στην ζωή του κόσμου, μπορεί να θόλωσε η ανάμνησις αυτή των αληθινών όντων αλλά ποτε δεν λησμονήθηκε παντελώς. Και αν ακόμα υποπέσωμεν εις δυστυχισμένην ζωήν, γεμάτην κακουχίες, ποιος είναι εκείνος που δεν θυμάται τα ευτυχισμένα κάποτε χρόνια της παιδικής του ζωής και δεν επιθυμεί σφόδρα να τα ξαναζήση; Δεν θυμόμαστε βέβαια πολλές λεπτομέρειες, αλλά κάτι εικόνες ξεθωριασμένες είναι αρκετές να γεμίσουν την ψυχή με εκείνο το συναίσθημα της απωλεσθείσης ευτυχίας. Στον κόσμον τούτον λοιπόν λέγει ο Πλάτων η ψυχή ενθυμείται κάτι απ’ το φώς, αλλά είναι αναγκασμένη να ζή με τις σκιές πλέον. Είχεν γνώσιν τότε, όπως όλες οι ψυχές των συνανθρώπων, της αληθείας των πραγμάτων, προφανώς του καλού, του αγαθού. Όμως στο σκότος στο οποίο έχει περιπέσει αυτή η γνώσις εξανεμίσθη.

Τώρα έμεινε μια φωνή εντός της, η συνείδησις, που βοά να ξαναδή το φώς. Η θολή αυτή εικόνα, η φωνή εντός μας, που προέρχεται από τα παλιά, είναι κοινής καταγωγής σε όλους μας

(συνεχίζεται)




Η επιστροφή του βασιλιά



Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ

-φιλολόγου-



«Μα είναι καιρός οι Αχαιοί
Το δείπνο να ετοιμάσουν,
Όσο που φέγγει, κι έπειτα
Κι αλλιώς θα διασκεδάσουν…
Του τραπεζιού τα δώρα»

(Οδύσσεια)




«Την ώρα εκείνη δίχερο χρυσό, όμορφο ποτήρι, να πάρη ετοιμαζόταν, και να, στο χέρι το’ χε, να πιή κρασί, μήτε έβαζε το θάνατο στο νού του… κι η σαίτα αντίκρυ του πέρασε τη μύτη. Έγειρε δίπλα, του ‘πεσε και το ποτήρι κάτω, κι απ’ τα ρουθούνια ανάβρυσε με μιάς πηχτό το αίμα»(Οδύσσ., χ, 9-18). Ο βασιλιάς που όλοι νομίζανε νεκρό και ρημάξανε το βιός του και το σπιτικό του αντάμα, δίχως να νομίζουνε, ότι ποτέ θε να πληρώσουνε τα κρίματά τους, μόλις είχε επιστρέψει κι άρχιζε η οργή και τιμωρία του.


Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ζ’) (τελευταίον)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(1932) (μετά από μία εβδομάδα)
Ένας άνδρας ασχημοντυμένος, σαν ζήτουλας, με μακρυά γένια και μαλλιά, μπήκε αλαφιασμένος μεσ’ το φτηνό πανδοχείο. Προσπαθούσε να ρυθμίση την αναπνοή του απ’ το τρεχαλητό, εν ώ τα μάτια του κοίταζαν ερευνητικά αλλά και μ’ ένα φόβο τον περιβάλλοντα χώρο.
«-Ορίστε ξένε μου. Τί επιθυμείς;»
Η φωνή μιας χονδρής γριάς απ’ τον πάγκο τον επανέφερε.
«-Ό,τι θένε όλοι γριά. Μιαν γυναίκα να περάσω καλά»
Ο απότομος τρόπος του και τα προφερόμενα κάπως βαριά λόγια του αανησύχησαν κάπως την ξενοδόχα, μα συνιθισμένη σε τύπους του λιμανιού, αμέσως μπόρεσε να μετριάση το ξάφνιασμά της και να μην δώση καν σημασία.
«-Έχουμε την καλύτερη. Και φθηνή αφέντη. Πολύ καλή…»
«-Δεν μ’ ενδιαφέρουν όσα λές γριά. Πέσ’ μου μόνο αν την λένε Μαρία ή σινιόρα Μαρία, όπως την λένε πολλοί»
«-Νεςκε αφέντημ. Ετσά την λένε. Λεφτά έχεις;» η γριά έγινε πιο ψυχρή.
«-Έχω. Πόσα θές;»
«-Μία λίρα»
«-Πάρ’ την. Πού είναι;»
«-Πάνω αφέντη. Στο υπερδώμα. Μόλις ανέβεις δεξιά. Χτύπα και μπές»
Οι οδηγίες της τουρκάλας φαφούτας, ήταν απλές και σαφείς. Τις ακολούθησε βιαστικά εν ώ ένοιωθε τα μάτια της πάνω του, να τον γδύνουν στην κυριολεξία. Για μια στιγμή φοβήθηκε μη και καλέση τους χωροφύλακες. Αλλά δεν έδωσε δεύτερη σημασία. Εξάλλου θα τελείωνε γρήγορα.
Πάνω, μπήκε σ’ έναν βρώμικο διάδρομο, τον οποίον φώτιζε πενιχρά μία λάμπα πετρελαίου, που κρεμόταν στην μέση του μήκους του τοίχου, αριστερά. Ο διάδρομος οδηγούσε σε μιαν ξύλινη πόρτα. Την πλησίασε. Πρίν την χτυπήση, η ματιά του έπεσε σε μιαν κατσαρίδα, που μόλις έβγαινε από κάτω της. Αρα γε θα τον αναγνώριζε ύστερα από τέσσερα χρόνια; Χτύπησε. Μια απάντηση ακούστηκε από μέσα. Δεν διέκρινε την γλώσσα. Ίσως ήταν ιταλικά. Άνοιξε και μπήκε. Δεν αντίκρυσε τίποτα το αξιοπερίεργο. Ένα κρεβάτι σιδερένιο, μια παλια ντουλάπα κι ένας καθρέπτης θαμπός στον τοίχο ήταν τα μόνα έπιπλα του δωματίου, το οποίο μύριζε τσιγαρίλα και κλεισούρα. Τα μάτια του πέσαν πάνω της. Καθόταν στο κρεβάτι και κάπνιζε τσιγάρο. Βλέποντάς τον πήδησε πάνω κι έτρεξε να του βγάλη το σακάκι.
Ήταν αυτή. Τα μαλλιά της είχαν σγουρέψει, το πρόσωπό της ήταν βαμμένο οικτρά, μα σίγουρα ήταν αυτή. Το κορμί της λίγο πιο παχουλό, μα τα στήθη της το ίδιο στητά. Και τα μάτια της γεμάτα σπίθες και υγρά. Δεν τα είχε ξαναδεί έτσι.
«Θέλετε απλό ή απ’ όλα;» τον ρώτησε.
Δεν τον είχε αναγνωρίσει. Του φερόταν σαν πελάτη. Έβγαλε την ρόμπα της κι έπεσε με τα εσώρουχα στο κρεβάτι και περίμνε μπρούμητα. Έβγαλε ένα μαχαίρι απ’ το παντελόνι του κι έπεσε πάνω της. Πρίν βγάλει άχνα της έκοψε το λαιμό και την γύρισε ανάσκελα. Το μόνο που κατάφερε ήταν να έχη τα μάτια της έντρομα καρφωμένα πάνω του. Όλη η ζωή της πέρασε από μπροστά της. Ποιος ήταν αυτός; Γιατί την σκότωσε; Ήθελε λίγες μέρες ακόμη για να φύγη για την Ελλάδα. Το όνειρό της θα γινότανε πραγματικότητα. Είχε μαζέψει το ποσό που χρειαζότανε. Σε λίγες μέρες θα πήγαινε στην Αθήνα, κοντά στα μόνα δικά της πρόσωπα, αν και χωμένα σε κάποιον τάφο. Όλοι οι δικοί της είχαν χαθεί. Τα παιδιά της νεκρά. Ο άντρας της σε άγνωστες φυλακές είχε χαθεί για πάντα. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας τώρα; Τι κακό του είχε κάνει;
Η απορία αυτή, της έμεινε για πάντα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό, καθώς τα μάτια της μείνανε ανοιχτά και η καρδιά της έπαυε να χτυπά. Μείνανε έτσι ν’ απορούν μ’ ένα «γιατί;»…
Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι κι έκατσε στο πλάι με τα χέρια να κρατάη το κεφάλι. Πώς είχε καταντήσει έτσι εκείνος ο νέος με τις μεγάλες ιδέες, ο σπουδαγμένος, που ζηλεύανε πολλοί στην Σμύρνη; Εκείνος που έτρεχε να καταταγή στον στρατό της πατρίδας του, γεμάτος υπερηφάνεια και γεμάτος ελπίδες για το μέλλον του; Πώς στ’ αλήθεια είχε καταντήσει έτσι; Ελεεϊνός, τρισάθλιος, βρώμικος, αλήτης, χυδαίος, ένα απόβρασμα φονιάς.
Κάποιες φωνές απ την σκάλα έξω και σφυρίχτες της χωροφυλακής στον δρόμο τον έκαναν να κάνη γρήγορα την τελευταίαν πράξη του δράματος. Η γριά, όπως είχε φοβηθεί, είχε φωνάξει τους χωροφύλακες τελικά. Το μαχαίρι μπήχτηκε με ταίδια του τα χέρια στο σημείο της καρδιάς. Καθώς διπλώθηκε κι έπεφτε μπροστά κάτω χαμογέλασε ελαφρά. Το αίμα της ήταν ακόμα πάνω στο μαχαίρι. Την αγαπούσε.
Οι χωροφύλακες, όταν μπήκαν στο δωμάτιο αντίκρυσαν ένα θέαμα κοινό για την καθημερινότητα του λιμανιού της Σμύρνης. Ένας διεστραμμένος είχε δολοφονήσει μιαν πόρνη και μετά αυτοκτόνησε. Τίποτα το ενδιαφέρον. Τίποτα το μη κοινό.
Η Σμύρνη συνέχιζε την καθημερινή της ζωή κι ο ήλιος έξω βασίλευε για άλλην μια φορά.

ΤΕΛΟΣ


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Θ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο Θείος έλεγχος της ψυχής

«Βρύση έγινε το μάτι μου κι ομπρός του δεν εθώρα, Κι έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλήν ώρα, Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου, Που έτρεμαν και δεν μ’ άφηναν να βγάλω την μιλιά μου. Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου βλέπουνε μες την άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου, Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νού μου» [(21) 21-27]. Μπορεί απ’ τα δάκρυα που αναβρύζανε σαν βρύση να τον έκανε να χάση την οπτικήν επαφήν με το θεϊκον πρόσωπον της φεγγαροντυμένης, όμως ένιωθε την ματιά της μέσα του κι ούτε να μιλήση δεν μπορούσε και ήξερε πως είχεν απέναντί του κάποιον που μπορούσε και τον γνώριζε καλά. Ο ίδιος το λέει πως έτσι είναι οι θεοί. Βλέπουν διεισδυτικά ακόμη και μές την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής. Άρα ιδού ποια ήτο εκείνη η παλαιά γλυκιά ανάμνησι που αρχικά τον βασάνισε! Η μορφή του θείου.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Ακούς εκεί η πόρνη να πηδιέται με τους αλήτες του λιμανιού!»
«-Ηρέμησε ρε συ Ευγένη. Δεν είναι όπως τα λές»
Ο δραπέτης Περικλής Καραμαλέγκος, προσπαθούσε να συνεφέρη τον φίλο του Ευγένη, καθώς αυτός μόλις είχε μάθει ότι η γυναίκα του είχε περιπέσει στις τάξεις των ιεροδούλων και ήταν έξαλλος. Ο διάλογος γινόταν σε μιαν ελεεινήν ταβέρνα, της οποίας η βρώμα απ’ το κρασί και την τσίκνα ήταν υποφερτή μόνο στα αλάνια, τους κουρελήδες και τους μεθύσους του λιμανιού της Σμύρνης.
«-Και τι να πώ ρε Περικλή; Ύστερα απ’ όλα αυτά που ζήσαμε και πάθαμε, αυτή να καταντήση μια ελεεινή; Μια τσούλα; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Εγώ σάπιζα στη φυλακή κι αυτή…
«-Αλλάζουν τα πράγματα αδερφέ. Κοίτα πως αλλάξαμε εμείς! Δεν ήμασταν κάποτε νοικοκυραίοι, μορφωμένοι, κάποιοι μέσα στην κοινωνία; Κοίτα φίλε πως καταντήσαμε! Εγώ κουρελής κυνηγημένος κι εσύ βρωμιάρης να ‘χης να πλυθής τρίς μήνες φοβούμενοι κι οι δυό και την σκιά μας. Δραπέτες. Το τελευταίο έσκυψε να του το ψιθυρίση στ’ αυτί. Εκείνη η παντέρμη τι ήθελες να κάμη ε; Μόνη μέσα στους απίστους, δίχως άντρα σαν σε πήρανε οι χωροφυλάκοι;»
«-Παράτα με μωρέ. Εμείς μπήκαμε φυλακή. Εκείνη όμως; Εγω σου λέω πως της αρέσει. Μετά από τότε…»
«-Σώπα δύστυχε και δεν ξέρεις τι λές. Αναγκεμένη είναι η γυναίκα. Και άμα τη βρής και της μιλήσης θα το δής».
«-Σίγουρα θα την βρώ. Μα απ’ εκείνο το γιόμα αυτής της αρέση. Εγώ στο λέω ο Ευγένης…»
Συνέχισαν να πίνουν και να ελεεινολογούν, εν ώ η μέρα μόλις άρχιζε να φωτίζη τα πλοιάρια και τις βάρκες που ταν δεμένες στην προβλήτα της ωραίας Σμύρνης.

(συνεχίζεται)


Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Η’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η μυστηριακή, θεϊκή «γυναίκα»

Η μυστηριακή γυναίκα κοίταξε προς τ’ αστέρια κι εκείνα παίρνοντας χαρά από το κοίταγμά της, έλαμψαν περισσότερο, αλλά παρά την λαμπρότητά τους, που τα έλουσε, δεν ξεπέρασαν στην λάμχη και το δικό της φώς. Ύστερα, σαν άλλη αναδυομένη Αφροδίτη, που πατούσε τόσον ανάλαφρα πάνω στην επιφάνεια της θαλάσσης χωρίς να ρυτιδιάση το νερό –ως άυλη μορφή που ήταν- ύψωσεν το ανάστημά της, εμφανίστηκε ψηλή κι αέρινη σαν κυπαρίσσι κι άνοιξε την αγκαλιά της ερωτικά αλλά και ταπεινά, για ν’ αγκαλιάση την κτίση. «Κι η χτίσις έγινε ναός που ολούθε λαμπυρίζει»[(21),8].



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Ε’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

(περιφερειακές φυλακές Αιδινίου, δέκα χρόνια μετά)

«Νο 22757, φεύγεις κι εσύ αύριο γι’ αλλού. Νο …..»
Η ψυχρή φωνή του δεσμοφύλακα, τον έκανε να ξυπνήση. Αλήθεια ήταν λοιπόν, ότι θα τους μετέφεραν αλλού; Αλλά πού; Ο ισοβίτης, πριν δυο μέρες του είχε πεί, ότι τα λατομεία στο Κιρκούκ ήταν γεμάτα από Έλληνες φυλακισμένους. Εκεί θα τους πήγαιναν! Απ’ εκεί μάλλον δεν θα μπορούσαν να ξαναδούν το φώς του ήλιου. Εκεί ολημερίς θα έσπαγαν πέτρες. «Εκεί είναι η κόλαση». Έτσι είχε πεί ο ισοβίτης. Κι αυτός γνώριζε καλά. Έπρεπε λοιπόν να κάνη κάτι πρίν τον μεταφέρουν. Αν ήθελε να παραμείνη ζωντανός.
Ακούμπησε πάλι το κεφάλι του στο σανίδι πού ‘χε για προσκεφάλι και βάλθηκε να μελετά διόδους διαφυγής. Όμως σε μια στιγμή ο νούς του θόλωσε και γύρισε πάλι στο παρελθόν. Εκείνο το δειλινό θα έμενε για πάντα στην μνήμη του. Τότε που αφ’ ού άφησε τον κήπο του που ξεχόρτιαζε, ανέβηκε πάνω, μπήκε στο δωμάτιο του παιδιού κι αφ’ ού πλησίασε το τριών χρονών παιδί, το μαχαίρωσε αφ’ ού του κλεισε το στόμα και δεν έβγαλε άχνα. Έπειτα επέστρεψε στον κήπο και στο ξεχόρτιασμά του.
Η Μαρία έπλενε στην κουζίνα της τα κουζινικά της. Ακόμα θυμάται το ουρλιαχτό της μετα από λίγην ώρα, όταν μάλλον θα αντίκρυσε το παιδάκι μέσ’ τα αίματα, στο κρεβατάκι του. Θύμήθηκε ακόμα και πως το έθαψε σαν σκυλί σε μιάν γωνιά του κήπου, εν ώ πίσω του η Μαρία μοιρολογούσε. Ήταν νύχτα και δεν είχε φεγγάρι.
«-Αλήθεια τι σου έφταιξε το παιδί;» τον είχε ρωτήσει με αναφιλητά. Μα εκείνος ήξερε. Ήταν το μούλικο. Η σπορά εκείνης της βρωμιάς, εκείνου του σούρουπου, τότε που η Σμύρνη καιγόταν. Έπρεπε κι αυτό να έχη την ίδια τύχη με τα δικά του παιδιά. Έτσι έπρεπε να κάνη κι έτσι έκανε. Ακόμα και τώρα δεν αισθανόταν κανέναν οίκτο για εκείνο, την ντροπή του δράματός του, την σπορά εκείνου του βρωμιάρη.
Μα έγνοια σου κι εκείνος δεν είχε καλό τέλος. Χα! Ένα βράδυ πάλι, μπήκε στο σπίτι του αποστράτου ταγματάρχου της τουρκικής εθνοφυλακής Γκερέ Μουσταφά και σαν τον πέτυχε, είχε καιροφυλαχτήσει όχι και λίγο, κοντά στην αποθήκη, στου σπιτιού του την αυλή, τον κοπάνησε στο κεφάλι μ’ ένα ξύλο κι αφήνοντάς τον λιπόθυμο, ασέλγησε πάνω στο σώμα του. Κι όταν άρχισε να συνέρχεται κι αφ’ ού τον κοίταξε στα μάτια, του είπε το όνομά του και τον έσφαξε, χαράσσοντάς του τον λαιμό. Θυμήθηκε και τι είχαν γράψει οι εφημερίδες για το συμβάν. Θυμήθηκε τους τίτλους τους κι ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο σκοτεινό, υγρό κελί του, που δεν το είδε κανείς….
«Διεστραμμένος αφήρεσε την ζωήν αξιοτίμου αποστράτου αξιωματικού του τουρκικού έθνους, προφανώς λόγω διασαλεύσεως των φρένων».
Μα εκείνος ήξερε. Κι αφ’ ού επανήλθε στο τώρα, ξαναβάλθηκε να σχεδιάζη την απόδρασή του.

(συνεχίζεται)