Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ ΣΤ’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η φεγγαροντυμένη
Η παρουσία της δίδει το ύψιστον παράδειγμα της δράσεως του φωτός και της φανερώσεως αυτού επι των πραγμάτων στην ποίησιν του Σολωμού. Το θνητό (=το υπαρκτόν) θνήσκει στην επαφήν του –σύγκρισίν του- με το ιδεατό, το πέραν από την πραγματικότητα, το μεταφυσικόν. Η αγαπημένη του Κρητικού πεθαίνει ευθύς αμέσως μόλις προβάλλει το θείον φάσμα της φεγγαροντυμένης. Είναι αυτό το φάσμα η ψυχή της αγαπημένης, όπως θέλουν μερικοί; Δεν έχει σημασίαν. Σημασίαν έχει η πίστις του Σολωμού, ότι το σώμα μόνον μέσω του έρωτος ή του θανάτου αποκτά το κάλλος του, που γίνεται τότε ορατό. Εκεί προς το τέλος του ορίου, μεταξύ υπαρκτού και μη υπαρκτού, η φύσις σε διαφωτίζει δια την μεταφυσικήν, το επέκεινα, το αθέατον, την ζωή μετά. Οι μορφές του Σολωμού έχουν τελικώς τρείς υποστάσεις: α) την υλικήν-φυσικήν β) την ανθρώπινην-ηθικήν και γ) την θείαν-ιδεατήν. Και υπερέχει εις εκάστην φάσιν της ζωής, η μία έναντι των υπολοίπων.



Μοίρας καθεστώτα (ΜΕΡΟΣ Γ’)

διήγημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

«-Εφές μπέη! Θα κάψουμε κι αυτόν τον μαχαλά;»
«-Γιατί ρωτάς μπρε; Ιτσά κι εδώ» είπε ο αγάς. «-Δές μπας κι ίσα υπάρχουν ασημικά, αλλοιώς κάψτε τα όλα»
Ο διάλογος ήλθε στ’ αυτιά του Ευγένη, ο οποίος μέσα στο σπίτι, κρυμμένος πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα είχε στήσει αυτί, ν’ ακούη τι γίνεται στον δρόμο. Στον διάλογο ανασκίρτησε. Στην απάντησι εκείνου, τον οποίον ο άλλος είχε προσφωνήσει «μπέη», αναγνώρισε την φωνή του τούρκου μαγαζάτορα και παντοπώλου, δίπλα στο προξενείο των Γάλλων, του Μουσταφά Γκερές. Ο Μουσταφά ήταν άλλοτε γνωστός του, όταν ο Ευγένης σύχναζε στο κατάστημά του για ν’ αγοράση τυρί κυρίως και άλλα διάφορα. Είχε το καλύτερο γιδοτύρι της Μ. Ασίας. Ο τούρκος διατηρούσε πριν το 1919 ένα φημισμένο κατάστημα σ’ όλους τους δυτικούς μαχαλάδες. Είχε όμως ξαφνικά χαθεί με την αποβίβαση του ελληνικού στρατού. Να λοιπόν που είχε πάει. Στους ομόφυλούς του, και φαίνεται μάλιστα είχε λάβει και αξίωμα. Μάλιστα! Ο κος Μουσταφά ήταν πάντοτε αναψοκοκκινισμένος σαν μιλούσε για τους νεοτούρκους. Η τύχη μάλλον χαμογελούσε στον Ευγένη. Εάν έβγαινε να του μιλήση, ασφαλώς θα τον αναγνώριζε και τότε ίσως και με κάποιο ποσόν…ίσως
«-Γυναίκα, τα παιδιά το νού σου» ήσαν οι τελευταίες λέξεις του και δίχως να περιμένη απάντησι χύθηκε στον δρόμον έξω. Η Μαρία δεν πρόλαβε να τον συγκρατήση, να του μιλήση. Πού πήγαινε μεσ’ την κοσμοχαλασιά; Πού τους άφηνε;
 Στον δρόμο εξελίσσονταν σκηνές φρίκης. Στρατιώτες άτακτοι, τσέτες βρωμεροί κι απαίσιοι στην όψι τράβαγαν με την βία ανθρώπους, όσους έβρισκαν, έξω απ’ τα σπίτια τους κι αλλού έβαζαν φωτιά. Φλόγες ξεπηδούσαν ως τον ουρανό απ τα δεξιά, εκεί στον μαχαλά της Αγιά Τριάδος. Άλλοι απ’ αυτούς τους σιχαμερούς εκράδαιναν κοσμήματα στα χέρια, κολλιέδες κι έτρεχαν με σατανικά χαμόγελα βγαλμένα απ’ την κόλασι, εν ώ άλλοι αλαφιασμένοι κρατώντας χατζάρες και με τις βράκες τους να ξεχειλίζουν από χρυσές λίρες που σκορπίζονταν στους δρόμους έτρεχαν εδώ κι εκεί. Κάπου εκεί, στην άκρη του δρόμου, δέκα βήματα απ’ το σπίτι του Ευγένη και της Μαρίας ο Γκερές Μουσταφά επέβλεπεν την καταστροφή με μιάν λάμψιν ηδονής στα μάτια, την οποίαν ο Ευγένης πλησιάζοντας δεν πρόφτασε να δή. Είχε και δύο τσιράκια μαζύ του.
«-Κύριε Γκερές…κύριε Γκερές…..»
Στο άκουσμα του ξεχασμένου ονόματός του ο τούρκος αλάφιασε. Γύρισε πίσω να κοιτάξη κι ανεπαίσθητα το χέρι του χούφτωσε την λαβή του πιστολιού του, ενός γαλλικού ρεβόλβερ, δώρο των Γάλλων συμμάχων στον κεμαλικό στρατό. Στην θέα του Ευγένη ησύχασε. Κάθησε και περίμενε να δή τι τον ήθελε αυτός ο ελεεινός. Το θρασίμι! Από πού ξεφύτρωσε μεσ’ την κοσμοχαλασιά! Φυσικά θα τον σκότωνε επι τόπου. Σαν το σκυλί. Ήθελε μόνον ν’ ακούση πως εγνώριζεν το όνομά του.
Στο μεταξύ η Μαρία γεμάτη αγωνία πλησίασε το παράθυρο κι έβλεπε απ τις γρύλλιες, εν ώ η καρδιά της ετυμπάνιζε με δύναμι. Τα μικρά παιδιά, τα οποία μόλις και είχαν μάθει να περπατούν, της τραβούσαν το φουστάνι. Ξαφνικά είδε τον Ευγένη να δείχνη το σπίτι τους στον τούρκο κι αυτός να κάνη νόημα στους δυό δικούς του και να κατευθύνονται όλοι μαζί προς το σπίτι.
«-Τους φέρνει μέσα! Τους φέρνει μέσα!» είπε στον εαυτό της και τρέχοντας προς την εσωτερική σκάλα με τα παιδιά, γύρισε προς την πόρτα και περίμενε.

(συνεχίζεται)


Η αιτία της πτώσεως

άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-

«ο θεός, ο θεός μου, πρόσχες μοι, ίνα τι εγκατέλιπές με;
Μακράν της σωτηρίας μου οι λόγοι των παραπτωμάτων μου»
Ψαλμός, ΚΑ’

Τι είναι μεταφυσική; Κάθε γνώσις, που αναφέρεται πέρα από την φύσιν ή τα φαινόμενα, για την εξηγησιν εκείνου που κρύβεται πίσω απ’ αυτά και τα προσδιορίζει. Κάθετί εν τέλει που ανασκευάζεται και δεν εξηγείται με την εμπειρία, την λογική ανήκει στην μεταφυσική…….

Στις 4 Ιανουαρίου 1454 ο Μωάμεθ ο Πορθητής δίδει την άδεια του κι ενθρονίζεται πατριάρχης ο Γεννάδιος Β’ Σχολάριος. Ούτος ησθάνθη την ανάγκη να εξηγήση στο ποίμνιό του τους λόγους για τους οποίους έπεσεν η Πόλη. Τα επιχειρήματα του πατριάρχου συνοψίζονται στα εξής:
α) Η άλωσις ήταν αποτέλεσμα της εγκαταλείψεως των βυζαντινών από τον θεό, γιατί είχαν αμαρτήσει
β) Η άλωσις ήταν ένα αναγκαίον γεγονός, προιόν της θείας καταδίκης. Ο θεός είχε αφήσει να εξοπλιστή με στρατιωτικήν ισχύν και δύναμιν το οθωμανικόν ασκέρι.
γ) Ήταν άφευκτον η αποφυγή της αλώσεως από τους ανθρώπους
δ) Ο θεός ως φιλεύσπλαχνος, μη θέλοντας να χαθή κάθε ελπίδα σωτηρίας των ορθοδόξων, επέτρεψε την διατήρησι της ορθής πίστεως
ε) Ο θεός ήταν εκείνος, ο οποίος ανασυνέστησε το πατριαρχείον εκ του μη όντος, εμπνέοντας τον Πορθητή να αποφασίση, ώστε να επανιδρυθή ο οικουμενικός θρόνος.

Όπως αφίεται να εννοηθή από την δ’ αιτίαν, οι Βυζαντινοί είχαν απωλέσει την ορθήν πίστιν των κι ο θεός τους εγκατέλειψεν ως αμαρτωλούς. Το κύριον αμάρτημα αυτών κατά τον Γεννάδιον αναφέρεται ρητώς απ’ τον στενόν πατριαρχικόν φίλον του, τον Θεόδωρον Αγαλλιανόν: «ήταν η ένωσις των εκκλησιών που είχε συμφωνηθεί στη σύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας τω 1438». Λέγει δε χαρακτηριστικά: «όλοι ηκολουθούσαν το ρεύμα της ενώσεως των εκκλησιών εκτός από εμάς τους ανθενωτικούς, είτε θεωρώντας εσφαλμένα τα άγια δόγματά μας είτε από άγνοια είτε αναστατωμένοι από τον φόβον, διότι οι τούρκοι ολοένα ζυγώνανε, είτε συρμένοι με την βία. Αλλά γι’ αυτό ήρθε η οργή του θεού επάνω στους υιούς της απωλείας κι ανέτρεψε τα πάντα».
 …………………….

Αι απανωταί συμφοραί του Βυζαντίου έπεισαν τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο πως μόνον από τη Δύση μπορούσε να περιμένη βοήθεια. Έτσι παραβλέποντας την αντίδρασι απεφάσισε να προχωρήση στην ένωσιν των εκκλησιών….Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να γίνη γρήγορα η ένωσις, ώστε να αποσπάση βοήθειαν από τους Ευρωπαίους, όμως η συμπεριφορά των δυτικών ήταν σκληρή κι έμοιαζε συμπεριφορά νικητού προς ηττημένον…

Γράφει η εφημερίς Ορθόδοξος Τύπος: «αι κεφαλαί της ορθοδόξου εκκλησίας ανα τον κόσμον, υπο την καθοδήγησιν του οικουμενικού πατριάρχου αποδεικνύονται βασιλικότεροι του πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος ησπάσθη την διπλωματίαν της αγάπης του Βατικανού κι έθεσε τας βάσεις δια την προσέγγισιν ή ένωσιν της ορθοδόξου εκκλησίας μετα των παππικών... ο οποίος είχεν ειπεί, να βάλωμεν τα δόγματα εις την αποθήκην!!!... ας μη λάβωμεν υπ’ όψιν μας την αληθεία, την οποίαν ομολογεί η ορθόδοξος εκκλησία κι ας μην ελέγχωμεν τας αιρετικάς καινοτομίας της εκκλησίας της Ρώμης.»
……………………..

Αν ισχύει η σκέψις του Γενναδίου, ότι η επιχειρούμενη ένωσις των εκκλησιών και η εγκατάλειψις της πίστεως ήμων των ορθοδόξων ήτο τόσον βαρύ αμάρτημα, ώστε ο θεός να τιμωρήση τόσον σκληρά την Πόλιν, κι αν τώρα η επιχειρούμενη πάλι ένωσις μετα του παπικού καθεστώτος , ο οικουμενικός πατριάρχης έκανε συλλείτουργον κι αυτός με τον αιρεσιάρχην Πάπαν, αποτελεί πάλιν αιτία ίνα ο θεός αποστρέψη το βλέμμα του από εμάς, τότε τι θέλει να περιμένη το έθνος σήμερα, να το εύρη καταστροφή; Τι μας περιμένει; Όχι τίποτα άλλο, απ’ ό,τι ήδη είναι εμφανές…….

Ο θεός μας εγκατέλειψεν, διότι ημείς πρώτοι υιοθετήσαμεν την ασέβειαν, ως είπεν κι ο Γεννάδιος. Τελικώς ας ανακράξωμεν όλοι ό,τι μας λέγει ο ψαλμωδός Δαυίδ: «τα παραπτώματά μου είναι η αιτία που είμαι μακράν από την οδόν της σωτηρίας μου».


απόσπασμα από το άρθρο
«η αιτία της πτώσεως-μια μεταφυσική εξήγησις της παρακμής των νεοελλήνων»
 που εδημοσιεύθη εις την εφημερίδαν «Ελεύθερος»
τη Τρίτη 31 Αυγούστου 2010 



Το πεπρωμένο που αλλάζει

ποίημα του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-


Μέσ’ απ’ το άπειρο που υπήρχαμε κι οι δυό
Δυό κόσμοι δύο, σε παλάτ’ αλαβάστρινο
Η ψυχή σου η λαμπρή, κι η ψύχή μου η φτωχή,
Στης Μοίρας το σκαλί κι οι δυό γονατιστοί

Ακούσαμε ταπεινά του θεού την εντολή
Να φύγουμε μεσ’ την θολή αυγή για παντοτινά,
Ωσάν χρυσές ακτίνες, ωσάν κάτασπρα πουλιά
Μ’αγάπη στην καρδιά σε θάλασσες γαλήνιες.

Οι δρόμοι μας ενωθήκανε κάτω απ’ το φώς
Της σελήνης κι αγαπηθήκανε, ως το θέλησ’ ο θεός
Μα το τίποτ’ ήταν δυνατό και το πάν εχάθη,
Ενίκησε έν’ αόρατο κακό κ’ η Μοίρα π’ εγράφη

Άλλαξε, το γραφτό απ’ το μελάνι της εμαράθη,
Ξεθώριασε το καλό, στην καρδιά σου τα λάθη
Τη ζωή σου σκοπό ‘βάλανε να γεμίσουν πάθη,
Πάθη που μας ‘κάψαν και τους δυό κ’ έμεινα μόνος να πονώ.

Κ’ ήρθε η στιγμή, π’ η καρδιά μ’ έκλαψε
Γιατί δεν μπόρεσε π’ έχασε τη δική της διαδομή
Κι ωσάν περαστική, σε σταυρωμένο σταυροδρόμ’
Αντάλλαξ’ αγάπη που πόνοι την κάνανε μαρτυρική

Κ’ ύστερα ένα τίποτ’ ούτε ένα γεία
Λές και δεν ήτανε παντοτινά τα φιλιά, τα’ ανείπωτα
Σου λόγια γι’ αγάπη αιώνια, λές κ’ ουχί μαζί
Δεν μας ώρισεν η Μοίρα η τρανή να ζήσωμε τα χρόνια.

Τώρα πια μοναχικές οι καρδιές γυρίζουνε γυμνές,
Το πεπρωμέν’ εχάθη, γλαύκες κρώζουν στις ψυχές,
Θάνατος κυκλώνει από παντού, οργή θεού
Με περιμένει στα γύρω μέρη και ζωή τρελλού

Το τραγούδι:
http://www.youtube.com/watch?v=4rjqKpyJ8Gw





Για μιαν πνευματικήν επανάσταση

επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Ο λαός άμα κατάλαβε πως ήτανε πεσμένος, ταπεινωμένος, δυστυχισμένος εζήτησε αλλαγή. Τα ένστικτο της αυτοσυντήρης τον σπρώχνει. Πρέπει να γίνη κάποια αλλαγή. Αλλαγή του τρόπου με τον οποίον τον ανέθρεψαν και τον εδίκασαν και τον εκυβέρνησαν και τον εφορολόγησαν και τον ωργάνωσαν ως τώρα. Και επειδή το προχειρότερο και φανερώτερο και πιο χειροπιαστό στοιχείο του τρόπου αυτού, είναι τα πρόσωπα που τα τελευταία τούτα χρίνια τον εδιοίκησαν, εχτύπησεν ο λαός αυτούς, εναντίον τους εξέσπασεν ο δίκαιος θυμός του και επίμονα εζήτησε την αλλαγή τους. Εζήτησεν, επόθησεν, επικαλέσθηκε νέους ανθρώπους, νέους άντρες, νέους οδηγούς και κυβερνήτες και επαραδόθηκε σε εκείνους που εφανερώθησαν με πίστη κι αφοσίωση απεριόριστη.
Εις τα νεα πρόσωπα επαρέδωκε την τύχη του. Τους είπε: πάρτε τα πάντα, είμαι δικός σας. Δώστε μου νέους νόμους, νέα διοίκηση, νέα φορολογία, νέα δικαιοσύνη, νέα οργάνωση. Δώστε μου νέα ζωή.
Αρνήθηκε λοιπόν ο λαός ωρισμένα πρόσωπα, που για αυτόν αντιπροσωπεύουν έναν τρόπον ζωής και ίσως εις το βάθος, αρνήθηκε περισσότερο τα πρόσωπα παρά την ζωή εκείνη. Και επόθησε νέα πρόσωπα και μαζί μ’ αυτά αόριστα κάπως νέα ζωή και ίσως περισσότερο τα νέα πρόσωπα παρά αληθινα τη νέα ζωή. Γιατί, αποτέλεσμα κι αυτό της ανατροφής και της μόρφωσης που του έδωκεν ως τώρα η τάξη που τον εκυβερνούσε και τον ωδηγούσε, εν ώ ο λαός επαναστάτησε και ζήτησε ανόρθωση και αλλαγή, δεν ήξερε, δεν είναι σε θέση να ζητήσει ωρισμένο περιεχόμενο για την νέα του ζωή. Η επανάσταση του είναι περισσότερο αρνητική παρά θετική. Το μέλλον το βλέπει πάντα αόριστα και θολά μέσα από την σκέπη μόνο πόθων και ταπεινωμένων φιλοδοξιών
Το τι συμφέρει το λαο, το τι θα πραγματοποιήσει, τον πόθο της νέας ζωής δεν το ξέρει. Επερίμενε και περιμένει να του το δώσουν οι νέοι άντρες, που θα φέρουν τους νέους νόμους. Θα εξαρτιέται λοιπόν το μέλλον του λαού και πάλι από ωρισμένα πρόσωπα, όχι από τάξη νέα ανθρώπων αλλα από ένα πνεύμα, μία θέληση ένα χαρακτήρα.
Μα εδώ φαίνεται και πάλι πόσο κρίσιμο είναι το σημείο αυτό της αλλαγής. Μεγάλη θα είναι η ευτυχία του ελληνικού λαού, αν το νέο ή τα νέα πρόσωπα κοντά στον χαρακτήρα, στη θέληση, στη δύναμη του νού, μπορέσουν να του δώκουν και το περιεχόμενο της νέας ζωής. Το περιεχόμενο το ηθικό και πνευματικό.
Αλλά κι ο πιο σιδερένιος χαρακτήρας κι η πιο αγνή θέληση μπορεί να υποχωρήσει ή να συντριφτεί, όταν έχει να παλαίψει με ένα περιβάλλον μολυσμένο από την πρόληψη, με έναν βούρκο από λογής λογής προσωπικά συμφέροντα στηριγμένα απάνω στις πλάνες του λαού.
Βέβαια άνθρωποι νέοι θα είναι εκείνοι που θα πραγματοποιήσουν τη νέα ζωή. Μα το σπουδαίο είναι να καταλάβει ο λαός, πως οι νέοι ανθρωποι, οι δυνατοί χαρακτήρες, τα δυνατά μυαλά, τα στιβαρά τα χέρια έχουν μεγάλη και σωτήρια επίδραση, όταν υπηρετούν τις ιδέες εκείνες που βγαίνουν από το συμφέρον του λαού. Τα ίδια αυτά μυαλά, οι ίδιοι χαρακτήρες, τα ίδια χέρια, αν υπηρετούν ιδέες που δεν ανταποκρίνονται προς το συμφέρον του λαού ή δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν αληθινά την νέα ζωή ή μπορει να είναι ανώφελα και βλαβερά.
Απ αυτό καταλαβαίνει κανείς πως είναι μεν ευτύχημα σημαντικό να κυβερνιέται ένας λαός από ανθρώπους με σιδερένιο χαρακτήρα και δυνατό νού, αλλά ότι το σημαντικότερο μέρος της αλλαγής και της ανόρθωσης δεν είναι στην αλλαγή των προσώπων αλλα κάπου αλλού.
Πρέπει λοιπόν ο λαός πάυοντας να προδοκάει παθητικά τη σωτηρία του από άλλους να γνωρίσει και να λατρέψει τις ιδέες εκείνες που βγαίνουν από μέσα από το αληθινό συμφέρον του λαού και του έθνους όλου.
Τότε μόνο θα είναι ο λαός πραγματικός κυρίαρχος και κυβερνήτης της τύχης του, άμα ξέρει τι τον συμφέρει και ζητάει επίμονα την εφαρμογή του. Από τα σπλάχνα του φωτισμένου λαού πρέπει να βγεί η αληθινή επανάσταση. Επανάσταση πνευματική, που χωρίς τουφέκια και σπαθιά η δύναμή της θα είναι τρίσμέγιστη και ακατανίκητη. Επανάσταση που θα τη οδηγούν ιδέες, ιδέες βγαλμένες από τον σημερινό ελληνισμό, από την κοινωνική εθνική και φυλετική μας πραγματικότητα, από το αληθινό συμφέρον του ελληνικού λαού κι όλης της φυλής.

Δημητρίου Γληνού
«επανάσταση και ανόρθωση» (1910)



Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ του Διον. Σολωμού (ΜΕΡΟΣ Ε’)



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

Η φανέρωσις του θείου
στον άνθρωπο
«Κάθε ομορφιά να στολιστή και τον θυμό ν’ αφήση. Δεν είναι πνοή στον ουρανό, στην θάλασσα, φυσώντας. Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας. Όμως κοντά στην κορασιά, που μ’ έσφιξε κι εχάρη, εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι»[(20)6-10]. Επικρατεί μια κατανυκτική ατμόσφαιρα. Η ψυχή του ποιητού επιτάσσει τέτοιες ώρες να εγκαταλείψη κάθε τι ανόσιον π.χ θυμόν, διότι το κάλλος, η ομορφιά θα συναντήση το υπέρτατον αγαθόν. Ακόμη και η κορασιά, η αγαπημένη φαίνεται να ξυπνάη απ’ τον λήθαργον της για λίγο, νοιώθει την ευτυχία, τον σφίγγει στην αγκαλιά της και κατόπιν λιγοθυμά ή ξεψυχά, χωρίς να το αντιληφθή ο αγαπημένος της. Στην νυχτιά εκείνη, ούτε αύρα δεν λαφροφυσά και το αργυρό φεγγάρι κάνει να λαμποκοπά στο τρεμοφώς του ο πόντος, η θάλασσα.



Η κάμψη της υπερηφάνειας

Άρθρον του
ΝΙΚΟΛΆΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΎΛΗ
-φιλολόγου-

 «Εμείς πάμε να βγάλουμ' έν' αφέντη κι άλλος μας φυτρώνει»

«Ο Ντεμίς Αγάς δεν κατοικούσε πλέον στο χωριό... Σπανίως, όμως, για να δοκιμάζει τις διαθέσεις των Νυχτερεμιωτών και να επιβλέπει τις αποθήκες και το Κονάκι, όπου είχε αποθηκεύσει πολύ αραποσίτι, έφτανε έως το Νυχτερέμι, πάντοτε με συνοδεία... Όταν φανερωνόταν μπροστά τους, ασυνείδητα, σαν να κινούνταν από κανένα εσωτερικό ελατήριο, σηκώνονταν και του έκαναν βαθιά υπόκλιση. Αλλά όταν έλειπε από τα μάτια τους, ευθύς θύμωναν συναμεταξύ των, για τον πρόστυχο αυτό φόρο της δουλείας τους. Ορκίζονταν, όταν άλλη φορά ξαναφανεί, κανείς να μην τον προσκυνήσει, ούτε να του προσηκωθεί. Τι τάχα ήταν αυτός; Και τι τον είχαν εκείνοι; Δεν ήταν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν αφέντης. Αλλά μόλις ο Ντεμίς Αγάς πρόβαλλε στα σύνορα του χωριού, πάλι η κρυμμένη μέσα τους από αιώνες δουλοσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους. Το ίδιο συνέβη και τώρα.
Ο αγάς, παχύς, κοιλαράς, με την ανατολίτικη αδράνεια ζωγραφισμένη στο πλαδαρό και ροδοκόκκινο πρόσωπο, τη νυσταγμένη και αναλλοίωτη έκφραση στο βλέμμα, με την ασήκωτη αγερωχία, κατέβηκε αργοκίνητος στη σκάλα του Κονακιού... Ολόγυρά του τρεις φουστανελοφόροι Αρβανίτες, ντυμένοι στ' άρματα και τα τσαπράζια, στο δεξί χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, κοίταζαν στο γιαπί με μάτια θυμωμένα. Και οι χωριάτες άρχισαν αθέλητα να αισθάνονται τον προπατορικό τρόμο μέσα τους ανυπόταχτο. Η ελάχιστη εκείνη συνοδεία φαινόταν στα μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου και φοβερού πασά των περασμένων χρόνων, απ' εκείνους που τρόμαζαν τους πάππους και προπάππους τους και άφησαν φριχτή παράδοση στη γενιά τους.
Και από την επίδραση της παραδόσεως αυτής και από τα φοβισμένα σπέρματα των προγόνων, που έφερναν απαράλλαχτα στο αίμα τους οι Καραγκούνηδες, άρχισαν να αισθάνονται τον αέρα περίγυρα γεμάτο από φρίκη και απειλή. Φόνοι και δαρμοί και βάσανα και πυρκαγιές, όλα τα κακά, όσα υπέφεραν από τους Τούρκους δεσπότες οι πρόγονοί τους, ζωγραφίζονταν τώρα εμπρός στα μάτια τους, βούιζαν τα παράπονα και οι στεναγμοί στ' αυτιά τους και τους έσπρωχναν νεκρούς από το φόβο, στο δουλικό και απαραίτητο προσκύνημα. Οι χωριάτες εσηκώθηκαν ολόρθοι... κι άρχισαν μονόγνωμοι τον τεμενά. Και, όταν ο αγάς, τριποδίζοντας το άλογο, επέρασε από κοντά τους κι εχάθηκε μακριά μέσα σε σύννεφο σκόνης, μελαγχολικοί και αμίλητοι κάθισαν πάλι στο γιαπί και για πολλή ώρα δεν τολμούσαν ο ένας να αντικρύσει τον άλλον».
(απόσπασμα από τον «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα)
Αναρωτιούνται λοιπόν πολλοί πού βρίσκει ο νεοέλληνας την ψυχική ηρεμία και δεν αντιδρά, δεν εξεγείρεται ενάντια στη δουλεία, που εισάγουν οι σύγχρονοι δεσπότες του. Πολλοί είναι και εκείνοι που πιστεύουν ότι, εάν η σύγχρονη Ελλάδα ξεσηκωθεί, τίποτα δεν θα μείνει όρθιο από την τυραννία. Τίποτα, όμως, δεν θα γίνει από αυτά, καθώς έχει πάψει να ενυπάρχει στην ψυχή του σύγχρονου Έλληνα το αδούλωτο φρόνημα. Εάν εξαιρέσει κανείς τα χρόνια του μεγάλου πολέμου και την ψυχική προπαρασκευή για την αντιμετώπισή του βεβαίως, δεν έχει μείνει τίποτα από το υπερήφανο εντός του. Η παράδοση της δουλοφροσύνης καλλιεργήθηκε πολύ καλά από τους νέους αφέντες. Καλά να πάθουμε... «Μας ηύραν όλους ζωντόβολα και μας μάδησαν».