ΚΛΕΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ "ΚΟΚΚΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ"

Της Πολύμνιας Αγγελοπούλου

Ανθρωποφαγία, σεξουαλικότητα, διδακτισμός και happy -ή όχι και τόσο- end. Με κοινό παρονομαστή την πορεία ενός κοριτσιού προς την ενηλικίωση.

Το παρόν άρθρο έχει διττή στόχευση: αφενός να φωτίσει εκδοχές του μύθου της Κοκκινοσκουφίτσας, από την πιο ''φωτεινή'' ως την πιο ''σκοτεινή'', αφετέρου ν’ αποτελέσει μια αρμαθιά ερμηνευτικά κλειδιά, προκειμένου ο μύθος να ξεκλειδώσει στη διαχρονία του.

Η βασική πλοκή περιλαμβάνει ένα κορίτσι που πρέπει να μεταφέρει ένα καλάθι με τρόφιμα στο σπίτι της άρρωστης γιαγιάς της. Στον δρόμο της συναντά έναν λύκο ο οποίος την προσεγγίζει και, αποσπώντας της πληροφορίες για το πού μένει η γιαγιά, φθάνει πρώτος στο σπίτι. Εκεί προσποιούμενος την εγγονή, εξαπατά και καταβροχθίζει τη γιαγιά. Έπειτα μεταμφιέζεται στη γιαγιά, για να εξαπατήσει και να καταβροχθίσει και την εγγονή, που θα φθάσει λίγο αργότερα.

Οι διάφορες εκδοχές αποτελούν προσθήκες ή τροποποιήσεις στοιχείων της βασικής πλοκής.


ΕΚΔΟΧΕΣ GRIMM & PERRAULT

Η πανηγυρικά δημοφιλέστερη είναι αυτή των γερμανών φιλολόγων και παραμυθογράφων αδελφών Grimm, στην οποία το παραμύθι χρωστά τη διεθνή του απήχηση. Οι Grimm περιόδευαν σε χωριά τής Β. Ευρώπης για να καταγράψουν λαϊκές αφηγήσεις και μυθολογικά θέματα της Γερμανίας και των γύρω χωρών. Συνένωσαν δύο εκδοχές, όπως τις άκουσαν από δύο γυναίκες, καθιστώντας τη δεύτερη συνέχεια της πρώτης. Έτσι η ιστορία διαμορφώθηκε ως εξής: η Κοκκινοσκουφίτσα και η γιαγιά σώθηκαν από έναν κυνηγό που ενδιαφερόταν για το δέρμα τού λύκου. Όταν άλλος λύκος τις πλησίασε, κατόρθωσαν να τον εξαπατήσουν και να τον σκοτώσουν. Το παραμύθι τοποθετείται στο πρώτο μέρος του τρίτομου έργου τους Παιδικά και Σπιτικά Παραμύθια (Kinder und Hausmarchen, 1812, 1815, 1822). Ωστόσο οι Grimm επανεξέτασαν το παραμύθι. Στην τελική εκδοχή (1857), ο ξυλοκόπος αντικατέστησε τον κυνηγό.

Μολονότι η εκδοχή των Grimm χρονικά έρχεται τελευταία, είναι η μόνη που φέρει καλό τέλος, και σε αυτό, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αποδοθεί η δημοτικότητά της. Η εισαγωγή ευχάριστου τέλους υπηρετεί την πρόδηλη στόχευση των αδελφών στο παιδικό αναγνωστικό κοινό (πβ. τον τίτλο της συλλογής), και την πρόθεσή τους να απομνημειώσουν το έργο τους: Ένα ευχάριστο τέλος δεν δίνει μόνο θετικό συναισθηματικό πρόσημο στην όλη ιστορία, αλλά «πουλάει» κιόλας.

H εκδοχή των Grimm εδράζεται στην προγενέστερη -σαφώς συντομότερη και λιγότερο φιλική- εκδοχή του Γάλλου συγγραφέα και ακαδημαϊκού Charles Perrault (Περό). Η εκδοχή, με τίτλο Le Petit Chaperon Rouge, αποτελεί το πρώτο τυπωμένο δείγμα τού μύθου και απαντάται στο έργο του Παραμύθια της Μαμάς Χήνας (Contes de ma mère lOye, 1697), όπου περιλαμβάνονται και άλλα δημοφιλή παραμύθια, όπως η Ωραία Κοιμωμένη, η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος Γάτος και ο Κοντορεβυθούλης.

Η εκδοχή παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον για τρεις λόγους. Πρώτον, ο Perrault είναι ο «νονός» τής Κοκκινοσκουφίτσας, αφού προσθέτει την κόκκινη κάπα, η οποία δεν υπήρχε στις προγενέστερες εκδοχές (η ιστορία ενός περιπλανώμενου στο δάσος κοριτσιού, ντυμένου στα κόκκινα, στην Ιταλία τού 11ου αι., ίσως δεν πρέπει να θεωρηθεί συναφής). Δεύτερον, η εκδοχή επιφυλάσσει κακό τέλος, διότι κανείς δεν σώζει τις δύο γυναίκες. Τρίτον, το κακό τέλος επισφραγίζεται με ένα ηθικό δίδαγμα (επιμύθιο), σύμφωνα με το οποίο τα παιδιά και ιδιαίτερα οι ελκυστικές, καλοαναθρεμμένες νεαρές κυρίες, δεν πρέπει ποτέ να μιλούν σε ξένους, γιατί αν τυχόν το κάνουν, μπορεί κάλλιστα να εξασφαλίσουν γεύμα για έναν λύκο. Λέω ‘λύκο’, αλλά υπάρχουν ποικίλα είδη λύκων. Υπάρχουν και αυτοί που είναι γοητευτικοί, ήσυχοι, ευγενικοί, μετριοπαθείς και γλυκείς, που ακολουθούν τις νέες γυναίκες στο σπίτι και στους δρόμους. Και, δυστυχώς, είναι αυτοί οι ευγενικοί λύκοι οι πιο επικίνδυνοι απ’ όλους (δική μου μτφ.).


Το τέλος του Perrault αφήνει στον δέκτη τού παραμυθιού μια πικρή επίγευση. Ακολούθως, η ένδειξη ηθικό δίδαγμα βεβαιώνει για τον αμιγώς διδακτικό προσανατολισμό τής εκδοχής, ο οποίος, όμως, βρίσκεται έξω από τις συνθήκες γένεσης της βασικής πλοκής. Αρκετούς αιώνες από τη σύλληψή της, τα κορίτσια-γόνοι των αυλικών στους οποίους απευθύνεται ο Perrault δεν κινδυνεύουν από άγρια ζώα, αλλά από άνδρες με "πονηρές" προθέσεις. Ο διδακτισμός και οι καταφανείς σεξουαλικές συνδηλώσεις του επιμυθίου καθιστούν την εκδοχή μάλλον ως προειδοποίηση των ενηλίκων, παρά ως ψυχαγωγία των ανηλίκων.

Την ουσιαστική διαφορά μεταξύ των εκδοχών Grimm-Perrault δεν συνιστά το (καλό ή κακό) τέλος, αλλά το διδακτικό μήνυμα. Οι Grimm, οι οποίοι δεν εστιάζουν σε αυτό, το τοποθετούν μέσα στην αφήγηση, στο στόμα της Κοκκινοσκουφίτσας. Εδώ συνάγεται ότι αν ένα παιδί δείξει ανυπακοή στις εντολές των γονέων του και παρεκκλίνει από την προκαθορισμένη πορεία, θα εκτεθεί σε κίνδυνο. Όμως και σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς θα επέμβουν και θα το προστατεύσουν. Αντίθετα, ο Perrault ενδιαφέρεται να προβάλει το δίδαγμα και το παραθέτει, όπως είδαμε, μετά το παραμύθι, δίπλα από σχετική ένδειξη. Οι νεαρές κοπέλες δεν πρέπει να μιλούν σε ξένους, διότι θα υποστούν αθέμιτες συνέπειες και δεν θα υπάρχει κανείς ώστε να τις βοηθήσει. Εν ολίγοις, στη μια εκδοχή το πάθημα οφείλεται στο ξεστράτισμα, ενώ στην άλλη στη συναναστροφή με ξένο, δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. 

Ενδεικτικό της διαφορετικής προσέγγισης είναι ότι στους Grimm η Κοκκινοσκουφίτσα χαρακτηρίζεται «αγαπητή», ενώ στον Perrault «το ομορφότερο κορίτσι που είχε δει ποτέ κανείς».


ΠΡΟΓΕΝΕΣΤΕΡΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ

Οι ρίζες του μύθου ανιχνεύονται στην ιταλική χερσόνησο τού 10ου αι. Μια εκδοχή (χργφ. τού Ίταλο Καλβίνο), μάλιστα, δεν περιλαμβάνει λύκο: το κορίτσι στη θέση της γιαγιάς αντικρύζει μια δράκαινα.

Ωστόσο, η πιο σκληρή εκδοχή απαντάται στη Γαλλία του 14ου αι. Το κορίτσι για να φθάσει στο σπίτι της γιαγιάς του πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δρόμους: ο ένας είναι στρωμένος με καρφίτσες και ο άλλος με βελόνες. Φθάνει στο σπίτι εκεί μαγειρεύει το στήθος τής γιαγιάς, συνουσιάζεται με τον λύκο και εν τέλει κατασπαράσσεται από αυτόν.


ΕΡMHNEIA


Προτείνω τη θεώρηση υπό το πρίσμα δύο βασικών αξόνων. Τον πρώτο τον ονομάζω πραγματικό, και αφορά στο σημαίνον της αφήγησης, δηλαδή στο πώς των λεγομένων. Τον δεύτερο τον ονομάζω αλληγορικό, και αφορά στο σημαινόμενο της αφήγησης, δηλαδή στο τι των λεγομένων. (Οι όροι ‘σημαίνον’ και ‘σημαινόμενο’ είναι δανεισμένοι από τη Δομική Γλωσσολογία.) Αυτός, με τη σειρά του, μπορεί να διαιρεθεί σε δύο (συχνά αλληλεπικαλυπτόμενους) υποάξονες, τον διδακτικό και τον ψυχαναλυτικό.

Η υιοθέτηση αξόνων προϋποθέτει την παραδοχή ότι το παραμύθι προσφέρεται για αλληγορική ερμηνεία, κάτι που αρκετοί αναγνώστες αγνοούν. Προς αυτή την αναγνωστική συμπεριφορά συνέβαλε καθοριστικά η εκδοχή των Grimm, της οποίας το διδακτικό μήνυμα, μέσα στην αχλή τού happy end, διαφαίνεται υποτυπωδώς: ο διδακτισμός θυσιάζεται στον βωμό της τέρψης και της συμμόρφωσης στον παιδικό ορίζοντα προσδοκιών.

Ο πραγματικός άξονας διέπει όσα ρητά αναφέρονται εντός του πλαισίου της εξιστόρησης. Ανακλά την εποχή ζύμωσης του παραμυθιού (<10ος αι.), μία εποχή όπου οι άνθρωποι περπατούσαν στα δάση για να διεκπεραιώσουν καθημερινές ασχολίες και κινδύνευαν από τα άγρια θηρία. Τότε ίσως το φαινόμενο της ανθρωποφαγίας, που εντοπίζεται στην παλαιά γαλλική εκδοχή, συνέβαινε σε καταστάσεις ακραίας πείνας.

Ο πραγματικός άξονας αντιστοιχεί στην κυριολεξία τής αφήγησης. Εδώ εντάσσονται π.χ. τα πρόσωπα και τα γεγονότα της, δηλ. όσα εξυπηρετούν στο πώς των λεγομένων.

Ο αλληγορικός άξονας διέπει τα κωδικοποιημένα μηνύματα της εξιστόρησης και της αφήγησης εν γένει, τα οποία προσφέρονται είτε για διδαχή (διδακτικός υποάξονας) είτε για ψυχανάλυση (ψυχαναλυτικός υποάξονας), δηλ. όσα εξυπηρετούν στο (για)τι των λεγομένων. Τη σημαντικότερη κειμενική ένδειξη για αλληγορική ανάγνωση παρέχει το επιμύθιο τού Perrault. Στον αλληγορικό άξονα η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα κορίτσι ενδεδυμένο με την ''κόκκινη κάπα'' της εμμήνου ρύσης, το οποίο πρέπει να περάσει μέσα από το ''δάσος'' της εφηβείας, με τους πειρασμούς και τους κινδύνους που αυτό ελλοχεύει, προκειμένου να ενηλικιωθεί ''αλώβητη'', και να πάρει τη θέση της μεγαλύτερης γυναίκας στο σπίτι. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ταξίδι από το κατώφλι της εφηβείας στο ξέφωτο της ενηλικίωσης.

Υποστηρίχθηκε ότι ο λύκος συμβολίζει τον εραστή, ο οποίος προσπαθεί με αβρότητες να ξεγελάσει την κοπέλα και να την "καταβροχθίσει'', δηλαδή να συνουσιαστεί μαζί της. Αυτό υπαινίσσεται και ο Perrault στο επιμύθιό του. Ο λύκος συμβιώνει με το κορίτσι, το οποίο υπό τις εντολές του διώχνει τη μεγαλύτερη γυναίκα από το σπίτι και παίρνει τη θέση της (πβ. την παλαιά γαλλική εκδοχή).

Ο κυνηγός, φιγούρα που προστέθηκε αργότερα από τους Grimm για να επιτευχθεί το happy ending, θα μπορούσε να συμβολίζει τον πατέρα (καθότι αρσενική φιγούρα), αυτόν δηλαδή που θα έσωζε την κοπέλα από τα ''δόντια'' του εραστή.

Η παρουσία τριών γυναικών διακριτών ηλικιακών κατηγοριών δηλώνει τη συνύπαρξη των τριών γενεών. Στην παλαιά γαλλική εκδοχή φαίνεται ότι η ενηλικίωση της νεότερης γενεάς εκτοπίζει από τη ζωή την παλαιότερη.





ΧΑΜΕΝΟΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ή ΟΙ ΩΡΑΙΕΣ ΑΠΙΣΤΕΣ

Ζώντας σε μια εποχή όπου το google translate μεταφράζει την πρόταση «Κύριε, ελέησον» αντί για «Lord, give mercy», «Sir, take it easy», είναι πιο επίκαιρο από ποτέ να συμβουλευόμαστε τα μεταφράσματα (=προϊόντα της μετάφρασης) όσο λιγότερο μπορούμε.

Το google translate, εν προκειμένω, σημείωσε 100% μεταφραστική αποτυχία. Προσφέρει ένα λανθασμένο μετάφρασμα, το οποίο επειδή υφίσταται δομικά -έχει ρήμα (take) που συμφωνεί στο πρόσωπο με το εννοούμενο υποκείμενο (you) (δεν λέει, π.χ., «Sir, takes…»), έχει αντικείμενο (it) και επιρρηματικό προσδιορισμό (easy)-, όποιος χρήστης αγνοεί το σημασιολογικό πεδίο των λέξεων sir, take, it, easy νομίζει ότι υφίσταται και πραγματολογικά. Ένα τέτοιο μετάφρασμα όχι μόνο δεν χρησιμεύει καθόλου -αφού δημιουργεί πρόβλημα αντί να λύνει- αλλά δίνει και την ψευδαίσθηση της γνώσης, που είναι χειρότερη από τη μη γνώση.

Η μεταφραστική πράξη, εντούτοις, ακόμη και στην περίπτωση που όντως γεφυρώνει το γλωσσικό χάσμα μεταξύ συγγραφέα (πομπού) και αναγνώστη (δέκτη), εγείρει άλλα ζητήματα. H ανεύρεση λέξης απόλυτα συνώνυμης με την προς μετάφραση λέξη -δηλαδή ισοδύναμης ως προς τη σημασία, τη χρήση και τη βιωματική φόρτιση- είναι εξαιρετικά σπάνια είτε στο ενδογλωσσικό είτε στο διαγλωσσικό επίπεδο. Για παράδειγμα, οι λέξεις sky και heaven σημαίνουν εξίσου τον ουρανό, όμως δεν απαντώνται στα ίδια συμφραζόμενα, καθώς η πρώτη δίνει υλική ενώ η δεύτερη πνευματική χροιά στην έννοια του ουρανού. Επίσης, από τις λατινικές λέξεις aeger και morbitus, η πρώτη απαντά στην πεζογραφία ενώ η δεύτερη στην ποίηση, επειδή εξυπηρετεί τα ποιητικά μέτρα. Τέλος, οι ελληνικές λέξεις λεβεντιά, φιλότιμο, φροντιστήριο, είναι δύσκολο ν’ αποδοθούν αποτελεσματικά σε άλλες γλώσσες.

Η μετάφραση δεν πρόκειται για απλή μεταγραφή των λεξικών μονάδων, αλλά για σύνθετη πνευματική διαδικασία, που απαιτεί βαθιά κατανόηση τού πρωτοτύπου, κριτική ικανότητα και συνεχή λήψη αποφάσεων: Ο μεταφραστής κρίνει και προκρίνει, επομένως η μεταβλητή του έχει ήδη προστεθεί σ’ ένα μετάφρασμα. «Μα», θα αντιτείνει κάποιος, «ο μεταφραστής δεν είναι αναγνώστης; Γιατί να αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία;». «Είναι αναγνώστης στον βαθμό που είναι και συγγραφέας», θα απαντούσα εγώ. Προσλαμβάνει ένα κείμενο και, μεταφέροντάς το σε διαφορετική γλώσσα ή γλωσσική μορφή, δημιουργεί ένα άλλο. Παρεμβάλλεται μεταξύ αρχικού συγγραφέα και τελικού αναγνώστη, και ούτε στη μία κατηγορία εντάσσεται αποτελεσματικά, ούτε στην άλλη: είναι δέκτης ως προς τον πομπό και πομπός ως προς τον δέκτη.

Υπό αυτό το πρίσμα, το δίπολο συγγραφέα-αναγνώστη αντικαθίσταται από ένα συνεχές, στο ένα άκρο τού οποίου τοποθετείται ο συγγραφέας, στο άλλο ο αναγνώστης, ενώ ο μεταφραστής εντοπίζεται κάπου στο μεταίχμιο. Όταν ο τελευταίος προσεγγίζει το άκρο τού συγγραφέα, έχουμε πιστή μετάφραση, ενώ όταν προσεγγίζει το άκρο του αναγνώστη, ελεύθερη. Αλλά ας το θέσω σ’ ένα αυστηρότερα επιστημονικό πλαίσιο «η μεταφραστική διαδικασία διαχρονικά αμφιρρέπει μεταξύ δύο ανταγωνιστικών πόλων: ο ένας δίνει προτεραιότητα στο κείμενο-πηγή, ενώ ο άλλος υιοθετεί τις νόρμες και τα θέσμια τής γλώσσας-στόχου. Αντιστοίχως, η μεταφραστική πράξη μπορεί να χαρακτηριστεί είτε ως μεταγραφή είτε ως εκ νέου εγγραφή.»

Ζήτημα ανακύπτει λόγω της αναπόφευκτης απομάκρυνσης του δέκτη τής μετάφρασης, από το πρωτότυπο, η οποία (απομάκρυνση) δυνητικά συνεχίζεται επ’ άπειρον. Στην περίπτωση που ένα κείμενο Α μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Β, το Β μεταφράζεται μ’ ένα κείμενο Γ κ.ο.κ., το Γ απέχει νοηματικά περισσότερο από το Α παρά από το Β. Επίσης, όταν η μετάφραση ενός λογοτεχνικού κειμένου τής εποχής Α «κόβεται και ράβεται» στα μέτρα τού αναγνώστη τής εποχής Δ από έναν μεταφραστή τής ίδιας εποχής, η διαχρονικότητα και η διατοπικότητα του κειμένου θυσιάζονται στον βωμό της εντοπιότητας και του εφήμερου.

Το αποτέλεσμα; Η φωνή του συγγραφέα ηχεί απόμακρη στο αναγνωστικό αυτί, διότι ο αναγνώστης αναμετριέται όχι με το πρωτότυπο, αλλά με το μετάφρασμα, στην ουσία, δηλαδή, μ’ ένα νέο κείμενο. Το πόσο τα δύο αυτά κείμενα γειτνιάζουν σημασιολογικά, εξαρτάται από τον βαθμό τής επιλεγείσας μεταφραστικής ελευθερίας. Μια ελεύθερη μετάφραση ανακλά μάλλον τις προτιμήσεις τού μεταφραστή, παρά τού αρχικού συγγραφέα.

Η ακραία προσαρμογή συνιστά ιδιοποίηση: το μεταφραστικό υποκείμενο εκτοπίζει το «ποιητικό». Οι μεταφράσεις-προϊόντα αυτής της τάσης, ονομάστηκαν, στο λυκαυγές τού 17ου αιώνα, με την εύστοχη κατά τη γνώμη μου συνεκφορά Ωραίες Άπιστες: προκειμένου να είναι ευχάριστες στον αναγνώστη, απομακρύνονταν από τα πρωτότυπα σε τέτοιο βαθμό, ‘’παραμορφώνοντας’’ το περιεχόμενό τους. Όμως ποιος αναγνώστης θα ήταν ευχαριστημένος αν είχε μια σύντροφο ωραία αλλά άπιστη; Και τι θα έκανε αν έπρεπε να επιλέξει κάτι από τα δύο; Στη θέση του θα επέλεγα να είναι όσο το δυνατόν ωραιότερη, στο βαθμό που δεν είναι άπιστη. Το ίδιο συμβαίνει και με μια μετάφραση: θέλουμε να είναι ευτρεπισμένη, δόκιμη, στο βαθμό που είναι και πιστή -αλλιώς χάνει την χρηστικότητά της.

Προεξάρχων της μεταφραστικής πρακτικής των Ωραίων-Απίστων, ο Γάλλος Nicolas DAmblancourt, μεταφραστής κλασικών συγγραφέων, όπως του Θουκυδίδη, του Κικέρωνα και του Τακίτου. Ο DAmblacourt τροποποιούσε τα αρχαία κείμενα για να συνάδουν με τα ήθη τής εποχής του και το ευρύτερο κοινωνικοπολιτισμικό της περιβάλλον. Απαλοιφές και προσθήκες εφαρμόζονταν σε τέτοιο βαθμό, ούτως ώστε τα μεταφράσματα να θεωρούνται παρωδίες των πρωτοτύπων. Ευτυχώς ο Θουκυδίδης, ο Κικέρωνας και ο Τάκιτος δεν έμαθαν ποτέ ότι κυκλοφόρησε μια τέτοια μετάφραση έργων τους.

Ο DAmblacourt και οι οπαδοί του, με αυτή την πρακτική, αφαιρούσαν από τα πρωτότυπα κείμενα το ‘’κλασικό’’ τους πρόσημο, καθιστώντας τα κείμενα «της ημέρας». Για να γίνει ο ισχυρισμός αυτός ανάγλυφος, θα χρησιμοποιήσω μία αναλογία από την καθημερινότητα. Το αν μας αρέσει ή όχι το μαγειρεμένο φαγητό που θα γευτούμε απόψε (μεταφρασμένο κείμενο) εξαρτάται όχι τόσο από την έμπνευση και τα υλικά τού εμπνευστή του (γλωσσικές επιλογές συγγραφέα τού πρωτοτύπου), όσο από τα αντίστοιχα τού αποψινού μάγειρα (μεταφραστής) και το δικό μας γευστικό κριτήριο (αναγνώστης). Εφόσον μάλιστα δεν έχουμε ιδέα -με την αρχαιοελληνική έννοια τού όρου, δηλαδή οπτική αντίληψη- των υλικών (λέξεις) του αρχικού πιάτου, δεν μπορούμε να αποφανθούμε με βεβαιότητα αν ο μάγειρας έκανε καλά τη δουλειά του. Ούτε να εκφέρουμε γνώμη για το αρχικό πιάτο, παρά μόνο για το σημερινό το οποίο, ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ήταν πιστό στο αρχικό. Ο μόνος τρόπος να το διαπιστώσουμε είναι να δοκιμάσουμε οι ίδιοι από το αρχικό πιάτο!

Δεν προτείνω άρνηση της χρήσης της μετάφρασης μια τέτοια πρόταση θα ήταν αντιεπιστημονική, πρακτικά αδύνατη και άρα ανεδαφική. Προτείνω χρήση της όπου είναι πραγματικά απαραίτητο, προπάντων κριτική χρήση της. ένα κείμενο μπορεί να είναι ίδιο μόνο με τον εαυτό του, λόγω του μοναδικού κάθε φορά συνδυασμού των γλωσσικών στοιχείων μεταξύ τους. Διότι το μετάφρασμα πρόκειται για άλλο κείμενο, ίσως όχι τόσο κοντινό με το αρχικό όσο θεωρούμε. Σαν -ας μου επιτραπεί η έκφραση- κρησάρα σουρωτηριού, καθιστά τον χυμό ευκολότερο στην κατάποση, αλλά απομακρύνει ορισμένα συστατικά του. Κάτι κερδίζεται, κάτι χάνεται, όμως το τελευταίο αυτό παραβλέπεται. Και ίσως η πρωτότυπη εκδοχή, όσο δυσπρόσιτη κι αν φαντάζει, είναι προτιμητέα από μια Ωραία Άπιστη, διότι εγγράφεται σ’ αυτήν η ομορφιά μιας άλλης εποχής ή/και περιοχής, και η πειστικότητα.







Ο Νίκος Καζαντζάκης Συναντά τον Μακάριο τον Σπηλαιώτη



Τελείωνε πιὰ τὸ προσκύνημά μας. Τὶς παραμονὲς τοῦ μισεμοῦ πῆρα τὸν ἀνήφορο μοναχός, ν᾿ ἀνέβω στ᾿ ἄγρια ἡσυχαστήρια, ἀνάμεσα στοὺς βράχους ἀψηλὰ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, στὰ Καρούλια[1]. Τρυπωμένοι μέσα σὲ σπηλιές, ζοῦν ἐκεῖ καὶ προσεύχουνται γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπὸ τὸν ἄλλο, γιὰ νὰ μὴν ἔχουν καὶ τὴν παρηγοριὰ νὰ βλέπουν ἀνθρώπους, οἱ πιὸ ἄγριοι, οἱ πιὸ ἅγιοι ἀσκητὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἕνα καλαθάκι ἔχουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι οἱ βάρκες ποὺ τυχαίνει κάποτε νὰ περνοῦν ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ἐλιές, ὅ,τι ἔχουν, γιὰ νὰ μὴν ἀφήσουν τοὺς ἀσκητὲς νὰ πεθάνουν τῆς πείνας. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἄγριους αὐτοὺς ἀσκητὲς τρελαίνουνται· θαρροῦν πὼς ἔκαμαν φτερά, πετοῦν ἀπάνω ἀπὸ τὸν γκρεμὸ καὶ γκρεμίζουνται· κάτω ὁ γιαλὸς εἶναι γεμάτος κόκκαλα.


Χρόνος, ο «γρήγορος ίσκιος πουλιών»

Του Γαβριήλ Μπομπέτση


Ήδη από τα πρωτο-αναγεννησιακά χρόνια κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα ρολόγια. Θαρρώ πως όσο ο άνθρωπος πάσχισε να ελέγξει το χρόνο, τόσο εκείνος ξεγλιστρούσε. Στην ύπαιθρο του προηγούμενου μόλις αιώνα ξυπνητήρι ήταν το λάλημα του πετεινού. Κυνηγώντας διαρκώς το χρόνο, χάνουμε εντέλει το χρόνο μας. Κερδίζουμε σε άγχος και χάνουμε σε ήρεμες και απλές στιγμές. Στις φυλακές η μέρα ξεκινά με το λυκαυγές και η αυλαία πέφτει με το λυκόφως. Αυτή μου φαίνεται πως είναι η φυσική ροή των πραγμάτων - ή κάπως έτσι. Διερύναμε τις αναγκες, μετατρέψαμε τη νύχτα σε μέρα και αφήνουμε τη ζωή να φεύγει από μπροστά μας. Ίσως πάλι και όχι.

Πρώτο ζητούμενο προς πραγμάτευση θα είναι ο ψυχολογικός χρόνος, ο οποίος έχει απασχολήσει το χώρο της φιλοσοφίας. Ο χρόνος περνάει γρήγορα, όταν νιώθουμε ψυχική ευφορία, και βασανιστικά αργά, όταν βιώνουμε πόνο ή οδύνη. Στις στιγμές ανεπανάληπτης ευτυχίας (ας ανακαλέσει ο καθένας τις δικές του) εύχεσαι ενδόμυχα να πάγωνε ο χρόνος εκεί. Στις στιγμές όπου τα δάκρυα των ματιών ή της ψυχής κυλούν το ένα μετά το άλλο εύχεσαι λίγο να έρθει ο Μορφέας και να σε πάρει στην αγκαλιά του ή η ροδοδάκτυλος Αυγή να έρθει νωρίτερα. Το δίχως άλλο υπαρκτός ο ψυχολογικός χρόνος ή με άλλα λόγια ο προσωπικός χρόνος, ο υποκειμενικοποιημένος.

Στο φιλοσοφικό πεδίο έχει τεθεί ακόμη το ερώτημα αν υπάρχει άραγε το παρόν. Κάπου κάποτε είχα διαβάσει ότι το παρόν δεν είναι παρά το μέλλον του παρελθόντος ή κάπως έτσι. Το παρόν για τη φιλοσοφία δεν υφίσταται, γιατί όταν πας απλώς να σκεφτείς ότι είσαι στο παρόν, το παρόν έχει γίνει ήδη κατά ένα λεπτό παρελθόν και πάει λέγοντας. Μήπως, θα πουν οι φιλόσοφοι, ο χρόνος είναι μια εφεύρεση του ανθρώπου, που θέλει τοιουτοτρόπως να ρυθμίσει τη ζωή του;

Χρόνος έρχεται, χρόνος παρέρχεται. Η διαπίστωση αυτή, οδυνηρή για πολλούς, είναι πολύ παλιά. Ο Ο. Ελύτης περιγράφει το χρόνο σαν «γρήγορο ίσκιο πουλιών» (Προσανατολισμοί). Αναλογιστείτε πόσο τρέχει. Αν ο χρόνος τρέχει τόσο, το επόμενο λογικό ερώτημα είναι πώς τον αξιοποιούμε εμείς; Και πάλι έρχεται ο Τ. Λειβαδίτης (Το Θλιμμένο Γραμματοκιβώτιο) να αποτυπώσει μια πραγματικότητα:

«Βράδιαζε. Άνοιξα το
παράθυρο κι αφουγκράστηκα μακριά το
αιώνιο παράπονο του κόσμου.

Έτσι συνήθως χάνουμε τα πιο ωραία
χρόνια μας, από ‘να τίποτα: ένα αύριο που
άργησε ή ένα λυκόφως που κράτησε
πολύ….».

Πέρα από την παρατεταμένη παραμονή στο προσωπικό σκότος, σε μια θλίψη ή κατάθλιψη, ο Λειβαδίτης θέτει ακόμα εμμέσως το ζήτημα της αναβλητικότητας. Ο λαός ουχί ασόφως λέει: «μην αναβάλλεις για αύριο αυτό που μπορείς να κάνεις σήμερα». Το αύριο συμβόλιζει την καλύτερη μέρα, όμως, το κάθε αύριο θα πρέπει να εκκινεί σήμερα, κάθε ώρα και στιγμή. 

Η φιλοσοφία απ' αρχαιοτάτων χρόνων έχει δώσει έμφαση στην αξία της στιγμής και στη δημιουργική αξιοποίηση του χρόνου. Ο Επικούρειοι, φέρ' ειπείν, διέδιδαν πως ο καθένας θα πρέπει να θεωρεί την κάθε μέρα ως ένα θαυμάσιο δώρο, που πρέπει να αξιοποιήσει. Την ιδέα αυτή αποτυπώνει με όμορφο τρόπο ο Λατίνος ποιητής, Οράτιος στις Επιστολές του (Οράτιος, Epistulae, 1.4.13-14), απηχώντας σαφώς επικούρειες αντιλήψεις: «omnem crede diem tibi diluxisse supremum,/grata superveniet, quae non sperabitur hora». «Πείσε τον εαυτό σου, λέει, πως κάθε μέρα που έφεξε είναι η τελευταία, [έτσι] ευχάριστη θα επακολουθεί η κάθε ανέλπιστη ώρα». Ο άνθρωπος πρέπει να αξιοποιεί προσηκόντως την κάθε στιγμή και να μην αναβάλλει τη χαρά, καθώς η ζωή είναι εφήμερη. «Γεγόναμεν ἅπαξ, δὶς δὲ οὔκ ἐστι γενέσθαι», «γεννηθήκαμε μια φορά, δεύτερη δεν είναι δυνατόν να γεννηθούμε», γράφει ο Επίκουρος (Ἐπικούρου προσφώνησις, 14). Την ίδια περίπου θέση για την αξία του τώρα διατυπώνουν και οι Στωικοί. Ο Ζήνωνας έλεγε πως: «βραχὺς γὰρ ὄντως ὁ βίος, ἡ δὲ τέχνη μακρή» (Στοβαίος, Ἐκλογαί, 4. 34. 68), εννοώντας την τέχνη της θεραπείας της ψυχής. Στο σύντομο αυτό βίο που αναλογεί στον καθένα, για να ζήσει κάνεις ευτυχισμένα, θα πρέπει κατά τους Στωικούς να αποδέχεται ό,τι η θεία  πρόνοια τού στέλνει, ώστε τίποτα να μη συμβαίνει χωρίς τη θέληση του και όλα όσα συμβαίνουν να θέλει να συμβαίνουν.

«Η αιωνιότητα είναι ποιότητα, δεν είναι ποσότητα, έλεγε ο Καζαντζάκης, αυτό είναι το μεγάλο, πολύ απλό μυστικό». Η αιωνιότητα αφορά το επέκεινα αλλά αφορά και το εδώ. Μήπως η ποιότητα που μοχθούμε να προσδώσουμε στη ζωή είναι ανώτερη απ' την ποσότητα; Μήπως η ποσότητα είναι αναγκαία, για να προφτάστουμε να προσδώσουμε ποιότητα στη ζωή μας; Αυτό που με κάποια βεβαιότητα μπορεί να πει κανείς ειναι πως η αιωνιότητα είναι κρυμμένη στην απλότητα, στον αγώνα, στις μικρές σταλαγματιές ευτυχίας, στην επιστροφή σε ένα φυσικό τρόπο ζωής, στη σμίκρυνση του εγώ. Η (εδώ) αιωνιότητα στην τελειοποιημένη μορφή και φύση της, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, θαρρώ πως είναι η ζωή που ακτινοβολεί, μα ωσότου να ακτινοβολήσει, χρειάζεται αγώνας, πολύς αγώνας.



Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών, ο Τόλκιν και οι Νεκροί


τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
MSc Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ὑπ. Δρος(Dph) Κλασσικῆς Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



Κατά την διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Γαλλία έχασε πάνω από 1,3 εκατομμύρια στρατιώτες. Η μάχη του Μάρνη αποτελεί το σπουδαιότερο, ίσως, γεγονός αυτού του πολέμου, γιατί από το αποτέλεσμα αυτό (νίκη των Συμμάχων) κρίθηκε κατά μεγάλο μέρος και το αποτέλεσμα της τετραετούς διάρκειάς του (28 Ιουν. 1914 – 11 Νοε. 1918). Η μάχη αυτή (γαλλικά: Première bataille de la Marne) έλαβε χώρα μεταξύ τις 23 και 29 Αυγούστου (π.η) του 1914.


Η Διδασκαλία της ν.ε Λυρικής Ποίησης στο Λύκειο


Αγάθη Γεωργιάδου
Προτεινόμενη διάρκεια: 12-14 διδακτικές ώρες 




Εισαγωγή

Η διδακτική ενότητα «Ποιητικές φωνές» προτείνεται για το δεύτερο δίμηνο του σχολικού έτους και συνομιλεί με την ενότητα «Λογοτεχνικοί χαρακτήρες». Όπως και στην πεζογραφία, με τη συγκεκριμένη πρόταση οι μαθητές θα μελετήσουν στην ποίηση τις ποικίλες εναλλαγές των ποιητικών φωνών, μέσα από τις κειμενικές τους λειτουργίες, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσουν τις ταυτότητες που υποβάλλονται.

Κι ενώ οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες είναι πιο ευδιάκριτοι στην πεζογραφία, η σκιαγράφηση των «φωνών» στα ποιητικά κείμενα είναι δυσκολότερη. Οι χαρακτήρες αναδύονται στην ιστορία μέσα από τις πράξεις τους ή τα σχόλια και τις περιγραφές του συγγραφέα. Το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και σε ένα ποίημα αφηγηματικό ή δραματικό. Στα λυρικά, όμως, ποιήματα, η φωνή του ποιητικού υποκειμένου, η ταυτότητά του, δεν είναι άμεσα ορατή. Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόσωπο που βλέπει, αισθάνεται, σχολιάζει, σκέφτεται. Είτε μιλάει επίμονα με το «εγώ» ή με το «εσύ», είτε με το «εμείς» ή «εσείς», υποβάλλει την παρουσία μιας περσόνας, μιας πιθανόν επινοημένης μορφής που μένει να ανιχνευθεί.


Κοινωνικές αναπαραστάσεις στη ρεαλιστική νεοελληνική πεζογραφία


Βενετία Αποστολίδου &
Νικολίνα Κουντουρά

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Προτεινόμενη διάρκεια: 16 διδακτικές ώρες

Εισαγωγή

Η σχέση της λογοτεχνίας με την κοινωνική πραγματικότητα έχει απασχολήσει θεωρητικούς της λογοτεχνίας, φιλολόγους και λογοτέχνες. Μετά την έμφαση που δόθηκε, στις δύο προηγούμενες διδακτικές ενότητες, στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες και στις ποιητικές φωνές, στην αναπαράσταση δηλαδή της ατομικής ζωής και στην έκφραση της υποκειμενικότητας, στην παρούσα ενότητα μετακινούμαστε στον άλλο πόλο της λογοτεχνικής δημιουργίας, την κοινωνία, χωρίς να ξεχνούμε ποτέ πως οι δύο αυτοί πόλοι, το άτομο και η κοινωνία, διαπλέκονται σε κάθε ένα λογοτεχνικό έργο. Στη συνειδητοποίηση αυτής της σχέσης αποσκοπούσε εξάλλου η διδακτική ενότητα της Γ΄ Γυμνασίου «Άτομο και κοινωνία». Η παρούσα ενότητα επιδιώκει να ενισχύσει τη συνειδητοποίηση αυτή και να εμβαθύνει σε ζητήματα λογοτεχνικής γραφής.


Η Διδασκαλία των Λογοτεχνικών Χαρακτήρων στο Λύκειο




Βενετία Αποστολίδου & Ειρήνη Γαμβρού 



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Προτεινόμενη διάρκεια: 14 διδακτικές ώρες


Εισαγωγή 

Στο πρώτο δίμηνο του σχολικού έτους προτείνουμε να ασχοληθούν οι μαθητές με τους λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες αποτελούν το θεμέλιο λίθο κάθε αφήγησης. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς η λογοτεχνία δημιουργεί με λέξεις ανθρώπινους τύπους που μας φαίνονται τόσο ζωντανοί, τόσο γοητευτικοί και ασκούν επάνω σε μας, τους αναγνώστες, μεγάλη επίδραση λόγω της ταύτισής μας μαζί τους ή/και της κριτικής απόστασης από αυτούς. Οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες σχετίζονται με όλες τις κατασκευαστικές όψεις ή τα χαρακτηριστικά περιεχομένου του κειμένου ενώ η αρτιότητα της κατασκευής τους αποτελούσε πάντα ένα από τα σπουδαιότερα κριτήρια ποιότητας του λογοτεχνικού έργου. Η παρούσα διδακτική ενότητα σκοπεύει να εμβαθύνει στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες σε αφηγηματικά κείμενα, να αναδείξει τη γοητεία που αναδίδουν και να δώσει τη δυνατότητα στους μαθητές να ανακαλύψουν τους τρόπους με τους οποίους η λογοτεχνία εμβαθύνει στους ίδιους τους ανθρώπινους χαρακτήρες, στην ατομική ζωή και στις ανθρώπινες σχέσεις.



ΨΗΦΙΔΕΣ ΑΠ'ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΛΥΡΙΚΟΥ ΒΙΟΥ ΤΟΥ Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ




της Αγγελικής Μουστάκου
- φιλολόγου

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Ιδιαίτερη είναι η φύση του Άγγελου Σικελιανού. Καθαρά ποιητική-συνεπώς πνέει πέρα από τα καλούπια του συνηθισμένου και του αναμενόμενου. Με αγωνίες ασίγαστες και πύρινη αγάπη για την δική του ιδεατή Ελλάδα αποτύπωσε στους πρωτοποριακούς στίχους των ποημάτων του το λαμπερό όραμά του.

Από τον Άγγελο είναι για μένα αρκετοί μερικοί διάσπαρτοι στίχοι που συγκρατώ μελετώντας τον ,για να μου φωτίζουν την διάθεση. Κάθε φορά κάνω στάσεις σε διαφορετικά σημεία των ποιητικών του στοχασμών του -και προϊόντος του χρόνου όλο και σε πιο απρόσμενα σημεία που άλλοτε ίσως και να μην κέντριζαν την προσοχή μου.



ΔΙΗΓΗΜΑ: Χριστούγεννα 1898



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΩΡΑΪΤΙΔΟΥ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΤΟΜΟΣ Δ'
ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΙΜΗΤΙΚΗ

ΕΠΙ ΤΗ ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΣ
ΑΘΗΝΑΙ — ΕΚΔΟΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — 1921



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ (1898)

Μου εφάνη πως δεν έκαμα Χριστούγεννα εκείνο το έτος. Ήμουν όλην την ημέραν κατηφής και λυπημένος. — Ακούς εκεί; Με τον ήλιον να σημάνουν αι εκκλησίαι; ημέρα πλέον;

Κατά το έθος, εκοιμήθην ενωρίς, την παραμονήν, και περί την δευτέραν ώραν, μετά τα μεσάνυκτα, εγερθείς, ανέμενα ν' ακούσω τον κώδωνα του γειτονικού μου ναού των Ταξιαρχών εις τους Αέρηδες — ένα γλυκύτατον, αργυρόηχον κώδωνα. Ενεδύθην, ητοιμάσθην, και ανέμενα. Και ήμουν όλος χαρά, αναλογιζόμενος την ιεράν, την θείαν, την ανεκλάλητον απόλαυσιν: «Όρθρου βαθέος. Οι πολυέλαιοι κατάφωτοι. — Το φως αναδίδει ιδιαιτέραν λάμψιν καιόμενον την νύκτα. Ο ναός απαστράπτων. Οι πιστοί συνηγμένοι πανηγυρικώς — Χριστός Γεννάται! — Οι ψάλται υπό ιδιαιτέρου ενθουσιασμού κατεχόμενοι. — Δεύτε ίδωμεν πιστοί. — Ο αχώρητος παντί — ήχοι καθ' εκάστην αδόμενοι εν ταις μοναίς, και σπανιώτατα ακουόμενοι εν τω κόσμω. — Παν σπάνιον επιθυμητόν. — Και να συρίζη ίσως ο βορράς. — Και να είνε σκοτία έξω. Και να πίπτη χιών. — Δόξα εν υψίστοις θεώ. — Ανατολή Ανατολών. — Επί γης ειρήνη. — Οποία ουράνιος απόλαυσις!


Ο ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ Φ. ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ


Καλλιόπη Ζιώγου
ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Στον μονόλογο του μέθυσου Μαρμελάντωφ, στο βιβλίο του Φ. Ντοστογιέφσκι «Έγκλημα και τιμωρία» ( τόμος Α΄) υπάρχει το ακόλουθο απόσπασμα:


Η ΣΟΝΑΤΑ ΤΟΥ ΣΕΛΗΝΟΦΩΤΟΣ

Γράφει η
Έλσα Κεραμιτζόγλου



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



   Με αφορμή το αυγουστιάτικο, εκπληκτικού μεγέθους, φεγγάρι δε γινόταν παρά να θυμηθώ ένα άλλο, ποιητικό αυτή τη φορά, φεγγάρι... αυτό που διασκορπίζει το φως του στο γνωστό ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, η Σονάτα του Σεληνόφωτος.
                                           
  Πρόκειται ίσως για τον πιο θεατρικό μονόλογο της συλλογής "Τέταρτη Διάσταση"και αρκετοί μελετητές είπαν ότι εκφράζει το τραγικό αδιέξοδο μέσα στο οποίο έχει πέσει ο ατομισμός κι ολόκληρος ο αστικός πολιτισμός. Ο τίτλος του οφείλεται στο ομώνυμο κλασικό μουσικό έργο του Γερμανού μουσικοσυνθέτη Λουδοβίκου Μπετόβεν, που ο ποιητής " θέλει" να αποτελεί τη μουσική υπόκρουση του δραματικού μονολόγου της Γυναίκας με τα Μαύρα, καθώς ακούγεται από ένα γειτονικό ραδιόφωνο. Ο Νέος που στέκεται απέναντί της μέσα στο "μεγάλο δωμάτιο του παλιού σπιτιού" της, αν και βουβό πρόσωπο, αποτελεί τον καταλύτη για ν' απελευθερωθεί ο λόγος της ηρωίδας. 
         


Η άγνωστη επιστολή του Αϊνστάιν στον Καζαντζάκη


Η επιστολή του Einstein στον Καζαντζάκη. Ν. Λυγερός
Transcription de la lettre de Ν. Kazantzakis à Α. Einstein. N. Lygeros
Μετάφραση της επιστολής του Ν. Καζαντζάκη στον A. Einstein. Ν. Λυγερός
Επιμέλεια Σοφία Ντρέκου

Η επιστολή του Einstein στον Καζαντζάκη

Όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, στο Μουσείο Καζαντζάκη στη Μυρτιά, υπάρχει αντίγραφο επιστολής του Albert Einstein στον Νίκο Καζαντζάκη στα αγγλικά δακτυλογραφημένη στο Princeton στην Αμερική με τη χειρόγραφη υπογραφή του.


ΟΔ. ΕΛΥΤΗΣ: ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ


Σόνια Σιούτη


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς;


απόσπασμα,
Το Μονόγραμμα, Ίκαρος, Αθήνα 1972



Ἀγάπη μου, Θὰ Μὲ ἰδῇς Μία Μέρα (ΜΕΡΟΣ Β')




ἐπιμελεία τοῦ

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψήφιου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου. Ελαιογραφία του ιταλού ζωγράφου Γκαττέρι


Η Ευδοκία επιστρέφει στην νήσο Κρήτη ύστερα από 3 χρόνια όπου είχε καταφύγει πρόσφυγας στα Ιόνια νησιά έχοντας χάσει στην Κρητική επανάσταση όλα τα μέλη της οικογένειάς της. Μόνη της ελπίδα που την κράτησε ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια είναι να ξαναντικρύση τον αρραβωνιαστικό της τον Μάνθο, ο οποίος και την ανάγκασε να φύγη προκειμένου να είναι ασφαλής.



Είδαμε με πόση λαχτάρα έφτασε στην Κρήτη. Όμως η Μοίρα αλλοιώς τα είχε σχεδιάσει για την ορφανή Ευδοκία. Η ηρωίδα μας ευρίσκεται να τρέχη μέσα στην άγρια νύχτα προς άγνωστον προορισμό, σαν τρελή, αναμαλλιασμένη και με βλέμμα νεκρού. Καμιά λογική φωνή δεν ακούγεται εντός της…



Ἀγάπη μου, Θὰ Μὲ ἰδῇς Μία Μέρα (ΜΕΡΟΣ Α')


ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
- Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





Ο Όρκος του Μαρκορά αποτελεί μια επικολυρική σύνθεση εμπνευσμένη από την Κρητική επανάσταση του 1866. Το ποίημα αναφέρεται σ’ ένα αρραβωνιασμένο ζευγάρι, την Ευδοκία και τον Μάνθο. Η Ευδοκία έχει φύγει από την Κρήτη με την έναρξη της επανάστασης, ενώ ο Μάνθος έχει μείνει πίσω προκειμένου όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας του να πολεμήση. Μετά από τρία χρόνια απουσίας η Ευδοκία επιστρέφει στην Κρήτη για να βρει τον αγαπημένο της. Το απόσπασμα που παρατίθεται αναφέρεται στο ταξίδι επιστροφής στην Κρήτη της Ευδοκίας και στη λαχτάρα που αισθάνεται η κοπέλα να δει ξανά τον αρραβωνιαστικό της.


***



Η Ευδοκία μετά την Κρητική Επανάσταση[1] γυρνά στην Κρήτη. Πάνω στο πλεούμενο του γυρισμού σκέψεις από το παρελθόν την κατακλύζουν και η μαύρη της ψυχή δεν αντέχει στον πόνο


Ἐκεῖ, σὲ τόση ἀναισθησιά, ποῦ τοῦ θανάτου μοιάζει,
μία κόρη μόνη ἀντίπερα μ' ἀνησυχία κυτάζει·
τοῦ μάκρου τὸ κατάστρωμα γοργὰ συχνομετράει,
ἀναστενάζει, κάθεται, καὶ πάλε ὀρθὴ πηδάει·


Πρίν πάρει τότε το δρόμο της προσφυγιάς είχε μείνει παντελώς ορφανή από τους πάντες. Ο αδερφός της είχε πεθάνει. Ο πατέρας της σκοτώθηκε σε μάχη με τους τούρκους, παλληκαρίσια δεχόμενος τα βόλια αμέτρητα στο στήθος. Η μητέρα της δεν άντεξε στον καημό του θανάτου του παιδιού και τελικά του ανδρός της. Στον μήνα πάνω πεθαίνει κι αυτή από την λύπη της αφήνοντας την μοναχοκόρη της ορφανή. Ένα πλάσμα μόνο του στον κόσμο ήταν η όμορφη Ευδοκία


πρὶν φύγῃ ἐκεῖθε πέρα,
τῆς εἶχε ἁρπάξῃ ὁ Θάνατος καὶ μάννα καὶ πατέρα·
τοῦτος ἀτρόμητα, τυφλά, 'ς ἐχθροῦ μεγάλο πλῆθος
ὡσὰν τὰ βόλια ἐχύθηκε, ποῦ τ' ἄνοιξαν τὸ στῆθος·
ἕνα φεγγάρι μεταβιᾶς δυνήθη νὰ ὑπομείνῃ
τοῦ χωρισμοῦ του τὸν καϊμό, κ' ἐπῆε στὸν Ἅδη ἐκείνη.


Στην Κρήτη που γυρνά κανείς πιά δεν την περιμένει. Μα ίσως υπάρχει εκείνος. Εκείνος που την αγάπησε και τον αγάπησε όσο τίποτα στον κόσμο. Να ταν τάχα ζωντανός;


Ἀλοιά! καὶ ποιὸς θὰ σὲ δεχτῇ, καὶ ποιὸς θὰ σ' ἀγκαλιάσῃ,
στὰ γονικά σου φτάνοντας, διπλόρφανο κοράσι;
Ὁ νέος, ποῦ φλόγα σ' ἄναψε μὲς τὴν καρδιὰ μεγάλη,
ἐβγῆκε τάχα ζωντανὸς ἀπὸ τὴν ἄγρια πάλη;


Ναι. Θα ήταν ζωντανός. Δεν μπορεί να πέθανε κι εκείνος. Της το χε υποσχεθεί φεύγοντας. Της το είχε ορκισθεί. Και τα παλληκάρια σαν εκείνον –που μόνο την πίστη, την πατρίδα και την αγάπη τους είχαν σαν φυλακτό στην ψυχή τους – αυτά τα παλληκάρια τηρούν τους όρκους τους. το είχε προαίσθημα εξάλλου. Το ένιωθε σαν την κατευόδωνε στα ξένα για να είναι σίγουρος πως δεν θα πάθαινε κανένα κακό, πως κι ο θεός θα τον φυλούσε… και κείνη τον πίστεψε. Πώς μπορούσε να κάνει διαφορετικά;


«Μήν, Εὐδοκία μου, φοβηθῇς – τὴν ὥρα ποῦ τὰ ξένα
σ' ἀκαρτεροῦσαν, ἔλεγε – μὴ φοβηθῇς γιὰ μένα!
Ἐδῶ, βαθυὰ στὸ στῆθος μου, ποῦ τώρα, ἐνῷ σπαράζει,
Θρησκεία, Πατρίδα κ' Ἔρωτας κάθε του χτύπο ἁγιάζει,
λὲς κ' ἕνα κἄποιο αἰσθανομαι Πνεῦμα κρυφὸ τοῦ Ὑψίστου
ὁποῦ μοῦ στέρνει ἀπὸ ψηλὰ τὸν ἦχο τῆς φωνῆς του,
καὶ λέει, καθώς, ἀγάπη μου, σὲ ξεκινάω γιὰ πέρα,
πῶς ἔχω πάλε νὰ σὲ ἰδῶ, πῶς θὰ μὲ ἰδῇς μία μέρα.
Ἄν σὲ θωράω περίλυπος, ἀνίσως κλαίω καὶ βρέχω
μὲ δάκρυα τοῦτο τὸ φιλί, φόβους ἐγὼ δὲν ἔχω.
Θλιμμένα, ἰδές, τὰ βλέμματα στὸ φῶς τοῦ ἡλίου γυρνοῦνε,
ἐνῷ ἡ στερναὶς ἀχτίναις του τὸν κόσμο χαιρετοῦνε,
δίχως ἀνθρώπου λογισμὸς τρόμου ὑποψία νὰ βάλῃ
πῶς αὔριο τ' ἄστρο τῆς ζωῆς δὲ θὲ νὰ φέξῃ πάλι.
Ἔχε καὶ σὺ τὸ θάρρος μου! Μήν, Εὐδοκιά, θελήσῃς
μὲ τέτοια μαύρη ἀπελπισιὰ νὰ φύγῃς, νὰ μ' ἀφήσῃς!
Τὸ Πνεῦμα, ποῦ κατάκαρδα προφητικὰ μοῦ κρένει,
σοῦ τάζει πῶς θὰ μείνωμε γιὰ λίγο χωρισμένοι.
Θὲ νὰ γυρίσῃς· θὰ σὲ ἰδῶ· τὸ λέω καὶ θ' ἀληθέψῃ·
ναί· σοῦ τ' ὀρκίζομαι στὸ φῶς, ποῦ πάει νὰ βασιλέψῃ!


Εκεί απάνω στο καράβι του γυρισμού θυμάται την ώρα που έμαθε πως η Κρήτη έπεσε. Πώς θα μπορούσε να ξεχάση την στιγμή που άκουσε το θλιβερό μαντάτο, τον κόσμο πως γκρεμίστηκε μέσα της τότε και πως μεμιάς εγίνηκε νεκρή αν και ζούσε ακόμη; Πώς να ξεχάση τις ώρες που κείτονταν νεκρή πάνω σε ένα κρεβάτι σε μια κάμαρα κρύα;


φωνή, τρομαχτικὰ συρμένη
ἀπὸ τὴ μαύρη Κόλαση, λὲς κ' εἶπε στὴ θλιμμένη:
Ἔπεσε ἡ Κρήτη! μὲ τὸ νοῦ πλατυὰ μὴν ἀρμενίσῃς·
ἐκεῖθε σκλάβα ἐμίσεψες καὶ σκλάβα θὰ γυρίσῃς!
Σὰν τὸ πουλάκι, ποῦ μὲ μιᾶς θανατερὸ μολύβι
τὴν ἁπλωτὴ φτεροῦγα του σκληρὰ κατασυντρίβει,
κεραυνωμένη στὰ ψηλὰ κ' ἡ ἐλεύθερη ψυχή της
ἔπεσε ξάφνου, ἀκούοντας τὴ συφορὰ τῆς Κρήτης.
Τότες, ἀχνὴ στὸ πρόσωπο, μὲ θαμπωμένο μάτι,
δίχως λαλιά, κατάκοιτη 'ς ἕνα φτωχὸ κρεββάτι,
πολλοὶ τὴν εἶδαν, καὶ κἀνεὶς νὰ πῇ δὲν ἐτολμοῦσε
πῶς ἦταν ἄψυχο κορμί, πῶς ἡ καϊμένη ἐζοῦσε.


Και θα πέθαινε τότε η νεαρά κόρη αν μέσα στον χαμό από την κακή είδηση δεν γεννιόταν η ελπίδα. Η ελπίδα πως εκείνος που την αγαπούσε την περίμενε. Έπρεπε να ζήση η Ευδοκία. Για εκείνον που την προσμονούσε. Έπρεπε να αντέξη. Να μην πεθάνη. Όχι θα ζούσε είπε μέσα της. Μόνον για εκείνον. Και έζησε η Ευδοκία. Δεν πέθανε…


καὶ πάλε μ' ἕνα δάκρυ
ἐγλυκοχάραξ' ὴ ζωὴ στ' ὡραίου ματιοῦ τὴν ἄκρη·
μὲ στεναγμοὺς πρωτάνοιξαν τὰ πικραμένα χείλη,
ὅπου τὸ ρόδο ἐφύτρονε κ' ἐσβυότουν τὸ γιοφύλλι,
καί, καθὼς ἔπεφτε τὸ φῶς ἀπὸ μία ράχη ὀπίσω,
εἶπε βραχνὰ ἡ πολύπαθη: Μ' ἀκαρτερεῖ – θὰ ζήσω!
Ξένη ἀπὸ τότες μέριμνα στὸ νοῦ της δὲ χωράει·
νὰ ἰδῇ γυρεύει μοναχὰ τ' ἀγῶρι π' ἀγαπάει,
ὁποῦ τῆς εἶναι, ὡς ἔχασε κάθε της ἄλλη ἐλπίδα,
μάννα, πατέρας, ἀδελφός, ὁλόκληρη πατρίδα.


Αυτά θυμάται η χαροκαμένη ορφανή πάνω στο πλοίο του γυρισμού. Και ενώ όλοι οι επιβάτες του πλεουμένου μέσα στην σιγαλιά της νύχτας αποκαμωμένοι έχουν γύρει και κοιμούνται, μονάχα αυτή ξάγρυπνη προσμένει να δεί τον γυαλό της γλυκιάς πατρίδας και μαζί εκείνον που την προσμένει.


Πλέει τὸ καράβι ἀδιάκοπα, κ' ἡ Πούλια ὡστόσο δείχτει,
στὸν οὐρανὸ ἀρμενίζοντας, πῶς εἶναι μεσανύχτι.
Ὅλα σιγοῦν. Στὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦντ' οἱ ἀνέμοι,
καί, κάθε ἀστέρι, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολάει καὶ τρέμει,
φαίνετ' ἀγγέλου σπλαχνικοῦ προσηλωμένο βλέμμα
στὸν κόσμο, ποῦ ποτίζεται πάντα μὲ δάκρυα κ' αἷμα.
Κἄποιο, στὰ βάθη τῆς νυκτός, Πνεῦμα καλὸ καὶ θεῖο
μ' ἐλεημοσύνη θἄγυρε τὰ μάτια καὶ στὸ πλοῖο,
ἂν ἕνα κούρασμα γλυκὸ κ' ὕπνος ἀγάλια ἐχύθη
σὲ τόσα ἐκεῖ, ποῦ λάχτιζαν, ἀπελπισμένα στήθη.
Ὅλοι κοιμοῦνται· μοναχὰ δὲν εἶναι σφαλισμένα
δύο μάτια οὐρανογάλαζα, δύο μάτια ἐρωτεμένα.
Ὁ στοχασμός, ποῦ γλήγορα θ' ἀράξῃ στ' ἀκρογιάλι,
ὅπου φαντάζεται νὰ ἰδῇ τὸν ἀκριβό της πάλι..


μα δεν αντέχει. Σιγα σιγά την παίρνει κι αυτήν ο ύπνος. Λίγο πριν αποκάμει ξύπνια ονειρεύεται του γυρισμού την ώρα… αυτήν την ώρα που τρία ολόκληρα χρόνια καρτερούσε


Ἂν στὸ ροδάτο μάγουλο σιγὰ σιγὰ τ' ἀέρι
μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ ξέπλεκα σγουρὰ μαλλιά της φέρῃ,
τ' ἀγαπημένου τὸ φιλὶ πῶς ἀγροικάει παντέχει,
καὶ νέα σὲ κάθε φλέβα της γλυκάδα οὐράνια τρέχει.
Θωράει λαγκάδια, καὶ βουνά, καὶ ξέφωτα, καὶ δάση,
τὴν ἐκκλησιά, τὸ σπίτι της, τὸ πατρικὸ λῃοστάσι·
ὅ,τι ποθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ τρεῖς χρόνους, ἡ καϊμένη,
ὡραία μορφὴ ὁλοφάνερη στὰ μάτια της λαβαίνει.
Ἀκούει πουλάκια ποῦ λαλοῦν, μελίσσια ποῦ βοΐζουν,
πλῆθος νερά, ποῦ ἀνάμεσα σταὶς πέτραις μουρμουρίζουν,
ἐδῶ τὸ κῦμα, ποῦ κουφὰ χτυπάει κατὰ ταὶς ξέραις,
τραγούδια ἐκεῖ, βελάσματα, κουδούνια καὶ φλογέραις.
Ἀπάνου, κάτου, ὁλόγυρα, στὴ μέση ἀπὸ τ' ἀμπέλια
ἀκούει τοῦ τρύγου ταὶς χαραίς, τοῦ τρύγου ἀκούει τὰ γέλια,
καί, μὲ τῆς κόρης τὸ σκοπό, τ' ἀγώρου μὲ τὸ στίχο,
ἄμετρους ἤχους, πὤκαναν ἁρμονικὰ ἕναν ἦχο,
ὡς κυματίζει ἀνάλαφρα στὸ φανταστὸ χορτάρι
ξένην αἰσθάνεται ἡδονὴ κ' ὕπνο ἀρχινάει νὰ πάρῃ,
μακρυά, σβυσμένη ἀκούοντας κάθε ὰρμονία τῆς Κρήτης,
ποῦ τὴ νανούριζε τερπνά, σὰ μάννα τὸ παιδί της.


Και στο όνειρό της πάλι τι άλλο; Εκείνος… ο δικός της Μάνθος τρελλός από την χαρά του τρέχει σαν παίρνει το χαμπέρι ότι γύρισε στο σπίτι της να την σφίξη στην αγκάλη του… πόσο την είχε ονειρευτεί αυτήν την ώρα! Πόσο θα χτυπούσε η καρδιά της σαν τον ξανααντίκρυζε…


«Ἔρχετ' ὁ Μάνθος, ἔρχεται!» στὸ νοῦ της λογαριάζει
τὰ χνάρια, ὁποῦ τὸ πόδι του 'ς ὅλο τὸ δρόμο ἀλλάζει:
θἆναι – στοχάζεται – κοντὰ στὸ πέρα μοναστῆρι!
Μὲς τ' ἀντικλάδι τοῦ χωριοῦ! στὴ βρύση! στὸ γιοφύρι!
Τὰ πρώτα σπίτια ὀγλήγορα τῆς γειτονιᾶς διαβαίνει!
Νάτος! ἐμπῆκε στὴν αὐλή· πετιέται καὶ ἀνεβαίνει!
Σπαρνοῦν τὰ φυλλοκάρδια της· χάμου γυρνάει τὸ βλέμμα·
πυρομαχοῦν τὰ μάγουλα καὶ ξεσταλάζουν αἷμα·
ἀλλὰ τ' ἁγνό της αἴσθημα τοῦ πόθου ἡ ὁρμὴ νικάει,
τὰ μάτια πάλε ἀπὸ τὴ γῆ σηκόνει – καὶ ξυπνάει.


Στο μεταξύ εχάραξε. Η Ευδοκία ανοίγει τα μάτια. Και σε λίγο η ματιά της αρχίζει να ξεχωρίζη από μακρυά τα βουνά της Κρήτης. Το μόνο που καταφέρνει τότε είναι να μπήξη μια φωνή που έκανε όλους τους επιβάτες να πεταχτούν όρθιοι… σηκώνοντας το χέρι της τους δείχνει εκείνο για το οποίο έμπηξε την φωνή της…


Ἡ Κρήτη! - δὲν ἐχύθηκε τέτοια φωνὴ τριγύρου;
Δὲν εἶν' ἀπάτη λογισμοῦ, δὲν εἶναι πλάσμα ὀνείρου·
ἀκόμα – νά! τῆς Εὐδοκιᾶς ἀχνολογάει τὸ στόμα·
ὁ μαγεμένος ἦχος του δὲν ἀποσβύστη ἀκόμα!
Ὤ! πῶς χουμᾶνε γιὰ νὰ ἰδοῦν τ' ἀγαπημένα μέρη,
ποῦ σημαδεύει ἀκίνητο τῆς κορασιᾶς τὸ χέρι!
Μὲ τὶ φωνή, ξανοίγοντας μακρυὰ τὸν Ψηλορίτη,
χίλιαις φωναὶς νὰ ξαναποῦν, ἡ Κρήτη! ἀκοῦς, ἡ Κρήτη!


Όλοι μα όλοι τότε στα χείλη τους δεν λέν τίποτα άλλο… μόνο μια λέξη «Κρήτη» φωνάζουν και γελούν και κλαίνε ένας συμφερτός δύσμοιρων πάνω σε ένα καράβι πόνου


Ἐκεῖ ποῦ κλαῖνε, καὶ γελοῦν, καὶ δυνατὰ φωνάζουν,
μ' ἀθώα τρομάρα τὰ μικρὰ στὰ μάτια ταὶς κυτάζουν
ψευδὰ τῆς Κρήτης τ' ὄνομα κατόπι ξαναλένε,
καί, σὰν τὴ μάννα τους καὶ αὐτά, χαμογελοῦν καὶ κλαῖνε.


Το καράβι σε λίγο πλησιάζει την ακτή. Οι ταξιδιώτες από τις βάρκες που τους πάνε στην ακτή ορμούν πηδώντας στην ακτή. Άλλοι τρέχουν και αγκαλιάζουν δικούς τους που τους αναμένουν, αλλοι φιλούν την γή κλαίοντας πέφτοντας στα γόνατα και με δάκρυα στα μάτια άλλοι υψώνουν τα χέρια στον ουρανό να ευχαριστήσουν τον δεσπότη Χριστό που τους ευλόγησε να ξαναδούν την μητρική γή τους.


Φωναίς, ἀντάραις, κλάϊματα, θερμῆς ἀγάπης λόγια,
μὲς τὴν πλημμύρα τοῦ καϊμοῦ πνιμένα μοιρολόγια,
ἄμετρα χέρια, ποῦ χτυποῦν μίαν ἀπαλάμη 'ς ἄλλη,
μύριους ξυπνοῦν ἀντίλαλους τριγύρου στ' ἀκρογιάλι.




(συνεχίζεται)





[1] Οι χριστιανικοί πληθυσμοί του νησιού, είχαν επαναστατήσει και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες, όμως παρά τις σποραδικές επιτυχίες, η επανάσταση καταπνίγηκε. Το 1828 η Κρήτη πέρασε υπό τον έλεγχο του Αιγύπτιου ηγέτη, Μοχάμετ Άλη, αλλά το 1840 ξαναπέρασε υπό τον άμεσα έλεγχο της Υψηλής Πύλης. Το 1841 και το 1858 η Κρήτη επαναστάτησε και πάλι. Τελικά από το 1858 αναγνωρίστηκαν κάποια δικαιώματα στους Κρητικούς, όπως να οπλοφορούν, καθώς και σειρές κανονισμών σχετικά με το χριστιανικό δίκαιο και την απόλυτη ελευθερία της άσκησης της θρησκείας. Η Κρητική Επανάσταση του 1866 θεωρείται το " δεύτερο '21". Οι συνθήκες για την έναρξη της Επανάστασης ήταν δυσμενείς κυρίως λόγω της πολιτικής κατάστασης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη. Από τη μια στο εσωτερικό της Ελλάδας επικρατεί διχασμένη πολιτική ατμόσφαιρα με την κυβέρνηση Μπενιζέλου Ρούφου σαφώς αντίθετη ενώ περισσότερο αποφασιστικός ήταν ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της ρωσικής πολιτικής. Από τις μεγάλες Δυνάμεις, μόνο η Ρωσία που είχε ταπεινωθεί με τη Συνθήκη των Παρισίων (1856) έδειξε να ευνοεί και να υποκινεί μέσω του πρόξενου της στα Χανιά, Σπυρίδωνα Δενδρινό, και του υποπρόξενου Ιωάννη Μητσοτάκη στο Ηράκλειο.






«Βόσπορος»: Το τραγούδι του Νίκου Ζούδιαρη & Αλκίνοου Ιωαννίδη περιέχει στίχους ενός φρενοβλαβούς !!!





ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


 
Το 1884 ο Γεωργιος Βιζυηνός ένα χρόνο πρίν γίνει υφηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Αθήνας με την ανυπέρβλητη φιλοσοφική και αισθητική μελέτη του «Φιλοσοφία παρά Πλωτίνω» έγραψε το διήγημά του «Αι συνέπειαι μιας παλιάς ιστορίας».