Πολιτικός Στοχασμός στον Ησίοδο





Με τον Ησίοδο γίνεται η μετάβαση στην «ατομικότητα του ποιητή», καθώς είναι ο πρώτος που ξεπερνά το φράγμα της ανωνυμίας, που ίσχυε ως τότε, μνημονεύοντας το όνομα του και αναφερόμενος στον εαυτό του σε πρώτο πρόσωπο.[1] Επίκεντρο της θεματολογίας του είναι αφενός η θεϊκή τάξη του σύμπαντος (Θεογονία) και αφετέρου η θέση του ανθρώπου στον κόσμο (Ἔργα καὶ ἡμέραι), γεγονός που μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για μια φιλοσοφία σε «εμβρυακή κατάσταση», ιδίως μάλιστα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι τόσο ο μύθος του Προμηθέα, όσο και τα γένη των ανθρώπων (χρυσό, αργυρό, χάλκινο κ.ο.κ.), κάνουν την εμφάνισή τους και στην πλατωνική φιλοσοφία, ενώ την εμφάνισή της κάνει και η Έριδα, που καταλαμβάνει κεντρικό ρόλο στους φυσιοκράτες φιλοσόφους.


- Θεογονία

Η Θεογονία παρουσιάζει την αναγκαιότητα ενός ιδανικού κόσμου μεταξύ των θεών και της δίκαιης ηγεμονίας του Δία, που θα αποτελέσει το πρότυπο κάθε βασιλέα στον κόσμο των θνητών, στα πλαίσια της ησιόδειας καινοτομίας για σφαιρική απόδοση του κόσμου των θεών και των ανθρώπων. Ο Ησίοδος καταφεύγει σε γενεαλογίες και προσωποποιήσεις, προκειμένου να καταστήσει εφικτή τη σύλληψη και την οργάνωση πολιτικών και κοινωνικών δομών και αξιών. Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η γυναίκα του Δία, η Θέμιδα, γεννά τρεις κόρες, την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη (Θεογ. 901-3), βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα πλαίσια της δικαιοσύνης, που αποδίδονται στον Δία, με την θέμιδα να αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της διακυβέρνησής του, που προωθεί την ευνομία, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη.

Το πολιτικό περιεχόμενο του έργου γίνεται αντιληπτό ήδη από το προοίμιο. Το τραγούδι των Μουσών είναι αφιερωμένο κυρίως στον έπαινο του Δία, που υπερέχει των άλλων θεών (49) και διένειμε δίκαια τα διάφορα καθήκοντα στους υπόλοιπους αθανάτους (73-4). Επιπρόσθετα, η εξουσία του Δία μεταξύ των θεών κατοχυρώνεται όχι μόνο χάρη στη στρατιωτική ανδρεία, την ισχύ και την επιτυχία (629-716, 820-68) αλλά και με μια σειρά σοφών πολιτικών μέτρων. Διορθώνει τις αδικίες των προγόνων του και αποδεικνύεται γενναιόδωρος ηγέτης, του οποίου η ευμένεια παράγει πίστη (651-63, 390-400). Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε εγρήγορση όσον αφορά τη στήριξη, που του παρέχουν οι υπόλοιποι θεοί, δίνοντας πλεονεκτήματα σε αυτούς που τον στηρίζουν (881-5) και οικοδομεί τη διακυβέρνησή του σε ευρεία βάση θετικών αξιών, που αποδίδονται στο έπος με τις γυναίκες και τους απογόνους του (886-917).[2]

Στη βιβλιογραφία υπάρχει μεγάλος αριθμός ερευνητών που αμφιβάλουν σχετικά με το κατά πόσο ο Δίας της Θεογονίας είναι δίκαιος, καθώς αφενός προβαίνει σε βίαιες πράξεις και αφετέρου καθαιρεί τον προκάτοχό του με βάναυσο τρόπο, όπως ακριβώς είχε κάνει κι εκείνος με τον δικό του.[3] Ωστόσο, η δικαιοσύνη του Δία φαίνεται να κατοχυρώνεται κατά κύριο λόγο μέσα από την υπόσχεση που δίνει στα παιδιά της Στυγός (Ζήλο, Νίκη, Κράτος και Βία) ότι θα τους τιμήσει (392-396), υπόσχεση που κρατά έπειτα από την συμμαχία των τελευταίων μαζί του στη μάχη εναντίον των Τιτάνων (399-403). Με αυτόν τον τρόπο νομιμοποιείται η νέα, καλύτερη διακυβέρνηση, που προλογήθηκε στο προοίμιο και καθιερώνεται η μοναρχία του Δία.[4]

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ερμηνευτικές προσπάθειες που επιχειρούν να αποδώσουν στα πλαίσια της Θεογονίας μια τάση εξατομίκευσης θεοτήτων αλλά και άλλων μορφών, που ως τότε κατανοούνταν συλλογικά (π.χ. Μούσες, Τιτάνες). Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνονται τα σημεία μακροσκελών καταλόγων, όπου παρατίθενται διαδοχικά ονόματα και καταλήγουν με την απόδοση ενός χαρακτηρισμού στον υπερθετικό βαθμό σε ένα από αυτά. Για παράδειγμα, στην περίπτωση των Μουσών (75-80) αυτό συμβαίνει με την Καλλιόπη. Η τάση αυτή συσχετίζεται με τον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα, όπου εντοπίζονται αντίστοιχες δομές, και υποστηρίζεται ότι αναδεικνύει είδη ιδεολογίας «μοναρχικής» και «ολιγαρχικής».[5]

Εξίσου ενδιαφέρουσες είναι οι προσπάθειες να συσχετιστεί το ησιόδειο έπος με τη «νομοθετική» δραστηριότητα. Τόσο στη Θεογονία όσο και στο Ἔργα καὶ ἡμέραι οι Μούσες εμφανίζονται σημαντικές και για τον ίδιο τον Ησίοδο αλλά και για τους βασιλείς. Εκκινώντας από την παρατήρηση αυτή, οι υποστηρικτές της εν λόγω ερμηνευτικής, ισχυρίζονται ότι ο εμπνευσμένος από τις Μούσες λόγος της δικαιοσύνης των βασιλέων βρίσκεται σε αντιστοιχία με τον επίσης εμπνευσμένο από τις Μούσες λόγο του ποιητή, καθιστώντας το έργο του τελευταίου κατάλληλο να εκφράσει πτυχές δικαιοσύνης και προτροπές δίκαιης συμπεριφοράς.[6]

- Ἔργα καὶ ἡμέραι

Με το Ἔργα καὶ ἡμέραι ο Ησίοδος αποσκοπεί σε ένα πρώτο επίπεδο να «διδάξει» τον αδερφό του Πέρση, ο οποίος εμφανίζεται ράθυμος και με άδικες τάσεις να δωροδοκεί βασιλείς. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, ωστόσο, κεντρικός στόχος του έργου αναδεικνύεται η «αποκάλυψη» της αλήθειας από μέρους του ποιητή, η οποία θα επιτρέψει στους ανθρώπους αλλά και στις πόλεις τους να ευημερούν.

Στο προοίμιο γίνεται επίκληση από μέρους του ποιητή στις Μούσες να τραγουδήσουν ένα τραγούδι για τον πατέρα τους, τον Δία. Ο τελευταίος εμφανίζεται παντοδύναμος έναντι των θνητών (5-7) και ο Ησίοδος ζητά να ακούσει το τραγούδι του και να κρίνει με δίκαια μέσα (9-10). Αφενός όμως, για τις Μούσες πληροφορούμαστε από την Θεογονία ότι είχαν την ικανότητα να «γνωρίζουν πώς να λένε ψέματα, που να μοιάζουν με αλήθειες» και «να τραγουδούν αληθινά πράγματα, όποτε το επιθυμούν» (Θεογ. 27-28) και αφετέρου, για τον Δία, δημιουργούνται ερωτηματικά σχετικά με το κατά πόσο η δικαιοσύνη του εφαρμόζεται πάντα ή μόνο κατά βούληση.

Στο επόμενο τμήμα, ο Ησίοδος επιχειρεί να πείσει τον αδερφό του να ακολουθήσει τον δρόμο της εργασίας, την αγαθή Έριδα, δυνατότητα που εγκατέστησε ο Δίας στον κόσμο και οδηγεί στην ατομική ευημερία, αφού πρώτα τον καλεί να κατανοήσει ότι δεν υπάρχει μόνο ο δρόμος του πολέμου και της διαμάχης, η κακή Έριδα (11-26). Προκειμένου να πείσει τον Πέρση όχι μόνο για την αναγκαιότητα αλλά και για την αγαθότητα εργασίας, ο Ησίοδος δεν περιορίζεται απλώς στον μελλοντικό πλούτο που καρπώνεται κάποιος με την εργασία, αλλά προχωρά και αναφέρεται στη δικαιοσύνη, μια δικαιοσύνη που οι θεοί –και συγκεκριμένα ο Δίας- προκρίνουν για τον ανθρώπινο βίο (42-47), καθιστώντας την τρόπο τινά θεοδικία, αφού όπως αργότερα θα επισημανθεί οι θεοί ανταμείβουν τους δίκαιους και τιμωρούν τους άδικους.

Σε αυτά τα πλαίσια παραθέτει τον μύθο του Προμηθέα, τον οποίο επίσης είχε αναπτύξει στην Θεογονία. Σύμφωνα με τον μύθο υπήρχε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι δεν εργάζονταν. Όταν ο Προμηθέας προσέφερε στον Δία να διαλέξει μεταξύ δύο τμημάτων θυσίας το μερίδιο που θα αντιστοιχούσε στους θεούς, από τα οποία το ένα περιλάμβανε το δέρμα, τη σάρκα και τα εντόσθια του ζώου, καλυμμένα με την κοιλιά του και το άλλο τα κόκκαλα, από τα οποία είχε αφαιρέσει το κρέας και τα είχε καλύψει με λίπος, ο πατέρας των Θεών εξαπατημένος οργίστηκε, έκρυψε την φωτιά από τους ανθρώπους και τιμώρησε τον Προμηθέα εξαναγκάζοντας τον στο μαρτύριο βρώσης του αναγεννώμενου συκωτιού του από έναν αετό (Θεογ. 521-562). Αντίθετα με την Θεογονία, στο Ἔργα καὶ ἡμέραι ο Ησίοδος δεν αναφέρεται καθόλου σε άμεση τιμωρία του Προμηθέα, αλλά σε τιμωρία του αγαπημένου του ανθρώπινου είδους. Ο Προμηθέας κλέβει την φωτιά και την ξαναδίνει στους ανθρώπους δρώντας διαρκώς προς όφελός τους (49-51). Για αυτήν την κλοπή ο Δίας υπόσχεται ότι «μεγάλη συμφορά θα βρει και τον ίδιο και τους ανθρώπους» (56-57), συμφορά που σχετίζεται με το «κουτί της Πανδώρας».

Με την παρουσίαση της εργασίας ως θεϊκής τιμωρίας ο Ησίοδος δεικνύει την αναγκαιότητα όχι όμως και τη δικαιοσύνη της. Αντίθετα μάλιστα, η τιμωρία των ανθρώπων από τον Δία για την πράξη του Προμηθέα φαίνεται άδικη, γεγονός που ενισχύεται από την απουσία της Δίκης, μεταξύ των αθανάτων, που ο Δίας θα καλέσει να αναλάβουν την δημιουργία της Πανδώρας. Το κουτί της Πανδώρας εισέρχεται στο έργο, για να εξηγήσει την αναγκαιότητα εργασίας, στην πραγματικότητα όμως το επίκεντρό της εντοπίζεται στην ανθρώπινη ελπίδα. Η Πανδώρα είναι ένα «καλόν κακόν» (Θεογ. 585), αφού παραπλανά με το ισόθεο κάλος της, κρύβει όμως όλα τα δεινά, με την ελπίδα να βρίσκεται στο κατώτερο τμήμα του κουτιού.

Στη συνέχεια γίνεται η έκθεση της κοινής καταγωγής θεών και ανθρώπων με την παρουσίαση των ανθρώπινων γενών (106-201). Παρά την αναφορά στην κοινή καταγωγή, ο Ησίοδος διευκρινίζει ότι οι θνητοί είναι δημιούργημα των αθανάτων (109-10), οι οποίοι με τη σειρά τους, όπως πληροφορούμαστε από την Θεογονία, κατάγονται από την Γη και τον Ουρανό (43-47). Στην ουσία ως κοινή καταγωγή παρουσιάζεται ο κοινός τρόπος ζωής. Το χρυσοῦν γένος ζούσε όπως και οι θεοί, επειδή όμως δεν έπαυε να είναι θνητό, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής έβρισκαν τον θάνατο, ο οποίος όμως δεν ήταν οδυνηρός και οι ίδιοι όσο ζούσαν δεν είχαν επίγνωση του ερχομού του, αφού πέθαιναν «σαν να έπεφταν για ύπνο» (116). Η Γη ήταν πλούσια και οι ανάγκες τους καλύπτονταν πλήρως, η απουσία όμως γυναικών από τη Γη καθιστούσε την αναπαραγωγή αδύνατη, γεγονός που οδήγησε στον αφανισμό τους. Το χρυσό γένος ήταν το μόνο που ζούσε υπό την βασιλεία του Κρόνου.

Το ἀργυροῦν γένος δημιουργήθηκε από τους Ολύμπιους διαφορετικό από τους προγόνους του και σε ανάστημα και σε διάνοια (129). Σε αυτό το γένος εισήχθη το γυναικείο φύλο και οι άνθρωποι ζούσαν για εκατό χρόνια κοντά στις μητέρες τους. Όταν, όμως, περνούσαν από την παιδική στην ώριμη ηλικία τους, έρχονταν αντιμέτωποι με μόχθους και εργασία, η Γη δεν ήταν πλούσια, προέβαιναν σε ύβρεις και απομακρύνονταν από την υπηρεσία των θεών, γεγονός που οδήγησε στον αφανισμό τους.

Το χαλκοῦν γένος δημιουργήθηκε από τον Δία από τέφρα. Σε αυτό το γένος η επίγνωση της θνητότητας και η αναγκαιότητα της εργασίας εμφανίστηκαν από την πρώτη στιγμή της γέννησής των ανθρώπων. Αυτό το γένος επιδιδόταν σε εργασίες του Άρη, δεν έτρωγε καρπούς και οι άνθρωποι σκότωναν ο ένας τον άλλον. Δεν υπήρχε δικαιοσύνη κι έτσι δεν ήταν η δυσαρέσκεια του Δία που τους αφάνισε, αλλά οι ίδιες τους οι πράξεις.

Το τέταρτο γένος, το γένος των ηρώων, δημιουργείται από τον Δία πιθανόν επειδή δεν υπήρχαν θνητοί να τιμούν τους θεούς. Οι ήρωες ήταν ημίθεοι και η μισή θεϊκότητά τους δεν σχετίζεται αποκλειστικά με το ζήτημα αθανασίας αλλά και με τη δικαιοσύνη τους, αφού ήταν «πιο δίκαιοι και καλοί» από τους προγόνους τους. Η δικαιοσύνη τους σχετίζεται με το γεγονός ότι είναι οι μόνοι που εμφανίζονται να ζουν σε κοινωνίες. Οι ήρωες απολάμβαναν πλούτο γης, δεν ήταν όμως ευχαριστημένοι κι έτσι προχωρούσαν σε πολέμους και πέθαιναν βίαια. Αντίθετα με τους προγόνους τους, ωστόσο, προχωρούσαν σε εχθροπραξίες για το καλό της κοινότητας ή για κάτι που θα χαρακτηρίζαμε «ηθική αιτία».[7] Επιπρόσθετα, είχαν επίγνωση ενός είδους θεϊκής ανταμοιβής, αφού ο Δίας εξασφάλιζε σε κάποιους από αυτούς ζωή αντίστοιχη με το χρυσό γένος στις νήσους των Μακάρων.

Για το πέμπτο γένος, στο οποίο εντάσσεται η γενιά του Ησιόδου, ο τελευταίος περιορίζεται σε προβλέψεις της αιτίας του αφανισμού του, τις οποίες εντοπίζει στην ασέβεια προς τους θεούς, την αντικατάσταση της δικαιοσύνης από την δικαιοσύνη του ισχυρού και την κατάρρευση των δεσμών οικογένειας και πόλης (181-201). Το σιδηροῦν γένος έχει επίγνωση της θνητότητάς του από την πρώτη στιγμή. Η ελπίδα, όμως, που έχει δοθεί στους ανθρώπους με το κουτί της Πανδώρας, τους επιτρέπει να αντισταθούν στην αδικία και τις ύβρεις ελπίζοντας σε θεϊκή ανταμοιβή.

Ο μύθος των γενών έχει απασχολήσει ιδιαίτερα τους ερευνητές και τον ακολουθεί μια πλειάδα διαφορετικών προσεγγίσεων. Η πιο διαδεδομένη είναι η γραμμική, που υιοθετεί μια κάθετη-καθοδική ανάγνωση των γενών, με βάση την σταδιακή παρακμή τους.[8] Εξίσου μεγάλη απήχηση βρίσκει η «ψυχολογική» θεωρία σύμφωνα με την οποία υιοθετείται και πάλι γραμμική-καθοδική ανάγνωση αποδίδοντας σε κάθε γένος ένα στάδιο της ανθρώπινης ανάπτυξης, από την παιδική ηλικία μέχρι την ενηλικίωση.[9] Η «ανατολίζουσα» θεωρία επιχειρεί να συσχετίσει τον μύθο των πέντε γενών με αντίστοιχους μύθους της ανατολής, οι οποίοι, ωστόσο, εν αντιθέσει με τον Ησίοδο, δεν στόχευαν στην εξήγηση του παρελθόντος αλλά στην πρόβλεψη του μέλλοντος.[10] Τέλος, γοητευτική είναι και η πολιτισμική ερμηνεία του μύθου, η οποία επιχειρεί να διακρίνει τα γένη με βάση την εξέλιξη της ανθρώπινης λογικής. Έτσι, διακρίνονται δύο ομάδες, από τις οποίες η μία χαρακτηρίζεται από απουσία λογικού (χρυσό, αργυρό) και στην άλλη η ανθρώπινη λογική αναπτύσσεται (χάλκινο, ηρωικό, σιδερένιο).[11]

Εκτός από τις γραμμικές, ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δομιστικές ερμηνείες του μύθου. Ο Vernant υποστήριξε ότι έχουμε να κάνουμε με έξι και όχι με πέντε γένη, αφού το σιδερένιο διακρίνεται σε δυο γενιές, η μια αφορά το παρόν και η άλλη το μέλλον. Προχωρώντας σε μια νέου είδους διάκριση με βάση τα θετικά και τα αρνητικά εσωτερικά χαρακτηριστικά των γενών κατέταξε το χρυσό, το ηρωικό και το σιδερένιο (παρόν) σε μία ομάδα σχετικής δικαιοσύνης (δίκη) και το αργυρό, το χάλκινο και το σιδερένιο (μέλλον) σε μία ομάδα αδικίας (ὕβρις) , ενώ με βάση τα εξωτερικά τους χαρακτηριστικά, το χρυσό και το αργυρό γένος προσιδιάζουν στην βασιλική εξουσία, το χάλκινο και το ηρωικό χαρακτηρίζονται από πολεμικές τάσεις και το σιδερένιο τόσο του παρόντος όσο και του μέλλοντος θέτει στο επίκεντρο την εργασία.[12] Ενδιαφέρουσα είναι και η δομιστική ερμηνεία του Most, ο οποίος θεωρώντας ότι απαρχή της εξιστόρησης του μύθου για τον Ησίοδο ήταν το ηρωικό γένος, από το οποίο επεκτάθηκε προς το παρελθόν και το μέλλον προχώρησε σε τριμερή διάκριση των γενών: α) χρυσό, β) αργυρό, γ) χάλκινο, ηρωικό, σιδερένιο, υποστηρίζοντας σε γενικές γραμμές ότι ο Ησίοδος εσκεμμένα δεν πραγματοποιεί αυστηρή διάκριση μεταξύ των τελευταίων.[13]

Στη συνέχεια παρατίθεται ο αίνος του γερακιού και του αηδονιού, τον οποία ο Ησίοδος απευθύνει στους «βασιλείς, αν και οι ίδιοι τους είναι σοφοί» (207-11). Ένα γεράκι κρατά σφιχτά με τα αιχμηρά του νύχια ένα αηδόνι, το οποίο συμβουλεύει να μην αντιστέκεται στον ισχυρότερο, γιατί μια τέτοιου είδους αντίσταση είναι ανόητη. Οι περισσότεροι ερευνητές συγκλίνουν στην αποδοχή της ιστορίας ως εξεικόνισης των βασιλέων με την μορφή του γερακιού και του Ησιόδου με τη μορφή του αηδονιού.[14] Η διάσταση μεταξύ βασιλέων και ποιητή εντοπίζεται ήδη στην αδερφική διαμάχη του τελευταίου με τον Πέρση, ο οποίος δωροδόκησε τους βασιλείς, για να αποσπάσει μεγαλύτερο μερίδιο της κληρονομιάς, από ότι του αναλογούσε. Αυτή η διαμάχη δεν αφορά τόσο το ζήτημα της ισχύος, όσο το status της δικαιοσύνης, γιατί, δηλαδή, πρέπει να είναι κανείς δίκαιος.[15] Το γεράκι μπορεί να κατασπαράξει το αηδόνι, όπως και οι βασιλείς τον Ησίοδο. Ο τελευταίος όμως δεν σιωπά, αλλά ασκεί κριτική στις δωροδοκίες τους και τους προτρέπει σε δίκαιη συμπεριφορά.[16]

Στο επόμενο τμήμα του έργου, ο Ησίοδος απευθύνεται στον αδερφό του, προτρέποντάς τον να στραφεί στη δικαιοσύνη και να αφήσει την ύβρη. Τα επιχειρήματά του διαρθρώνονται σε τρία επίπεδα: κακότητα αδικίας και ύβρεως (213-24), αγαθότητα δικαιοσύνης (225-37) και ξανά κακότητα αδικίας και ύβρεως (238-47). Το θεμέλιο της επιχειρηματολογίας του είναι θεολογικό (Δίκη, Άτη, Όρκος τιμωρούν τον άδικο), αλλά σύντομα τρέπεται σε πολιτικό, αφού επισημαίνεται ότι κάθε φορά που διαπράττεται αδικία με κάποια δωροδοκία, ζημιώνεται συλλήβδην όλη η πόλη (240-245). Ο άδικος, δηλαδή, δεν ζημιώνει μόνο τον εαυτό του αλλά και την οικογένειά του και την πόλη του.

Αντίθετα, η δικαιοσύνη οδηγεί την πόλη σε άνθηση, οι πολίτες ευημερούν, η Ειρήνη επικρατεί, ο Λιμός και η Άτη απομακρύνονται, η Γη είναι πλούσια και ο βίος άφθονος, οι γυναίκες γεννούν ακμαία παιδιά, που μοιάζουν στους γονείς τους. Η περιγραφή του δίκαιου τρόπου ζωής φαίνεται να συνεπάγεται την ελευθερία ανθρώπων από την αναγκαιότητα εργασίας, αν βέβαια η πόλη είναι δίκαιη στο σύνολό της. Η δικαιοσύνη εμφανίζεται ως το μέσο για την επιστροφή στον ισόθεο τρόπο ζωής του χρυσού γένους (231//119, 237//117) ή γενικότερα στην εποχή πριν την Πανδώρα, οπότε και η δικαιοσύνη φαίνεται να αποτελεί την αναγκαία και επαρκή συνθήκη για την ανθρώπινη ευδαιμονία.

Απευθυνόμενος στους βασιλείς ο Ησίοδος τους προτρέπει να είναι δίκαιοι έχοντας στο μυαλό τους τις τιμωρίες των αθανάτων. Σε αυτό το τμήμα ο Ησίοδος παρουσιάζει με ακόμη πιο έντονους χαρακτηρισμούς και πιο παραστατικό τρόπο την διαρκή επίβλεψη των ανθρώπων από τους θεούς με την Δίκη και αόρατους φύλακες να παρατηρούν τις άδικες πράξεις. Ακόμη, τους προειδοποιεί ότι η δική τους ακολασία θα οδηγήσει σε τιμωρία όλου του λαού. Προειδοποιεί ακόμη ότι «αυτός που ζημιώνει τους άλλους, ζημιώνει και τον εαυτό του» κι ένα κακό σχέδιο είναι χειρότερο για όποιον το σχεδιάζει (263). Αναφέρει, ωστόσο, ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα παιδιά του δεν θα είναι δίκαιοι, εφόσον είναι κακό να είναι κανείς δίκαιος, αν τελικά επικρατεί το δίκαιο του ισχυρού (270-272). Απομακρύνεται, δηλαδή, σε αυτό το σημείο από την θεϊκή επέμβαση και αντιμετωπίζει την θέση της δικαιοσύνης στα πλαίσια της ισχύουσας κοινωνίας ισχυριζόμενος ότι αν κρίνει ότι το άδικο είναι καλύτερο για αυτόν, θα είναι άδικος. Το «καλόν» εμφανίζεται ως ιδανικό υψηλότερο από το «δίκαιον».

Αν και κατακρίνει την άδικη συμπεριφορά των γερακιών-βασιλέων, καθίσταται σαφές το γεγονός ότι δεν την καταδικάζει. Το γεράκι δεν είναι κακό ή άδικο, επειδή κάνει ό,τι κάνει. Είναι ο νόμος του Δία που επιβάλει το δίκαιο του ισχυρού μεταξύ των ζώων (274-280). Οι άνθρωποι, όμως, σε αντίθεση με τα ζώα τίθενται υπό την επίβλεψη της Δίκης και η ανταμοιβή της δικαιοσύνης από τον Δία εμφανίζεται ως το βασικό επιχείρημα του Ησιόδου υπέρ της δίκαιης δράση των βασιλέων, χωρίς, ωστόσο να καθιστά την ίδια τη δικαιοσύνη αποκλειστικά ωφελιμιστική, αφού δεν αφορά μόνο το ατομικό αλλά και το συλλογικό επίπεδο.

Η δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων φαίνεται σε πλήρη εξάρτηση από τον Δία. Ο τελευταίος, όμως, εμφανίζεται «να βλέπει και να καταλαβαίνει τα πάντα, όταν το επιθυμεί» (273), υπάρχουν δηλαδή στιγμές, που είναι απρόθυμος να διευθετήσει τις ανθρώπινες υποθέσεις. Έτσι, ο Ησίοδος συνεχίζει υποστηρίζοντας πως «πανάριστος είναι εκείνος που μόνος του καταλαβαίνει όλα τα πράγματα κι εντοπίζει εκείνα που αργότερα θα είναι καλύτερα» (293-94), ενώ προηγουμένως ισχυριζόταν ότι το ανώτερο μονοπάτι είναι εκείνο που οδηγεί στα δίκαια πράγματα (216-17//288-91). Προκύπτουν, λοιπόν, δύο μονοπάτια ουσιωδώς διαφορετικά, καθένα από τα οποία εμφανίζεται ως το καλύτερο. Το κύριο εμπόδιο στο δρόμο προς την αρετή, το δεύτερο μονοπάτι, είναι η δυσκολία να γίνει αντιληπτό ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η επίφαση δίκαιων πράξεων αλλά η κατανόηση όλων των πραγμάτων, η οποία με τη σειρά της θα επιτρέψει την ατομική ευημερία.[17] Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η κατάκτηση αυτού του είδους της κατανόησης ανοίγει το δρόμο τόσο για την αρετή, όσο και για τη δικαιοσύνη και κατ’ επέκταση για την ευδαιμονία τόσο του ατόμου όσο και της πόλης.

Τέλος, μέσα από το τμήμα που ακολουθεί και αναφέρεται στα έργα (381-764) και τις ημέρες (765-828), προκύπτει ότι εκτός από τον νόμο του Δία, υπάρχουν και οι «νόμοι των αγρών» (388), οι οποίοι εξαρτώνται από τις Πλειάδες, τις ημέρες και τις νύχτες και τον ίδιο τον χρόνο, ένα σύνολο δυνάμεων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «φυσικά». Ο νόμος των αγρών εμφανίζεται να διέπεται ως επί το πλείστον από τάξη και κανονικότητα, την οποία ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει -με εξαίρεση κάποιες απρόβλεπτες ημέρες (852)- τίθεται, όμως, κάτω από τον νόμο του Δία, αφού και πάλι, οι προσευχές των ανθρώπων, μπορούν να επιφέρουν θετικά αποτελέσματα, κερδίζοντας την εύνοιά του (626, 667-69).


[1] Θεογονία, 22κ.εξ.: «Αυτές λοιπόν δίδαξαν τον Ησίοδο κάποτε τ’ ωραίο τραγούδι,/ σαν έβοσκε τα κοπάδια κάτου απ’ τον άγιον Ελικωνα» (μτφρ. Π.Λεκατσάς).
[2] The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (2000): 36.
[3] Rowe, C.J. (1983): 124-135. Adkins, A.W.H ( 1985): 60.
[4] Cornford, F.M. ( 1952): 222 και Blickman D.R. (1987): 341-355.
[5] Faraone C.A. (2012): 38-44.
[6] Gagarin, M.  (1992): 61-78.
[7] Barlett, R.C. (2006): 189-190.
[8] Σε αυτή την ανάγνωση δημιουργεί πρόβλημα το γένος των ηρώων, το οποίο εμφανίζεται «ανώτερο» από το χάλκινο γένος. Το πρόβλημα επιχειρείται να αμβλυνθεί με το επιχείρημα ότι το αμέσως επόμενο γένος, το σιδερένιο, στο οποίο ανήκει η γενιά του Ησιόδου, εμφανίζει την έσχατη κατάπτωση. Η αντιδιαστολή με τους προγόνους γίνεται έτσι εντονότερη και υπογραμμίζει αυτού του είδους την κατάπτωση. Βλ. Meyer, E. (1966): 471-522.
[9] Και σε αυτή την ανάγνωση δημιουργείται πρόβλημα με το γένος των ηρώων, αφού η αντιστοιχία έχει ως εξής: χρυσό γένος: παιδική ηλικία, αργυρό γένος: εφηβεία, χάλκινο γένος: νεανική ηλικία, σιδερένιο γένος: ενηλικίωση. Το γένος των ηρώων αντιμετωπίζεται ως προσθήκη, που αντιπροσωπεύει την ίδια την επική ποίηση, την οποία ο Ησίοδος είναι αναγκασμένος να συμπεριλάβει, αφού οι ήρωες αποτελούσαν το επίκεντρο των επών. Βλ. Smith, P. (1980): 145-163.
[10] West, M. L. (1997): 312-319.
[11] Μπεζαντάκος, Ν. Π., Τσαγγάλης, Χ. Κ., Μανακίδου, Φ., Ράγκος-Μουσάων Σ. Ι.(2006):204-205.
[12] Vernant, J.-P. (1990-a): 13-14. Η τελευταία διάκριση εμφανίζει κοινωνικές προεκτάσεις, αποδίδοντας στο πρώτο επίπεδο της βασιλικής εξουσίας τους βασιλείς, στο δεύτερο επίπεδο των πολεμικών χαρακτηριστικών τους πολεμιστές και στο τρίτο επίπεδο της εργασίας τους αγρότες. Βλ.
[13] Most, G. W. (1997): 104-127.
[14] Barlett, R.C. (2006): 191-192. Εναλλακτικές ερμηνείες αντιμετωπίζουν το γεράκι ως εξεικόνιση του Δία και το αηδόνι των βασιλέων ή το σύνολο του μύθου ως ένα δυναμικό τρόπο έκφρασης, που ο Ησίοδος επέλεξε επιτηδευμένα, ώστε να ταιριάζει και στις δύο περιπτώσεις. Βλ. Nelson, S. (1997): 235-247.
[15] Ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία του Pucci, σύμφωνα με την οποία στο ζεύγος γεράκι-αηδόνι αντιστοιχεί το ζεύγος βασιλείς- Δίκη, με τα πρώτα να οδηγούν τα δεύτερα, όπου επιθυμούν. Βλ. Pucci, P. (1977): 33.
[16] Barlett, R.C. (2006): 192.
[17] The Cambridge History of Greek and Roman Political Thought (2000): 35.

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Ιωάννα Φάφκα - She graduated from the Classical Philology Department of the Aristotle University and she is a graduate student in the History of Philosophy at the Department of Philosophy and Pedagogy of the same university. She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the March of 2017. Read More