Η Γοητεία του Θουκυδίδη.


της Ιωάννας Φάφκα
- Φιλολόγου


Στο άκουσμα του ονόματος του Θουκυδίδη οι περισσότεροι προβαίνουν ασυνείδητα στο συσχετισμό του με την ιστορία του πελοποννησιακού πολέμου. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Θουκυδίδης δεν έγραψε ούτε «ιστορία» ούτε τα γεγονότα, τα οποία κατέγραψε, κατονόμασε ως «πελοποννησιακό πόλεμο». Η ιστορία, όπως εμείς σήμερα την γνωρίζουμε, δεν είχε καθιερωθεί και το ρήμα ιστορώ για τους σύγχρονους του Θουκυδίδη είχε τη σημασία της έρευνας. Ο ίδιος προσδιορίζει την «ξυγγραφήν» του ως συλλογή και καταγραφή γεγονότων, για τα οποία ο ίδιος είχε προβεί σε εξονυχιστικό έλεγχο, αλλά και έκθεση λόγων, στους οποίους προσπάθησε να αποδώσει αυτό, που θα ταίριαζε να έχει ειπωθεί για κάθε περίσταση, παραμένοντας όσο το δυνατόν πιο κοντά στο γενικό νόημα των αληθώς λεχθέντων. Από την άλλη, προσεγγίζει τα γεγονότα αυτής της περιόδου, που καταγράφει όχι ως πελοποννησιακό πόλεμο, χαρακτηρισμός που υποδεικνύει οπτική της Αθήνας, αλλά ως τον πλέον αξιομνημόνευτο πόλεμο μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων. Αμέσως αμέσως, έχουμε αναφερθεί στην αμεροληψία του, στη διάκριση έργων και λόγων αλλά και στη διττή διάσταση των τελευταίων μεταξύ καταλληλότητας και αλήθειας.

Διαβάζοντας κανείς το έργο του Θουκυδίδη πληροφορείται από την αρχή ότι o ίδιος ξεκίνησε τη συγγραφή του ταυτόχρονα με τον πόλεμο. Ολοκληρώνοντας, ωστόσο, το έργο, αντιλαμβάνεται ότι γνωρίζει ήδη το τέλος του πολέμου και την ήττα της Αθήνας, στην οποία αναφέρεται κατά την αφήγησή του με προβολές στο μέλλον. Αντίστοιχα, διακρίνει την αλλαγή της οπτικής του, με την υποχώρηση της συντελεστικής για την εξέλιξη του πολέμου δύναμης των απρόσωπων δυνάμεων (π.χ. Κορίνθιοι, Κερκυραίοι, Λακεδαιμόνιοι) και την ανάδειξη της σημασίας της προσωπικής δράσης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Αλκιβιάδη, γεγονός που επίσης προϋποθέτει κατασταλλαγμένη και συνολική εποπτεία του πολέμου. Έτσι, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το λεγόμενο «θουκυδίδειο πρόβλημα», που διακρίνει τους θουκυδιδιστές σε «ενωτικούς» και «χωρίζοντες». Οι πρώτοι υποστηρίζουν την συνολική καταγραφή του έργου μετά το τέλος του πολέμου, ενώ οι δεύτεροι την σταδιακή συγγραφή του, η οποία περιλαμβάνει από μέρους τους και μετέπειτα, ας πούμε, αναθεωρήσεις.

Όσον αφορά την ανάδυση του υποκειμένου στην εξέλιξη του έργου του, αξίζει να σημειωθεί το γεγονός ότι σε αυτό το σημείο εντοπίζουμε και το μοναδικό στοιχείο, που φαίνεται ίσως μεροληπτικό από πλευράς του και εν μέρει είναι. Επιλέγει πολλές φορές να δείξει την προνοητικότητα ή την περιορισμένη οπτική και την ιδιοτέλεια των ομιλητών του, και άλλες να αποσιωπήσει την συμβολή τους, που ενίοτε είναι και σημαντική, στα τεκταινόμενα (π.χ. Δημοσθένης). Αντίστοιχα, δίνει λιγότερη έμφαση από όση τους αναλογεί σε κάποια γεγονότα (π.χ. στο πρώτο βιβλίο, πώς καταλήγουν οι Αθηναίοι να συμμαχούν με τους Κερκυραίους, ενώ αρχικά έκκλιναν προς τους Κορινθίους) ενώ σε κάποια άλλα προβαίνει σε εξέταση μεγαλύτερη από όση τους αναλογεί με βάση την σημασία τους για την εξέλιξη του πολέμου (π.χ. ο σφαγιασμός των Μηλίων). Ωστόσο, μέσα από αυτού του είδους την «επιλεκτικότητα», αν θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως τέτοια, σκιαγραφείται η ίδια η πραγματικότητα του αθηναϊκού ιμπεριαλισμού με τη μετάβαση από την δημοκρατία του Περικλή στη δημοκρατία των διαδόχων του. Κοινό στοιχείο του ιμπεριαλισμού παραμένει η θαλασσοκρατορία. Με κάθε αφορμή τονίζεται η υπεροχή των Αθηναίων στη θάλασσα και η ανάγκη διατήρησης των συμμάχων τους, οι οποίοι αποτελούσαν κατά βάση την κύρια πηγή των εσόδων τους. Οι πρακτικές που μετέρχονται οι Αθηναίοι στρατηγοί, όμως, διαφοροποιούνται και αυτό διαγράφεται μέσα από τους λόγους τους, τους οποίους εκθέτει ο Θουκυδίδης. Ο Περικλής τονίζει την διατήρηση του μεγαλείου και του ιδεώδους της Αθήνας, την υπεροχή της ευδαιμονίας της πόλεως έναντι της ατομικής. Ο Κλέων εμφανίζεται ως οπαδός της βίας και του πολέμου, εκφραστής ενός επιθετικού ιμπεριαλισμού με την ιδιοτέλεια να τον χαρακτηρίζει. Η ιδιοτέλεια αυτή κορυφώνεται στη σικελική εκστρατεία με τους θουκιδίδειους Νικία και Αλκιβιάδη να μη διστάζουν να μιλήσουν απροκάλυπτα γι’ αυτό. Η πλεονεξία των «νεωτεριστών» Αθηναίων, η οποία τονίζεται από τους Κορινθίους πρέσβεις στη Σπάρτη στο Βιβλίο Α’ , αντικαθίσταται στο τέλος του έργου από την ατομική πλεονεξία. Οι Αθηναίοι στρατηγοί, όντες ίσοι μεταξύ τους, επιδιώκουν να γίνουν «πρώτοι πολίτες», όπως «πρώτος πολίτης» υπήρξε ο Περικλής. Και αυτές οι εσωτερικές έριδες είναι, που κατά τον Θουκυδίδη οδήγησαν στην καταστροφή.

Σε αυτό το σημείο κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε λίγο εκτενέστερα στη θέση που οι δημηγορίες καταλαμβάνουν στο θουκιδίδειο έργο, αλλά και στην επιδίωξη του γράφοντος να δώσει ένα «κτήμα ες αεί» τους μεταγενέστερους. Ξεκινώντας με το πρώτο και όπως ήδη επισημάνθηκε, στις δημηγορίες ο Θουκυδίδης δεν προβαίνει ούτε σε ανάδειξη της προσωπικής του ρητορικής ικανότητας ούτε, όμως, σε μια «απομαγνητοφώνηση» όλων όσων ειπώθηκαν. Βρίσκεται κάπου στη μέση. Οι δημηγορίες εκτίθενται κατά βάση σε αντιθετικά ζεύγη, τρόπος που μας φέρνει στο νου τις ρητορικές αντιλογίες. Η ρητορική αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο τον 4ο αι. π.Χ. και τα δείγματα, που διαθέτουμε, για τη ρητορική του 5ου είναι ελάχιστα και περιορίζονται κυρίως στον Αντιφώντα. Είναι αλήθεια ότι χρεώνουν στον Θουκυδίδη μαθητεία κοντά στον Γοργία, τον Πρόδικο και τον Αντιφώντα, όπως όμως αλήθεια είναι το γεγονός ότι δεν είναι δυνατό να αποδειχτεί με βεβαιότητα η επίδραση της ρητορικής σε αυτόν.

Επιπρόσθετα, οι ομιλητές των δημηγοριών δίνουν «απάντηση» σε όσα οι αντίπαλοι τους είχαν υποστηρίξει, χωρίς ωστόσο οι ίδιοι να ήταν παρόντες κατά την έκθεση των επιχειρημάτων τους. Το εκπληκτικό που συμβαίνει με της θουκυδίδειες δημηγορίες, όμως, είναι ότι εκτός από την αντιθετική διάσταση των απόψεων των ομιλητών στο παρόν, ενέχουν και μία εκ διαμέτρου αντιστροφή των θέσεων των αντιπάλων στο μέλλον. Για παράδειγμα, στο πρώτο βιβλίο στη δημηγορία των Κορινθίων πρέσβεων προς τους Αθηναίους, οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι συμφέρον των Αθηναίων δεν είναι τόσο η ενίσχυση του στόλου τους από τους Κερκυραίους, όσο η σωστή συμπεριφορά τους απέναντι στους ομοίους τους και στο τέλος του έργου οι Αθηναίοι καταστρέφονται από ομοίους τους, τους Συρακούσιους. Αντίστοιχα, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος -και πάλι στο πρώτο βιβλίο- «απαντώντας» στην κατηγορία των Κορινθίων για την αναβλητικότητά των Λακεδαιμονίων, επιχειρηματολογεί ισχυριζόμενος ότι η αναβλητικότητα αυτή δεν είναι τίποτε άλλο από νηφαλιότητα, που τους καθιστά γενναίους στη μάχη και συνετούς στη λήψη αποφάσεων. Αντίθετα, η αναβλητικότητα των Αθηναίων στη Σικελία, όπου δύο φορές αναστέλλουν την αναχώρησή τους, οδηγεί στην πανωλεθρία. Και είναι οι Αθηναίοι, που στην αρχή του βιβλίου χαρακτηρίζονταν από τους Κορινθίους «νεωτεροποιοί».

Κατ’ αυτόν τον τρόπο προκύπτει η κοινή βάση για την δράση των ανθρώπων, που δεν είναι άλλη από την ανθρώπινη φύση. Ο Θουκυδίδης επιδιώκει να εκθέσει αυτήν ακριβώς την φύση, η οποία παραμένει πάντοτε η ίδια. Μεταβαίνουμε έτσι στο δεύτερο ζήτημα, αυτό της δημιουργίας ενός «κτήματος ες αεί». Για τον Θουκυδίδη η μοναδική ιδιότητα, που με βεβαιότητα γνωρίζουμε ότι του είχε αποδοθεί, είναι εκείνη του στρατηγού (αντιμέτωπος δίχως επιτυχία εναντίον του Βρασίδα στην Αμφίπολη το 424 π.Χ.). Η ιδιότητα του αυτή αναδύεται μέσα από το έργο του με τις πολεμικές αναλύσεις, τις στρατιωτικές υποδείξεις και την ανάλυση των οικονομικών πόρων. Ταυτόχρονα, όμως, συναντούμε εξαιρετικές ιατρικές αναλύσεις (λιμός) αλλά και ανθρωπολογικές (ανθρωπεία φύσις). Αυτές οι τελευταίες είναι ίσως και οι πιο σημαντικές. Για παράδειγμα, με τον εμφύλιο σπαραγμό στην Κέρκυρα, δίνει στην ακολουθούσα αφήγηση μια λεπτομερειακή ανάλυση της ψυχικής μεταστροφής των ανθρώπων, που αποκτηνώθηκαν, σκοτώνοντας ο αδερφός τον αδερφό του, τον γονέα και το παιδί του. Αντίστοιχα, με τη διάκριση ανάμεσα στις αφορμές και τις βαθύτερες αιτίες, η οποία αποτελεί θεμελιώδες χαρακτηριστικό της συγγραφής του, το συμφέρον αναδεικνύεται ως η κύρια αιτία, που αφήνει τις φυλετικές και πολιτικές διακρίσεις σε δεύτερη μοίρα, στο επίπεδο της απλής πρόφασης. Η «αληθέστατη πρόφασις» αυτή του συμφέροντος, που στην περίπτωση των Αθηναίων ταυτίζεται με τη διατήρηση της ηγεμονίας τους και στην περίπτωση των εκάστοτε αντιπάλων τους στο συνασπισμό ενώπιον του κοινού εχθρού, εμπίπτει κατά τον Θουκυδίδη στην ίδια την ανθρώπινη φύση, είναι, όπως θα λέγαμε σήμερα, χαρακτηριστικό του πολιτικού ρεαλισμού. Έτσι, ολόκληρο το έργο του διατρέχει η αντικειμενικότητα, στην οποία, όταν παρεισφρέει το υποκειμενικό στοιχείο, γίνεται με απώτερο σκοπό την ανάδειξη του καθολικού επί τη βάση της ανθρώπινης φύσης.

Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, ο συγγραφέας ενός τρομακτικού πολέμου γοητεύει ως εξαιρετικός τεχνίτης του λόγου –κάποιοι ερμηνεύουν το έργο του και ως τραγωδία, με την ύβρη των Αθηναίων να οδηγεί στην ολοκληρωτική καταστροφή τους-, ερευνητής της αλήθειας αλλά και διδάσκαλος κάθε εποχής. Το πολυδιάστατο έργο του, το οποίο δυστυχώς αντιμετωπίζεται ως απλή καταγραφή γεγονότων, αποτελεί ένα συνεκτικό και πλήρους συνοχής δημιούργημα, στο οποίο βρίσκουμε ως ένα βαθμό κατ’ αντιστοιχία των στοιχείων γοητείας που αναφέρθηκαν, τη ρητορική, την δραματουργία, την φιλοσοφία, το διδακτικό έπος (αλλά και εν γένει το έπος, αν κρίνουμε από την θεματολογία) να συνδυάζονται σε ένα και μόνο έργο. 
 
 
 
DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Ιωάννα Φάφκα - She graduated from the Classical Philology Department of the Aristotle University and she is a graduate student in the History of Philosophy at the Department of Philosophy and Pedagogy of the same university. She is writing for Φιλόλογος Ερμής since the March of 2017. Read More