ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ: Σαούλ – Παύλος & Δίων (Κοκκηιανός) Προυσαεύς





ἐπιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-μεταπτυχιακοῦ ἐφηρμοσμένης παιδαγωγικῆς
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





1. Ο Σαούλ

Σαύλος ή Σαούλ ήταν το αρχικό όνομα του γνωστού σε όλον τον κόσμον αποστόλου Παύλου[1]. Γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας γύρω στο 1 - 3 μ. Χ. Ήταν γιός πλούσιας οικογένειας, αφού όπως γνωρίζουμε, τον έστειλαν από την Ταρσό να σπουδάσει στα Ιεροσόλυμα, όπου είχε καθηγητή τον περίφημο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ.


Η οικογένειά του ανήκε στην αίρεση των φαρισαίων. Ηταν πιστοί και φανατικοί τηρητές του Μωσαϊκού Νόμου καί των παραδόσεων.
Στο πρόσωπο του Σαύλου ο Αρχιερεύς και το Συνέδριο των Ιουδαίων βρήκαν τον ιδανικό διώκτη των χριστιανών και τον προόριζαν για αρχηγό της ομάδας των διωκτών που ετοίμαζαν να στείλουν στην Δαμασκό, όπου είχαν καταφύγει οι διωκόμενοι χριστιανοί.

Ηταν μεσημέρι όταν μια λάμψη πιο δυνατή και από τον ήλιο που μεσορανούσε, έκαμε όλους τους άνδρες του αποσπάσματος να πέσουν στο έδαφος ενώ ο Σαύλος άκουσε φωνή που του έλεγε: «Σαούλ, Σαούλ τι με διώκεις;». βρήκε το θάρρος ο Σαούλ να ρωτήσει: «Τις εί, Κύριε;». Και η φωνή απάντησε: «Εγώ ειμί Ιησούς ον συ διώκεις».

Εκεί τρεις ημέρες έμεινε χωρίς να φάει κάτι ή να πιεί νερό, στο σπίτι κάποιου Ιούδα που τους φιλοξένησε. Αλλά το όραμα του Σαύλου ακολούθησαν άλλα δύο σχετικά οράματα.

Νέος άνθρωπος τώρα ο Σαούλ, ξεκομμένος με θαυματουργική επέμβαση από τι ίδιο του το παρελθόν, σε μία νέα ζωή σε νέα πορεία. Αυτή τη φορά όχι υπηρέτης των αρχόντων του Ισραήλ αλλ' υπηρέτης του Θεού και μάλιστα εκλεκτό «σκεύος εκλογής», θεόληπτος και θεοπρόβληπτος. Έχει πια την συνείδηση ότι «τα αρχαία παρήλθεν», ότι «γέγονε τα πάντα καινά».

Ακόμα και το όνομα του που του θύμιζε τον παλαιό εαυτό του και αυτό το εγκαταλείπει. Προτιμά αντί του εβραϊκού Σαούλ - Σαύλος το Ρωμαϊκό Παύλος. «Παύλος απόστολος Χριστού» ή «Παύλος δούλος Ιησού Χριστού» θα είναι εις το εξής ο τίτλος του. Έτσι θα αρχίζει τις επιστολές του και έτσι θα μείνει στην ιστορία.

Κάποια στιγμή ο Παύλος κάνει μια διαπίστωση καθώς αντιπαραθέτει το τι ζούσε πρίν, ως ζηλωτής Ιουδαίος και τι ζεί τώρα, ως συσταυρώμενος με τον Χριστό χριστιανός.

«Ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ. Ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο. Ει γαρ α κατέλυσα ταύτα πάλιν οικοδομώ, παραβάτην εμαυτόν συνίστημι. Εγώ γαρ διά νόμου νόμω απέθανον, ίνα Θεώ ζήσω. Χριστώ συνεσταύρωμαι· ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός· ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του υιού του Θεού του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού.»
Γαλ. β΄ 16-20

Είναι καταλυτικός ο λόγος του. Τον επισημαίνουμε: «Ξέρουμε πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να σωθεί με την  τήρηση των διατάξεων του νόμου. Αυτό θα γίνει μόνο με την πίστη στον Ιησού Χριστό. Γἰ αυτό κι εμείς πιστέψαμε στον Ιησού Χριστό, για να δικαιωθούμε με την πίστη στον Χριστό κι όχι με την τήρηση του νόμου· γιατί με τα έργα του νόμου δε θα σωθεί κανένας άνθρωπος

Ποια είναι λοιπόν η διαπίστωσή του; Ότι δεν σώζεται ο άνθρωπος με την τήρηση των τυπικών διατάξεων του (Μωσαϊκού) Νόμου. Γιατί; Γιατί δεν έχουν σκοπό τον εξαγιασμόν του ανθρώπου αλλά την καταπίεσή του στην αποφυγή παραβατικών συμπεριφορών. Αλλά και γιατί είναι τόσο περίπλοκες και τόσο σκληρές, - ας θυμηθούμε και τους νόμους του Δράκοντος άλλων εποχών - ώστε είναι αδύνατον να τηρηθούν και μάλιστα συνδυαζόμενες με απειλές θανάτου τον τυχόν παραβάτη τους.

Ο ίδιος ο Μεσσίας σε ερώτηση ενός νομικού της εποχής «διδάσκαλε τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;» υποδεικνύει τὴν ανάγκην της εφαρμογής, της πράξεως («τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ» στ. 28, «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» στ. 37) θέλοντας νὰ φανερώση τὸ ανωφελὲς της θεολογικής γνώσεως, ποὺ δὲν συνοδεύεται μὲ ανάλογον πράξιν. Γνωστή άλλως είναι η παραβολή Αυτού του αγαθού Σαμαρείτου[2].

«Ἕνας ἄνθρωπος, λέγει ἡ παραβολή, κατέβαινε ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἱεριχὼ καὶ ἔπεσε εἰς τὰ χέρια ληστῶν. Τὸν ἔγδυσαν, τὸν ἐκτύπησαν, τὸν ἐπλήγωσαν ὁλόκληρον, τοῦ ἀφήρεσαν ὅ,τι εἶχε, τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένον καὶ ἐξαφανίσθησαν. Κατὰ σύμπτωσιν κάποιος ἱερεὺς διερχόμενος ἐκ τῆς αὐτῆς ὁδοῦ εἶδε τὸν τραυματίαν καὶ τὸν προσπέρασε, χωρὶς νὰ τοῦ δώση καμμίαν βοήθειαν. Μετ᾽ ὀλίγον δὲ καὶ κάποιος Λευΐτης (=νεωκόρος ἢ διάκονος), ὅταν ἔφθασε εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο, ἐπλησίασε τὸν πληγωμένον, τὸν εἶδε, ἀλλὰ τὸν προσπέρασε ἀσυγκίνητος. Ἕνας Σαμαρείτης ὅμως, ποὺ ἦλθε εἰς τὸ μέρος αὐτό, τὸν εἶδε καὶ τὸν ἐλυπήθη. Ἀνέμιξε λοιπὸν κρασὶ καὶ λάδι καὶ ἔβαλε εἰς τὰς πληγάς, τὰς ἔδεσε καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβαλε ἐπάνω εἰς τὸ ζῶον του, τὸν ἔφερε εἰς τὸ πανδοχεῖον καὶ τὸν ἐφρόντισε ὁ ἴδιος. Ἔδωσε εἰς τὸν πανδοχέα δύο δηνάρια καὶ τοῦ εἶπε· περιποιήσου τὸν ἄνθρωπο καὶ ἂν ξοδέψης περισσότερα, εἰς τὴν ἐπιστροφὴ θὰ σοῦ τὰ δώσω ἐγώ.»
ΛΟΥΚΑ (Κεφ. Ι´, 25–37)

Αλήθεια πιστεύει κανείς ότι ο ιερέας και ο Λευίτης οι οποίοι διέρχονται ασυγκίνητοι από το μέρος όπου κείται μισοπεθαμένος εκείνος ο άνθρωπος στην παραβολήν ταύτην διαπράττουν κάτι το παράνομον; Διαπράττω παρανομίαν αν δεν δίδω ελεημοσύνη εις έναν επαίτην; Καταστρατηγώ κανέναν γραπτόν νόμον αν προσπερνώ κάποιον ναρκομανή που κείται στο πεζοδρόμιον αναίσθητος σε κώμα; Το γράμμα του νόμου δεν ορίζει ποινές για την ασυγκινησία. Είναι όμως αυτό ηθικόν; Περιποιεί τιμήν εις έναν άνθρωπον η αναλγησία έναντι ενός πονεμένου ανθρώπου; Όχι ασφαλώς. Άρα έχομεν μεγάλην απόδειξη εξ αυτού ότι το νόμιμον δεν είναι και ηθικόν, ότι έχει δίκαιον ο Παύλος που λέγει ότι ουδείς μπορεί να σωθεί υπακούοντας στις διατάξεις των νόμων και απεναντίας άδικον αυτός ο πολιτικός της σύγχρονης εποχής ότι ο μη παραβάτης των γραπτών νόμων είναι αυτόχρημα και ηθικός. Σώζεται κανείς με το ήθος, με την γνώση δηλαδή που συνοδεύεται με την ανάλογο πράξη.


2. Ο Δίων (Κοκκηιανός) Προυσαεύς

Μια από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της εποχής του (1ος – 2ος αι. μ.Χ) υπήρξεν αναμφισβήτητα ο Δίων, υιός του Πασικράτη, τον οποίον από τον 3ον ήδη αι. τον απεκάλεσαν Χρυσόστομον. Κατήγετο από μεγάλην εύπορον οικογένεια της Προύσας της Βιθυνίας. Ρήτορας, σοφιστής και φιλόσοφος μοίρασεν την ζωήν του ανάμεσα στην κοινωνικήν πράξιν και εις την πολιτικήν διδασκαλίαν. Έζησεν μιαν πολυτάραχον ζωή, η οποία χωρίζεται σε δύο διαφορετικά τμήματα περιόδους. Στην πρώτην έζησεν ως σοφιστής και ρήτορας, δριμύς κατηγορός και αντίπαλος των φιλοσόφων, στην δε δευτέραν παρουσιάζεται ο ίδιος ως φιλόσοφος.

Η ελευθέρα σκέψις του και έκφρασίς του τον έρριψαν στην δυσμένειαν της αυτοκρατορικής αυλής. Τω 82 μ.Χ ο αυτοκράτωρ Δομιτιανός τον εξόρισεν από την Ιταλίαν και του απαγόρευσε να επισκέπτεται την ιδιαιτέραν αυτού πατρίδαν την Βιθυνίαν. Πρίν από την εξορίαν του ωστόσο και πολύ πριν παρουσιάζη εαυτόν ως φιλόσοφον, είχεν ταξιδέψει πολύ και είχε γίνει γνωστός δια τας επιθέσεις του εναντίον της φιλοσοφίας, ιδίως όπως την συντηρούσαν στο σχολαστικό περιβάλλον των φιλοσοφικών σχολών. Ιδιαίτερα είχε διακριθεί δια τας επιθέσεις του εναντίον της στωικής φιλοσοφίας όπως και ο Παύλος κάποτε δια τας επιθέσεις του εναντίον των πρώτων χριστιανών. Παρόλες τις επιθέσεις του αυτές ο λόγος και η σκέψις του έχουν έκδηλην μια γνησίαν φιλοσοφικήν διάθεσιν.

Η προσχώρησίς του εις την φιλοσοφίαν θα ολοκληρωθή πρίν από την εξορίαν του και θα δεχθή να μαθητεύση κοντά στον στωικόν φιλόσοφον Μουσώνιον[3] τον οποίον λίγα χρόνια πριν είχε πολεμήσει με νεανικόν ζήλον. Επί είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την εξορίαν του από τον Δομιτιανόν ο Δίων μόνος, ντυμένος σαν κυνικός φιλόσοφος, περιφερόταν στα άκρα του ελληνισμού με συντροφιάν τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνος και τους πρεσβευτικούς λόγους του Δημοσθένους. Δεν έπαψεν βέβαια ποτέ να απαγγέλη λόγους όλα αυτά τα χρόνια αλλά στην ουσία τον είχε δια παντός κερδίσει η φιλοσοφία τόσο η στωική όσο και η πλατωνική. Ο ίδιος μάλιστα ονομάζει τον εαυτόν του φιλόσοφον και επιζητεί με κάθε τρόπον να διαχωρίση την θέσιν του αυτήν από τους περιοδεύοντας σοφιστάς.

Τι είχεν όμως συντελέσει σ’ αυτήν την μεταστροφή του Δίωνος; Η ιστορία έχει ως εξής. Ξεκινάμε με μια διαπίστωση που κάνει ο Ανώνυμος της εποχής. Λέγει ούτος χαρακτηριστικά: «Τόσο μεγάλη είναι η λογοτεχνική στειρότητα στην εποχή μας σ’ όλον τον κόσμο! Ίσως πρέπει τελικά να παραδεχτούμε εκείνο το χιλιοειπωμένο, ότι η δημοκρατία είναι στοργική τροφός των μεγάλων πνευμάτων και ότι σχεδόν μόνον μαζί μ’ αυτήν έφτασαν στην ακμή τους και μαζί μ’ αυτήν πέθαναν οι μεγάλοι της λογοτεχνίας»[4].

Στην ελληνορωμαϊκή εποχή γίνεται μια προσπάθεια των νεωτέρων συγγραφέων και καλλιτεχνών να ακολουθήσουν περισσότερο ή λιγότερο πιστά τα κλασσικά πρότυπα. Οι συγγραφείς και καλλιτέχνες απογοητευμένοι από την εποχή τους στρέφονται νοσταλγικά προς τα κλασσικά πρότυπα επιχειρώντας συνειδητά να τα μιμηθούν, αν όχι και να τα αντιγράψουν. Νομίζουν ότι στην αδυναμία και στασιμότητα των καιρών τους αν αντιπροτείνουν γλώσσα και ύφος που αιώνες πρίν είχαν εκφράσει σημαντικά νοήματα θα έδιδαν ζωή και συνέχεια σε ότι κείτονταν ήδη νεκρό. Οι παλιές φόρμες, η μουσειακή καλλιέργεια – σύμφωνα με τους κατηγόρους των - του ύφους θα εξακόντιζε και το πνεύμα στην παλαιά του αίγλη. Κήρυξαν ως ιδανικό και μέσο συγγραφικής επιτυχίας τη μίμηση των κλασικών προτύπων - πρώτα και πάνω απ᾽ όλα της γλώσσας τους.

Σε αυτό το πλαίσιο κινείται η Δευτέρα σοφιστική[5]. Αυτήν την απαρτίζουν μια ομάδα από ρήτορες που τριγυρίζοντας από άκρη σε άκρη την αυτοκρατορία και δίνοντας διαλέξεις και μαθήματα με μεγάλη συνήθως επιτυχία επιχειρούν να ανακόψουν την πνευματική καθίζηση.

Οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής καλλιεργούσαν πλήθος ρητορικά είδη και πραγματεύονταν ποικίλα θέματα. Έγραφαν, απάγγελλαν και δημοσίευαν διαλέξεις, σύντομες πραγματείες ή διατριβές, διάλογους, ρητορικά (προ)γυμνάσματα ή μελέτες (ασκήσεις), εκφράσεις (περιγραφές), προλαλιές (σύντομες προκαταρκτικές ομιλίες), επιστολές, και παίγνια - καθαρά επιδεικτικά τα περισσότερα, με τη φροντίδα του ομιλητή και την προσοχή του ακροατηρίου να συγκεντρώνονται στη μορφή και την απαγγελία περισσότερο παρά στο περιεχόμενο του λόγου.

Σχετικά με το περιεχόμενο των ομιλιών, σημασία έχει να προσέξουμε ότι συχνά οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής υπέρβαιναν τα όρια της ρητορικής, εισβάλλοντας στα πεδία της λαϊκής ας την πούμε φιλοσοφίας. Στην προσπάθειά τους να συμβουλέψουν, να παρηγορήσουν, να νουθετήσουν ή και μόνο να εντυπωσιάσουν το ακροατήριό τους, πραγματεύονταν θέματα ηθικής με εκλαϊκευτικό τρόπο, χωρίς πρωτοτυπία και βάθος. Έτσι, από τη μια συγχέονταν τα σύνορα ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη ρητορική, από την άλλη φιλόσοφοι και σοφιστές βρίσκονταν συχνά αντιμέτωποι, υπερασπίζοντας καθένας την ειδικότητά του.

Κοινό ιδεολογικό χαρακτηριστικό των σοφιστών της δεύτερης σοφιστικής ήταν ο θαυμασμός για την ελληνική ιστορική, φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση και οι νοσταλγικές αναφορές σε πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα από το ένδοξο παρελθόν - όλα αυτά χωρίς να αμφισβητείται η ρωμαϊκή κυριαρχία ή να υποβιβάζονται οι Ρωμαίοι, που άλλωστε και οι ίδιοι εθαύμαζαν και τιμούσαν τα ελληνικά επιτεύγματα των παλαιότερων εποχών. Ανάμεσα σε αυτούς συγκαταλέγεται και ο νεαρός Δίων πολύ πρί την μεταστροφή του.

Όπως θα το περιμέναμε, οι ρήτορες της δεύτερης σοφιστικής ήταν αττικιστές, τουτέστιν καλλιεργηταί της αρχαίας αττικής διαλέκτου, οπότε αναρωτιόμαστε πώς ήταν δυνατό να κάνουν επιτυχημένες δημόσιες ομιλίες στο μεγάλο κοινό (σε θέατρα, σε βασιλικές, σε σταυροδρόμια), όταν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν την καταλάβαιναν μόνο οι μορφωμένοι. Το μυστικό ήταν ότι τα χρόνια εκείνα «πάντες ᾄδουσι, καὶ ῥήτορες καὶ σοφισταί» (=όλοι τραγουδούν, και οι σοφιστές και οι ρήτορες)[6] όπως με υπερηφάνια διατρανώνει κι ο νεαρός Δίων. Σε εποχή όπου ο μουσικός τονισμός είχε αντικατασταθεί από τον δυναμικό, οι λαμπρόφωνοι αττικιστές εκφωνούσαν τις διαλέξεις τους με την παλιά τραγουδιστή προφορά και γοήτευαν τα πλήθη με τον ήχο και μόνο της ομιλίας τους. Χρονολογικά πρώτος στη σειρά είναι ο Δίων, που για την ευγλωττία του επονομάστηκε Χρυσόστομος.


3. Η ουσία της μεταστροφής

Ο Δίων φαίνεται υπήρξε λαμπρός νούς. Σύντομα κατάλαβε βαθιά μέσα του ότι ναι μεν ασκεί γοητεία το άδειν σπουδαίως και το συνεγείρειν τα πλήθη αλλά αυτό δεν έχει στην ουσία καμία σημασία αν και το περιεχόμενον των λόγων και των συνοδών πράξεων δεν είναι αναλόγως υψηλό. Το σημείο κλειδί της μεταστροφής του πρέπει ασφαλώς να ήτο η συνάντησις αυτού με τον Ρούφο και εν γένει τον στωικισμόν. Ας θυμηθούμε όσα αναφέρει ο Ανώνυμος. Η τυραννία της αυτοκρατορικής εποχής και η έλλειψις δημοκρατίας σαφώς επιφέρει αποτελμάτωσιν του ήθους και με την σειρά του χέρσα γή σε κάθε τι το πνευματικό[7]. Στον Στοβαίο, έχει διασωθεί μία ρήση του φιλοσόφου Μουσωνίου του διδασκάλου του Δίωνος: «γιατί κατηγορούμε τους τυράννους, αφού από καιρό έχουμε γίνει χειρότεροί τους, έχοντες τις ίδιες ακριβώς διαθέσεις με αυτούς όχι όμως και την ίδια καλή τύχη;».  Αναγνωρίζουμε στο πρόσωπο του διδασκάλου του Δίωνος έναν αφοσιωμένο μεταδότη της Στωϊκής Παραδόσεως, που παρακάμπτει την Φυσική και την Γνωσιολογία για να εστιάσει αποκλειστικώς στον χώρο της Ηθικής, και ιδιαιτέρως των πρακτικών εφαρμογών στην πνευματική καθοδήγηση του εσωτερικού Ανθρώπου, ο οποίος για τον φιλόσοφο και ασφαλώς για τους μαθητές του αποτελεί το βασικό αντικείμενον και ζητούμενον της παιδείας. Για τον Μουσώνιο, ο οποίος ώριζε την Φιλοσοφία ως αναζήτηση της ορθής διαγωγής, ο αληθώς ελεύθερος και ευδαίμων άνθρωπος είναι μόνον εκείνος που είναι ελεύθερος στον εσωτερικό κόσμο του. Οι υποδείξεις του μεγάλου διδασκάλου του Δίωνος, με ιδιαίτερη εμμονή στο θέμα της «Αρετής» το οποίο ανασύρει δυναμικά από την πρώτη περίοδο της Στοάς, έφθαναν έως το τι πρέπει να φοράει κάποιος και πώς πρέπει να συμπεριφέρεται και συνεκρότησαν ένα αυστηρό και σαφές ηθικό σύστημα, στο οποίο εστάθησαν με εξαιρετική αφοσίωση οι επόμενοι στωικοί έως το τέλος της Σχολής, στα τέλη του 2ου  αιώνος.

Πώς μπορούσε ο πεφωτισμένος νούς του Δίωνος να παραβλέψη γεγονότα σαν εκείνο που διέσωσε ο Ηρώδης (αποσπ. 50); Προέτρεψε κάποτε δηλαδή ο Μουσώνιος τους μαθητές του να δώσουν χίλια σιστέρσια (ασημένια νομίσματα) σε έναν άθλιο που δυσφημούσε την Φιλοσοφία παριστάνοντας τον φιλόσοφο, με το σκεπτικό ότι ως άθλιος και αχρείος που είναι μόνον χρήματα (!!) και περιφρόνηση του πρέπουν. Πώς μπορούσε να συνεχίση να πολεμά έναν άνθρωπο ενάρετο σαν τον Μουσώνιο και να συνεχίση να παραβλέπη το ήθος και την ηθική φιλοσοφία η οποία επαρουσιάζετο απείρως πιο βαθειά από την ρηχότητα των ηχηρών μεγαλοστομιών των ρητόρων και σοφιστών, από τους οποίους οι περισσότεροι όχι μόνον ως ήδη ειπώθηκε δεν αμφισβητούσαν την ρωμαϊκή τυραννία αλλά την υπηρετούσαν δουλοπρεπώς;

Ό,τι είναι για τον Παύλο ο νόμος των ολίγων νομοδιδασκάλων Φαρισαίων είναι για τον Δίωνα η Ρητορική κουφότητα και επιφανειακή σοφιστεία. Ο πρώτος εξ αποκαλύψεως ωδηγήθη στην σωτηρία μέσω του ήθους ο δε δεύτερος στην αληθινή παιδαγωγία μέσω της ηθικής φιλοσοφίας. Κατενόησαν και οι δύο ότι το αναζητητέον στην ζωή είναι το διάγειν και ζήν εναρέτως, το πράττειν ηθικώς όχι εκ τινός άλλου λόγου αλλά επειδή κυρίως προϋπάρχει ως κατακτηθείσα η γνώσις του αγαθού. Ο πρώτος πίστεψε ότι η γνώσις του αγαθού έχει αποκαλυφθεί στον κόσμον από τον Μεσσία. Ο δεύτερος, όπως κάθε φιλόσοφος ότι η γνώσις του αγαθού και άρα η εμπράγματος εφαρμογή του στην ζωή πως είναι θέμα πνευματικής καλλιέργειας και χρόνιας ζήμωσης. Ωστόσο αύτη η πνευματική καλλιέργεια δεν είναι υπόθεσις του ατόμου αλλά της πολιτείας.


4. Συνέπειες και επεκτάσεις στο σήμερα

Με το Βεσπασιανό ανεβαίνει στον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης μια νέα γενιά, ταπεινής καταγωγής, αλλά ικανή, η Φλαβία Γενιά που έβγαλε την αυτοκρατορία από το χάος. Η Φλαβία Γενιά έδωσε στη Ρώμη τρεις αυτοκράτορες, το Βεσπασιανό και τους δυο γιους του που τον διαδέχτηκαν: τον Τίτο και το Δομιτιανό.

Το 69μ.Χ, ο Βεσπασιανός έγινε αυτοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του δημιούργησε πολλά κτήρια, όπως το Κολοσσαίο. Ο Τίτος ήταν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 79 έως το 81. Ήταν κατακτητής της Ιερουσαλήμ. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Βεσπασιανό ως μεγαλύτερος γιος. Ξέρετε τι έκανε σπουδαίο; Ολοκλήρωσε την κατασκευή του Φλάβειου Αμφιθεάτρου γνωστού ως Κολοσσαίο το οποίο είχε ξεκινήσει επί Βεσπασιανού. Η διάρκεια των εγκαινίων διήρκεσε 100 ημέρες!!!. Γιατί τα λέμε αυτά; Μα για να επαληθευτή αυτό που γνωρίζουν όλοι, ότι η εξουσία ωσάν καταντά τυραννική βαθμηδόν υπάρχει γενναιόδωρος εις τους πολίτας ως προς τα θεάματα και τις παροχές. Ο Τίτος υπήρξε γενναιόδωρος αυτοκράτορας ως προς τους πολίτες του και τον εαυτό του !!! Ο βασικός χώρος των εκδηλώσεων των ανθρώπων της εποχής – και τούτο πρέπει να το κρατήσωμεν - είχε μετακινηθεί από τους ιερούς περιβόλους στα στάδια, όπου δε διεξάγονταν μόνο αθλητικοί αγώνες και ιπποδρομίες αλλά και αγώνες μονομάχων, θηριομαχίες και άλλα παρόμοια. Αυτά τα ρωμαϊκά θεάματα, που ενθουσίαζαν τους θεατές τόσο ώστε «όλα να τα ξεχνούν και να μη ντρέπονται να κάνουν ό,τι τους κατέβαινε» (Δίων Χρυσόστομος 32.41), υιοθετήθηκαν και από τους Έλληνες, που συχνά, για να μπορούν να τα παρουσιάζουν, μετάπλαθαν τα παραδοσιακά θεατρικά τους οικοδομήματα. Φθάνομεν όμως και  στον τρίτον της γενιάς των Φλαβίων, τον Δομιτιανό.

Υπήρξεν Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 81 έως το 96 μ.Χ. Ήταν γιος του αυτοκράτορα Βεσπασιανού και της Φλαβίας Δομιτίλλας. Ο Δομιτιανός δεν έλαβε συστηματική παιδεία, καθώς από νεαρή ηλικία (18 ετών) έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην κατάληψη της εξουσίας από τον πατέρα του (69 μ.Χ.). Η ανάρρησή του στο θρόνο το 81 μ.Χ. έγινε, μετά το θάνατο του αδελφού του Τίτου, σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα του. Αμέσως ο Δομιτιανός φανέρωσε την πρόθεσή του να μετατρέψει το πολιτικό καθεστώς της Ρώμης σε απόλυτη μοναρχία. Συγκέντρωσε στο πρόσωπό του πολλά αξιώματα και τίτλους, διέθετε ακολουθία 24 ραβδούχων και, μετά τη νίκη του στο γερμανικό μέτωπο το 83 μ.Χ., συνήθιζε να παρουσιάζεται στη σύγκλητο με στολή θριαμβευτή.

Το 86 π.Χ. ίδρυσε στη Ρώμη τα «Καπιτώλια» προς τιμή του Δία (agon capitolinus) που επιβίωσαν έως την εποχή του Διοκλητιανού, στις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Οι αγώνες αυτοί είχαν ως πρότυπο τα Ολύμπια και έτσι περιλάμβαναν στάδιο, δίαυλο, δόλιχο και οπλιτοδρομία, πένταθλο, τα τρία βαρέα αγωνίσματα, καθώς και αγώνα δρόμου γυναικών. Για τη διεξαγωγή των αθλητικών αγώνων ο Δομιτιανός έκτισε στη Ρώμη στάδιο ελληνικού τύπου, στο Πεδίο του Άρεως, ενώ για τους μουσικούς αγώνες έκτισε Ωδείο. Τα θεμέλια αυτών των κτισμάτων έχουν βρεθεί κάτω από την Piazza Navona της σύγχρονης πόλης. Ο ίδιος εμφανιζόταν ως πρόεδρος των αγώνων και φορούσε ελληνική ενδυμασία. Ακόμη ευνόησε τους αγώνες μονομάχων και τη λατρεία της Μινέρβας (Αθηνάς), που τη θεωρούσε προστάτιδά του.

Όσον αφορά την οργάνωση της δημόσιας ζωής, ο Δομιτιανός προσέδωσε τυπικό χαρακτήρα στη σύγκλητο και συζητούσε τα ουσιαστικά θέματα σχεδόν αποκλειστικά με το αυτοκρατορικό συμβούλιο, γεγονός που δυσαρέστησε τους συγκλητικούς. Επιπλέον, οι άνθρωποι του πνεύματος και των γραμμάτων αντιτάχθηκαν στην αυταρχικότητά του και στην αυτοκρατορική λατρεία. Ο Δομιτιανός αντέδρασε με διώξεις, εξορίες και εκτελέσεις των αντιφρονούντων. Οι φιλόσοφοι κάθε είδους – ο Δίων ήταν ένας από αυτούς[8] - διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν πρώτα τη Ρώμη (89 μ.Χ.) και ύστερα το ιταλικό έδαφος (95 μ.Χ.), ενώ μεγάλη δίωξη υπέστησαν και οι χριστιανοί.

Το φοβερό κλίμα τυραννίας που επικρατούσε, δημιούργησε αντιδράσεις, αλλά και ανησυχία ακόμη και στους ίδιους τους συνεργάτες του Δομιτιανού. Οι τελευταίοι συνωμότησαν με τη γυναίκα του Δομιτία Λογγίνα και τον δολοφόνησαν το 96 μ.Χ. Η σύγκλητος καταδίκασε επίσημα τη μνήμη του (damnatio memoriae) δηλαδή τη διαγραφή του ονόματός του από τα κρατικά αρχεία..

Σε όλες τις κοινωνίες, τις κατευθυντήριες γραμμές δια την πνευματική καλλιέργεια και την ηθική καθοδήγησιν των παιδιών, που αργότερα γίνονται γονείς, χαράζει η πολιτεία. Ο βαθμός επιτυχίας σε αυτό το έργο της εξαρτάται από τις παιδαγωγικές μεθόδους που χρησιμοποιεί, από το περιεχόμενο της παιδείας και από το είδος της μορφώσεως που παρέχει στο εκπαιδευτικό προσωπικό της.

Συνηθισμένη μέθοδος είναι οι συμβουλές. Επειδή όμως ο τρόπος αυτός που εφαρμόζεται εκατοντάδες χρόνια δεν φαίνεται να αποδίδη, η σύγχρονος παιδαγωγική διδάσκει ότι οι νέοι δεν έχουν ανάγκη από συμβουλές, αλλά από παραδείγματα, από πρότυπα. Όχι βέβαια για να τα μιμούνται άκριτα, άβουλα, μηχανικά, ούτε για να τους επιβάλλονται αυταρχικώς.

Πέρα απ’ αυτό, τα χυδαία θεάματα και αναγνώσματα, η απουσία χώρων όπου να διατίθεται δημιουργικά ο ελεύθερος χρόνος και η μετατόπισις στα άτομα της ευθύνης δια την καλλιέργεια και ηθικοποίησίν των, αποκλείουν τα θετικά αποτελέσματα. Είδαμε τους Φλαβίους αυτοκράτορες και την μέριμνα ιδίως του τυραννικότερου εξ αυτών Δομιτιανού δια τα χυδαία θεάματα.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο εξευγενισμός των ανθρώπων δεν είναι μόνον, ούτε κυρίως, ατομικό ζήτημα του κάθε πολίτη, αλλά προϊόν του τρόπου οργανώσεως και λειτουργίας της κοινωνίας. Είναι υπόθεσις κοινωνική. Ούτως τουλάχιστον θέλομεν να πιστεύωμεν. Αντίθετα Παύλος και Δίων ανήκαν σε εκείνους που πρέσβευαν ότι προέχει η ανύψωσις του ηθικού εσωτερικού κόσμου του ατόμου και ότι η όποια πνευματική καλλιέργεια θα επέλθη  από κάτω, από τους πολλούς, από τα άτομα σαν μονάδες κι όχι από πάνω από κάποιον πεφωτισμένον βασιλέα. Εκείνοι όμως ζούσαν εις εποχάς τυραννικάς. Ή μήπως και η δική μας σύγχρονη εποχή δεν απέχει πολύ από αυτήν των Φλαβίων; Μα θα συνεχίσωμεν και άλλοτε



ΠΗΓΑΙ:

1.    Βλάση Γ. Ρασσιά «Θεοίς Συζήν. Εισαγωγή στον Στωϊκισμό», Αθήναι 2001, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη»
2.    Φάνη Κακριδή, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία,  Ελληνορωμαϊκή εποχή
4.     Γάιος Σουητώνιος, Η ζωή των Καισάρων 8, Βεσπασιανός, Τίτος, Δομιτιανός, Παρασκήνιο, Ιούνιος 1993





[3] Η μεγαλυτέρα ίσως προσωπικότης της «Νέας Στοάς», αν και αρκετά παραγνωρισμένη εξαιτίας της μη επιβιώσεως του γραπτού της έργου,  είναι ο Μουσώνιος Ρούφος Γάϊος (Musonious Rufus, 30 - 101), ο υιός του Καπίτου (Capito), Ετρούσκος κατά το γένος συμφώνως προς τον Τάκιτο (Annales 14.59), φωτισμένος διαλεκτικός φιλόσοφος και στωϊκός διδάσκαλος του 1ου αιώνος μ.Χ., γνωστός πολλών προσωπικοτήτων της εποχής του και φίλος του Απολλωνίου Τυανέως. Ο Μουσώνιος Ρούφος, ο οποίος εδίδαξε αποκλειστικώς στην Ελληνική, εγεννήθη στην πόλη Volsinii της Ετρουρίας και ήρχισε να διδάσκει στη Ρώμη γύρω στο έτος 65. Τον εξόρισε ο αυτοκράτωρ Νέρων, το έτος 69 όμως ανεκλήθη από την εξορία με διαταγή του θαυμαστού του αυτοκράτορος Γάλβα, για να εξορισθεί και πάλι το 71 με διαταγή του αξέστου Βεσπασιανού (παρά το ότι είχε εξαιρεθεί από τον αρχικό διωγμό των φιλοσόφων που διέταξε ο εν λόγω αυτοκράτωρ ο οποίος αρχικώς τον εθαύμαζε… Ο Μουσώνιος εξεδιώχθη ως διδάσκων ότι είναι ορθή πράξη η ανυπακοή προς αήθεις διαταγές ανωτέρων -Δίων Κάσσιος, «Επιτομή» 66 . 13), έως το έτος 81, οπότε ο αυτοκράτωρ Τίτος τον αμνήστευσε και τον απεκατέστησε.

[4] Ανώνυμος, Περὶ ύψους 44.2

[5] Η ονομασία Δευτέρα Σοφιστική είναι αρχαία και την κρατούμε, παρόλο που οι ρήτορες της Ελληνορωμαϊκής εποχής ελάχιστα κοινά είχαν με τους σοφιστές των κλασικών χρόνων.


[6] Δίων Χρυσόστομος 32.68


[7] Δυσχερὴς ὁ βίος καὶ μεστὸς ἀπάτης, πονηρίας, λύπης, μυρίων ἄλλων κακῶν (Δίων Χρυσόστομος 32.15)


[8] Φτωχός και αποδιωγμένος ο Δίων φόρεσε τον φιλοσοφικό τρίβωνα και πήρε να ταξιδεύει από τόπο σε τόπο (στην Πελοπόννησο, στην Εύβοια, αλλά και ψηλά, στην περιοχή του Πόντου και του Δούναβη) εκφωνώντας λόγους με λαϊκό-φιλοσοφικό περιεχόμενο. Η τύχη του γύρισε δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, με τον θάνατο του Δομιτιανού: οι διάδοχοι αυτοκράτορες, πρώτος ο Νέρβας, που τον ανακήρυξε ρωμαίο πολίτη, ύστερα ο Τραϊανός, που συνδέθηκε φιλικά μαζί του, τον γέμισαν τιμές και ευεργέτησαν, με τη μεσολάβησή του, την πατρίδα του. Ο Δίων τούς αντάμειψε με δημόσια ευχαριστήρια και επαίνους. Τα τελευταία του χρόνια, ένδοξος πια, τα πέρασε πάλι ταξιδεύοντας και δίνοντας διαλέξεις.











DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him