ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ: Ιλιάδος ραψωδία Α' (Μεταφρασθείσα εις δημοτικούς στίχους)





Μεταφρασθείσα εις δημοτικούς στίχους
ΥΠΟ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
ΕΚΔΙΔΟΝΤΟΣ
ΑΙΜΥΛΙΟΥ ΛΕΓΡΑΝΔΙΟΥ

ΑΘΗΝΗΣΙΝ
Εν τω γραφείω της Πανδώρας


φιλόλογος ερμής



ΙΛΙΑΔΟΣ
ΡΑΨΩΔΙΑ ΠΡΩΤΗ
 
 
 
Την έχθραν ψάλλε την κακήν, θεά, του Αχιλλέως·
'Πού έφερε τους Αχαιούς αναρίθμητους πόνους·
Και εις τον άδην έρριξε πολλαίς ψυχαίς ανδρείαις
Ηρώων· και τους έκαμεν αυτούς φαγί των σκύλων,
Κι' όλων των όρνιων κ' η βουλή τελείωσε του Δία.
Από τι δα εμάλωσαν, κ' εχώρισαν τα πρώτα
Ο δοξασμένος Αχιλλεύς, κ' ο βασιλεύς Ατρείδης;
Και ποιος θεός τους έβαλε εις λόγια να μαλώσουν;
 
Ο υιός του Διός και της Λητούς· αυτός τον βασιλέα
Ωργίσθη· και 'ς το στράτευμα κακήν σήκωσ' αρρώστιαν.
Και οι λαοί εχάνουνταν· γιατί ο βασιλέας
Ατρείδης τού ατίμασε τον ιερέα Χρύσην.
Ότ' ήρθ' αυτός εις τα γοργά των Αχαιών καράβια,
Δια την θυγατέρα του να την ελευθερώση,
Άπειρα λύτρα φέροντας, βαστώντας και 'ς τα χέρια
Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον.
Και παρακαλεί ολουνούς τους Αχαιούς· και πλέον
Τους δυω Ατρείδας του λαού αρχιστρατήγους πρώτους.
 
Ατρείδες, είπε, κι' Αχαιοί ευμορφοκνήμιδ' άλλοι·
Οι θεοί οπού κατοικούν τα δώματα τ' Ολύμπου,
Να δώσουν, να πορθήσετε την πόλιν του Πριάμου,
Και 'ς την πατρίδα σας καλά να κατευοδοθήτε.
Την κόρην λύστε μ' την γλυκήν, και πάρτ' αυτά τα λύτρα.
Σεβόμεν' τον μακρόχτυπον Απόλλων' υιόν του Δία.
 
Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι,
Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα.
Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ', ο Ατρείδης·
Αλλά κακά τον έδιωξε, και προσταγή φρικτή 'πε·
 
Μη σ' εύρω, γέροντα, εγώ 'ς τα βαθουλά καράβια,
Ή να αργήσης τώρ' αυτού, ή ύστερ' πάλε να 'ρθης·
Και του Θεού δεν σ' ωφελήσ' το στέμμα και το σκήπτρον
Αυτήν εγώ δεν απολνώ, πριν την ερθή το γήρας,
'Σ το Άργος, εις το σπήτι μου, μακριά 'πό την πατρίδα,
Έχοντας έργον το πανί, και το δικό μου στρώμα.
Μόν' φύγε· μη με σύγχιζε, γερός για να πηγαίνης.
 
Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν ο γέρος, κ' υποτάχθη
'Σ τον λόγον και εκίνησε σιωπηλά 'ς την άκραν
Της φλισβερής της θάλασσας, και περισσά μακρόθεν
Παγαίνοντας προσεύχουνταν 'ς τον βασιλέ' Απόλλων'.
Οπού τον γέννησ' η Λητώ η ευμορφομαλλιάρα.
 
Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις,
Και Κίλλαν και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις·
Σμινθέα, αν ωρόφωσα ποτέ μου τον ναόν σου,
Ή αν και σέ κατάκαυσα μηριά παχιά ποτέ μου,
Γιδιών, και ταύρων, τέλειωσε τον πόθον μου ετούτον.
Οι Δαναοί τα δάκρυα μου με βέλη σ' ας πλερώσουν.
 
Έτσ' είπε προσευχόμενος. Τον άκουσ' ο Απόλλων.
Κι' απ' του Ολύμπου ταις κορφαίς κατέβη θυμωμένος,
Έχοντας εις τους ώμους του δοξάρι και φαρέτραν.
Κ' εις τον θυμόν κινούμενος, βρόντιξαν η σαΐτες
'Σ τους ώμους του· κ' επήγαινεν, ομοιάζοντας σαν νύχτα.
Εκάθησε τότ' έπειτα μακριά 'πό τα καράβια·
Και μετά τούτο έρριξε κατοπινά σαΐταν·
Κ' έγινε βρόντος τρομερός απ' τ' αργυρό δοξάρι.
Πρώτα ταις μούλαις λάβωσε, και τους γοργούς τους σκύλους.
Αλλά κατόπι ρίχνοντας πικρό κ' εκείνους βέλος
Χτυπούσε· και πυκνές φωτιές νεκρών εκαίγαν πάντα.
 
'Μέραις εννιά 'ς το στράτευμα έτρεχαν θεού βέλη.
'Σ ταις δέκα κάλεσ' εις βουλήν λαόν ο Αχιλλέας.
Αυτόν εφώτισ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα,
Λυπούμενη τους Δαναούς, ότ' έβλεπε 'παιθαίνουν.
Λοιπόν σαν εσυνάχθηκαν, και κάθησαν αντάμα,
Ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σηκώθ' εις τούτους, κ' είπε·
 
Ατρείδη, θα ποδίσομεν εμείς, νομίζω, τώρα,
Κι' οπίσω θα γυρίσομεν, αν φύγομεν τον Χάρον·
Ότ' ο λοιμός, κι' ο πόλεμος τους Αχαιούς δαμάζει.
Έλ' ας 'ρωτήσωμέν τινα μάντιν, ή ιερέα,
Να 'πη τι τόσον θύμωσεν ο Φοίβος ο Απόλλων;
Μη μέμφεται για τάξιμον; Ή μη για εκατόμβην;
Ή μήπως θέλει λίπ' αρνιών, ή και γιδιών τελείων
Να λάβη, κ' ύστερ' το κακόν να μας τ' απομακρύνη;
 
Έτσ' είπ' αυτός· και κάθησε. Κ' εις τούτους εσηκώθη
Ο Κάλχας Θεστορόπουλος, μέγας ορνιθομάντις·
'Πού ήξευρε τα όσα είν', και ήταν, και θα είναι·
Κ' εις την Τρωάδ' ωδήγησε των Αχαιών τον στόλον
Με την μαντείαν του, οπού τον έδωσ' ο Απόλλων.
Αυτός εκείνους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε·
 
Φίλε του Δία Αχιλλεύ, προστάζεις να λαλήσω
Του μακροχτύπη βασιλέ' Απόλλωνα την κάκια;
Την λέγω 'γώ· αλλά εσύ υπόσχου κι' όμνεξέ με,
Να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγια, και με χέρια·
Γιατί, νομίζω, βέβαια άνθρωπον θα θυμώσω,
'Πού τους Αργείους ολουνούς μεγαλοβασιλεύει·
Και εις αυτόν οι Δαναοί υποταγμένοι είναι.
Ότι νικάει ο βασιλεύς, αν 'ς τον μικρόν θυμώση.
Κι' άνκε χωνεύση τον θυμόν την ίδιαν ημέραν,
Κρατεί πλην πάθος 'ς την καρδιά, κατόπι να το κάμη.
Κ' εσύ στοχάσου το λοιπόν, ανίσωςκε με σώσης.
 
Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς ο γοργοπόδης· κ' είπε·
Υπερθαρρεύοντας ειπέ ό,τι χρησμόν γνωρίζεις·
Γιατί, μα τον Απόλλωνα, τον φίλτατον του Δία,
Προς τον οποίον και εσύ προσεύχεσαι, ω Κάλχα,
Και εις τους Δαναούς χρησμούς ' ξηγάς και φανερόνεις,
Όσο εγώ 'μαι ζωντανός, κι' απάν' 'ς την γην θωρηούμαι,
Κανένας απ' τους Δαναούς εδ' όλους 'ς τα καράβια
Δεν βάνει χέρ' απάνω σου· κι' αν 'πής κι' ο Αγαμέμνων,
'Πού τώρ' ότ' είν' δοξάζεται των Αχαιών ο πρώτος.
 
Και τότε δα θαρρεύθηκε, και είπ' ο άγιος μάντις·
Δεν μέμφεται για τάξιμον αυτός, ή εκατόμβην,
Μον για τον ιερέα του, 'π' ατίμασ' ο Αγαμέμνων.
Κι' ουδέ την κόρ' απόλυκε, ουδέ τα λύτρ' εδέχθη.
Για τούτο πόνους έδωσε· κι' ακόμα θέλει δώσει.
Ούτε σηκώνει του λοιμού προτού τα βαριά χέρια,
Ως που δεν παραδώσομεν την μαυρομμάταν κόρην,
Άλυτρην, αναγόραστην 'ς τον ποθητόν πατέρα,
Κ' εις Χρύσαν δεν προσφέρομεν αγίαν εκατόμβην·
Και τότε να ελπίσωμεν πως τον εξιλεούμεν.
 
Έτσ' είπ' αυτός, και κάθησε. Κ' εις τούτους εσηκώθη
Ο ήρως μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων
θλιμμένος, και κατάκαρδα όλος θυμόν γεμάτος·
Και όμοια τα μάτια του ωσάν φωτιά λαμπρή 'ταν.
Πρώτα τον Κάλχαντα κακά κυττάζοντας, τον είπε·
 
Κακόμαντι, χαροποιόν ποτέ σου δεν με είπες.
Πάντοτε τα κακά 'γαπά ο νους σου να μαντεύη.
Λόγον καλόν δεν λάλησες· ούτ' έκαμες ποτέ σου.
Και τώρα προφητεύοντας 'ς τους Δαναούς, φωνάζεις·
Πως τάχα πόνους γιατ' αυτό τους κάμν' ο Μακροχτύπης,
Γιατί εγώ δεν ήθελα της κόρης Χρυσηίδας
Τα λαμπρά λύτρα να δεχθώ· ότι περισσά θέλω
Να 'χω αυτήν 'ς το σπήτι μου· γιατί και την προκρίνω
Απ' την κορασιδένιαν μου γυναίκα Κλυταιμνήστρα·
Ότι δεν είν' κατώτερη αυτή από εκείνην
'Σ το σώμα, και 'ς το κάλλος της, 'ς τη γνώση, και 'ς τα έργα.
Αλλά και έτσι δέχομαι, οπίσω να την δώσω.
Ότ' ο λαός θέλω να ζη, και όχι ν' απαιθάνη.
Αλλ' όμως ετοιμάστε με πάραυτα δώρον άλλο·
Μη 'ς τους Αργείους μεταξύ μονάχος απομείνω
Αφιλοδώρητος εγώ· ότ' επειδή δεν πρέπει.
Το βλέπετ' όλοι πως αλλού το δώρον μου πηγαίνει·
 
Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς κατόπ', ο γοργοπόδης·
Ένδοξ' Ατρείδη, και πολλά φιλόπλουτε απ' όλους·
Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί πώς να σε δώσουν δώρον;
Δώρα πολλά δεν ξεύρομεν πούποτ' αποθεμένα·
Αλλά τα όσ' αρπάξαμεν από ταις πολιτείαις,
Αυτά διαμοιράσθηκαν· κι' αυτά δεν παραπρέπει
Να τα μεταμαζώξωμεν απ' τους λαούς οπίσω.
Πλην τώρ' αυτήν στείλ' 'ς τον θεόν· κ' οι Αχαιοί κατόπι
Να σε πληρώσωμεν τριπλά, και τετραπλά, οπόταν
Δώση ο Ζευς ν' αρπάξωμεν την πολιτείαν Τροίαν.
 
Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε·
Ω ομοιόθε' Αχιλλεύ, ωσάν καλός που είσαι,
Μη δόλια· δεν με περνάς, ουδέ με καταπείθεις.
Ή θέλεις να 'χης δώρο συ, κ' εγώ να κάθομ' έτσι;
Προστάζεις με να δώσ' αυτήν; Την δίδω, αλλ' ανίσως
Οι μεγαλόψυχ' Αχαιοί με δώσουν δώρον άλλο,
Τεριάζοντάς το 'ς την καρδιά μ', ισότιμον για να 'ναι.
Ειδέκε δεν με δώσουνε, τότε λοιπόν ο ίδιος
Εγώ μονάχος έρχομαι· κ' ή παίρνω το δικόν σου
Το δώρον, ή του Αίαντος, είτε του Οδυσσέως.
Και θα θυμώση και αυτός, προς όποιον υπάγω.
Αλλά αυτά μεν και μετά θα στοχασθούμεν πάλε.
Τώρ' όμως έλ' να σύρωμεν 'ς την θάλασσαν καράβι,
Κ' εις τούτο να συνάξωμεν 'πιτήδειους λαμνοτάδαις·
Και ν' αποκαταθέσωμεν την εκατόμβην μέσα·
Και να την αναιβάσωμεν την εύμορφην Χρυσίδα.
Κι' ας γένη άνδρας αρχηγός κανένας βουληφόρος,
Ο Αίας, ή Ιδομενεύς, ήτε ο Οδυσσέας,
Ή κατατρομερώτατε απ' όλους τους ανθρώπους
Υιέ Πηλέως και εσύ, διά να θυσιάσης
Θυσίαν τον Απόλλωνα, να μας τον ιλεώσης.
 
Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς τον στραβοκύτταξ', κ' είπε·
Όιμε, δολερόγνωμε, 'ντυμέν' αναισχυντίαν
Πώς πρόθυμ' ένας Αχαιός τους λόγους σου θ' ακούση,
Ή να 'ρθη δρόμον, ή γερά να πολεμάη ανθρώπους;
Διατί για τους κονταρευτάς εγώ τους Τρωαδίτας
Δεν ήρθ' αυτού να πολεμώ· ότ' αίτιοι δεν μ' είναι.
Ότ' ούτε βόδια μου ποτέ, ούτ' άλογα μ' επήραν·
Ουδέ 'ς την πολυκάρπιμην, κι' ανδρειοθρέπτραν Φθίαν
Καρπούς ποτέ μ' εχάλασαν· γιατ' είναι μεταξύ μας
Πολλά κατάσκια βουνά, και θάλασσα βοήστρα.
Αλλά ακολουθήσαμεν, αναίσχυντε, μ' εσένα,
Να λάβωμεν εκδίκησιν από τους Τρωαδίτας,
Για τον Μενέλαν και για σε, να χαίρεσαι, αυθάδη.
Αυτά δεν τα στοχάζεσαι ούτε ποσώς φροντίζεις·
Και φοβερίζεις μάλιστα το δώρο να με πάρης,
Οπού κοπίασα πολλά, κ' οι Αχαιοί μ' εδώσαν.
Ούτ' έχω δώρον όμοιον εγώ ποτέ μ' εσένα,
Όταν πορθούν οι Αχαιοί Τρωάδας πλούσιαν πόλιν.
Αλλά το μέρος το πολύ τ' ορμητικού πολέμου
Το κυβερνούν τα χέρια μου· Οπόταν όμως έρθη
Ο μοιρασμός, τότε λοιπόν εσύ το δώρον έχεις
Το πλέον μεγαλήτερον· εγώ δε το ολίγον
Δεχόμενος ευχάριστα έρχομαι 'ς τα καράβια,
Αφούκε κατακουρασθώ, 'ς ταις μάχαις πολεμώντας.
Τώρα 'ς τη Φθί' αναχωρώ. Καλήτερα πολλ' είναι
Με τα κορωνοκάραβα να πάγω 'ς την πατρίδα.
Κ' εσύ, νομίζω, πως αυτού ατιμασμένος όντας,
Πλούτον και εισοδήματα δεν θα παραρρουφήξεις.
 
Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς κατόπ' ο Αγαμέμνων.
Φεύγα τ' ογλιγωρότερον, αν λαχταρ' η καρδιά σου.
Εγώ δεν σε παρακαλώ να μένης για τ' εμένα.
'Σ εμένα κι' άλλ' ευρίσκονται οπού θα με τιμήσουν.
Μάλιστ' ο Δίας ο σοφός. Εσύ δε μ' είσ' απ' όλους
Τους διοθρέπτους βασιλείς ο καταμισημένος.
Πάντα μαλώματ' αγαπάς, και πόλεμους και μάχαις.
Ει δε πολ' είσαι δυνατός, τούτ' ο Θεός σε το 'δωσ'.
Ύπαγε 'ς την πατρίδα σου με τους δικούς σου φίλους,
Και μ' όλα τα καράβια σου, και δα τους Μυρμηδόνας
Βασίλευε. Κ' εσέν' εγώ δεν σε ψηφώ, αλλ' ούτε
Φροντίζω, αν εθύμωσες· αλλά και σε καυχηούμαι.
Πως την Χρυσίδα με στερεί ο Φοίβος ο Απόλλων,
Κ' εγώ μεν με καράβια μου, και φίλους μου την στέλνω,
Αλλά την καλομάγουλην Βρισίδα κ' εγώ παίρνω,
Το δώρον σου, ερχόμενος ο ίδιος 'ς την σκηνήν σου,
Για να ιδής εσύ καλά το πόσον απ' εσένα
Είμαι καλλίτερος εγώ· να φοβηθή και άλλος
Ίσια μ' εμένα να 'μιλή, και όμοιος να γένη.
 
Έτσ' είπε· και ο Αχιλλεύς μάνισε, κ' η καρδιά του
Στα στήθη του τα μαλλιαρά φαντάσθηκε δυω γνώμαις.
Ή το σπαθί το κοφτερό απ' το μηρί να σύρη,
Και να σκορπίση τους λοιπούς, να σφάξη τον Ατρείδη.
Ή να κρατήση τον θυμόν, να παύση την ορμήν του.
Ως που αυτά στοχάζουνταν 'ς τον νουν, και 'ς την ψυχήν του
Κι' απ' το θηκάρι σέρνουνταν το μέγα το σπαθί του,
Η Αθηνά 'π' τον ουρανόν επρόφθασε, και ήρθε.
Ότι την έστειλ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα,
Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς τους.
Εστάθ' οπίσω· κ' έπιασεν απ' τα ξανθά μαλλιά του
Τον Αχιλλέα, προς αυτόν φαινόμενη μονάχα·
Αλλ' όμως από τους λοιπούς δεν έβλεπε κανένας·
Ξιππάσθηκεν ο Αχιλεύς· γύρισ', κ' ευθύς εγνώρισ'
Την Αθηνά, και τρομερά τα μάτια της τον φάνκαν.
Και δα φωνάζοντας αυτήν, λόγους είχε φτερώτους·
 
Τι ήρθες, κόρη του Διός, οπ' όχεις την Αιγίδα;
Ή τ' Αγαμέμνονος να 'δής την ύβριν του Ατρείδη ;
Αλλά σε λέγω και αυτό, νομίζ', ότι θα γένη·
Με ταις υπερηφανειαίς του θα χάσει την ζωήν του.
 
Τον είπε πάλε η θεά γαλανομμάτ' Αθήνα·
Ήρθα εγώ, αν πείθεσαι, να παύσω τον θυμόν σου.
Με έστειλε δε η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα,
Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς σας.
Κ' έλ' άφησε τον πόλεμον, μη σέρνης το σπαθί σου
Με το χέρι, μόν' ονείδισ', όπως κι' αν είν', με λόγους·
Ότι σε λέγω έτσι δα· τ' οποίον και θα γένη·
Έναν καιρόν θα σε ερθούν τρις τόσα λαμπρά δώρα,
Γι' αυτήν την ατιμίαν σου· και στάσου, άκουσέ με·
 
Την αποκρίθ' ο Αχιλλεύς ο γοργοπόδης, κ' είπε·
Πρέπει, θεά, τον λόγον σου να τον δεχθή καθένας,
Κι' αν θυμωμένος είν' πολλά· ότ' είν' καλλίτερ' έτσι.
Όποιος ακούει τους θεούς, κ' αυτοί τον πάρ' ακούουν.
 
Είπε· κ' εσταμάτησε το χέρι το βαρύ του
'Σ την ασημένια τη λαβή· κι' οπίσω 'ς το θηκάρι
Το μέγα σπαθί έσπρωξε· κ' εις της θεάς Αθήνας
Τον λόγον δεν απείθησε. Τότε λοιπόν κ' εκείνη
'Σ τον Όλυμπον ανέβηκεν, εις του αιγιδοφόρου
Του Δία τα βασίλεια, προς τους θεούς τους άλλους.
Ο Αχιλλεύς δε και μετά προς τον Ατρείδην είπε
Λόγους πικρούς, κι' απ' τον θυμόν δεν έπαυεν ακόμα.
 
Μεθύστακα, σκυλόμματε, και με καρδιάν ελάφου!
Δεν τόλμησες ν' αρματωθής εις πόλεμον ποτέ σου
Με τον λαόν, ή μ' Αχαιούς τους πρώτους εις καρτέρι·
 
Αλλά σε φαίνεται αυτό, ότ' είν' η μαύρη μοίρα.
Και βέβαια 'ς το στράτευμα των Αχαιών το μέγα
είναι πολύ καλλίτερον να κάθεσαι, να παίρνης
Τα δώρα από όποιον σ' ειπή το εναντίον.
Φαγάς του κόσμου βασιλεύς, κι' αχρείους βασιλεύεις.
Αλλεώς μόν' τώρα θα 'βλαβες το ύστερον Ατρείδη.
Αλλά σε λέγω βέβαια, κι' ομνέγω μέγαν όρκον
Ναι μα το σκήπτρον τούτο να· (οπού δεν θα φυτρώσει
Φύλλα και ρόζους πώποτε, αφού 'ς τα όρ' εκόπη,
Ουδέ θ' ανθίσει, επειδή τα φύλλα και την φλούδαν
Τα λέπισε το σίδερο, κ' οι βασιλείς δε τώρα
Οι Αχαιοί, που έλαβαν το κράτος απ' τον Δία,
'Σ ταις απαλάμαις το κρατούν)· κι' αυτός θα 'ν 'όρκος μέγας.
Έναν καιρόν οι Αχαιοί όλοι θα 'πιθυμήσουν
Τον Αχιλλέα βέβαια· κ' εσύ καταθλιμμένος,
Δεν θα 'μπορέσεις τίποτε αυτούς να ωφελήσης,
Οπόταν απ' τον Έκτορα τον ανδρειοφόνον πέφτουν
'Παιθαίνοντας· μον την καρδιάν μέσα σου θα ξεσχίσης
Πικρά· γιατί δεν τίμησες των Αχαιών τον πρώτον.
 
Λέγοντας έτσι έρριξε κάτω 'ς την γην το σκήπτρον
Το μαλαμματοκάρφωτον, κ' εκάθησε κ' εκείνος
Ο δε Ατρείδης έβραζε κι' αυτός απ' τ' άλλο μέρος.!!
Τότε απάν' τεινάχθηκεν ο γλυκολόγος Νέστωρ,
Ο λιγυρός δημήγορος των πολιτών της Πύλου,
'π' έχυν' η γλώσσα του λαλιά γλυκότερ' απ' το μέλι.
Σ' αυτόν 'ς την Πύλον πέρασαν δυω γενεές ανθρώπων,
Όσοι προεγεννήθηκαν, κ' εθράφηκαν μαζί του,
Και πλέον εβασίλευε ανάμεσα 'ς τους τρίτους.
Αυτός εις τούτους φρόνιμα ωμίλησε, και είπε·
 
Πα! πα! τι θρήνος έφθασε την Αχαΐαν μέγας!
Ε πόσο δα θα ευφρανθή ο Πρίαμος, κ' οι υιοί του,
Και θα χαρούν πάρα πολλά κι' οι άλλοι Τρωαδίτες,
Αν μάθουν όλα τούτα σας, και ότι πολεμηέσθε
Εσείς των Δαναών οι πρώτ' εις ταις βουλαίς και μάχαις.
Πεισθήτε όμως, ότ' οι δυω νεώτεροί μου είσθε.
Εγώ συνέζησα ποτέ μ' άνδρας καλλίτερούς σας,
Κ' εκείν' εμένα πώποτε δεν με καταφρονούσαν.
Δεν είδ' ανθρώπους τέτοιους, ούτε θα ιδώ ποτέ μου,
Ωσάνκε τον Πειρίθοον, Δρύαντα βασιλέα,
Πολύφημον ισόθεον, Εξάδιον, Καινέα·
Τον όμοιον με τους θεούς Θησέα τον Αιγείδην.
Ότ' ήταν δυνατώτατοι απ' όλους τους ανθρώπους.
Δυνατώτ' ήταν· και θηριά βουνίσια πολεμούσαν
Δυνατώτατ'· και τρομερά τ' αφάνισαν διόλου·
Μ' αυτούς περνούσα το λοιπόν, σαν ήρθ' από την Πύλον,
Μακριά 'πό τόπον μακρινόν και μ' έκραξαν εκείνοι.
Και πολεμούσα δα κ' εγώ κατά την δύναμίν μου·
 
Όμως μ' αυτούς αδύνατον ήταν να πολεμήση
Κανένας απ' τους τωρινούς της γης αυτής ανθρώπους.
Και μ' άκουαν ταις συμβουλαίς, και πείθουνταν 'ς τον λόγον.
Αλλά πεισθήτε και εσείς· κάλλιο 'ναι να πεισθήτε.
Ούτε εσύ, ωσάν καλός, την κόρην μη τον παίρνης,
Μον άφσ', καθώς οι Αχαιοί του την έδωκαν δώρον.
Μήτε Πηλείδη και εσύ θέλε, ν' αντιλογίζης
Τον βασιλέα· επειδή ποτέ βασιλεύς άλλος
Απ' όσους τίμησεν ο Ζευς, δεν έλαβ' όμοιαν δόξαν.
Ειδέκ' εσ' είσαι δυνατός, κ' έχεις θεάν μητέρα,
Αυτός πλην είν' καλλίτερος· πλειότερους ορίζει.
Ατρείδη, παύσε την οργήν· κ' εγώ τον Αχιλλέα,
Οπού 'ναι εις τους Αχαιούς προπύργιον μεγάλον
Της μάχης, τον παρακαλώ να παύση την οργήν του.
 
Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε.
Ναίσκε, τούτ 'όλα, γέροντα, τα είπες κατά λόγον.
Αλλά αυτός ο άνθρωπος θέλ' να 'ν' απάν' απ' όλους.
Θέλ' όλους να εξουσιάζ', όλους να βασιλεύη,
Να προστάζ' όλους· πλην αυτά κανείς, θαρρώ, δεν στρέγει.
Αν οι αιώνιοι θεοί τον έκαμαν ανδρείον,
Διά ετούτο η βρισιές τον τρέχουν να ταις λέγη;
 
Αυτόν δε διακόπτοντας ο Αχιλλεύς, τον λέγει.
Και δα να ονομάζομαι δειλός και τιποτένιος,
Αν 'ς ότι έργον και μ' ειπής ποτέ μου σε ακούσω.
Σ' άλλους αυτά παράγγελνε, κ' εμένα μη προστάζης·
Γιατί εγώ δεν πείθομαι ποτέ σ' εσένα μη πλέον.
Άλλο σε λέγω, και εσύ βάλε το 'ς τα μυαλά σου.
Εγώ με χέρια βέβαια δεν θέλω πολεμήσει
Διά την κόρην, ούτ' εσέν', ούτε κανέναν άλλον·
Ότι εσείς την παίρνετε, 'πού μέ την εδωσέτε.
Από δε τ' άλλα, όσα μ' είν' 'ς το μαύρο το καράβι,
Δεν θέλεις πάρη τίποτε χωρίς το θέλημά μου.
Ει δ', έλα δα δοκίμασε, για να ιδούν και τούτοι.
Ευθύς το μαύρο αίμα σου θα ρεύσ' εις το κοντάρι.
Έτσι αυτοί μ' αντιλογιαίς μαλώνοντας, σηκώθκαν·
Και την βουλήν απόλυσαν 'ς Αχαϊκά καράβια.
Κι' ο μεν Πηλείδης 'ς ταις σκηναίς και 'ς τα καράβια πήγε
Με του Μενοίτιου τον υιόν και με τους σύντροφούς του·
Ο δε Ατρείδης έσυρε 'ς την θάλασσαν καράβι
Γοργό· και εδιόρισε είκοσι λαμνοτάδαις·
Και έμπασε για τον θεόν την εκατόμβην μέσα.
Και την ευμορφομάγουλην αναίβασε Χρυσίδα·
Κι' αρχηγός ο πολύγνωσος ο Οδυσσεύς εμβήκε.
 
Κι' αυτοί μεν εταξίδευσαν 'ς τον νερουλόν τον δρόμον,
Τους δε λαούς να αγνισθούν επρόσταξ' ο Ατρείδης·
Κι' αγνίζουνταν, και έρριχναν 'ς την θάλασσαν ταις λέραις·
Και 'ς τον Απόλλων' έκαμναν θυσίαν εκατόμβαις
Τέλειαις ταύρων και γιδιών, σιμά 'ς το περιγιάλι
Της θάλασσας της άπατης· κι' αναίβαινεν η λίπα
'Σ τον ουρανόν με τον καπνόν στριφοκουλουριασμένη.
 
Αυτά μεν εκοπίαζαν 'ς το στράτευμα εκείνοι·
Όμως κι' ο Αγαμέμνονας δεν έπαυ' απ' την μάχην,
Οπού τον εφοβέρισε τον Αχιλλέα πρώτα.
Αλλά προς τον Ταλθύβιον και Ευρυβάτην είπε,
(Οπού τον ήταν κήρυκες, και πρόθυμ' υπηρέτες)·
 
Πηγαίνετε εις την σκηνήν οι δυω του Αχιλλέως,
Κι από το χέρι πιάνοντας την Βρισοπούλαν, φέρτε.
Αν δεν την δώση, τότ' εγώ ο ίδιος την παίρνω,
Πηγαίνοντας με πλειότερους· κι' αυτό θα τον τρομάξει.
 
Έτσι λαλώντας, και αυστηρά προστάζοντας, τους πέμπει.
Αυτοί δε και αθέλητα, κατάγιαλα κινώντας,
'Σ των Μυρμηδόνων ταις σκηναίς, και 'ς τα καράβια πήγαν
Τον ηύραν 'ς το καράβι του σιμά και 'ς την σκηνήν του
Καθήμενον τους είδ' αυτός, και δεν επαραχάρη.
Φοβήθκαν, και συστάλθηκαν αυτοί τον βασιλέα,
Και στάθκαν· δεν τον 'ρώτησαν τίποτε, ούτε είπαν.
Εκείνος όμως με τον νουν τ' εγνώρισε, κ' εφώναξ'.
 
Χαίρετε, κήρυκες, Διός μηνύτορες κι' ανθρώπων.
Σιμόστε· δεν με φταίτ' εσείς, αλλά ο Αγαμέμνων,
Οπού σας έστειλεν εσάς για την Βρισίδα κόρην.
Κ' έλαδα, Πάτροκλ' ένδοξε, την κόρην έβγαλ' έξω.
Και δός' την τούτους να την παν· κι' ας είν' αυτοί μαρτύροι
'Μπρός τους αθάνατους θεούς, 'μπρός τους θνητούς ανθρώπους,
Και 'μπρός εις τον απάνθρωπον αυτόν τον βασιλέα,
Το πώς θα γέν' έναν καιρόν πάλε δική μου χρεία,
Να σώσω από τον κακόν αφανισμόν τους άλλους.
Ότι αυτός ξεπάρθηκε με τα ζουρλά μυαλά του,
Και δεν ηξεύρει να νοή τα 'μπρός, και τα οπίσω,
Διά να μάχωνται γεροί οι Αχαιοί 'ς τα πλοία.
 
Έτσ' είπε· και ο Πάτροκλος 'ς τον φίλον τ' υποτάχθη·
Και την ευμορφομάγουλην εβγάζοντας Βρισίδα
Απ' την σκηνήν, την έδωκε, διά να την πηγαίνουν.
Κι' αυτοί οπίσω κίνησαν 'ς τ' Αχαϊκά καράβια·
Και η γυναίκ' αθέλητα επήγαινε μαζί τους.
 
Εδάκρυσεν ο Αχιλλεύς· κ' ευθύς απ' τους συντρόφους
Χώρισε· κ' εις της θάλασσας της ασπρουλής την άκραν
Κάθησεν, εις το πέλαγος το μελαψόν θωρώντας·
Και δα προς την μητέρα του την πόλλ' αγαπημένην
Περίσσα προσευχήθηκεν, απλώνοντας τα χέρια.
 
Μητέρα, σαν μ' εγέννησες 'λιγόζωος να είμαι,
Τιμήν ο υψιβρόντης Ζευς χρωστούσε να με δώση.
Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι·
Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων·
Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει.
 
Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα
Τον άκουσε, καθήμενη 'ς της θάλασσας τα βάθη,
Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως
Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη.
Και δα εκάθησε σιμά 'ς αυτόν τον δακρυσμένον,
Και με το χέρ' τον χάδευσε, και είπεν· Αχιλλέα,
 
Τι' κλαις, παιδάκι μου, και τι λύπ' ήρθε 'ς την καρδιά σου ;
Λάλησε, μη το κρύβεσαι· για να ιδούμ' οι δυω μας.
 
Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς βαριά εστέναξ', κ' είπε·
'Ξεύρεις· τι όλα να σ' ειπώ, αφού κε τα γνωρίζεις;
Πήγαμε 'ς του Ηετίωνος μεγάλην πόλιν Θήβαν·
Την επορθήσαμεν λοιπόν, και φέραμεν εδ' όλα·
Κ' οι Αχαιοί τα μοίρασαν καλά 'ναμεταξύ τους·
Κ' εχάρισαν την εύμορφην Χρυσίδα τον Ατρείδην·
Κ' ήρθ' ο ιερεύς τ' Απόλλωνος ο Χρύσης 'ς τα καράβια
Τα γλήγωρα των Αχαιών των χαλκοποκαμίσων,
Διά την θυγατέρα του, να την ελευθερώση,
Άπειρα λύτρα φέροντας, κρατώντας κ' εις τα χέρια
Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον,
Και παρακάλει ολουνούς τους Αχαιούς, και πλέον
Τους δυω Ατρείδαις, του λαού αρχιστρατήγους πρώτους.
Τότ' όλ' εκεί εφώναξαν οι Αχαιοί οι άλλοι
Τον ιερέα να 'ντραπούν, και να δεχθούν τα λύτρα.
Όμως ο Αγαμέμνονας δεν τ' άρεσ' ο Ατρείδης,
Αλλά κακά τον έδιωξε, σκληρά προστάζοντάς τον.
Κι' ο γέρος ανεχώρησεν οπίσω θυμωμένος.
Και προσευχόμενος λοιπόν, τον άκουσ' ο Απόλλων,
Ότ' επειδή πάρα πολύ αγαπημένος τ' ήταν·
Κ' εις τους Αργείους έρριξε θανατηφόρον βέλος.
Σωρ' οι λαοί απέθνησκαν, και του θεού τα βέλη
Παντού 'ς το στράτευμ' έτρεχαν των Αχαιών το μέγα.
Μας είπ' ο μάντις ο σοφός χρησμούς του Μακροχτύπη·
Κ' ευθύς 'γώ πρώτος τον θεόν να ιλεάσωμ' είπα.
Ο δε Ατρείδης θύμωσε, κι' αμέσως εσηκώθη,
Και λόγον εφοβέρισε, οπού κ' ετελειώθη.
Κ' εκείνην μεν οι Αχαιοί με το γοργό καράβι
Την παν 'ς την Χρύσαν· και τον παν τον βασιλέα δώρα·
Προτώρα δε απ' την σκηνήν οι κήρυκες μ' επήραν
Την κόρην, 'πού οι Αχαιοί μ' έδωκαν του Βρισέως.
Αλλά εσύ, αν δύνασαι, βοήθα το παιδί σου.
Πήγαινε εις τον Όλυμπον, κ' ικέτευσε τον Δία,
Αν την καρδιάν τον έκαμες μ' έργον ποτέ, ή λόγον.
Πολλάκις 'ς τα βασίλεια σ' άκουσα του πατρός σου·
Καυχούσουν, κ' έλεγες το πώς τον μελανοσυννέφαν
Υιόν του Κρόνου μόνη σου μέσα 'ς τους αθανάτους
Από τον φοβερόν χαμόν τον έχεις γλυτωμένον,
Οπόταν οι θε' ήθελαν οι άλλοι να τον δέσουν,
(Η Ήρα, και ο Ποσειδών, και η Παλλάδ' Αθήνα)·
Κ' εσύ θεά 'π' το δέσιμον τον έλυσες, σαν πήγες,
Κ' εκάλεσες εις τον μακρύν τον Όλυμπον αμέσως
Αυτόν τον εκατόχερον, οπού τον ονομάζουν
Οι μεν θεοί Βριάρεον, οι άνθρωποι δε όλοι
Αιγαίον 'π' ανδρειότερος απ' τον πατέρα τ' είναι.
Αυτός λοιπόν εκάθησε σιμά εις τον Κρονίδην
Μεγαλοκαμαρόνοντας· και τον εφοβηθήκαν
Αυτ' οι αθάνατοι θεοί· και πλέον δεν τον δέσαν.
Εκείνα τώρα θύμισ' τον, και κάθησε σιμά του·
Και πιάσ' τον απ' τα γόνατα, και παρακάλεσέ τον,
Τους Τρωαδίτας, αν δεχθή· διά να βοηθήση,
'Σταις πρύμναις και 'ς την θάλασσαν τους Αχαιούς να διώξουν,
Σκοτόνοντας, για να χαρούν τον βασιλέα όλοι.
Να νοιώσ' ο μέγας βασιλεύς Ατρείδης Αγαμέμνων
Την βλάβην του, 'π' ατίμασε των Αχαιών τον πρώτον.
 
Τον αποκρίθηκ' έπειτα, χύνοντας δάκρ' η Θέτη·
Ωχ, τέκνο μου, τι σ' έθρεφα 'γώ η πικρογεννήτρα !
Κι' ας κάθουσουν καν άπαθος, κι' άδακρος 'ς τα καράβια,
Αφού 'ν' κοντή, κι' όχι μακρή η μοίρα της ζωής σου.
Τώρ' είσαι κι' ολιγόζωος, κι' άτυχος παρ' απ' όλους.
Ώρα κακή σ' εγέννησα μέσα εις τα βασίλεια.
'Πάγω λοιπόν 'ς τον Όλυμπον τον καταχιονισμένον
Εγώ, να 'πώ τον λόγον σου εις τον αστράφτην Δία,
Αν πείθεται· και κάθου τώρ' εις τα γοργά καράβια·
Και κάκιωνε τους Αχαιούς, και παύσ' απ' τους πολέμους.
Ότι προς τον Ωκεανόν ο Ζευς εχθές επήγε
'Σ τους ευσεβείς Αιθίοπας, διά να τον φιλεύσουν·
Και τον συνακολούθησαν όλ' οι θεοί αντάμα·
Μετά δε 'μέραις δώδεκα 'ς τον Όλυμπον γυρίζει·
Και τότε 'ς τα χαλκόπατα βασίλεια του Δία
Εγώ πηγαίνω έπειτα· και δα τα γόνατά του
Θα πιάσω, και στοχάζομαι πώς θα τον καταπείσω.
 
Έτσ' είπε, κι' αναχώρησε· κι' αυτού τον άφσ' εκείνον,
Διά την ευμορφόζωνην γυναίκα θυμωμένον,
Που του την πήραν στανικά. — Λοιπόν ο Οδυσσέας,
Την εκατόμβην 'πάγοντας, έφθασεν εις την Χρύσαν.
Και όταν 'ς τον πολύβαθον λιμέν' αυτοί εμβήκαν,
Τα μεν πανιά τα μάζωξαν, τα 'θέσαν 'ς το καράβι,
Το δε κατάρτ' απόθεσαν εις τον καταρτοδόχον,
Με τους προτόνους παρευθύς αφίνοντάς το κάτω.
Και το καράβι, λάμνοντας, 'ς το άραγμα το πήγαν.
Έρριξαν και ταις άγκυραις· 'δέσαν τα πρυμοσχοίνια·
Κ' εβγήκαν τότε και αυτοί 'ς της θάλασσας την άκραν·
Την εκατόμβην έβγαλαν τον μακροχτύπ' Απόλλων'.
Βγήκ' απ' το θαλασσότρεχον καράβ' η Χρυσηίδα.
Και τούτην ο πολύγνωσος ο Οδυσσεύς κατόπι,
'Πηγαίνοντάς την 'ς τον βωμόν, την έθεσε 'ς τα χέρια
Τ' αγαπητού της του πατρός, και προς εκείνον είπεν·
 
Ο Αγαμέμνων μ' έστειλεν, ο βασιλεύς, ω Χρύση,
Να φέρω και την κόρην σου, να κάμω κ' εκατόμβην
Τον Φοίβον για τους Δαναούς· ώστε τον βασιλέα
Να τον εξιλεώσωμεν, οπού εις τους Αργείους
Έστειλε πολυστέναχτα παθήματ' αυτός τώρα.
 
Έτσ' είπε, και 'ς τα χέρια του την έθεσε· κ' εκείνος,
Χαρούμενος, εδέχθηκε την ποθητήν του κόρην.
Κι' αυτοί τον θεόν έστησαν ευθύς την εκατόμβην
'Σ τον ευμορφόκτιστον βωμόν τριγύρου 'ς την αράδα.
Έπειτα χερονίφθηκαν, ταις ουλοχύταις πήραν.
Κι' ο Χρύσης μεγαλεύχουνταν, σηκώνοντας τα χέρια·
 
Άκουσ' μ', αργυροδόξαρε, οπού την Χρύσαν σκέπεις,
Και Κίλλαν, και την Τένεδον ανδρεία βασιλεύεις.
Σε παρακάλεσα προτού, κ' εσύ ακούοντάς με,
Κατάβλαψες τους Αχαιούς, και τίμησες εμένα.
Και τώρ' αποτελείωσε μ' ακόμ' αυτόν τον πόθον·
Τώρα σήκωσ' τους Δαναούς το κακόν πάθος πλέον.
 
Έτσ' είπε προσευχόμενος, τον άκουσ' ο Απόλλων.
Λοιπόν σαν προσευχήθηκαν, κ' έρριξαν ουλοχύταις,
Απάνω στρέψαν τους λαιμούς, και έσφαξαν, κ' εγδάραν·
Και τα μηριά τα έκαψαν, τα σκέπασαν με πάχος,
Διπλόνοντας, και έθεσαν τα σπλάγχν' απάν' 'ς εκείνα.
Κι' ο γέροντας τα έκαιγε 'ς ταις σχίζαις, κι' από πάνω
Μαύρο κρασί ερράντιζε· οι νέοι δε σιμά του
Κρατούσαν τα πεντόσουγλα εις τα δικά τους χέρια.
Λοιπόν σαν κάικαν τα μηριά, και έφαγαν τα σπλάγχνα,
Τα άλλα τα κομμάτιασαν, τα πέρασαν 'ς ταις σούγλαις·
'Πιτήδεια τα καλόψησαν· και τα 'συραν' πίσ' όλα.
Κι' απ' τη δουλειά σαν έπαυσαν, κ' ετοίμασαν τραπέζι,
Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν.
Λοιπόν αφού απ' το πιοτό, και φαγητό χορτάσαν,
Κρασί κρατήρας γέμισαν οι νέοι ως τα χείλη·
Και αρχινώντας μοίρασαν εις όλους με ποτήρια·
Και τον θεόν ιλέωναν με ψάλσιμ' όλ' ημέρα,
Παιάνα καλόν ψάλλοντας των Αχαιών οι νέοι·
Με μελωδίαις, και χορούς τον Μακροχτύπ' υμνώντας.
Εκείνος δε ακούοντας, χαίρονταν 'ς την καρδιάν του.
 
Κι' ο ήλιος σαν βασίλευσε, και ήρθε και το σκότος,
Τότε προς τα πρυμόσχοινα του καραβιού κοιμήθκαν.
Σαν φάνκ' η ροδοδάχτυλη κι' ανοιξογεννημένη
Αυγή, τότε 'ς το στράτευμα το μέγα εκινούσαν·
Και τότε πρύμον άνεμον τους έστειλ' ο Απόλλων.
Και το κατάρτι έστησαν· τ' άσπρα πανιά απλώσαν·
Και το πανί ο άνεμος εφούσκωσε 'ς τη μέση.
Το κύμα δε το μελαψό καταβροντούσε γύρου
Εις την τροπίδ' του καραβιού, οπού περιπατούσε·
Κι' αυτό τους δρόμους σχίζοντας, έτρεχ' απάν' 'ς το κύμα.
Λοιπόν 'ς το μέγα στράτευμα των Αχαιών σαν πήγαν,
Ετράβιξαν εις την στεριάν το μελανό καράβι
Ψηλά 'ς τον άμμον κ' έβαλαν στυλώματ' αποκάτω·
Κ' εσκόρπισαν εις ταις σκηναίς αυτοί, και 'ς τα καράβια.
 
Κι' ο γοργοπόδης Αχιλλεύς, ένδοξος υιός Πηλέως,
Εκάθουνταν εις τα γοργά καράβια κακιωμένος.
Ποτέ δεν πήγαιν' εις βουλήν, ούτε ποτ' εις πολέμους·
Μόνον προσμένοντας αυτού, έτηκε την καρδιά του,
Αλαλαγμόν, και πόλεμον υπερεπιθυμώντας.
 
Aλλ' όταν έκτοτ' έγινεν η δωδεκάτ' ημέρα,
Τότ' οι αιώνιοι θεοί πήγαν 'ς τον Όλυμπ' όλοι
Μαζί, προπορευόμενος ο Ζευς. Ούτε κ' η Θέτη
Δεν ξέχασ' ταις παραγγελιαίς του υιού του εδικού της,
Αλλά από της θάλασσας το κύμ' απάν' εβγήκε,
Και την αυγήν 'ς τον Όλυμπον και ουρανόν ανέβη.
Τον μακροφώνην εύρηκε Κρoνίδην καθισμένον
Μονάχον 'ς την 'ψηλήν κορφήν του πολυλαίμ' Ολύμπου.
Λοιπόν σιμά του κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά του
Με το ζερβί· με το δεξί τον πήρ' απ' το πηγούνι·
Και λάλησ' ικετεύοντας τον βασιλέα Δία·
 
Δία πατέρ', αν μεταξύ εγώ 'ς τους αθανάτους
Με λόγον σε ωφέλησα ποτέ μου, ή με έργον,
Τέλειωσ' αυτόν τον πόθον μου, τίμησε τον υιόν μου·
Οπού 'ν' λιγοζωότατος από τους άλλους όλους,
Κι' ατίμασεν ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων τώρα·
Ότ' άρπαξε το δώρον του, το πήρε και το έχει.
Αλλά συ, Ζευ Ολύμπιε, σοφέ, τίμησε μέ τον·
Και έως τότε δύναμιν τους Τρωαδίτας δίδε,
Έως οπού οι Αχαιοί τιμήσουν τον υιόν μου,
Και έως ότου με τιμήν τον υπερμεγαλώσουν.
 
Έτσ' είπ' αυτή· όμως ο Ζευς ο συννεφοσυνάχτης
Τίποτε δεν την λάλησε, κι' ολό' 'στεκε σιωπώντας.
Η Θέτη δε σαν έπιασε τα γόνατα, κρατηούνταν
Σφιγμένη· και το δεύτερον τον ερώτησε πάλε.
 
Αληθινά υποσχέσου με, και δέξου, ή αρνήσου.
Φόβον δεν έχεις παντελώς· να ιδώ καλά το πόσον
Μέσα εις όλους είμ' εγώ θεά ατιμασμένη.
 
Κι' ο συννεφοσυνάχτης Ζευς καταπειράχθη, κ' είπεν
Ω 'ς τα κακά! Θα κάμεις δα να μ' εχθρευθή η Ήρα,
Οπόταν μ' ονειδιστικαίς 'μιλίαις με συγχίζη.
Αυτή ' μπρος τους αθάνατους θεούς με ' βρίζει κ' έτσι
Πάντα, και λέει 'ς τον πόλεμον βοηθώ τους Τρωαδίτας.
Τώρ' όμως εσύ πήγαινε, να μη σε νοιώσ' η Ήρα·
Κ' εγώ αυτά εγνοιάζομαι, για να τα τελειώσω.
Κ' έλα με το κεφάλι μου να νεύσω, να πιστεύσης.
Γιατί αυτό 'ν' το μέγα μου μες τους θεούς σημείον·
Το πώς με το κεφάλι μου εγ' ό,τι και αν νεύσω,
Δεν απατά, και δεν γυρνά, κι' ατέλειωτον δεν μένει.
 
Είπε, και με τα φρύδια του τα μαύρ' ένευσ' ο Δίας·
Και χύθηκαν τ' άφθαρτα μαλλιά απ' τ' άφθαρτο κεφάλι
Του βασιλέως, κ' έσεισαν τον Όλυμπον τον μέγαν.
 
Έτσι αυτοί βουλεύθηκαν, και χώρισαν· κ' η Θέτη
Πήδησ' απ' τον λαμπρόλυμπον 'ς της θάλασσας τα βάθη
Κι' ο Δίας εις το δώμα του. Κ' οι θεοί μαζί όλοι
Απ' τα θρονιά σηκώθηκαν έμπροσθεν του πατρός τους.
Ούτε κανένας τόλμησε να μείνη, όταν ήρθεν,
Αλλά ορθοί εστάθηκαν όλοι τους απαντίκρυ.
Έτσι αυτός μεν κάθησεν εκεί απάν' 'ς τον θρόνο
Η Ήρα όμως έμαθε, και είδε ότ' η Θέτη,
Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου,
Βουλαίς εσυμβουλεύθηκεν αντάμα μετ' εκείνον·
Κι' αγκιχτικά 'μίλησ' ευθύς τον Δία τον Κρονίδην.
 
Ποιος πάλε, δόλιε μου, θεός μ' εσέν' είχε συμβούλιο
Πάντα σ' αρέζει χωριστά να είσ' απότ' εμένα,
Κρυφά να συλλογίζεσαι, και να αποφασίζης.
Ποτέ σου δεν υπόφερες, να με ειπής κ' εμένα,
Κανέναν λόγον πρόθυμα, οπού 'ς τον νουν σου έχεις.
Ύστερα είπε των θεών κι' ανθρώπων ο πατέρας·
 
Ήρα, όλους τους λόγους μου μη έλπιζε να μάθης·
Αυτό σε είναι δύσκολον, κι' αν είσαι σύζυγός μου.
Αλλ' όποιον πρέπει να ακούς, αυτόν δεν θέλει μάθει
Ούτε θεός, ούτ' άνθρωπος ποτέ προτήτερά σου.
Όσα δε δίχως τους θεούς να στοχασθώ θελήσω,
Εσύ αυτά μην ερωτάς, μήτε να εξετάζης.
 
Τον είπε πάλ' η δοξαστή και βοϊδομμάτα Ήρα·
Πώς τέτοιον λόγον λάλησες, σκληρότατε Κρονίδη.
Μάλιστα πρώτ' ούτ' ερωτώ, και ούτε σ' εξετάζω·
Στοχάζου ησυχότατα οπόσα κι' αν θελήσης.
Τώρα φοβούμαι δυνατά, μη σε πλανέσ' η Θέτη,
Η κόρ' η ασημόποδη του θαλασσένιου γέρου.
Ταχύ σιμά σου κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά σου.
Θαρρ' ότι συγκατάνευσες πιστά για να τιμήσης
Τον Αχιλλέα, κι' Αχαιούς πολλούς να αφανίσης.
 
Την αποκρίθηκεν ο Ζευς ο συννεφοσυνάχτης·
Πανούργα, πάντοτε θαρρείς, και ούτε σε λαθεύω·
Πλην τίποτε δεν δύνασαι να κάμης· αλλά πλέον
θα σε μισήσω· και αυτό θα 'ν' τρομερώτερό σου.
Ειδέκε έτσι είν' αυτό, έτσι μ' αρέζ' εμένα.
Και κάθου, και σιώπαινε· 'ς τον λόγον μ' υποτάξου·
Μήπως και όλοι οι θεοί, όσοι 'ς τον Όλυμπό 'ναι,
Δεν σ' ωφελήσουν παντελώς, σιμά ανίσως έρθουν,
Οπόταν βάλ' επάνω σου τ ανίκητά μου χέρια.
 
Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν η δοξασμένη Ήρα.
Και σιωπώντας κάθησε, σφίγγοντας την καρδιά της.
Πικράθκαν οι ουράνιοι θεοί 'ς του Διός το δώμα·
Κι' ο καλλιτέχνης Ήφαιστος αρχίνησε να λέγη
Προς χάριν της μητέρας του ασπραγκαλιάρας Ήρας·
 
Ω τι καμώματα πικρά, κι' αβάστακτα 'ναι τούτα,
Οπού μαλώνετ' 'έτσ' εσείς διά θνητούς ανθρώπους,
Κι' αχλοβοήτε 'ς τους θεούς· ούτ' ηδονή θα είναι
Της καλής τράπεζας, γιατί νικούν τα τιποτένια.
Τη φρόνιμη μητέρα μου εγώ τη συμβουλεύω,
Να τρέχ' εις τα θελήματα τ' αγαπητού πατρός μου,
Οπού και ο πατέρας μας να μη μαλώνη πάλε,
Και όλον το συμπόσιον μας το καταταράξη.
Γιατί αν ο Ολύμπιος αστράφτης και θελήση,
Μας ρίχν' απ' τα καθίσματα, ότ' είν' καλλίτερος μας
Όμως εσύ με μαλακούς καλόπιανε τον λόγους·
Κ' έπειτα ο Ολύμπιος ίλεος θα μας είναι.
 
Έτσ' είπε· κ' έτρεξ' κ' έβαλε το δίκουπο ποτήρι
'Σ το χέρι της αγαπητής μητέρας, και την λέγει·
 
Υπόφερε, μητέρα μου, και βάστα λυπημένη·
Μη σε ιδώ, σ' αγαπώ, 'ς τα μάτια μου δαρμένη.
Και δεν 'μπορώ, κι' αν λυπηθώ να χρησιμεύσω τότε.
Βαρ' είναι τον Ολύμπιον να τον αντιφερθούμεν.
Ότι ζητώντας κι' άλλοτε διά να σ' απαντήσω,
Μ' έρριξ' απ' το θεϊκόν κατόφλοιον απ' το πόδι.
Ολημερίς επήγαινα, και 'ς του ήλιου τη δύσι
'Σ τη Λήμνο κάτω έπεσα, ψυχήν με πολλά 'λίγην.
Κ' ευθύς εκεί σαν έπεσα μ' εσήκωσαν οι Σίντες.
 
Έτσ' είπε· κ' η ασπράγκαλη εχαμογέλασ' Ήρα.
Κι' απ' τον υιόν της δέχθηκε γελώντας το ποτήρι.
Κέρασ' αυτός και τους θεούς τους άλλους επιδέξια,
Απ' τον κρατήρα χύνοντας νέκταρ γλυκόν εις όλους.
Μεγάλα χάχαν' έγιναν εις τους θεούς, σαν είδαν
Τον Ήφαιστον, που δούλευε 'ς τα δώματα με γνώσιν
 
Έτσι δα τότ' ολημερίς ως του ηλιού τη δύσι
Έτρωγαν· τίποτ' η καρδιά φαγ' ίσιο δεν στερηούνταν·
Ούτε την λύραν την καλήν, 'πού είχεν ο Απόλλων,
Ούτε ταις Μούσαις, π' έψαλλαν καλόφωνα με τάξιν.
 
Κι' όταν βασίλευσε το φως το λαμπερό του ήλιου,
Πήγε 'ς την κατοικίαν του καθένας να πλαγιάση,
Οπού καθέν' ο Ήφαιστος, ο τίμιος διπλοκούτζης,
Το δώμα τους το έκτισε με την σοφήν του γνώσιν.
Κι' ο Δίας ο Ολύμπιος αστραπητής επήγε
'Σ την εδικήν του κλίνην του, όπου κοιμούνταν πρώτα,
Όταν ο ύπνος ο γλυκός τον έρχουνταν· κι' ανέβη,
Κ· εκεί κοιμήθκε· και σιμά η χρυσοθρόνα Ήρα.
 
 
 
ΕΝ ΠΑΡΙΣΙΟΙΣ ΠΑΡΑ ΙΟΥΛΙΩ ΒΟΝΑΒΕΝΤΟΥΡΑ
εν τω παραποταμίω των μεγάλων Αυγουστίνων, αριθ. 55.


DMCA.com Protection Status Copyrighted.com Registered & Protected


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him