τοῦ
Γ. Δ. Μεταλληνοῦ*
Ἡ πολιτιστικὴ διαφοροποίηση τῆς Εὐρώπης καὶ θεμελίωση τοῦ πολιτισμοῦ
της σὲ βάσεις, ποὺ βρίσκονται στοὺς ἀντίποδες τῆς Ἑλληνορθοδοξίας, συνιστοῦν τὸ
οὐσιαστικότερο πρόβλημα αὐτὴ τὴ στιγμὴ γιὰ τὴν προσχώρηση τῆς Ἐλλάδος στὴν εὐρωπαϊκὴ
ἑνοποίηση. Τὸ πρόβλημα γιὰ τὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι πρώτιστα οἰκονομικὸ ἤ πολιτικό,
ὅπως εἶναι γιὰ τὶς δυτικὲς Χῶρες, οἱ ὁποῖες, ὅπως εἰπώθηκε, ἔχουν κοινὰ
πολιτιστικὰ θεμέλια, κοινὴ ἱστορικὴ παράδοση. Τὸ πρόβλημα εἶναι κυρίως
πνευματικὸ καὶ πολιτιστικό.
Ἀπὸ πλευρᾶς οἰκονομικῆς καὶ πολιτικῆς ἡ
οἰκοδομὴ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης (πρέπει νά) χαιρετίζεται καὶ ἀπὸ μᾶς τοὺς Ἕλληνες
ὡς δυνατότητα ἐξισορρόπησης τῶν δύο Ὑπερδυνάμεων καὶ ἀποσυμφόρησης τῆς
παγκόσμιας οἰκονομίας. Ἡ ἀναμενόμενη (ὑλική) ὠφέλεια ἀπὸ τὴν «Εὐρώπη τῶν Λαῶν»
ἔκαμε καὶ τὶς περισσότερο ἀρνητικὲς σ᾽ αὐτὸ τὸ στόχο πολιτικὲς παρατάξεις τῆς
Χώρας μας νὰ ἀναπροσαρμόσουν τὴ στάση τους, παραδεχόμενες τώρα, ὅτι «τὸ μέλλον
ἀνήκει στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη». Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι, πόσο ἀπασχολεῖ τὴν
ὁποιαδήποτε μορφὴ ἡγεσίας ἡ πνευματικὴ ὄψη τοῦ προβλήματος, ἡ ὁποία γιὰ μᾶς τοὺς
Χριστιανοὺς συνιστᾶ ἰσχυρότατη πρόκληση γιὰ τὴ συνείδησή μας.
Ἡ ἑνοποίηση τῆς Εὐρώπης ἀπαιτεῖ προηγουμένως πολιτιστικὴ
ἑνότητα. Ἡ προσαρμογὴ τῆς νομοθεσίας μας στὰ εὐρωπαϊκὰ δεδομένα, ποὺ
θεμελιώνονται στὸ ἰδεολογικὸ φάσμα τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως καὶ τοῦ
Διαφωτισμοῦ, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρὰ φανερώνει πάνω σὲ ποιὲς βάσεις οἰκοδομεῖται ἡ
Ἑνωμένη Εὐρώπη καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπιβεβαιώνει τὴν εὔκολη ἀπεμπόληση τῆς δικῆς
μας παραδόσεως γιὰ χάρη τῆς παραδόσεως τῆς ἄλλης Εὐρώπης. Ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ
ρύθμιση τοῦ ὡραρίου ἐργασίας τῶν Καταστημάτων ἀποδεικνύει ἐνέργεια κεφαλαιώδους
σημασίας, διότι χωρὶς νὰ λαμβάνονται ὑπ᾽ ὄψιν οἱ ἰδιαιτερότητες τοῦ
ἑλλαδικοῦ χώρου (κλίμα, νοοτροπία κ.λπ.), ἐπιβάλλεται ἀναγκαστικὰ (στανικά, θὰ ἔλεγε
ὁ Μακρυγιάννης) καὶ ἐδῶ ἡ προσαρμογὴ στὰ εὐρωπαϊκὰ δεδομένα. Καὶ αὐτὸ ἀναγκάζει
καὶ μᾶς νὰ δεχθοῦμε, ὅτι ἐπικρατοῦσα τάση εἶναι ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη νὰ οἰκοδομηθεῖ
μὲ μέτρο τὴν παράδοση καὶ πράξη τοῦ Φραγκογερμανικοῦ πληθυσμοῦ της εἰς βάρος τῆς
δικῆς μας παράδοσης.
Ὁ ἱστορικὸς τῶν πολιτισμῶν ARNOLD TOYNBEE ἔχει παρατηρήσει,
ὅτι ἡ ἀποσύνθεση ἑνὸς πολιτισμοῦ συντελεῖται μὲ τὴν ὑποκατάσταση τῶν ἐπὶ μέρους
στοιχείων (π.χ. ὑποκατάσταση τῆς παραδοσιακῆς ἀρχιτεκτονικῆς μὲ τὴ λύση τοῦ
τσιμέντου). Ἡ ἀποσυνθετικὴ διαδικασία πραγματοποιεῖται μὲ τὴν βαθμιαία
ἐξαφάνιση τῶν συστατικῶν του, ποὺ δένονται μεταξύ τους σὰν ἁλυσίδα. Τὸ σπάσιμο τῆς
ἁλυσίδας καὶ ἡ ἀπώλεια τῶν κρίκων ὁδηγεῖ στὴν ἀπορρόφηση τοῦ ἐγχώριου
πολιτισμοῦ ἀπὸ τὸν ξένο. Αὐτὸς ὁ κίνδυνος εἶναι ὁρατὸς καὶ αἰσθητὸς ἤδη στὴν πορεία
τῆς προσχώρησής μας στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη.
Ἡ Ἑλληνορθόδοξη παράδοσή μας ἀποτυπώνεται καὶ σώζεται μέσῳ
βασικῶν φορέων της ποὺ εἶναι: ἡ πίστη (ἐκκλησιαστικὴ ζωή), ἡ γλώσσα καὶ ὁ
τρόπος ζωῆς (ἔθιμα, κοινωνικὲς πρακτικές). Καὶ γιὰ μὲν τὴν θρησκευτική μας
πίστη δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μακρυγορήσει κανείς. Ἡ ἀντίθεσή μας μὲ τὸν εὐρωπαϊκὸ
χριστιανισμὸ εἶναι ριζική καὶ ἀγεφύρωτη, ὅπως διευκρινίσθηκε ἤδη παραπάνω. Ὁ
κίνδυνος, συνεπῶς, ἀπορθοδοξοποίησης τοῦ Λαοῦ μας εἶναι πολὺ μεγάλος, ὄχι πιὰ
μὲ τὴν ἁπλὴ περιστασιακὴ ἐπαφή, ἀλλὰ μὲ τὴν νομικὰ ἐπιβαλλόμενη μόνιμη καὶ
ἀναγκαστικὴ σχέση μὲ χριστιανοὺς ἄλλων παραδόσεων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ μέρος
ἐκεῖνο τοῦ λαοῦ τῆς Εὐρώπης, ποὺ ἔχει προσχωρήσει στὴν θεωρητικὴ ἤ τὴν πρακτικὴ
ἀθεΐα. Ὁ ἐπιθυμητὸς ἀπὸ πολλὲς δυνάμεις χωρισμὸς «Ἐκκλησίας καὶ Κράτους», ὁ ὁποῖος
θὰ πραγματοποιηθεῖ ὁπωσδήποτε προσεχῶς γιὰ τὴν ἐξομοίωσή μας καὶ στὸ σημεῖο
αὐτὸ μὲ τὴν ἄλλη Εὐρώπη, θὰ ἐνισχύσει σημαντικὰ τὴν ἀπομάκρυνση μεγάλου μέρους
τοῦ Λαοῦ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοσή του, μὲ τὴν ἐπιβολὴ καὶ καλλιέργεια τῆς
ἐκκοσμικευμένης διαφωτιστικῆς νοοτροπίας. Κινδυνεύει, ἔτσι, ἡ θρησκευτικὴ
ἑνότητα τοῦ Λαοῦ μας, ποὺ ἀπειλεῖται οὐσιαστικότερα ἀκόμη μὲ τὴν ἐν ὀνόματι
δῆθεν τῆς ἐλευθερίας συνειδήσεως ἐξάπλωση, μὲ τὴν κρατικὴ ὐποστήριξη καὶ
κατοχύρωση, τῶν διαφόρων αἱρέσεων καὶ ἀντορθοδόξων ἰδεολογιῶν (π.χ.
Προτεστάντες διαφόρων ἀποχρώσεων, Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, Ἀνατολικὰ Θρησκευτικὰ Ρεύματα
κ.λπ.). Ἄν ἀναλογισθεῖ δὲ κανείς, ὅτι σ᾽ ὅλες αὐτὲς τὶς περιόδους δουλείας τοῦ
Ἑλληνορθοδόξου Γένους ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα, καὶ κυρίως ἡ λατρεία της, διέσωσε ὄχι
μόνο τὴν θρησκευτική, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐθνική μας ταυτότητα, ἀντιλαμβάνεται, ποιὲς
συνέπειες μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ ἀπαγγίστρωση τοῦ Λαοῦ μας ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας
του καὶ τὸ κλίμα τῆς λατρείας της.
Ἡ γλώσσα, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ πράγματα, δὲν
ἀπειλεῖται λιγότερο ἀπὸ τὴ Θρησκεία. Ἀρχικὰ πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι ἡ γλώσσα δὲν εἶναι
ἁπλὰ ἔνα ὄργανο ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ σημαντικὸς φορέας τῆς ἱστορικῆς, πνευματικῆς
καὶ κοινωνικῆς περιουσίας ἐνὸς Λαοῦ. Ἡ ἐλληνικὴ γλώσσα σ᾽ ὅλη τὴ διαχρονικὴ χρήση της ἔχει
ἀποταμιεύσει ὅλο τὸν πολιτισμὸ τοῦ Ἔθνους μας καί, μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία
διὰ τῶν ἁγίων Πατέρων ἁγίασε καὶ ἀξιοποίησε τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα στὸ ἔπαρκο,
συνιστᾶ τὸν βασικότερο φορέα τῆς ἑλληνορθόδοξης πολιτιστικῆς καὶ πνευματικῆς
παραδόσεως. Πῶς ἀπειλεῖται ὅμως ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα;
Ἡ Ἑνωμένη Εὐρώπη εἶναι ἀναγκασμένη, ὅπως ζητᾶ ἑνιαία -κοινὴ
δηλαδή- νομισματικὴ μονάδα, νὰ ζητᾶ καὶ κοινὸ γλωσσικὸ ὄργανο, γιὰ τὴν
ἐξυπηρέτηση τῆς ἐλεύθερης διακίνησης καὶ ἐπικοινωνίας τῶν πολιτῶν της. Ἤδη στὸ
ἄρθρο 61 τῆς Συνθήκης τῆς Ρώμης (1957) γίνεται ἀναφορὰ στὴν «ἐνίσχυση τῆς
πολιτισμικῆς καὶ γλωσσικῆς ἀλληλοκατανοήσεως τῶν πολιτῶν τῆς Εὐρώπης». Σὲ
πρόσφατο δὲ εἰδικὸ τεῦχος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητος γιὰ τὸ πρόβλημα τῆς ἐκπαίδευσης
ὁμολογεῖται ρητά, ὅτι τὸ πρόβλημα τῆς γλώσσας (γλωσσικοῦ ὀργάνου) εἶναι ἡ
«ἀχίλλειος πτέρνα» τῆς Κοινότητος. Καὶ τοῦτο, γιατί, ὅπως τονίζεται, «ἡ ἀδυναμία
ἐπικοινωνίας ἀποτελεῖ τεχνικὸ ἐμπόδιο στὴν ἐλεύθερη διακίνηση καὶ στὶς
ἀναπτυσσόμενες ἐμπορικὲς καὶ ἐπιχειρησιακὲς ἐπαφὲς μέσα στὴν Κοινότητα» (4,15).
Γι᾽ αὐτὸ ἡ σχεδιαζόμενη λύση εἶναι ἡ ὕπαρξη «περισσοτέρων ἀτόμων ἱκανῶν νὰ
ἐργάζονται, χρησιμοποιώντας τοὐλάχιστον δύο κοινοτικὲς γλῶσσες» (4,15), ἐννοεῖται
τὴ μητρικὴ καὶ μία ξένη.
Βέβαια αὐτὸ ἐκ πρώτης ὄψεως δὲν εἶναι κακό, ἤδη δὲ μεγάλο
μέρος τῶν Ἑλλήνων, ἰδιαίτερα τῆς Νεολαίας, κατέχει τοὐλάχιστο μιὰ ξένη γλώσσα
(ἐμπόριο, ἐπιστήμη, πολιτική). Τὸ πρόβλημα γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ἔγκειται στὴν
ἐπιβαλλόμενη ἀνάγκη νὰ χρησιμοποιεῖ ὁ ἕλληνας πολίτης τῆς Κοινότητος καὶ μία ξένη
γλώσσα, στὴν ὁποία σχεδὸν ἀποκλειστικὰ θὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς Εὐρωπαίους
συμπολίτες του.
Τὸ βάρος δηλαδὴ δὲν θὰ πέφτει, ὅπως γινόταν μέχρι σήμερα,
στὴ μητρικὴ γλώσσα, ἀλλὰ στὴν ξένη (ἤ τὶς ξένες γλῶσσες), ποὺ θὰ διευκολύνουν
καὶ τὴν σταδιοδρομία τους στὴν Κοινότητα. Ἔχουμε δὲ ἤδη τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσης
μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Γλώσσα τῆς δεύτερης ἤ τρίτης γενιᾶς τῶν Ἑλλήνων Μεταναστῶν,
κυρίως τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν τῆς Ἀμερικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς Εὐρώπης.
* Απόσπασμα από άρθρον αυτού «Ἦταν ἀναμενόμενη ἡ εὐρωπαϊκὴ
περιπέτειά μας» δημοσιευθέν εις την
εφημερ. «Ορθόδοξος Τύπος»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου