Παράλληλον ἀνάγνωσμα εἰς "Τά ἀντικλείδια" τοῦ Γ. Παυλόπουλου: "Ἡ ἀλλη ἐκδοχή" τοῦ Τίτου Πατρικίου




"Ἡ ἀλλη ἐκδοχή" τοῦ Τίτου Πατρικίου, 
ὡς παράλληλον ἀνάγνωσμα εἰς "Τά ἀντικλείδια" τοῦ Γ. Παυλόπουλου


επιμελεία του
Κων/νου Μαντή


 Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.


Μένει μονάχα ο θάνατος
για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.

Ο Τίτος Πατρίκιος βασίζει την ποιητική του σύνθεση σε μια αντίφαση -όπως αυτή προκύπτει ανάμεσα στις δύο στροφές του ποιήματος-, με την οποία τίθεται και αίρεται το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει πια υλικό για τη δημιουργία νέων ποιημάτων.


Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Πατρίκιος εκφράζει την ανησυχία πως ίσως να μην υπάρχουν πια πολλά πράγματα για νέα ποιήματα, πως ίσως έχουν ειπωθεί όλα απ’ τους χιλιάδες ποιητές που έχουν γράψει κατά τις χιλιετίες που μεσολάβησαν απ’ την πρώτη εμφάνιση ποιητικών έργων∙ ίσως εν τέλει το μόνο που δεν έχει ειπωθεί από άλλους είναι ο θάνατος κάθε ανθρώπου, η πλέον προσωπική και ιδιωτική εμπειρία. Ωστόσο, αν το μόνο για το οποίο μπορεί να γράψει κανείς είναι ο ίδιος ο θάνατός του, τότε η ποιητική δημιουργία αποκλείεται εκ των πραγμάτων. Έρχεται, έτσι, ο ποιητής αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να μην είναι πλέον εφικτή ή καλύτερα να μην έχει νόημα η περαιτέρω προσπάθεια σύνθεσης νέων ποιημάτων, αφού όλα πια είναι ήδη ειπωμένα. «Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς / δεν τους ανοίγει.»

Η πόρτα της ποίησης μοιάζει να κλείνει αίφνης, καθώς οι νέοι ποιητές είναι σαν να μην έχουν δικό τους νέο υλικό για να προσφέρουν κάτι καινούριο στον κόσμο της ποίησης. Είναι σαν να ματαιοπονούν λέγοντας εκ νέου πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί πολλές φορές και πιθανώς με καλύτερο τρόπο απ’ τους προγενέστερους δημιουργούς.

Εντούτοις με τη δεύτερη στροφή του ποιήματος το κλίμα αντιστρέφεται πλήρως, καθώς ο ποιητής εμφανίζεται βέβαιος πως υπάρχουν ακόμη πολλά για ν’ αποτελέσουν υλικό νέων ποιημάτων. Έστω κι αν τα έχουν διαπραγματευθεί όλα χιλιάδες προγενέστεροι ποιητές, απομένει ακόμη η υπόλοιπη ζωή κάθε ανθρώπου, η οποία είναι απρόβλεπτη και μπορεί εν δυνάμει να προσφέρει άφθονο υλικό -ανείπωτο από άλλους- για τη γέννηση νέων ποιημάτων. «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»

Η αναπόφευκτη σύγκριση με τους παλαιότερους ποιητές, και ιδίως το γεγονός ότι για πολλές βασικές θεματικές έχουν γραφτεί ήδη πάρα πολλά ποιήματα, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για κάποιο νέο ποιητή, που θα το θεωρούσε δύσκολο να διαφοροποιηθεί απ’ τους προηγούμενους ποιητές και να δώσει ένα έργο με τελείως νέο και καινοφανές περιεχόμενο. Ωστόσο, ο Πατρίκιος θεωρεί πως η μοναδικότητα και το απρόβλεπτο της ζωής κάθε ανθρώπου συνιστά μια πλούσια πηγή νέων και πρωτότυπων εμπειριών, ώστε είναι εφικτή η παραγωγή νέων ποιημάτων.

Η άλλη εκδοχή – Τα Αντικλείδια

Παρόλο που και στα δύο ποιήματα κεντρικό θέμα είναι η ποίηση, οι δύο δημιουργοί πραγματεύονται διαφορετικές πτυχές του ζητήματος. Ο Πατρίκιος ως δημιουργός συμμερίζεται την ανησυχία πολλών ομοτέχνων του πως τα περισσότερα θέματα έχουν πια καλυφθεί μέσα από το έργο των χιλιάδων ποιητών που έχουν προηγηθεί. Μοιάζει να έχει επέλθει πια κορεσμός στην ποίηση, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολη την εύρεση κάποιας αξιόλογης και πρωτότυπης ιδέας. Στοιχείο που εύλογα μπορεί να αποθαρρύνει τους επίδοξους θεράποντες της ποιητικής τέχνης. Έτσι, στην πρώτη στροφή του ποιήματος δίνεται η εντύπωση πως ο δρόμος προς μια νέα ποιητική δημιουργία είναι πλέον κλειστός. Ωστόσο, ο ποιητής δεν επιθυμεί να περάσει αυτό το μήνυμα, αντιθέτως θέλει να τονίσει πως για κάθε άνθρωπο, για κάθε πιθανό ποιητή, υπάρχει μια ανεξάντλητη πηγή νέων ιδεών και εμπειριών: η ίδια η ζωή, απρόβλεπτη και μοναδική.

Η πλήρης ανατροπή του νοήματος που δίνεται με τη δεύτερη στροφή του ποιήματος, κι η διαβεβαίωση προς τους ποιητές πως όσοι κι αν έχουν προηγηθεί, όσα κι αν έχουν ήδη γραφτεί, υπάρχει πάντοτε καινούριο υλικό και καινούρια ερεθίσματα για τη δημιουργία ποιητικού έργου, μας παραπέμπει σε μια ανάλογη νοηματική ανατροπή και σε μια ανάλογη ενθάρρυνση, που δίνεται αυτή τη φορά απ’ τον Γιώργη Παυλόπουλο.

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.

Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.

Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.

Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Ο Παυλόπουλος εξετάζει το θέμα της ποίησης σε σχέση με ό,τι πιθανώς αποτελεί το κλειδί για την κατάκτηση της ποιητικής τέχνης. Αν υπάρχει, δηλαδή, ένας τρόπος να γνωρίσουν οι επίδοξοι δημιουργοί τα μυστικά της τέχνης αυτής, ώστε να τους είναι εφικτό να συνθέτουν άρτια και αξιόλογα ποιήματα. Το θέμα του το πραγματεύεται μέσα από μια αναλογία, όπου η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα, η οποία αν και είναι πάντοτε ανοιχτή -ένα διαρκές κάλεσμα προς τους νέους ποιητές-, κλείνει κάθε φορά που κάποιος επιχειρεί να μπει.

Η αντίφαση αυτή φανερώνει ακριβώς το παράδοξο της ποίησης, καθώς ενώ είναι μια τέχνη ιδιαίτερα προσφιλής στους ανθρώπους, μια τέχνη που υπάρχει χιλιάδες χρόνια, ωστόσο κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι, κι αν υπάρχει, το «μυστικό», ο τρόπος για τη σε βάθος κατανόησή της που θα επιτρέψει τη δημιουργία πραγματικών και άριστων ποιημάτων. 

Η θέση του Παυλόπουλου είναι πως το ζητούμενο μυστικό, το ζητούμενο κλειδί δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν μπορεί να βρεθεί∙ σκέψη που ενδεχομένως θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως είναι μάταιη η όποια προσπάθεια για τη σύνθεση ποιημάτων, αφού κανείς δεν γνωρίζει πώς πραγματικά φτάνουμε στη δημιουργία αξιόλογης ποίησης. Ωστόσο, ο ποιητής δεν θέλει να αποτρέψει ή να αποκλείσει τη συνέχεια της μακραίωνης σύνδεσης των ανθρώπων με την ποιητική τέχνη, γι’ αυτό και επιμένει πως παρά την αδυναμία να βρεθεί το κλειδί, η πόρτα της ποίησης παραμένει πάντοτε ανοιχτή.

Έστω κι αν τα αντικλείδια (οι ποιητικές απόπειρες) δεν οδηγούν αναγκαία στη δημιουργία του κλειδιού εκείνου που θ’ ανοίξει την πόρτα της ποίησης και θ’ αποκαλύψει τα μυστικά της, αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να συνθέτουν ποιήματα ή να προσπαθούν να συνθέσουν ποιήματα. Παρατηρούμε, επομένως, πως τόσο ο Πατρίκιος όσο και ο Παυλόπουλος, παρά τις δυσκολίες που εντοπίζουν στην ποιητική δημιουργία, δεν επιθυμούν να δώσουν την εντύπωση πως είναι μάταιη και ανώφελη η ενασχόληση με την ποιητική τέχνη. Έτσι, ενώ επισημαίνουν τον προβληματισμό τους, καθιστούν ωστόσο σαφές πως η ποίηση παραμένει πάντοτε ένας χώρος ανοιχτός σε όποιον θέλει να εκφραστεί μέσω αυτής.

Αξίζει, επίσης, να προσεχθεί ένα ακόμη ποίημα του Πατρίκιου, το οποίο μοιάζει να είναι μια απευθείας απάντηση στα αλληγορικά Αντικλείδια του Παυλόπουλου. Η παγίδευση του αναγνώστη με την εικόνα της πόρτας που ενώ είναι ανοιχτή, κλείνει ξαφνικά, μόνο για ν’ αποδειχθεί πως παραμένει πάντοτε ανοιχτή, αντιμετωπίζεται με καυστική ειρωνεία από τον Πατρίκιο.

Τίτος Πατρίκιος «Η πόρτα»

Ο ποιητής εξηγούσε τους μυστικούς συμβολισμούς
τη διαλεχτική του ποιήματός του.

Η πόρτα, έλεγε, είναι το μυστήριο της επικοινωνίας
του μέσα με το έξω, μιας επικοινωνίας που
εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,
αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται,
γι’ αυτό κι η πόρτα είναι μια πόρτα
που αναλώνει την πόρτα
που υπερβαίνει την ανάγκη της πόρτας
και μέσα από την αυτοκαταργημένη πόρτα
μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει
να βεθλάει, να βουθλουβάει…

Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά
καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.

Ο Πατρίκιος εκλαμβάνει το αλληγορικό παιχνίδι του Παυλόπουλου και τις αντιφάσεις που προκύπτουν σε αυτό, ως μια αδόκιμη νοητική σύλληψη που προφανώς δεν μπορεί να αποδώσει την αλήθεια μιας τόσο πηγαίας τέχνης, όπως είναι η ποίηση. Έτσι, το παράδοξο της ανοιχτής πόρτας που δεν επιτρέπει σε κανέναν να τη διαβεί, αντιμετωπίζεται εδώ με σαφή ειρωνεία, καθώς ο ποιητής επιχειρεί μια υποτιθέμενη εκλογικευτική προσέγγιση της ποιητικής δημιουργίας με τον συμβολισμό της πόρτας να κυριαρχεί.

Προκειμένου, μάλιστα, να δώσει με μεγαλύτερη έμφαση πόσο ακατανόητος και ανούσιος μοιάζει ο παραλληλισμός της ποίησης με μια πόρτα, αφού χρησιμοποιεί μια σειρά ρημάτων για να δηλώσει τη διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο της πρόσβασης σε αυτή (εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται, / αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται), καταλήγει να χρησιμοποιεί ανύπαρκτες λέξεις (να βυθράει / να βεθλάει, να βουθλουβάει). Τα ρήματα αυτά που δεν έχουν κανένα νόημα, καθρεφτίζουν ακριβώς την αγανάκτηση του Πατρίκιου απέναντι σε μια προσέγγιση της ποιητικής δημιουργίας που την παρουσιάζει σαν άλυτο γρίφο.

Η πρόθεση του ποιητή είναι εμφανής∙ η ποιητική τέχνη δεν μπορεί να αποδίδεται με όρους ή με διαρκείς αντιφάσεις που την καθιστούν απρόσιτη και ακατάληπτη∙ η ποίηση είναι μια ζωντανή τέχνη, που πηγάζει απ’ την ψυχή του δημιουργού. Αν αντιμετωπίζουμε την ποίηση ως αντικείμενο χειρουργικής μελέτης, όπου τα συστατικά της μπορούν να αποδοθούν και να αναλυθούν με τρόπο αφηρημένο και χωρίς καμία πραγματική αντίληψη της ζωτικότητάς της, τότε καταλήγουμε σαν τους θεατές μιας βαρετής ομιλίας, όπου ακούμε πολλά και ασυνάρτητα, χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε πραγματικά την ουσία της ποίησης.

Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά
καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him