Μια σύγχρονη ανάγνωσις του αποσπάσματος
που απαντάται στο βιβλίο της «Γλώσσης»
της ΣΤ’ Δημοτικού
της ΣΤ’ Δημοτικού
του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου
Η «Αιολική γη» μάς μεταφέρει στα Κιμιντένια,
βουνά της Μικράς Ασίας, όπου ζει η οικογένεια του μικρού Πέτρου με αρχηγό τον
παππού. Ο Πέτρος με την Άρτεμη, την πιο αγαπημένη από τις τέσσερις αδερφές του,
ζουν τα παιδικά τους χρόνια και τα όνειρα στον τόπο όπου γεννήθηκαν. Σιγά σιγά
ο μαγικός τους κόσμος γκρεμίζεται, όταν έρχονται αντιμέτωποι με τον πόλεμο και
αναγκάζονται να ζήσουν τον ξεριζωμό απ' τον τόπο και τη γη τους.
Τα άστρα όλα έχουν
βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά μας όνειρα.[1] Το
κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρά μας[2]. Στην
ξένη χώρα που πάμε, πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν'
ανατείλουν[3];
[…] Ταξιδεύουν στο
Αιγαίο[4] τα
όνειρά μας.
Η γιαγιά μας
κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει
καρφωμένα[5] πίσω
τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά, τίποτα απ' τα Κιμιντένια.
Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε[6] μέσα
της τα σχήματα και τους όγκους.
Η γιαγιά γέρνει το
κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της
ζωής της[7]. Κάτι
την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βόλος να είναι
κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.
– Τι είναι αυτό
εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα.
Ο παππούς φέρνει
το χέρι του. Το χώνει κάτω απ' το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά
στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.
– Τι είναι;
– Δεν είναι
τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο
χώμα είναι.
– Χώμα![8]
Ναι, λίγο χώμα απ'
τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε.
Για να θυμούνται.
Αργά τα δάχτυλα
του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα,
ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να το χαϊδεύουν. Tα μάτια τους,
δακρυσμένα, στέκουν εκεί.
– Δεν είναι τίποτα
λέω. Λίγο χώμα. Γη, Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.
Ηλίας Βενέζης, Αιολική γη, εκδ. Εστία, Αθήνα, 1992
[1] Είναι μια γενιά τώρα, που όσα όνειρα έκανε σαν ήταν
στην παιδική ηλικία φαίνεται να τους τα έχουν γκρεμίσει. Αυτοί που είχαν στα χέρια
τους την τύχη του έθνους που κάποτε δόξασε τον κόσμο. Είναι δε η σύγχρονη γενιά,
αυτή που ακόμα ευρίσκεται εις την παιδικήν ηλικία αυτή που δικαιούται να ελπίζη
ότι κάποτε τα όνειρά της θα πραγματοποιηθούν. Το θέμα είναι αν θα την αφήσουν
κι αυτήν την γενιά να κάνη τα όνειρά της πράξη και δεν θα τους τα γκρεμίσουν
πάλι οι περισπούδαστοι άρχοντες των Ελλήνων.
[2] Τα όνειρα της νέας γενιάς είναι εν υπνώσει. Κάποτε ελπίζουμε
όλοι, και πιο πολύ εμείς οι διδάσκαλοι να ξυπνήσουν, να γίνουν πραγματικότητα. Να
μην κοιμούνται δια παντός. Όμως φεύ, οι δολοφόνοι του έθνους, είναι ικανοί στο
να κοιμίζουν συνειδήσεις και να τις σκοτώνουν στον ύπνο. Αλλοίμονον. Χρέος είναι
ολωνών μας τα παιδιά μας να τα ξυπνήσουμε κάποια στιγμή και να τους δώσουμε
κληρονομιά, όχι τίποτα άλλο, αφού δεν μας άφησαν τίποτα για να τους αφήσουμε,
τουλάχιστον την εντολή να θυμηθούν τα όνειρά τους κάποια στιγμή και να τα
πραγματοποιήσουν.
[3] Γίναμε ξένοι στην πατρίδα μας, στον τόπο των γονιών μας
και είναι σαν να ζούμε σε άλλη γή καιρό τώρα. Αλήθεια πιστεύει κανείς ότι ζούμε
στην γή των Ελλήνων; Εκείνων των φωτεινών πνευμάτων που μέχρι πριν μισόν αιώνα
ακόμα έδωσαν το όνομά τους στους ήρωες όλου του κόσμου; Που πηγαίνουμε; Ξέρει κανείς
να απαντήση; Δίχως τα πιστεύω και τις ιδέες και τον θεόν μας και τα ήθη μας που
είχαμε από τους πατεράδες μας, ξέρει κανείς αν διακιούμαστε να υπάρχουμε, ή
πόσο πολύ ακόμα αξίζει να ζούμε δίχως αυτά για πυξίδα, δίχως παρελθόν, αν αξίζει
να έχωμε μέλλον; Αφου μας κλέψαν την ταυτότητά μας. Καθημερινώς αφαιρούν απ’
αυτήν ότι μας έκανε διακριτούς ως έθνος. Πλέον ξένοι δίχως όνομα σε μια χώραν
που δεν μπορεί να καλείται Ελλάς πορευόμεθα στο άγνωστον
[4] Το Αιγαίο τελικά θα μας καταδιώκει πάντα. Πέριξ αυτού
είδαμε το φώς του ηλίου και πέριξ αυτού στην αρμύρα του ανδρωθήκαμε. Φαίνεται όμως
ότι τούτην την θάλασσα, το αίμα μας το θαλασσί είναι ζωή και το κατάλαβαν
πολλοί και το επιζητούν. Και χύεται τούτο και χάνεται η ζωή μας και μόνον εις
τα όνειρα των μελλοντικών γενεών δύναται και πάλι τούτο να αποτελέση εφαλτήριον
νέας ζωής. Εάν φυσικά κάποιοι δεν τα σκοτώσουν όπως είπαμε στον ύπνο, πριν γίνουν
πραγματικότητα.
[5] Προσήλωσις εις την παλαιάν Ελλάδαν. Λίγον απ’ αυτήν
να βλέπαμε και ας πεθαίναμε σαν τον Οδυσσέα, που αγνάντευε το πέλαγος να δή λίγο
καπνό από το Θειάκι. Λίγο από την δόξαν της και την ακμήν της. Αλλά κουράστηκαν
τα δικά μας μάτια να ατενίζουν πίσω. Την Ελλάδαν εκείνην μας την πήραν με το
στανιό. Δεν θα την ξαναδούμε, εμείς τουλάχιστον, οι παλιοί.
[6] Το σκότος που εμείς αφήσαμε να εξαπλωθή μας κυρίευσε.
Αυτό που εμείς αγαπήσαμε γιατί δεν αγαπήσαμε το φώς. Μου θυμίζει τον Μπρέχτ… Λες:
Άσχημα τα πράγματα για την υπόθεσή μας./Το σκότος εξαπλώνεται. Οι δυνάμεις
συρρικνώνονται./Τώρα, μετά από τόσο πολλά χρόνια που κοπιάσαμε,/είμαστε σε
δυσκολότερη θέση απ’ ό,τι στην αρχή./Μα ο εχθρός στέκει ισχυρότερος από ποτέ./Οι
εξουσίες του σαν να ’ναι διογκωμένες. Έχει πάρει αήττητη θωριά./Μα έχουμε κάνει
λάθη κι εμείς, δε χωρεί αμφιβολία./Ο αριθμός μας φυλλορροεί./Τα συνθήματά μας
τελούν υπό σύγχυση. Μερικά απ’ τα λόγια μας,/τόσο που διαστρεβλώθηκαν απ’ τον
εχθρό, γίνανε αγνώριστα./Απ’ όσα είπαμε, τώρα, τι είναι λάθος απ’ αυτά:/ορισμένα
ή όλα;/Σε ποιον υπολογίζουμε ακόμα; Τι είμαστε, περισσεύματα απόβλητα/απ’ το
ρεύμα που βρίσκεται εν ζωή; Θ’ αποτραβηχτούμε/χωρίς πια να καταλαβαίνουμε
κανέναν κι ούτε να μας καταλαβαίνει κανείς;/Είναι θέμα τύχης για εμάς;/Αυτά
ρωτάς. Δεν περιμένω/καμιά άλλη απάντηση, μόνο τη δική σου!( Μπέρτολτ Μπρεχτ,
«Στον παραπαίοντα»)
[7] Μηπως και μεις πια δεν εχουμε ακουμπήσει σε ό,τι μας προστάτευε
μια ζωή, την εκκλησία και εις τον δεσπότη Χριστό δεν έχουμε εναποθέσει όλες μας
τις ελπίδες;
[8] Απ’ το χώμα φύει η ζωή. Ποιο είναι το χώμα της Ελλάδος
που πρέπει να λάβη κανείς μαζί του και ως κόρην οφθαλμού να τα φυλάη ως
ενθύμισιν αλλά και ως ελπίδα ότι εξ αυτού θα αναστηθή ξανά το γένος; Ας θυμηθούμε
την μετανάστευση του πνεύματος της Ελλάδος στην Δύση ότν πάρθηκε η Πόλις. Ας θυμηθούμε
τι κρατήθηκε ως φυλακτό από το γένος καθ’ όλα τα χρόνια της δουλείας, ώστε
κάποια στιγμή να προκύψη η παλιγγενεσία. Τότε θα δούμε πως το χώμα είναι η
ελληνική παιδεία και η πίστις ημών η αγία. Τίποτα άλλο. Αυτά ας φυλάξη ο
καθένας απ’ εμάς ως ιερά τώρα που φεύγουμε απ’ την ελληνική μας γή, την σύγχρονη
Αιολική γή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου