«ΠΕΡΙ ΩΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
ΠΡΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑ ΔΙΑΦΕΡΕΤΑΙ»
του
Δημητρίου-Γεωργίου Παπανικολάου*
Ο Πλήθων με τη διδασκαλία του και την ανάλυση
των πλατωνικών ιδεών, έχει καταγοητεύσει τους Φλωρεντινούς, οι οποίοι του
ζητούν επίμονα να γράψει αυτά τα οποία διδάσκει, ώστε να αποτελέσουν τη βάση
για τη μελλοντική μελέτη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα που τόσο τους έχει
συνεπάρει. Ο Γεμιστός πείστηκε και αποφάσισε να ικανοποιήσει το αίτημα των
μαθητών του.
Ως είδος λογοτεχνικό, δεν είναι κάτι το νέο για
τη βυζαντινή λογοτεχνία. Μοιάζει στη μορφή με την «Εισαγωγή» του Πορφυρίου, τη «Θεολογικήν
στοιχείωσιν» του Πρόκλου, την «Αμφιλοχίαν»
του Φωτίου και την «Παντοειδή
διδασκαλίαν» του Μ. Ψελλού.
Το έργο (γράφτηκε το 1439), αποτελείται από μία
γενική και σύντομη εισαγωγή και από είκοσι κεφάλαια, κατά τα οποία γίνεται
προσπάθεια απαρίθμησης και ανάπτυξης των διαφορών μεταξύ Πλάτωνα και
Αριστοτέλη, αλλά και παρουσίασης του τελευταίου ως υστερούντα σε όλα. Σκοπός
του φιλοσόφου, είναι να αποδείξει την ανωτερότητα της πλατωνικής φιλοσοφίας και
να χτυπήσει τις βασικότερες θέσεις της φιλοσοφίας του Αριστοτέλους.
Στη μικρή του λοιπόν πραγματεία, εκτός από
μερικά θέματα Αστρονομίας και Λογικής, επί των οποίων κατά τη γνώμη του, ο
Πλάτων είναι πιο κοντά στην αλήθεια από τον Αριστοτέλη, κυρίως μιλάει για τα «είδη», τις ιδέες, τα νοητά υποδείγματα
του αισθητού κόσμου που πολεμά ο Αριστοτέλης. Τα αίτια και ο τρόπος της δημιουργίας
του σύμπαντος, η αθανασία της ψυχής, οι ιδέες δηλαδή που αναπτύσσονται στον
Τιμαίο και στον Χ’ βιβλίο των «Νόμων»
του Πλάτωνα, απασχολούν κυρίως το Βυζαντινό φιλόσοφο.
Η πραγματεία επομένως είναι
στην ουσία μία περίληψη των φιλοσοφικών ενασχολήσεων του φιλοσόφου στην Αυλή
των Μεδίκων. Είναι γραμμένη στα ελληνικά και η πρώτη δημοσιοποίησή της έγινε
στην Βασιλεία το 1574, ενώ τώρα υπάρχει καταχωρημένη από τον Migne στην
Patrologia Graeca, τ. 160, στήλη 889-934 με τίτλο : Γεωργίου του Γεμιστού του
και Πλήθωνος, «Περὶ ὧν Ἀριστοτέλης πρὸς
Πλάτωνα διαφέρεται» ή την λατινική επιγραφή: «Platonicae et Aristotelicae Philosophiae differentia». Στην
εισαγωγή, η οποία αποτελείται από μία παράγραφο (Α, Β), γίνεται λόγος για την
αιτία και την αφορμή της συγγραφής του έργου. Σκοπός του όπως προανέφερα είναι
η παρουσίαση του Πλάτωνα ανώτερου του Αριστοτέλους, γι' αυτό και τα κεφάλαια
που ακολουθούν, δικαιολογούν τον τίτλο και τον σκοπό που τάσσει εδώ.
Στο
κεφάλαιο Α’ (890 - 892), ο Γεμιστός μιλάει για την ιδιότητα του θεού ως
δημιουργού και μέσω της κριτικής, αποδεικνύει την ορθότερη κρίση του Πλάτωνα
έναντι του Αριστοτέλη. Παρουσιάζεται δηλαδή ο Πλάτωνας χριστιανικότερος, αφού ο
Αριστοτέλης νομίζει το παν αιώνιο, άρα δεν δέχεται τη γέννησή του και επομένως
δεν δέχεται ούτε αναγνωρίζει ως δημιουργό αυτού κανέναν.
Στο
κεφάλαιο Β’ (892 - 893), φαίνεται η επίδραση που έχει δεχτεί ο Γεμιστός
από τις εργασίες τις συνόδου, καθώς αντιτίθεται στην ιδέα ότι μπορεί ο θεός να
μερίζεται τονίζοντας ότι είναι «ἄκρως
ἕν». Οι θέσεις αυτές του φιλοσόφου, είναι σύμφωνες με την πλατωνική
φιλοσοφία και εκ διαμέτρου αντίθετες με τις θέσεις του Αριστοτέλη, που δεν
έθετε το θεό υπεράνω όλων, αλλά μοίραζε το σύμπαν σε σφαίρες, αφήνοντας στο Θεό
μια σφαίρα και την κίνησή της.
Στο
κεφάλαιο Γ’ (893-896), αναφέρεται στην ομωνυμία του όντος. Ο Πλήθων
ελέγχει τον Αριστοτέλη λέγοντας ότι δεν είναι σωστό να υποστηρίζει πως το ὄν
είναι ὁμώνυμον. Πιστεύει πως το ὄν είναι η γενικότατη έννοια που τα
περιλαμβάνει όλα και αυτό όχι ὁμώνυμον. Διότι έτσι μπορούμε να αποφύγουμε τις
πολλές αρχές. Το αναφέρει άλλωστε και ο ίδιος ο Αριστοτέλης: “ὀυκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη. Εἷς κοίρανος
ἔστω”.
Στα
κεφάλαιο Δ’ - Ε’(896-897), ο Γεμιστός ελέγχει τον Αριστοτέλη ως αμαθή για τη
θέση του ότι το «καθόλου» είναι κατώτερο «τοῦ
κατὰ μέρους». Αναφέρει ο Γεμιστός: “ἕως
ἄν μὴ τὸ μὲρος τοῦ ὅλου, άλλα τὸ ὅλον τοῦ μὲρους μεῖζον ᾖ”. Το καθόλου
είναι το τέλειο, το κατά μέρος το ατελές. Αποδεικνύει λοιπόν πως “καὶ τέλειον μέν τοι τὸ καθόλου, ἀτελὲς δὲ
τὸ κατὰ μέρος”. Εάν λοιπόν το καθόλου και το μέρος είναι το κατά μέρος,
τότε δεν θα ίσχυε “τὸ μὲν καθόλου τῇ ὕλῃ
ἀνάλογον ἔχειν, τὸ δὲ κατὰ μέρος ἔδει”, όπως ισχυρίζεται ο Αριστοτέλης.
Στο
κεφάλαιο ΣΤ’ (897-300), ελέγχεται η άποψη του Αριστοτέλη ότι «το αισθητό»
ήρθε ή γεννήθηκε πρώτο από την αίσθηση. Ο Πλήθων υποστηρίζει ότι ήρθαν και τα
δύο μαζί, γιατί είναι βέβαιο, ότι τα σχετικά πρέπει και συγχρόνως να υπάρχουν. “Tὰ πρὸς τί τε καὶ σχετικὰ ἀναγκαῖον καὶ
ἅμα εἶναι”.
Στα
κεφάλαιο Ζ’ – Η’(900), αναφέρεται πως και στη λογική λέει ψέματα ο
Αριστοτέλης, όταν υποστηρίζει πως η «ἀπροσδιόριστος
ἀντίφασις» μπορεί να συναληθεύει, καθώς και ότι από «ἀναγκαίαν» και «ὐπάρχουσαν»
βγαίνει αναγκαίο συμπέρασμα, αφού το συμπέρασμα ακολουθεί πάντα την «ἥττω» της αναγκαίας.
Στο
κεφάλαιο Θ’ (900-901), ελέγχεται ο Αριστοτέλης για την άποψη του ότι η
ψυχή είναι ακίνητη, πράγμα σωστό, αν εννοεί την «κατὰ τόπον» κίνηση. Όχι όμως και κάθε κίνηση. «Οὐσίαν», «δύναμιν» και «ἐνέργειαν» διακρίνουν οι Πλατωνικοί
για τη ψυχή. Ο Αριστοτέλης δεν προβαίνει σε καμιά διάκριση, καθώς τονίζει, πως
κάθε νους είναι «κατὰ τὴν οὐσίαν»
ενέργεια. Βέβαια τότε ο ανθρώπινος νους, όταν δεν θα ενεργούσε και δεν θα
υπήρχε, θα χανότανε. Και θα ξαναγεννιότανε όταν θα ενεργούσε. Γι’ αυτό και ο
Γεμιστός αναφέρει: “Ἀλλὰ τοῦτο μὲν δῆλός
ἐστιν Ἀριστοτέλης λίαν ἀπερισκέπτως εἰρηκώς”.
Στο
κεφάλαιο Ι’ (901), ο Πλήθων κατηγορεί τη θεωρία του Αριστοτέλη, ότι ο
ανθρώπινος νους είναι αρχαιότερος του σώματος. Ενώ παραδέχεται ο Αριστοτέλης
πως ο νους είναι πιο παλιός από το σώμα, κοροϊδεύει εκείνους που υποστηρίζουν
πως η γνώση είναι ανάμνηση. Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται «φαύλως καὶ ἀσυμφώνως αὐτὸς ἑαυτῷ» αφού αν ο νους υπήρχε από
προηγουμένως, τότε και γνώριζε και θα καταλάβαινε. Αν λοιπόν καθώς μπαίνει στο
σώμα τα λησμονά και κατόπιν πάλι ξαναμαθαίνει αυτά που ήξερε, τότε πως δεν τα
ξαναθυμάται;
Στα
κεφάλαια ΙΑ’ – ΙΒ’ (901-904), ο Γεμιστός αναφέρει πως ο Αριστοτέλης στις «ηθικές του πραγματείες» δεν κάνει καθόλου
λόγο για την ψυχή και πως είναι αθάνατη, όπως κάνει σε άλλα του βιβλία (μετά τα
φυσικά). Ακόμα, δεν αναφέρει πως μετά το θάνατο θα υπάρξει ανταπόδοση. Ο
Γεμιστός αντίθετα, σύμφωνος με την Πλατωνική φιλοσοφία, πιστεύει στην αθανασία
της ψυχής και στην ανταπόδοση των πράξεων της στη ζωή. Όσο για την αξία των
ηθικών πράξεων, ρίχνει το βάρος στο ποιόν όπως άλλωστε και ο Πλάτωνας. Ο
Αριστοτέλης αντίθετα, λέγοντας ότι η αρετή είναι «μεσότης», ρίχνει το βάρος της αξίας των ηθικών πράξεων στο ποσό.
Στο κεφάλαιο ΙΓ’ (905-907),
αναφέρεται ότι το ποιόν είναι το ύψιστο αγαθό της ζωής. Ο Γεμιστός κατηγορεί
τον Αριστοτέλη ότι αντί του «καλού», θέτει ως σκοπό του βίου του τη θεωρητική
ηδονή, μη διαφέροντας από τον Επίκουρο που θεωρεί ως ύψιστο αγαθό τη ψυχική ηδονή.
Σημειώνει ο Γεμιστός, πως εάν η θεωρητική τουλάχιστον ηδονή είναι αγαθό, η
πράξη του «θεωρεῖν», θα ήταν αγαθό
απλώς είτε η ηδονή την ακολουθεί είτε όχι. Εάν το «θεωρεῖν καθόσον ἡδυ» είναι αγαθό, η ηδονή πάλι θα ήταν απλώς αγαθό
είτε συνέβαινε να το θεωρούμε είτε να κάνουμε κάτι άλλο.
Στα
κεφάλαιο ΙΔ’ - ΙΕ’ (908-909), κατηγορείται ο Αριστοτέλης για την επινόηση του
πέμπτου στοιχείου, του αιθέρα, με σκοπό να του αποδώσει την ιδιότητα του
άφθαρτου. Κατά τον Πλάτωνα και τους άλλους σοφούς, τέσσερα είναι τα σώματα του
ουρανού. Η φωτιά, ο αέρας, το νερό και η γη. Τα τέσσερα αυτά σώματα «κατά μέρη»
φθείρονται. Δεν ήταν λοιπόν ανάγκη ο Αριστοτέλης να επινοήσει και πέμπτο
στοιχείο και μάλιστα με την ιδιότητα του άφθαρτου, αφού ό,τι είναι άφθαρτο,
έχει την αφθαρσία λόγω της υπάρξεως της ψυχής.
Ο Αριστοτέλης ελέγχεται και ως
παραλογιζόμενος όταν υπολογίζει τα άστρα ως ζώα. “Γελοῖος δ’ ἐστὶ καὶ ζῶα μὲν τιθέμενος τὰ ἄστρα” και καταλήγει ο
Γεμιστός: “«αὐτὰ καθ’ ἑαυτὰ» εἶναι
ἀκίνητα «ὑπὸ σφαιρῶν μόνον ἀνελιττόμενα”. Τι είδους όμως ψυχή να έχουν τα
άστρα, αν στην αιωνιότητα μένουν ακίνητα, αναρωτιέται ο Γεμιστός. Και
καταλήγει: “όχι βεβαίως «τὴν ὀστρεώδη»”.
Στο
κεφάλαιο ΙΣΤ’ (909), ελέγχεται ο Αριστοτέλης για τις απόψεις του σχετικά
με την θερμότητα του ήλιου. Η θερμότητα του ήλιου, δεν είναι από την κίνηση του
και την τριβή με τον αιθέρα, όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης, αλλά είναι φυσική
σ’ αυτόν. Μπορεί βέβαια ο ήλιος να κινείται πιο γρήγορα από το φεγγάρι, αλλά
καθώς αυτό είναι πιο κοντά σε εμάς, η απόσταση θα έπρεπε να εξουδετερώνει τη
διαφορά της ταχύτητας.
Στα
κεφάλαια ΙΖ’ – ΙΗ’ – ΙΘ’ (909-916), ο Γεμιστός ως Πλατωνικός
φιλόσοφος, αντικρούει την άποψη του Αριστοτέλη “ἄτοπον τὸ μὴ οἴεσθαι ἕνεκα τοῦ τι γίνεσθαι, ἄν μὴ ἴδωσι τὸ ποιοῦν
βουλευσάμενον” με την οποία ζητάει ανεξαρτησία σκέψεως έναντι του Θεού.
Επισημαίνει ο Γεμιστός: “Εἰ δέ τι καὶ ἐν
τῇ τέχνῃ φαίνηται οὐ βουλευόμενον οἷον ὄργανον, ἤ τις διάκονος, ἀλλ’ οὐκ ἐν
ἐκείνῳ ἡ τέχνη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἀρχιτέκτονι”. Δέχεται επομένως την ύπαρξη του
Θεού και επεκτείνεται και στη φύση στην οποία δεν υπάρχει τίποτα το μη λογικό.
Τι είναι όμως η φύση, παρά ο ίδιος ο θεός.
Ο Πλάτωνας διακρίνει μάλιστα
και δύο τέχνες σε σχέση με τον Αριστοτέλη. Τη Θεία τέχνη, που με την ενέργεια
του Θείου νου δημιουργεί τη φύση και την ανθρώπινη τέχνη, που με τον ανθρώπινο
νου, «τα τεχνητά». Με την άποψη αυτή
του Πλάτωνα συντάσσεται και ο Πίνδαρος. “
Ἄριστα δὲ καὶ Πίνδαρος εἰπεῖν ἔδοξεν, ἀριστοτέχναν τὸν θεὸν προσειπών”.
Ο Γεμιστός ανασκευάζει και την
θεωρία του Αριστοτέλη, πως υπάρχουν και πράγματα τα οποία γίνονται άνευ αιτίας.
Υποστηρίζει ότι τίποτα δεν γίνεται άνευ αιτίας. Θεωρεί πως ο Αριστοτέλης
νεωτερίζοντας, κάνει τους ανθρώπους να αλλάξουν τη γνώμη που έχουν ότι όλων των
πραγμάτων «Αυτός είναι αίτιος», αν δεν βλέπουν κάποια άλλη προφανή αιτία. Ο
ίδιος ο Αριστοτέλης άλλωστε, υποστηρίζει πως τίποτα δεν πηγαίνει από μια
κατάσταση στην άλλη αν δεν το κινήσει μια άλλη ενέργεια. Έτσι όμως
αποδεικνύεται πως τίποτα δεν γίνεται χωρίς αιτία. Αλλά και ούτε παραδέχεται ο
Αριστοτέλης την κίνηση «διττήν και
ὁμώνυμον», ώστε να την ξεχωρίσει όπως ο Πλάτωνας σε «δραστικήν » και «κινητικήν»,
δηλαδή στην ενέργεια αυτού που κινεί και σε «παθητική» σχετική μ’ αυτό που
κινείται.
Στο
κεφάλαιο Κ’ (916-929), το οποίο είναι το τελευταίο της πραγματείας του
Γεμιστού και καταλαμβάνει τα δύο πέμπτα αυτής, υπάρχει πλήθος φιλοσοφικών ιδεών
και θεωρείται από σχεδόν όλους τους μελετητές πολύ σπουδαίο. Όχι μόνο για τις
ατομικές ιδέες τις οποίες αναφέρει, αλλά και για το θέμα το οποίο
πραγματεύεται.
Στην αρχή του κεφαλαίου, προφανώς
για να μην παρεξηγηθεί, τονίζει ότι αν χτυπά τον Αριστοτέλη το κάνει επειδή
θεωρεί πως λέει ψέματα και όχι επειδή παραδέχεται πλήρως τα όσα διδάσκει ο
Πλάτωνας. Στο κεφάλαιο Κ’ λοιπόν, ο Γεμιστός ομιλεί και για τη θεωρία των ιδεών
ή «εἰδῶν» όπως τα λέει.
Θεωρεί ότι ο Αριστοτέλης λέει
ψέματα, όταν αναφέρει πως οι μετά τον Σωκράτη φιλόσοφοι, άρχισαν πρώτοι να
μιλούν περί «τῶν εἰδῶν». Η
διδασκαλία «τῶν εἰδῶν», είναι πιο
παλιά από τον Πλάτωνα, αναφέρει ο Γεμιστός, αφού οι Πυθαγόρειοι διδάσκουν ότι ο
ουρανός μας είναι εικόνα ενός νοητού παραδείγματος, του ιδανικού ή ειδικού
κόσμου. Τα «εἴδη» αυτά, δεν είναι
συνώνυμα με τα πράγματα αλλά ομώνυμα.
Οι νεοπλατωνικοί, υποστηρίζουν
ότι υπάρχουν «εἴδη» (ιδέες), γιατί η
ψυχή μας, έχει μέσα της την ικανότητα “ἀναλαμβάνουσαν
ἔς γε ἐπιστήμην τοὺς τοῖς αἰσθητοῖς λόγους, ἀκριβέστερον αὐτοὺς ἔχοντας καὶ
τελειώτερον ἐν ἑαυτῇ ἰσχύν, ἢ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς ἔχουσι”. Αυτή όμως την
ικανότητα, δεν την έχει ούτε από τα αισθητά, αλλά ούτε και από τον εαυτό της.
Έχει κληροδοτηθεί από κάποια άλλη φύση πολύ ανώτερη και τελειότερη. Στη
συνέχεια, προσπαθεί ο Γεμιστός, να αναιρέσει τα επιχειρήματα που παρατάσσει
εναντίον αυτής της άποψης ο Αριστοτέλης.
Ακόμα στο κεφάλαιο Κ’, ο
Γεμιστός απαντάει στις επιθέσεις των οπαδών του Αριστοτέλη και στις κατηγορίες
αυτών, κατά των ιδεών. Κατηγορεί τον Αριστοτέλη ως αμαθή, κυρίως γιατί δεν
παράγει όλα τα πράγματα από το θεό.
Στο τέλος της πραγματείας του,
επιτίθεται κατά της αυθαιρεσίας της φιλοσοφικής σκέψεως του Αριστοτέλη και της
αλαζονείας του στη διατύπωση των συμπερασμάτων του. ’’Ἀριστοτέλης δὲ πᾶσιν ἐναντιούμενος καὶ πάντας κολούων και οὐδ’ ἂν τῶν
τισι τῶν πρότερον εἰρημένων κεχρημένος εἴη ἔνδηλός ἐστι κἂν τούτοις οὐ πάνυ
βουλμενος φανερὸς εἶναι ἑτέροις εἰρημένος χρώμενος, πάνυ σοφιστικὸν τοῦτο ποιῶν
καὶ φιλοσόφου τρόπου ἀλλοτριώτατον, οἷον καὶ ἐκεῖνο αὐτοῦ τὸ ἐπὶ τελευτῇ τῶν
λογικῶν αὐχοῦντός τε ὡς τὸ πᾶν αὐτοῦ εἴη τῆς μεθόδου ταύτης καὶ ἐπάγοντος, ὡς
ταύτης τῆς μεθόδου οὐ τὸ μὲν ἦν, τὸ δ' οὐκ ἦν, ἀλλὰ παντελῶς οὐκ ἦν”. Και
κλείνει το κεφάλαιο λέγοντας: “τί οὖν ἄν
φαίη τις; οὐκ ἄξια τὰ Ἀριστοτέλους βιβλία μετιέναι; Καὶ πάνυ, τῶν γε ἐν αὐτοῖς
χρησίμων ἕνεκα, εἰδότας μέντοι ὡς συχνὰ αὐτοῖς καὶ φαῦλα ἐγκαταμέμικται”.
Όπως εύκολα μπορεί να
αντιληφθεί κανείς, σκοπός και στόχος του Γεμιστού, ήταν να δώσει στους μαθητές
του στη Φλωρεντία, ένα σύντομο και εύχρηστο εγχειρίδιο σχετικό με τα θέματα των
διδασκαλιών του και με τα σπουδαιότερα σημεία, στα οποία ο Αριστοτέλης ήταν
κατώτερος του Πλάτωνα. Προωθήθηκαν έτσι οι πλατωνικές σπουδές στη δύση και καταδικάστηκε
ταυτόχρονα και ο Αριστοτέλης.
Το αποτέλεσμα όμως της
πραγματείας του αυτής, ήταν να χωριστούν οι Έλληνες σε δύο αντίπαλα και
αντιμαχόμενα στρατόπεδα, τους πλατωνικούς και τους αριστοτελικούς. Η μεταξύ
τους έριδα, θα ζημιώσει τους Έλληνες στους ξένους, αλλά θα γίνει συγχρόνως
δέκτης για την μετάδοση της μελέτης του Πλάτωνα.
Η επίδραση του έργου του
Γεμιστού, ήταν μεγάλη τόσο για την δημιουργία της Πλατωνικής Ακαδημίας της
Φλωρεντίας, όσο και για την εκδήλωση της ίδιας της Αναγεννήσεως. Δόγματα καταρρίπτονται
και συνειδήσεις κλονίζονται. Η διδασκαλία του Σταγειρίτου ανατρέπεται και το
έργο του Γεμιστού, θα προκαλέσει αληθινή επανάσταση στη φιλοσοφική σκέψη της
δύσης. Είναι το εισιτήριο για την ανάπτυξη των πλατωνικών σπουδών στη δύση.
*εκ της μεταπτυχιακής διατριβής
του με τίτλον
«Οι πολιτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις του Γεώργιου
Γεμιστού Πλήθωνα πριν και μετά τη σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας» (2012)
GRI-2012-8829
Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Φιλοσοφική
Σχολή,
Τμήμα
Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου