Οι αντιδράσεις προς την ίδρυση του Ανωτέρου Δημοτικού Παρθεναγωγείου Βόλου



επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-
-μεταπτυχιακού εφηρμοσμένης
παιδαγωγικής παν/μίου Αθηνών





Η απήχηση της ίδρυσης του Α.Δ.Π. στο κοινό του Βόλου ήταν μεγάλη· όχι όμως ομόφωνη, ούτε πάντα θετική. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Σαράτση ότι «ιδρύθη το Ανώτερον Παρθεναγωγείον υπό τα χειροκροτήματα του Δημοτικού Συμβουλίου, παμψηφεί εγκρίναντος τας γνώμας μου»1, πρέπει να επισημάννουμε τις από την αρχή αντιρρήσεις ορισμένων δημοτικών συμβούλων.
Ο πρώτος που φαίνεται να αντιδρά είναι ο Σπ. Μουσούρης, δικηγόρος και ένας από τους πιο δυναμικούς κοινωνικούς παράγοντες του Βόλου, ο πρώτος που αποπειράθηκε να δημιουργήσει Εργατικό Κέντρο στην πόλη. Ο Μουσούρης σύμφωνα με τα Πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου, είναι ο πρώτος που επίμονα «αντιφρονεί» προς τις προτάσεις του Σαράτση, όταν εκείνος εισηγείται την ίδρυση του Α.Δ.Π.- τόσο κατά τη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου, οπότε εκφράζει τις επιφυλάξεις του, επειδή θεωρεί δυσχερή τη σύσταση της σχολής, όσο και κατά τη συνεδρίαση της 24ης Σεπτεμβρίου, οπότε (μαζί με τον Π. Αποστολίδη) αντιδρά και προτείνει την αναβολή της σύστασης του Σχολείου για ένα χρόνο2. Η στάση αυτή του Μουσούρη είναι δυσεξήγητη. Δεν ήταν εχθρός της προόδου. Τον ίδιο καιρό (Νοέμβριος 1908) συνεργάζεται στη σύνταξη του καταστατικού του Εργατικού Κέντρου του Βόλου και συμβάλλει στη δημιουργία του (όπως στο οικείο κεφάλαιο εκτίθεται). Οι σοσιαλιστικές ιδέες του και οι φιλολαϊκές ενέργειές του δεν επιτρέπουν να τον περιλάβουμε στους εχθρούς του Α.Δ.Π. Άλλωστε συμμετείχε —ως το θάνατο του, το καλοκαίρι του 1909— στην πενταμελή Εφορεία του
Σχολείου. Η τοποθέτηση του Μουσούρη απέναντι στο συγκεκριμένο θέμα οδηγεί στη συζήτηση των σχέσεων της «προοδευτικής» ιδεολογίας με τις εκπαιδευτικές «αλλαγές» και την αποκάλυψη της ταυτότητας των «εχθρών» των μεταρρυθμίσεων. Η λύση του προβλήματος αυτού αποτελεί στόχο ευρύτερο των προθέσεων της παρούσας μελέτης.
Αντίθετα η στάση του Περ. Αποστολίδη, δημοτικού συμβούλου και σημαντικού επίσης κοινωνικού στελέχους της βολιώτικης κοινωνίας, είναι σταθερά αρνητική από την αρχή. Είναι από εκείνους που ήδη στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1907 διαφωνεί με την κατάργηση (παρά τη διαπιστωμένη αποτυχία) των ανωτέρων τάξεων του 1ου δημοτικού σχολείου θηλέων του Βόλου. Διαφωνεί επίσης με τις προτάσεις Σαράτση, στη συνεδρίαση της 8ης Σεπτεμβρίου 1908, και είναι εκείνος που στην επόμενη συνεδρίαση, της 29ης Σεπτεμβρίου, θα πει: «δεν επιτρέπεται να διευθύνη Σχολήν θηλέων άρρην διευθυντής» (!) και θα προβλέψει ότι «λίαν ταχέως και αφεύκτως θα ναυαγήση η Σχολή». Ο ίδιος πάλι στη συνεδρίαση της 20ής Οκτωβρίου 1908, όταν πια έχουν αρχίσει τα μαθήματα, θα ζητήσει, πριν συζητηθούν τα θέματα της ημερησίας διατάξεως, «να προσαχθούν το πρόγραμμα των μαθημάτων και αι ώραι διδασκαλίας» του Σχολείου, επιδιώκοντας βέβαια τον έλεγχο και την κατάκριση τους. Είναι ο μόνος άλλωστε από τους τοπικούς «άρχοντες», που αρνιέται, τους πρώτους μήνες λειτουργίας του Σχολείου, να επισκεφτεί και να διαπιστώσει επί τόπου τη μέθοδο και τον τρόπο διδασκαλίας του Δελμούζου. Ακόμη πρέπει να σημειώσουμε ότι και κατά την εποχή του Διωγμού ο ίδιος, ως δημοτικός σύμβουλος πάλι, θα πρωτοστατήσει στην καταδίκη του Σχολείου. Αλλά και γι' αυτό θα επανέλθουμε. Πρέπει όμως να επισημάνουμε από τώρα την αντίδραση και την εχθρότητα του προσώπου αυτού, οι απόψεις του οποίου μεταφέρονται στις σελίδες του Κήρυκος.

1.     Τα επιχειρήματα του «Κήρυκος»

Στο σημείο αυτό προβάλλει η άλλη πηγή αντιδράσεων απέναντι στην ίδρυση του Α.Δ.Π., η αρθρογραφία του Δημοσθ. Κούρτοβικ στην εφημερίδα του Κήρυξ. Ο Δ. Σαράτσης βεβαίωνε ότι «η σύστασις ενταύθα της Σχολής εγένετο υπό της κοινωνίας ενθουσιωδώς δεκτή», αλλά ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτής επηρεαζόταν από την εφημερίδα του Κούρτοβικ, που από την αρχή άσκησε έντονη κριτική κι έδωσε μαχητικό τόνο εναντίον των θέσεων, των στόχων και των προθέσεων των ιδρυτών του Α.Δ.Π.
Η αντίδραση του Κήρυκος συνοψίζεται στα ακόλουθα σταχυολογημένα αποσπάσματα της αρθρογραφίας του: «...Κατά τί έχει να εξυπηρετηθή η πόλις αν τα κορίτσια των τραπεζιτών[...] λαμβάνουν ετήσιαν υποτροφίαν από τον Δήμον διά να τελειοποιηθούν εις τον χορόν και τα γαλλικά και το πιάνο; [...] Τριάκοντα πλούσιοι ήθελαν να σπουδάσουν τα κορίτσια των [...] και αυτοί οι τριάκοντα έξυπνοι αριστοκράται ευρήκαν εικοσιπέντε χιλιάδες φτωχούς κουτοκράτες, διά να πληρώνουν τα δίδακτρα των δεσποινίδων των!...». «Διά να δημιουργήσετε το κονδύλι των 6 χιλιάδων του Δήμου, καταργείτε φωτοσβεστικώς τας ανωτέρας τάξεις του Δημοτικού Παρθεναγωγείου; δεν φοβείσθε τον Θεόν;...». «...Εάν η πόλις ησθάνετο την ανάγκην να παρέχη παιδαγωγικήν μόρφωσιν εις τας νεάνιδας της πόλεως, ας ιδρύετο ενταύθα παράρτημα του Αρσακείου[...] ας γείνη τούτο ως ιδιωτική επιχείρησις [...] Το περίεργον λοιπόν αυτό τέρας, το οποίον δεν έχει υπόστασιν, ούτε έξήγησιν...». «...Τα πρώτα βήματα του περιέργου αυτού εκπαιδευτικού δημιουργήματος το οποίον εξεξεφύτρωσεν εν τω Βόλω, απέδειξαν ότι ή απόπειρα αύτη έχει σκοπούς μαλλιαρωσύνης...».
Από την άλλη μεριά οι επίσης καθημερινές εφημερίδες του Βόλου Θεσσαλία και Πρόμαχος τηρούν στο ίδιο διάστημα μια στάση επιφυλακτική, που διακόπτεται για να σημειώσουν κάποια παρατήρηση εναντίον του άσπονδου ανταγωνιστή τους, του Κήρυκος, και κάποτε να εκδηλώσουν την ευμένειά τους υπέρ του Σχολείου. Γράφει, λ.χ., η Θεσσαλία', «...υπάρχουν πολλοί εκφραζόμενοι διστακτικώς περί της ευδοκιμήσεως του Αν. Παρθεναγωγείου, του οποίου τα μαθήματα άρχονται κατ' αυτάς. Ημείς δεν ανήκομεν εις αυτούς. Ο αριθμός των 40 μαθητριών εγγραφεισών εις την α' τάξιν —την και μόνην δι' εφέτος— είναι λίαν ενθαρρυντικός διά το μέλλον του καθιδρύματος, καταδεικνύει
δε ότι υπάρχει δίψα μαθήσεως και ότι ή σύστασις του έργου ανταπεκρίνετο προς ανάγκην μορφωτικήν. Δι' αυτό και ευχόμεθα και την προκοπήν του...».
Και ο Πρόμαχος σημειώνει: «...Πολύ άδικος και παράλογος μας φαίνεται ο πόλεμος τον όποιον εκήρυξε μία συνάδελφος κατ' αυτάς εναντίον του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου [...] Οι πλούσιοι συμπολίται μας δεν εμαζεύθησαν διά να ζητήσουν τα έξοδα της εκπαιδεύσεως των παιδιών των από τους πτωχούς, ούτε ελήφθησαν καν υπ' όψει. Διότι τα κορίτσια τα οποία σήμερον φοιτούν εις το Ανώτερον Παρθεναγωγείον ανήκουν εις γονείς επιστήμονας, μπακάληδες, υπαλλήλους, έμπορους, οι οποίοι όλοι
είναι βιοπαλαισταί και έχουν τόσα εκατομμύρια όσα και ημείς οι δημοσιογράφοι [...] Το Δημοτικό Συμβούλιον διά να προλάβη τα μειονεκτήματα επροτίμησε να συστήση το Α.Π. με ίδιον διευθυντήν και εφορείαν, η οποία είναι υπεύθυνος απέναντι και του Δήμου και της κοινωνίας [...] Ούτε είναι αληθές ότι διδάσκεται εις το Α.Π. πιάνο και χορός: όλα αυτά τα εδημιούργησε ανεξετάστως η δημοκοπία [...] Είναι δε μέγα ευτύχημα ότι η πραγματοποίησις τόσον υψηλού ιδεώδους, το οποίον είχεν ο Δήμος Παγασών, ανετέθη εις άνδρα υπέροχου μορφώσεως...».
Η αντιπαράθεση των δημοσιευμάτων αποδεικνύει, πιστεύουμε, τις διαμετρικά αντίθετες αντιλήψεις των εκφραστών της κοινής γνώμης απέναντι του καινοφανούς σχολείου. Αποδεικνύεται επίσης ότι οι αντιρρήσεις των δημοτικών συμβούλων, που προηγουμένως αναφέρθηκαν, μεταφέρονται αυτούσιες στις στήλες του Κήρυκος, ενώ αντίθετα οι δύο άλλες εφημερίδες τηρούν (και εκφράζουν) την μετριοπαθή αντίληψη των υποστηρικτών του βαλλόμενου Σχολείου.
Αξίζει να επιμείνουμε στην ανάλυση των αιτιάσεων του Κήρυκος, επειδή η εφημερίδα αυτή αντιπροσώπευε τη μεγαλύτερη ίσως μερίδα της κοινής γνώμης του Βόλου, που δε διέγνωσε ή που είχε λόγους να μην καταλάβει τη σημασία της παρουσίας του νέου σχολείου στην πόλη. Η μερίδα αυτή των βολιωτών, την οποία εξέφραζε ο Κούρτοβικ, παρέμεινε έρμαιο του παραδοσιακού τρόπου ζωής μέσα στη διαρκώς μεταβαλλόμενη κοινωνική πραγματικότητα της εποχής. Αν μπορούμε να γενικεύσουμε την κρίση μας, στην πλειοψηφία της βολιώτικης κοινωνίας αναγνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής κοινωνίας, δηλαδή
τον εφησυχασμό, το συντηρητισμό και την αντίδραση απέναντι σε κάθε καινούριο θεσμό και ιδέα. Η μετέπειτα εξέλιξη των γεγονότων μας δίνει το δικαίωμα εξαγωγής κάποιων συμπερασμάτων.
Η αρθρογραφία του Κήρυκος, κατά τους δύο πρώτους μήνες λειτουργίας του Α.Δ.Π., συμπυκνώνει και εκφράζει καλύτερα από κάθε τι τη διάσταση αντιλήψεων μεταξύ της «παλαιάς» παραδοσιακής και ιδεολογικά «δυσκίνητης» κοινωνίας και της «νέας» αστικής και, κατά τεκμήριο, «προοδευτικής» τάξης, που δεν είναι άσχετη με την πάλη που διεξάγεται στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Η κλίμακα των κατηγοριών και των αντιδράσεων ξεκινάει από το ασφαλές προπύργιο της κοινωνικής διαφοροποίησης. Το Σχολείο χαρακτηρίζεται επανειλημμένα «αριστοκρατικόν παρθεναγωγείον» και «σχολείον δι' αριστοκράτας», όπου συμβαίνει η «εκμετάλλευσις των ιερών πόρων του Δήμου χάριν των ολίγων εξύπνων» και όπου «τριάκοντα πλούσιοι ήθελαν να σπουδάσουν τα κορίτσια των [...] και [...] ευρήκαν εικοσιπέντε χιλιάδες φτωχούς [...] διά να πληρώνουν τα δίδακτρα»1. «Το "ίδρυμα της κλίκας" δηλαδή ή "αριστοκρατική των σχολή περιλαμβάνει 28 θυγατέρας προνομιούχων και 8 μόνον βιοπαλαιστών", όπου τα κορίτσια των τραπεζιτών και των τοκιστών λαμβάνουν ετησίαν υποτροφίαν από τον Δήμον». Και για να μη μένει αμφιβολία, ο αρθρογράφος βάζει στο στόμα των ιδρυτών του Α.Δ.Π. την
αντίρρηση: «δεν τα εδιώξαμεν τα κορίτσια του λαού, αυτά δεν προσήλθον ! Δι' αυτό ενεγράψαμεν εξ (6) κορίτσια πτωχών οικογενειών και τριάκοντα (30) κορίτσια πλουσίων!». Επομένως συμπεραίνει ο Κήρυξ: «[Τούτο] είνε διαίρεσις της πόλεως εις αριστοκράτας και πληβείους !».
Η «φιλόπτωχη» και «φιλολαϊκή» έξαρση του Κήρυκος είναι σταθερά θεμελιωμένη πάνω στην αντίληψη πως, αν καταδείξουμε ότι το σχολείο είναι δημιούργημα μιας μόνο τάξης, τότε είναι εύκολο να ξεσηκώσουμε εναντίον της όλες τις άλλες· εξάλλου η εφημερίδα στον υπότιτλο της έχει έμβλημα: «όργανον της λαϊκής κυριαρχίας»! Ναι, αλλά μήπως η εφημερίδα δεν αποτελεί όργανο εξυπηρέτησης συμφερόντων μιας τάξης, και μάλιστα αυτής που αντιτίθεται στα ωφελήματα που θα είχε η πόλη από τη λειτουργία του Σχολείου; Ο «λαϊκισμός» του Κήρυκος δεν ανταποκρίνεται στα αιτήματα της λαϊκής τάξης, ούτε εκφράζει απόψεις
των αδικημένων μαζών" δε ζητά «λαϊκό» σχολείο, αλλά επιμένει —όπως θα δούμε παρακάτω— στη διαιώνιση της παραδοσιακής αγωγής, που πρόσφεραν ιδρύματα αδικαίωτα και αποτυχημένα. Βεβαίως έχει δίκιο, όταν υπενθυμίζει την επαγγελματική προέλευση των γονιών των μαθητριών της πρώτης τάξης. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είναι οικονομικά ευκατάστατοι" ανήκουν στη μεσοαστική, κατά κανόνα, τάξη. Κανένας τους όμως δεν ανήκει στους μεγαλοαστούς, στους πολιτικά κρατούντες. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι δεν είχαν ανάγκη να καταφεύγουν σε σχολεία, για να μορφώσουν τα κορίτσια τους. Η «κατ' οίκον» διδασκαλία με ξένες δασκάλες και γκουβερνάντες αποτελούσε δικό τους προνόμιο...
Δεύτερο επιχείρημα του Κήρυκος εναντίον του Α.Δ.Π. είναι ότι η δημιουργία του έκανε περιττή τη λειτουργία της ήδη αποτυχημένης, όπως διαπιστώθηκε, προσπάθειας να παρέχεται «ανώτερη» μόρφωση με τις πρόσθετες τάξεις του 1ου δημοτικού σχολείου θηλέων. Σημειώνει ο αρθρογράφος της εφημερίδας: «...Καταργείτε φωτοσβεστικώς τας ανωτέρας τάξεις του Δημοτικού Παρθεναγωγείου...»1 και αλλού: «...Εάν ο Δήμος φρονεί ότι ή παρεχομένη υπ' αυτού εκπαίδευσις δεν φθάνει μέχρι ποθητού τινός σημείου, ας ύψωνε την κλίμακα του προγράμματος των Δημοτικών του σχολείων...». Και για να μην αποδειχτεί μάταιη η πρότασή του —αφού ήταν σ' όλους φανερό το πόσο απέτυχε η απόπειρα εκείνη— αποφαίνεται στη συνέχεια: «Υπάρχει ανεγνωρισμένη ως ανωτέρα σχολή το Αρσάκειον»- επομένως: «ας ιδρύετο ενταύθα παράρτημα του Αρσακείου».
Η επιμονή του Κήρυκος στη συντήρηση μορφών διδασκαλίας που διαιώνιζαν την πατροπαράδοτη μέθοδο της προσκόλλησης στην αυθεντία του δασκάλου και την αρχαιολατρία (γιατί ακριβώς αυτή τη νοοτροπία συντηρούσαν τα δύο εκπαιδευτήρια που επικαλείται), αποδεικνύει τη δυσπροσαρμοστικότητα, όσων αντιπροσωπεύει, στις νέες μεθόδους και την αντίληψη διδασκαλίας, που είχε ήδη ανακοινωθεί ότι θα εφάρμοζε το Α.Δ.Π. Πίσω από τις μεθόδους και το σύστημα, που ο Κήρυξ θεωρεί επωφελέστερα, κρύβονται τα πρόσωπα που ενσαρκώνουν το σύστημα. Το διδακτικό προσωπικό των πρόσθετων τάξεων του 1ου Δημοτικού σχολείου θηλέων (ή του μελλοντικού παραρτήματος του Αρσακείου), με την κατάργησή τους, έχανε τα κεκτημένα οικονομικά δικαιώματα, που ήδη απολάμβανε ως πρόσθετη αμοιβή. Επομένως παρουσιάζεται εξαιτίας της λειτουργίας του Α.Δ.Π. μια σύγκρουση καθαρά υλικών συμφερόντων ανάμεσα στους ήδη απασχολούμενους στις «ανώτερες» τάξεις του Δημοτικού δασκάλους και καθηγητές και στους άλλους (διαφορετικούς), που προσέλαβε το Α.Δ.Π. Οι αμφισβητήσεις και οι αντιπροτάσεις του Κήρυκος υποδηλώνουν τη δυσαρέσκεια των πρώτων έναντι των κερδών των νέων. Δεν πρέπει να λησμονηθεί ότι την εποχή εκείνη και στο Βόλο η πρόσθετη απασχόληση του διδακτικού προσωπικού (στην περίπτωσή μας οι διδάσκοντες στις πρόσθετες «ανώτερες» τάξεις —όπως άλλωστε και στο Α.Δ.Π.) εξυπάκουε ξεχωριστή αμοιβή, επιπλέον του μισθού για όσους παράλληλα υπηρετούσαν σε δημόσια σχολεία της πόλης.
Τρίτη σειρά επιχειρημάτων του Κήρυκος αποτελούν οι αιτιάσεις εναντίον του νέου σχολείου ως προς το φορέα που το ίδρυσε, και το πρόγραμμα που θα εφάρμοζε: «Ποίον πρόγραμμα θά διδάξουν εκεί;». «Πού είναι ή νομιμοποίησίς του;» ρωτούσε ο Δ. Κούρτοβικ. Και σαν να είναι βέβαιος ο αρθρογράφος ότι η λειτουργία του Σχολείου αποτελεί δυστύχημα για την πόλη, αποφαίνεται: « Η ίδρυσις νέου εκπαιδευτικού συστήματος προ παντός διά τας Ελληνίδας δεν είναι έργον του πρώτου πειραματιστου» γιατί βέβαια πρόκειται για ένα «πείραμα εκτελούμενον υπό ανθρώπων εντελώς άναρμοδίων». Και αφού συμβαίνουν όλα αυτά, καλύτερα «ας γίνη τούτο ως ιδιωτική επιχείρησις» . Ας προσεχτεί και η παρακάτω αποστροφή του Κήρυκος: «και αν έτι συγχωρήσωμεν την παράνομον γέννησίν του [του Α.Δ.Π.], πώς θα επιτρέψωμεν λοιπόν την παράνομον λειτουργίαν του;».
Αμφισβητείται λοιπόν από τον αρθρογράφο του Κήρυκος η ίδια η υπόσταση του νέου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Πρώτα απ' όλα η νομιμότητα της ίδρυσής του και της λειτουργίας του. Αλλά τούτο είναι αυταπόδεικτο" το δημοτικό συμβούλιο Παγασών αποφάσισε την ίδρυση του Σχολείου και επιχορήγησε μάλιστα με τα μισά έξοδα τη λειτουργία του, ορίζοντας πενταμελή Εφορεία (με επικεφαλής τον ίδιο το δήμαρχο) αρμόδια και υπεύθυνη για κάθε λεπτομέρεια. Το πρόγραμμα εξάλλου των μαθημάτων του νέου σχολείου καταρτίστηκε σε συνεργασία από τα μέλη της Εφορείας και το διευθυντή του Παρθεναγωγείου, με βάση τις λεπτομέρειες των προτάσεων της Έκθεσης Σαράτση. Το ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα της πρώτης τάξης του Σχολείου ανακοινώθηκε προς τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου από το Σαράτση και δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες στις 20.9.1908. Οι καινοτομίες αυτού του προγράμματος, προς τις οποίες δε συμφωνούσαν πολλοί, δε σήμαινε ανυπαρξία προγράμματος. Για το θέμα της υπουργικής αδείας λειτουργίας του Α.Δ.Π. ο Κήρυξ είχε δίκιο. Σύμφωνα με το νόμο, το Υπουργείο Παιδείας χορηγούσε άδεια λειτουργίας σε ιδιωτικά σχολεία, που ήταν όμως υποχρεωμένα ν' ακολουθούν το επίσημο πρόγραμμα των κρατικών εκπαιδευτηρίων. «Αλλά», λέει ο Σαράτσης, «ημείς είχομεν δηλώσει ότι θα εκαινοτομούμεν εις τούτο εν πολλοίς» και αλλού σημειώνει: «εμείς δεν εζητήσαμεν άδεια ιδρύσεως, μια που δεν είχαμε καμμιά βεβαιότητα πως θα μας την έδιναν. Κι έτσι λειτούργησε το σχολείο χωρίς να είναι γραμμένο στα χαρτιά του Υπουργείου Παιδείας». «Ήτο όμως», συμπληρώνει, «εν γνώγνώσει του Υπουργείου ή λειτουργία του Σχολείου». Είναι πράγματι περίεργο το φαινόμενο να λειτουργεί το Σχολείο χωρίς άδεια λειτουργίας. Δεν είναι αλήθεια όμως ότι δε ζητήθηκε από το Υπουργείο τέτοια άδεια" ζητήθηκε και μάλιστα πολλές φορές, αλλά το Υπουργείο πάντα ανέβαλλε τη χορήγηση της, και τελικά
δε δόθηκε ποτέ, χωρίς αυτό να ανακόψει τη λειτουργία του Σχολείου. Φαίνεται ότι ήταν ένα θέμα τυπικό και όχι ουσιαστικό, αφού και οι σχολές των καθολικών καλογραιών δε λειτούργησαν ποτέ με ανάλογη άδεια του Υπουργείου. Τέλος, για την «αναρμοδιότητα» των φορέων του Α.Δ.Π. και τον πειραματικό χαρακτήρα του διδακτικού έργου μπορούν να μιλήσουν περισσότερο τα πράγματα από τους ανθρώπους, όπως παρακάτω θα φανεί, όταν παρουσιάσουμε και αναλύσουμε το πρόγραμμα, τη μέθοδο διδασκαλίας και τη σχολική ζωή στο Α.Δ.Π.
Οι βαρύτερες όμως κατηγορίες, που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα και περισσότερη έμφαση στα αρθρογραφήματα του Κήρυκος, αφορούν το γλωσσικό ζήτημα, καθώς ο Κούρτοβικ στρέφει τα πυρά του εναντίον των γλωσσικών αντιλήψεων των φορέων της διδασκαλίας στο Α.Δ.Π. Κατηγορώντας και ειρωνευόμενος ο Κούρτοβικ το δημοτικισμό του Σαράτση και; Του Δελμούζου, αποκαλύπτει τις διαστάσεις του μένους του εναντίον του Σχολείου, αλλά και εκφράζει την κοινή αντίληψη για το κίνημα του δημοτικισμού της εποχής του. Την εποχή εκείνη το γλωσσικό πρόβλημα αποτελεί μια έκφραση του κοινωνικού προβληματισμού. Αντίδραση στο δημοτικισμό σήμαινε αντίδραση στο οικοδόμημα της αστικής ιδεολογίας και στα αντίστοιχα κοινωνικά και οικονομικά της στηρίγματα. Αντίδραση στους δημοτικιστές, που εμφανίζονται ως εκπρόσωποι των μεταρρυθμιστικών και εκσυγχρονιστικών τάσεων, σήμαινε αντίδραση στις νέες ιδέες, που εξέφραζαν μια καινούρια αντίληψη για το κράτος και αντιστοιχούσαν σε κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα. Η αντεπίθεση δηλαδή του Κούρτοβικ αποτελεί, κατά την αντίληψή μου μια ακόμη ένδειξη του αγώνα επιβίωσης της παλιάς νοοτροπίας στο επίπεδο των ιδεών και την ισχυρή αμφισβήτηση των νέων (μεταρρυθμιστικών) αντιλήψεων, που τείνουν να επικρατήσουν.
Η ένταση και η συχνότητα των κατηγοριών του Κούρτοβικ εναντίον των γλωσσικών πεποιθήσεων του Δελμούζου δικαιολογεί τη σύμφυρση ιδιοτήτων, που δεν είχε ή που δεν πρόλαβε ν' αποκτήσει η γλωσσική διδασκαλία στο Α.Δ.Π., με πρώτο και άμεσο επακόλουθο την υπερβολή και τη διαστρέβλωση. Διακηρύσσει λοιπόν η εφημερίδα ότι: «...η ενταύθα απόπειρα είναι μία έκφανσις του γενικού αγώνος της αιρέσεως [του δημοτικισμού].
Ό,τι δεν επέτυχεν εις τα σχολεία των αρρένων, διότι εγκαίρως απεκαλύφθη, δυνατόν να παρέλθη απαρατήρητον διά τα θήλεα...».  «...Η απόπειρα αύτη είναι έργον μαλλιαριστών!». «ο νεαρός Μεσσίας ανήκει εις το τάγμα της μαλλιαρωσύνης, είναι δηλαδή της σχολής του Ψυχάρη, μάστορας της γλώσσης !...». «...Ελληνίδες διδαχθείσαι μέχρι τούδε την λογικήν ελληνικήν γλώσσαν, εμπιστευθείσαι προς τελειοποίησιν αυτής εις ένα απόστολον του μαλλιαρικού φρενοκομείου...». «...Εχάθησαν τόσοι παιδαγωγοί και γυμνασιάρχαι ορθόδοξοι και ανεκάλυψαν έναν γλωσσικόν επαναστάτην να στήση την σημαίαν του εν Βώλω;...». «Κατά
παραγγελίαν του διευθυντού αι μαθήτριαι του "πρότυπου" Παρθεναγωγείου συνέταξαν μίαν έκθεσιν [...] εις τας εκθέσεις των έγραψαν "πλευρά". Όχι, λέγει ο καθηγητής των. Τί θα πη "πλευρά"; Παγίδια να γράψετε!... Καμαρώστε τα "παγίδια" των!!...».  Η δριμεία κριτική του Κήρυκος συνεχίζεται με πολλά παρόμοια και φτάνει στο αποκορύφωμα: «...Ποίος είναι αυτός ο νεωτεριστής, όστις ενόμισε τον Βόλον κατάλληλον διά να διδαχθούν τα κορίτσια την γλώσσαν του Σολωμού; —Ζαχαρένια μου, ένα έλα δε σε σκουτελούλα... κλπ. Αυτού μας οδηγείτε;...». Ούτε λίγο ούτε πολύ ο υπέρμαχος αυτός της εθνικής μας γλώσσας παραθέτει αποσπάσματα στίχων από τη σάτιρα «Το Ιατροσυμβούλιον» του Σολωμού, για να διακωμωδήσει τη γλώσσα, το ύφος και τα σύμβολα του εθνικού ποιητή, χάρη στην πολεμική εναντίον της γλωσσικής διδασκαλίας στο Α.Δ.Π. και εναντίον του Δελμούζου.
Η πολεμική αυτή του Κούρτοβικ και τα μέσα που χρησιμοποιεί για να πλήξει, καθώς νομίζει, τους γλωσσικούς νεωτερισμούς του Δελμούζου, ευθυγραμμίζεται προς τη γενικότερη τακτική των γλωσσαμυντόρων της εποχής, που χρησιμοποιούν κάθε μέσο —ακόμη και τις γνωστές υπερβολές της «γλωσσικής μυθολογίας»—, για να συκοφαντήσουν τους δημοτικιστές. Παρόμοιο τραγελαφικό γεγονός συνέβη στη Ζαγορά, όταν ο ντόπιος ειρηνοδίκης, πραγματοποιώντας συλλογή τεκμηρίων για τη διάδοση της δημοτικής γλώσσας στο Πήλιο, ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του φοιτητή τότε Γ. Κορδάτου «...ποιήματα Σολωμού τινός εις την μαλλιαρήν...».
Μια τελευταία ομάδα αντιρρήσεων και προσωπικών επιθέσεων εναντίον του διευθυντή του Σχολείου εκ μέρους του Κήρυκος ήταν αυτές, που περιείχαν αιχμές κατά της ηθικής συμπεριφοράς των ιδρυτών του Α.Δ.Π., του μορφωτικού συστήματος και άμεσα πλέον κατά του προσώπου του Α. Δελμούζου. Έγραφε ο Κούρτοβικ: «...Κουβάλησαν ενταύθα εικοσιοκταετείς νεανίας διά να διδάξουν...». «...Νεάνιδες ηβάσκουσαι παρεδόθησαν προς διαμόρφωσιν εις ένα τριανταετή νεανίαν ανδρικού γένους και υποστάσεως...». «...Δημιουργείτε πρότυπον και πρωτότυπον εν όλη τη οικουμένη παρθεναγωγείον, κατά τερατώδη τρόπον διευθυνόμενον από ένα νεανίαν [...] για να διδάξη [τας νεάνιδας] πως πρέπει να γίνουν οικοκυραί και πως πρέπει να γίνουν μητέρες!...». «...Η κατοικία του Διευθυντού ωρίσθη εντός του σχολείου !...»'.
Οι αιχμές ξεφεύγουν πλέον από το επίπεδο της ειρωνείας και της χλεύης του συστήματος. Αναφέρονται άμεσα και αφορούν την ηθική ποιότητα του δασκάλου. Η νεαρή ηλικία του διευθυντή του Παρθεναγωγείου (ο Δελμούζος ήταν το 1908 εικοσιεφτά χρονών) φαινόταν υπερβολικά ακατάλληλη για να διδάξει σε κοπέλες 12 ως 15 χρονών. Δε θα άξιζε την προσπάθεια η ανασκευή των τέτοιων κατηγοριών του Κήρυκος, αν τα γεγονότα αυτά δεν αποτελούσαν τροχοπέδη στην ομαλή πορεία λειτουργίας του Σχολείου, και αν τα ίδια και χειρότερα επιχειρήματα —με την ίδια προέλευση— δε διατυπώνονταν σε λίγο καιρό, όταν πια το Α.Δ.Π. του Βόλου θα γινόταν το εξιλαστήριο θύμα μιας εκστρατείας, που θα παρακολουθήσουμε παρακάτω. Πάντως τα ελατήρια της σταυροφορίας του Κήρυκος εναντίον του Α.Δ.Π. και των φορέων του μπορούν ν' αναζητηθούν στην κατακλείδα των αιτιάσεων του αρθρογράφου: «...Ημείς δεν κατηγορήσαμεν ποτέ τους Μαλλιαρούς δι' όσα γράφουν. Δικαίωμά των να τα γράφουν [...] Ημείς επιτιθέμεθα κατ' εκείνων οίτινες περιεβλήθησαν την τήβεννον του γλωσσικού Μεσσίου και έρχονται ν' ανατρέψουν, έρχονται να χαλάσουν τα κεκτημένα !...». Όχι δύσκολα μπορούν να εξαχθούν τα απαραίτητα συμπεράσματα για τους βαθύτερους λόγους της πολεμικής. Οι μεταρρυθμιστές δημιουργοί του Παρθεναγωγείου βαρύνονται με την «κατηγορία» του ανατροπέα της
κατεστημένης τάξης· βασικό κριτήριο η (δημοτική) γλώσσα. Αλλά σε μια εφησυχασμένη κοινωνία τέτοιες «ρηξικέλευθες» πρωτοβουλίες δε γίνονται ανεκτές" πρέπει να καταπολεμηθούν οι καινοτόμοι. Το ιδεολογικό υπόβαθρο της πολεμικής είναι προφανές.
Απέναντι σ' αυτή την πλημμυρίδα των άμεσων και έμμεσων αιτιάσεων του Κήρυκος και των αντιπάλων του Σχολείου η αντίδραση των υπερασπιστών του περιορίστηκε στη «χλιαρή» αρθρογραφία των άλλων εφημερίδων του Βόλου, και στην ψύχραιμη στάση —στάση αμυντική— των δημιουργών του βολιώτικου Παρθεναγωγείου. Άφηναν το έργο τους να μιλήσει μόνο του και πίστευαν ότι η καλύτερη απάντηση στις αιτιάσεις είναι η ίδια η διδασκαλία στο Σχολείο. Μ' όλα ταύτα, επειδή επρόκειτο για τους πρώτους κρίσιμους μήνες για τη λειτουργία του Σχολείου και η ίδια η υπόσταση του βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από το περιβάλλον, είναι θεμιτό να επιμείνουμε στην ατμόσφαιρα που δημιούργησαν οι κατηγορίες του Κήρυκος.

2. Ο αντίκτυπος των αιτιάσεων εναντίον του Σχολείου

Ο δημοσιογραφικός θόρυβος και οι εκτοξευόμενες εναντίον του Σχολείου κατηγορίες προξένησαν μια σειρά από αντιδράσεις του κοινού, και ιδιαίτερα των γονέων των μαθητριών. Ήδη κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών λειτουργίας του Σχολείου παρουσιάστηκαν αντιδράσεις, που υπέσκαψαν την αρχική αισιοδοξία των δημιουργών του Παρθεναγωγείου και ιδιαίτερα επηρέασαν την πορεία διδασκαλίας και τη σχολική ζωή.
Η νεαρή ηλικία του Δελμούζου, το πρόγραμμα διδασκαλίας, η εκτόπιση των αρχαιοελληνικών κειμένων, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μητρική γλώσσα, η εγκατάλειψη των σχολικών βιβλίων, οι περίπατοι στις εξοχές του Βόλου, η απασχόληση των μαθητριών με τον κήπο, η αποφυγή ανάθεσης εργασιών για το σπίτι, όλα αυτά —στοιχεία του ιδιόρρυθμου προγράμματος— υπήρξαν για τους έκπληκτους Βολιώτες, μαθημένους στον παραδοσιακό τρόπο μάθησης —που πάντως δεν ενέκριναν— φαινόμενα καινοφανή, παράδοξα, ύποπτα και επομένως εξοβελιστέα από την εκπαίδευση των κοριτσιών τους. Η υποδαύλιση των αμφιβολιών και η καλλιέργεια κλίματος εχθρικού εναντίον των καινοτομιών του Δελμούζου από τις στήλες του Κήρυκος, ηλέκτριζαν την ατμόσφαιρα κι έσπειραν το σαρκασμό.
Υπογραμμίζουμε και πάλι ότι οι αντιδράσεις, όπως μάλιστα διεκτραγωδούνται από τον ίδιο το Δελμούζο, δεν υπήρξαν φαινόμενο παροδικό και δικαιολογημένο ως πρώτη εντύπωση απέαπέναντι στο νέο Σχολείο, αλλά οι ίδιες αιτιάσεις θα επανέλθουν στην επιφάνεια και θα χρησιμοποιηθούν ως επιχειρήματα των πολέμιων του Σχολείου, όταν η πολεμική θα πάρει τη μορφή του Διωγμού και στις μνήμες του πρώτου αυτού καιρού θα στηριχτούν πολλές από τις κατηγορίες εναντίον του Α.Δ.Π.
Ας δούμε τον αντίχτυπο, όπως έχει καταγραφεί από το Δελμούζο στις αναμνήσεις του1: « . . .Η επίμονη δημοσιογραφική αυτή επίθεση είχε φυσικά τον αντίχτυπό της όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και στους γονείς και στα παιδιά. Από τους δρόμους που περνούσαμε στον περίπατο μας όσο να βγούμε έξω από την πόλη, ένοιωθα περίεργες ύποπτες ματιές καρφωμένες απάνω μας, συνοδευόμενες κάποτε με κρυφομιλήματα ή μουρμουρητά[...] Ένας πατέρας, από τους πιο φωτισμένους, ήρθε μια μέρα στο γραφείο μου και μου είπε εμπιστευτικά: καλύτερα να μην πηγαίνουν τα παιδιά περίπατο, αφού δεν έχει κανένα λόγο. του θύμισα τον σκοπό που είχαν στο Α.Δ.Π. οι περίπατοι, και τη σωματική και ηθική κατάσταση του παιδιού του. Απάντηση: "καλά αυτά και άγια, μα βλέπετε πως γίνεται σούσουρο μεγάλο !..."[...] Εκεί πάντως που ο δημοσιογραφικός θόρυβος έπιανε περισσότερο και στους γονείς, ήταν η γλώσσα. Όταν στη συγκέντρωσή τους στο σχολείο τους είχα αναπτύξει τη μέθοδο που θ' ακολουθούσε το Α.Δ.Π. στη γλωσσική διδασκαλία, φάνηκαν πως συμφωνούν!
Η καθημερινή όμως δημοσιογραφική δημαγωγία στο γλωσσικό ζήτημα, ξυπνώντας μέσα τους και δυναμώνοντας όλες τις σχετικές προλήψεις, έσβησε την πρώτη εντύπωση από την ανάπτυξη πού τους είχα κάμει». «...Σήμερα ήρθε μιά γριούλα, μέλος τη εφορευτικής επιτροπής: —Ξέρετε, κ. διευθυντά, διαδίδεται ότι είσθε μαλλιαρός κλπ.[...] και μερικοί γονείς υποπτεύονται κλπ...».
«...Ως τώρα με επισκέφτηκαν στο σχολείο μου όλοι οι επίσημοι: Νομάρχης, Δεσπότης, δήμαρχος κλπ. Παράγινε θόρυβος και φοβήθηκαν οι άνθρωποι...»2. «...Εδώ κι εκεί καλούσα μερικές μητέρες για να συνεννοηθώ μαζί τους. Έρχονταν μόνο για μια στιγμή ν' ακούσουν τις συστάσεις μου ή για να δώσουν πληροφορίες κι έφευγαν χωρίς να μπούνε στην τάξη. Με την ευκαιρία όμως αυτή διαμαρτύρονταν όχι μόνο για τη γλώσσα, αλλά και για ότι έλειψαν τα βιβλία, και η σπιτική εργασία του σχολείου. "δεν κάνουν τίποτε στο σπίτι, δε γράφουν, δε διαβάζουν, πώς θα μάθουν γράμματα;". Ή "όλο περίπατο πάνε" τί χρειάζονται τόσοι
περίπατοι;" [...] Oι γονείς άρχισαν να συζητούν εμπρός στα παιδιά τους ή και με τα παιδιά τους, και οι αντιλήψεις τους μεταφέρονταν και στην αίθουσα της διδασκαλίας από τα πρώτα ακόμα βήματά μας...»3. «μια μέρα εκεί που δίδασκα, έπεσαν τα μά-
τια μου χαμηλά στο πρώτο θρανίο, και είδα δυο μικρούλες μαθήτριες να μαζεύουν γρήγορα γρήγορα τα πόδια τους και να κοκκινίζουν. Ίσως να ήταν τυχαίο, μα αισθανόμουν έτσι πιο άμεσα τον αντίχτυπο στα παιδιά τα ίδια...».
Οι φήμες και ο θόρυβος δημιούργησαν μια ακόμη σοβαρή αντίδραση- ορισμένοι γονείς απέσυραν τα κορίτσια τους από το Σχολείο. Το γεγονός επανήλθε στην επιφάνεια κατά την περίοδο των ανακρίσεων των «Αθεϊκών» και της Δίκης του Ναυπλίου. Ο πατέρας της μαθήτριας Μήτσιου, λ.χ., κατέθεσε: « Η κόρη μου έμεινε εις το Ανώτερον Παρθεναγωγείον 15-20 ημέρας" την απέσυρα πρώτον, διότι δεν εδιδάσκετο ούτε εγίνετο προσευχή, και δεύτερον διότι εις το σχολείον εσυνήθιζαν να κάμνουν εκδρομάς με τον Δελμούζον μόνον, χωρίς καμμίαν διδασκάλισσαν μαζί...». Παρόμοια κατάθεση έδωσε ο ίδιος γονέας ως μάρτυρας κατηγορίας στη Δίκη του Ναυπλίου. Ο πατέρας εξάλλου της μαθήτριας Μαλαμίδου απέσυρε από το Σχολείο την κόρη του το β' εξάμηνο του 1908 επικαλούμενος τους ίδιους λόγους. Αλλά και τις μαθήτριες Βράνου, Χίου και Ιωαννίδου απέσυραν οι γονείς τους τον πρώτο ή τους επόμενους χρόνους επειδή είχαν παράπονα από τον τρόπο διδασκαλίας στο Α.Δ.Π. και ιδιαίτερα τη γλώσσα. Αντίθετα η διακοπή της φοίτησης των μαθητριών: Βαρούχ, Λευή, Μεγαλίδου, Παπανικολάου και Χατζηαναγνώστου οφείλονται σε διαφορετικούς λόγους, και πάντως όχι ως εκδήλωση διαμαρτυρίας εναντίον του Σχολείου. Ετσι η φράση του
μάρτυρα κατηγορίας στη Δίκη Μ. Μπουφίδη πως: «δεν ευρέθησαν παρά 40 ή 50 κοράσια και εφοίτησαν εκεί [στο Α.Δ.Π. ]" εκ τούτων απεχώρησαν πολλά...»5, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αποσκίρτηση μαθητριών από το Α.Δ.Π. δε φαίνεται να παρεμπόδισε την ομαλή λειτουργία του Σχολείου" ο ίδιος ο Δελμούζος θεωρεί την αποχώρηση μιας-δυο μαθητριών του ως γεγονός θετικό για την απρόσκοπτη διδασκαλία σ' αυτό.
Μ' όλα ταύτα οι διαφωνίες της κοινής γνώμης και μερικών από τους γονείς δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη λειτουργία του Σχολείου. Γράφει ο Δελμούζος: «...Στα άλλα σημεία της διαφωνίας (περίπατοι, βιβλία, εργασία στο σπίτι) δε χρειαζόταν ούτε και έγινε καμμιά υποχώρηση. δεν ήταν όμως το ίδιο και με τη γλωσσική διδασκαλία. Η δημαγωγική εκμετάλλευση και ο αντίχτυπός της ήταν τέτοιος, που και στη σχετική σχολική εργασία έφερνε πολύ μεγάλα εμπόδια, και αν εξακολουθούσαμε τον ίδιο δρόμο, το σχολείο κινδύνευε να κλείση. Μέλη της Εφορείας, που έβλεπαν συχνά διάφορους γονείς, με πληροφορούσαν πως η δυσπιστία και η αντίδρασή τους δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο.
Έτσι ήταν ανάγκη να γίνη κάποια υποχώρηση. τα παιδιά έπρεπε να ξαναγυρίσουν και για το σχολείο στη φυσική τους γλώσσα, όχι πια με την άμεση διδασκαλία, αλλά από ανάγκη τόσο εξωτερική, αντικειμενική, όσο και δική τους, εσωτερική [...] Έτσι ή καθαρεύουσα πήρε πολύ νωρίς τη θέση της στις περιλήψεις που γράφονταν στον πίνακα, και τα παιδιά τ' άφησα να γράφουν τις εκθέσεις τους στην άγλωσση γλώσσα τους. και για την ώρα των αρχαίων ελληνικών που την είχαμε παραλείψει, επιμένανε μερικά μέλη της Εφορείας, και σύσταιναν μάλιστα να την κάνωμε διπλή, για ν' αποφύγωμε τη σχετική αντίδρασή...».
Τα συμπεράσματά μας αφορούν τόσο τις άμεσες συνέπειες στη λειτουργία του Σχολείου από την πολεμική που ασκήθηκε εναντίον του και τον επηρεασμό της κοινής γνώμης, όσο και τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη σχολική ζωή και νοοτροπία του Α.Δ.Π. Διαπιστώνουμε ότι οι αντιδράσεις, υποκινούμενες από την επιθετική αρθρογραφία του Κήρυκος, αποπροσανατόλισαν —μερικά τουλάχιστον— την πορεία του Σχολείου, και πρόσθεσαν προβλήματα στις προσπάθειες του Δελμούζου.
Μ' όλα ταύτα οι επιθέσεις κάποτε κόπασαν και έτσι μπόρεσε το Α.Δ.Π. να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία του. Να πώς ο Δελμούζος διαγράφει την εξέλιξη των γεγονότων: «Όσο κρατούσε ή πολεμική κατά του Σχολείου, ξεχωριστοί Βολιώτες, πού ή γνώμη τους βάραινε στην κοινωνία, έρχονταν στο Α.Δ.Π. και παρακολουθούσαν από κοντά την εργασία του. Φίλοι τους άκουαν τις προσωπικές των εντυπώσεις, αυτοί πάλι τις έλεγαν σε άλλους, μερικοί μάλιστα τις δημοσίευσαν και σε ντόπιες εφημερίδες, κι έτσι άρχισε κάποιος διαφωτισμός. Αυτός, μαζί με τις υποχωρήσεις έκανε τη δημοσιογραφική επίθεση όλο και αραιότερη
και πιο άτονη, ώσπου σταμάτησε πριν ακόμα κλείση η πρώτη τριμηνία. Έτσι ξεκαθάρισε και η θολή ατμόσφαιρα που είχε τυλίξει το σχολείο, και μπορέσαμε να συνεχίσουμε ανενόχλητοι τη δουλειά μας...».

από το βιβλίο του
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ Γ. ΧΑΡΙΤΟΥ
«ΤΟ ΠΑΡΘΕΝΑΓΩΓΕΙΟ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ»

DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him