ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ




επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Οἱ μέχρι τοῦ Ἰουστινιανοῦ αὐτοκράτορες (457 - 527)

ΩΣ ΕΙΔΟΜΕΝ, μὲ τὸν θάνατον τοῦ Μαρκιανοῦ ἐξέλιπεν ὁ οἶκος τοῦ Θεοδοσίου καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν μισθοφορικῶν στρατευμάτων Γερμανὸς Ἄσπαρ ἐπέβαλεν ὡς αὐτοκράτορα τὸν ἐκ Θράκης χιλίαρχον, Λέοντα Α’ (457 - 474), ὅστις ἐστέφθη ὑπὸ τοῦ πατριάρχου. Ὁ Ἀσπαρ συνεκέντρωσεν εἰς τὰς χεῖράς του μεγάλην πολιτικὴν ἐξουσίαν καὶ διότι ἦτο ἱκανὸς στρατηγὸς καὶ διότι εἶχε στήριγμα τοὺς ἐν τῷ στρατῷ Γερμανούς. Εὗρεν ὅμως οἰκτρόν τέλος. Ὁ ὑπερήφανος αὐτοκρατορικὸς στόλος ἡ πρώτη μεγάλη ἀρμάδα, τὴν ὁποίαν παρεσκεύασε τὸ Βυζαντινὸν κράτος τεθεῖσα ὑπὸ τὴν ἀρχηγίαν ἀναξίου ἀνδρός τοῦ Βασιλίσκου, ἀδελφοῦ τῆς αὐτοκρατείρας, κατεστράφη ἀδόξως είς τὴν κατὰ τῶν ἐν Ἀφρικῇ Βανδάλων ἐκστρατείαν. Ὁ ναύαρχος Βασιλίσκος κατὰ τὴν ὥραν τῆς ναυμαχίας ἐφρόντισε νὰ σωθῇ διὰ τῆς φυγῆς καὶ ἐλθὼν εἰς Κωνσταντινούπολιν, νὰ κρυβἦ. Ὑπεύθυνος τοῦ κακοῦ ἐφοδιασμοῦ, ἑπομένως, καὶ τῆς μεγάλης καταστροφῆς ἐθεωρήθη ὁ Ἄσπαρ καὶ κατὰ διαταγὴν τοῦ αὐτοκράτορος ἐθανατώθη.



Τὸ 474 ἀπέθανεν ὁ Λέων Α΄ καταλιπὼν τὸν θρόνον εἰς τὸν ἑξαετῆ έγγονόν του Λέοντα, ὅστις, μέτὰ δεκάμηνον βασιλείαν, ἀπέθανεν αἰφνιδίως, τῇ συναινέσει δὲ τῆς συγκλήτου ἀνέλαβε τὸν θρόνον ὁ πατήρ του Ζήνων (474 - 491), ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἔγινεν ἡ ὁριστικὴ κατάλυσις τοῦ Δυτικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καὶ ἡ ἵδρυσις εἰς τὴν Ἰταλίαν τοῦ Ὀστρογοτθικοῦ. Ἐπὶ Ζήνωνος ἀκόμη συνέβη ἡ πυρκαϊὰ τῆς μεγάλης βιβλιοθήκης τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Μετὰ τὸν θάνατον αὐτοῦ ἀνῆλθεν εἰς τὸν θρόνον ὁ Ἀναστάσιος ὁ Α΄ (491 - 518).

Οὗτος ἦτο ὑπάλληλος τῆς συγκλήτου καὶ ἐπέδειξε πολλὰς ἀρετάς, ἔχαιρε δὲ μεγάλης ὑπολήψεως εἰς τὴν κοινωνίαν. Διὰ τοῦτο ὁ λαός, κατὰ τὴν ἀναγόρευσίν του, ἀνεφώνει «ὡς ἔζησας, οὔτω καὶ βασίλευσον· έὐσεβῶς ἔζησας, εὐσεβῶς βασίλευσον». Ἐπειδὴ δὲ ὑπῆρχον θρησκευτικαὶ ἔριδες ἐξ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν, ὁ πατριάρχης πρῶτον ἐζήτησε παρὰ τοῦ ᾽Αναστασίου ἔγγραφον ὁμολογίαν, ὅτι θὰ τηρήσῃ τὴν ᾽Ορθοδοξίαν, καὶ κατόπιν τὸν ἔστεψεν αὐτοκράτορα.

Εἰς τοὺς ἐξωτερικοὺς καὶ ἐσωτερικοὺς ἀγῶνας ἐδείχθη ἡ πεῖρα, ἡ πολιτικὴ σύνεσις καὶ ἡ δεξιότης τοῦ Ἀναστασίου. Κατήργησε τὴν βαρεῖαν φορολογίαν, διεχειρίσθη καλῶς τὰ οἰκονομικὰ καὶ διώκησε τιμίως. Ἀνήγειρε πολλὰ κτίρια, ὑδραγωγεῖα, λουτρὰ καὶ ὀχυρὰ εἰς πολλὰς πόλεις, ἐξασφαλίσας διὰ φρουρίων τὰ σύνορα τοῦ κράτους. Πρὸς ὑπεράσπισιν δὲ τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἔκτισε τὸ μακρὸν τεἶχος ἀπὸ τῆς Σηλυμβρίας τῆς Προποντίδος μέχρι τῶν Δέρκων ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου, διότι νέος ἐχθρός, οἱ Βούλγαροι, συγγενεῖς τῶν Οὕννων, ἐπεχείρουν ήδη ἐπιδρομάς.

Τὸ 518 ἀπέθανεν ὁ ᾽Αναστάσιος εἰς βαθὺ γῆρας, χωρὶς νὰ ἔχη ὁρίσει τὸν διάδοχόν του. Ἐξελέγη δὲ ὑπὸ τῆς συγκλήτου καὶ τοῦ στρατοῦ ὁ γηραιὸς ἀξιωματικὸς τῆς βασιλικῆς φρουρᾶς Ἰουστῖνος, ὅστις καὶ ἀνηγορεύθη αὐτοκράτωρ ὡς Ἰουστῖνος Α΄ (518 - 527).

Οὗτος κατήγετο ἐκ Μακεδονίας καὶ ἦτο ἁπλοῦς χωρικός, ἐλθὼν πρὸ πεντήκοντα ἐτῶν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν πρὸς ἀναζήτησιν τύχης, καλὸς καὶ γενναῖος στρατιώτης, ἀγράμματος ὅμως, κατορθώσας, μετὰ σκοτεινὴν μηχανορραφίαν, νὰ ἀνέλθῃ ἐπὶ τοῦ θρόνου καὶ νὰ γίνῃ ἱδρυτὴς δυναστείας. ῾Ως αὐτοκράτωρ ὁ Ἰουστῖνος ὠφέλησε τὸ κράτος, διότι εἶχε παρὰ τὸ πλευρόν του ὡς σύμβουλον τὸν ἀνεψιόν του Ἰουστινιανόν. Ὁ Ἰουστινιανός, συμμετέχων εἰς τὴν διακυβέρνησιν τοῦ κράτους, παρεσκεύαζε τήν ἰδικήν του ἀρχήν, διὰ νὰ γίνῃ δὲ ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαὸν ἐμοίραζεν εἰς αὐτὸν μεγάλα χρηματικὰ ποσά, ὅπως κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς ἐκλογῆς του ὡς ὑπάτου.

Τὸ σπουδαιότερον γεγονὸς τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστίνου ἧτο ἡ ἀποκατάστασις τῆς θρησκευτικῆς ἑνότητος μὲ τὴν Ρώμην (βλἐπε 21), πρᾶγμα ἀπαραίτητον διὰ τὴν σχεδιαζομένην ἀνάκτησιν τοῦ Δυτικοῦ κράτους. Ἐπίσης ἐπὶ ’Ιουστίνου ἤρχισεν ἡ πολιτικὴ τῆς διαδόσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ μεταξὺ τῶν γειτονικῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν, ταύτην δὲ βλέπομεν βραδύτερον ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ νὰ συνεχίζεται εἰς μεγαλυτέραν κλίμακα.

Ἰουστινιανὸς (527 - 565)

Ὀλίγον πρὸ τοῦ θανάτου του, ὁ Ἰουστῖνος ἔστεψε τὸν ἀνεψιόν του Ἰουστινιανὸν αὐτοκράτορα. Οὗτος ἀνῆλθεν εἰς τὸν θρόνον εἱς ἡλικίαν 45 ἐτῶν (527) καὶ ἐκυβέρνησε τὸ κράτος ἐπἴ ἥμισυν περίπου αἰῶνα, διότι πραγματικῶς ἀπὸ τὸ 518 εἶχεν είς χεῖράς του τὴν ἐξουσίαν καὶ κατ’ ὄνομα μόνον ἦτο αὐτοκράτωρ ὁ Ἰουστῖνος. Κατὰ τὸ μακρὸν διάστημα τῆς βασιλείας τοῦ Ἰουστινιανοῦ συνέβησαν μεγάλα γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦν σταθμὸν εἱς τὸν βυζαντινὴν ἱστορίαν.

Ὁ Ἰουστινιανὸς ἀπέβη ἐξαίρετος αὐτοκρἀτωρ, τὸ δὲ ὅνομά του παραμένει ἀθάνατον ἐν τᾔ ἱστορίᾳ. Εἶναι βὲβαιον, ὅτι κατὰ τὸ μακρὸν διάστημα τῆς βασιλείας του εἰργάζετο πολὺ καὶ ἐκοιμᾶτο ἐλἀχιστα, διὰ τοῦτο δὲ ὠνομάσθη ἀκοίμητος .

Ἠ σύζυγός του Θεοδώρα ἤσκει μεγάλην ἐπίδρασιν ἐπ’ αὐτοῦ καὶ εἰς πολλὰ ζητήματα ἐπέβαλλε τὴν γνώμην της. Αὔτη διεκρίθη διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ τὴν ἐπιδεξιότητά της εἰς τὰ πολιτικὰ καὶ θρησκευτικὰ πράγματα καὶ δὲν ἀρνοῦνται τοῦτο οὔτε οἱ ἐχθροί της. Ἡ Θεοδώρα ἦτο κόρη ἀρκτοτρόφου καὶ ἔμεινεν ὀρφανὴ μητρὁς ἐνωρίς, εἰργάζετο δὲ ὡς χορεύτρια εἰς τὸ θέατρον καὶ τὸν ἱππόδρομον. Ὅταν ἐγνώρισε τὸν Ἰουστινιανόν, ἀφωσιώθη εἰλικρινῶς εἰς αὐτὸν καὶ ὁ βίος της ὡς αὐτοκρατείρας εἶναι ἄψογος καὶ ἀνεπίληπτος. Ἡ Θεοδώρα ἐπὲδειξε πολύτιμα χαρίσματα καὶ ἀρετάς, ἰδίως ἰσχυρὰν θέλησιν, ἡ ὁποία κατὰ τὴν στάσιν τοῦ Νίκα ἔσωσε τὸ κράτος.

Ὁ Ἰουστινιανὸς ἐφιλοδόξησε νὰ ἀνασυστήσῃ τὸ ἀρχαῖον Ρωμαϊκὸ κράτος, δὲν ἐστερεῖτο δὲ οὔτε ἱκανότητος οὔτε καταλλήλων προσώπων. Πρὸς τοῦτο ἐθεώρησε σκόπιμον νὰ προσεταιρισθῇ τὸν πάπαν τῆς Ρώμης καὶ νὰ συμφιλιωθῇ μετ’ αὐτοῦ, ὅταν δὲ ὁ πάπας Ἰωάννης Β΄ ἐπεσκέφθη τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ Ἰουστινιανὸς προητοίμασε θριαμβευτικὴν ὑποδοχήν.

Ὁμοίως ὁ Ἰουστινιανὸς ἐφρόνει, ὅτι εἶχε καθῆκον ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκαμεν ᾳὐτοκράτορα, νὰ ἐπιβάλῃ τὴν Ὀρθοδοξίαν ἐντὸς τοῦ κράτους, νὰ καταπολεμήσῃ τὰς αἱρέσεις καὶ τὸν ἑθνισμὸν καὶ νὰ διαδώσῃ τὸν χριστιανισμὸν ἔξω τοῦ κράτους. Ἐπὶ τῶν ἡμέρῶν τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἔκλεισαν αἱ εἰς τὰς ᾽Αθήνας καὶ ἀλλαχοῦ φιλοσοφικαὶ σχολαὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Δηλαδὴ πολιτικὴ τοῦ ἰσχυροῦ Ἰουστινιανοῦ ἦτο ἕν κράτος, μία Ἐκκλησία, μία νομοθεσία.

Διπλωματικὴ πολιτικὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἦτο, διὰ τῆς παροχῆς μεγάλων χρηματικῶν ποσῶν, νὰ χρησιμοποιῇ εἱς τὰ σύνορα τὸν ἔνα λαὸν κατὰ τοῦ ἄλλου, ἀλλἀ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἔμαθον οἱ βάρβαρον νὰ ζητοῦν χρήματα ἀπὸ τὸ Βυζάντιον.

Ὁ Ἰουστινιανὸς ἦλθεν εἱς ρῆξιν μὲ τὰς φατρίας τοῦ Ἱπποδρόμου, αἱ ὁποῖαι ὠνομάζοντο δῆμοι . Οἱ δῆμοι ἦσαν ὠργανωμένοι κατὰ περιφερείας τῆς πρωτευούσης, εἶχον δήμαρχον, δημοτολόγιον, δημοτικά τινα καθήκοντα ἀνάλογα μὲ τὰ σημερινά, πρὸς δὲ καὶ πολιτικὴν ἰσχύν. Εἱς τὸν Ἱππόδρομον εἶχον τὰς ἰδιαιτέρας των θέσεις καὶ ὑπεστήριζον τοὺς ἀγωνιζομένους φίλους των. Τὸ ἔθιμον τῶν ἱπποδρομιῶν ἦλθεν ἐνωρὶς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἀπὸ τὴν Ρώμην καὶ, ὡς θέαμα ἦτο λίαν ἀγαπητόν, κατὰ χιλιάδας δὲ ὁ λαὸς παρηκολούθει τὰς ἱπποδρομίας.

Κατ’ αὐτὰς οἱ δῆμοι ἐλάμβανον τὸ θάρρος καὶ παρουσιάζοντο εἰς τὸν αὐτοκράτορα, ἐξέφραζον τὰ παράπονά των καὶ ἐνίοτε τὴν θέλησίν των.Οὗτοι βαθμηδὸν ἀπέβησαν ἰσχυροὶ πολιτικοὶ παράγοντες καὶ ἡ γνώμη των ἐστερέωνε τὸν θρόνον τοῦ νέου αὐτοκράτορος, ὁ ὁποῖος ἐπευφημεῖτο εἰς τὸν ῾Ιππόδρομον.

Οἱ δῆμοι ἐκ τοῦ χρώματος τῆς ἐνδυμασίας, τῆς σημαίας ἢ τῶν ἡνιόχων ἔφερον διάφορα ὀνόματα, Πράσινοι , Βένετοι (γαλάζιοι) κ.ἄ. Οὗτοι ἐπ’ εὐκαιρίᾳ διαφόρων γεγονότων συνέθετον δημώδη σκωπτικὰ ἄσματα καὶ πολιτικοὺς στίχους, διὰ τῶν ὁποίων ἐνέπαιζον ἀνωτέρους ὑπαλλήλους τοῦ κράτους, ὡς καὶ αὐτὸν τὸν αὐτοκρᾴτορα. Π.χ. διὰ τὸν Φωκᾶν (601 - 610), τὸν φιλοπότην καὶ τὰ καθήκοντά του παραμελοῦντα, ἐλέχθη ἐν τῷ ῾Ιπποδρόμῳ ὑπὸ τῶν Πρασίνων «πάλιν τὸν καῦκον ἔπιες, πάλιν τὸν νοῦν ἀπώλεσας».

Τὸ κράτος είς πολλὰς περιστάσεις ἐζήτει τὴν βοήθειαν τῶν δήμων, ὡς διὰ τὴν ἀπόκρουσιν ἐχθρῶν, διὰ τὴν ταχεῖαν ἀνοικοδόμησιν τῶν τειχῶν καὶ δι’ ἄλλας κατεπειγούσης φύσεως περιπτώσεις.

Εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔτους 532 ἡ κυβέρνησις προσεπάθησε νὰ περιορίσῃ τὰς πολιτικὰς ἐπεμβάσεις καὶ νὰ τιμωρήσῃ τοὺς κακοποιοὺς ἀμφοτέρων τῶν φατριῶν, ἀλλ’ αὗται συνενωθεῖσαι ἐκήρυξαν ἐπανάστασιν, γνωστὴν μὲ τὸ ὅνομα Στάσις τοῦ Νίκα , ἐκ τοῦ συνθήματος τῶν στασιαστῶν «νίκα». ᾽Εν τῶ μεταξὺ πυρκαϊά, ἀναφθεῖσα ὑπὸ τῶν στασιαστῶν, ἠπείλησε νὰ καύσῃ τὰ ἀνάκτορα. Πλεῖστα δημόσια κτίρια ἀπετεφρώθησαν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τὸ παρ’ αὐτὸν ξενοδοχεῖον τοῦ Σαμψών ὅπου κατέλυον καὶ ἐτύγχανον περιποιήσεως δωρεὰν οἱ ἄποροι ξένοι.

Ἡ κατάστασις ἀπέβαινε κρισιμωτάτη. Ὁ αὐτοκράτωρ, οἱ σύμβουλοί του καὶ αὐτὸς ὁ Βελισάριος , δεδοκιμασμένος στρατηγός, ἐσκέπτοντο περὶ φυγῆς. Τότε ἐφάνη ἡ ἰσχυρὰ θέλησις τῆς Θεοδώρας, ἡ ὁποία ἔσωσε τὸν Ἰουστινιανόν, διότι ἐδήλωσεν, ὅτι δὲν ἦτο διατεθειμένη νὰ φύγῃ, ἀλλ’ ὅτι θὰ ἔμενε ν’ ἀποθάνῃ ὡς βασίλισσα. Ἡ τόλμη τῆς Θεοδώρας ἔδωκε θάρρος εἰς τὸν ῎Ιουστινιανὸν καὶ ὁ στρατηγὸς Βελισάριος ἠδυνήθη νὰ καταπνίξῃ τὴν ἐπανάστασιν εἱς τὸ αἷμα. Λέγεται, ὅτι 30 χιλιάδες νεκροὶ ἐκάλυψαν τὸν Ἱππόδρομον καὶ τὰς ὁδοὺς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

῾Η νίκη αὕτη ἀποτελεῖ σταθμὸν εἱς τὴν ἐξέλιξιν τοῦ πολιτεύματος, διότι ἔπαυσαν εἰς τὸ ἐξῆς, λαὸς καὶ σύγκλητος νὰ εἶναι πολιτικοὶ παράγοντες, ἡ δὲ ἐξουσία τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ ἀπέβη ἀπεριόριστος.

Πολεμικὸν ἔργον τοῦ Ἰουστινιανοῦ

Μετὰ ταῦτα ὁ Ἰουστινιανὸς ὅλως ἀπερίσπαστος ἐπεδόθη εἰς τὴν ἐκτέλεσιν τῶν κατακτητικῶν του σχεδίων, δηλαδὴ τὴν ἀνίδρυσιν τῆς ἀρχαίας Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ πρῶτον ἐστράφη κατὰ τῶν Βανδάλων.

Πολλοὶ σύμβουλοι, πρὸ πάντων ὁ Ἰωάννης Καππαδόκης, προσεπάθησαν νὰ ἐμποδίσουν τὴν ἐκστρατείαν αὐτήν. ᾽Εν τούτοις ὅμως ὁ Ἰουστινιανὸς τὴν ἀπεφάσισε, μὲ πολλὴν πεποίθησιν εἰς τὸν νικητὴν τῶν στασιαστῶν Βελισάριον, τὸν ὁποῖον τώρα ἀνεκήρυξε στρατηγὸν αὐτοκράτορα . Ὁ Βελισάριος, μὲ ὀλίγον σχετικῶς ἀλλ’ ἐκλεκτὸν στρατόν, ἤτοι δέκα χιλιάδας πεζῶν καὶ πέντε χιλιάδας ἱππέων, ἐπιβιβασθεὶς 500 πλοίων, ἐξ ὧν τὰ 100 περίπου πολεμικά, ἔφθασεν εἰς τὴν Ἀφρικὴν καὶ ἐνίκησε τὸν πολυαριθμότερον στρατὸ τῶν Βανδάλων.

Περὶ τῆς ἐκστρατείας ταύτης ἔγραψεν ὸ ἱστορικὸς Προκόπιος ὅστις ἠκολούθησε τὸν Βελισάριον ὡς βοηθὸς κᾳὶ πολιτικὸς σύμβουλος αὐτοῦ.

Εἰς τὸ Τρικάμαρον , εἴκοσι μίλια περίπου δυτικῶς τῆς Καρχηδόνος, συνήφθη ἡ δευτέρα μάχη, ἡ ὁποία ἔκρινε καὶ τὴν τύχην τοῦ βανδαλικοῦ κράτους. Ἐπὶ τῇ προσεγγίσει τοῦ Βελισαρίου ὁ βασιλεὺς τῶν Βανδάλων Γελίμερος ἔφυγεν εἰς τὴν Νουμιδίαν χωρὶς νὰ προβάλῃ καμμίαν ἀντίστασιν. Τὸ κράτος τῶν Βανδάλων, τὸ ὁποῖον ἦτο ἔργον ἑνὸς μόνον ἀνδρός, τοῦ Γιζερίχου, διελύθη (533), χωρὶς ν’ ἀφήσῃ οὐδὲν ἴχνος. Ὁ δὲ Βελισάριος, μετὰ τὴν νίκην του, τὴν ὁποίαν ἴσως καὶ ὁ ἴδιος δὲν έφαντάζετο τόσον εὔκολον, ἐπεδίωξε καὶ ἐπέτυχε τὴν σύλληψιν τοῦ Γελιμέρου, τὸν ὁποῖον ἔφερεν αἰχμάλωτον εἰς τὴν Κώνσταντινούπολιν ὡς κόσμημα τοῦ θριάμβου του.

Ὁ Βελισάριος, προσεκτικὸς ὅπως ἦτο, ἔλαβεν ὅλα του τὰ μέτρα νὰ όχυρώσῃ τὴν Ἀφρικὴν καὶ ἰδίως τὴν Καρχηδόνα, ἡ ὁποία κατέστη κέντρον διοικητικὸν καὶ παρέμεινε πιστὴ ὑπήκοος τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἐπὶ 150 ἔτη ἀκόμη.

Μετὰ τὴν κατάλυσιν τοῦ κράτους τῶν Βανδάλων, ἡρχισεν ὁ Ἰουστινιανὸς τὸν κατὰ τῶν Ὀστρογότθων πόλεμον (533 - 554), ὅστις διήρκεσεν 20 ἔτη, διότι διεξήχθη δι’ ἀνεπαρκῶν μέσων. Αἱ ἐπιτυχίαι τοῦ στρατηγοῦ Βελισαρίου εἰς τὴν Ἀφρικὴν ἔκαμαν τὸν ᾽Ιουστινιανὸν νὰ σκεφθῇ, ὅτι ἐξ ἴσου ἐυκόλως θὰ κατέκτα καὶ τὴν Ἰταλίαν καὶ θὰ ἀποκαθίστα ἑνιαῖον ρωμαϊκὸν κράτος καὶ συγχρόνως ἑνιαίαν ὀρθόδοξον ᾽Εκκλησίαν.

Ἀφορμὴν ἔλαβεν ὁ Ἰουστινιανὸς ἐκ τῆς δολοφονίας τῆς βασιλίσσης τῶν Ὀστρογότθων Ἀμαλασούνθας , ἡ ὁποία ἡτο σύμμαχός του καὶ εὐθὺς ἐπενέβη, εἰς τὰ πράγματα τῆς Ἰταλίας. Πρὸς τοῦτο ὁ Βελισάριος μὲ 7.500 ἄνδρας ἀπεβιβάσθη εἰς τήν Σικελίαν (535), καὶ κατέλαβεν, ἐντὸς όλίγων ὲβδομάδων, τὰς Συρακούσας, τὴν Πάνορμον καὶ ἄλλας πόλεις, σχεδὸν χωρὶς ἀντίστασιν.

Ὁ βασιλεὺς τῶν ᾽Οστρογότθων Θευδᾶτος ἐδολοφονήθη καὶ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ στρατοῦ ἀνέλαβεν ὁ νέος βασιλεὺς Οὐΐτιγις .

Τοῦτον νικήσας ὁ Βελισάριος συνέλαβεν αἰχμάλωτον, ἀλλὰ τὸ κράτος τῶν Ὀστρογότθων δὲν διελύθη. Κατόπιν ἐστάλη ἐναντίον τῶν ᾽Οστρογότθων ὁ στρατῃγὸς Ναρσῆς , ὁ ὁποῖος εἰς σκληρὰν μάχην ἐνίκησε τὸν νέον βασιλέα αὐτῶν Τωτίλαν . Ἡ νίκη τοῦ Ναρσῆ ἦτο μεγάλη.

Ἡ ᾽Ιταλία καὶ ἡ Ἀφρικὴ ἔγιναν ἐπαρχίαι τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, κυβερνώμεναι ἀπὸ ἀντιβασιλέα ( ἔξαρχον ). Πρῶτος ἔξαρχος διωρίσθη ὁ Ναρσῆς. Ὁ εἰκοσαετὴς αὐτὸς πόλεμος ἐστοίχισεν εἰς τὸ Βυζάντιον πολύ, διότι ἐσπαταλήθη στρατὸς καὶ χρῆμα καὶ δὲν εῖχε μόνιμον ἀποτέλεσμα, καθ’ ὅσον ἡ ᾽Ιταλία, καταληφθεῖσα ταχέως ὑπὸ ἄλλης γερμανικῆς φυλῆς, τῶν Λογγοβάρδων, ἐχάθη ὁριστικῶς.

Μετ’ ὀλίγον ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπενέβη εἱς τὴν Ἱσπανίαν κατὰ τοῦ κράτους τῶν Βησιγότθων καὶ ἐκυρίευσε τὸ νοτιοανατολικὸν τμῆμα αὐτῆς. Διὰ τῶν κατακτήσεων τούτων ὁ Ἰουστινιανὸς ἐπραγματοποίησε τὸ σχέδιόν του, τὸ κράτος ἐδιπλασιάσθη, ἡ Μεσόγειος ἕγινε λίμνη βυζαντινὴ καὶ ἡ Δαλματία, ἡ Ιταλία, ἡ Ἀφρική, ἡ Νότιος Ἱσπανία, ἡ Σικελία, ἡ Κορσική, ἡ Σαρδηνία καὶ αἱ Βαλεαρίδες νῆσοι ἀπετέλεσαν τμῆμα τῆς μεγάλης αὐτοκρατορίας.

Οἱ πόλεμοι τοῦ Ἰουστινιανοῦ δὲν διεξήχθησαν, μόνον εἰς τὴν Δύσιν, άλλὰ καὶ εἰς τὴν ᾽Ανατολήν. Οἱ Πέρσαι ἀνησυχοῦντες διὰ τὴν ἐπέκτασιν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους είς Ἀρμενίαν, Καύκασον καὶ Συρίαν, ἐπολέμησαν ἐπὶ 5 ἔτη (527 - 532), ὅτε δὲ ἐπῆλθεν εἰρήνη, ὁ ᾽Ιουστινιανός, ἀπελευθερώσας τὰς ἐν ᾽Ανατολῇ στρατιωτικάς του δυνάμεις, ἐστράφη πρὸς τὴν Δύσιν. Ἀλλ’ ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν Χοσρόης Α’ , ἀνησυχῶν ἐκ τῶν ἐπιτυχιῶν τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ ἐν τῇ Δύσει, ἐκήρυξε τὸν πόλεμον κατὰ τοῦ Βυζαντίου καὶ ἠκύρωσε τὴν συναφθεῖσαν « ἀπέραντον εἰρήνην » τοῦ 532. Ὁ Χοσρόης εἰσέβαλεν εἰς τὴν Συρίαν (540) καὶ αἱ πόλεις ἐκυριεύοντο ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλην, ὡς καὶ ἡ Ἀντιόχεια.

Ὁ Ἰουστινιανὸς ἀνεκάλεσε τὸν Βελισάριον ἐξ Ἰταλίας, ἀλλ’ οὗτος δὲν ἠδυνήθη νά νικήσῃ τὸν Πέρσην βασιλέα, διότι ὁ πόλεμος ἔλαβε μεγάλας διαστάσεις καθ’ ὅλην τὴν ἔκτασιν τῶν ἀνατολικῶν συνόρων ἀπὸ Κολχίδος μέχρι Μεσοποταμίας καὶ Συρίας. Ὁ Ἰουστινιανὸς τελικῶς ἔκλεισεν εἰρήνην μὲ τοὺς Πέρσας (562) ὑποχρεωθεὶς εἰς καταβολὴν χρηματικῆς ἀποζημιώσεως, ἀλλὰ καὶ ἐξασφαλίσας τὴν Λαζικὴν χώραν, ἐξ ἦς οἱ Πέρσαι ἀπεχώρησαν.

 Εἰρηνικὁν ἔργον τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ

Ὁ ᾽Ιουστινὶανὸς πρωτίστως ἐνδιεφέρθη διὰ τὴν νομοθετικὴν καὶ διοικητικὴν ἀνασύνταξιν. Τὸ νομοθετικὸν ἔργον τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ εἶναι ὅντως μέγα καὶ θὰ γίνῃ περὶ αὐτοῦ εἰδικὸς λόγος κατωτέρω (30).

῾Ο ᾽Ιουστινιανὸς ἐφρόντισεν ἐπίσης νὰ ἐξασφαλίσῃ τὴν ἀχανῆ αὐτοκρατορίαν του ἀπὸ τὰς ἐπιθέσεις τῶν βαρβάρων. Διὰ τοῦτο κατέβαλε συντόνους προσπαθείας νὰ τοὺς ἐκχριστιανίσῃ, ἐπὶ πλέον δὲ ἀνήγειρεν εἰς τὰ κυριώτερα συνοριακὰ σημεῖα πολυάριθμα φρούρια καὶ ὀχυρώματα, τὰ ὁποῖα ὠνόμασαν ᾽Ιουστινιάνεια . Τὰ ἐρείπα τούτων προκαλοῦν καὶ σήμερον τὸν θαυμασμόν μας. Ὁ σύγχρονος τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ ἱστορικὸς Προκόπιος βεβαιοῖ, ὅτι τὸ κολοσσιαῖον ἀμυντικὸ ἔργον τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ ἔσωσε πολλάκις τὴν αὐτοκρατορίαν.

Κατὰ μῆκος τῶν συνόρων ὁ Ἰουστινιανὸς ἵδρυσε σταθμούς, εἰς τους ὁποίους ἐγκατέστησεν εἰδικὰ στρατεύματα καὶ διὰ πρώτην φοράν ωρίσθη ὅπως οἱ διοικηταὶ τῶν συνοριακῶν περιφερειῶν στρατηγοί συγκεντρώσουν εἰς χεῖρας των τὴν στρατιωτικὴν καὶ πολιτικὴν ἐξουσίαν, ἐνῷ μέχρι τοῦδε ἡ διοίκησις τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους ἠκολούθει τὴν ρωμαϊκὴν ὀργάνωσιν, τὸν χωρισμὸν δηλαδὴ τῆς πολιτικῆς ἀπὸ τῆς στρατιωτικῆς ἐξουσίας.

᾽Εκτὸς τῶν ὀχυρωμάτων καὶ φρουρίων, τὰ ὁποῖα ἀνήγειρεν ὁ ᾽Ιουστινιανὸς εἰς τὰ σύνορα τοῦ κράτους, πλῆθος ἀπέραντον μεγάλων δημοσίων ἔργων εἶδε τὸ φῶς ἐπὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ. Οὐδεμία ἴσως ἄλλη περίοδος τῆς βυζαντινῆς ὶστορίας παρουσιάζει τόσην κτιριακὴν δραστηριότητα, ὅσην ἡ ἐποχή τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ. ᾽Εκτίσθησαν νέαι πόλεις, γέφυραι, ὁδοί, λουτρά, ξενοδοχεῖα, ὅπου κατέλυον οἱ ἄποροι ξένοι, ὑδραγωγεῖα, δεξαμεναί, δικαστήρια καὶ πρὸ πάντων μοναστήρια καὶ ἐκκλησίαι, ὡς ὁ ναὸς τῆς ῾Αγίας Σοφίας, περὶ τῆς ὁποίας γίνεται κατωτέρω ἐκτενέστερος λόγος ( 27).

᾽Επειδὴ ἡ διοίκησις τοῦ Βυζαντίου εἶχε μεγάλας ἀτελείας, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν ὑπῆρχεν ὁ ἀναγκαῖος ἔλεγχος, ὁ ᾽Ιουστινιανὸς, ἐλαβεν εἰδικὰ μέτρα πρὸς βελτίωσίν της. Ηὔξησε τοὺς μισθοὺς τῶν ὑπαλλήλων, διὰ νὰ μένουν ἀδέκαστοι καὶ ἀνεπηρέαστοι εἰς τὰ καθήκοντά των, καὶ ἑμείωσε τὸν ἀριθμὸν τῶν ὑπαλλήλων εἴς τινας ἐπαρχίας ὅπως περιορίσῃ τὰς δαπάνας. Εἰς τὰς ἀπομεμακρυσμένας ἐπαρχίας, ὡς εἴπομεν, ἀνετέθη ἡ στρατιωτικὴ καὶ πολιτικὴ ἐξουσία εἰς ἕν πρόσωπον, διὰ νὰ μὴ ζητοῦνται ἀπὸ τὴν πρωτεύουσαν κατευθύνσεις διὰ κάθε προκῦπτον ζήτημα.

᾽Επίσης ὁ ᾽Ιουστινιανὸς ἐπεδίωξὲ νᾲ ἀναπτύξῃ τὸ ἐμπόριον καὶ τὴν βιομηχανίαν. Τότε εἰσήχθη ἀπὸ τὴν Κίναν ἡ βιομηχανία τῆς μετάξης, ἡ ὁποία μεγάλως ἀνεπτύχθη εἰς τὴν Σύρίαν. Κατὰ τὸν Προκόπιον, τὸν μεταξόσπορον εἰς τὸ Βυζάντιον ἔφεραν μοναχοί. Ἡ μεταξουργία προσεπόρισε τεράστια κέρδη καὶ ἠσκεῖτο ἐλευθέρως ὑπὸ τῶν ἰδιωτῶν εἰς πολλὰς πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας, ὡς εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, Βέροιαν, Θήβας, Πάτρας, Κόρινθον κ.ἄ. Εἰς πολλὰς δἐ περιοχὰς ἐφυτεύθησαν μορέαι, ἰδίως εἰς τὴν δυτικὴν Πελοπόννησον, ἡ ὁποία ὠνομάσθη Μορέας καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ὅλη ἡ χερσόνησος.

Γενικῶς, ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ,τὸ Βυζαντινὸν κράτος ἔλαβε μεγάλην ἔκτασιν καὶ αἴγλην. ῾Η διὰ μίαν φορὰν ἀκόμη ἀνασὺστασις τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους καὶ ἡ ἀναδιοργάνωσις αὐτοῦ ἐστέφθησαν ὑπὸ ἐπιτυχίας καὶ κατέστησαν τὸ ὅνομα τοῦ Ἰουστινιανοῦ μέγα.

 Λογγοβάρδοι ἢ Δομβαρδοὶ

Οἱ μακροχρόνιοι πόλεμοι τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ ἐξήντλησαν τὸ κράτος οἰκονομικῶς καὶ στρατιωτικῶς. Ἄλλοι τώρα λαοὶ ἀρχίζουν τὰς ἐπιδρομάς των κατὰ τοῦ Βυζαντίνοῦ κράτους, ὡς οἱ γερμανικῆς καταγωγῆς ῎Ερούλοι , Γεπίδαι καὶ Λογγοβάρδοι .

᾽Εκ τούτων οἱ δύο πρῶτοι ἐξεχριστιανίσθησαν ἐπὶ ᾽Ιουστινιανοῦ, ὑπηρέτησαν δὲ ὡς στρατιῶται τὸ Βυζάντιον κατὰ τοὺς διαφόρους πολέμους. Οἱ Λογγοβάρδοι ἢ Λομβαρδοὶ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ ἐπὶ ᾽Ιουστινιανοῦ χριστιανοὶ καὶ ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς τὰς παρὰ τὸν Δούναβιν χώρας, ἐβοήθησαν δὲ ὡς μισθοφόροι τὸν στρατηγὸν Ναρσῆν κατὰ τὸν μακροχρόνιον πόλεμον ἐν ᾽Ιταλίᾳ.

῾Ο ᾽Ιουστινιᾳνὸς ἐπεχειρεῖ δι’ ἱεραποστόλων τὸν ἐκχριστιανισμὸν τῶν γειτονικῶν εἱδωλολατρικῶν ἐθνῶν καὶ διὰ λόγους καθαρῶς θρησκευτικοὺς, καὶ διὰ λόγους πολιτικούς, διότι ἐπίστευεν, ὅτι ἐκχριστιανιζόμενοι καθίσταντο φιλικώτεροι πρὸς τὸ Βυζαντινὸν κράτος.

Βραδύτερον, ὑπὁ τὴν πίεσιν τῶν Ἀβάρων, οἱ Λογγοβάρδοι κατήλθον εἱς τὴν ᾽Ιταλίαν μὲ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδιά των καὶ έγκατεστάθησαν ὁριστικῶς εἱς τὴν Β. ᾽Ιταλίαν, ἠ ὁποία ὑπ’ αὐτῶν ὠνομάσθη Λομβαρδία (569). Βαθμηδὸν δὲ οὗτοι κατῆλθον νοτιώτερον καί, μὴ εὑρόντες σοβαρὰν ἀντίστασιν παρὰ τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ, κὰτέλαβον εὐκόλως τὴν χώραν, ἐκτὸς τῶν ὠχυρωμένων πόλεων τῆς Ραβέννης, τῆς Ρώμης καὶ τῆς Νεαπόλεως.

Οἱ πάπαι, ὅπως ἀποκρούσουν,τοὺς ἐπιδρομεῖς, κατ’ ἀρχὰς ἐζήτησαν τὴν βοήθειαν τοῦ Βυζαντίου, βραδύτερον ὅμως ἕστράφησαν πρὸς τοὺς Φράγκους, οἱ ὁποῖοι εἷχον ἐκχριστιανισθῆ ἀφότου ὁ ἡγεμὼν αὐτῶν Χλωδοβῖκος ἔγινε χριστιανὸς (496). Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὁ λογγοβαρδικὸς κίνδυνος ὤθησε τοὺς πάπας, νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ Βυζάντιον καὶ νὰ στραφοῦν ὁρίστικῶς πρὸς τοὺς Φράγκους. Τὸ κράτος τῶν Λογγοβάρδων κατελύθη ὑπὸ τοῦ Καρόλου τοῦ Μεγάλου (774).

᾽Εκ τῆς ταχείας ὅμως καὶ ἀπροβλέπτου συστάσεως τοῦ Λομβαρδικοῦ κράτους εἰς τὴν ᾽Ιταλίαν ὁ ἐκεῖ εἰκοσαετὴς πόλεμος τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ (534 - 554 ) ἀπέβη διὰ τὸ Βυζάντιον ἀνωφελής. ῾Η προσωρινὴ ἀνάκτησις τοῦ Δυτικοῦ κράτους πολὺ ἐστοίχισεν εἱς στρατὸν καὶ χρῆμα· ἐξησθένησε δὲ τὴν φρούρησιν τῶν βορείων καὶ ἀνατολικῶν συνόρων τοῦ κράτους.

Σλάβοι

Οὗτοι, όρμώμενοι ἀπὸ τὸν Δούναβιν, ἔκαμνον ἐπιδρομὰς, κατὰ τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βυζαντίου καὶ όνομάζονται ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς Σκλαβηνοί , Σκλάβοι καὶ Σ λάβοι , ἔζων δὲ βίον ποιμενικόν.

Οἱ Σλάβοι δὲν ἦσαν πολεμικοὶ ὅσον οἱ Γερμανοὶ καὶ οι 0ὗννοι καὶ διὰ τοῦτο δὲν κατώρθωσαν νὰ ἱδρύσουν ἴδιον κράτος, ἀλλ’ ὑπετἀσσοντο εἰς ίσχυροτέρους λαούς. ῞Ενεκα τούτου τὸ ὅνομα σλάβος κατέληξεν νὰ σημαίνῃ τὸν δοῦλον ἡ τὸν αἰχμάλωτον. Κατὰ τὸν 6ον μΧ. αἰῶνα ἡρχισαν οἱ Σλάβοι νὰ ἀκολουθοῦν τοὺς ἑπιδρομεῖς Οὕννους καὶ Αβάρους εἰς τὰς πρὸς νότον τοῦ Δουνάβεως χώρας. ῾Η Θράκη καὶ ἡ νοτιωτέρα ῾Ελλὰς εἶδε πολλὰς καταστροφάς. ᾽Ιδίως φοβερὰ ἀπέβη ἡ ἐπιδρομὴ τοῦ ἔτους 540, ἡ ὁποία συνετρίβη πρὸ τῶν όχυρῶν τοῦ ᾽Ισθμοῦ τῆς Κορίνθου. Ἄλλοτε πάλιν οἱ ἑπιδρομεῖς προχώρησαν μέχρι τῆς Θεσσαλονίκης, τὴν ὁποίαν ἐδοκίμασαν νὰ καταλάβουν, ἀλλὰ ματαίως. Τὸ 559 ἠπείλησαν αὐτὴν τὴν Κωνσταντινούπολιν, ἀλλ’ ὁ Βελισάριος, καίτοι γέρων πλέον, ἀπώθησεν αὐτούς.

Οἱ Σλάβοι μετα τὴν παρακμὴν των Ἀβάρων κατά τὸν 7ον αίωνα, κατέρχονται μόνοι των εἰς τὴν Βαλκανικὴν καὶ ἐπιδίδονται εἰς μικροτέρας πολεμικὰς ἐπίχειρήσεις. Οὗτοι δὲν εἶχον πλήρη στρατιωτικὴν καὶ πολιτικὴν ὀργάνωσιν, ὥστε, ἀν καὶ κατεῖχον μέγα τμῆμα τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴν Γερμανίαν μέχρι τῶν Οὐραλίων ὀρέων, δὲν ἵδρυσαν κράτος, διότι δὲν εἶχον τὴν τύχην ν’ ἀποκτήσουν ἱκανοὺς ἀρχηγούς, ὡς οἱ Οὗννοι, οἱ Γότθοι κ.ἄ. Πολυάριθμοι Σλάβοι ἔζων εἰς τὴν σημερινὴν Ρουμανίαν, ἡ ὁποία δι’ αὐτὸ ὠνομάζετο καὶ Σκλαβηνία. Κατὰ τὸν 7ον αἱῶνα οἱ Σλάβοι εἰσέβαλον εἰς τὴν βόρειον Βαλκανικὴν καὶ ἀπὸ τοῦ 8ου αἱῶνος ἐγκατεστάθησαν μονίμως, ἰδίως εἱς τὴν ὑπαιθρον χώραν.

῾Η ζωὴ τῶν Σλάβων διήρχετο κυρίως εἰς τὸν στάβλον, τὸν ἀγρὸν ἢ τὸ ποίμνιον καὶ εἰς τούτους ὀφείλονται τὰ σλαβικὰ ἐν ῾Ελλάδι τοπωνύμια καὶ αἱ είσαχθεῖσαι εἰς τὴν ἑλληνικὴν σλαβικαὶ λέξεις, ὡς βελέντζα (μάλλινον κλινοσκέπασμα), γκοῦσα, κοτέτσι, ᾽Αράχοβα, Βοδενίτσα κ.ἄ. Ἡ διείσδυσις τῶν σλαβικῶν φυλῶν εἰς τὰς χώρας τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους κατὰ τὸ πλεῖστον ἔγινεν εἰρηνικῶς μὲ τήν μετακίνησιν τῶν ποιμνίων, ὅπως ἔγινε βραδύτερον ἡ διείσδυσις τῶν ἀλβανικῶν ποιμενικῶν φυλῶν, άλλ᾽, ὅπως εἴπομεν, δὲν ἔλειψαν καὶ σοβαραὶ πολεμικαὶ ἐπιδρομαί. Οἱ Σλάβοι ἔζων εἰς τὰς ὀρεινὰς περιοχάς, ἐλάχιστοι εἰς τὰς πεδιάδας, ὅπου εὑρίσκοντο ῞Ελληνες χωρικοί, οὐδέποτε δὲ εἰς τὰς πόλεις. Οὗτοι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ πληρώνουν φόρον εἰς τό Βυζαντινὸν κράτος, ὡς ὑποτελεῖς, ὁσάκις δὲ οἱ φόροι ἦσαν βαρεῖς, προεκάλουν ἀσημάντους ἀνταρσίας, αἱ ὁποῖαι ταχέως κατεπνίγοντο ἀπὸ τὰς αὐτοκρατορικὰς φρουράς. Βραδύτερον οἱ Σλάβοι ἔγιναν χριστιανοὶ καὶ ἐξηλληνίσθησαν εἰς τοιοῦτον βαθμόν,ὥστε κατὰ τοὺς μεταγενεστέρους χρόνους εὑρίσκομεν Σλάβους μαχομενους παρᾲ τὸ πλευρὸν τῶν ῾Ελλήνων.

᾽Εκ τῆς ἐγκαταστάσεως τῶν Σλάβων μερικοὶ ἱστορικοὶ ἐξήγαγον ἐσφαλμένα συμπεράσμᾳτα περὶ τῆς καταγωγῆς τῶν σημερινῶν ῾Ελλήνων καὶ ἱδίως τῶν κατοίκων τῆς Πελοποννήσου. Ἀλλὰ κυρίως εἷς Γερμανὸς λόγιος, ὀνόματι Φαλμεράϋερ, ὑπεστήριξεν, ὅτι οἱ σημερινοὶ ῞Ελληνες εἶναι ἀπόγονοι τῶν Σλάβων καὶ ἄλλων φυλῶν.

Ὁ Φαλμεράϋερ ἐμεγαλοποίησε τὰς τοπικὰς ἐπιμειξίας, αἱ ὁποῖαι ἄλλως τε δὲν λείπουν εἰς κανὲν ἔθνος, καὶ προεκάλεσε πολὺν θόρυβον. Δὲν ἐπρόσεξεν ἀκόμη, ὅτι τὸ ὅνομα Ἑλλὰς εἰς τοὺς Βυζαντινοὺς συγγραφεῖς εἶχε ποικίλην ἔκτασιν καὶ ἐνίοτε περιελάμβανε, τὴν μέχρι τοῦ Δουνάβεως Βυζαντινὴν χώραν, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς σημερινῆς Βουλγαρίας. Ἄλλο λάθος διέπραξεν ἐκλαβὼν μεταγενεστέρας εἰδήσεις περὶ ἐρημώσεως τῆς ᾽Αττικῆς ὡς ἀναφερομένας εἰς τοὺς χρόνους τῶν Σλάβων.

Πολλοὶ ῞Ελληνες καὶ Εὐρωπαῖοι ἱστορικοὶ ἀπέδειξαν ἐσφαλμένην τὴν θεωρίαν τοῦ Φαλμεράϋερ μὲ ἀδιάσειστα ἐπιχειρήματα.

῞Αβαροι

Ἄλλο σημαντικὸν γεγονὸς ἐπὶ τῆς βασιλείας τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ εἶναι ἡ ἐγκατάστασις ἑνὸς νέου μογγολικοῦ λαοῦ, τῶν ᾽Αβάρων, συγγενῶν τῶν Οὕννων, εἰς τὴν μεταξὺ Κασπίας θαλάσσης καὶ Εὐξείνου Πόντου χώραν. Τὸ 558 οἱ Ἄβαροι ἔστειλαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν τοὺς πρώτους πρέσβεις, οἱ ὁποῖοι ἔκαμαν τόσην ἐντύπωσιν, ὥστε, κατὰ τὸν Θεοφάνη (Χρονογρ. 1, 232 ), «πᾶσα ἡ πόλις συνέτρεχεν εἰς τὴν θέαν αὐτῶν, ὡς μηδέποτε ἑορακότες τοιοῦτον ἔθνος». Τὸν ἡγεμόνα των οἱ Ἅβαροι ὠνόμαζον Χάνον ἤ Χαγάνον . ῾Υπὸ γενναίους ἀρχηγοὺς κατώρθωσαν νὰ σχηματίσουν μέγα κράτος πρὸς βορρἅν τοῦ Δουνάβεως, διότι δὲν συνήντησαν ἀντίστασιν οὔτε ἀπὸ τοὺς Σλάβους οὔτε ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ Λογγοβάρδους. Οἱ τελευταῖοι μάλιστα, ὑπὸ τὴν πίεσιν τῶν Ἀβάρων, κατέφυγον εἰς τὴν ᾽Ιταλίαν.

Οἱ Ἄβαροι, ἐκμεταλλευόμενοι τὰς δυσχερείας τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὸν Περσικὸν πόλεμον (572 - 592), ἐζήτησαν χρήματα, τὰ ὁποῖα ἔλαβον ἔναντι τῆς στρατιωτικῆς των ὑπηρεσίας, διότι τὸ Βυζαντινὸν κράτος μετεχειρίσθη τοὺς Ἀβάρους ὡς συμμάχους του κατὰ τῶν Σλάβων. Ἀλλ’ ἐπειδὴ ἡ Αὐτοκρατορία ἦτο ἀπησχολημένη μὲ αἱματηροὺς καὶ μακροχρονίους πολέμους, οἱ Ἅβαροι ἐπεχείρουν ἀνενόχλητοι ἐπιδρομὰς εἰς τὰς βορείους ἐπαρχίας αὐτῆς, ἐπολιόρκησαν τἠν Θεσσαλονίκην καὶ ἠπείλησαν τὴν Κωνσταντινούπολιν τὸ 591, όπως καὶ βραδύτερον ἐπὶ ῾Ηρακλείου. Τέλος ὁ Βυζαντινὸς στρατὸς τοῦ Δουνάβεως περιώρισεν αὐτοὺς εἰς τὰς ἐκεῖθεν τοῦ ποταμοῦ χώρας.

Βραδύτερον ὁ βασιλεὺς τῶν Φράγκων Κάρολος ὁ Μέγας ἐνίκησεν ὁλοσχερῶς τοὺς Ἀβάρους (796), τῶν ὁποίων τὸ ὄνομα ἐξηλείφθη εἰς τὸ ἑξῆς ἀπὸ τὴν ἱστορίαν. Τὰ λείψανα τῶν Ἀβάρων ἀνεμείχθησαν μὲ τοὺς Εὐρωπαίους καὶ ἐξεχριστιανίσθησαν.

Οἱ διάδοχοι τοῦ ᾽Ιουστινιανοῦ

Ὁ ᾽Ιουστινιανὸς δὲν ὥρισεν ἐπισήμως τὸν διάδοχόν του, ἀλλ’ ὁ ἀνεψιός του ᾽Ιουστῖνος, ὁ κουροπαλάτης, ἀνηγορεύθη αὐτοκράτωρ ὡς Ἰουστῖνος Β’ (565 - 578), ἄνθρωπος ὑπερόπτης καὶ ἀσθενικῆς κράσεως. Πάντως ἐπεδίωξε μεγάλας οἰκονομίας καὶ περιώρισε τὰς χορηγίας πρὸς τοὺς ξένους λαοὺς καὶ διὰ τοῦτο ἐσημειώθη πραγματικὴ ἀνόρθωσις τῶν οίκονομικῶν ἐπὶ τῆς βασιλείας του.

Τοῦτον θανόντα διεδέχθη ὁ στρατηγὸς Τιβέριος (578 - 582), ὅστις ἐπὶ ᾽Ιουστίνου Β’ διέπρεψεν εἰς τοὺς πολέμους κατὰ τῶν Περσῶν, ἐτέλεσε δὲ θρίαμβον εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὅταν ὁ στρατηγός του Μαυρίκιος συνέτριψεν εἰς μάχην τοὺς Πέρσας. Τὸν Μαυρίκιον κατέστησε διάδοχον τοῦ θρόνου, δώσας σύζυγον εἱς αὐτὸν τὴν κόρην του Κωνσταντῖναν.

῾Ο Μαυρίκιος , (582 - 602) ἀνεδείχθη ἐξαίρετος ἡγεμών, ἐξασφαλίσας τὰ σύνορα τοῦ κράτους καὶ εἰς τὴν Εὐρώπην καὶ εἰς τὴν Ἀνατολήν. Οὗτος ἐτερμάτισε τὸν ἀπὸ τοῦ ᾽Ιουστίνου Β’ εἰκοσαετῆ πόλεμον κατὰ τῶν Περσῶν (572 - 592), καταστήσας βασιλέα των τὸν Χοσρόην Β’, ὅπως ἀπαλλάξῃ δὲ τὴν Βαλκανικὴν χερσόνησον ἐκ τῶν ἐπιδρομῶν τῶν Ἀβάρων καὶ τῶν Σλάβων, ἐνίσχυσε τὰ σύνορα εἰς τὸν Δούναβιν. ᾽Επὶ Μαυρικίου, ὁ στρατηγὸς Πρίσκος, ἔχων στόλον εἰς τὸν Δούναβιν, διεβίβαζε στρατὸν ὅπου παρίστατο ἀνάγκη καί, νικήσας ὁλοσχερῶς τοὺς Ἀβάρους, ἠνάγκασε τούτους νὰ συνάψουν εἰρήνην (600). Συμφώνως πρὸς τὴν εἰρήνην, ὡρίσθη ὁ Δούναβις ὡς «μεσίτης» (σύνορον) μεταξὺ τῶν Ἀβάρων καὶ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους. Ἁξιομνημόνευτον εἶναι ἐπίσης καὶ τὸ γεγονὸς τῆς ἐκτοπίσεως τῆς λατινικῆς γλώσσης, ὡς γλώσσης τοῦ κράτους, ὑπὸ τῆς ἑλληνικῆς.

Ὁ στρατὸς ὅμως, παρὰ τὰς νίκας, τὰς ὁποίας κατήγαγεν, εἶχε κουρασθῆ ἀπὸ τοὺς μακροχρονίους πολέμους καὶ ἐπανεστάτησεν, ἐπευφήμησε δὲ ὡς αὐτοκράτορα ἕνα ἄγνωστον μέχρι τοῦδε ἀξιωματικόν, τὸν Φωκᾶν, ὅστις, ἐλθὼν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν μὲ τὴν βοήθειαν τῶν Πρασίνων, ἐστέφθη αὐτοκράτωρ.

Ὁ Φωκᾶς (602 - 610), ἀνίκανος καὶ ἀπάνθρωπος ἤρχισεν εὐθὺς νὰ σκέπτεται, πῶς νὰ ἐξοντώσῃ τοὺς ἀντιπάλους του, ἰδίως τοὺς ἱκανοὺς στρατηγούς, διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ νὰ χάσῃ τὸν θρόνον. ῾Η ἐξουσία τούτου, ἐπεσώρευσεν εἰς τὸ κράτος συμφοράς.

Κατὰ τρόπον βάρβαρον καὶ ἄνανδρον ἐξώντωσε τὴν οἰκογένειαν τοῦ Μαυρικίου καὶ προεκάλεσε τὴν φρίκην τοῦ λαοῦ καὶ αὐτῶν τῶν φίλων του. Πολλοὶ στρατηγοὶ καὶ πολιτικοί, διὰ νὰ ἀποφύγουν τὴν σφαγήν, κατέφυγον εἰς μοναστήρια καὶ ἔγιναν μοναχοί, ἄλλοι δὲ συνεκεντρώθησαν πολὺ μακρὰν εἰς τὴν Καρχηδόνα καὶ ἤρχισαν νὰ μελετοῦν,τίνι τρόπῳ θ῍ ἀπηλλάσσοντο τοῦ Φωκᾶ, ἐνῷ ὁ Χοσρόης Β’, κατὰ πρόφασιν ἢ ἐξ εἰλικρινείας, ἐκδικούμενος τὸν φόνον τοῦ εὐεργέτου του, ἐκήρυξε τὸν πόλεμον, κατέλαβε τὴν Μεσοποταμίαν καὶ προεκάλει καταστροφάς.

῾Ο ἔξαρχος τῆς Καρχηδόνος ῾Ηράκλειος ἀνέλαβε τὴν ἀρχηγίαν τοῦ ἀγῶνος κατὰ τοῦ Φωκᾶ καὶ τὸν μὲν ἀνεψιόν του Νικήταν ἀπέστειλε μὲ στρατὸν διὰ ξηρᾶς νὰ καταλάβῃ τὴν Αἴγυπτον καὶ νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ἀποστολὴν σίτου εἱς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὸν δὲ υἱόν του ῾Ηράκλειον ἀπέστειλε μὲ στόλον κατ’ εὐθεῖαν κατὰ τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Οὐδεὶς ἀνέλαβε νὰ ὑποστηρίξῃ τὸν Φωκᾶν, ὅστις, συλληφθεὶς καὶ ἐξευτελισθείς, ἐκάη. Τὸ τὸλμημα τοῦ ῾Ηρακλείου ἐπροκάλεσεν ἐνθουσιασμὸν καί, κατὰ προτροπὴν τοῦ στρατοῦ καὶ τοῦ πατριάρχου Σεργίου, ἐστέφθη αὐτοκράτωρ.

 
ΕΛΕΝΗΣ - ΒΟΥΖΑΡΕΛΗ ΜΑΡΙΝΑΚΟΥ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ


DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him