Αἱ Γ΄ καὶ Δ΄ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι (431, 451)


επιμελεία του
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-φιλολόγου-



Αἱ δύο αὗται σύνοδοι διετύπωσαν εἰς δόγμα τὴν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὅτι αἱ δύο αὗται φύσεις εἶναι ἡνωμέναι εἰς τὸν Χριστὸν ἀδιαιρέτως καὶ ἁρμονικῶς.

Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, συγκληθεῖσα τὸ 431 εἰς τὴν Ἔφεσον ὑπὸ τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ, κατεδίκασε τὸν αἱρετικὸν ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριον , ὁ ὁποῖος ὑπεστήριζεν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἐγέννησε τὸν Χριστὸν ἄνθρωπον καὶ μετὰ τὴν γέννησιν ἡνώθη μὲ τὸν Χριστὸν ἄνθρωπον ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ὠνόμαζε τὴν Παναγίαν Χριστοτόκον καὶ ὄχι Θεοτόκον. Ἡ Σύνοδος κατεδίκασε τὸν Νεστόριον καὶ ὥρισεν ὅτι ὀρθῶς ἡ Παναγία ὀνομάζεται Θεοτόκος, διότι ἐγέννησε τὸν Χριστὸν Θεόν. Ἐντελῶς ἀντίθετον πρός τὴν διδασκαλίαν τοῦ Νεστορίου ἐδίδασκον οἱ Μονοφυσῖται. Αὐτοὶ ἐδίδασκον ὅτι μετὰ τὴν ἐνανθρώπησιν δὲν πρέπει πλέον νά γίνεται λόγος περὶ δύο φύσεων εἰς τὸν Χριστόν, ἀλλὰ περί μιᾶς, δηλαδὴ τῆς θείας φύσεως, ἡ ὁποία ἀπερρόφησε τὴν ἀνθρωπίνην.

Ἡ Δ΄ Σύνοδος συγκληθεῖσα ἐν Χαλκηδόνι τὸ 451 ὑπὸ τοῦ Μαρκιανοῦ καὶ τῆς Πουλχερίας, κατεδίκασε τὴν ἀντίθετον πρὸς τὴν Νεστοριανὴν αἱρετικὴν διδασκαλίαν τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει πρεσβυτέρου Εὐτυχοῦς, ὁ ὁποῖος ἐδίδασκεν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶχε μόνον μίαν φύσιν, τὴν θείαν· ἡ ἀνθρωπίνη φύσις, ἔλεγεν ὁ Εὐτυχής, ἀπερροφήθη ἀπὸ τὴν θείαν καὶ ἑπομένως ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε μόνον Θεὸς καὶ φαινομενικῶς ἄνθρωπος.

Οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Εὐτυχοῦς ὠνομάσθησαν Μονοφυσῖται. Καὶ μετὰ τὴν καταδίκην των ὑπὸ τῆς Συνόδου ἐπέμειναν εἰς τὴν αἵρεσιν καὶ ἔγιναν ἀφορμὴ πολλῶν ταραχῶν. Τελικῶς ἀπεχωρίσθησαν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί, ὑποστηριχθέντες βραδύτερον ὑπὸ τῶν Ἀράβων ἀπετέλεσαν ἰδικάς των Ἐκκλησίας. Τοιαῦται Μονοφυσιτικαὶ Ἐκκλησίαι εἶναι ἡ τῶν Ἰακωβιτῶν τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης, ἡ τῶν Ἀρμενίων, ἡ Ἐκκλησία τῶν Κοπτῶν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀβησυνίας.

Οι Άγιοι Μαρκιανός και Πουλχερία οι βασιλείς 

 

Η Αγία Πουλχερία γεννήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 399 μ.Χ. και ήταν θυγατέρα των βασιλέων Αρκαδίου (395- 408 μ.Χ.) και Ευδοκίας και αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408 - 450 μ.Χ.). Το έτος 414 μ.Χ. η Πουλχερία αναγορεύθηκε Αυγούστα και ανέλαβε την εξουσία του κράτους. Ήταν ευσεβέστατη, πλήρης σωφροσύνης, χρηστότητος και σοφίας.
Όταν, κατά το έτος 429 μ.Χ., ο Πατριάρχης Νεστόριος (428 - 431 μ.Χ.) παρουσίασε τη γνωστή αίρεσή του, επικεφαλής των αντιπάλων του τάχθηκε ο Άγιος Κύριλλος, Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (τιμάται 18 Ιανουαρίου και 9 Ιουνίου). Και ο μεν Θεοδόσιος, έχοντας ήδη αναλάβει την βασιλική αρχή, υποστήριζε τον αιρεσιάρχη Νεστόριο, ωθούμενος από τον Χρυσάφιο, η δε Πουλχερία ήταν με το μέρος του Αγίου Κυρίλλου και κατόρθωσε να πείσει τον αδελφό της να συγκαλέσει την Γ' Οικουμενική Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα, το έτος 431 μ.Χ. και καταδίκασε τους αιρετικούς.
Η Αγία νυμφεύθηκε τον Μαρκιανό, ο οποίος καταγόταν από τη Θράκη και στις 25 Αυγούστου του 450 μ.Χ. διαδέχθηκε στον θρόνο τον αδελφό της Θεοδόσιο Β'. Ωστόσο η πολιτική κατάσταση ήταν ταραγμένη. Είχε ήδη γίνει στο προηγούμενο έτος η ληστρική Σύνοδος της Εφέσου, που εξόρισε τον Πατριάρχη Άγιο Φλαβιανό (τιμάται 16 Φεβρουαρίου) και η Ορθόδοξη Εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Ευτυχούς. Οι δύο ευσεβείς βασιλείς συγκάλεσαν τότε στη Χαλκηδόνα, το έτος 451 μ.Χ., την Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις αιρετικές δοξασίες του Ευτυχούς και του Διόσκουρου.
Η Αγία Πουλχερία κοιμήθηκε με ειρήνη στις 10 Σεπτεμβρίου 453 μ.Χ. και ο Άγιος Μαρκιανός το έτος 457 μ.Χ.


ΑΙ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΚΑΙ ΕΡΙΔΕΣ

ΕΠΙ τῇ βάσει τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως ἡ Ἐκκλησία διδάσκει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, Υἱὸς τοῦ Θεοῦ μονογενής, δηλαδὴ ὁ μόνος, ὅστις δέν ἐδημιουργήθη, ἀλλ᾽ ἐγεννήθη ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός, καὶ ὅτι εἶναι συνεπῶς ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα, Θεὸς ἀληθινὸς ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς κατὰ μὲν τὴν θεότητα εἶναι ὁμοούσιος πρὸς τὸν Πατέρα, κατὰ δὲ τὴν ἀνθρωπότητα ὁμοούσιος πρὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ τέλειος κατὰ πάντα ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἄνευ ἁμαρτίας (Ἰωάν. Η΄ 46, 2 Κορ, Ε΄ 21, 1 Πέτρ, Β΄ 22). Συνεπῶς πιστεύομεν ὅτι ἐν τῷ Κριστῷ ἡνώθησαν αἱ δύο φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη, ἀλλὰ κατὰ τοιοῦτον τρόπον, ὥστε οὐδεμία ἐκ τούτων ὑπέστη ἀλλοίωσίν τινα. Ἐν τῷ Χριστῷ ἔχομεν ἐν πρόσωπον μὲ δύο φύσεις, αἱ ὁποῖαι ἡνώθησαν ἀσυγχύτως, ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως.
Ὅπως ὑπάρχουν ἐν αὐτῷ δύο φύσεις, τοιουτοτρόπως διακρίνονται καὶ δύο θελήσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρωπίνη, χωρὶς νὰ ἀντιτίθηται ἡ μία πρὸς τὴν ἄλλην, διότι ἡ ἀνθρωπίνη θέλησις ὑποχωρεῖ καὶ ὑποτάσσεται πάντοτε εἰς τὴν θείαν (Ματθ. ΚϚ΄ 39).
Διὰ τὸ πρόσωπον τοῦ Κυρίου εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς ἔγιναν πολλαὶ ἔριδες καὶ συζητήσεις, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ὁ Προφήτης Συμεὼν εἶχε, προΐδει, ὅταν ἀπεκάλει τὸν Ἰησοῦν « σημεῖον ἀντιλεγόμενον » (Λουκ. Β΄ 35).
Αἱ ἔριδες αὗται ὀνομάζονται χριστολογικαὶ καὶ αἱ σπουδαιότεραι εῖναι ἐκεῖναι, αἱ ὁποῖαι ἀνέκυψαν ἐκ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τοῦ Νεστορίου , ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ Εὐτυχοῦ ς, ἀρχιμανδρίτου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ τῶν Μονοθελητῶν .
Ὁ Ἄρειος ἐδίδασκεν ότι ὁ Χριστὸς εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρὸς καὶ ὡς κτίσμα ὑπῆρχε καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον δὲν ἦτο ὁ Χριστός. Μὲ τὴν τοιαύτην διδασκαλίαν του ἠρνεῖτο ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁμοούσιος τῷ Πατρὶ καὶ αἰώνιος καὶ προσέδιδεν εἰς τὴν χριστιανικὴν θρησκείαν εἰδωλολατρικὸν χαρακτῆρα, διότι ἡ λατρεία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἦτο κτισματολατρεία.
Ὁ Νεστόριος ἐχώριζε τὰς δύο ἐν τῷ Χριστῷ φύσεις καὶ ἐδίδασκεν ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία ἐγέννησεν οὐχὶ τὸν Θεὸν Λόγον, ἀλλὰ τὸν ἀνθρωπίνην μόνον φύσιν ἔχοντα Χριστόν διὰ τοῦτο καὶ τὴν ἀπεκάλει Χριστοτόκον καὶ οὐχὶ Θεοτόκον.
Ὁ Εὐτυχὴς ἐδίδασκεν ὅτι ἐν τῷ Χριστῷ ἀπέμεινε μόνον ἡ θεία φύσις, ἡ ὁποία ἀπερρόφησε τὴν ἀνθρωπίνην.
Τέλος ὁ Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Κύριλλος καὶ ἕπειτα πολλοὶ ἄλλοι, θελήσαντες καθ’ ὑπόδειξιν τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου νὰ ἐλκύσουν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τοὺς Μονοφυσίτας τῆς Αἰγύπτου, παρεδέχοντο μίαν μόνον θέλησιν ἑν τῷ Χριστῷ.
Κατὰ τῶν τοιούτων πεπλανημένων διδασκαλιῶν, διὰ τῶν ὁποίων διεστρέφετο ἡ περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῆς Παραδόσεως, ἀντετάχθη ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία, καθοδηγουμένη ὑπ῟ τοῦ ἐν αὐτῇ ἐνοικοῦντος ἀγίου Πνεύματος, διετύπωσε τὴν περὶ Χριστοῦ πίστιν καὶ διδασκαλίαν της διὰ τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄ καὶ Ϛ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ πίστις αὕτη, ἡ ὁποία διετυπώθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας διὰ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, περιλαμβάνεται συντόμως εἰς τὰ ἄρθρα β΄ - ζ΄ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τὰ ὁποῖα ἀνεφέραμεν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ παρόντος κεφαλαίου.
Ὅπως βλέπομεν, αἱ περισσότεραι Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι ἀπησχολήθησαν μὲ τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα μὲ τὴν θεότητά του, διότι ἡ πίστις εἰς τὸν Χριστόν, ὡς Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Θεόν μας, ἀποτελεῖ τὸν ἀκρογωνιαῖον λίθον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου στηρίζεται ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας καὶ « πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν » (Ματθ. ΙϚ΄ 18).




DMCA.com Protection Status


author image

About the Author

This article is written by: Φιλόλογος Ερμής - He has already written over 2.200 articles for Φιλόλογος Ερμής. He has Graduate Diploma in Classical Philology, Postgraduate Diploma in Applied Pedagogic, and is Candidate Doctor(Dph) of Classical Philology. Stay touch with him or email him