Ἐθίζουν την νεολαία εἰς το σάπιο καί το παρακμιακό




επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν





Επ’ αφορμή του παραλλήλου κειμένου
των φετινών εξετάσεων εις το μάθημα
της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Αυτό το βράδυ, η Ρηνούλα δεν κοιμήθηκε. Σαν ένας πυρετός γλυκός,
της μέλωνε τα μέλη. Όλη νύχτα, μέχρι το πρωί, το αίμα της, πρώτη φορά,
της τραγουδούσε, φανερά, τόσο ζεστά τραγούδια…Κι όταν, προς τα
χαράματα, την πήρε λίγος ύπνος, είδε πως ήταν μέσα σ΄ ένα δάσος, −ένα
μεγάλο δάσος γαλανό, μ’ ένα πλήθος άγνωστα κι αλλόκοτα λουλούδια.
Περπατούσε, λέει, μέσ’ στην πρασινάδα, σκυμμένη, και με κάποια δυσκολία,
χωρίς, όμως αυτό, να συνοδεύεται κ ι απ’ τη συνηθισμένην αγωνία, που
συνοδεύει κάποιους εφιάλτες. […]Και την ίδια τη στιγμή, χωρίς ν’ αλλάξει
τίποτε, μια μελωδία σιγανή γεννήθηκε κ ι απλώθηκε, σαν ένα κόρο1
από γνώριμες φωνές, που, μέσα τους, ξεχώριζε γλυκιά και δυνατή, την ήμερα παθητική και πλέρια του Σωτήρη! Κι η φωνή δυνάμωνε, δυνάμωνε, και σε λίγο σκέπασε και σκόρπισε τις άλλες, −κι έμεινε μονάχη και κυρίαρχη,
γιομίζοντας τη γη, τον ουρανό, γιομίζοντας το νου και την καρδιά της!....
Κι είχ’ ένα παράπονο βαθύ, η χιμαιρική αυτή φωνή, − κι έμοιαζε μ’ ένα χάδι
τρυφερό, λησμονημένο, γνώριμο, κι απόκοσμο! Κι η ψυχή της έλιωνε βαθιά,
σαν το κερί, σβήνοντας σε μια γλύκα πρωτογνώριστη, σε μια σπαραχτική,
πρωτοδοκίμαστη, και σαν απεγνωσμένη, νοσταλγία! Και καθώς ήταν έτοιμη
να σβήσει, και να λιώσει, πίστεψε πως ήταν πια φτασμένη στον παράδεισο…
Κι η Ρηνούλα ξύπνησε με μιας, σα μεθυσμένη, −και κρύβοντας το
πρόσωπο μέσ’ στο προσκέφαλό της, μην τύχει και τη νιώσουν από δίπλα,
ξέσπασε σ’ ένα σιγανό παράπονο πνιγμένο…
Ν. Λαπαθιώτης, Κάπου περνούσε μια φωνή,
Εκδόσεις Ερατώ, Αθήνα 2011, σ. 71-73

Τώρα πια ξέρουμε που οδηγούν την παιδεία και μέσω αυτής την νεολαία. Στην παρακμή. Ένα κράμα απόλυτης παρακμής και δυσωσίας, αναβλύζει από όλα τα αναγνώσματα που με το στανιό επιθυμούν να εθίσουν την μαθητιώσα νεολαία. Η συνεχής όσμωση με κείμενα του βούρκου και του σαθρού, θα την κάνει να θεωρεί αυτά φυσιολογικά αλλά και το ενάρετο και ιδεώδες κάτι ξένο προς αυτήν. Άνθρωποι των τεκέδων, ομοφυλόφιλοι, αριστερολάγνοι, άνθρωποι που ζητούν δημοσίως να τους διαγράψουν από τα κατάστιχα της Ορθοδοξίας, είναι τα ινδάλματα εκείνων που καθοδηγούν τα εκπαιδευτικά πράγματα. Τελευταία ανίερη πράξη τους η σύγκριση του ιερού Σολωμού με έναν παρακμιακό ποιητάκο διεστραμμένο του μεσοπολέμου τον Λαπαθιώτη, στις Πανελλήνιες εξετάσεις.
Θαυμάστε το σαθρό ιδεολογικό και ηθικό αξιολογικό υπόβαθρο αυτών που δίδουν στα παιδιά μας για να τους έχουν ως πρότυπο. Και απορήστε που πια κανείς δεν μιλά και δεν εναντιώνεται σ’ αυτήν την επιχείρηση καθίζησης στην σαπίλα των ψυχών των νέων


 ***

Η ποίηση της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας χαρακτηρίζεται από μια ροπή προς την εξομολόγηση, τον χαμηλόφωνο λυρισμό και την έκφραση μιας απαισιόδοξης οπτικής που εκφράζει κυρίως τη δύσκολη σχέση τέχνης και κοινωνικής πραγματικότητας. Αρκετοί από τους νέους ποιητές, εκείνους δηλαδή που εμφανίζονται στις παραμονές ή στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, προβάλλουν το αίτημα της αυτονομίας της τέχνης, ένα αίτημα που δεν έχει χαρακτηριστικά ελιτισμού, παρά συνδέεται αφενός με την αμφισβήτηση των παγιωμένων ιεραρχήσεων στον χώρο της λογοτεχνίας και αφετέρου με την κριτική των κοινωνικών συμβάσεων. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με πληροφορίες για την αντικομφορμιστική στάση τους απέναντι στη ζωή ή και τον πρόωρο θάνατο ορισμένων, επηρέασαν και την κριτική αποτίμηση του έργου τους. Κατηγορήθηκαν για ηττοπάθεια, παραίτηση και διάθεση φυγής από την πραγματικότητα, επικρίθηκαν γιατί η ποίησή τους δεν εμπνέεται από μεγάλες ιδέες και δεν υποστηρίζει εθνικά οράματα. «Ποιητές της διάλυσης», της«απιστίας», της «άρνησης περισσότερο παρά της θέσης», θα τους χαρακτηρίσει ο Κ. Θ. Δημαράς, ενώ ο Λίνος Πολίτης θα τους εντάξει φιλολογικά στο σχήμα της παρακμής:

Η γενιά του 1920 καλλιέργησε σε πολλούς τόνους το αίσθημα αυτό του ανικανοποίητου και της παρακμής. Οι ποιητές –décadents ή intimistes– είναι πολλοί, σχηματίζουν μποέμικες φιλολογικές συντροφιές σε καφενεία και δημοσιεύουν τους στίχους τους σε λιγόζωα περιοδικά. Ο Κ. Θ. Δημαράς και ο Λ. Πολίτης πάντως δεν χρησιμοποιούν τον όρο νεορομαντικοί και, όπως έδειξε και η μελέτη του Ευγένιου Ματθιό-πουλου, η πρόσληψη του νεορομαντισμού στην Ελλάδα είναι υπόθεση του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Οι ποιητές που δημιουργούν κυρίως λίγο πριν το 1920 και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής έχουν επιλεκτικές συγγένειες με τον συμβολισμό, ενώ ιδεολογικά και συναισθηματικά νιώθουν κοντά σε αυτό που περιγράφεται από τους ιστορικούς και τους θεωρητικούς της τέχνης ως πνεύμα της παρακμής. Η πρώτη αναφορά στην παρακμή, ως ελληνική απόδοση της déca-dence, εντοπίζεται τον Δεκέμβριο του 1879 στο περιοδικό Εστία.
Πρόκειται για το κείμενο του Άγγελου Βλάχου «Η φυσιολογική σχολή και ο Ζολά. Επιστολή προς επαρχιώτην», στο οποίο επικρίνεται σφοδρά ο νατουραλισμός με αφορμή την πρόσφατη μετάφραση της Νανάς του Ζολά:«Η σχολή αυτή ουδέν άλλο είναι […] ή η εσχάτη της παρακμής ακμή, αναληθεύει –και αληθεύει, σημείωσαι– η λέξις décadence, διά της οποίαςομόφωνοι πάντες οι σύγχρονοι σπουδαίοι κριτικοί χαρακτηρίζουσι τηνσημερινήν φιλολογικήν παραγωγήν της Γαλλίας». Βεβαίως εδώ δεν θα μας απασχολήσει η διαδρομή του όρου παρακμή στη νεοελληνική κριτική, αλλά η σύνδεσή της με τη λεγόμενη γενιά του 1920. Επίσης, για το ευαίσθητο ζήτημα των χαρακτηρισμών (νεορομαντικοί, νεοσυμβολιστές, μετασυμβολιστές) που αποδίδονται συνολικά στους ποιητές αυτής της περιόδου χρειάζεται μια ειδικά προσανατολισμένη έρευνα. Στη μελέτη μου θα επιχειρήσω να θίξω ορισμένα ζητήματα που αφορούν στη λογοτεχνία της παρακμής, αξιοποιώντας κυρίως πρόσφατες μελέτες που αναψηλαφούν την υπόθεση, μέσα από νεότερες οπτικές. Από το πρώιμο Spleen (1912) του Κώστα Ουράνη έως τα Ελεγεία καιΣάτιρες (1927) του Κ. Γ. Καρυωτάκη, η ποίηση του Μπωντλαίρ, αλλά και οι γάλλοι παρακμιακοί, συμβολιστές και φανταιζίστ, από τον Πωλ Βερλαίν έως τον Ζυλ Λαφόργκ, αποτελούν προνομιακό πεδίο αναφοράς τωννέων ποιητών. Έτσι, οι παρατηρήσεις του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου γιατην ποίηση του Κώστα Ουράνη θα μπορούσαν να ισχύουν σχεδόν για τοσύνολο των νέων ποιητών της δεκαετίας του 20:
Η γαλλική ποίηση του καιρού του έχει καταντήσει ανάσα του πια. Ο προσεκτικός ερευνητής θ’ ανακαλύψει σε πυκνές περιπτώσεις επιδράσεις. Οι«καταραμένοι» κι οι «εφιαλτικοί», οι «άρρωστοι ποιητές», οι «παρακμίες»,καθώς τους είπανε, μπολιαστήκανε στην ανήσυχη φλέβα του, ταξιδεύουν στην καρδιά του, στο νου και στα χείλη του. Αφήνεται στο λεύτερο στίχο[…], νοσεί την αρρώστια του αιώνα, την πλήξη, την αναίτια νοσταλγία, την αίσθηση του κενού.
Ο Κώστας Στεργιόπουλος, ένας συστηματικός αναγνώστης της ποίησης αυτής της δεκαετίας, στην εκτίμησή του για το πνεύμα της παρακμής που επηρεάζει την εποχή, κινείται στο ίδιο κριτικό πλαίσιο. Μάλιστα θεωρεί ότι σε όλους –εκτός από τον Άγρα– η εποχή τούς επιβάλλεται χωρίς εκείνοι να μπορούν να αντιδράσουν:

Σε κανέναν άλλο εκτός από τον Άγρα δεν συναντάμε τέτοιο πνευματικό υπόστρωμα […]. Οι άλλοι είναι η εποχή: η πλήξη, ο υπερκορεσμός απ’ το κυνηγητό των συγκινήσεων. […] Η αγωνία τους έχει προέλευση ζωϊκή. […] Ο Καρυωτάκης, ο Λαπαθιώτης, ο Ουράνης, ποιος πολύ, ποιος λίγο, ήταν φορείς του πνεύματος της παρακμής – και σαν τέτοιοι δεν προβληματίζονταν ιδεολογικά, αλλά το πραγματοποιούσαν αυτό το πνεύμα, και με τη ζωή τους και με το έργο τους. Η κριτική του πνεύματος της παρακμής στην Ελλάδα διαμορφώνεται με όρους παθογένειας, όπως άλλωστε συνέβαινε σε μεγάλο βαθμό και στην Ευρώπη. Αυτό συμβαίνει κυρίως επειδή η λογοτεχνία αυτή προσλαμβανόταν για πολλά χρόνια διαμεσολαβημένη από την οπτική του Max Nordau στο βιβλίο του  Entartung που εκδόθηκε το 1892, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες.

Ο εβραϊκής καταγωγής γερμανόφωνος γιατρός και συγγραφέας αντιμετωπίζει με όρους παθογένειας λογοτέχνες όπως ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Βερλαίν και ο Ουάιλντ συσχετίζοντας την καλλιτεχνική παρακμή με την παραφροσύνη, την εγκληματικότητα, τη σωματική κατάπτωση και τη σεξουαλική παρέκκλιση. Όπως δείχνουν πρόσφατες έρευνες, ακόμα και σοβαρές μελέτες όπως για παράδειγμα το The Romantic Agony του Praz και το  LImaginaire décadent του Pierrot, δεν είναι απολύτως απαλλαγμένες από την επίδραση αυτής της προσέγγισης.

Παρατηρεί ο Philippe Winn, επιχειρώντας να ορίσει το πνεύμα και τις βασικές αρχές αυτού που ονομάστηκε παρακμιακότητα ή παρακμή:
Είναι η εμφάνιση μιας αισθητικής που ξεκινά να διαδίδεται από ορισμένα έργα των Πόε, Μπωντλαίρ, Ντε Κουίνσι και Φλωμπέρ, και η οποία αποκρυσταλλώνεται στο  À rebours του Υισμάν: το ευαγγέλιο της παρακμής. Με λίγα λόγια η παρακμή είναι η καλλιτεχνική έκφραση της αισθητικής, η οποία γεννημένη από ένα πεσιμισμό, αναπτύσσεται στα τελευταία είκοσι χρόνια του19ου αιώνα και της οποίας οι βασικές αρχές περιλαμβάνουν κυρίως: άρνηση των κατεστημένων αξιών, αντίθεση στις παραδοσιακές αντιλήψεις για τη γυναίκα, την υγεία, τη φύση, εξύμνηση της νευροπάθειας, των ναρκωτικών, του ανδρόγυνου και κυρίως της τέχνης.
 Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1880 ο χαρακτηρισμός ενός καλλιτέχνη ως παρακμιακού προσλαμβάνεται αρνητικά από το αναγνωστικό κοινό, και γι’ αυτό ο Ζαν Μορεάς νιώθει υποχρεωμένος το 1886 να ξεκαθαρίσει τη θέση του ως καθαρός συμβολιστής: «Πρώτος εγώ διαμαρτυρήθηκα για το επίθετο παρακμιακοί που μας κόλλησαν, και εγώ πρόβαλα την ίδια εποχή το συμβολιστές».
Αν στην ποίηση επιλέγεται ο όρος συμβολισμός, στην πεζογραφία έχουμε μια άλλη πρόταση αντικατάστασης του όρου παρακμή με τον όρο αισθητισμός. Ο Albert Farmer στη διατριβή του  Le mouvement esthétique et “décadent” en Angleterre (1873-1900) μια πρώτη συστηματική φιλολογική μελέτη του θέματος– επιχειρεί ακριβώς να αντικαταστήσει τον όρο παρακμή με τον όρο αισθητισμός, για να ξεπλύνει το κίνημα από τις αρνητικές συνδηλώσεις του, π.χ., ομοφυλοφιλία και διαστροφή. Στην Ελλάδα οι ενστάσεις για την ποίηση, που κινείται στο πλαίσιο του συμβολισμού και χρωματίζεται από το πνεύμα της παρακμής, εκφράστηκαν έντονα και από τον Φώτο Πολίτη, ο οποίος το 1922 αναφέρεται στον «άκρατο ατομικισμό», και στη «βλαβερή τάση της υποκειμενικής ποιήσεως» που δυναστεύει τη νέα γενιά των ποιητών, στην οποία καθρεφτίζεται «η λογική συνέπεια της φρικώδους παρακμής». Λίγα χρόνια αργότερα, ο Γ. Θεοτοκάς, στο Ελεύθερο Πνεύμα (1929) επιλέγει ως στόχο τον Κ. Π. Καβάφη, για να καταδικάσει το πνεύμα της παρακμής, που κυριαρχεί στην ποίηση των νέων:
Ο κ. Καβάφης είναι το αποκορύφωμα της τάσης της ελληνικής ποίησης προς το θάνατο. Το έργο του δεν είναι μια αναμονή ή μια πρόσκληση του θανάτου, αλλά ο ίδιος ο θάνατος που επιτέλους ήρθε. […] Είναι ένας νικημένος που δεν τόλμησε να πολεμήσει […]. Είναι ένα όνειρο χασισοποτείου, χωρίς καμιά γενναιότητα και καμιά έξαρση, ένα μείγμα υπναλέας διαστροφής και αθεράπευτου κορεσμού. […]Η έλλειψη πίστης στη ζωή χαρακτηρίζει σχεδόν ολόκληρη τη νεανική ποίηση των τελευταίων είκοσι ετών, εκφρασμένη άλλοτε ως απογοήτευση αποτυχημένων υπάρξεων, άλλοτε ως δειλία και άλλοτε ως ήττα. Δεν υπάρχουν στις νεότερες ποιητικές γενιές Σολωμοί και Παλαμάδες.
Οπωσδήποτε οι αρνητικές κρίσεις που συνοδεύουν και τους έλληνες λογοτέχνες, τους θεωρούμενους ως εκφραστές της παρακμής, από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έως τον Κώστα Καρυωτάκη, συσκότισαν τη σημασία της συμβολής τους στο λογοτεχνικό πεδίο και επηρέασαν την αξιολόγηση του έργου τους. Στη δεκαετία του 1930 και μεταπολεμικά θα γίνουν κοινός τόπος, τόσο από τον μαρξιστικό, όσο και από τον αστικοφιλελεύθερο ιδεολογικό χώρο. Ο Γιώργος Αράγης, ένας από τους κριτικούς που συνέβαλαν –τα τελευταία χρόνια– στην επανεκτίμηση της ποιητικής τους δημιουργίας, θεωρεί ότι οι ποιητές της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας έχουν μια ελεύθερη και επιλεκτική επικοινωνία με τον συμβολισμό, και πολύ μικρή έως ανύπαρκτη σχέση με τον ρομαντισμό, και τους αποδίδει τα εύσημα της πρωτοτυπίας και της νεοτερικότητας. Ταυτόχρονα όμως αισθάνεται την ανάγκη να τους υπερασπιστεί από τη «ρετσινιά του παρακμία»:
Στους […] ποιητές του ’20 συναντούμε ποιήματα με σαφέστερα κοινωνικό περιεχόμενο. Και μάλιστα σε μερικά από τα καλύτερά τους. Κορυφαίος βέβαια ανάμεσά τους ο Καρυωτάκης, που στον τομέα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα κορυφαίο παράδειγμα κοινωνικού ποιητή. Ας ειπωθεί εδώ πως ο πραγματισμός και η κοινωνική ευαισθησία των ποιητών του ’20 αποτελεί την καλύτερη απάντηση για όσους, μεταφέροντας αυθαίρετα ένα χαρακτηρισμό που αφορά μια υποομάδα γάλλων συμβολιστών, τους πέταξαν αστόχαστα τη ρετσινιά του παρακμία.
Τελικά το ζήτημα δεν είναι να αρνηθούμε τη σχέση τους με ένα υπαρκτό ιδεολογικό-αισθητικό ρεύμα («κίνημα», «πνεύμα» ή «τάση», όπως και αν το ορίσουμε), παρά το πώς ερμηνεύουμε τη δυναμική αυτής της σχέσης. Η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση για το θέμα της παρακμής από την πλευρά του μαρξιστικού χώρου, εστιασμένη στην ποίηση του Καβάφη και του Καρυωτάκη, αλλά και του Βάρναλη, γίνεται το 1955 στην Επιθεώρηση Τέχνης
. Στη συζήτηση αυτή η παρέμβαση του Μανόλη Λαμπρίδη άνοιξε τον δρόμο για πιο αντικειμενικές ερμηνείες, και δίκαια θεωρείται σήμερα σαν ένα από τα σημαντικά βήματα στην ιστορία της ελληνικής κριτικής σκέψης. Στην ανάλυση του Λαμπρίδη η παρακμή δεν αντιμετωπίζεται ως ένα ξεπερασμένο μοντέλο ιδεολογίας και αισθητικής που ενέπνευσε έργα άχρηστα και κενά νοήματος, αλλά ως κριτική της κυρίαρχης ιδεολογίας με ανατρεπτική προοπτική:
Ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης […] δεν είναι ποιητές της ιδεολογίας των κλονιζομένων κυριάρχων. […] Εκφράζουν την παρακμή απέξω. Η στάση τους είναι αποδοκιμασία, χλευασμός, μυκτηρισμός των «αξιών», περιφρόνηση και αηδία. Δεν ανήκουν ηθικά στην άρχουσα τάξη και δεν την εκπροσωπούν καλλιτεχνικά. Βρίσκονται αντιμέτωποί της – και όταν ακόμα στέκονται στο κενό, είτε γιατί το κενό υπάρχει αντικειμενικά είτε γιατί οι ίδιοι δεν είναι από την πάστα των αγωνιστών, είτε και για τα δυο. […] Αναμφισβήτητα, και ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης «βγαίνουν» από την παρακμή. Όχι όμως λογικά αλλά διαλεκτικά. Όχι σαν θέση συντηρητική του φθίνοντος, παρά σαν άρνησή του.
Σήμερα στο παρακμιακό πνεύμα εντάσσονται λογοτέχνες από τον Πόε και τον Μπωντλαίρ έως τον Ρεμπώ και τον νεαρό Γέιτς, και από τον Ουάιλντ και τον Ζιντ έως τον Λαφόργκ και τον Τζόυς. Αυτό συμβαίνει γιατί στην παρακμή η νεότερη κριτική διακρίνει όχι μόνο τις όψεις μιαςεξαντλημένης και δυσφημισμένης λογοτεχνίας του n de siècle, αλλά κυρίως την ανάδειξη μιας νέας αισθητικής, τη διάθεση της ρήξης με το λογοτεχνικό κατεστημένο, και την αντίθεσή τους με ορισμένες πλευρές της αστικής ιδέας της προόδου που συνδέονται με την εξουσία των κανόνων της αγοράς. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1880 ο Βερλαίν και ο Μαλλαρμέ χαρακτηρίστηκαν παρακμιακοί, είχαν ως κοινό στοιχείο την έκφραση μιας σύγκρουσης με τους μεγαλύτερούς τους παρνασσιστές. Γρήγορα ωστόσο θα βρεθούν σε χωριστά στρατόπεδα, ο Μαλλαρμέ με τους συμβολιστές και ο Βερλαίν με τους παρακμιακούς, «αντιμέτωποι με μια σειρά υφολογικών και θεματικών αντιθέσεων». Όπως επισημαίνει ο Μπουρντιέ, «πρόκειται για την αντίθεση της Δεξιάς και της Αριστερής όχθης, του σαλονιού και του καφενείου, του απαισιόδοξου ριζοσπαστισμού και του συνετού ρεφορμισμού, της ρητής αισθητικής, θεμελιωμένης στον ερμητισμό και τον εσωτερισμό, και της αισθητικής της διαύγειας και της απλότητας, της αφέλειας και της συγκίνησης». Σύμφωνα πάντα με τον Μπουρντιέ αυτή η αντίθεση εκφράζει και μια διαφορά κοινωνική. Οι συμβολιστές είναι παιδιά μεγαλοαστών ή αριστοκρατών και έχουν σπουδάσει κυρίως Νομική, στο Παρίσι, ενώ οι παρακμιακοί προέρχονται από τιςλαϊκές τάξεις, είναι επαρχιώτες και μικροαστοί. Ίσως στην Ελλάδα αυτή η διαφορά θα μπορούσε να οριστεί από δύο κορυφαίους συνομηλίκους: τον Γιώργο Σεφέρη με τη Στροφή (1931) και τον Κώστα Καρυωτάκη με τα Ελεγεία και Σάτιρες (1927). Ο Matei Calinescou παρατηρεί ότι στο περιοδικό  Le Décadent του Anatol Bajou η ιδέα της παρακμής δεν ήταν μόνο η τέλεια αντίθεση με την αστική κοινοτοπία, αλλά είχε στόχο να προκαλέσει τη μεσαία τάξη(«épater les bourgois»). Η τέχνη της πρόκλησης που υιοθέτησαν τα κινήματα της αβανγκάρντ ξεκινάει από αυτή την απόπειρα. Ο ίδιος ο Bajou, που μιλά μάλλον σαν αναρχικός, ήταν επίσης υποψήφιος με τους σοσιαλιστές. Σε μεγάλο βαθμό οι παρατηρήσεις του Calinescou, αλλά και του Philippe Winn, νομίζω ότι θα μπορούσαν να αναφέρονται και στο ελληνικό λογοτεχνικό τοπίο της δεκαετίας του ’20:
Η παρακμή δεν οργανώνεται ποτέ σε σχολή. Παραμένει μια συνάθροιση μεμονωμένων ατόμων που αναγνωρίζονται και συναντιούνται με ένα τρόπο υπόγειο, είναι όλοι αυτοί που μοιράζονται με την άρνησή τους μια συγκεκριμένη σύλληψη του κόσμου. […]Αυτή η άρνηση της σύγχρονης πραγματικότητας, αυτό το «εγχείρημα της αυθάδικης και παθιασμένης καταστροφής των κατεστημένων αξιών»,όπως χαρακτηρίστηκε, εμφανίζεται κάτω από ποικίλες μορφές. Κάποιοι από αυτούς επιτίθενται κατευθείαν στην κοινωνία τους.
Τα λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’20 είναι περιοδικά των νέων. Κυρίως τα περιοδικά αυτά οργανώνονται γύρω από δύο πόλους. Τους décadents ή intimistes κατά τον ορισμό του Πολίτη, και τους μαρξιστές και τους συνοδοιπόρους τους. Στο πεδίο των προσώπων κάποτε μάλιστα οι δύο πόλοι συνυπάρχουν, και κάποτε έχουμε μετακινήσεις από τον ένα στον άλλο. Το πιο αντιπροσωπευτικό της πρώτης ομάδας είναι το περιοδικό Μούσα (1920-1923), το οποίο δίκαια θεωρήθηκε ως το κατεξοχήν όργανο της έκφρασης των νέων ποιητών της δεκαετίας του ’20. Παράλληλα με τη σταθερή βούληση των συντακτών του να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία της τέχνης δεν κρύβουν και τη φιλοσοσιαλιστική τους διάθεση: «Περίπου είμαστε όλοι τότε ομοϊδεάτες. Βλέπαμε πάντοτε προς τα αριστερά», δηλώνει ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος στον Μπάμπη Καράογλου.

Ο Κλέων Παράσχος, από τους πιο θερμούς φιλοσοσιαλιστές συνεργάτες του περιοδικού, το δηλώνει απερίφραστα σε ένα κείμενό του τονΔεκέμβριο του 1922:
Δεν είναι ιδανικό ο σοσιαλισμός; Εγνώρισε τάχα η ανθρωπότης ποτέ ιδανικό τόσο γόνιμο, τόσο ανθρώπινο, τόσο ευγενές; […] Σε τι τελικώς αποβλέπουν οι περισσότεροι σημερινοί άνθρωποι; Στην κατάργηση των τάξεων και στη δικαία διανομή των αγαθών της ζωής: Είναι εγωιστικό ή αλτρουιστικό, αλτρουιστικότερο από κάθε ιδανικό άλλης εποχής, το σημερινό αυτό ιδανικό;

Ο συνεργάτης του περιοδικού Νίκος Λαΐδης, ποιητής και φίλος του Κ. Γ. Καρυωτάκη, σε μια παρέμβασή του υπέρ του Βουτυρά, το έργο του οποίου είχε κατηγορήσει ο Κώστας Παρορίτης ότι δεν είχε σαφή σοσιαλι
στική στόχευση, συλλαμβάνει με ευστοχία τη δυναμική της λογοτεχνίαςπου, χωρίς να είναι προγραμματική, είναι δραστική κοινωνικά:
Ο κ. Παρορίτης φοβήθηκε μην του πάρουν το μονοπώλιο της σοσιαλιστικής φιλολογίας. Κι όμως κι οι πιο φανατικοί κομμουνισταί βρίσκουν περισσότερη επανάσταση στο διήγημα του Βουτυρά απ’ ό,τι στου Παρορίτη, ο οποίος φωνάζει από κάθε γραμμή του: «το παρόν είναι κομμουνιστικόν». Ε, μ’ αυτό αποδεικνύει (σε ανθρώπους ευπίστους) ότι είναι κομμουνιστής και τίποτα παραπάνω. Το πολύ πολύ να σεβαστούμε την ιδέα του.
Το 1922 εκδίδεται η ανθολογία ποίησης του Τέλλου Άγρα Οι νέοι. Με τον τόμο αυτό στον οποίο δεν περιλαμβάνονταν μόνο οι εικοσάρηδες, παρά και κάποιοι παλιότεροι (π.χ. Βάρναλης, Μελαχρινός, Λαπαθιώτης, κ.ά.),ουσιαστικά εκδηλώνεται η επιθυμία για ανανέωση της ποιητικής σκηνής. Στην εισαγωγή του Άγρα επισημαίνουμε τη διακριτική αποστασιοποίηση από τη σχολή του Παλαμά, αλλά και την καταγραφή της «αιγυπτιακής» σχολής με αρχηγό φυσικά τον Καβάφη. Ο Άγρας είχε συστήσει θερμά τον Αλεξανδρινό σε ομιλία που δημοσιεύεται στο Δελτίο του Εκπαιδευτικού ομίλου το 1921. Το 1924 το περιοδικό Νέα Τέχνη του Μάριου Βαϊάνου κάνει αφιέρωμα στον Καβάφη δημοσιεύοντας αρκετά ποιήματά του, αλλά και γνώμες θετικές για το έργο του. Ο Καβάφης είναι για τους νέους του 1920 η αξία που ανεβαίνει στο χρηματιστήριο της ποίησης.Ο χώρος των νέων λογοτεχνών που ζητούν να ορίσουν την ανάγκη για μια αλλαγή στο λογοτεχνικό πεδίο, νομίζω ότι εκφράζεται από το προλογικό σημείωμα που δημοσιεύεται στο βραχύβιο περιοδικό Εμείς, που εμφανίζεται το 1924, ένα χρόνο μετά το κλείσιμο της Μούσας
. Οι 21 συνεργάτες και εκδότες του Εμείς , που ήταν κυρίως συνεργάτες της Μούσας, δηλώνουν στο πρώτο τεύχος:
Εικοσι ένας Νέοι συσσωματωθήκαμε. Διαφορετικοί στην τάση και στην εκδήλωση της τέχνης, ενωθήκαμε κάτω από ένα καθήκον και ένα συμφέρον: το καθήκον να ξεκαθαρίσουμε τις κλίκες και τα παράσιτα στην τέχνη. Το συμφέρον να χειραφετηθούμε επαγγελματικά. Αηδιασμένοι από τη στείρα μονοτονία της σύγχρονης λογοτεχνικής μας ζωής, ερχόμαστε να μπούμε στην πρώτη γραμμή μιας νέας κινήσεως με σκοπό ν’ ανοίξουμε καινούργιους δρόμους προς φωτεινότερους ορίζοντες δράσεως. Αναγκαστικά θα είμαστε ωμοί, έξω από κάθε μεροληψία και επιρροή –και πάνω απ’ όλα απεριόριστα ειλικρινείς. Την ίδια χρονιά εκδίδεται και το περιοδικό Νέοι Βωμοί, ένα έντυπο που πρόσκειται στο ΚΚΕ, στο οποίο όμως μας εντυπωσιάζει η άποψη για την αυτονομία της τέχνης: «Η τέχνη δεν είναι προλεταριακή, ούτε αστική, μα ανθρώπινη. Ένα έργο τέχνης δεν μπορεί να εξυπηρετεί κανένα, δεν γράφεται για ορισμένους σκοπούς, μα σαν έργο που βγαίνει από τη δόνηση και φλόγα μιας εποχής, ένα έργο αληθινό, αναγκαστικά θα συγκινεί ολάκερη την ανθρωπότητα». Πλάι στις υπογραφές στρατευμένων κομμουνιστών, όπως οι Πέτρος Πικρός, Γιάνης Κορδάτος και Νίκος Κατηφόρης, συναντούμε τα ονόματα ποιητών όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Γιώργος Τσουκαλάς, ο Καίσαρ Εμμανουήλ, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος. Το περιοδικό φιλοξενεί ποίηση του Πωλ Βερλαίν και του Ιβάν Γκολ μαζί με κείμενα του Ανατόλ Λουνατσάρσκι, της ΡόζαΛούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπκνεχτ. Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα συγκροτείται στη Γαλλία ένα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό ρεύμα που διεκδικεί την αυτονομία του από τοκράτος και τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Ο Πιερ Μπουρντιέ στο βιβλίο του Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου αναφέρεται κυρίως στην έντονη διάθεση αμφισβήτησης που εκφράζεται μέσα από τους επιφανείς οπαδούς της αυτονομίας της τέχνης, κυρίως τον Μπωντλαίρ και τον Φλωμπέρ, οι οποίοι, αντιδρώντας στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ λογοτεχνικού πεδίου και εξουσίας, οδηγούνται στην προοδευτική διακήρυξη της αυτονομίας των συγγραφέων:
Οι οπαδοί της αυτονομίας της τέχνης πηγαίνουν πιο μακριά από τους συνοδοιπόρους τους που φαινομενικά είναι πιο ριζοσπάστες αφού επιχειρούν τη ρήξη με τον αστικό κονφορμισμό της αστικής τέχνης» χωρίς «την ηθικοπρακτική συγκατάβαση» των οπαδών της «κοινωνικής τέχνης».
Ο Κλέων Παράσχος, στο κείμενό του «Η σκοπιμότης στην τέχνη»,υποστηρίζει περίπου τα ίδια πράγματα:
Θα μπορούσε κανείς και σε κανόνα ακόμα ν’ αναγάγει ότι, όπου για τον καλλιτέχνη πρώτη αξία δεν είναι η τέχνη, αλλά άλλο τι, γίνεται τούτο επί τη βλάβη της τέχνης […]. Όπου η τέχνη υπετάγη στη θρησκεία, στη φιλοσοφία, στα άτομα ή στο κράτος, πάντα εμειώθη η καθαρή της αξία […]. Η χειρότερη υποδούλωση της τέχνης είναι η υποδούλωσή της στην αστική ηθική.
Ο Μπωντλαίρ και ο Φλωμπέρ αισθάνονται «φρίκη για όλες τις μορφές του φαρισαϊσμού, συντηρητικού ή προοδευτικού». Ιδιαίτερα η περίπτωση του Μπωντλαίρ, έτσι όπως παρουσιάζεται από τον Μπουρντιέ, μας οδηγεί σε προφανείς συσχετισμούς με το κλίμα της δεκαετίας του ’20στην Ελλάδα: Κανείς δεν είδε διαυγέστερα από αυτόν το δεσμό μεταξύ των μετασχηματισμών της οικονομίας και της κοινωνίας και των μετασχηματισμών της καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής ζωής που τοποθετούν τους υποψήφιους για τη θέση του συγγραφέα ή του καλλιτέχνη μπροστά στο διάζευγμα ανάμεσα στον εξευτελισμό, με την περίφημη «μποέμικη ζωή», φτιαγμένη από υλική και ηθική φτώχεια, στειρότητα και πικρία και στην εξίσου εξευτελιστική υποταγή στο γούστο των κυρίαρχων, μέσω της δημοσιογραφίας, του μυθιστορήματος σε συνέχειες ή του θεάτρου του βουλεβάρτου.
Η μελέτη του Μπουρντιέ μας προσφέρει ένα ακόμα κλειδί για να κατανοήσουμε τους δρόμους, μέσα από τους οποίους οι ποιητές του πνεύ
ματος της παρακμής και της αυτονομίας της τέχνης στην Ελλάδα οδηγού
νται στην άρνηση των κατεστημένων αξιών, που τους φέρνει πιο κοντάστις ιδέες της κοινωνικής αμφισβήτησης και στην αναζήτηση, εντέλει, νέων εκφραστικών τρόπων, έστω και αν δεν υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο. Η παρουσίαση των συνθηκών μέσα στις οποίες γράφει ο Μπωντλαίρ παραπέμπουν εντυπωσιακά στην ατμόσφαιρα της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου:
Ζει και περιγράφει με υπέρτατη διαύγεια την αντίφαση που του αποκάλυψε η μαθητεία στη λογοτεχνική ζωή, η οποία συντελέστηκε μέσα στον πόνο και την εξέγερση, στους κόλπους της μποεμίας της δεκαετίας του 1840, η τραγική ταπείνωση του ποιητή, ο αποκλεισμός και η κατάρα που τον πλήττουν, του επιβάλλονται από μια εξωτερική αναγκαιότητα, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζονται σ’ αυτόν, από μια εντελώς εσωτερική αναγκαιότητα, ως συνθήκη για την ολοκλήρωση του έργου.
Την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ζει η γενιά του ’20 την περιγράφει ο Άγγελος Τερζάκης: «ποίηση, κοινωνική επανάσταση, έρωτας, μπερδεύονταν στο μυαλό μας, έκαναν την περπατησιά μας ζαλισμένη και σαν υπνοβατική». Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Η «μπωντλαιρική έλξη του μπολσεβικισμού», σύμφωνα με την εύστοχη παρατήρηση ενός βέλγου συγγραφέα, χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις των νέων λογοτεχνών στην Ευρώπη. Είναι η εποχή κατά την οποία η Αθήνα αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας προβληματικής μεγαλούπολης και η ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης είναι έντονη στους πνευματικούς κύκλους. Οι μαρξιστικές εκδόσεις πολλαπλασιάζονται, η ποίηση του Καβάφη κερδίζει την αθηναϊκή νεολαία, ο Λαπαθιώτης δεν κρύβει την ομοφυλοφιλία του δηλώνοντας ταυτόχρονα οπαδός του κομμουνιστικού οράματος, η Πολυδούρη κάνει πράξη τις ιδέες του φεμινιστικού κινήματος, ο Καρυωτάκης γράφει τις ανατρεπτικές του σάτιρες, ενώ στο τέλος της δεκαετίας κάνει την εμφάνισή του ένα προκλητικό μυθιστόρημα με θέμα του τη χειραφέτηση των νέων γυναικών και τον λεσβιακό έρωτα. Είναι βέβαιο ότι λογοτέχνες που δημιουργούν τα πρώτα τους έργα μέσα στο ιδεολογικό-αισθητικό πλαίσιο της παρακμής, όπως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Πέτρος Πικρός, ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο Νίκος Βέλμος, ο Μανώλης Κανελής, ο Τεύκρος Ανθίας, ο Γιώργος Τσουκαλάς, ο Κλέων Παράσχος, ο Κώστας Καρυωτάκης, η Μαρία Πολυδούρη, ο Νίκος Λαΐδης, ο Γιώργος Μυλωνογιάννης, με τον ένανή τον άλλο τρόπο, νωρίτερα ή αργότερα, δείχνουν το ενδιαφέρον τους για τις ιδέες της κοινωνικής αμφισβήτησης, αρκετοί μάλιστα συνεργάζονται με αριστερά έντυπα. Η συστηματική παρουσίαση αυτού του φαινομένου αποτελεί αντικείμενο μιας εκτενέστερης μελέτης. Εδώ θα περιοριστώ σεμια συνοπτική και παραδειγματική χαρτογράφησή του. Η Γαλάτεια Καζαντζάκη, που ξεκινά τη λογοτεχνική της πορεία μέσα από τη μαθητεία της στον παρακμιακό αισθητισμό, σταδιακά μετατοπίζεται σε μια αριστερή προβληματική διατηρώντας στοιχεία από τη νεανική της δημιουργία. Η εκπόρνευση του γυναικείου σώματος, η γυναίκα ως εμπόρευμα, χρησιμοποιείται ως αλληγορία για να δηλώσει την παρακμή της αστικής κοινωνίας και συνιστά κοινό τόπο του αριστερού λόγου στη δεκαετία του ’20, όπως αποτυπώνεται στο ποίημα «Αμαρτωλό» που δημοσιεύεται το 1931 στους
Πρωτοπόρους, όπου η Καζαντζάκη είχε για ένα διάστημα την αρχισυνταξία:
Πνιγμένου καραβιού σάπιο σανίδι όλη η ζωή μου του χαμού! Μ’ από την κόλασή μου σου φωνάζω–Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω.
Ο Πέτρος Πικρός, αρχισυντάκτης του Ριζοσπάστη το 1923 και αργότερα εκδότης του περιοδικού Πρωτοπόροι (1930-1931), έχει αρχίσει τη λογοτεχνική του δραστηριότητα με μια σειρά ποιημάτων του κλίματος της παρακμής, που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες των Χανίων (1919-1920)κάτω από τον εύγλωττο τίτλο Από την άρρωστη ζωή
. Ο Πικρός συνιστά το κατεξοχήν παράδειγμα ώσμωσης μπωντλαιρισμού και μπολσεβικισμού που ανιχνεύεται στις παρέες των νέων λογοτεχνών της δεκαετίας του ’20. Μετά την πρώτη του εμφάνιση ως ποιητής συνεχίζει στο ίδιο κλίμα ως διηγηματογράφος, παραθέτοντας το 1922 στα Χαμένα κορμιά ως μότο του διηγήματος «Ξεμολογημένα», με το οποίο ανοίγει η συλλογή, τη φράση του Σαρλ Μπωντλαίρ:
Ω αναγνώστη υποκριτή,| αδέρφι που μου μοιάζεις! Την ίδια εποχή ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ένας ποιητής που εκφράζει δυναμικά τον συνδυασμό μπωντλαιρικής ανίας και σοσιαλιστικού οράματος, προσβάλλεται από φυματίωση και πρωτοστατεί σε διαδηλώσεις των φυματικών της Σωτηρίας. Πεθαίνει το 1924 μετά την επιδείνωση της υγείας του κατά τις συγκρούσεις με την αστυνομία, ενώ τα ποιήματά του«Προλετάριος», «Στο Λήμπκνεχτ» δημοσιεύονται στους Νέους Βωμούς.Ο Νίκος Βέλμος, μια ιδιότυπη μορφή καταραμένου λογοτέχνη, επαναστατεί ενάντια στην κοινωνική ανισότητα και στον πολιτικό αμοραλισμότης εποχής του, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού Φραγκέλιο που εκδίδει από το 1927 έως τον αιφνίδιο θάνατό του το 1930. Ο Γιώργος Τσουκαλάς, που γράφει το 1927 το Κουρασμένος απ’ τον έρωτα, με φόντο τη ζωή της νύχτας και τις περιπλανήσεις του Λαπαθιώτη και της παρέας του στο Ζάππειο και στους υπόγειους τεκέδες, θα εξοριστεί ως κομμουνιστής το 1935 με τον Βάρναλη και τον Γληνό στην Ανάφη. Ο μπωντλαιρικός ποιητής Τεύκρος Ανθίας θα προσχωρήσει στο κομμουνιστικό κίνημα. Ο Κλέων Παράσχος και ο Κώστας Ουράνης θα συνεργαστούν με το σοσιαλιστικό περιοδικό Σήμερα (1933), ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσιεύει συνεργασία του στο περιοδικό Νέοι Βωμοί (1924), ενώ ο νεότερος Γιώργος Μυλωνογιάννης γράφει στο τροτσκιστικό λογοτεχνικό έντυπο Λυτρωμός
(1933).«Κι έπειτα να μην είσαι μπολσεβίκος!», γράφει το 1922 στο ημερολόγιό της η Μαρία Πολυδούρη, η νεαρή ποιήτρια που θα σταθεί απέναντι στα ταμπού και τις προκαταλήψεις μιας κοινωνίας ανδροκρατούμενης και κλειστής. Οι σύγχρονοί της την συνέκριναν με την Marceline Desbordes-Valmore, την ερωτική ποιήτρια που συμπεριλαμβάνει ο Πωλ Βερλαίνστην ομάδα των «καταραμένων» του. Όσα πεζά της κείμενα διασώθηκαν(ημερολόγιο, επιστολές και ένα ανολοκλήρωτο μυθιστόρημα), μαρτυρούν την κριτική της στάση απέναντι στην υποκριτική ηθική, τις κοινωνικές ανισότητες και –κυρίως– το ενδιαφέρον της για τη χειραφέτηση της γυναίκας: «Η Μαρία Πολυδούρη», γράφει η Καίτη Ζέγγελη το 1930 στο περιοδικό Ελληνίς του Εθνικού συμβουλίου Ελληνίδων, «συμβολίζει τη νεότητα την σημερινή, την μεταπολεμική. Την διψασμένη για καινούργια ιδεώδη και ανίατα αποκαρδιωμένη από την πραγματικότητα, την ανυπόμονη να ζήσει χίλιες ζωές κι από τώρα κατάκοπη».

Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα ώσμωσης παρακμιακού αισθητισμού και κομμουνιστικού οράματος είναι η περίπτωση του Λαπαθιώτη, ο οποίος, όπως έγραψε και ο Φαίδρος Μπαρλάς, «κάθε άλλο ήταν παρά κλεισμένος στον ελεφάντινο πύργο του, και κάθε άλλο παρά αδιάφορος γι’ αυτό που λέμε πολιτική».

 ΠΑΡΑΘΕΜΑ:
 (απ' τον Μικρό Ρωμηό)

Εθισμένος στα ναρκωτικά, παρασυρμένος από τα πάθη και τις αδυναμίες του και έχοντας ξεπουλήσει την περιουσία του στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, αυτοκτόνησε στις 8 Ιανουαρίου 1944 ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Κηδεύθηκε με έρανο τέσσερις ημέρες αργότερα. Υπήρξε μία αξιόλογη και αινιγματική σελίδα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ζούσε ιδιόρρυθμη ζωή, βγαίνοντας μόνον τις νύχτες και γυρίζοντας στο σπίτι του πριν ξημερώσει. Ωραιοπαθής, κυνηγούσε τις εξωτικές ηδονές και δεν απέφευγε τους κακόφημους τεκέδες της Τρούμπας.
Γεννημένος στη χλιδή ως απόγονος παλιάς αρχοντικής οικογένειας. Ο πατέρας του, κυπριακής καταγωγής, έφθασε στο βαθμό του Υποστρατήγου και χρημάτισε για μικρό χρονικό διάστημα Υπουργός Στρατιωτικών και η μητέρα του ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διέθετε μία από τις πλουσιότερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες.
Με εξεζητημένες εμφανίσεις, προκλητική συμπεριφορά και τολμηρούς στίχους για παράνομες ηδονές προσπάθησε να μεταφέρει το ευρωπαϊκό πνεύμα του αισθητισμού στη γεμάτη προκαταλήψεις και φόνους ατμόσφαιρα της εποχής, δημοσιεύοντας ταυτόχρονα μανιφέστα ενάντια στην «ποίηση του κατεστημένου». Κάποτε, σε αθηναϊκή εφημερίδα δημοσίευε μεταφράσεις ξένων διηγημάτων. Συγγραφέας ενός εξ αυτών ήταν ο …πασίγνωστος «Baron Letruc de Monfaunom», δηλαδή ο «Βαρώνος Τοκόλπο του Ψευδονόματός μου»! Το διήγημα ήταν του Λαπαθιώτη και είχε επινοήσει έναν συγγραφέα…
Συνεργάστηκε σχεδόν με όλα τα περιοδικά της εποχής του γράφοντας ποιήματα, πεζοτράγουδα, διηγήματα, ενώ δημοσίευε κριτικά άρθρα και μελέτες στο «Ελεύθερον Βήμα». Η ποίησή του είναι ευαίσθητη, με μουσικότητα στίχων, μετρική ποικιλία και αγνή λυρική διάθεση. Το τέλος του ωστόσο υπήρξε τραγικό. Αφού έχασε τους γονείς του, βρέθηκε να περιπλανιέται στους αδιέξοδους δρόμους της ηρωίνης και να εκποιεί σε εξευτελιστικές τιμές την πατρική περιουσία. Ιδιαίτερα τον κατέβαλε ο χαμός της μητέρας του, για την οποία έτρεφε αφάνταστη στοργή. Στο τέλος, έφθασε να ξεπουλά και την αγαπημένη του βιβλιοθήκη και αυτοκτόνησε καταλείποντας μικρό σε όγκο αλλά σημαντικό σε ποιότητα ποιητικό έργο.

Φιλελεύθερος στη δεκαετία του 1910, εξελίσσεται μετά την ακτινοβολία των ιδεών της Οκτωβριανής Επανάστασης σε οπαδό του κομμουνιστικού οράματος. Ήδη τον Ιούνιοτου 1921, με επιστολή του στον Ριζοσπάστη ζητά να ενταχθεί στις γραμμές του κινήματος:
Οποθενδήποτε και αν ορμώμεθα –οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την ανάγκην της λυτρώσεως– σήμερα συναντώμεθα επί ταυτόν. Ο Σκοπός επείγει. Με αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω ότι ανήκω ολόψυχα στας τάξεις των θερμών στρατιωτών σου πρώτη φορά γυμνά, χωρίς προσχήματα.
Το 1924 συνεργάζεται με το αριστερό περιοδικό Νέοι Βωμοί, ενώ το1927 δημοσιεύεται στον Ριζοσπάστη επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο, όπου ζητά να τον διαγράψει από «τας δέλτους της Ορθοδοξίας». Την ίδια χρονιά λογοκρίνει ένα φιλολογικό πορτρέτο του από τον Χαρίλαο Παπαντωνίου, στο περιοδικό Μπουκέτο, αφαιρώντας πριν από τη δημοσίευσή του μια φράση «ανευλαβή και επιπολαία, για την κομμουνιστική ιδεολογία».

Παράλληλα δημοσιεύει στο Φραγκέλιο του Νίκου Βέλμου το «Τραγούδι της αγάπης και του μίσους». Πρόκειται για την πρώτη δημοσίευση του κειμένου που με λίγες διορθώσεις αναδημοσιεύεται το 1932 στους Νέους Πρωτοπόρους με τίτλο «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου». Στο πεζό αυτό ποίημα η παρακμή της αστικής κοινωνίας ανοίγει τον δρόμο για την προλεταριακή επανάσταση: Η παγκόσμια σάπια αστική κοινωνία, η «μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκόνα με τη σάπια την ψυχή» θα ανατραπεί από «της γης τους κολασμένους» που φτάνουν «απ’τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια»:
Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλητοι ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης, οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα […].
Ο Λαπαθιώτης εκτός από τα καθαρά λυρικά του ποιήματα, δίνει και δείγματα κοινωνικής ευαισθησίας στο έργο του. Προφανώς, η σχέση του ποιητή με την κομμουνιστική ιδεολογία, κατανοητή στο κλίμα των ιδεών της δεκαετίας του ’20, όταν ακόμα οι ομοφυλόφιλοι ήλπιζαν στην καθολική αλλαγή και όχι μόνο στην αλλαγή των οικονομικών σχέσεων,δεν μπορούσε να διατηρηθεί μετά το 1930, όταν η σταλινική κυριαρχία και η άνοδος του φασισμού αναστέλλουν την πρωτοποριακή δυναμική στον χώρο των ιδεών.
Εξάλλου η στάση του Λαπαθιώτη, όπως ήδη διαπιστώσαμε, δεν είναι μια εκδήλωση μεμονωμένη. Μετά το κενό που δημιουργείται με την κατάρρευση της Μεγάλης Ιδέας, οι νέοι λογοτέχνες, είτε ταυτίζουν τη ζωή τους με την τέχνη είτε συσπειρώνονται γύρω από τις σοσιαλιστικές ιδέες και τα αντιπολεμικά κηρύγματα, εμφανίζουν αρκετά κοινά γνωρίσματα. Η γλώσσα τους έχει κάτι από το άρωμα της πόλης, με χρήση κάποτε εκφράσεων αργκό ή και τύπων της καθαρεύουσας των εφημερίδων, απομακρύνονται δηλαδή από τη δημοτική της ηθογραφικής ακμής και της εθνικής αστικής τάξης, δηλαδή της δημοτικής των φιλοβενιζελικών διανοουμένων. Ένα ρεύμα ιδεών που συγκροτείται γύρω από την επαγγελία και το όραμα μιας κοινωνίας χωρίς αντιθέσεις και πολέμους, αποτελούμενο από ισότιμα και ελεύθερα μέλη, διαπερνά τα φιλολογικά υπόγεια και τα φοιτητικά στέκια. Η άποψη που επικρατεί στους κύκλους της αριστερής διανόησης συνδέεται ώς το τέλος της δεκαετίας του ’20 με την αντίληψη ότι η λογοτεχνία μπορεί και πρέπει να συντελεί στο «ξέφτισμα των αστικών αξιών». Στις αρχές της δεκαετίας ακόμα όλα είναι ρευστά και οι παρέες ανοιχτές. Ο εχθρός άλλωστε είναι κοινός: το ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο και η υποκρισία της αστικής τάξης. Mέσα σε αυτά τα καλλιτεχνικά και κοινωνικά συμφραζόμενα δημιουργήθηκε το έργο του Καρυωτάκη και ίσως έτσι μπορούμε να εκτιμήσουμε τη δραστικότητα της ποίησής του στους λογοτεχνικούς κύκλους των νέων στο τέλος της δεκαετίας του ’20 και στις αρχές της δεκαετίας του’30. Το αίτημα της ειλικρίνειας, η κατάθεση μιας ποίησης που γράφεται με αίμα, που προβάλλουν τα έντυπα των νέων, είναι κρίσιμο για τη λογοτεχνία της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας. Ουσιαστικά δηλώνει τη δυσπιστία απέναντι στην ποίηση της μεγαληγορίας και των φορμαλιστικών ασκήσεων και αναδεικνύει την αξία της μετουσίωσης βιώματος στην καλλιτεχνική δημιουργία.
Ο Ρολφ Τίντεμαν, αναδεικνύοντας την αντίθεση του Μπωντλαίρ με τις αστικές συμβάσεις που διακρίνει στην ποίησή του, επισημαίνει:
Η δυσαρέσκειά του από την κυριαρχία της μπουρζουαζίας επέτρεψε στον Μπωντλαίρ να εκφράσει περισσότερα στοιχεία αυτής της εποχής από όσα μπόρεσε να συλλάβει μια ποίηση με κοινωνική θεματική – όπως αυτή που εκπροσωπούνταν στη Γαλλία από συγγραφείς τόσο διαφορετικούς όσο ο Βικτόρ Ουγκώ και ο Πιερ Ντυπόν.
Τηρουμένων των αναλογιών, τη δυσαρέσκεια αυτή την εκφράζει στον ελληνικό χώρο ο Καρυωτάκης με το ώριμο έργο του. Ο Καρυωτάκης είναι ένας από τους ποιητές που συνεργάζονται με τη Μούσα και ένας από τους εκδότες του περιοδικού Εμείς, όπου και δημοσιεύει τη νεκρολογία για τον πρόωρα χαμένο φίλο του και αριστερό ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο. Σύμφωνα με την άποψη του Michael Riffatere, η παρακμή οδηγείται σε ρήξη με τον ρομαντισμό επιτυγχάνοντας τη διάσταση ανάμεσα στο κοινά αποδεκτό και στην ανατροπή του ή τη διάσταση ανάμεσα στο φυσικό και το παράξενο. Ο Καρυωτάκης αξιοποίησε άριστα το μάθημα του Μπωντλαίρ και του Λαφόργκ, δημιουργώντας και στην ελληνική λογοτεχνία την ποιητική του παράδοξου. Αυτό που ονομάστηκε καρυωτακισμός ίσως τελικά να μην ήταν τίποτε άλλο από το κοινό μερίδιο των ποιητών του μεσοπολέμου στην ποίηση της υποκειμενικότητας, του πεσιμισμού, της αμφισβήτησης ή ακόμα και της άρνησης των κοινωνικών συμβάσεων, δηλαδή αυτά που εξέφρασε ο Καρυωτάκης με τη δική του ποιητική ιδιοφυία. Στα Ελεγεία και Σάτιρες, αλλά και στα μικρά πεζά που γράφει τον τελευταίο χρόνο πριν από την αυτοκτονία του, η διάσταση τέχνης και κοινωνίας και ο ρόλος του ποιητή στον σύγχρονο κόσμο είναι ο ιστός πάνω στον οποίο υφαίνονται κείμενα που μιλούν για τη διάψευση, τη φθορά, την άβυσσο, το κενό, την απόγνωση και τον θάνατο, με ένα τόνο όμως περισσότερο οργισμένο και λιγότερο μελαγχολικό. Αυτή η οργή, που χρωματίζεται πότε από τον λυρισμό του ελεγείου και πότε από τονρεαλισμό της σάτιρας, διαταράσσει τη μετρική αρμονία και τη γλωσσική καθαρότητα του στίχου και δίνει το νέο ρίγος στην ποίησή του και στην ποίηση του καιρού του.Ο Καρυωτάκης ξεκινά με απόλυτη πίστη στην υποκειμενικότητα του δημιουργού που είναι έτοιμος να αμφισβητήσει κοινούς τόπους: «Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους», είναι το μότο του στο ποίημα «Άνοιξη»της πρώτης του ποιητικής συλλογής, ένα ποίημα που βγαίνει ολόκληρο μέσα από τους τρόπους και τα θέματα της παρακμιακής λογοτεχνίας.Διατηρώντας την ανατρεπτική δυναμική των ποιητών της παρακμής, θα γράψει λίγο πριν από την αυτοκτονία του –πάλι σε πρώτο πρόσωπο, με διαφορετική ωστόσο προοπτική– ένα από τα πιο πολυσυζητημένα κείμενά του: στο πεζό «Κάθαρσις» ο ποιητής είναι πάλι «αυτός-που-βλέπει», μέσα και έξω τώρα από τον εαυτό του. Εξόριστος στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης είναι ταυτόχρονα λυρικός ποιητής και μαχητικός συνδικαλιστής. Με αυτή τη διπλή ιδιότητα επιτίθεται στη διεφθαρμένη γραφειοκρατία και καταθέτει ένα όραμα κοινωνικής ανατροπής: «Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει»



Χριστίνα Ντουνιά
 Πανεπιστήμιο Αθηνών

Η δεκαετία του 1920
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΜΗΣ
ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ


Το Ἰσλάμ ἀπειλεῖ με νέαν ἁλωσιν τόν Ἑλληνισμόν




 ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΛΩΣΙΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ

 
του
Γ. Ζερβού




ΔΙΗΛΘΟΝ 560 ἔτη ἀπὸ τὴν πτῶσιν τῆς Βασιλευούσης. Οἱ Τοῦρκοι κατέλαβον τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ὑπέταξαν τὰς πόλεις τοῦ Βυζαντίου καὶ ὁλόκληρον τὸν κόσμον τῆς Ἑλλάδος. Εἰς τὴν κατάκτησιν ἐβοήθησαν ἡ ἐξασθένησις τοῦ Κράτους, ἡ διαφθορά, ἡ πνευματικὴ πτῶσις, ἡ διάλυσις τῶν πάντων, ὡς καὶ ἡ Φραγκοκρατία (μὲ τοὺς πολέμους της ἐναντίον τοῦ Βυζαντίου) καὶ ἡ Οὐνία. Ματαίως ὁ Αὐτοκράτωρ, οἱ λοιποὶ πολιτειακοὶ καὶ πολιτικοὶ ἄρχοντες ἀνεζήτουν βοήθειαν ἀπὸ τὴν Δύσιν. Ματαίως καὶ οἱ φαναριῶται Ἀρχιερεῖς προσεκύνουν, μὲ ἐλαχίστας ἐξαιρέσεις Ἁγίων Μορφῶν, τὸν Πάπαν καὶ τὰς αἱρέσεις του, διὰ νὰ ἀποσπάσουν βοήθειαν. Τὸ Βυζάντιον ἔπεσε καὶ ἡ πρωτεύουσά του, ἡ Βασιλὶς τῶν Πόλεων, εἶναι ἡ μόνη πρωτεύουσα, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἀπηλευθερώθη ἀπὸ τὸν Ὀθωμανικὸν ζυγόν.
Σήμερον ἡ Ἑλλὰς εὑρίσκεται εἰς τὴν ἰδίαν καὶ χειροτέραν κατάστασιν ἀπὸ τὴν κατάστασιν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχε περιέλθει τὸ Βυζάντιον πρὸ τῆς ἁλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅπως καὶ τότε:
1ον) Ὁ στρατὸς ἔχει διαλυθῆ, κατέδειξαν προσφάτως εἰς τηλεοπτικὴν ἐκπομπὴν τοῦ τηλεοπτικοῦ σταθμοῦ «Σκάϊ» οἱ πρώην Ἀρχηγοὶ τοῦ Γενικοῦ Ἐπιτελείου Ναυτικοῦ.
2ον) Ἡ παιδεία ἔχει καταρρεύσει.
3ον) Ἡ διαφθορὰ τοῦ πολιτικοῦ κόσμου ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπ ̓ αὐτῶν ἐξαρτημένων ὁμάδων πολιτῶν καὶ φορέων δὲν ἔχει προηγούμενον.
4ον) Οἱ πολιτικοὶ δὲν πιστεύουν εἰς τὰς ἀρετὰς τῆς Δικαιοσύνης καὶ τῆς ἐργασίας οὔτε εἰς τὸν τρίφωτον ἀστέρα ὑπὸ τὴν ὀνομασίαν: Πατρίς – Θρησκεία –Οἰκογένεια.
5ον) Ἡ πίστις καὶ αἱ παραδόσεις ἔχουν χαλαρώσει.
6ον) Οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν Ἀρχιερέων (Ἑλλάδος — Φαναρίου) προτιμοῦν νὰ παριστάνουν τὰς θεραπενίδας τῶν πολιτικῶν καὶ ἄλλων ἐξουσιαστῶν παρὰ νὰ στηρίζουν τὸν πιστὸν λαόν, ἐλέγχοντες, ὡς ἄλλοι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, τὴν φαυλότητα, τὰ πολιτικὰ καὶ οἰκογενειακὰ σκάνδαλα τῶν πολιτικῶν. 
7ον) Οἱ Ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου ἀδιαφοροῦν διὰ τὴν προδοσίαν τῆς Πίστεως ὑπὸ τῶν ἐκπροσώπων των εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, σπεύδουν εἰς αὐτοὺς καὶ προσκυνοῦν τὸν παπισμὸν καὶ ὅλας τὰς αἱρέσεις τὰς προερχομένας ἐξ αὐτοῦ.
8ον) Εἰς μίαν περίοδον κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ παπικὴ καὶ προτεσταντικὴ Δύσις ἐξευτελίζει καὶ ταπεινώνει τὴν Ὀρθόδοξον Ἑλλάδα, Ἀρχιερεῖς τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Ἑλλάδος ἐκλιπαροῦν διὰ τὴν ψευδοένωσιν μετὰ τῶν Παπικῶν καὶ ἄλλων αἱρετικῶν Χριστιανῶν.
Δὲν ἀπώλεσαν ἁπλῶς τὸ μέτρον. Ἀπώλεσαν τὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴν καὶ μετετράπησαν εἰς «πτώματα πνευματικά». Δι ̓ αὐτὸ προδίδουν τὴν Πίστιν καὶ τρέχουν ὄπισθεν τῶν αἱρετικῶν, τοὺς ὁποίους ἀντιμετωπίζουν ὡς Ὀρθοδόξους καὶ τὰς «Ἐκκλησίας» των ὡς κανονικὰς καὶ σωζούσας. Τὴν ἐποχὴν κατὰ τὴν ὁποίαν ὤφειλον νὰ σφυρηλατοῦν τὸ Ὀρθόδοξον φρόνημα, τὴν ἑνότητα τοῦ πιστοῦ λαοῦ καὶ νὰ  ὁμιλοῦνμὲ τὸν προφητικὸν λόγον τῆς Ἐκκλησίας οὗτοι ἔχουν τὴν συμπεριφορὰν τοῦ Ἰούδα. Ἔχουν φθάσει ἕως τοῦ σημείου, ἐν καιρῷ κρίσεως, νὰ μεθοδεύουν τὴν ἀλλαγὴν τῆς ἡμερομηνίας τοῦ Ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, νὰ συμπλέουν μὲ τὰς πολιτικὰς ἐξουσίας εἰς πολλὰ ζητήματα καὶ νὰ ἀποδέχωνται (οἱ περισσότεροι Ἀρχιερεῖς) τὴν κατάργησιν τῆς Κυριακῆς ἀργίας.
Τότε ἠσχολοῦντο μὲ τὸ φῦλον τῶν Ἀγγέλων, ἐὰν εἶναι γένους ἀρσενικοῦ, θηλυκοῦ ἢ οὐδετέρου. Σήμερον ἀσχολοῦνται μὲ τὴν κατάργησιν ἢ μὴ τοῦ ράσου, μὲ τὴν ἄρνησιν καταδίκης τῆς ὁμοφυλοφιλίας κ.λπ.
Ἐνῶ οἱ πολιτικοὶ πρωταγωνισθοῦν εἰς τὴν διάλυσιν τοῦ Κράτους, εἰς τὴν νομιμοποίησιν τῆς ὁμοφυλοφιλίας, εἰς τὴν γενοκτονίαν ἑνὸς λαοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον ἀπαγορεύουν νὰ δημιουργήση οἰκογένειαν, διότι τὰ φορολογικὰ μέτρα ἀντιμετωπίζουν τὰ παιδιὰ ὡς εἶδος ὑπὲρ
πολυτελείας κ.λπ.
Τότε οἱ διανοούμενοι, βλέποντες τὸ τέλος τῆς Αὐτοκρατορίας ἐδραπέτευον εἰς τὰς χώρας τῆς Δύσεως. Σήμερον οἱ Ἐπιστήμονες δραπετεύουν εἰς ἄλλας εὐρωπαϊκάς, Δυτικὰς καὶ Ἀνατολικὰς χώρας, διὰ νὰ ἐργασθοῦν, νὰ μὴ εἶναι βάρος εἰς τὰς οἰκογενείας των καὶ νὰ μὴ ἴδουν τὸ τραγικὸν τέλος.
Τότε τὸ Βυζάντιον «ἔπεσε» ἀπὸ τὴν ἐξασθένησιν, τὴν ὁποίαν ἐγνώρισεν ἀπὸ συνεχεῖς ἐπιθέσεις τῶν Φράγκων καὶ τὴν δρᾶσιν τῆς δαιμονικῆς Οὐνίας εἰς τὸ ἐσωτερικόν του. Σήμερον ἡ Ἑλλὰς ἐξασθένησεν ἀπὸ τὴν ψηφοθηρίαν καὶ τὴν κλεπτοκρατίαν τῶν πολιτικῶν, τὴν καταστροφὴν τῆς παιδείας, τὰς ἐπαναστάσεις τῶν νέων ἐναντίον τῆς οἰκογενείας των, τὴν σπατάλην, τὴν κραιπάλην, τὴν μετατροπὴν τῆς δημοκρατίας εἰς ἀσυδοσίαν καὶ ἀναρχίαν, τὴν ἐπιβολὴν τῆς μετριοκρατίας εἰς ὅλας τὰς βαθμίδας τοῦ δημοσίου, πνευματικοῦ, οἰκονομικοῦ, πολιτιστικοῦ, ἐκπαιδευτικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ βίου κ.λπ.
Ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερον αἱ αἱρέσεις δροῦν ἀνενόχλητοι. Ὅπως τότε ἔτσι καὶ σήμερον ἐλάχιστοι Μητροπολῖται ὑπερασπίζονται τὸ γνήσιον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ ἐλάχιστοι εἶναι οἱ κληρικοί, οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν διὰ φρικαλέα ἁμαρτήματα τῆς κοινωνίας.
Τότε ὁ Στρατὸς ἦτο κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος του μισθοφορικός.Σήμερον εἶναι συρρικνωμένος, διότι οἱ Ἕλληνες δὲν γεννοῦν καὶ εἰςτὰς τάξεις του ἐπιτρέπεται νὰ ὑπηρετοῦν οἱ κατέχοντες τὴν ἑλληνικὴν ἰθαγένειαν καὶ ἂς μὴ εἶναι Ἕλληνες εἰς τὸ γένος. Τότε ὁ γηγενὴς πληθυσμὸς τοῦ Βυζαντίου ἦτο μικρός. Σήμερον ὁ Ἑλληνικὸς πληθυσμὸς μειώνεται ἐπικινδύνως, ἀλλὰ αὐξάνεται εἰς τὰ χαρτιὰ χάρις εἰς τὴν παρουσίαν λαθρομεταναστῶν.
Τότε ἡ Οὐνία ὑπέσκαπτε τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ Βυζάντιον. Σήμερον τὸ Ἰσλὰμ ἐπιδιώκει νὰ κυριαρχήση εἰς τὴν Ἑλλάδα μὲ τοὺς παρανόμως εἰσελθόντας λαθρομετανάστας. Τότε τὸ Ἰσλὰμ κατέκτησε τὴν Ἑλλάδα διὰ τῆς Τουρκίας. Σήμερον τὴν κατακτᾶ μὲ τὴν βοήθειαν Ἰσλαμικῶν χωρῶν, αἱ ὁποῖαι ἀγωνίζονται διὰ τὴν ἀναγνώρισιν τῶν θρησκευτικῶν καὶ ἄλλων δικαιωμάτων τῶν λαθρομεταναστῶν. Ἔχουν συμμάχους αἱ χῶραι αὐταὶ τοὺς Ἕλληνας πολιτικούς, οἱ ὁποῖοι ἀναζητοῦν οἰκονομικὴν βοήθειαν εἰς τὰς χώρας αὐτάς, πωλοῦν Ἑλληνικὰς νήσους εἰς ἐμίρηδες ἀλλὰ καὶ ὀργανωμένους μικροὺς λιμένας εἰς Τούρκους ἐπιχειρηματίας – ἐκπροσώπους τοῦ Τουρκικοῦ Στρατιωτικοῦ Πενταγώνου.Τὸ ἐφιαλτικώτερον ὅλων εἶναι ὅτι τὸ δῆθεν προοδευτικὸν τμῆμα τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖον συμπριφέρεται ὡς ἡ Κλαδικὴτῆς κεντροαριστερᾶς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νομιμοποιεῖ τὸ παράνομονἸσλὰμ εἰς τὴν Ἑλλάδα, τηρῶντας ἔνοχον σιγὴν εἰς τὸ θέμα τῆς ἀνεγέρσεως τεμένους εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ εἰς τὰς πρωτευούσας ὅλων τῶν Νομῶν τῆς Ἑλλάδος. Εἰς τὸ ὄνομα δὲ τῆς πολυφυλετικῆς καὶ πολυπολιτισμικῆς Ἑλλάδος «ἀβαντάρει» τὴν ἀλλοίωσιν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἐνῶ σιωπᾶ διὰ τὴν πλαστογράφησιν τῆς Ἱστορίας. Τότε τὸ Βυζάντιον κατεκτήθη ὑπὸ τῶν Ὀθωμανῶν. Σήμερον τὸ Ἰσλὰμ τείνει νὰ κυριαρχήση εἰς τὴν Πατρίδα μας ἀπὸ τὴν στάσιν τὴν ὁποίαν τηρεῖ ἔναντι αὐτοῦ ὁ πολιτικός, πνευματικός, Ἀκαδημαϊκός, ἐπιχειρηματικὸς καὶ ἐκκλησιαστικὸς κόσμος τῆς Πατρίδος μας. Μετὰ τὴν πτῶσιν τῆς Βασιλίδος τῶν Πόλεων, τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἐπὶ αἰῶνας ἐθρηνούσαμεν : «Ἑὰλω ἡ Πόλις». Σήμερον τὸ Ἐθνικὸν αὐτὸ σύνθημα δὲν ἀκούγεται. Ἴσως διότι γίνεται νεκρανάστασις τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Σήμερον τὸ σύνθημα πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνεται διαφορετικῶς: «Ἑάλω ἡ Ἑλλάς» μὲ εὐθύνη τῶν πολιτικῶν, τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων τῆς Χώρας, τῶν ἀδιαφόρων Ἀκαδημαϊκῶν (δὲν εἶναι ὅλοι) καὶ ἑνὸς σημαντικοῦ τμήματος τῆς Ἱεραρχίας, τὸ ὁποῖον ἔχει συστρατευθῆ μὲ τοὺς ἀθέους καὶ ἀσπονδύλους ἐθνικῶς πολιτικούς.
Ποία εἶναι ἡ ἐλπίς μας: Μόνον ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεός, αὐτὸς ὁ ὁποῖος διέσωσε τὸ γένος κατὰ τὴν περίοδον τῆς τουρκοκρατίας καὶἀνέδειξε φλογεροὺς ἱεροκήρυκας, δυναμικοὺς καὶ γενναίους παπά-
δες καὶ ἐπισκόπους, Ἁγίους τῶν σκλάβων (Ἅγιος Νικόδημος, Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς), Νεομάρτυρας, οἱ ὁποῖοι ἐμαρτύρησαν διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν Πίστιν τὴν Ἁγίαν καὶ τῆς Πατρίδος τὴν ἐλευθερίαν, ἡρωϊκὰς ἀγωνιστικὰς Μορφάς, αἱ ὁποῖαι ἐπίστευον εἰς τὸν Ἅγιον Θεόν, τὴν Παναγίαν, τοὺς Ἁγίους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ εἰς τὴν Πατρίδα. Διὰ νὰ βοηθήση ὅμως ὁ Ἅγιος Θεὸς χρειάζονται εἰλικρινῆ δάκρυα μετανοίας, Ἱεραὶ Ἀγρυπνίαι, πολὺ προσευχὴ καὶ ἐπανένωσις τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Ἑλληνισμοῦ μὲ βάσιν τὰς διακηρύξεις τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ Ἁγίων Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλὰ καὶ μὲ βάσιν τὰς ἀρχὰς τῶν κατὰ σάρκα πατέρων καὶ παππούδων μας






Αἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὑπηρετοῦν τα σχέδια τοῦ διεθνοῦς Σιωνισμοῦ





Ὑπό τοῦ
Γραφείου Αἱρέσεων καί Παραθρησκειῶν
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς







Μὲ μεγάλη ἔκπληξη εἴδαμε δημοσιευμένο στὸ διαδίκτυο ἄρθρο τοῦ Μεγ. Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Τσέτση , στὸ ὁποῖο σχολιάζει, στὴν οὐσία λογοκρίνει, τὴν ἐγκύκλιο τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς κ. Σεραφεὶμ ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἐπειδὴ τὸ ἄρθρο τοῦ ὡς ἄνω κληρικοῦ ἀδικεῖ τὴν ἀλήθεια τῶν πραγμάτων ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο τῆς ἐγκυκλίου τοῦ Σεβασμιωτάτου, θεωρήσαμε ἀναγκαῖο, νὰ προχωρήσουμε στὸν σχολιασμό, ποὺ ἐπακολουθεῖ, ὄχι γιατί ἐλπίζουμε νὰ πείσουμε τὸν συγγραφέα σὲ κάποιες ἀλήθειες, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ διαφωτίσουμε τοὺς ἀναγνῶστες ἐκείνους, ποὺ ἔτυχε νὰ διαβάσουν τὸ ἄρθρο του καὶ προβληματίστηκαν πάνω στοὺς ἰσχυρισμούς του.
Κατʼ ἀρχὴν ὁ π. Γεώργιος ἀμφισβητεῖ ὁποιαδήποτε σχέση συνεργασίας καὶ συμπορεύσεως μεταξύ τοῦ Σιωνισμοῦ (καὶ τοῦ ἐκτελεστικοῦ βραχίονός του, τῆς Μασωνίας) μὲ τὸν Οἰκουμενισμό. Ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Σεβασμιωτάτου ὅτι «ὑπάρχει ἕνα προκαθορισμένο σχέδιο ἑνώσεως», τὸ ὁποῖο προωθεῖ ἡ Μασωνία καὶ ὁ Διεθνὴς Σιωνισμὸς καὶ τὸ ὁποῖο ἀποσκοπεῖ στὴν ἕνωση ὅλων τῶν ἁπανταχοῦ τῆς γῆς ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν σὲ μιὰ «πανθρησκεία μὲ ἀρχηγὸ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος θὰ παραδώσει τὴν παγκόσμια ἐξουσία στὸν Ἀντίχριστο» εἶναι κατὰ τὸν συγγραφέα «τραβηγμένος ἀπὸ τὰ μαλλιά».
Τὸ ὡς ἄνω σχέδιο ἑνώσεως εἶναι ἕνα «παράδοξο καὶ ξενίζον μακιαβελικὸ σχέδιο», ἀποτελεῖ δὲ «σενάριο», μὴ ἔχον ἐρείσματα ἀπὸ ἔγκυρες πηγές. Παρακάτω προσθέτει, ὅτι ὁ ἰσχυρισμὸς «ὅτι πίσω ἀπὸ κάθε οἰκουμενιστικὴ ἐνέργεια βρίσκεται ὁ δάκτυλος τοῦ Σιωνισμοῦ» εἶναι «ἕωλος» . Ἀπόδειξις οἱ μύδροι «ποὺ ἐκτοξεύουν, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 1950 ἤδη, διάφορα Σιωνιστικὰ κέντρα κατὰ τοῦ ΠΣΕ...».
Κατʼ ἀρχὴν διαφεύγει τῆς προσοχῆς τοῦ π. Γεωργίου τὸ γεγονός, ὅτι ἡ ὡς ἄνω ἐγκύκλιος δὲν ἀποτελεῖ ἐπιστημονικὴ διατριβή, ὥστε νὰ ὑπάρχη ἡ ἀναγκαιότης παραπομπῶν σὲ πηγές, ἀλλὰ ἔχει σκοπὸ καθαρὰ ποιμαντικό, ἀποβλέπει δηλαδὴ στὴν ἐνημέρωση καὶ πνευματική οἰκοδομὴ τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του.
Τί γράφει ὁ μακαριστός Ἀρχιμ. Χαρ. Βασιλόπουλος Αὐτὸ καθόλου δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχουν οἱ πηγὲς καὶ ὅτι οἱ ἰσχυρισμοὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν «σενάριο», ἀποκύημα φαντασίας. Μεταξὺ Σιωνισμοῦ καὶ Οἰκουμενισμοῦ ὑπάρχει στενώτατη σχέση καὶ παράλληλη πορεία. Καὶ τοῦτο διότι, ὅπως θὰ ἀποδειχθῆ στὴ συνέχεια, οἱ ἐπιδιώξεις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, (Διαχριστανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ) ἐξυπηρετοῦν ἄριστα τά σχέδια τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ. Ὅπως ἀποκαλύπτουν οἱ ἴδιοι οἱ Σιωνιστὲς στὰ «Πρωτόκολλα τῶν Σοφῶν τῆς Σιών» : «Δὲν θὰ ἀναγνωρίσωμεν», γράφουν, «τὴν ὕπαρξιν ἄλλης θρησκείας πλὴν τοῦ ἑνὸς θεοῦ ἡμῶν, μὲ τὸν ὁποῖον ἡ εἱμαρμένη μας εἶναι συνδεδεμένη... Διὰ τοῦτο ἀκριβῶς ὀφείλομεν νὰ καταστρέψωμεν πᾶσαν πίστιν» (Πρωτόκολλα κεφ. ΙΔ ́). Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφουν: «Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων θὰ εἶναι ὁ ἀληθὴς πάπας τῆς οἰκουμένης, ὁ πατριάρχης τῆς Διεθνοῦς Ἐκκλησίας» (Πρωτόκολλα κεφ. ΙΖ ́).
Πολὺ εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος π. Χαράλαμπος Βασιλόπουλος: «Ἀλλὰ διʼ αὐτὴν τὴν ʻΔιεθνῆ Ἐκκλησίανʼ, ὡς γνωστὸν ἀγωνίζεται καὶ ὁ Οἰκουμενισμός. Διότι μὲ τὸ ἑνωτικὸ πρόβλημα, ποὺ ἔχει δημιουργήσει, προχωρεῖ ἀκάθεκτα στὴν καταστροφὴ τῆς πίστεως, στὴν ἐκθεμελίωση τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τὴν δημιουργίαν μιᾶς ʻπαγκοσμίου Ἐκκλησίαςʼ καὶ μιᾶς παγκοσμίου θρησκείας». Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Οἰκουμενισμὸς ἐπιδιώκει τὴν σύγκλιση ὅλων των χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καὶ τῶν μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, σὲ πρῶτο στάδιο σὲ διαχριστιανικὸ ἐπίπεδο καὶ κατόπιν σὲ διαθρησκειακό, μὲ ἀπώτερο σκοπὸ τὴν δημιουργία μιᾶς πανθρησκείας. Ἡ σύγκλιση αὐ τὴ βλέπουμε ἤδη, νὰ πραγματοποιεῖται στὶς ἡμέρες μας μὲ τὶς συμπροσευχές, τοὺς Διαχριστιανικοὺς καὶ Διαθρησκειακοὺς Διαλόγους, μὲ τὸν ὑπερτονισμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ὑποβάθμιση τῶν δογματικῶν διαφορῶν, τὴν ἀνοικοδόμηση πανθρησκειακῶν ναῶν (ὅπως αὐτὸς ποὺ πρόκειται νὰ ἀνοικοδομηθῆ προσεχῶς στὸ Βερολίνο), μὲ τὴν προώθηση κοινῆς συνεργασίας καὶ ἀλληλεγγύης μεταξὺ ὁμολογιῶν καὶ θρησκειῶν γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση παγκοσμίων κοινωνικῶν προβλημάτων, τὴν προώθηση τῆς παγκοσμίου εἰρήνης κ.λ.π.

Ἀφανεῖς κύκλοι τοῦ Διεθνοῦς Σιωνισμοῦ

Πίσω ἀπὸ τὰ γεγονότα αὐτὰ κρύπτονται ἐμφανεῖς καὶ ἀφανεῖς κύκλοι τοῦ Διεθνοῦς Σιωνιστικοῦ Συστήματος, ποὺ στοχεύουν στὴν ἑνοποίηση σὲ παγκόσμιο ἐπίπεδο τῆς πολιτικῆς, τῆς οἰκονομικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς τῆς ἀνθρωπότητος. Τὸ δὲ ΠΣΕ ἱδρύθηκε ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἐκείνη χρονικὴ περίοδο, ὅταν μπῆκαν οἱ βάσεις γιʼ αὐτὴ τὴν ἰσοπέδωση. Ἐὰν λοιπὸν τὰ ἴδια τὰ γεγονότα κραυγάζουν ἀπὸ μόνα τους, «τί χρείαν ἔχομεν μαρτύρων», ἢ ἄλλων μαρτυριῶν ἀπὸ ἄλλες πηγές; Τὸ φαινόμενο αὐτὸ τοῦ δογματικοῦ θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ μὲ στόχο τὴν ἐπίτευξη μιᾶς παγκόσμιας θρησκείας εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, τὰ ὁποῖα ὡστόσο μποροῦν, νὰ διακρίνουν μόνον ὅσοι ἔχουν καθαρούς τούς ψυχικούς των ὀφθαλμούς, μόνον ὅσοι ἔχουν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὴν σκοτεινὴ καὶ ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἐὰν στὸ παρελθὸν ὑπῆρξαν ἀντιπαραθέσεις καὶ «μύδροι» ἀπὸ διάφορα Σιωνιστικὰ κέντρα κατὰ τοῦ ΠΣΕ γιὰ διάφορους λόγους, αὐτὸ δὲν ἀναιρεῖ τὴν παράλληλη πορεία καὶ συμπόρευση τῶν δύο αὐτῶν ὀργανισμῶν, τουλάχιστον σὲ θρησκευτικὸ ἐπίπεδο. Οἱ ἀντιπαραθέσεις παρατηρήθηκαν σὲ θέματα πολιτικῆς φύσεως, τὰ ὁποῖα βέβαια δὲν πρόκειται νὰ μᾶς ἀπασχολήσουν, διότι ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ὅρια καὶ τὸν σκοπὸ αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου.
Στὴ συνέχεια ὁ π. Γεώργιος σχολιάζει τὴν φράση τῆς ἐγκυκλίου:
«Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος πάντοτε ἀντιστέκεται σταθερά, ἀταλάντευτα καὶ ἀκλόνητα στὸν Οἰκουμενισμὸ καὶ ἀποτελεῖ ἰσχυρὸ ἀντιοικουμενιστικὸ προπύργιο». Πιστεύει ὅτι ὁ παρὰ πάνω «ἀφορισμὸς εἶναι ὑπερβολικὸς» καὶ «ἀναληθής». Καὶ τοῦτο διότι «ἡ ἱστορία καταδεικνύει ὅτι ἡ Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ὄχι μόνο δὲν ἀντέστη στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, καθὼς διατείνεται ἡ Ἐγκύκλιος, ἀλλὰ τουναντίον, μὲ τὴν συμβολὴ κορυφαίων κληρικῶν καὶ λαϊκῶν στελεχῶν της, ὅπως οἱ Ἀρχιμ. Χρυσόστομος Παπαδόπουλος..., εἶχε ἐνεργὸ συμμετοχὴ σʼ αὐτήν, ἀπὸ τὶς πρῶτες ἤδη μέρες τῆς ἐμφανίσεώς της στὸ ἐκκλησιαστικὸ προσκήνιο τὴν δεκαετία τοῦ 1920. Καὶ ἀργότερα, τὸ 1948, ὑπῆρξε μαζὶ μὲ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο καὶ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἕνα ἀπὸ τὰ τρία Ὀρθόδοξα ἱδρυτικὰ μέλη τοῦ ΠΣΕ».
Παρὰ κάτω προσθέτει ὅτι «ἐπρόκειτο (καὶ πρόκειται) γιὰ μιὰ συνειδητὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἕνα διάλογο, ὁ ὁποῖος στοχεύει στὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, στὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν τους, καὶ στὴν προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος».
Δὲν ἀμφισβητοῦμε βέβαια τὴν συμμετοχὴ τῶν προσώπων, τὰ ὁποῖα μνημονεύει ἐδῶ ὁ π. Γεώργιος στοὺς Διαλὸγους μὲ τὶς Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες στὰ πλαίσια τοῦ ΠΣΕ. Ὡστόσο ἀγνοεῖ ἢ θέλει νὰ ἀγνοεῖ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶναι μόνον οἱ Ἱεράρχες, ποὺ συγκροτοῦν τὸ σῶμα τῆς Ἱεραρχίας, οὔτε μόνον οἱ ἀκαδημαϊκοὶ διδάσκαλοι, τοὺς ὁποίους μνημονεύει στὸ ἄρθρο του. Εἶναι ἐπίσης καὶ ὁ ὑπόλοιπος κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ ἀντίσταση, γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ἡ Ἐγκύκλιος, χωρὶς βέβαια νὰ παραθεωροῦνται καὶ περιπτώσεις Ἱεραρχῶν καὶ ἀρχιεπισκόπων, ποὺ ἀντετάχθησαν καὶ ἐπολέμησαν καὶ συνεχίζουν νὰ πολεμοῦν μέχρι σήμερα, τὸν Οἰκου μενισμό.
Θὰ παραθέσουμε ὀλίγα μόνον, ἀντιπροσωπευτικῶς, στοιχεῖα καὶ τεκμήρια αὐτῆς τῆς ἀντιστάσεως καὶ τοῦ ἀγῶνος, ποὺ ἀποδεικνύουν τοῦ
λόγου τὸ ἀληθές.  Ἡ ἀντίδρασις τοῦ Κων. Μουρατίδη και αἱ θέσεις τοῦ π. Θ. Ζήση Αὐτὴ καθʼ ἑαυτὴν ἡ ἔνταξις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὸ ΠΣΕ συνάντησε ἰσχυρὲς ἀντιδράσεις ἀπὸ κορυφαίους ἀκαδημαϊκοὺς διδασκάλους, ὅπως ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν. Ἀθηνῶν Κων. Μουρατίδης, ὁ ὁποῖος σχετικὰ μὲ τὸ θέμα αὐτὸ παρατηρεῖ:
«Ἡ ἀλλόκοτος καὶ τερατώδης καὶ καταλυτική τῆς ὀρθοδόξου κανονικῆς τάξεως καὶ Ἱερᾶς Παραδόσεως συμμετοχὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ Παγκόσμιον Συνοθύλευμα τῶν Αἱρέσεων συνιστᾶ τὴν μεγίστην παγίδα τοῦ Ἀντικειμένου ἐν τῇ ἱστορίᾳ τῆς στρατευομένης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς διάβρωσιν καὶ ἀποσύνθεσιν τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας...
Αὐτὸ καθʼ ἑαυτὸ τὸ γεγονὸς τῆς συμμετοχῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων τοῦ ΠΣΕ προσκρούει ʻ a priori ʼ καὶ ἐξʼ ἀπόψεως ἀρ χῆς εἰς τεράστια καὶ τοῦτʼ αὐτὸ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, προερχόμενα ἐξʼ αὐτῆς τῆς φύσεως καὶ τοῦ χαρακτῆρος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τῆς μιᾶς, ἁγίας καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας».
Ἐπίσης ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ πρωτ. π. Θεόδωρος Ζήσης, ἐπισημαίνει; «...Οὔ τε ἔπρεπε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μετάσχουμε, οὔτε τώρα ἀμετανοήτως νὰ συνεχίζουμε νὰ μετέχουμε τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν ἄλλων οἰκουμενιστικῶν θεσμῶν καὶ διαλόγων, γιατί αὐτὴ ἡ συμμετοχὴ μας ἀκυρώνει τὸ Εὐαγγέλιο, προσβάλλει τοὺς μάρτυρες, διαφωνεῖ μὲ τοὺς ἁγ. Πατέρες, ἀποτελεῖ πρωτοφανῆ καινοτομία στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας ἀνὰ τοὺς αἰῶνες καὶ εἶναι μέρος τοῦ παιχνιδιοῦ τῆς Βαβυλῶνος τῆς μεγάλης».

Ποῖοι ἠγωνίσθησαν ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ

Πέραν αὐτῶν μνημονεύουμε κορυφαῖες πνευματικὲς προσωπικότητες τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ποὺ ἀγωνίστηκαν κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὅπως  τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομο τὸν Β ́ (Χατζησταύρου), ὁ ὁποῖος προέβαλε σθεναρὴ ἀντίσταση στὰ ἰσοπεδωτικὰ ἀνοίγματα τοῦ τότε Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν προσπάθεια τοῦ τελευταίου, νὰ ἐπιβάλη τετελεσμένα γεγονότα στὴν Β ́ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου(1963).
Τὸν ἀείμνηστο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κυρὸ Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος μὲ συνοδικὴ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπέρριψε τὶς προδοτικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποφάσεις τοῦ
Balamand το 1993 στὸ Διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς.
Τὸν ἀεὶμνηστο Μητροπολίτη Φλωρίνης κυρό Αὐγουστῖνο, μὲ τὴν πολύπλευρη κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ δράση του καὶ τὸ μνημειῶδες ἔργο του  «Προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ τοὺς ἀειμνήστους ὁμολογητὲς Ἱεράρχες Παραμυθίας κυρό Παῦλο καὶ Ἐλευθερουπόλεως κυρό Ἀμβρόσιο, οἱ ὁποῖοι μαζὶ μὲ τὸν πρώην Φλωρίνης κυρό Αὐγουστῖνο
διέκοψαν γιὰ ἕνα διάστημα τὸ μνημόσυνο τοῦ Οἰ κ. Πατριάρχου κυροῦ Ἀθηναγόρου μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀντικανονικὴ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων.
Τὸν Ἀρχιμ. π. Χαράλαμπο Βασιλόπουλο, ἱδρυτὴ τῆς Π.Ο.Ε. καὶ τῆς μαχητικῆς ἐφημερίδος «Ὀρθόδοξος Τύπος» καὶ συγγραφέα τοῦ ἔργου «Ὁ Οἰκουμενισμὸς χωρὶς μάσκα», τὸν Ἀρχ. π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο μὲ τὸ ἐξ ἴσου σημαντικὸ ἔργο του «Τὰ δύο ἄκρα, Οἰκουμενισμὸς καὶ Ζηλωτισμός», τὸν ἀείμνηστο συγγραφέα καὶ λογοτέχνη Φώτη Κόντογλου, μὲ τὰ εὐστοχώτατα κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἄρθρα του ὅπως τό: «Ἀγαπισμὸς καὶ Οἰκουμενιστικοὶ Διάλογοι», τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Στέργιο Σάκκο κ.ἄ.
Ἀπὸ τοὺς ἔτι ἐπιζῶντες ἀναφέρουμε τοὺς ἀρχιερεῖς, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Κυθήρων κ. Σεραφείμ, Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεο, Γόρτυνος κ. Ἰερεμία, τὸν ὁμότιμο καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν  πρωτ. π. Γεώργιο Μεταλληνό, συγγραφέα τοῦ ἔργου «Οἱ διάλογοι χωρὶς προσωπεῖο» , τὸν κ. Δημήτριο Τσελλεγγίδη, καθηγητὴ τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. μὲ τὶς εὐστοχώτατες παρεμβάσεις του στὸ διάτρητο κείμενο τῆς Ραβέννας, τὸν ἀδὶκως ἀφορισθέντα κ. Νικόλαο Σωτηρόπουλο, καθὼς ἐπίσης καὶ μιὰ πλειάδα καθηγουμένων Ἱερῶν Μονῶν, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συγκροτοῦν τὴν λεγόμενη «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν». Στὴν παράταξη κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ἐπίσης νὰ συγκαταριθμήσουμε τὰ μέλη τῶν Χριστιανικῶν Ἀδελφοτήτων «Σταυρὸς» καὶ «Σωτήρ».

Ἀπεμακρύνθησαν ἤ παρητήθησαν

Ἐπισημαίνουμε ἐπίσης τὸ γεγονός, ὅτι τὸν ἀρχικὸ ἐνθουσιασμὸ μεγάλων Ὀρθοδόξων Θεολόγων, ποὺ ἐκπροσώπησαν τὴν Ὀρθοδοξία στὸ ΠΣΕ, γιὰ τὴν ἐνδεχόμενη δυνατότητα Ὀρθοδόξου μαρτυρίας, ἄρχισε σιγὰ σιγά, νὰ διαδέχεται δισταγμός, ἀπογοήτευση καὶ ἐπιφυλακτικότης. Ὅσοι ἐξ αὐτῶν
ἐτόλμησαν νὰ ἐκφράσουν τὴν διαφωνία τους μὲ τὴν οἰκουμενιστικὴ γραμμὴ τοῦ Φαναρίου, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τοὺς διαλόγους ἢ παραιτήθηκαν ἀπὸ μόνοι τους. Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Ἡ παραίτηση τοῦ (καθηγητοῦ) Ἰω. Καρμίρη καὶ
ἄλλων καθηγητῶν (Μ. Φαράντος, Στυλ. Παπαδόπουλος κ.ἄ.) ἀπὸ τοὺς διαλόγους, ἀλλὰ καὶ ἡ στάση πολλῶν καθηγητῶν ἀπέναντί τους λέγουν πολλά». Ὁ καθηγητὴς τῆς Πατρολογίας κ. Στυλ. Παπαδόπουλος (Μοναχός Γεράσιμος) ἐπισημαίνει μὲ ἀπογοήτευση: «Οἱ διάλογοι αὐτονόητοι, ἀναποτελεσματικοὶ καὶ προβληματικοί». Σὲ ἄλλο σημεῖο τῶν διαπιστώσεών του σχετικὰ μὲ τοὺς διαλόγους παρατηρεῖ:
«Δὲν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια Ὁμολογία, νὰ ἐγκαταλείψη στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας της ὡς ἀποτέλεσμα τῶν Διαλόγων... Κάποιες ἴσως δευτερεύουσες πρακτικὲς πλευρὲς δυνατὸν νὰ δέχθηκαν οἱ ἑταῖροι μας νὰ ἀλλάξουν. Ποτὲ στοιχεῖο τῆς διδασκαλίας τους».
Ὁ καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας τὸ 1971 ἐσχολίαζε: «Ἡ ὑπὸ τοὺς σημερινοὺς ὅρους συμμετοχὴ μας εἰς τὸ ΠΣΕ εἶναι ὅλως ἀπαράδεκτος. Ἐὰν δὲν ἐξασφαλιστεῖ, καθʼ οὕς ὅρους αὐτὸς ὁ ἅγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, τὸ νὰ φέρωσιν αἱ ἐνέργειαι καὶ ἀποφάσεις τοῦ συμβουλίου τούτου ἐμφανῆ οὐχὶ τὴν Προτεσταντικὴν ἀλλὰ τὴν Ὀρθόδοξον σφραγίδα ἐνδείκνυται νὰ ἀποχωρήσωμεν».
Παρόμοιες εἶναι οἱ διαπιστώσεις π.Γεωρ. Μεταλληνοῦ: «Ἀντὶ ἡ Ὀρθοδοξία νὰ ἐπηρεάζει σωτηριολογικὰ τὸν μὴ Ὀρθόδοξο κόσμο, ἐφθάσαμε στὴν ἀποδοχὴ στὴν πράξη τῆς ʻβαπτισματικῆς Θεολογίαςʼ, τῆς ʻΘεολογίας τῶν ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶνʼ (πρβλ. συμφωνίας Balamand 1993
), τῆς ʻκοινῆς διακονίαςʼ τῆς ʻδιευρυμένης Ἐκκλησίαςʼ καὶ τοῦ ʻπολιτιστικοῦ πλουραλισμοῦʼ, ὅπως ὀρθότατα ἔχει ἐπισημανθεῖ... Ὁ Οἰκουμενισμὸς σʼ ὅλες τὶς διαστάσεις καὶ ἐκδοχὲς του ἔχει ἀποβεῖ ἀληθινὴ βαβυλώνιος αἰχμαλωσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ ὅλων τῶν τοπικῶν ἡγεσιῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις, ποὺ δέχονται ὅμως ἀφόρητη πίεση.
Ἡ καύχηση καὶ ὁ αὐτοθαυμασμὸς τῶν οἰκουμενιστῶν μας γιὰ μιὰ δῆθεν νέα ἐποχή, ποὺ ἄνοιξε τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς πατριαρχικὲς ἐγκυκλίους τῶν ἐτῶν 1902, 1904, καὶ 1920, δὲν δικαιώνονται, διότι ʻαὐτὸ ποὺ κατορθώθηκε εἶναι νὰ νομιμοποιήσουμε τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦʼ». Ἀποκαλυπτικὲς ὅσο καὶ ὀδυνηρὲς εἶναι ἐπίσης οἱ διαπιστώσεις τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση «Ἡ ὑπερπεντηκονταετὴς παρουσία τῶν Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν στὸ ΠΣΕ, μέσα στὴν πανσπερμία, στὸ πλῆθος καὶ στὴν θεολογικὴ ἀναρχία καὶ σύγχυση τῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν, συνδεόμενη οὕτως ἢ ἄλλως στὴν πράξη, παρὰ τὶς ἀντίθετες διακηρύξεις, μὲ ἐκκλησιολογικὲς παραχωρήσεις, συμβιβασμοὺς καὶ ὑποχωρήσεις, δὲν ἦταν δυνατὸν ἀθροιστικὰ καὶ οὐσιαστικὰ νὰ ἔχει τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προσδοκώμενη καρποφορία. Ἐξαφανιστήκαμε, χαθήκαμε οἱ Ὀρθόδοξοι ἀριθμητικά, δὲν εἴχαμε καμιὰ δυνατότητα μὲ τὸν ἐλάχιστο ἀριθμὸ ψήφων, ποὺ διαθέταμε, νὰ ἐπηρεάσουμε τὶς συζητήσεις καὶ τὶς ἀποφάσεις...
Νομιμοποιήσαμε ἐκκλησιολογικὰ μὲ τὴν παρουσία μας τὶς ποικίλες προτεσταντικὲς ὁμάδες καὶ παραφυάδες ὡς «ἐκκλησίες», καὶ ὁδηγήσαμε σὲ εὐτελισμὸ καὶ ξεγύμνωμα τὴν ʻνύμφην Χριστοῦʼ, ὑπὲρ τῆς ὁποίας ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ πανάγιον αὐτοῦ αἷμα, τὴν ἐδόξασε καὶ τὴν λάμπρυνε ὑπὲρ τὸν ἥλιον».

Ὁ μακαριστός π. Ἰ. Ρωμανίδης

Σχετικὰ μὲ τὸν μακαριστὸ καθηγητὴ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. πρωτ. π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, τὸν ὁποῖον μνημονεύει στὸν κατάλογο τῶν ὀνομάτων, ποὺ παραθέτει ὁ π. Γεώργιος, σημειώνουμε, ὅτι ἐπειδὴ ἄσκησε ἔντονη κριτικὴ στὶς προδοτικὲς γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία ἀποφάσεις τοῦ Balamand, ἐπιτιμήθηκε αὐστηρὰ ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ ἀπειλήθηκε ἐμμέσως, πλὴν σαφῶς, μὲ καθαίρεση.  Ἐπίσης ὁ π. Γεώργιος κάνει λόγον γιὰ «μιὰ συνειδητὴ συμμετοχὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ ἕνα διάλογο, ὁ ὁποῖος στοχεύει στὴν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, στὴν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν τους καὶ στὴν προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος».
Ποιὰ ὅμως προσέγγιση ἔγινε ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια, δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ 65 χρόνια ἐπισήμου Διαλόγου; Ποιὰ πρόοδος ἐπιτεὺχθηκε, ἐπʼ ὠφελείᾳ τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ὀρθοδοξίας;  Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀνα φέρει ἔστω καὶ μία ἀπὸ τὶς πολυάριθμες ὁμάδες τοῦ ΠΣΕ, ἢ ἔστω καὶ ἕνα πρόσωπο, πού συμμετέχει σʼ αὐτό, νὰ ἀσπάστηκε τὴν Ὀρθοδοξία;
Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα τέτοιο παράδειγμα λόγω τῶν σχετικῶν δεσμευτικῶν ἀποφάσεων τοῦ ΠΣΕ. Ἐπίσης πιστεύει ὅτι ἡ προσέγγιση μεταξύ τῶν Χριστιανῶν καὶ ἡ προώθηση τῆς Χριστιανικῆς Ἑνότητος μπορεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ μὲ τὴν «ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν καὶ ἐκκλησιολογικῶν διαφορῶν», δηλαδὴ μὲ ἀμοιβαῖες ὑποχωρήσεις στὰ δόγματα τῆς πίστεως.
Ἡ ἀντίληψη αὐτή, εὐρύτατα διαδεδομένη μεταξύ τῶν οἰκουμενιστῶν,  ποὺ ἀπηχεῖ οὐσιαστικὰ τὴν αἱρετικὴ οἰκουμενιστικὴ θεωρία τοῦ Δογματικοῦ Μινιμαλισμοῦ, εἶναι πέρα γιὰ πέρα ξένη πρὸς τὴν δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ τὴν ἐκκλησιαστική της αὐτοσυνειδησία, ὅτι αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὴν Μία Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, κατέχουσα πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. Ἑπομένως δὲν εἶναι δυνατόν, νὰ δεχθῆ κανένα συμβιβασμὸ καὶ ὑποχώρηση,  δηλαδὴ ἀθέτηση στὰ δόγματα τῆς πίστεώς της.
Ἡ οἰκουμενιστικοῦ τύπου ἑνότητα, τὴν ὁποία ὁραματίζεται ὁ π. Γεώργιος, εἶναι μιὰ ἐπιφανειακὴ, ἐπικοινωνιακοῦ, μᾶλλον οὑμανιστικοῦ, χαρακτῆρος ἑνό τητα, ποὺ δὲν θὰ εἶναι πραγματικὴ ἐν ἀληθείᾳ ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξο πίστη, ἀλλὰ συγκόλληση ἑτεροκλήτων στοιχείων, ποὺ μὲ
τοὺς πρώτους κραδασμοὺς θὰ διαλυθοῦν εἰς τὰ ἐξʼ ὧν συνετέθησαν.

Ὁ δόλιος προσηλυτισμός

Στὴ συνέχεια ὁ π. Γεώργιος παρουσιάζει μία ἄγνωστη «πτυχὴ τῆς σχέσεως τῆς (Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) πρὸς τὴν Οἰκουμενικὴ Κίνηση, μάλιστα δὲ πρὸς τὸ ΠΣΕ. Ἐκείνη ποὺ ἀφορᾶ στὴν Διακονία καὶ τὴν κοινωνικὴ πρόνοια». Κάνει λόγο γιὰ τὴν «ἀνάπτυξη τῆς πτηνοτροφίας στὴν Ἤπειρο», γιὰ τὴν «γεωργική, κτηνοτροφική, μελισσοκομικὴ ἀνάπτυξη τῶν Κυθήρων καὶ ποικίλα προγράμματα τουριστικῆς ἀναπτύξεως, ὁδοποιίας, ἀναδασώσεως, ὑδρεύσεως καὶ ἠλεκτροδοτήσεως πολλῶν χωριῶν τοῦ νησιοῦ αὐτοῦ», τὰ ὁποῖα «ὑλοποίηθηκαν ἀπὸ κλιμάκιο τοῦ ΠΣΕ...», ἐπίσης γιὰ τὰ «δύο τυπογραφεῖα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας Σπυρίδωνος τὸ 1951 καὶ Σεραφεὶμ τὸ 1981», τὰ ὁποῖα «εἶχαν συσταθεῖ μὲ τὴν συνδρομὴ τοῦ ΠΣΕ» κ.λ.π. Γενικῶς παρουσιάζει μιὰ «περίληψη τοῦ τεράστιου ποιμαντικοῦ, κοινωνικοῦ, ἀναπτυξιακοῦ καὶ ἀνθρωπιστικοῦ ἔργου, τὸ ὁποῖο πραγματώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος σὲ συνεργασία μὲ τὸ ΠΣΕ». Τὸ ὅτι πράγματι ἔγιναν ὅλα αὐτὰ δὲν τὰ ἀμφισβητοῦμε. Ὅμως δὲν ἀγνοοῦμε ἐπίσης τὸν δόλιο προσηλυτισμὸ καὶ τὴν προπαγάνδα, ποὺ ἄσκησαν ἐδῶ καὶ αἰῶνες τώρα στὴν Ἑλλάδα καὶ συνεχίζουν νὰ ἀσκοῦν μέχρι σήμερα οἱ Προτεσταντικὲς Ὁμολογίες, ποὺ σήμερα ἀποτελοῦν μέλη τοῦ ΠΣΕ

Ἀπώλεια ψυχῶν

Ὁ Προτεσταντισμὸς διὰ τοῦ ΠΣΕ προσέφερε μὲν ὑλικὴ βοήθεια,  ὁδήγησε ὅμως στὴν ἀπώλεια μέσῳ τοῦ προσηλυτισμοῦ πλεῖστες ὅσες ψυχές, ἐκμεταλλευόμενος τὴν ἀνέχεια καὶ τὴν φτώχεια τοῦ λαοῦ μας. Σὲ τί ὠφελοῦν ὅμως τὰ ἔργα κοινωνικῆς ἀναπτύξεως καὶ φιλανθρωπικῆς προνοίας, ὅταν τὸ πνευματικὸ κόστος αὐτῶν τῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀπώλεια ψυχῶν, γιὰ τὶς ὁποῖες ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του; Σὲ τί θὰ ὠφελοῦσε τὸν ἑλληνικὸ λαό, ἄν μὲ παρόμοια ἔργα γινόταν ἡ πιὸ πλούσια χώρα τῆς Εὐρώπης, ἔχανε ὅμως τὴν Ὀρθόδοξη πίστη του καὶ ἄρα καὶ τὴν σωτηρία του καὶ μεταβαλλόταν σὲ χώρα, ὅπου θὰ κυριαρχοῦσε ὁ Προτεσταντισμός;
«Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίση τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῆ;» (Ματ. 16,26).  Ποιᾶς μορφῆς κοινωνία καὶ συνεργασία μπορεῖ νὰ ὑπάρξη μεταξύ τοῦ φωτὸς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τοῦ σκότους τῆς αἱρέσεως; Καμμία ἀσφαλῶς, καθὼς μᾶς βεβαιώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τὶς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ; Τὶς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος;» (Β ́ Κορ. 6,14). Οἱ ἅγιοι Πατέρες μας οὐδέποτε διενοήθησαν, νὰ καθιερώσουν ὁποιασδήποτε μορφῆς συνεργασία μὲ τοὺς αἱρετικούς, προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν κάποια ὑλικὰ ὀφέλη, ἀφοῦ μετὰ τὸν ἀφορισμό τους καὶ τὴν συνοδικὴ ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δὲν εἶχαν πλέον καμμία ἐπικοινωνία μαζί τους.
Ἑπομένως ἡ «χέρι-χέρι συνεργασία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ τὸ ΠΣΕ, ὅπως καὶ μὲ ἄλλους φορεῖς τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως» δὲν δικαιώνεται οὔτε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, οὔτε ἀπὸ τὴν Πατερική μας Παράδοση. Καὶ μόνον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ π. Γεώργιος κρίνει τὴν σχέση τοῦ ΠΣΕ μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μὲ κοινωνικὰ καὶ ὄχι μὲ ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια, ὅπως βέβαια θὰ ἔπρεπε, δείχνει τὴν χρεωκοπία τοῦ ΠΣΕ καὶ τῶν μέχρι τώρα γενομένων Διαλόγων καὶ τὴν ἀδυναμία του, νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοποὺς γιὰ τοὺς ὁποίους ἱδρύθηκε.

Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων
Και Παραθρησκειῶν
Ὁ Ὑπεύθυνος
Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
Ὁ Γραμματέας
Λάμπρος Σκόντζος





Ἡ δολοφονία τῶν ψυχῶν




επιμελεία τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ
-πτυχιούχου κλασσικῆς φιλολογίας
πανεπιστημίου Ἀθηνῶν


 


(ΚΕΙΜΕΝΟΝ Α’)

ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΔΙΑ ΤΑ ΕΝ ΧΡΗΣΕΙ ΣΧΟΛΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΩΣ

Τοῦ κ. Ἠλία Μπάκου,
Δρ. Θεολόγου – Φιλολόγου

Ὕστερα ἀπὸ ἐπισταμένη μελέτη μαςῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων Σπουδῶν (ΦΕΚ τ. Β´ 303/13.3.2003) καὶ ἀξιολόγηση ὅλων μας τῶν δεδομένων στοιχείων καὶ μας τῶν ἐνστάσεων κατὰ τῶν νέων σχολικῶν βιβλίων τῶν θεωρητικῶν μαθημάτων καὶ τῶν ἀντιστοίχων καὶ ὁμοτίτλων αὐτῶν βιβλίων τοῦ «Ἐκπαιδευτικοῦ» καὶ τῶν «Τετραδίων τῶν μαθημάτων», καθὼς καὶ τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων Σπουδῶν (ΦΕΚ τ. Β´ 2335/17.10.2011) καθίσταται φανερὸ καὶ καθολικῶς ἀποδεκτὸ ὅτι γίνεται διείσδυση ἀνθελληνικῆς προπαγάνδας εἰς βάρος τῆς ἐθνικῆς μας ἱστορίας, τῆς ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς πίστεως, τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πολιτισμοῦ καὶ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ ἤθους, τουτέστιν τῶν ἰδεωδῶν καὶ τῶν ἰδανικῶν μαςῆς Παιδείας μας, ἀφοῦ τὰ νέα σχολικὰ βιβλία ὁδηγοῦν ἀναμφισβήτητα σὲ ἀφελληνισμὸ – ἀπεθνικοποίηση, ἀπο χριστιανοποίηση καὶ ἀποδόμηση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου. Πρώτιστον χρέος ὅλων μας εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τοῦ ὅλου θέματος, ὅπως αὐτὸ διαμορφώθηκε καὶ πραγματοποιεῖται. Ἑπομένως ἔργον τῆς Πολιτείας εἶναι ἀφενὸς νὰ ἀνακόψει τὴ δράση αὐτῆς τῆς ἀνθελληνικῆς προπαγάνδας διὰ τῶν σχολικῶν βιβλίων καὶ νὰ καλλιεργηθεῖ ἐθνικὴ ἀγωγὴ καὶ παιδεία καὶ ἀφετέρου νὰ ἀποκαλύψει τὰ κέντρα ἐκτὸς καὶ ἐντὸς τῶν πυλῶν μαςῆς Χώρας μας- ποὺ παράγουν πράκτορες καὶ κατασκευάζουν μεθόδους συγγραφῆς τοιούτων σχολικῶν βιβλίων εἰς βάρος τῆς ἱστορίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ Ἑλληνορθόδοξου πολιτισμοῦ μας. Ὡς κέντρο δράσεως ὅλων τῶν ὡς ἄνω ἐνεργειῶν καὶ διαχειρίσεως τῶν θεμάτων μαςῆς Παιδείας εἶναι τὸ Παιδαγωγικὸ Ἰνστιτοῦτο καὶ νῦν Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς!
Στὴ συνέχεια θὰ παρουσιάσουμε κείμενα – ἀποσπάσματα, ποὺ ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Κείμενα ἔκνομα καὶ ἀξιόποινα, μαςὰ ὁποῖα διαπλάθουν ἀρνητικὴ συνείδηση γιὰ τὸ ἔθνος, τὴν Ὀρθοδοξία, τὸ ἑλληνορθόδοξο καὶ ἐκπαιδευτικὸ ἦθος, ἀντίθετα πρὸς τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους –θεσμικοὺς καὶ παιδαγωγικούς. Πρόκειται στὴν κυριολεξία γιὰ κείμενα κιτρίνου τύπου, διαφθορᾶς τῆς νεολαίας, ἀπαξίωσης τῶν φορέων τοῦ Ἔθνους, τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τῆς Παιδείας καὶ εἰδικώτερα τῆς οἰκογένειας καὶ τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου. Οἱ Πρόεδροι τοῦ ΠΙ, νῦν Ἰνστιτοῦτο Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς ἀπὸ τὸ 2003 μέχρι σήμερον, οἱ ἐπόπτες καὶ συντάκτες τῶν Ἀναλυτικῶν Προγραμμάτων Σπουδῶν, τῶν Σχολικῶν Βιβλίων καὶ τῶν συνακόλουθων βοηθημάτων –μαθητῶν καὶ ἐκπαιδευτικῶν–, φέρουν ἀκεραίαν τὴν εὐθύνην, καθὼς καὶ οἱ πολιτικὲς ἡγεσίες τοῦ Ὑπ. Παιδείας. Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὅλα τὰ κακῶς ποιούμενα, ἐδῶ καὶ ἀρκετὰ χρόνια ἀποδίδονται καὶ χρεώνονται στὴ Νέα τάξη πραγμάτων καὶ στὴν παγκοσμιοποίηση, ὅπως αὐτὴ νοεῖται κατὰ περίπτωση. Πλὴν ὅμως ἡ μέθοδος καὶ τὸ περιεχόμενο μαςῆς ἐν λόγῳ προπαγάνδας, ὅπως αὐτὴ καταγράφεται καὶ αὐτοπροσδιορίζεται στὰ νέα σχολικὰ βιβλία, ξεπερνάει τὰ ὅρια καὶ τοὺς στόχους μαςῆς παγκοσμιοποίησης γιὰ τοὺς παρακάτω λόγους:
1) Σύμφωνα μὲ τοὺς συγγραφεῖς μαςῆς Μεσαιωνικῆς ἱστορίας Β´ Γυμνασίου (σ. 9-19) ἡ μέθοδος συγγραφῆς τοῦ βιβλίου εἶναι ὁ μαρξιστικὸς τρόπος καὶ βάση τῆς σκέψεως ἡ μαρξιστικὴ ἰδεολογία καὶ κατὰ συνέπεια εἶναι φυσικὸ ἡ θεώρηση μαςῶν γεγονότων νὰ εἶναι ἀνάστροφη τῆς πραγματικότητας. Αὐτὸς εἶναι «ὁ ψεύτικος μανδύας μαςῆς δῆθεν προοδευτικότητας» (Μ. Θεοδωράκη, Καθημερινή, 18–3–2007)•
2) Οἱ συγγραφεῖς τῶν βιβλίων προερχόμενοι ἀπὸ τὸ ἴδιο πολιτικὸ – ἰδεολογικὸ χῶρο – «διανοουμενίστικο προοδευτικὸ χῶρο», ἄρα ἦταν ἑπόμενο στὸν χῶρο αὐτὸν «νὰ ἀνθίσουν αὐτὰ τὰ πικρὰ λουλούδια τῆς ἄρνησης τῆς πεμπτουσίας αὐτοῦ, ποὺ ἦταν καὶ εἶναι ἡ Ἑλλάδα τοῦ χθές, τοῦ σήμερα καὶ τοῦ αὔριον» (Μ. Θεοδωράκης, Καθημερινή, 18–3–2007). Ἄλλωστε οἱ ἴδιοι οἱ συγγραφεῖς αὐτοπροσδιορίζονται στὸ βιβλίο τῆς Νεοελληνικῆς Γλώσσας Γ´Γυμνασίου, Βιβλίο Ἐκπαιδευτικοῦ (σ. 12-14), ὅπου στὴν παράγραφο: πῶς ἐπιλέξαμε τὰ κείμενα, παραθέτουν σειρὰ κριτηρίων ἐντελῶς ὑποκειμενικῶν καὶ ἀντιτιθεμένων πρὸς τὸ σκοπὸ καὶ τοὺς στόχους μαςῆς παιδείας ἀλλὰ καὶ τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος- τὸ οποῖο, ὑποτίθεται- ἐφαρμόζουν στὴ συγγραφὴ τῶν βιβλίων. Στὴν παραπάνω παράγραφο διαβάζουμε τὸ πρῶτο κριτήριο ἐπιλογῆς τῶν κειμένων: «ἡ προσπάθειά μας δὲν ἦταν νὰ ἀνθολογήσουμε τὰ “ἐγκυρότερα” ἢ τὰ “καλύτερα” ὑπάρχοντα κείμενα... δὲν καταφύγαμε ἀποκλειστικὰ σὲ ἕνα σῶμα συγγραφέων καὶ κειμένων, ποὺ ἔχουν τὴν εὐρύτερη ἀποδοχὴ καὶ συγκροτοῦν ἀτύπως μαςὸν “κανόνα” (σ. 12). Ἀπὸ τὰ παραπάνω καταδεικνύεται ὅτι οἱ συγγραφεῖς τοῦ βιβλίου δὲν ἐνδιαφέρονται οὔτε γιὰ τὴν ἀντικειμενικότητα οὔτε γιὰ τὴν ποιότητα καὶ τὴν κοινὴ ἀποδοχὴ τῶν κειμένων• τὰ κριτήριά  εἶναι ἰδεοληπτικὰ καὶ ὑποκειμενικά. Καὶ τὸ ἐρώτημα: εἶναι δυνατὸν ἡ παγκοσμιοποίηση νὰ μετέρχεται μαρξιστικὲς μεθόδους, ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινὰ μαρξιστικὲς ἢ νὰ προσεπιβαίνει ἐπὶ τοῦ μαρξισμοῦ καὶ νὰ συμπορεύεται φιλελευθερισμὸς- καπιταλισμὸς καὶ μαρξισμός; Καὶ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, ποῦ ὁδηγοῦν —ἂν ἔτσι εἶναι— ὅλα αὐτά; Πάντως ἡ εὐτέλεια τοῦ περιεχομένου τῶν σχολικῶν βιβλίων δύσκολα μπορεῖ νὰ ταυτισθεῖ τόσον μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση ὅσον καὶ μὲ τὸν Ὀρθόδοξο μαρξισμό. Ἀναμφισβήτητα ὅμως αὐτὸς ὁ νόθος σοσιαλοκαπιταλισμὸς εἶναι ἐπικίνδυνος γιὰ τὴν ὑπόσταση τοῦ Ἔθνους μας ἀπὸ ὅπου καὶ ἐὰν προέρχεται.
Ἔξαλλου ὁ βουλευτὴς καὶ πρ. Ὑπουργὸς Στυλιανὸς Παπαθεμελῆς μὲ ἐπίκαιρη ἐρώτηση στὴ Βουλὴ γιὰ τὴν ἀπόσυρση τοῦ βιβλίου τῆς ἱστορίας τῆς ΣΤ´ Δημοτικοῦ ζητεῖ καὶ διακοπὴ τῆς διανομῆς «τοῦ τετράτομου ἱστορικοῦ τερατουργήματος, ποὺ ἐξέδωσε τὸ λεγόμενο “Κέντρο Συμφιλίωσης τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς” (Corcee), φορέας χρηματοδοτούμενος ἀπὸ τὸν γνωστὸ καὶ μὴ ἐξαιρετέο κ. Soros, ποὺ διανέμεται στοὺς ἐκπαιδευτικοὺς τῆς Πρωτοβάθμιας καὶ Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, προφανῶς, γιὰ νὰ ἐμπεδώσουν καλύτερα τὸ νόημα μαςῆς ἀνιστόρητης ἱστορίας».
Τὴν ἴδια ἄποψη, ὅτι δηλαδὴ πρόκειται περὶ ξένης προπαγάνδας, ἔχει καὶ ὁ καθηγητὴς καὶ δόκιμος στοχαστὴς Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὅταν γράφει «ὅτι... ἕνα σχολικὸ βιβλίο ἱστορίας γράφεται ὁμολογημένα καὶ μὲ καύχηση «κατ᾽ ἐπιταγή». Δηλαδή, μὲ συμμόρφωση τῶν συγγραφέων σὲ ἐντολὲς ἀλλοδαπῶν Διευθυντηρίων «ξένων κέντρων λήψης ἀποφάσεων» (Καθημερινή, 18-3-2007).
Εἶναι σχεδὸν πανθομολογούμενο ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Ἐκπαίδευση χρησιμοποιεῖται ὡς μηχανισμὸς ἰδεολογικῆς χειραγώγησης κατὰ τὴν παροῦσα χρονικὴ στιγμή. Ὑπάρχει πρόγραμμα ἀποδόμησης τῆς Ἑλληνικῆς Ἐκπαίδευσης. Δειγματοληπτικὰ παραθέτουμε τὰ παρακάτω παραδείγματα ἀπὸ τὰ βιβλία τῶν Ἀρχαίων καὶ τῶν Νεοελληνικῶν, μαςὰ ὁποῖα βεβαιώνουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές.

Α´ Ἀνθολόγιο Β´ Γυμνασίου

1. Ἀρχαία Ἑλλάδα: Ὁ τόπος καὶ οἱ ἄνθρωποι. Κείμενο (ἀπὸ μετάφραση). “Ὁ χωριάτης”. Διαβάζουμε; “... κάθεται μὲ ἀνασηκωμένο τὸ ἱμάτιο πάνω ἀπὸ τὰ γόνατα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φαίνονται τὰ ἀπόκρυφά του” (σελ. 44).
2. “Οἱ Ἑταῖρες” (=πόρνες). Τὸ κείμενο στὶς σελίδες 40–42 νὰ διαβαστεῖ. Στὸ τέλος τοῦ κειμένου οἱ ἐρωτήσεις γιὰ τοὺς μαθητές:
α) Μὲ βάση τὶς βελτιωτικὲς ἐπεμβάσεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ κείμενο, νὰ γράψετε τὶς προδιαγραφὲς γιὰ τὴν ἐμφάνιση καὶ τὴ συμπεριφορὰ τῆς ἰδεώδους Ἑταίρας.
Β) Ποιὰ καλλυντικὰ ἀναφέρονται καὶ σὲ ποιὰ σημεῖα τοῦ σώματος χρησιμοποιοῦνται; (χωρὶς σχόλια).

Β´ Νεοελληνικὴ Γλώσσα Α´ Γυμνασίου
Κείμενα ἀκατάλληλα, ἀντιπαιδαγωγικὰ καὶ ἀντίθετα πρὸς τὸ σκοπὸ τῆς Παιδείας, ἀντικείμενα στὸ Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα καὶ κατὰ συνέπεια ἔκνομα (Χάριν συντομίας παραπέμπουμε μόνο στὶς σελίδες χωρὶς ἀναφορὰ στὸ κείμενο καὶ μαςὴν παραβατικότητα).
1. Ἀρνητικὰ πρὸς τὸ θεσμὸ τοῦ σχολείου καὶ τοὺς σκοποὺς καὶ στόχους τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος: σελίδες 10, 21, 23, 26, 31, 32. καὶ ἀπὸ τὸ Τετράδιο ἐργασιῶν: σελίδες 14, 15, 16, 21 καὶ 75. Βλέπε καὶ κείμενο 6 (“Ὁσάκις”) γελοιοποίηση τῆς τάξεως, τοῦ καθηγητῆ καὶ τῶν μαθητριῶν (σελ. 16–17).
2. Κινηματογράφος (κείμενα χωρὶς καμιὰ παιδαγωγικὴ ἀξία) σελίδες 48, 49.
3. Βλάσφημα (κείμενα ἀποδόμησης τοῦ ἑλληνορθόδοξου ἤθους καὶ μαςῆς πίστεως) σελ. 54, 146. Ἀπὸ τὸ Τετράδιο ἐργασιῶν: σελ. 75 Πρβλ. καὶ Γ–Δ Δημοτικοῦ: «Τότε ποὺ πήγαμε βόλτα τὸν ἐπιτάφιο» (σελ. 79–80), «Ἕνας ἀλλιώτικος ποδοσφαιρικὸς ἀγώνας» (σελ. 143-146). «Μ. Παρασκευὴ στὴν ἐκκλησία» (σελ, 75–76) κ.ἄ. Βλ. καὶ νεοελληνικὴ Γλώσσα Γ´ Γυμνασίου «Τὰ ἑλληνικὰ ... μυστήρια» (σελ. 6–14) κ.ἄ.
4. Κινητὰ – Διαδίκτυο (κείμενα ἀντιπαιδαγωγικά)• σελ. 14, 18, 31, 32, 33, 101, 119. Ἀπὸ μαςὸ Τετράδιο ἐργασιῶν: σελ. 17.
5. Διαφημίσεις: σελ. 101, 104, 121.
6. Κείμενα μὲ ἀποκρυφιστικὸ χαρακτήρα (ἀποκρυφισμός): σελ. 21, 83, 95, 114.
7. Ἀντεθνικὰ κείμενα (περιπαικτικὴ καὶ ἱερόσυλη ἀναφορὰ στὴν 25η Μαρτίου) σελ. 29, 32, 82 κ.ἄ.
8. Αἰσθησιακὰ (κείμενα ἐρωτικὰ καὶ αἰσχρά, ἐντελῶς ἀκατάλληλα γιὰ τοὺς μαθητὲς) σελ. 119,120, 143: Ἀπὸ μαςὸ Τετράδιο ἐργασιῶν: σελ. 16-17. Εἰδικότερα βλ. σελ. 40, 106, 116, 129 κ.ἄ.

Γ´ Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Α´ Γυμνασίου
(Βιβλίο μαθητῆ καὶ ἐκπαιδευτικοῦ)
1. Ὑπερτονισμὸς τοῦ αἰσθησιακοῦ καὶ ἐρωτικοῦ στοιχείου: σελ. 7, 10, (Β.Ε. 11,12). 51,112–113, 114–117, 84, 123, (Β.Ε. 87), 130, 145, 160–161, 163, 170–171, 172, 183, 209, 227 κ.ἄ.
2. Ὑποτίμηση τοῦ ἑορτολογίου καὶ τῆς λατρευτικῆς ζωῆς μαςῆς Ἐκκλησίας: Σελ. 64, 180, (Β.Μ). 50,124,166 (Β.Ε) κ.ἄ.
3. Ἀπαξίωση τοῦ ἱερέως: Σελ. 37, 93,222 (Β Μ).
4. Τάσεις θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ- Μας ἐποχῆς κ.λπ. σελ. 24, 84 (Β Ε), 42, 48, 57, (Β Μ).
5. Ὑποβάθμιση τῆς ἐθνικῆς ζωῆς. Παραλείπεται ὁ ἐθνικὸς Ὕμνος ἀπὸ τὰ ἐγχειρίδια Γυμνασίου–Λυκείου (Ἀπαράδεκτη ἡ ἀπάντηση τοῦ προέδρου τοῦ Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου μὲ ἀριθ. Πρωτ. 8492 /26-10-2006, στὸ Γραφεῖο τοῦ Πρωθυπουργοῦ κ. Κων/νου Καραμανλῆ).
6. Στὸ κείμενο «Κοιτώντας τὴν Ἀθήνα» (σελ. 123–124) διαβάζουμε: «... ἦταν ἡ Ἑλλάδα μία γυναίκα τόσο προκλητικὴ σεξουαλικά, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐρωτευτῶ σωματικὰ καὶ ἀπελπισμένα, καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τόσο ἤρεμα ἀριστοκρατική, ποὺ θὰ ἤμουν ἀνίκανος νὰ τὴν πλησιάσω» (Τὰ σχόλια δικά μας).

Δ´ Στὰ Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Β´ Γυμνασίου διαβάζουμε: α) «πότε εἶπα ἐγὼ κάτι κακὸ γι᾽ αὐτοὺς τοὺς βρωμιάρηδες τοὺς ἀραπάδες ἔ; Πότε; Γιὰ πές μου, πότε; (σελ. 53). Β) «κωλότοπος» «κωλοαλβανούς» (σελ. 102).

Ε´ Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας Γ´ Γυμνασίου
Πολλὰ κείμενα μὲ χαρακτήρα καταθλιπτικό, πεσιμιστικὸ (σελ. 75-76, 147-148, 155), μὲ ἀρνητικὰ στοιχεῖα μαςῆς φυσιογνωμίας τοῦ Ἕλληνα (σελ. 72-73, 80, 85), χωρὶς κανένα θετικὸ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Καποδίστρια. Ἐπίσης, κείμενα μὲ παγανιστικὸ περιεχόμενο (σελ. 115). Στὰ κείμενα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ δὲν γίνεται ἀναφορὰ στοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους οὔτε στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη. Στὶς σελίδες 164–168 μεταξὺ τῶν ἄλλων διαβάζουμε: «... ἀπὸ τῆς μυλωνοῦς τὸν πισινὸ ζητᾶς ὀρθογραφία. Ὁ πισινὸς τῆς μυλωνοῦς εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου. Εἶχα διαβάσει πολλοὺς ὁρισμοὺς τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦτος μοῦ φάνηκε ὁ πιὸ καταπληκτικὸς καὶ μοῦ ἄρεσε» (Χρειάζονται σχόλια;). β) «... κανεὶς δὲν διαμαρτυρόταν παλιά, ὅταν ἕνας Γάλλος στρατιωτικὸς ἔκλεινε τὴν τηλεόραση τοῦ καφενείου, ἐπειδὴ ἐνοχλοῦσε. Μαςὸ ἴδιο θὰ μποροῦσε νὰ κάνει καὶ σήμερα ἕνας μπάτσος χωρὶς νὰ προκαλέσει περισσότερες ἀντιδράσεις. Εἴμαστε λαός, χωρὶς φωνή» (σελ. 102).

Ἐπικαλούμαστε τὰ παραπάνω παραδείγματα, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς διαθεματικότητας, μαςὰ ὁποῖα συντελοῦν ἀναμφισβήτητα στὴν ἀποδόμηση τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος, στὴν κατάλυση τῶν ἰδεωδῶν καὶ τῶν παιδαγωγικῶν ἀρχῶν μαςῆς παιδείας καὶ στὴν παράλυση τῆς ἐθνικῆς, κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνειδήσεως. Σὲ πολλὰ σημεῖα ὁ τρόπος, ποὺ ἐκτίθενται ἢ περιγράφονται γεγονότα καὶ καταστάσεις δὲν εἶναι συμβατὲς μὲ τοὺς σκοποὺς τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ νόμο τοῦ Κράτους• καὶ ἑπομένως μαςὰ βιβλία δὲν εἶναι καθ᾽ ὅλα νόμιμα. Πολλὰ κείμενα ἀντὶ νὰ παιδαγωγοῦν καὶ νὰ μορφώνουν τὸν μαθητὴ χωρὶς ὑπερβολὴ προσβάλλουν βάναυσα τὸ πρόσωπο τοῦ μαθητῆ καὶ τὴν ἀξιοπρέπειά του. Καὶ μόνον ἡ καλὴ ἀνάγνωση τῶν παραπάνω παραδειγμάτων καταδεικνύει τὸ ἔγκλημα, ποὺ διαπράττεται εἰς βάρος τῆς μαθητιώσης νεολαίας ἀπὸ τὸ ἴδιο μαςὸ Κράτος καὶ τοὺς λειτουργούς του.
Τέλος ὁ Ἕλληνας πολίτης καὶ εἰδικώτερα ὁ ἐκπαιδευτικὸς ἀδυνατεῖ νὰ κατανοήσει κάθε διαπραγμάτευση μὲ τοὺς συγγραφεῖς Σχολικῶν Βιβλίων μαςῶν ἁρμοδίων ὀργάνων τῆς Πολιτείας. Ἡ ἐθνική μας ἱστορία, τὸ μορφωτικὸ ἀγαθό, ὅπου αὐτὸ προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ ἀξίες τῆς παιδαγωγικῆς ἀπὸ τὸν πολιτισμὸ καὶ τὰ στοιχεῖα του, ὅπως αὐτὰ ὁριοθετοῦνται ἀπὸ τὰ ἰδεώδη καὶ τὰ ἰδανικὰ τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων εἶναι ἀδιαπραγμάτευτα καὶ προστατεύονται ἀπὸ τὴν πολιτεία καὶ τὸ δημοκρατικό μας πολίτευμα. Ὅπως ἀκριβῶς δὲν διαπραγματευόμαστε τὰ γεωγραφικά μας ὅρια ἔτσι ἀκριβῶς καὶ πολὺ περισσότερο δὲν διαπραγματευόμαστε τὴν ἐθνική μας ἱστορία καὶ τὴν Ὀρθοδοξία μας.
Συμπέρασμα: Γιὰ τοὺς προαναφερθέντες λόγους τὰ θεωρητικὰ βιβλία πρέπει νὰ γραφοῦν ἐξ ὑπαρχῆς, ἀφοῦ πρῶτα βελτιωθεῖ καὶ συμπληρωθεῖ τὸ Ἀναλυτικὸ Πρόγραμμα σύμφωνα μὲ τὰ ἰδεώδη τῆς ἑλληνορθοδόξου παιδείας, τὶς παιδαγωγικὲς ἀρχὲς καὶ τοὺς σκοποὺς τῆς ἀγωγῆς τῶν νέων. Ἡ ἐθνική μας ἱστορία, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ Πίστη καὶ ὁ Ἑλληνορθόδοξος Πολιτισμὸς εἶναι καὶ θὰ παραμείνουν ἀδιαπραγμάτευτα. Ἐπίσης πρέπει πάραυτα, χωρὶς ἀναβολὴ καὶ περιστροφὲς νὰ ἀποσυρθεῖ τὸ πρόγραμμα Σπουδῶν (Πιλοτικό) καὶ ὁ Πρόεδρος τοῦ Ἰνστιτούτου Ἐκπαιδευτικῆς Πολιτικῆς (Πρώην Π Ι) νὰ προβεῖ τάχιστα, πρῶτα στὴν διόρθωση – ἀπόσυρση τῶν κειμένων διαφθορᾶς τῆς νεολαίας καὶ ἔπειτα νὰ μεριμνήση γιὰ τὴν συγγραφὴ νέων Σχολικῶν Προγραμμάτων καὶ Βιβλίων Ὀρθῆς Παιδευτικῆς καὶ Παιδαγωγικῆς κατευθύνσεως.
Ὅμως, ἐπειδὴ τὸ θέμα τῶν Σχολικῶν βιβλίων ἀναδεικνύεται σὲ μεῖζον ζήτημα: ἐθνικό, θρησκευτικό, κοινωνικό καὶ παιδευτικό, ἡ Πολιτικὴ ἡγεσία εἶναι ὑποχρεωμένη, ἐκ τῶν πραγμάτων, νὰ ἀσκήσει Διοικητικὸ καὶ Δικαστικὸ ἔλεγχο, γιὰ ὅλους τοὺς ἐμπλεκόμενους στὴν προσπάθεια διαφθορᾶς τῆς μαθητιώσας νεολαίας καὶ νὰ ἀποδοθοῦν εὐθύνες ὅπου ὑπάρχουν. Καὶ ἐὰν αὐτὸ δὲν τὸ πράξει ἡ Πολιτεία, νομίζουμε ὅτι ἡ ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη θὰ ἐπιληφθεῖ τοῦ θέματος αὐτεπαγγέλτως. Τὸ μορφωτικὸ ἀγαθὸ τῆς Παιδείας εἶναι δημόσιο, ὑπαγορεύεται ἀπὸ τὸ Σύνταγμα καὶ τοὺς νόμους, ἀπὸ τὸν Ἑλληνορθόδοξο Πολιτισμό, τὴν Ὀρθόδοξο Χριστιανικὴ Πίστη, τὴ διαχρονική μας Ἱστορία, τὰ ἤθη καὶ ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας. Σὲ καμία περίπτωση δὲν ἀποτελεῖ ἰδιωτικὴ ὑπόθεση κάποιων συγγραφέων μὲ πρωτόλεια καὶ ἰδεοληπτικὰ κείμενα.

***

(ΚΕΙΜΕΝΟΝ Β’)

Την απόλυτη παρακμή του εκπαιδευτικού μας συστήματος και της κοινωνίας αποτελεί ένα κείμενο που περιέχεται στο τετράδιο εργασιών της Νεοελληνικής Γλώσσας της Α' Γυμνασίου, καθώς περιγράφει τη σχέση της 15χρονης Αλέκας με τον 25χρονο Σάκη.

 


Δηλαδή αντί  να διδάσκουν στα ελληνόπουλα την ελληνική ιστορία και την ελληνική ορθόδοξη πίστη, τους κάνουν πλύση εγκεφάλου με άθλια κείμενα, που στην ουσία δεν τους προσφέρουν απολύτως τίποτα.

Δεν χρειάζεται λοιπόν να απορούμε για το που πηγαίνει αυτή την στιγμή η ελληνική κοινωνία και για το ποια πρότυπα και ποιες αξίες έχουν τα ελληνόπουλα.

Το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι  από το βιβλίο της Ρούλας Κακλαμανάκη «Γραφές Αθωότητας».

Ωστόσο, το συγκεκριμένο κείμενο που περιγράφει τη σχέση της 15χρονης Αλέκας με τον 25χρονο Σάκη, τον ηλεκτρολόγο, τον πρώτο έρωτα της τάξης τον οποίο κρυφοξέρουν όλοι οι μαθητές και σχολιάζουν προκαλεί αίσθηση και συζητήσεις για το κατά πόσο έπρεπε να βρίσκεται στο συγκεκριμένο εγχειρίδιο.

***

(ΚΕΙΜΕΝΟΝ Γ’)

Το ιστορικό της εξαφάνισης της Χριστίνας και η επιθυμία της να ζήσει με τον 23χρονο

*** Θέλει να ιδή κανείς την δόσιν αληθείας που όλα τα παραπάνω κρύπτουν; Ιδού το περιστατικόν της 13χρονης Χριστίνας. Εν τέλει φαίνεται ότι με τα αναγνώσματα εις τα οποία επιβάλλουμε να ενσκύπτουν ημείς οι ίδιοι τα παιδιά μας, είναι σαν να τα δολοφονούμε καθημερινώς.



Στη θαλπωρή της οικογένειάς της βρίσκεται εδώ και λίγες ώρες η 13χρονη Χρύσα Κρασσά, που εγκατέλειψε το σπίτι της και εντοπίστηκε στην Καβάλα χθες τα ξημερώματα, μαζί με τον 23χρονο Αλβανό, με τον οποίο διατηρούσαν επικοινωνία τα δυο τελευταία χρόνια. Ο νεαρός αλλοδαπός συνελήφθη σήμερα το μεσημέρι, μετά από εκτεταμένες αστυνομικές έρευνες.

Ειδικότερα, οι άνδρες της Αστυνομικής Διεύθυνσης Καβάλας, πλαισιωμένοι από κλιμάκιο
της Ε.Μ.Α.Κ. Ροδόπης, ανδρών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Ελευθερούπολης, αλλά και με τη βοήθεια ειδικών σκυλιών ανίχνευσης (ύστερα από παρέμβαση του «Χαμόγελου του Παιδιού»), στις 22.15 της Πέμπτης εντόπισαν τη μικρή Χριστίνα σε δασώδη περιοχή βορειοανατολικά των Λουτρών Ελευθερών Καβάλας.

Ο αστυνομικός διευθυντής Καβάλας, Αβραάμ Κοσκερίδης, σε δηλώσεις του σήμερα το μεσημέρι τόνισε: «επί τρεις ημέρες, από το μεσημέρι της Δευτέρας μέχρι και το βράδυ της Πέμπτης, πραγματοποιήσαμε συνεχείς έρευνες για την ανεύρεση της 13χρονης μαθήτριας σε μια δύσβατη για εμάς περιοχή, εύκολη όμως για τον 23χρονο Αλβανό, ο οποίος πριν από ένα χρόνο εργαζόταν ως βοσκός σε ποιμνιοστάσιο εκεί».

Όπως είπε, η ανήλικη την Κυριακή το απόγευμα ξεκίνησε από την Αθήνα με προορισμό την Θεσσαλονίκη, από όπου με δεύτερο λεωφορείο έφτασε στην Καβάλα όπου την ανέμενε ο 23χρονος. Από το σήμα που εξέπεμψαν τα κινητά τους διαπιστώθηκε ότι κινούνται στην περιοχή των Λουτρών Ελευθερών, κάτι που πιστοποίησε ο πρώην εργοδότης του 23χρονου. Αμέσως άρχισαν οι αναζητήσεις και τελικά στις 22.15 της Πέμπτης, ο πρώην εργοδότης του 23χρονου ειδοποίησε την Αστυνομία ότι ο νεαρός θα κατέβει προς το ποιμνιοστάσιο για φαγητό.

«Στήσαμε ενέδρα με πρώτο μας μέλημα να πάρουμε την ανήλικη από τον 23χρονο. Τον παρακολουθούσαμε και όταν αντιλήφθηκε την παρουσία των αστυνομικών διέφυγε μέσα στο σκοτάδι και την πυκνή βλάστηση της περιοχής. Από την πλευρά μας πήραμε την ανήλικη και συνεχίσαμε την καταδίωξη του, χωρίς όμως να τον εντοπίσουμε», επισήμανε ο αστυνομικός διευθυντής. Ο κ. Κοσκερίδης πρόσθεσε ότι το κορίτσι ήταν σε καλή κατάσταση, ωστόσο για προληπτικούς λόγους μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Καβάλας, ενώ στη συνέχεια στην Καβάλα έφτασαν η γιαγιά και ο θείος της για να την παραλάβουν.

Η διευθύνουσα στο Γενικό Νοσοκομείο Καβάλας, Σταυρούλα Μπουσμουκίλια, αναφερόμενη στην εισαγωγή της ανήλικης κοπέλας δήλωσε ότι το παιδί ήρθε με ασθενοφόρο του «Χαμόγελου του παιδιού» και ειδικό διασώστη στο νοσοκομείο Καβάλας λίγο πριν τις 12 τα μεσάνυχτα της Πέμπτης σε καλή σωματική κατάσταση.

«Χρειαζόταν φαγητό και ύπνο, που της το προσφέραμε. Σήμερα το παιδί είναι σε πολύ καλή κατάσταση, οι δικοί του το αγκάλιασαν με πολύ μεγάλη αγάπη και ήταν αυτό που χρειαζόταν αυτή τη στιγμή. Δεν ήταν τρομοκρατημένη. Με εντυπωσίασε η παρουσία του προέδρου του «Χαμόγελο του παιδιού», του κ. Γιαννόπουλου, που βοήθησε πάρα πολύ τις αστυνομικές δυνάμεις με τη διεθνή εμπειρία του σε τέτοια περιστατικά. Ο κ. Γιαννόπουλος μας ευχαρίστησε για όσα προσφέραμε και για τη συμβολή των διασωστών, των αστυνομικών δυνάμεων, αλλά και απλών πολιτών. Πρέπει να εξάρουμε τη συμβολή του ο οποίος παρά τη μεγάλη του δράση παραμένει ένας σεμνός άνθρωπος. Ύστερα από αυτή την ιστορία γίνεται ακόμη πιο σαφές πόσο επικίνδυνη είναι για τα μικρά παιδιά η κακή χρήση του διαδικτύου και το πόσο εύκολα μπορούν να παγιδευτούν από δήθεν φίλους που κάνουν από τις ιστοσελίδες», τόνισε.

Από το νοσοκομείο δηλώσεις έκανε και ο πρόεδρος του «Χαμόγελου του Παιδιού « ο οποίος απευθυνόμενος στους δημοσιογράφους τόνισε: Ο κ. Γιαννόπουλος από την πλευρά του δήλωσε: «Για πρώτη φορά έγινε μια τέτοια κινητοποίηση. Πρώτη φορά σηκώθηκε ελικόπτερο της ΕΛ.ΑΣ. για περιστατικό εξαφάνισης. Να ευχαριστήσω όλους τους αστυνομικούς, που ακάματα έκαναν τη δουλειά τους, καθώς και την Εισαγγελέα Πρωτοδικών, κ. Φάκου, που έδωσε τη φωτογραφία του 23χρονου στη δημοσιότητα, ύστερα από το «Amber Alert» που δόθηκε. Η Χριστίνα βρέθηκε».

Ερωτηθείς για το κατά πόσο επιβλαβής είναι η επίδραση του διαδικτύου στα παιδιά, που βρίσκονται στην εφηβική ηλικία, πρόσθεσε πως είναι ένα μεγάλο θέμα για παιδιά που έχουν πρόβλημα με τις οικογένειες και ότι η Αστυνομία δεν μπορεί να λύνει όλα αυτά τα προβλήματα. «Πρέπει όλοι να αγκαλιάσουμε τα παιδιά, που δυστυχώς σήμερα περνούν πολλές ώρες μπροστά από τους υπολογιστές. Η Χριστίνα πρέπει να συνεχίσει τη ζωή της, να μην κουβαλάει αυτό το περιστατικό ως σκιά. Ένα μεγάλο ευχαριστώ αξίζει στα υγιώς σκεπτόμενα ΜΜΕ, που δεν επιχείρησαν να εισέλθουν στα εσωτερικά της οικογένειας, αλλά βοήθησαν για την ανεύρεση του παιδιού».

Σύμφωνα με τα όσα είπε στους αστυνομικούς η 13χρονη, λίγο πριν αναχωρήσει από την Καβάλα, ανέφερε ότι βρέθηκε στην περιοχή των Ελευθερών με τη θέλησή της, ενώ στα πρώτα της λόγια, όταν εντοπίστηκε το βράδυ της Πέμπτης, επέμενε ότι ήταν καλά με τον 23χρονο Αλβανό και πως δεν ήθελε να κατέβει από το βουνό.

Η σύλληψη του 23χρονου

Οι έρευνες για τον εντοπισμό του 23χρονου, ο οποίος βρίσκεται παράνομα στην Ελλάδα, σύμφωνα με πληροφορίες από την Αστυνομία, απέδωσαν καρπούς χθες το μεσημέρι, όταν και συνελήφθη σε δασώδη περιοχή των Ελευθερών, όχι μακριά από το σημείο που βρέθηκε η 13χρονη Χριστίνα. Ο 23χρονος Αλβανός συνελήφθη λίγο μετά τις 2.00 το μεσημέρι, με την ΕΛ.ΑΣ. να έχει στήσει πολλά μπλόκα σε όλους τους περιφερειακούς δρόμους της περιοχής.

Ο Μάριον Αγιάζι είχε εργαστεί στην περιοχή ως βοσκός και γνώριζε καλά ακόμη και δύσβατα σημεία του βουνού. Μάλιστα, ο γιος του πρώην εργοδότη, που επικοινώνησε χθες μαζί του, του πρότεινε να διανυκτερεύσει με τη 13χρονη σε μία στάνη που διαθέτει η οικογένεια στη δασική περιοχή, στα Λουτρά. Ωστόσο, ο 23χρονος δίστασε να περάσει εκεί το βράδυ, αφού ήταν ενημερωμένος πως είναι καταζητούμενος από την Αστυνομία. Οι δύο άνδρες συμφώνησαν να περιμένει η μικρή έξω από τη στάνη, προκειμένου να την εντοπίσουν οι διασώστες, ενώ ο 23χρονος εξαφανίστηκε, για να συλληφθεί τελικά το μεσημέρι.

Έξω από την αστυνομική διεύθυνση Καβάλας, ο αστυνομικός διευθυντής δήλωσε: «Τον συλλάβαμε στις δύο παρά πέντε με τη βοήθεια του πρώην εργοδότη του, σε συγκεκριμένο σημείο πάλι στην ίδια περιοχή, που βρέθηκε χθες το ανήλικο κορίτσι. Απαγωγή δεν ήταν. Η ανήλικη οικειοθελώς ήρθε στην Καβάλα με λεωφορείο. Ο νεαρός ήθελε να τη στείλει πίσω, όμως το κορίτσι δεν επιθυμούσε να γυρίσει. Τις πρώτες δύο μέρες προμηθεύονταν φαγητό από άλλο αλλοδαπό εργάτη, την τρίτη μέρα δεν προμηθεύτηκαν φαγητό και την τέταρτη μέρα βοήθησε ο εργοδότης του. Η κοπέλα δεν έδειξε μετανιωμένη. Αγαπιούνται τα παιδιά και δεν ήθελε να γυρίσει πίσω», κατέληξε ο Αστυνομικός Διευθυντής Καβάλας».

Πηγή: ΑΠΕ