Του Γαβριήλ Μπομπέτση

Λαμπιόνια στους δρόμους, εφέ, δέντρα, κουδουνίστρες Αγιο-Βασίληδων, ζεστό κρασί (Glühwein), ζεστό τσάι. Οι δρόμοι σφύζουν από κόσμο. Φωνές από κάθε κατεύθυνση. Μικρά παιδιά σαν χέλια πηγαινοέρχονται μέσα στη λίμνη του κόσμου. «Μαμά, θέλω κι αυτό κι αυτό κι αυτό». Και σέρνουν από το παλτό τους γονείς από βιτρίνα σε βιτρίνα. «Καλήν ημέραν άρχοντες». Έρχονται Χριστούγεννα, έρχονται γιορτές. Το κρύο είναι ενίοτε σουβλερό και ανυπόφορο. Άλλοτε πάλι οι ακτίνες του ήλιου που ξεπροβάλλουν χαϊδεύουν και ζεσταίνουν τα ξέσκεπα μαγουλάκια. Η εορταστική περιδιάβαση συνεχίζεται ακάθεκτα. «Κοίτα, μπαμπά! Ο κύριος παίζει λατέρνα και ο άλλος εκεί ψήνει κάστανα. Τι ωραία εκείνα τα παιδιά που τραγουδούν το Last Christmas. Ακούς;». Κάποια στιγμή καρφώνεται το βλέμμα του μικρού σε μια πινακίδα με έντονα κόκκινα γράμματα που έγραφε: «Πραγματικά Χριστούγεννα». Εξήψε την περιέργεια του και πίεσε τους γονείς του να μπουν. Καθόταν μια ηλικιωμένη κυρία σε μία μπερζέρα και ένα μικρό παιδάκι έπαιζε στα πόδια της. Η γιαγιά άρχισε να λέει: «Πραγματικά Χριστούγεννα σημαίνει να διώξεις μακριά ό,τι βάρος έχεις μέσα σου. Να ηρεμήσεις, να γαληνέψεις. Να βοηθήσεις τη μαμά να στρώσει το εορταστικό τραπέζι. Να βάλεις θερμόμετρο στον παππού σου που ανέβασε λίγο πυρετό. Να βοηθήσεις τον μπαμπά σου να ανάψει το τζάκι. Να κάνεις μια αγκαλιά την αδερφή σου που την πειράζεις καμιά φορά. Να πεις χρόνια πολλά στον φίλο με τον οποίο είχατε τσακωθεί. Να ανοίξεις στις παιδικές φωνές που θα ‘ρθουν να πουν τα κάλαντα. Τα πραγματικά Χριστούγεννα είναι τόσο ωραία, τόσο αναγκαία, τόσο εύκολα, μα και τόσο δύσκολα». Ο μικρός είχε παραμείνει ακίνητος. Ένιωθε μια απροσδιόριστη χαρά. «Γιαγιά, ποιο είναι το όνομά σου; κατάφερε να ρωτήσει. Μαρία, αποκρίθηκε εκείνη κοφτά, Μαρία».