ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΟΜΟΓΕΝΩΝ 2016: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΙ
ΤΕΚΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΝ ΣΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
ΤΕΤΑΡΤΗ 7 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2016
ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΟΜΑΔΑΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ
ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
 

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


1. Διδαγμένο κείμενο από το πρωτότυπο
 
Πλάτων, Πολιτεία (514A-515A, 519B-C)

Ἰδὲ γὰρ ἀνθρώπους οἷον ἐν καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει, ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἐχούσῃ μακρὰν παρὰ πᾶν τὸ σπήλαιον, ἐν ταύτῃ ἐκ παίδων ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας, ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν, κύκλῳ δὲ τὰς κεφαλὰς ὑπὸ τοῦ δεσμοῦ ἀδυνάτους περιάγειν, φῶς δὲ αὐτοῖς πυρὸς ἄνωθεν καὶ πόρρωθεν καόμενον ὄπισθεν αὐτῶν, μεταξὺ δὲ τοῦ πυρὸς καὶ τῶν δεσμωτῶν ἐπάνω ὁδόν, παρ’ ἣν ἰδὲ τειχίον παρῳκοδομημένον, ὥσπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα, ὑπὲρ ὧν τὰ θαύματα δεικνύασιν.


ΝΗΣΤΕΙΑ ΚΙ ΕΦΗΒΕΙΑ ; ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΡΟΠΟΣ!



Ζιώγου Καλλιόπη


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Υπάρχουν πολλοί έφηβοι που επιθυμούν διακαώς να νηστέψουν αλλά βρίσκουν μεγάλη αντίδραση από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Επιχειρήματα όπως « Θα θέσεις σε κίνδυνο την υγεία σου, επειδή είσαι στην ανάπτυξη », ή « είσαι μικρός ακόμη, θα νηστέψεις, όταν θα μεγαλώσεις » ή « η νηστεία είναι για τις γιαγιάδες » κτλ ακούγονται συνέχεια, κάθε φορά που ένας έφηβος συζητά το θέμα της νηστείας με τους γονείς του.


Η Λέξις «αἰγίς» & αἱ ῥίζαι *αιγ, *φαυ, *δαυ, *καυ




τοῦ
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΓΕΩΡ. ΚΑΤΣΟΥΛΗ

-Πτυχιούχου Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Μεταπτυχιακοῦ Ἐφηρμοσμένης Παιδαγωγικῆς
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
-Ὑποψηφίου Διδάκτορος Κλασσικῆς Φιλολογίας
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν



Η αιγίδα, που κατά την απλοϊκή εκδοχή αλλά και το Στράβωνα, ήταν το δέρμα της αίγας που έτρεφε το μικρό Δία, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν ως πανοπλία


Δια της ριζολογίας αποκαλύπτεται πολλάκις η αμνηστηθείσα(=λησμονημένη) αρχική σημασία παλαιών λέξεων, αίτινες ύστερον ή απέβαλον την αρχέγονον αυτών έννοιαν ή προσέλαβον άλλην παράγωγον. Ας ίδωμεν ένα παράδειγμα.

Η αρχή και η σημασία των ονομάτων «αἶγες» και «αἰγίς» δεν ηρμηνεύθη μέχρι τούδε ακριβώς υπό πολλών. Σύμφωνα με τον Ησύχιο, οι Δωριείς ονόμαζαν τα κύματα αἶγες. «αἶγες, τα κύματα Δωριεῖς καλοῦσι».

Δυνάμεθα ειπείν λοιπόν ότι εν τούτοις υπάρχει η ρίζα «αVF>αιF>αιγ» ένθεν όνομα εγένετο «αἰγ-ίς», κάτι σαν το «αὐγίς» δια την εκ του αφρού λευκότητα των κυμάτων.


Disability studies: Άλυτοι προβληματισμοί...

της Μενελίας Τολόγλου 

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Το εξώφυλλο του βιβλίου "Disability Studies: An interdisciplinary Introduction", Dan Goodley, 2011.

Αφορμώμενοι από το κείμενο του Dan Goodley “Debates: Political Disability Studies” που αναφέρεται στο βιβλίο του με τίτλο "Disability Studies: An interdisciplinary Introduction", θα σχολιάσουμε τον τρόπο που γίνονται οι έρευνες σχετικά με την αναπηρία και θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε το περιεχόμενο του όρου “impairment” και να τον διαφοροποιήσουμε (ή και όχι) από τον όρο “disability”. 

Σύμφωνα με τον Goodley, τα μοντέλα προσέγγισης της αναπηρίας εξουσιάζουν τόσο τη ζωή των αναπήρων, αλλά και τις αντίστοιχες μελέτες. Οι τελευταίες συχνά γίνονται από μη-ανάπηρους και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην εξάγονται συχνά επαρκή συμπεράσματα, αλλά και οι ανάπηροι να γίνονται «αντικείμενο» προς διερεύνηση και να ωθούνται σε πιθανή περιθωριοποίηση. 

Είναι αδιαμφισβήτητο, βέβαια, ότι η ερευνητική θεωρία επηρεάζει το περιεχόμενο της έρευνας. Οι ιδεολογικές, φιλοσοφικές και πολιτικές αντιλήψεις επηρεάζουν την ερμηνευτική προσέγγιση που ακολουθεί ο κάθε ερευνητής. Συνεπώς, ο κάθε ερευνητής πρέπει να θέτει πολλαπλά ερωτήματα κατά το σχεδιασμό, τη διεξαγωγή και τον αναστοχασμό της έρευνας που πραγματοποιεί.

Για παράδειγμα, σε ποιο βαθμό η έρευνα περιλαμβάνει τους ανθρώπους με αναπηρία; Τι επιπτώσεις έχουν στις ζωές των αναπήρων; Που προσανατολίζονται; Πώς οι κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν την έρευνα στην αναπηρία και αντίστροφα; Η θεωρητική προσέγγιση και η ιδεολογία του ερευνητή έχουν βαρύνουσα σημασία στον προσδιορισμό των ερευνητικών ενδιαφερόντων, καθώς και στην επιλογή της μεθοδολογίας. Τα ερωτήματα που πρέπει να απασχολούν τον κάθε ερευνητή είναι το ποιες είναι οι αντιλήψεις του για την αναπηρία; Γιατί είναι σημαντικό ένα θέμα για έρευνα; Που στοχεύει η έρευνα του (π.χ. αλλαγή της συλλογικής σκέψης κλπ.) (Συμεωνίδου, 2006);

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ

Υποσημείωση:
Π.χ. έρευνα OPCS, χρήση συγκεκριμένων λέξεων στις ερωτήσεις υποδεικνύουν το ατομικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας. Συνεπώς, ο τρόπος που τίθεται μια ερώτηση φανερώνει και τις αντιλήψεις του ερευνητή.


Επιπλέον, αυτό που θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας είναι ο ερευνητής, οι συμμετέχοντες, καθώς και οι εφαρμογές της έρευνας. Ο Barnes ως υποστηρικτής του κοινωνικού μοντέλου προσέγγισης της αναπηρίας, αναφέρει ότι πρέπει να υπάρχει συνεργασία ερευνητή και αναπήρων, έτσι ώστε η έρευνα να είναι με και για τους ανάπηρους. Η παραπάνω οπτική προσιδιάζει σε ένα κοινωνικό μοντέλο έρευνας που προσπαθεί να αποδείξει και στη συνέχεια να αμφισβητήσει τον αποκλεισμό των αναπήρων

Ο Oliver ως πρωτεργάτης του κοινωνικού μοντέλου, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι στις συγκεκριμένες έρευνες ελλοχεύει ο κίνδυνος της εκμετάλλευσης, ενώ ιδιαίτερης προσοχής χρήζει η στοχοθεσία της έρευνας. Έτσι, επισημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει συνεργασία με τα ανάπηρα άτομα, αλλά και όλες οι έρευνες να λειτουργούν προς όφελος τους και να προωθούν την αναθεώρηση των κοινωνικών συνθηκών.

Ο Shakespeare, ιδεολογικά εδραιωμένος στη μεταμοντέρνα προσέγγιση της αναπηρίας θεωρεί ότι η έρευνα πρέπει να γίνεται για ακαδημαϊκούς λόγους και να στοχεύει στην “παραγωγή” θεωρίας και γνώσης. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της προσέγγισης, ναι μεν πρέπει να υπάρχει συσχέτιση και σύνδεση με το αναπηρικό κίνημα, αλλά η αναπηρία είναι κατά κύριο λόγω επιστήμη. Συνεπώς, πρέπει να ενισχύεται μέσω της θεωρίας και της έρευνας έτσι ώστε να οδηγούμαστε σε αρτιότερη κατανόηση των θεμάτων που την διακρίνουν. 

Επιπροσθέτως, ένα καίριο ζητούμενο είναι ένα από τα μέρη της ταυτότητας του ερευνητή. Με άλλα λόγια, αν ο ίδιος ο ερευνητής που θα διεξάγει την έρευνα είναι ανάπηρος ή μη; Σύμφωνα με μια μερίδα θεωρητικών, είναι σημαντικός ο ρόλος των μη – αναπήρων. Ωστόσο, είναι πιθανόν οι μη - ανάπηροι ερευνητές έχουν μόνο ακαδημαϊκά συμφέροντα, συγκριτικά, με τους ανάπηρους ερευνητές που στοχεύουν σε δομικές αλλαγές στα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας. Παρόλα αυτά, κάθε ερευνητής (ανάπηρος ή μη), αλλά και οι ανάπηροι συμμετέχοντες είναι αδιαμφισβήτητο ότι ανασύρουν στην επιφάνεια ποικίλα και διαφορετικά κατ’ περίπτωση χαρακτηριστικά.

Είναι ξεκάθαρο πως, κάτω από οποιαδήποτε συνθήκη ο στόχος κάθε ερευνητή θα πρέπει να είναι η αλλαγή των συνθηκών της σύγχρονης κοινωνίας. Τα άτομα με αναπηρία χρειάζονται έρευνα που να στοχεύει στη χειραφέτησή τους στην κοινωνία, τη λεγομένη «Emancipatory research» (Oliver, 1992). Τα βασικά Χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τύπου έρευνας σύμφωνα με τους Stone & Priestley (1996), είναι αρχικά ότι ο σχεδιασμός της έρευνας πρέπει να βασίζεται στο κοινωνικό μοντέλο. Επίσης, είναι σημαντικό να υφίσταται πολιτική δέσμευση στους αγώνες των αναπήρων ατόμων, να γίνεται αξιοποίηση της έρευνας σε πολιτικό επίπεδο, να στοχεύει στην ενίσχυση της θέσης των αναπήρων ατόμων, αλλά και στον εκμηδενισμό των κοινωνικών φραγμών. Επιπλέον, πρέπει τα άτομα με αναπηρία και οι οργανώσεις του να συμμετέχουν ενεργά και παράλληλα να γίνονται σεβαστές οι προσωπικές τους εμπειρίες. Τέλος, τα ερευνητικά δεδομένα θα πρέπει να συλλεχθούν και να αναλυθούν με πληθώρα ερευνητικών εργαλείων και τρόπων. 

«(…) Ο μόνος τρόπος να παραχθεί μη αποξενωτική έρευνα είναι να αλλάξουν οι κοινωνικές σχέσεις της ερευνητικής παραγωγής μέσω της ανάπτυξης του ερευνητικού παραδείγματος της χειραφέτησης.» (Oliver, 1992)
«(…) αφορά τη συστηματική απομυθοποίηση των δομών και των διαδικασιών που δημιουργούν την αναπηρία και την εδραίωση ενός βιώσιμου διαλόγου μεταξύ της ερευνητικής κοινότητας και των ατόμων με αναπηρία (…). Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται οι ερευνητές να γνωρίζουν πως να θέσουν τις γνώσεις και τις ικανότητες τους στη διάθεση των ατόμων με αναπηρίες.» (Barnes, 1992)

Disability, Impairment ή και τα δύο;

Ένα ακόμη θέμα που τίθεται επί τάπητος στο βιβλίο του Dan Goodley, είναι το περιεχόμενο των όρων «Impairment» και «Disability». Δεν συγχέονται, εν γένει, στις ερευνητικές μελέτες, αλλά ερευνάται η σχέση των ανθρώπων που φέρουν τη «βλάβη» με τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Κρίσιμο ερώτημα συνιστά το πώς νοηματοδοτούν οι διάφοροι ερευνητές, καθώς και ο συγγραφέας, τους όρους «impairment» και «disability»; 

Υφίσταται διαχωρισμός των όρων και το ενδιαφέρον στρέφεται από το μοντέλο της προσωπικής τραγωδίας, το οποίο επικεντρώνεται στη «βλάβη», προς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της αναπηρίας (Βρετανικό κοινωνικό μοντέλο). Ο όρος «Impairment», αναφέρει ο Goodley, “symbolises social death, inertia, lack, limitation, deficit and tragedy. It references an individualised phenomenon, the currency of medics (…) hardly the focus of critical researchers engaged with the social- cultural conditions of disablism” (Goodley, 2011). Τουτέστιν προσδιορίζεται με βάση το κλινικό και το ατομικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας.

Σύμφωνα με τους (Barnes & Mercer, 2011): 

Impairment (ελάττωμα, βλάβη) είναι η έλλειψη μέρους ή ολόκληρου του άκρου ή ένα δυσλειτουργικό άκρο, όργανο ή λειτουργία του σώματος.

Ενώ 

Αναπηρία (disability) είναι το μειονέκτημα ή ο περιορισμός της δράσης που προκαλείται από τη σύγχρονη κοινωνική οργάνωση, που λαμβάνει ελάχιστα ή και καθόλου υπόψη της τα κινητικά ανάπηρα άτομα και έτσι τα αποκλείει από τη συμμετοχή σε όλους τους τομείς των κοινωνικών δραστηριοτήτων.


Οι υπέρμαχοι του κοινωνικού μοντέλου (π.χ. Barnes κλπ.) τίθενται κατά της έννοιας «impairment». Το κοινωνικό μοντέλο σπάει τον δεσμό ανάμεσα στους όρους «impairment» και «disability». Η «βλάβη» δεν αμφισβητείται, αλλά δεν είναι μια απαραίτητη συνθήκη της αναπηρίας. Τα άτομα με αναπηρία είναι μια «καταπιεσμένη» κοινωνική ομάδα. Οι θιασώτες του συγκεκριμένου μοντέλου προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα κοινωνικά εμπόδια της αναπηρίας και όχι τους προσωπικούς περιορισμούς της βλάβης (Barnes & Mercer, 2011). Η βλάβη και η αναπηρία σύμφωνα με τους τελευταίους είναι κοινωνικά προσδιορισμένες έννοιες, που αλληλοκαλύπτουν η μία την άλλη και δεν διακρίνεται το τέλος και η αρχή τους (Barnes & Mercer, 2011).

Οι δύο αυτές έννοιες «αναμιγνύονται» με τις κοινωνικές συνθήκες και νοηματοδοτούνται. Ο πόνος της βλάβης είναι φανερός από τους κοινωνικούς περιορισμούς που επιβάλλονται και έτσι η «βλάβη» είναι ταυτόχρονα αισθητή ως αναπηρία. Συνεπώς, η «βλάβη» είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο. Τα παραπάνω, αποδεικνύουν ότι η ταυτότητα των αναπήρων είναι μια πολύπλοκα κατασκευασμένη συνθήκη.
«(…) In our view it is society which disables physically impaired people. Disability is something imposed on top of our impairments by the way we are unnecessarily isolated and excluded from full participation in society. Disabled people are therefore an oppressed group in society» (Barnes & Mercer, 2011).
Στην άλλη άκρη της διελκυστίνδας, οι «εναντίον» του κοινωνικού μοντέλου (π.χ. Shakespeare κλπ.) θεωρούν ότι τόσο τα «ελαττώματα», όσο και οι «βλάβες» είναι σημαντικά. Το κοινωνικό μοντέλο δεν είναι επαρκές, από μόνο του στην κατανόηση τους, αλλά και τίθεται η ανάγκη βιωματικής προσέγγισης τους. 

Το κοινωνικό μοντέλο απορρίπτει τις προσωπικές εμπειρίες του «ελαττώματος, βλάβης», που τείνει να εδραιώσει το ατομικό μοντέλο. Η έννοια της “βλάβης” περιλαμβάνει «the functional limitation within the individual caused by physical, mental or sensory impairment» (ιατρικός ορισμός) (Goodley, 2011) . Υφίσταται μια πολυεπίπεδη ανάλυση (πώς και πότε ανακαλύφθηκε, ορατή ή όχι, σοβαρότητα κλπ.) εστιάζοντας στην σημασία, την εμπειρία και την θεραπεία, αγνοώντας τα κοινωνικο-πολιτισμικά χαρακτηριστικά.

Μολαταύτα, είναι κοινωνικά και πολιτισμικά αποκωδικοποιημένη λέξη που κατασκευάζεται από διάφορους θεσμούς (π.χ. το σχολείο κλπ.) και προωθεί την οπτική ότι το μυαλό και το σώμα έχουν μία βλάβη, ένα ελάττωμα σε σύγκριση με το κοινωνικό πρότυπο του «φυσιολογικού».

Όλα τα παραπάνω φέρνουν στο προσκήνιο ποικίλους προβληματισμούς.
Για παράδειγμα, αν τα ανάπηρα άτομα δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως ανάπηρο τότε ποια είναι η προσφορά των ερευνών; 
Ακόμα, είναι σύνηθες, όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα άτομα που φέρουν μια αναπηρία να τοποθετούν τον εαυτό τους ασυνείδητα σε πτυχές που προσιδιάζουν στο ατομικό μοντέλο προσέγγισης της αναπηρίας, θεωρώντας την αναπηρία ως τιμωρία και φέρνοντας το βάρος της προσωπικής ευθύνης. Ωστόσο, η κατασκευή της ταυτότητας είναι μία περίπλοκη διαδικασία που δεν περιορίζεται στην δυαδική επιλογή ανάπηρος ή όχι. Επίσης, είναι κρίσιμο αν σε κάποιες περιπτώσεις απορρίπτουν ή όχι την ιδιότητα της αναπηρίας; Γεγονός που εξαρτάται από πολιτικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς παράγοντες. 

Η διεπιστημονικότητα των ερευνών 

Τα ζητήματα που τίθενται στις συγκεκριμένες έρευνες «σπάνε τα όρια» των επιστημονικών κλάδων, απαιτώντας μια ευρύτερη επιστημονική ματιά. Συνιστούν επίκεντρο συζητήσεων σε κλάδους που κατεξοχήν περιθωριοποιούσαν τα άτομα με αναπηρία, αλλά και συμβάλλουν στην αναθεώρηση των ακαδημαϊκών νορμών.


Ερωτήματα προς σκέψη

  1. Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχουν οι ερευνητές; Π.χ. Ανάπηροι ή όχι;
  2. Ποιος ο σκοπός των ερευνών της αναπηρίας;
  3. Η «βλάβη» είναι τελικά και αυτή μια κοινωνική κατασκευή;
  4. Οι έρευνες που διεξάγονται είναι αντιπροσωπευτικές των απαιτήσεων όλου του πληθυσμού των αναπήρων; 

Βιβλιογραφία

Barnes C. (1992), στο βιβλίο των Αβραμίδη Η. & Καλύβα Ε. (2006), Μέθοδοι Έρευνας στην Ειδική Αγωγή: Θεωρία και Εφαρμογές, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

Barnes C. & Mercer G. (2011), Exploring Disability. Second Edition. Α’ έκδοση: 2010, εκδ. Polity Press, Cambridge.

Goodley D. (2011), Disability Studies. An interdisciplinary Introduction. εκδ. SAGE Publications, London.

Oliver M.(1992) στο βιβλίο των Αβραμίδη Η. & Καλύβα Ε. (2006), Μέθοδοι Έρευνας στην Ειδική Αγωγή: Θεωρία και Εφαρμογές, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα.

Oliver M. (1992), «Changing the Social Relations of Research Production» στο M. Oliver, Disability, Handicap & Society (Vol. 7, No. 2), http://www.heron.dmu.ac.uk/2006-02-28/0267-4645_7(101-114)51892.pdf, πρόσβαση: 19/10/2014, σελ. 101-114.

Stone E., Priestley M. (1996), «Parasites, pawns and partners: disability research and the role of non-disabled researchers», British Journal of Sociology, Vol. 47 , No. 4, σελ. 699-716.

Thomas D. & Woods H. (2008), Νοητική Καθυστέρηση. Θεωρία και Πράξη. (επιμ. Ζώνιου- Σιδέρη Α., Ντεροπούλου- Ντέρου Ε., μτφρ. Λυμπεροπούλου Χ.), εκδ. Τόπος, Αθήνα.

Ζώνιου – Σιδέρη Α. (2011), Οι ανάπηροι και η εκπαίδευσή τους. Μια ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση της ένταξης, εκδ. Πεδίο, Αθήνα.

Συμεωνίδου Σ. (2006), «Ενιαία εκπαίδευση και αναπηρικές σπουδές: Προοπτικές θεωρητικής και ερευνητικής αλληλεπίδρασης» στο Φτιάκα Ε. , Γαγάτσης Α., Ηλία Ι., Μοδέστου Μ. , Η Σύγχρονη Εκπαιδευτική Έρευνα στην Κύπρο, Πρακτικά Θ’ Παγκύπριου Συνεδρίου, Παιδαγωγική Εταιρεία Κύπρου, Κύπρος 2-3 Ιουνίου 2006, Πανεπιστήμιο Κύπρου, Κύπρος, σελ. 783- 794.


Η “ενορατική” παρατήρηση….

των  Μενελία Τολόγλου,
Εκπαιδευτικός Π.Ε.60, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΠΜΣ "ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ", ΤΕΑΠΗ, ΕΚΠΑ.
      Μαρία Οικονόμου,
Ψυχολόγος, Μεταπτυχιακή φοιτήτρια ΠΜΣ "ΕΙΔΙΚΗ ΑΓΩΓΗ", ΤΕΑΠΗ, ΕΚΠΑ.

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ



Ο Rustin (1997) υποστηρίζει πως η παρατήρηση βρέφους δεν αφορά την "αναδόμηση", αλλά την διαμόρφωση των πρώιμων ψυχικών δομών. Εντούτοις, προτείνει ότι η παρατήρηση ενδεχομένως λειτουργεί ως ένα "άξιο συμπλήρωμα στην κλινική αναδόμηση" (p. 104). Συμπληρώνει πώς αν η παρατήρηση βρέφους πρόκειται να καθιερωθεί ως ένα είδος "ψυχαναλυτικής έρευνας" θα πρέπει να μπορεί να απαντήσει σε καίρια ερωτήματα όπως: τι είδους νέα νοήματα περιμένει κανείς να γενικεύσει και με ποιες σαφείς διαδικασίες; Τι είδους υποθέσεις ενδέχεται οι αποδείξεις να υποστηρίζουν; Με ποιόν τρόπο αυτές οι υποθέσεις συνδέονται με τις ψυχαναλυτικές θεωρίες που προκύπτουν από τα κλινικά ψυχαναλυτικά δεδομένα; Πώς μπορούν αυτά τα δεδομένα να αναπτυχθούν σε θεωρητικά μοντέλα ψυχαναλυτικού τύπου και να συνδεθούν συστηματικά με την ψυχαναλυτική βιβλιογραφία; (p. 98). 

Αν λοιπόν, η ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους χρησιμοποιείται, ως εκπαιδευτικό εργαλείο για μελλοντικούς ψυχοθεραπευτές και συνάμα, ως μια ποιοτική μέθοδος έρευνας με στόχο τη διεξαγωγή συμπερασμάτων που θα εμπλουτίσουν τη ψυχαναλυτική θεωρία και βιβλιογραφία, τι προοπτικές υπάρχουν στην εφαρμογή της από άλλους επαγγελματίες υγείας και εκπαιδευτικούς;

Η Reid (1997) υποστηρίζει πως το πλούσιο υλικό που προσφέρει η πληθώρα παρατηρήσεων, μας βοηθά να δούμε τι χρειάζεται ένας άνθρωπος για να αναπτύξει ένα υγιές ενδιαφέρον στη ζωή, μια πνευματική και σωματική περιέργεια, μια ενεργητικότητα και μια ευχαρίστηση για τον κόσμο, πέρα από την ικανότητα επιβίωσης. Συν τοις άλλοις, γίνεται κατανοητή η μοναδικότητα κάθε ατόμου και προσφέρει ένα είδος προστασίας από άκαμπτες σκέψεις και την αποδέσμευση από διάφορες ιδεολογίες ή τις πιέσεις από συναδέλφους. 

​Παράλληλα, επαγγελματίες επηρεασμένοι από το κλινικό μοντέλο μπορούν να ωφεληθούν από το διαφορετικό τρόπο προσέγγισης του ψυχικού οργάνου, ώστε να αναζητήσουν, αναφορικά με τη συμπτωματολογία, τον "ελλείποντα κρίκο της αλυσίδας". Με άλλα λόγια να μελετήσουν τα συμπτώματα και ως έκφραση εσωτερικών συγκρούσεων, αλλά και ως μέσο επικοινωνίας, εστιάζοντας στη γλώσσα του σώματος και στη μη-λεκτική επικοινωνία (Λάγιου – Λιγνού, 1999). 

Συνάμα η εμπειρία της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους μπορεί να ωφελήσει κι άλλους επαγγελματίες, όπως κοινωνικούς λειτουργούς που έρχονται σε επαφή με πολύπλοκα ζητήματα των ανθρωπίνων σχέσεων που συνήθως είναι φορτισμένα συναισθηματικά. Οι κοινωνικοί λειτουργοί πρέπει να παίρνουν μια στάση παρατήρησης, ώστε να βλέπουν τις καταστάσεις με περισσότερη αντικειμενικότητα, πριν καταλήξουν σε συμπεράσματα και πάρουν σημαντικές αποφάσεις (Trowell & Miles, 1996). 

Αναφορικά με την εκπαίδευση, η εμπειρία της παρατήρησης νηπίου ή παιδιού μπορεί να συμβάλει στο να δουν οι εκπαιδευτικοί τα δικά τους συναισθήματα και τον τρόπο που εργάζονται στο χώρο της εκπαίδευσης και ταυτόχρονα να διατηρήσουν μια στάση παρατήρησης και στο δικό τους χώρο εργασίας. Τέλος, η ψυχαναλυτική παρατήρηση μπορεί να ωφελήσει και πολλούς άλλους επαγγελματίες και να εφαρμοστεί πέρα από βρέφη, σε νήπια, παιδιά, εφήβους, αλλά και μεγαλύτερα άτομα (Davenhill, Balfour., Rustin , Blanchard, Tress, 2003).

Αυτό που είναι σημαντικό στον συγκεκριμένο τύπο παρατήρησης και διαφέρει από άλλα είδη είναι η συναισθηματική συμμετοχή του παρατηρητή. Ουσιαστικά αποδεχόμαστε τον τρόπο που χρησιμοποιούσε ο Freud, βλέπουμε με συναίσθημα. Για το λόγο αυτό αποκτά και νόημα (O´ Shaugnessy, 1989), που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Σύμφωνα με την Waddell (2013, σελ. 17), 

"Αυτή η μέθοδος απαιτεί να χρησιμοποιούμε όχι μόνο τα μάτια και τα αυτιά μας, αλλά και το νου μας". 

Επίσης, σύμφωνα με την ίδια, ο παρατηρητής δεν καταγράφει μόνο αυτό που βλέπει μπροστά στα μάτια του, αλλά και τον αντίκτυπο που έχει στο δικό του συναισθηματικό κόσμο. Ποια είναι τα εξωτερικά και εσωτερικά «δρώμενα» που διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της παρατήρησης; Πρέπει, λοιπόν, να προσπαθούμε να αναπτύσσουμε την ικανότητα να βλέπουμε ταυτόχρονα προς τα μέσα και προς τα έξω (Λάγιου – Λιγνού, 1993, 1999). Δύο σημαντικά στοιχεία την παρατήρησης λοιπόν είναι πρώτον ότι, δεν ενδείκνυται ο παρατηρητής να κρατά σημειώσεις κατά την παρατήρηση, γιατί θεωρήθηκε "διαταρακτικό" και "απρόσφορο" και δεύτερον η λειτουργία του σεμιναρίου, ώστε να αποκαλυφθούν οι προβολές προς τον παρατηρητή και το δικό του αντιμεταβιβαστικό άγχος (Bick, 1964). 

Πιο συγκεκριμένα, ο παρατηρητής μέσω της συστηματικής παρατήρησης του βρέφους έρχεται σε επαφή με "αρχαϊκές συναισθηματικές αντιδράσεις στο βρέφος", άλλα και στον εαυτό του, παρατηρώντας και τις δικές του αντιδράσεις (αυτοπαρατήρηση) και ταυτόχρονα αποκτά "επίγνωση της λειτουργίας ασυνείδητων πλευρών της προσωπικότητας" (Λάγιου – Λιγνού, 1999 σελ. 82). Με άλλα λόγια, η παρατήρηση και η αυτοπαρατήρηση συμβάλουν στο να αποδεσμευτεί ο παρατηρητής από μεταβιβαστικά φαινόμενα που μπορεί να επηρεάσουν αυτά που βλέπει, ώστε να κάνει ακριβείς συνδέσεις με το θεωρητικό υπόβαθρο και το παρελθόν του (Λάγιου – Λιγνού, 1999). 

Συνεπώς, το σεμινάριο λειτουργεί, ως ένας χώρος που θα μπορεί να "εμπεριέχει το άγχος του παρατηρητή και θα δίνει νόημα στην εμπειρία του" (Λάγιου – Λιγνού, 2011, σ. 36). Ο Rustin (1989) υποστηρίζει πως πριν τα φαινόμενα της παρατήρησης "αποκωδικοποιηθούν με θεωρητικούς όρους", θα πρέπει να καταχωρηθούν αρχικά στο νου του παρατηρητή στο χώρο του σεμιναρίου, που ουσιαστικά κατέχει και το έργο της σύνδεσης αυτής (όπως αναφέρεται στο Λάγιου – Λιγνού, 2011 σ. 36). Η εμπειρία αυτή οδηγεί στο να αναπτυχθεί η δεξιότητα της "διοπτρικής όρασης", αρχικά στην παρατήρηση και κατ’ επέκταση στο κλινικό έργο και ταυτόχρονα στο να μπορεί να αντέξει ο παρατηρητής την αβεβαιότητα, χωρίς να καταφεύγει σε βιαστικά συμπεράσματα και θεωρητικές εξηγήσεις. 

Επιπλέον, το σεμινάριο στοχεύει στην ανάπτυξη και την "νοητικής", αλλά και της "συναισθηματικής δεκτικότητας" του παρατηρητή (Λάγιου – Λιγνού, 2011). Το ζητούμενο είναι, όχι να δει κανείς όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά, αλλά μέσω της εμπερίεξης από την ομάδα του σεμιναρίου να λάβει χώρα μια διαδικασία «αποτοξίνωσης» μέσω της ανάγνωσης όλων των εμπλεκομένων συναισθημάτων τα οποία σταδιακά θα μεταβολιστούν’ (Λάγιου – Λιγνού, 2008 όπως αναφέρεται στο Λάγιου – Λιγνού, 2011, σ. 38). 

​Η παρατήρηση νηπίων θεωρείται το επόμενο βήμα από τη ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους και όχι μια εφαρμογή αυτής, αν και δεν είναι μια εξ’ ολοκλήρου νέα προσέγγιση. Οι Anna Freud και Susan Isaacs χρησιμοποίησαν τη μέθοδο της παρατήρησης, ως ερευνητικό εργαλείο σε μικρά παιδιά. Οι τεχνικές της παρατήρησης μικρού παιδιού με την ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους είχαν πολλές ομοιότητες, αν και δεν είχε οργανωθεί κάποιο σεμινάριο, που να συζητούνται οι παρατηρήσεις. Το πρώτο σεμινάριο οργανώθηκε από τη Shirley Hoxter και μετά από τη Frances Tustin (Adamo & Rustin, 2013).

Πεδίο αντιπαράθεσης αποτέλεσε ο τόπος διεξαγωγής της παρατήρησης, αλλά και ο τρόπος που θα γίνεται. Ο παρατηρητής μπαίνει σε ένα μεγάλο δίλημμα αναφορικά με τον τόπο, ενώ τα στάδια ανάπτυξης παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην επιλογή. Η οικογένεια και το σχολείο συνιστούν τις πιο πλεονεκτικές θέσεις στη συγκεκριμένη ηλικία, μιας και παρέχουν πρόσφορο έδαφος στον παρατηρητή-ερευνητή όχι μόνο να συλλέξει τα ερευνητικά του δεδομένα, αλλά και να έχει μια ολιστική οπτική για τις συνθήκες που επηρεάζουν τα μικρά παιδιά.

Το οικογενειακό και το σχολικό περιβάλλον αποτελούν τομείς, όπου τα κυρίαρχα αναπτυξιακά του αποχωρισμού και των οιδιπόδειων συγκρούσεων κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Η θέση του παρατηρητή είναι διαφορετική, καθώς έχει να παρατηρήσει ένα πιο ενεργητικό και ανεξάρτητο άτομο, από ότι είναι το βρέφος. Η ουδετερότητα και η συμμετοχή συμβάλλουν στο να οριστεί αυτή η θέση. Το σχολείο και η οικογένεια αφήνουν περιθώρια για διαφορετικά επίπεδα απόστασης και εγγύτητας (Adamo & Rustin, 2013). Ωστόσο, αρκετές φορές αυτό είναι δύσκολο, μιας και τα μικρά παιδιά νηπιακής ηλικίας επιθυμούν να αλληλεπιδράσουν με τους ερευνητές κατά τη διάρκεια της παρατήρησης.

Η παρατήρηση των μικρών παιδιών ενισχύει την κατανόηση του παρατηρητή.

Συγκεκριμένα, εμπλουτίζεται η γνώση του, αναφορικά με τους διαφορετικούς τρόπους έκφρασης του παιδιού και αποκτά πρόσβαση στον εσωτερικό κόσμο της ασυνείδητης φαντασίας. Εκτός από το παιχνίδι, τις συζητήσεις, την καλλιτεχνική έκφραση κλπ. είναι πολύ σημαντικές και οι σχέσεις με τους ενήλικες και τα άλλα παιδιά που οικοδομεί. Γενικά, η παρατήρηση του μικρού παιδιού, συνδεόμενη με τη ψυχαναλυτική σκέψη, προσφέρει πλούσιες ευκαιρίες για έρευνα, επιτρέποντας την πρόσβαση και κατανόηση της ζωής σε βάθος μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις (Adamo & Rustin, 2013). 

Ως εκ τούτου, η παρατήρηση γίνεται σε φυσικό περιβάλλον, ενώ από την αλληλεπίδραση παρατηρητή - παρατηρούμενου μπορούν να αναδυθούν σημαντικές πληροφορίες. Η "ουδετερότητα" του παρατηρητή μπορεί να υπάρξει μόνο μέσω της "αυτογνωσίας" και του σεβασμού των ορίων στο ρόλο του. Το πώς αντιλαμβάνεται το παρατηρούμενο παιδί, αλλά και οι άλλοι την παρατήρηση είναι ένα θέμα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τον παρατηρητή (Rustin, 2013). 

Ακόμα, ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι ο παρατηρητής να παραμένει αποστασιοποιημένος από τη συνθήκη, αλλά και να μην προβαίνει σε άμεσες νοηματοδοτήσεις και ερμηνείες αυτού που βλέπει, έως ότου «αναδυθούν μέσα από μια διεργασία ενεργής δεκτικότητας και ολικής προσοχής» (Λάγιου-Λιγνού, 2011, σελ. 32). “Χρειάζεται να παραμείνει με την αβεβαιότητα, να αντέξει να «μην ξέρει», να συγκρατήσει τον εαυτό του από το να βγάλει βιαστικά συμπεράσματα – στα οποία αναπόφευκτα οδηγείται από τα προηγούμενα βιώματά του, επαγγελματικά και προσωπικά” (Λάγιου-Λιγνού, 2011, σελ. 32). 

Είναι αυτό που αναφέρει ο ποιητής J. Keats και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως όρος από τον W.R. Bion (1984), της «αρνητικής ικανότητας» (negative capability). Περιγράφεται η δυνατότητα κάποιου να διατηρεί αμφιβολίες για τα όσα βλέπει, αποφεύγοντας τα βιαστικά συμπεράσματα, έτσι ώστε να αντέξει την αβεβαιότητα του να μην «γνωρίζει». 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι, τελικά, το συναίσθημα αποτελεί έναν παράγοντα που μπορεί να οδηγήσει σε βαθύτερη κατανόηση μιας συνθήκης, αλλά από την άλλη όταν αυτό που βλέπουμε συνδέεται με το συναίσθημα είναι επιρρεπές σε παραποιήσεις από τις εμπειρίες του ίδιου του παρατηρητή. Τα συναισθήματα είναι απαραίτητο να γίνουν «αντικείμενο σκέψης από ένα σκεπτόμενο μέρος του εαυτού» (Λάγιου-Λιγνού, 2011, σελ. 34). 

«Οι παρατηρήσεις λειτουργούν ως μαθήματα αντοχής και επεξεργασίας δυνατών αντιμεταβιβαστικών συναισθημάτων» (ο.π., σελ. 34).

Ουσιαστικά, ο παρατηρητής μαθαίνει και μέσα από τις δικές του αντιδράσεις. Υπάρχει, λοιπόν, ενός είδους βιωματική μάθηση (learning from experience), κατά την οποία ο ερευνητής «γνωρίζει, έρχεται σε επαφή με τον πυρήνα, την ουσία κάποιου» (Λάγιου-Λιγνού, 2011, σελ. 32). Είναι δεδομένο ότι το συγκεκριμένο είδος παρατήρησης απαιτεί την ολική προσοχή του παρατηρητή και συνδυάζει την ενεργή διαδικασία του σκέπτεσθαι με την ενδοψυχική ενημερότητα.
Το σημαντικό δεν είναι να δούμε πίσω από την υποκειμενικότητα, αλλά μέσα από την υποκειμενική εμπειρία του παρατηρητή (Wittenberg, 1997). 
Ο παρατηρητής μέσω της ενσυναίσθησης και της αντιμεταβίβασης προσπαθεί να περιγράψει τα όσα διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια της παρατήρησης. Κρίνεται ως απαραίτητη η συνεχής διερεύνηση του συναισθηματικού εαυτού μας για να μπορούμε να δούμε ψυχοδυναμικά τις ανθρώπινες σχέσεις, εφόσον υπάρχει «η τάση παραμόρφωσης και άρνησης των δεδομένων της πραγματικότητας από τις αρχέγονες πλευρές του εσωτερικού μας κόσμου» (O'Shaugnessy, 1989, σελ. 29). Με άλλα λόγια, κάθε παρατηρητής πρέπει να είναι σε θέση να διαπιστώσει και να κατανοήσει τις δικές του συνειδητές και ασυνείδητες εμμονές, προκαταλήψεις και αντιφάσεις που είναι πιθανό να επηρεάζουν και να διαστρεβλώνουν τα όσα ο ίδιος παρατηρεί (Λάγιου-Λιγνού, 2008). Τέλος, η παρατήρηση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως πιθανή θεραπευτική πηγή, αλλά και να εμπλουτίσει τη κατανόηση καταστάσεων κοινωνικής αποστέρησης (Rustin, 2013).


Αναστοχασμός για τη μέθοδο της ψυχαναλυτικής παρατήρησης


ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ
Βλέποντας πέρα από το προφανές.

Γενικά, η εμπειρία της ψυχαναλυτικής παρατήρησης εκτός από δύσκολη, είναι και ιδιαίτερα διδακτική και εμπλουτιστική όσον αφορά τον ρόλο του εκπαιδευτικού. Δίνει τα κατάλληλα εργαλεία και εφόδια που μπορεί ο κάθε εκπαιδευτικός να αξιοποιήσει στην καθημερινότητά του. Επίσης, αποτελεί κίνητρο για προβληματισμό και διευρύνει την οπτική γωνία μέσα από την οποία αντικρίζουμε τα πράγματα. Συν τοις άλλοις, θεωρώ ότι μας βοήθησε ως ερευνήτριες να «ξεκλειδώσουμε» τον εαυτό μας και να δούμε τα γεγονότα, πίσω από την επιφανειακή τους διάσταση.

Ακόμα, συνέβαλλε εποικοδομητικά στη ριζική αλλαγή της επαγγελματικής μας ταυτότητας, μιας και δίνει τη δυνανότητα στον ερευνητή να “μπαίνει στα παπούτσια του άλλου”, του δίνει μία “έβδομη” αίσθηση, την ενσυναίσθηση. Ο διττός ρόλος που έχει, επεκτείνεται και στο ότι ο εκπαιδευτικός έχει και την επιλογή να αποστασιοποιηθεί από τη συνθήκη, μιας και αυτό είναι κάτι αρκετά δύσκολο όταν κάποιος εργάζεται σε καθημερινή βάση. Έτσι, θα είναι σε θέση να διακρίνει στοιχεία που σε κανονικές συνθήκες δεν θα τα είχε παρατηρήσει. Τέλος, σε ερευνητικό επίπεδο, η ψυχαναλυτική παρατήρηση μας βοήθησε να διακρίνουμε τόσο τον ρόλο του παρατηρητή στην παρατήρηση, αλλά και τα συναισθήματα που μας καλλιεργούνται. Συχνά, οι εκπαιδευτικοί “πνίγονται” από συναισθήματα και ερεθίσματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν. Η ψυχαναλυτική παρατήρηση έχει το πλεονέκτημα της συνειδητοποίησης, αλλά και του αναστοχασμού για το τι τελικά κρύβεται πίσω από το προφανές. Η αναγνώριση των προβολών που κάνουμε είναι πολύ σημαντική και μπορεί τελικά να συνδράμει στον έλεγχό τους.

Οι συγγραφείς είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν εκ του σύνεγγυς την κοινωνική αλληλεπίδραση και την έκφραση των συναισθημάτων του υπό παρατήρηση παιδιού προς το πλαίσιο της τάξης, αλλά και προς τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό είχε ως απόρροια να εκτεθούμε και εμείς ως ερευνητές - παρατηρητές στο συναισθηματικό κλίμα των πολλαπλών αλληλεπιδράσεων. Μολαταύτα, πρέπει να αναρωτηθούμε σε ένα πρώτο στάδιο αν μήπως αυτά που βλέπουμε συνδέονται με προηγούμενες προσωπικές μας εμπειρίες που είναι βαθιά χαραγμένες μέσα μας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, πρέπει να σκεφτούμε αν τα προσωπικά μας βιώματα δημιουργούν περιορισμούς ή διευκολύνουν τον ρόλο μας ως παρατηρητή.

Άλλωστε, για να μπορέσει κανείς να παρατηρεί παιδιά, πρέπει να «συναισθάνεται την παιδική πλευρά του εαυτού του» (Urwin, 2002, σελ. 148). 

Κάποια από τα βασικά ερωτήματα που θέταμε στους εαυτούς μας κατά τη διάρκεια είναι το τι σημαίνει παρατηρώ χρησιμοποιώντας τον εαυτό μου; Πώς γίνεται να βλέπω μέσα και πέρα από αυτόν; Η ουσία είναι το συναισθηματικό περιεχόμενο. Μας μπλοκάρει ή μας διευκολύνει; Πώς μπορούμε να διακρίνουμε στοιχεία μέσα από την υποκειμενικότητά μου, χωρίς να ισχυρίζομαι μια «ψευδή» αντικειμενικότητα; 

Το σημαντικό δεν είναι να δούμε πίσω από την υποκειμενικότητα, αλλά μέσα από την υποκειμενική εμπειρία του παρατηρητή (Wittenberg, 1997). Τελικά, είναι πολύ δύσκολο να μπορέσει κανείς να προχωρήσει πίσω και πέρα από την παρατήρηση, αλλά και να καλλιεργήσει τη δυνατότητα να σκέφτεται κριτικά και αναστοχαστικά για κάθε στιγμή της. 



Βιβλιογραφία

Adamo, S. M. G. & Rustin, M. (2013). ‘Introduction’. In: Adamo, S. M. G. & Rustin, M. (eds). Young child observation: A development in the theory and method of infant observation. London: Carnac Books, pp. 1-24.

Bion W.R. (1984). Attention and Interpretation, London: Heinemann.

Davenhill, R., Balfour, A., Rustin, M., Blanchard, M., & Tress, K. (2003). Looking into later life: Psychodynamic observation and old age. .Psychoanalytic Psychotherapy, 17:3, 253-266.

O'Shaugnessy E. (1989), Seeing with meaning and emotion: Ways of seeing, Journal of Child Psychotherapy, 15:2, σελ. 27-31.

Reid, S. (1997). ‘Introduction: Psychoanalytic Infant Observation’. In: Reid, S. (ed) Develpmentin infant observation: The Tavistock model. London: Routledge, pp. 1-12.

Rustin M. (1989), «Observing infants: Reflections on methods» στο L. Miller, M. Rustin, M. Rustin, J. Shuttleworth (επιμ.), Closely Observed Infants, London: Duckworth, σελ. 52-75.

Rustin, M. (1997). What we see in the nursery? Infant observation as ‘laboratory work’. Infant Observation: International Journal of Infant Observation and its Applications. 1:1, pp. 93-110. 

Rustin, M. (2013). ‘Epilogue’. In: Adamo, S. M. G. & Rustin, M. (eds). Young child observation: A development in the theory and method of infant observation. London: Carnac Books, pp. 321-334.

Trowell, J. & Milles, G. (1996) ‘The contribution of observation training to professional development in social work’. In: Bridge, G. & Miles, G. (eds). On the outside looking in: Collected Essays on Young Child Observation in Social work Training. Central Council for Education and Training in Social Work, pp. 123-132. 

Urwin C. (2002), Studies of childhood by James Sully. Annie’s box by Randal Keynes (Review), International Journal of Infant Observation and its Applications, 5:1, σελ. 145-156.

Waddell M. (2013), Infant observation in Britain: A Tavistock approach, International Journal of Infant Observation and its Applications, 16:1, σελ. 4-22.

Wittenberg I. (1997), «Beginnings: The family, the observer and the infant observation group» στο S. Reid (επιμ.), Developments in infant observation: The Tavistock Model, London: Karnac Books, σελ. 19 – 32.

Λάγιου-Λιγνού Ε. (1993), «Ψυχαναλυτική παρατήρηση βρέφους και η συμβολή της στην προετοιμασία κλινικού έργου», Ψυχανάλυση και Ψυχοθεραπεία, Τεύχος 1, σελ. 23-38.

Λάγιου-Λιγνού Ε. (1999), «Η κλινική αξία της εκπαίδευσης στη μέθοδο της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους και οι εφαρμογές της σε προγράμματα πρώιμης πρόληψης», Παιδί και Έφηβος. Ψυχική Υγεία και Ψυχοπαθολογία, Τεύχος 1, σελ. 36-65.

Λάγιου-Λιγνού Ε. (2011), «Η μέθοδος της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους: Η εκ του σύνεγγυς παρατήρηση» στο Ε. Λάγιου-Λιγνού, Λ. Αναγνωστάκη, Μ. Μαραγκίδη, Αι. Μπαρτζώκη, Μ. Τσέλικα, Σ. Χασιλίδη (επιμ.), Παρατηρώντας το βρέφος. Η μέθοδος της ψυχαναλυτικής παρατήρησης βρέφους, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, σελ.27-47.

Λάγιου-Λιγνού Ε. (2008), Η σημασία των πρωταρχικών σχέσεων στην ανάπτυξη του ψυχισμού, Παιδί και Έφηβος. Ψυχική Υγεία και Ψυχοπαθολογία, Τεύχος 10, σελ. 9-20.


Π.Ε.Θ: Όχι στον Προσηλυτισμό των Μαθητών στην Πολυθεΐα



Δελτίου τύπου

- Απαιτούμε ΙΣΟΝΟΜΙΑ
- Λέμε όχι στον γκεμπελικής εμπνεύσεως προσηλυτισμό των μαθητών
στην πολυθεΐα της πολυθρησκείας
- Καλούμε τον Ορθόδοξο Ελληνικό λαό να αντισταθεί
στην κυβερνητική φαλκίδευση των ανθρωπίνων - ατομικών δικαιωμάτων του



ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


Η συνέντευξη του κ. Σταύρου Γιαγκάζογλου για το μάθημα των Θρησκευτικών που δημοσιεύτηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2016 στο ΑΠΕ – ΜΠΕ (αναδημοσίευση alfavita.gr και real.gr) είναι η κορυφαία, έως τώρα, επιχείρηση ασεβούς εμπαιγμού που διαπράττει προς την Εκκλησία, προς την ελληνική Δικαιοσύνη, προς τους Θεολόγους, προς τον Ορθόδοξο ελληνικό λαό, βαπτίζοντας και παρουσιάζοντας το πολυθρησκειακό Πρόγραμμα του ΙΕΠ ως ορθόδοξο.



ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΑΝΑΠΗΡΙΑ

 ΤΗΣ ΒΙΚΥΣ ΣΙΑΜΑΝΤΑ

ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ ΕΡΜΗΣ


 
 


Ήδη με την σύλληψη ενός παιδιού, οι γονείς αρχίζουν να επεξεργάζονται διάφορα σχέδια για το πώς θα είναι το παιδί τους και ποιο το μέλλον του. Ουσιαστικά, ονειρεύονται το παιδί εκείνο που θα μπορέσει να ικανοποιήσει τις ενδόμυχες επιθυμίες τους και τις ανάγκες που απορρέουν από τη γέννησή του. Σπανίως, προετοιμάζονται για μια κατάσταση αναπηρίας ή για μια αρρώστια επικίνδυνη για τη ζωή του παιδιού τους. Όταν γίνει η διάγνωση για μια μόνιμη αναπηρία ενός βρέφους οι γονεϊκές αντιδράσεις είναι υπερβολικές. Από τη στιγμή που οι γονείς αντιλαμβάνονται τα παιδιά τους σαν προέκταση του εαυτού τους, όλα τους τα όνειρα χάνονται και ο τραυματισμός που υφίστανται έχει τη σφραγίδα της προσωπικής ντροπής και απογοήτευσης, (Μαργαρίτη Μ., χ.χ.).

Η ύπαρξη ενός παιδιού με αναπηρία στο σπίτι, γεννά δυσκολίες που απαιτούν επαναπροσδιορισμό του ρόλου και αλλαγές από κάθε μέλος της οικογένειας, ακόμα και μετά την αποδοχή του αρχικού αντίκτυπου. Σύμφωνα με τη Ζώνιου-Σιδέρη (2009), ο τρόπος αντιμετώπισης της αναπηρίας επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η προσωπικότητα των γονιών και η μεταξύ τους σχέση, το είδος και ο βαθμός της αναπηρίας, η κοινωνική στάση, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, οι κοινωνικές επαφές και σχέσεις, η αλληλεπίδραση με το ανάπηρο παιδί και η σειρά γέννησης του «ειδικού παιδιού» σε μια οικογένεια.

Η αναπηρία ενός παιδιού φέρνει τα μέλη της αντιμέτωπα με μια κατάσταση που επηρεάζει την περαιτέρω ζωή τους. Η ισορροπία της οικογένειας διαταράσσεται σοβαρά, αφού κάθε αλλαγή σε οποιοδήποτε μέλος της οικογένειας επηρεάζει με τη σειρά της τα άλλα. Οι απαιτήσεις και οι ανάγκες αυξάνονται και βρίσκονται διαρκώς μπροστά τους, (Μπουσκάλια Λ, 1993). Πιθανόν τα παιδιά στην αρχή, να χρειαστούν συνεχή περίθαλψη, ειδικά φάρμακα, ξεχωριστές θεραπείες και ιδιαίτερη διατροφή, προκαλώντας τους εκτός από ψυχική και σωματική κούραση.

Η συναισθηματική φόρτιση που προκύπτει και η ανάγκη επαναπροσδιορισμού των σχέσεων των δυναμικών πεδίων της οικογένειας είναι μια δύσκολη και περίπλοκη διαδικασία: ή τα μέλη της θα αναπροσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα ή θα διαλυθούν σαν σύνολο, (Μαργαρίτη Μ, χ.χ.) Τις περισσότερες φορές παρατηρείται ότι η οικογένεια εστιάζεται στις ανάγκες του παιδιού με αναπηρία, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μεταξύ των μελών να περνούν κρίση.

Αρκετοί πιστεύουν ότι η στάση των γονιών επηρεάζει και τη στάση των παιδιών, ότι η κοινωνική αποδοχή επηρεάζεται από την τοποθέτηση των γονιών απέναντι στο πρόβλημα. Η οικογένεια αποτελεί ένα κοινωνικό σύστημα με συγκεκριμένες ιδιότητες, κανόνες και ρόλους για τα μέλη της, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονται βαθιές και πολυεπίπεδες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις. Πέρα από αυτό, αποτελεί τον πρωταρχικό φυσικό χώρο άσκησης κάθε ανθρώπου για την ανάπτυξη διαπροσωπικών σχέσεων και τον σημαντικότερο φορέα κοινωνικοποίησης. Είναι το πλαίσιο μέσα από το οποίο το παιδί θα μάθει να τηρεί κανόνες, να σέβεται πρόσωπα και πράγματα, να βιώνει και να διαμορφώνει τον εαυτό του, να αναπτύσσει ικανότητες που θα το βοηθήσουν να μπορεί αργότερα να βρει τη θέση του στην κοινωνία.

Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία σε όλες τις σχέσεις μέσα στην οικογένεια. «Για να παρέχουν οι γονείς αγάπη και ασφάλεια στα παιδιά τους, θα πρέπει αυτοί οι ίδιοι να είναι συναισθηματικά ώριμοι, ισορροπημένοι, γαλήνιοι και να αισθάνονται ασφαλείς», (Γ.Σ. Κρουσταλάκης, 2005). Έτσι θα κατορθώσουν μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και τα άτομα με αναπηρία να εκφράσουν τις αγωνίες και τις ανασφάλειες τους και να καταλήξουν σε μια ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού τους και σε συμβιβασμό με τη διαφορετικότητά τους.
 
«Η στάση της οικογένειας απέναντι στο παιδί, θα ασκήσει πολύ μεγάλη επίδραση στη νοοτροπία του. Τα συναισθήματά τους απέναντι στην αδυναμία του, θα επηρεάσουν και τα δικά του συναισθήματα απέναντί της. Ευτυχώς ή δυστυχώς, ο πρώτος και σημαντικότερος σύμβουλος θα είναι πάντα η οικογένεια» (Μπουσκαλιά Λ, 1993). «Οι πιο σημαντικοί “άλλοι” θεωρούνται οι γονείς, διότι σ’ αυτούς, περισσότερο από κάθε “άλλον”, αφοσιώνεται σ’ αυτή τη συγκεκριμένη ηλικία το παιδί» (Ρεράκης Ηρ., 2006) αλλά και γιατί οι γονείς είναι εκείνοι που εξαρχής θέτουν τα θεμέλια και καθορίζουν την ψυχοσωματική εξέλιξη του παιδιού τους. Πρέπει οι ίδιοι να είναι ικανοί να αγαπούν αλλά και να εκφράζουν την αγάπη τους.

Παρ’ όλα αυτά, οι γονείς και τα παιδιά, βιώνουν δύσκολες καταστάσεις, όχι μόνο γιατί οι σχέσεις μεταλλάσσονται και παίρνουν άλλη μορφή, αλλά και γιατί το περιβάλλον (κοινωνικό, σχολικό, εργασιακό) δεν είναι πάντα έτοιμο να δεχτεί τη διαφορετικότητά τους. Το διαφορετικό από αυτό που θεωρούμε ως «νόρμα» στο κοινωνικό, σχολικό, εργασιακό περιβάλλον μας δε γίνεται εύκολα αποδεκτό. Για να γίνει αυτό χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια από τα μέλη τα οποία αρκετές στιγμές ματαιώνονται και δεν έχουν το κουράγιο να προσπαθούν, (Μαργαρίτη Μ., χ.χ.).

Οι γονείς για να αντιμετωπίσουν όλες αυτές τις δυσκολίες συνήθως απευθύνονται σε διάφορους επαγγελματίες υγείας, ώστε να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Σκοπός των επαγγελματιών είναι αρχικά να μην απευθύνονται στην οικογένεια ως παντογνώστες, αλλά μέσω της ακρόασης να τους παρακινήσουν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους, τις φοβίες, τις αγωνίες τους. Το «να μην σε ακούνε» αποτελεί την πιο συχνή κριτική εις βάρος των ειδικών επαγγελματιών, (Dale, 2008). Έχοντας κάποιον να την ακούει, η οικογένεια μπορεί να κερδίσει χρόνο και χώρο ώστε να εξερευνήσει τα αισθήματά της και τις σκέψεις της και να ανταπεξέλθουν καλύτερα στις περιστάσεις. «Ολόκληρη η οικογένεια χρειάζεται “κάτι περισσότερο” από την ιατρική φροντίδα, χρειάζεται να βοηθηθεί στην αντιμετώπιση της κρίσης που προκαλεί η πρώτη ανακοίνωση, χρειάζεται να βοηθηθεί στη σχέση του ζευγαριού, στη σχέση ανάμεσα στα άλλα παιδιά και του παιδιού με ειδικές ανάγκες, στη σχέση του ζευγαριού με την κοινωνία», (Δουδούμη Σ., 2006).

Στη συνέχεια, η σωστή πληροφόρηση, προετοιμασία και εκπαίδευση των γονέων, ώστε οι ίδιοι να καταστούν ικανοί να επιτελούν από μόνοι τους ένα προληπτικό, συμβουλευτικό, ψυχοπαιδαγωγικό και θεραπευτικό έργο μέσα στην οικογένεια αποτελεί ένα από τους βασικότερους στόχους ενίσχυσης της οικογένειας.
 
Όταν η οικογένεια ενδυναμώνεται μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα στα μέλη της, ενώ αποδεσμεύεται από τα «παθολογικά» αισθήματα που της προσάπτει η κοινωνία, (MacKeith, 1973). Ο δεσμός, στις περισσότερες περιπτώσεις, γονέα-παιδιού με αναπηρία είναι τόσο ισχυρός παρά τα εμπόδια με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος, (Seligman & Darling, 1989). Επομένως, οι γονείς παιδιών με αναπηρία χρειάζονται να ακουστούν, να πληροφορηθούν, να ενισχυθούν ώστε να γίνουν δυνατότεροι και να δημιουργήσουν δυνατά παιδιά!!!

 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Dale N., (2008), Τρόποι συνεργασίας με Οικογένειες Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες, Αθήνα: Έλλην

Ζώνιου-Σιδέρη Αθ. (2009), Οι ανάπηροι και η εκπαίδευση τους, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα

Κρουσταλάκη Γ.Σ., (2005), Παιδιά με ειδικές ανάγκες στην οικογένεια και το σχολείο : ψυχοπαιδαγωγική παρέμβαση, Έκδοση ΣΤ’, Αθήνα: Ψυχοπαιδαγωγική Παρέμβαση, σελ. 417

Δουδούμη Σ., (2006), Κοινωνική ένταξη ατόμων με ειδικές ανάγκες : Μια ολιστική προσέγγιση της ειδικής αγωγής, Θεσσαλονίκη, 2006, σελ. 26

Μαργαρίτη Μαρία, (χ.χ.), «Η Οικογένεια και το περιβάλλον», Έργο ΠΡΟΣΒΑΣΗ,ΕΠΕΑΕΚ «ΠΡΟΣΒΑΣΗ» Μέτρο 1.1., Ενέρεια 1.1.4., Πράξη α, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα

Μπουσκάλια Λ., (1993), Άτομα με ειδικές ανάγκες και οι γονείς τους, Αθήνα: Γλάρος, σελ. 149

MacKeith R., (1973), “The feelings and behaviour of parents of handicapped children”, Developmental Medicine and Child Neurology, 15, 24-27

Ρεράκης Ηρ. (2006), Ο «άλλος» στο ελληνικό σχολείο, Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, σελ. 260

Seligman M. & Darling R.B., (1989), Ordinary Families, Special Children: A System Approach to Childhood Disability, New York: Guilford Press.