Γενική και Τοπική Ιστορία


Σπυρίδων Ασωνίτης 
-Θεόδωρος Παππάς




Με τον όρο Ιστορία δηλώνεται είτε ένα σύνολο γεγονότων του παρελθόντος είτε η συστηματική έρευνα και γνώση των γεγονότων αυτών, αλλά και η παρουσίαση των πορισμάτων της έρευνας γι’ αυτά. Κατά καιρούς έχουν δοθεί πολλοί και διαφορετικοί ορισμοί της ιστορίας, ορισμένοι απ’ αυτούς μη επιτυχείς, οι οποίοι συχνά προκαλούν σύγχυση. Η σύγχυση αυτή είναι δυνατόν να αποφευχθεί, αν γίνει σαφής διαχωρισμός μεταξύ του αντικειμένου της ιστορίας, δηλ. του ανθρώπινου παρελθόντος, και της προσπάθειας του ιστορικού να το ελέγξει γνωστικά, δηλ. να το κατανοήσει. Yπό αυτήν τη διάκριση, η ιστορία μπορεί να οριστεί ως η συστηματική διαδικασία κατανόησης της κατά το παρελθόν ανθρώπινης δραστηριότητας.

Ένα ερώτημα που απασχολεί τους ιστορικούς είναι ο προσδιορισμός του αντικειμένου τους. Κατά το παρελθόν, ιδιαίτερα το 19o αι., υπήρχε κάποια ομοφωνία, καθώς οι ιστορικοί, άνθρωποι με λίγο πολύ ομοιογενές εκπαιδευτικό και κοινωνικό υπόβαθρο, παρά τις διαχωριστικές γραμμές και τις αντιθέσεις που χαρακτήριζαν τις εργασίες τους, έδιναν έμφαση στην κρατική ή την εθνική ιστορία. Σήμερα, αυτή η ομοφωνία έχει εκλείψει και, παρά το γεγονός ότι και οι παραδοσιακές ιστοριογραφικές εστιάσεις εξακολουθούν να υφίστανται, είναι πλέον έντονη η διαφοροποίηση των ιστορικών ως προς τις στοχεύσεις και τις εφαρμοζόμενες μεθόδους. Εντούτοις, ένα minimum κοινής αντιμετώπισης του αντικειμένου της ιστορίας είναι δυνατόν να εντοπιστεί στη συναντίληψη ότι κάθε ανθρώπινη εκδήλωση και κάθε ανθρώπινο δημιούργημα παρουσιάζουν ιστορικό ενδιαφέρον.

Η ιστορία που μελετά όλες τις όψεις μιας κοινωνίας σε ορισμένο τόπο και χρόνο ονομάζεται συνολική. Άλλες διακρίσεις της, όπως γενική, εθνική ή τοπική ιστορία, απορρέουν από την οπτική γωνία θεώρησης του γνωστικού αντικειμένου και της ιστορικής πραγματικότητας.

Ιδιαίτερα γόνιμη αποδείχτηκε, από το β' μισό του 20ού αιώνα, η νέα ή συνολική ιστορία, που οφείλει πολλά στην ανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών το 19o αιώνα ή, πιο συγκεκριμένα, σε θεωρητικούς όπως ο Karl Marx, ο Emile Durkheim και ο Max Weber. Η νέα ιστορία βρήκε κατάλληλο έδαφος και αναπτύχθηκε στο περιβάλλον του επιστημονικού περιοδικού Annales, που ίδρυσαν οι Lucien Febvre και Marc Bloch το 1929, και συνέχισαν, μεταπολεμικά, ο Fernand Braudel, αργότερα ο Jacques Le Goff και πολλοί άλλοι. Κεντρικός στόχος της «σχολής» είναι η εξέταση φαινομένων μακράς διάρκειας, αυτών δηλαδή που παρουσιάζουν αντοχή μέσα στο χρόνο και ασκούν μεγάλη επίδραση στην εξέλιξη της ιστορίας.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η τοπική ιστορία αποτελεί ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης του ανθρώπινου παρελθόντος από την άποψη της κλίμακας, καθώς ο χώρος αναφοράς της τοποθετείται μεταξύ της γενικής ιστορίας και της οικογενειακής, ή της βιογραφίας. Ως προς την επιλογή και την επεξεργασία των θεμάτων της, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η τοπική ιστορία δεν ταυτίζεται με τη λαογραφία, επιστήμη που παρέχει σημαντική υποστήριξη στον ιστορικό, αλλά έχει διαφορετικές εστιάσεις, μεθοδολογία και στόχους από την ιστορία.

Τα αντικείμενά της είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν ως «οργανικές μονάδες τοπικής ιστορίας», μονάδες που προσδιορίζονται βάσει συγκεκριμένων κάθε φορά κριτηρίων, σχετικών με τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι του παρελθόντος οργάνωναν τη ζωή τους σε ένα επίπεδο κάτω από το εθνικό αλλά πάνω από το ατομικό. Τα κριτήρια αυτά αποφασίζονται εκάστοτε από τον ερευνητή, έναν άνθρωπο του παρόντος με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για γεγονότα του παρελθόντος, ακόμα και φαινομενικά ασήμαντα˙ γεγονότα και έργα που έχουν σχέση με τον τόπο και τους ανθρώπους μιας περιοχής.

Το ενδιαφέρον της τοπικής ιστορίας εστιάζεται λοιπόν σε ένα μάλλον περιορισμένο χώρο αναφοράς και η προσοχή της στρέφεται κυρίως σε μικρές κοινωνικές ομάδες. Είναι μια μικροϊστορία, που επιχειρεί να κατανοήσει γεγονότα και καταστάσεις, των οποίων η αντιμετώπιση, μέχρι τώρα, ήταν γενική, αόριστη και ελλιπής. Είναι όμως προφανές ότι, για να αξιοποιηθούν τα πορίσματά της, χρειάζεται να ενταχθούν στη μακροϊστορία, τη γενική ιστορία.

Όπως έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, η γενική ιστορία αποτελεί ουσιαστικά το συνθετικό αποτέλεσμα της επεξεργασίας των δεδομένων τοπικών ιστοριών. Στο πλαίσιο της νέας ιστορίας6 έχει αναπτυχθεί έντονος προβληματισμός αναφορικά με το ζήτημα των σχέσεων της τοπικής και της γενικής ιστορίας, ζήτημα που τροφοδοτεί έναν ενδιαφέροντα επιστημολογικό διάλογο. Σύμφωνα με μια εκτίμηση, η ευρύτητα του πεδίου αναφοράς της ιστορικής μελέτης δεν έχει σημασία. Σύμφωνα με τον Braudel, εκείνο που έχει σημασία δεν είναι η περιοχή αναφοράς αλλά το πρόβλημα. Εντούτοις, ο σημαντικός αυτός ιστορικός θεωρούσε εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και την ενασχόληση με το γεγονός, τη λεπτομέρεια και τη μοναδικότητα. Τα μέχρι τώρα συμπεράσματα του διαλόγου αυτού επισημαίνουν ότι η τοπική ιστορία δεν αποτελεί αντίθεση της γενικής, αλλά ότι απαιτείται να προσδιοριστούν με σαφήνεια οι σχέσεις τους και οι δυνατότητες συμβολής τους στην κατανόηση του ανθρώπινου παρελθόντος. Στο πλαίσιο του προσδιορισμού των αμοιβαίων σχέσεων, ο ερευνητής της τοπικής ιστορίας είναι απαραίτητο να είναι ενημερωμένος για τις θέσεις που παρουσιάζει η γενική ιστορία στον τομέα που τον απασχολεί, τουλάχιστον σε επίπεδο περιφερειακό και εθνικό˙ αυτή η ενημέρωση είναι δυνατόν να του προσφέρει τα κλειδιά για την ερμηνεία των δεδομένων της τοπικής ιστορίας, χωρίς όμως να συνεπάγεται οπωσδήποτε την προσαρμογή και την ισοπέδωση των ερμηνευτικών του προσεγγίσεων.

H χρησιμότητα της Tοπικής Iστορίας

Οπωσδήποτε ο ερευνητής, προκειμένου να κατανοήσει την τοπική ιστορία, χρειάζεται να την εξετάσει στο ευρύτερο πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται: ευρύτερη πολιτισμική περιοχή, εθνική ιστορία, ξένος πολιτισμικός χώρος˙ μεσογειακή, ευρωπαϊκή ή παγκόσμια οικονομία˙ πολεμικά γεγονότα εθνικής, ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας εμβέλειας˙ πολιτικές επιδράσεις και πολιτικοί θεσμοί, τοπικοί – κρατικοί θεσμοί που διαδίδονται και ενδεχομένως φτάνουν στο παρόν. Αλλά και η τοπική ιστορία είναι δυνατόν να αξιοποιηθεί αντίστοιχα για την κατανόηση της γενικής ιστορίας. Από τη μελέτη της συχνότατα εντοπίζονται και οι αποκλίσεις του τοπικού από το γενικό˙ οι αποκλίσεις αυτές αποτελούν τις συμβολές της τοπικής ιστορίας στη γενική, η οποία με τη σειρά της διδάσκεται να είναι συγκρατημένη ως προς τις απλουστευτικές γενικεύσεις και τις ισοπεδωτικές σχηματοποιήσεις.





ΣΟΥΛΕΫΜΑΝ Β’ (1520 - 1566)


ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ




‘Ο Σουλευμὰν Β’ (1520 - 1566) εἶναι ὁ ὁνομαστότερος ἐκ τῶν τούρκων σουλτάνων, σύγχρονος τοῦ Καρόλου Ε’, τοῦ Φραγκίσκου Α’, τοῦ πάπα Λέοντος Ι’ καὶ τοῦ Λουθήρου. Εὐρωπαῖοι συγγραφεῖς ἔγραψαν ἐκτενῶς περὶ αὐτοῦ, εὐρωπαῖοι ζωγράφοι ἀπεικόνισαν αὐτὸν καὶ σῴζονται μακραὶ ἐκθέσεις τῶν βενετῶν πρεσβευτῶν περὶ αὐτοῦ. Οἱ Εὐρωπαῖοι ὠνόμασαν αὐτὸν Μεγαλοπρεπῆ (Μagnifique) καὶ οἱ Τοῦρκοι Γιαβοὺς (ἄξιον) καὶ Κανουνὶ (νομοθέτην). ῾Ο Σουλεϋμὰν διεκρίθη ὡς πολεμιστής, ὡς προστάτης τῶν γραμμάτων καὶ ὡς νομοθέτης.



ΟΙ ΑΝΤΩΝΙΝΟΙ (96μ.Χ-192μ.Χ)


η μακροβιότερη δυναστεία της Ρώμης






Μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Δομιτιανοῦ ἡ Σύγκλητος ἔδωσε τὸ αὐτοκρατορικὸν ἀξίωμα εἰς τὸν γέροντα συγκλητικὸν Νέρβαν. Ἀπ’ αὐτὸν ἀρχίζει ἡ Δυναστεία τῶν Ἀντωνίνων (96-192), σειρὰ δηλαδὴ αὐτοκρατόρων ἡ ὁποία κυβερνᾷ ἐπὶ 100 περίπου ἔτη. Ἐνῷ οἱ πρῶτοι αὐτοκράτορες ἦσαν Ρωμαῖοι καὶ οἱ Φλάβιοι, καθὼς εἴδομεν, Ἰταλοί, ἡ νέα δυναστεία προέρχεται ἀπὸ τὴν μεσημβρινὴν Ἱσπανίαν καὶ Γαλατίαν, αἱ ὁποῖαι περισσότερον ἀπὸ τὰς ἄλλας ἐπαρχίας εἶχον ἐκλατινισθῆ. Οἱ αὐτοκράτορες αὐτοὶ ἦσαν ὁ Τραϊανός , ὁ Ἀδριανός , ὁ Ἀντωνῖνος , ὁ Μάρκος Αὐρήλιος καὶ ὁ Κόμμοδος . Οἱ νέοι αὐτοκράτορες ἐξησφάλισαν τὴν εἰρηνικὴν διαδοχὴν τῆς βασιλείας, διότι υἱοθέτουν ἀνθρώπους ἱκανοὺς εἰς τοὺς ὁποίους μετεβίβαζον τὴν ἀρχήν. Ὅλοι ἦσαν μεγάλοι κυβερνῆται, πολλοὶ ἐξ αὐτῶν ἐξαίρετοι στρατηγοὶ καὶ ἐκτὸς τοῦ Κομμόδου ἐφρόντισαν διὰ τὴν εὐημερίαν τοῦ λαοῦ. Διὰ τοῦτο ὁ 2ος αἰὼν δικαίως θεωρεῖται ὁ λαμπρότερος, ὁ χρυσοῦς αἰὼν τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας.



Τὸ δόγμα Τρούμαν και αἱ μεταβολαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα


ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΔΑΦΝΗ



Τὴν 21ην Φεβρουαρίου, ἡ βρεταννικὴ κυβέρνησις ἀνεκοίνωσεν εἰς τὴν ἀμερικανικὴν ὅτι ἀπὸ 1ης Ἀπριλίου 1947, θὰ ἦτο ὑποχρεωμένη νὰ διακόψη κάθε βοήθειαν πρὸς τὴν Ἑλλάδα καὶ νὰ ἀποσύρῃ διὰ λόγους οἰκονομιῶν, τὰ στρατεύματά της. Τρεῖς ἡμέρας προηγουμένως ὁ ἀρχηγὸς τῆς ἀμερικανικῆς ἀποστολῆς εἰς τὴν Εἰδικὴν ᾽Επιτροπὴν Μάρκ ῎Εθριτζ εἶχεν εἰδοποιήσει ὅτι ὅλαι αἱ ἐνδείξεις φέρουν ὡς ἐπικειμένην τὴν κομμουνιστικὴν ἐπίθεσιν διὰ τὴν κατάληψιν τῆς ῾Ελλάδος. Συγχρόνως, ὁ εἰς Μόσχαν Ἀμερικανὸς πρεσβευτὴς Μπέντελ Σμὶθ ἐτηλεγράφει ὅτι μόνη ἡ παρουσία τῶν βρεταννικῶν στρατευμάτων εἶχε μέχρι ἐκείνης τῆς στιγμῆς ἀποτρέψει τὴν κατάκτησιν τῆς ῾Ελλάδος ὑπὸ τοῦ σοβιετικοῦ συνασπισμοῦ.



Η ΠΑΛΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΡΧΗΔΟΝΟΣ


Α. ΛΑΖΑΡΟΥ - Δ. ΧΑΤΖΗ


 

1.   ΤΑ ΑΙΤΙΑ

Μὲ τὴν κατάκτησιν τῆς Ἰταλίας Ρώμη ἔγινε μεγάλη δύναμις καὶ ἤρχισε νὰ ἔχῃ βλέψεις εἰς τὴν θάλασσαν. Αὐτὸ τὴν ἔφερεν εἰς σύγκρουσιν μὲ τὸν πλησιέστερον γείτονά της, τὴν Καρχηδόνα . Ἀφορμὴν εἰς τὴν σύγκρουσιν ἔδωσεν Σικελία, τὴν ὁποίαν οἱ Ρωμαῖοι ἐθεώρουν ὡς φυσικὴν προέκτασιν τῆς ἰταλικῆς χερσονήσου, ἐνῷ διὰ τοὺς Καρχηδονίους ἦτο σπουδαία βάσις τοῦ ἀποικιακοῦ των κράτους. Πύρρος εἶχε διακρίνει τὴν μεγάλην σημασίαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν μεγαλόνησος διὰ τοὺς δύο λαούς, καὶ διὰ τοῦτο, ὅταν ἔφευγε ἀπὸ αὐτήν, εἶπε: «Τί ὡραῖον πεδίον ἀγώνων ἀφήνομεν εἰς τοὺς Ρωμαίους καὶ τοὺ ς ΚαρχηδονίουςΑἱ ἀντίζηλοι πόλεις ἐπάλαισαν πράγματι περισσότερον ἀπὸ ἕνα αἰῶνα (264-146) καὶ ἔγιναν τρεῖς μεγάλοι πόλεμοι, οἱ ὁποῖοι εἰς τὴν ἱστορίαν ὀνομάζονται Καρχηδονικοὶ πόλεμοι .



ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΦΟΡΜΑΙ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ


ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΑΛΛΙΑΡΟΥ




Τὸ σπουδαιότερον αἴτιον τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου ἦτο παλαιὰ ἀντίθεσις μεταξὺ τῶν δημοκρατικῶν Ἀθηνῶν καὶ τῆς ὀλιγαρχικῆς Σπάρτης. ἀντίθεσις αὕτη ηὐξήθη εἰς μέγαν βαθμὸν μὲ τὴν δημιουργίαν τοῦ ἐκτεταμένου καὶ ἰσχυροῦ κράτους τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὴν καταπληκτικὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ἐμπορίου των. Οἱ Ἀθηναῖοι εἶχον κυριαρχήσει εἰς τὴν ἀνατολικὴν Μεσόγειον μέχρι τοῦ Εὐξείνου πόντου καὶ τῆς Αἰγύπτου. Τὰ προϊόντα τῆς βιομηχανίας των ἦσαν περιζήτητα παντοῦ. Τοῦτο ἐγέννησε τὴν ἀντιζηλίαν καὶ τὸν φθόνον τῶν Σπαρτιατῶν καὶ πρὸ πάντων τῶν ἰσχυρῶν συμμάχων των Κορινθίων. Αὐτοὶ ἦσαν οἱ κυριώτεροι ἀνταγωνισταὶ τῶν Ἀθηναίων εἰς τὴν βιομηχανίαν καὶ τὸ ἐμπόριον.



Ἡ Ποίησις τοῦ Ρήγα


Ἀπόσπασμα διαλέξεως « Περὶ Ἑλληνικῆς Ποιήσεως »




Κωστῆς Παλαμᾶς



 
... Καὶ ὄμως ἐμφανίζεται κατὰ τὴν ἰδίαν ἱστορικὴν περίοδον, κατὰ δώδεκα περίπου ἔτη πρεσβύτερος τὴν ἡλικίαν τοῦ Χριστοπούλου καὶ τοῦ Βηλαρᾶ, ἕνας ἄνθρωπος· τοῦ προφήτου τὴν αἴγλην ἀναδίδει καὶ τοῦ μαρτυρίου τὸν στέφανον θὰ περιβληθῇ. ῾Ο ἄνθρωπος αὐτὸς δὲι γράφει στίχους, σαλπίζει στίχους· καὶ ὁ στίχος του εἶναι ἄτεχνος, γυμνός, πρωτογενής· ἂν τὸν μετρήσετε μὲ τὸν πῆχυν τῶν αἰσθτιτικῶν κανόνων, θὰ μορφώσετε. Ἀλλ’ ὅπως ὁ νομοθέτης τοῦ Ἰσραὴλ μεταβάλλει μὲ τὸν κτύπον τῆς ράβδου του τὴν ξηρὰν πέτραν εἰς δροσέρρυτον πηγήν, οὓτω καὶ ἐκεῖνος μὲ μόνην τὴν δύναμιν τῆς ἐνεργείας· του μετουσιώνει τὸν στίχον αὐτὸν τὸν ἄτεχνον, τὸν γυμνόν, τὸν πρωτογενῆ, εἰς ἄσμα ἀναστάσεως πρωτάκουστον: